50 χρόνια από τη Μεταπολίτευση

Το παρακάτω κείμενο είναι μέρος των εισηγήσεων σε αντίστοιχη συζήτηση για τη μεταπολίτευση που έγινε στο CampInCrisis που διοργάνωσε η ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ στη Βοβούσα στις 19/7/2024.

Πώς ορίζεται η μεταπολίτευση;

Υπάρχουν πολλοί ορισμοί της μεταπολίτευσης και της χρονικής της διάρκειας. Το πως επιλέγεται να οριστεί σχετίζεται με τον καθορισμό του «φορτίου» της, τι έφερε πολιτικά-  οικονομικά- κοινωνικά και πως επέδρασε στην πορεία της χώρας τα τελευταία 50 χρόνια, ιδίως σε συσχέτιση με την κατάληξη στην περίοδο της οικονομικής κρίσης και χρεοκοπίας.

Η κυρίαρχη, συστημική αφήγηση επιμένει στο στοιχείο μιας συνεχούς, αλυσιδωτής πορείας που οδηγεί από τη μεταπολίτευση στη χρεοκοπία. Η μεταπολίτευση διαμορφώνει τον «οδικό χάρτη» προς τη χρεοκοπία, όχι με βάση τις στρατηγικές επιλογές για το κοινωνικοοικονομικό σύστημα και τη θέση της χώρας αλλά με βάση τα «βαρίδια» που κληροδότησε. Η Ελλάδα στρατηγικά τοποθετείται «με τη σωστή πλευρά της ιστορίας» («ανήκομεν στη Δύση», παραμονή στο ΝΑΤΟ, ένταξη σε Ε.Ο.Κ./Ε.Ε. και Ο.Ν.Ε), αλλά κουβαλάει μια σειρά από «βαρίδια», στα οποία βολικά αθροίζονται μαζί τα κεκτημένα και οι παραχωρήσεις της πρώτης περιόδου της μεταπολίτευσης, προϊόντα του κοινωνικού ριζοσπαστισμού (δικαιώματα εργασιακά/ συνδικαλιστικά, δημοκρατικές ελευθερίες, κράτος πρόνοιας- δημόσιο σύστημα υγείας, παιδείας κλπ) με τα φαινόμενα διαφθοράς, πελατειακού κράτους, τα μικρά και μεγάλα σκάνδαλα. Στην κυρίαρχη αφήγηση όλα αυτά μαζί συνθέτουν την πορεία μιας χώρας που ενώ έχει επιλέξει να ανήκει στη Δύση/ Ε.Ε. διαρκώς τρέχει πίσω από αυτό το στόχο καθώς κυριαρχείται από την «ηγεμονία της αριστεράς ή του λαϊκισμού», που ζει πάνω από τις ανάγκες της κλπ. Αυτό θέτει ως μόνιμο στόχο τους εκσυγχρονισμούς/ μεταρρυθμίσεις στην κατεύθυνση της προσαρμογής στα νεοφιλελεύθερα πρότυπα, το μικρότερο κράτος κλπ.

Στον αντίποδα, η πραγματικότητα είναι ότι πορεία μέχρι σήμερα είναι προϊόν της ασυνέχειας της μεταπολίτευσης, της χαμένης ευκαιρίας για την πλευρά του λαϊκού παράγοντα και κινήματος κατά την πρώτη μεταπολιτευτική περίοδο κατά την οποία ήταν ακόμη ρευστό και αβέβαιο το ποια ακριβώς θα είναι τα πλαίσια της νέας κατάστασης, ο πολιτικός και κοινωνικός συσχετισμός, η θέση και η κατεύθυνση της χώρας (1974- 1981). Είναι προϊόν της ήττας του ριζοσπαστισμού μέσω της ενσωμάτωσης, της κυριαρχίας των αστικών ιδεών και των στρατηγικών κατευθύνσεων της αστικής τάξης.

Το κοινωνικό συμβόλαιο της Μεταπολίτευσης

Το κοινωνικό συμβόλαιο της μεταπολίτευσης αφορά τη διαμόρφωση της πολιτικής- οικονομικής- κοινωνικής ζωής και ευρύτερα της διεθνούς θέσης της χώρας εντός ενός μη αμφισβητήσιμου πλαισίου και ισορροπιών.

Ως μεθοδολογική παρατήρηση η ερμηνεία των διαφόρων γεγονότων και εξελίξεων, απαιτεί μια ματιά που να συμπεριλαμβάνει το διεθνές πλαίσιο και τους εσωτερικούς όρους (πολιτικούς, οικονομικούς, κοινωνικούς) και τη μεταξύ τους διαπλοκή, τις συνδέσεις αλλά και αντιθέσεις. Είναι ατελής οποιαδήποτε προσέγγιση δεν λαμβάνει υπόψη το διεθνές πλαίσιο και τις εκεί εξελίξεις ή βλέπει αποκλειστικά κάποια από τις εσωτερικές «σφαίρες», συνήθως αυτή της πολιτικής, και μάλιστα ακόμη πιο στενά με όρους αποκλειστικά δράσης πολιτικών προσωπικοτήτων (Καραμανλής, Παπανδρέου κλπ), όσο και αν με βάση τη «σχετική αυτονομία» της πολιτικής έπαιξαν το δικό τους ρόλο στη διαμόρφωση των πραγμάτων.

Απαρχή του το ίδιο το γεγονός της αστραπιαίας, ομαλής μετάβασης τον Ιούλιο του 1974. Η χούντα πέφτει υπό το βάρος της προδοσίας και τραγωδίας της Κύπρου, του φιλοχουντικού πραξικοπήματος για την ανατροπή του Μακαρίου (15 Ιουλίου), της τούρκικης εισβολής στο νησί (20 Ιουλίου), της αποτυχίας και της εικόνας αποσύνθεσης της κηρυχθείσας επιστράτευσης. Αυτά σε συνδυασμό με την κοινωνική απονομιμοποίηση της χούντας από την όξυνση της λαϊκής, αντιδικτατορικής πάλης με αποκορύφωμα την εξέγερση του Πολυτεχνείου.

Το ενδεχόμενο της άτακτης, ανεξέλεγκτης πτώσης μέσα από την κινητοποίηση του λαού (που θα μπορούσε να είναι ακόμη και ένοπλη με βάση την κατάρρευση της επιστράτευσης) επιταχύνει την αναζήτηση πολιτικής λύσης ανάμεσα σε ιμπεριαλιστικά κέντρα, τους προδικτατορικούς πολιτικούς παράγοντες και το ίδιο το στρατιωτικό καθεστώς.

Η ομαλή μετάβαση με τη συγκρότηση κυβέρνησης εθνικής ενότητας από διάφορες μερίδες του παλιού πολιτικού κόσμου και πρωθυπουργό τον Καραμανλή, στον οποίο αποδίδεται και ο ρόλος του πολιτικού- εγγυητή της δημοκρατίας είναι το προϊόν συμβιβασμού ανάμεσα α) στα κυρίαρχα ιμπεριαλιστικά κέντρα, κυρίως τις ΗΠΑ, που είχαν υποκινήσει το πραξικόπημα του 67, υπό τον έλεγχο τους ήταν το καθεστώς, και αναγκαζόντουσαν να μετρήσουν μια τακτική ήττα στην περιοχή, και τους δυτικοευρωπαίους ιμπεριαλιστές, (β) μεταξύ του στρατιωτικού καθεστώτος καθώς και των εγχώριων πολιτικών και οικονομικών παραγόντων για να προχωρήσει μια πολιτική λύση. Αποσκοπούσε σε μια σταθεροποίηση, όπου η αλλαγή καθεστώτος δεν θα έθιγε την ευρύτερη γεωπολιτική τοποθέτηση της χώρας στο δυτικό στρατόπεδο, λαμβάνοντας όμως υπόψη ότι αυτό πλέον δεν μπορούσε να γίνει υπό το καθεστώς της αμερικανοκρατίας, της απροκάλυπτης κυριαρχίας και επέμβασης του αμερικάνικου παράγοντα, και δεν θα έθιγε την εξουσία- πολιτική ηγεμονία της αστικής τάξης.

Αυτή είναι η γενέθλια πράξη του πολιτικού- κοινωνικού συμβολαίου της Μεταπολίτευσης και αυτοί είναι και οι βασικοί πυλώνες του, το «δομικό» συμβόλαιο. Η μεγάλη τομή αυτού του πολιτικού- κοινωνικού συμβολαίου είναι ότι δίπλα στη γεωπολιτική εξάρτηση από τις ΗΠΑ, που θα επανέλθει σταδιακά μέσα στην 1η δεκαετία με την επάνοδο στο στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ και τις συμφωνίες παραμονής των βάσεων από τις κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ, προστίθεται η οικονομική και πολιτική εξάρτηση από την ΕΟΚ/Ε.Ε. Η ένταξη στο «σκληρό πυρήνα» της ευρωπαϊκής ενοποίησης, ανεξαρτήτως του τι πράγματι συνεπαγόταν αυτό σε επίπεδο οικονομίας (αγροτική παραγωγή, αποβιομηχάνιση, σταθερά ελλειματικό ισοζύγιο συναλλαγών, δανεισμός και χρέος),  γίνεται η νέα κυρίαρχη αφήγηση της αστικής τάξης.

Στη διάρκεια των 50 χρόνων υπάρχουν πολλές επαναδιαπραγματεύσεις του συμβολαίου αυτού, οι οποίες δεν θίγουν όμως τον πυρήνα του. Υπάρχουν επαναδιαπραγματεύσεις που αφορούν κυρίως την οικονομική πολιτική και τις κατευθύνσεις γύρω από αυτή (σοσιαλδημοκρατία και κρατικός παρεμβατισμός, νεοφιλελευθερισμός- συρρίκνωση κράτους), επαναδιαπραγματεύσεις που προκύπτουν από τις διεθνείς εξελίξεις και πλαίσιο και το πως επηρεάζουν τη θέση της χώρας, επαναδιαπραγματεύσεις που προκύπτουν από τους συμβιβασμούς ή τις αντιθέσεις πολιτικών κέντρων.

Αυτές ορίζουν και διακριτές περιόδους μέσα σε αυτά τα 50 χρόνια. Δεν είναι ίδιο το κοινωνικό συμβόλαιο της πρώτης 10ετίας (1974- 1985) με έντονο το στοιχείο του κρατικού παρεμβατισμού ήδη από την κυβέρνηση Καραμανλή, την αύξηση των δημοσίων δαπανών, τη διαμόρφωση δομών κράτους πρόνοιας, την αύξηση μισθών κυρίως επί ΠΑΣΟΚ, μια μορφή σοσιαλδημοκρατικής διαχείρισης στο περιβάλλον της διεθνούς οικονομικής κρίσης που εκκινεί το 1973 κι ενόσω εξακολουθεί να υφίσταται ο υπαρκτός σοσιαλισμός ως πόλος, με τη σταδιακή προσχώρηση στο νεοφιλελεύθερο μοντέλο μέσω της πολιτικής οικονομικής σταθεροποίησης της 2ης κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ (1985- 1989) στο πλαίσιο της πιο οργανικής ένταξης στην ΕΟΚ, και την επιθετική προσχώρηση τη δεκαετία του 1990 μετά και την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού με την μετεξέλιξη της ΕΟΚ σε Ε.Ε, με το στόχο της ένταξης στην ΟΝΕ, την περίοδο δηλαδή που καταλήγει στην κρίση του 2008, την κρίση χρέους και τη χρεοκοπία της χώρας.

Όμως σε κάθε περίπτωση, στις περιόδους αυτές ήταν δεδομένοι και μη αμφισβητήσιμοι οι πυλώνες του κοινωνικού συμβολαίου που είχε διαμορφωθεί.

1974- 1981: Αστική διαχείριση, ρήγματα και ενσωμάτωση.

Το συμβόλαιο αυτό δεν  εξαρχής ακλόνητο. Υπάρχει μια χρονικά μικρή περίοδος διαμόρφωσης, προσπάθειας σταθεροποίησης του, ρηγμάτων ή δυνητικών ρηγμάτων. Το δίπολο ανάμεσα στη διαμόρφωση και σταθεροποίηση ενός ελεγχόμενου πλαισίου για την αστική τάξη και πολιτική με ταυτόχρονη διασφάλιση κάτω από νέους όρους της ιμπεριαλιστικής επικυριαρχίας της χώρας και σε «ανεξέλεγκτες» καταστάσεις, με την έννοια της διαμόρφωσης εξελίξεων από τον κινητοποιημένο λαό, αποτελεί το ανοιχτό, παιζόμενο διακύβευμα της πρώτης μεταπολιτευτικής περιόδου.

Δεν ήταν προδιαγεγραμμένο ότι ο συσχετισμός θα κλίνει προς την πρώτη πλευρά. Ο κρίσιμος και υπό όρους αστάθμητος παράγοντας ήταν αυτός του λαϊκού, πολιτικού και κοινωνικού ριζοσπαστισμού. Συνιστώσες αυτού του ριζοσπαστισμού ήταν:

Α) το μαζικό αντιιμπεριαλιστικό και ιδίως αντιαμερικάνικο λαϊκό αίσθημα. Ανατροφοδοτείται από το έγκλημα και την τραγωδία της Κύπρου. Εκφράζεται μέσα από το άμεσο αίτημα απομάκρυνσης των αμερικάνικων βάσεων.

Β) η λαϊκή απαίτηση για αποχουντοποίηση, για την τιμωρία των πραξικοπηματιών, της κάθαρσης του κρατικού μηχανισμού, του στρατού, της εκπαίδευσης κλπ από τα χουντικά και φιλοχουντικά στοιχεία. Δεν τίθεται όμως μόνο η αποχουντοποίηση. Υπάρχει συνείδηση της δικτατορίας ως κατάληξης του 30ετους, μετεμφυλιακού, σκληρού αντικομμουνιστικού κράτους διώξεων και καταστολής και άρα η απαίτηση να ξηλωθεί όλο αυτό το πλαίσιο κλπ.

Γ) η άνθιση του εργατικού κινήματος και κυρίως των εργοστασιακών αγώνων του βιομηχανικού προλεταριάτου (1974- 1977)

Δ) η νεολαία, η οποία πέρα από τα παραπάνω τροφοδοτείται και από τη διεθνή ριζοσπαστικοποίηση, το Μάη του 68, τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα, την πολιτιστική αναζήτηση κλπ.

Με δεδομένη την κατάληξη αυτής της περιόδου, προκύπτουν δυο κρίσιμα θέματα σε σχέση πρώτον με το βάθος, το υπαρκτό ή μη αυτού του ριζοσπαστισμού και μέχρι που μπορούσε υπό όρους να φτάσει, και δεύτερον τη διαδικασία προς την ενσωμάτωσή του.

Για το ζήτημα του βάθους αυτού του ριζοσπαστισμού, ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η σχετικά παραγνωρισμένη ιστορία των εργατικών αγώνων στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης που δίνονται κυρίως σε επίπεδο εργοστασίων. Το εργοστασιακό κίνημα γεννήθηκε τον Οκτώβριο του 1974, στο εργοστάσιο της Νational Can στην Ελευσίνα, με την απεργία των Ελλήνων αλλά και των Πακιστανών εργατών του εργοστασίου. Από το 1975 ως το 1977 το εργοστασιακό κίνημα κορύφωσε τη δράση του, με δυναμικές απεργίες σε βιομηχανικές μονάδες και ενδεικτικά σε Ιζόλα, ΜΕΛ, ΙΤΤ, Εσκιμό, AEG, ΒΙΩΜΑΞ, Πίτσος, Φούλγκορ, ΛΑΡΚΟ και Πετζετάκις, καθώς και στα μεταλλεία Μαντουδίου και ΜΑΔΕΜ – ΛΑΚΚΟ. Τα αιτήματα ξεκινάν από τα άθλια μεροκάματα, τις συνθήκες εργασίας, ζητήματα συνδικαλιστικών και δημοκρατικών ελευθεριών και φτάνουν σε ορισμένες περιπτώσεις σε καταλήψεις βιομηχανικών μονάδων και αιτήματα αυτοδιαχείρισης. Οι απεργιακές κινητοποιήσεις του εργοστασιακού κινήματος χαρακτηρίστηκαν από μεγάλη διάρκεια και μαζικότητα, με ενδεικτικές περιπτώσεις τις 93 ημέρες απεργίας στον Λαδόπουλο (1975), τις 110 ημέρες απεργίας στη ΛΑΡΚΟ (1977) και τη συμμετοχή 5.000 μεταλλεργατών στην απεργία στο Μαντούδι (Μάρτιος-Απρίλιος 1976). Μορφές οργάνωσης του μαχητικού εργοστασιακού συνδικαλισμού ήταν αρχικά οι εργοστασιακές απεργιακές επιτροπές από τις οποίες γεννήθηκαν και αντίστοιχα εργοστασιακά σωματεία. Το εργοστασιακό κίνημα αφού κορυφώνεται την περίοδο 1975- 1976, μπαίνει σταδιακά σε φάση υποχώρησης και ήττας αντιμετωπίζοντας σκληρή καταστολή είτε αστυνομική και εργοδοτική είτε νομοθετική (με το γνωστό αντεργατικό ν. 330/1976), καθώς και χιλιάδες απολύσεις εργατών- συνδικαλιστών, την ύπαρξη «μαύρης λίστας» του ΣΕΒ, ενώ ρόλο παίζει και η στάση της επίσημης αριστεράς και ιδίως του ΚΚΕ, που ουσιαστικά «πολεμάει» τη συγκρότηση εργοστασιακών σωματείων δήθεν στο όνομα του κινδύνου της μετατροπής τους σε «κίτρινα»- εργοδοτικά, και προκρίνοντας την οργάνωση σε κλαδικό επίπεδο.

Προκύπτουν όμως δυο ποιοτικά δεδομένα: το πρώτο αφορά την ίδια την οικονομία και την παραγωγική υποδομή της χώρας, το γεγονός δηλαδή ότι υπήρχαν βιομηχανίες, ένας σχετικά ανεπτυγμένος δευτερογενής τομέας, μια εικόνα που δεν έχει σχέση με την αποβιομηχάνιση και την υπερδιόγκωση των υπηρεσιών που εμφανίζεται σήμερα σαν συνέπεια κυρίως 40 και πλέον χρόνων παραμονής σε ΕΟΚ και Ε.Ε. Το δεύτερο ότι ήταν υπαρκτή μια λαϊκή διεκδίκηση που δεν περιοριζόταν μόνο σε πολιτικά αιτήματα αλλά απλωνόταν και στο κοινωνικό πεδίο, συγκροτούσε αντιπαραθέσεις κλπ.

Ως προς τη διαδικασία ενσωμάτωσής του, τα παραπάνω οδήγησαν σε μια σειρά προσαρμογών και χειρισμών από την πλευρά της αστικής πολιτικής.  Σχηματικά ως προς την αστική πολιτική διαπνέεται από τη λογική ότι «έπρεπε να αλλάξουν πολλά αλλά να μην αλλάξουν τα βασικά». Η πολιτική της κυβέρνησης Καραμανλή 1974- 1979 κινείται σε αυτή την κατεύθυνση:

1) τίθεται επιθετικά ως «εθνικός στόχος» η είσοδος στην Ε.Ο.Κ, η οποία παρουσιάζεται και ως δικλείδα ασφαλείας για μια φιλελεύθερη δημοκρατία κατά τα ευρωπαϊκά πρότυπα και αποφυγής εκτροπών, καταστάσεων πολιτικής ανωμαλίας κλπ. Η είσοδος στην Ε.Ο.Κ αποτελεί τον κορυφαίο στόχο της διακυβέρνησης Καραμανλή, τον οποίο και επιτυγχάνει. Είναι σαφές ότι η Ε.Ο.Κ αποτελεί ένα εναλλακτικό και όχι αντιθετικό σε σχέση με το ΝΑΤΟ, σχέδιο για παραμονή της Ελλάδας στη «σωστή πλευρά». Είναι ξεκάθαρο ότι ο Καραμανλής αντιλαμβάνεται και θέτει ως προτεραιότητα αυτή την πολιτική πλευρά που πρέπει να ικανοποιηθεί. Με αυτό το πρίσμα αντικρούει τις ενστάσεις με βάση την οικονομία, που έθεταν και εγχώριοι οικονομικοί παράγοντες αλλά και χώρες της ΕΟΚ.

2) Σε όλα τα πεδία (οικονομικό, κοινωνικό, θεσμικό, εξ. πολιτική) υπάρχουν κάποιες παραχωρήσεις, ικανοποιούνται μερικώς πλευρές των αιτημάτων κυρίως σε σχέση με τον εκδημοκρατισμό, επιδιώκεται μια συναίνεση μέσω της αύξησης του βιοτικού επιπέδου.

Ιδιαίτερο στοιχείο της οικονομικής πολιτικής Καραμανλή είναι ο έντονος κρατικός παρεμβατισμός, με την κρατικοποίηση πολλών και εμβληματικών ιδιωτικών επιχειρήσεων. Με διεθνείς όρους βρισκόμαστε στο μεταίχμιο μεταξύ κεϋνσιανής και νεοφιλελεύθερης διαχείρισης. Εσωτερικά αυτές οι κινήσεις υπαγορεύονται και από την πολιτική ανάγκη να περιοριστεί η προηγούμενη ασυλία- ασυδοσία που απολάμβανε το ιδιωτικό κεφάλαιο μετεμφυλιακά και επί χούντας. Έτσι μεταξύ 1974- 1976 η κυβέρνηση Καραμανλή προχωράει στην κρατικοποίηση της Ολυμπιακής,  του ομίλου Ανδρεάδη, των συγκοινωνιών (λεωφορεία), στη μεταβίβαση των διυλιστηρίων Ασπροπύργου από τον όμιλο ΛΑΤΣΗ στο Δημόσιο, ενώ αναθεωρούνται προς το δυσμενέστερο για τον ιδιωτικό τομέα μια σειρά συμφωνιών του δημοσίου με ιδιωτικές επιχειρήσεις. Ο ΣΕΒ σε συνέντευξη τύπου κατηγορεί την κυβέρνηση Καραμανλή για «σοσιαλμανία». Παρότι δεν πρόκειται ούτε κατά διάνοια για «σοσιαλιστική» πολιτική (με εξαγορά έγιναν οι κρατικοποιήσεις), έχει μια αξία να μνημονεύεται απέναντι στη λογική του νεοφιλελεύθερου μονόδρομου και σε σχέση με το πως ο πολιτικός και κοινωνικός συσχετισμός δύναμης μπορεί να επιβάλει πράγματα.

3) Παράλληλα προχωράει την αντιδραστική νομοθετική θωράκιση καθώς και την καταστολή απέναντι σε στο λαϊκό κίνημα, ιδίως όταν κινείται ή επιχειρείται από μερίδες του να κινηθεί εκτός πλαισίων. Χρησιμοποιείται η πρόσφατη αποκατάσταση και το ασταθές και εύθραυστο της δημοκρατίας ως επικοινωνιακό όπλο για να χτυπηθούν μια σειρά κινητοποιήσεων, αγώνων κλπ. όποιος διεκδικεί υπερβολικά πολλά ή με υπερβολικό τρόπο μπορεί να θέτει και σε κίνδυνο τη δημοκρατία, να εξυπηρετεί ηθελημένα ή άθελα «σκοτεινά κέντρα» και την επιστροφή στο προηγούμενο καθεστώς εκτροπής. Η θεωρία του «αριστεροχουντισμού»,  διατυπωμένη από τον Καραμανλή, συμπυκνώνει αυτή την πολιτική.

ΠΑΣΟΚ, πολιτικός φορέας της ενσωμάτωσης.

Η ΝΔ, ως κόμμα της δεξιάς- κεντροδεξιάς και στιγματισμένη με βάση το παρελθόν της δεξιάς παράταξης ως κυρίαρχης πολιτικής δύναμης που «γέννησε» το αντικομμουνιστικό, μετεμφυλιακό κράτος, το καθεστώς της χούντας κλπ. δεν μπορούσε προφανώς να συνδεθεί με τα ριζοσπαστικά, πολιτικά και κοινωνικά, αιτήματα των πρώτων χρόνων. Ο πολιτικός φορέας, ο οποίος θα συνδεθεί με το πλειοψηφικό ριζοσπαστικό ρεύμα, θα κυριαρχήσει στο εσωτερικό του, θα οδηγήσει στην ενσωμάτωση και εν τέλει στην πλήρη διαστροφή των αιτημάτων του ως κυβέρνηση είναι το ΠΑΣΟΚ.

Απέναντι στο φαινόμενο του ΠΑΣΟΚ δεν αρκεί μια οπτική που βλέπει μόνο μια «κλοπή» αιτημάτων της αριστεράς και του λαϊκού κινήματος, δεν αρκεί για να ερμηνεύσει την άνοδο και την κυριαρχία του. Υπάρχουν κοινωνικοπολιτικοί όροι, σε ένα βαθμό αντικειμενικοί αλλά και υποκειμενικοί, που αφορούν την πολιτική των διαφόρων χώρων/κομμάτων:

Στο πεδίο των αντικειμενικών όρων, η σύνδεση του ΠΑΣΟΚ με τα ανερχόμενα κοινωνικά στρώματα, μικροαστικά και μεσοαστικά στρώματα. Πρόκειται για στρώματα που έχει γεννήσει η καπιταλιστική ανάπτυξη τις δεκαετίες μετά τον πόλεμο και στρώματα, μεγάλο μέρος των οποίων είχε αναφορά στον αριστερό/προοδευτικό χώρο και η πολιτική τους εκπροσώπηση είχε μπλοκαριστεί από το μετεμφυλιακό καθεστώς και στη συνέχεια από τη χούντα. Το ΠΑΣΟΚ στοχευμένα τοποθετεί τον άξονα της πολιτικής αντιπαράθεσης πάνω στον άξονα δεξιά- αντιδεξιά, φτάνοντας να εκφράσει από το κομμάτι της εαμικής αντίστασης μέχρι μια «φιλελεύθερη» αστική τάξη και όλο αυτό το φάσμα κοινωνικών στρωμάτων που ορίζει ως τους «μη προνομιούχους».

Στο πεδίο της πολιτικής, συνδέεται με τα ριζοσπαστικά αντιιμπεριαλιστικά, αντιαμερικάνικα αιτήματα που κυριαρχούν, για έξοδο από το ΝΑΤΟ, διώξιμο των βάσεων ενώ και ως προς την είσοδο στην ΕΟΚ εμφανίζεται αντίθετο. Σταδιακά και όσο πλησιάζει προς την κυβερνητική εξουσία οι αντιιμπεριαλιστικές αιχμές λειαίνονται ενώ το σύνθημα της εθνικής ανεξαρτησίας παρότι διατηρείται ουσιαστικά απαντάει στο ζήτημα του προσανατολισμού της χώρας από τη σκοπιά της αστικής τάξης (Ελλάδα γέφυρα σε Μεσόγειο- Βαλκάνια, εκμεταλλευόμενη τις αντιθέσεις των δυο πόλων κλπ).

Το τρίτο κρίσιμο πεδίο είναι αυτό της σχέσης του ΠΑΣΟΚ με τους χώρους της αριστεράς και την πολιτική τους. Δεν ήταν δεδομένο το 1974 ότι το ΠΑΣΟΚ θα γινόταν ο κύριος πολιτικός υποδοχέας και εκφραστής του λαϊκού ριζοσπαστισμού. Η διαδρομή προς το 1977, την ανάδειξη του ΠΑΣΟΚ σε αξιωματική αντιπολίτευση και τη μετέπειτα, μη αμφισβητήσιμη πολιτικά, πορεία προς την κυβερνητική εξουσία, διακρίνεται από την «παραχώρηση» του κρίσιμου πολιτικού χώρου από την αριστερά. Είναι ωστόσο πολύ διαφορετική η πολιτική που ακολουθείται από την επίσημη αριστερά (ΚΚΕ και ΚΚΕ Εσ.) και από τις δυνάμεις της τότε επαναστατικής/ εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς. Το ΠΑΣΟΚ έστω και σε λεκτικό επίπεδο εμφανίζεται πιο ριζοσπαστικό από την «επίσημη» αριστερά. Ταυτόχρονα το ΚΚΕ (δεδομένου ότι το σαφώς πιο «δεξιό» ΚΚΕ Εσ. δεν ήταν σε θέση να επηρεάσει ιδιαίτερα τις πολιτικές εξελίξεις) ακολουθεί πολιτική ουράς απέναντι στο ΠΑΣΟΚ, υιοθετώντας τη συνθηματολογία της πασοκικής «Αλλαγής» που θα πρέπει να είναι… «πραγματική» μέσω του ΚΚΕ, πολιτική που θα ακολουθήσει ουσιαστικά μέχρι και το 1985. Αντίθετα, η ευθύνη της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς δεν έχει να κάνει με μια πολιτική ενσωμάτωσης αλλά με την αδυναμία της να μετασχηματίσει σε πολιτική δύναμη την κινηματική της δράση, το αριθμητικά σημαντικό δυναμικό που αναφερόταν σε αυτή για μια περίοδο, να αποκτήσει οργανωτικές ρίζες μέσα στην κοινωνία και την εργατική τάξη ειδικότερα.

0 replies

Leave a Reply

Want to join the discussion?
Feel free to contribute!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *