Επικίνδυνος ψηφιακός δούρειος ίππος

Μου προκαλούν τρόμο τα εγκώμια που αυτές τις εβδομάδες, σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, πλέκουν οι επικεφαλής της ψηφιακής πραγματικότητας και της τηλεκπαίδευσης. Είναι ένας επικίνδυνος δούρειος ίππος, που, εκμεταλλευόμενος την πανδημία, επιδιώκει με ύπουλο τρόπο να εξαφανίσει τα τελευταία προπύργια της προσωπικής μας ζωής και της διά ζώσης διδασκαλίας.

Ωστόσο, ανάμεσα στις τόσες αβεβαιότητες που μας κατακλύζουν, αναδύθηκε μέσα μου μία βεβαιότητα: μόνο η συνάντηση με τους φοιτητές, στην αίθουσα, μπορεί να νοηματοδοτήσει αληθινά τη διδασκαλία και την ίδια τη ζωή του διδάσκοντος.

Δεν μου είχε ποτέ συμβεί, στα τριάντα χρόνια διδακτικού έργου, να φανταστώ ότι θα γίνονταν μαθήματα, εξετάσεις και ορκωμοσίες μέσα από μια ψυχρή οθόνη. Κι ενώ ορισμένοι συνάδελφοι εκθειάζουν την εκπαίδευση του μέλλοντος, εγώ αισθάνομαι την αμηχανία κάποιου που ζει σε έναν κόσμο που του είναι πλέον άγνωστος.

Δεν μιλώ για την κατάσταση εκτάκτου ανάγκης που δημιουργήθηκε – είναι αναπόφευκτο τώρα να προσαρμοστούμε στην ψηφιακή πραγματικότητα, για να μην πάει στράφι το ακαδημαϊκό έτος. Αναφέρομαι σε όσους εν χορώ εξυμνούν την πρόοδο, στους καθηγητές-μάνατζερ της τηλεματικής και στα εξ αποστάσεως πανεπιστήμια, που, από τον Μάρτιο, κατακλύζουν με διαφημίσεις τις εφημερίδες και τα κανάλια της τηλεόρασης.

Υπάρχουν αυτοί που ζητωκραυγάζουν θεωρώντας τον κορωνοϊό σαν ευκαιρία για να συντελεστεί το πολυπόθητο άλμα προς τα εμπρός και η πολυαναμενόμενη αναβάθμιση και αυτοί που, αντιθέτως, σκέφτονται με λύπη πως δεν είναι δυνατόν να διδάξουν χωρίς την παρουσία των φοιτητών τους. Γι’ αυτόν το λόγο νιώθω μια τρομερή θλίψη στο ενδεχόμενο να κάνω πάλι χρήση της ψηφιακής πλατφόρμας, όταν ξαναρχίσουν τα μαθήματα το φθινόπωρο.

Πώς μπορώ να στερηθώ το θεμελιώδες τελετουργικό που, επί δεκαετίες, έχει τροφοδοτήσει τη διδασκαλία μου και μου έχει προσφέρει τόσες χαρές; Πώς θα μπορέσω να διαβάσω έναν κλασικό συγγραφέα χωρίς να κοιτάζω κατάματα τους φοιτητές μου, χωρίς να μπορώ να βλέπω να διαγράφονται στα πρόσωπά τους εκφράσεις αποδοκιμασίας ή χαμόγελα συνενοχής; Μια πονηρή ερώτηση είναι αρκετή για να σε βοηθήσει να σκεφθείς τι δεν έχεις κάνει καλά. Γιατί και οι καθηγητές είναι μαθητές, και μαθαίνουν και αυτοί. Τα σχολεία και τα πανεπιστήμια, χωρίς τη ζωντανή παρουσία μαθητών και δασκάλων, θα γίνουν άδειοι χώροι, χωρίς ζωτική ενέργεια και πνοή.

Ποτέ άλλοτε όπως στη διάρκεια αυτών των μηνών του εγκλεισμού δεν είχαμε συνειδητοποιήσει τόσο καλά ότι οι ανθρώπινες σχέσεις –οι αληθινές, όχι οι εικονικές– γίνονται ολοένα και περισσότερο μια πολυτέλεια. Το είχε αναφέρει προφητικά ο Αντουάν ντε Σαιντ-Εξυπερύ όταν προέβλεπε ότι «μία μόνο πολυτέλεια υπάρχει, οι ανθρώπινες σχέσεις».

Ψευδαισθήσεις

Τώρα, είμαστε όντως σε θέση να υπολογίσουμε αποτελεσματικά τη διαφορά ανάμεσα στην κανονικότητα και στην κατάσταση εκτάκτου ανάγκης. Αν σε συνθήκες εκτάκτου ανάγκης, όπως στην πανδημία, οι βιντεοκλήσεις, το Facebook, το WhatsApp και άλλα παρόμοια εργαλεία αποτέλεσαν τη μοναδική μορφή επικοινωνίας για να διατηρήσουμε ζωντανές τις διαπροσωπικές σχέσεις μας, καθώς ήμασταν έγκλειστοι στα σπίτια μας, με την επιστροφή στην κανονικότητα τα ίδια αυτά εργαλεία μπορεί να αποδειχθούν επικίνδυνες πηγές ψευδαισθήσεων.

Είναι τετριμμένη η σκέψη ότι κάνοντας κλικ σε ένα κοινωνικό προφίλ έχεις κάνει έναν νέο φίλο. Ακριβώς όπως το να κάνεις chat στο Διαδίκτυο δεν σημαίνει πως καλλιεργείς φιλίες. Μια αληθινή σχέση έχει ανάγκη από τη σωματική, τη ζωντανή επαφή. Το ίδιο ισχύει και για τους χρήστες των κοινωνικών δικτύων, οι οποίοι, κλεισμένοι σ’ ένα δωμάτιο, σκέφτονται να συνάψουν σχέσεις μέσα από έναν υπολογιστή ή ένα τάμπλετ: μια συνεχής σύνδεση με τους άλλους στο τέλος καλλιεργεί μια νέα μορφή τρομακτικής μοναξιάς.

Δεν μπορούμε να φανταστούμε τη ζωή μας χωρίς Ιντερνετ ή χωρίς τηλέφωνα. Η τεχνολογία όμως, όπως ένα φάρμακο, μπορεί να θεραπεύσει ή να δηλητηριάσει: εξαρτάται από τις δόσεις που θα πάρεις! Στους New York Times, η Nellie Bowles αναφέρει ότι στην Αμερική η χρήση συσκευών παρουσιάζει μειωτική τάση στις πλούσιες οικογένειες και αυξητική στους φτωχούς και στη μεσαία τάξη.

Οι πλούσιοι και οι άλλοι

Οι ελίτ της Σίλικον Βάλεϊ στέλνουν τα παιδιά τους σε σχολεία που πριμοδοτούν τις ανθρώπινες σχέσεις αντί την τεχνολογία. Ετσι, στο μέλλον, οι γόνοι των πλουσίων οικογενειών θα κατέχουν ολοένα και περισσότερο το αγαθό της ανθρώπινης διάδρασης, ενώ η ψηφιακή πραγματικότητα θα προορίζεται για την εκπαίδευση των λιγότερο προνομιούχων. Οι λίγοι που θα μπορούν να πληρώνουν καλά έναν δάσκαλο με σάρκα και οστά και μια παιδεία υψηλού επιπέδου, φτιαγμένη ειδικά γι’ αυτούς, και όλοι οι άλλοι που δεν θα έχουν τη δυνατότητα για κάτι τέτοιο και θα πρέπει να αρκεστούν σε εικονικά ολογράμματα, που θα παρέχουν απλώς μια τηλεματική τυποποιημένη εκπαίδευση. Θα ήθελα να θυμίσω στους υποστηρικτές των πολυεθνικών της ψηφιακής τεχνολογίας –οι οποίες επιδιώκουν εδώ και χρόνια να κατακτήσουν μια μεγάλη μερίδα της παγκόσμιας αγοράς, αποτελούμενης από εκατομμύρια εκπαιδευόμενων και καθηγητών– ότι καμία εικονική πλατφόρμα δεν θα μπορέσει ποτέ να αλλάξει τη ζωή ενός φοιτητή. Από τον Σωκράτη μέχρι και πριν από την πανδημία, μόνον οι καλοί καθηγητές μπόρεσαν να το κάνουν.

Πηγή: Καθημερινή

Νομοσχέδιο για το δικαίωμα στην διαδήλωση: επιστροφή στο 1971

1. Το ως τώρα καθεστώς

Το δικαίωμα στην διαδήλωση (συνέρχεσθαι) προβλέπεται και ρυθμίζεται συνταγματικά κατά το άρθρο 11 του ισχύοντος Συντάγματος. Κατά την παράγραφο 1 αυτού, «οι Έλληνες έχουν το δικαίωμα να συνέρχονται ήσυχα και χωρίς όπλα». Αυτό είναι το πεδίο προστασίας μέσα στο οποίο ασκείται το δικαίωμα. Το «ήσυχα» παραπέμπει στην αποφυγή βιαιοπραγιών. Το δικαίωμα είναι ατομικό, συλλογικά ασκούμενο και, επίσης, θεωρείται και πολιτικό δικαίωμα, δικαίωμα πολιτικής συμμετοχής. Η πρώτη μορφή του δικαιώματος αυτού εμφανίζεται στο Σύνταγμα του 1864 (Σύνταγμα βασιλευόμενης δημοκρατίας) και έχει την ίδια δομή μέχρι και σήμερα («Οι Έλληνες έχουσι το δικαίωμα του συνέρχεσθαι ησύχως και αόπλως.. (άρθρο 10)». Όσον αφορά τους μη Έλληνες, αυτοί προστατεύονται στο δικαίωμα του συνέρχεσθαι όχι βάσει του άρθρου 11 του Συντάγματος αλλά βάσει του άρθρου 11 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, που αναφέρεται σε «παν πρόσωπο» και έχει υπερνομοθετική ισχύ.

Όπως συμβαίνει με τα περισσότερα συνταγματικά δικαιώματα, ο νομοθέτης μπορεί να εισαγάγει κατά την ρύθμισή τους περιορισμούς στην άσκηση για την προάσπιση άλλων αγαθών, όχι όμως να οδηγήσει στην στέρηση ή αδυναμία άσκησης του δικαιώματος. Οι περιορισμοί πρέπει να ανάγονται σε τυπικό νόμο. Η παράγραφος 2 της συνταγματικής διάταξης του άρθρου 11 ορίζει τα ακόλουθα:

Μόνο στις δημόσιες υπαίθριες συναθροίσεις μπορεί να παρίσταται η αστυνομία (εννοεί εξ αντιδιαστολής: δεν μπορεί να παρίσταται σε αυτές που γίνονται σε κλειστό χώρο). Οι υπαίθριες συναθροίσεις μπορούν να απαγορευτούν με αιτιολογημένη απόφαση της αστυνομικής αρχής γενικά, αν εξαιτίας τους αν εξαιτίας τους προκύπτει σοβαρός κίνδυνος για τη δημόσια ασφάλεια, σε ορισμένη δε περιοχή αν απειλείται σοβαρή διατάραξη της κοινωνικοοικονομικής ζωής, όπως νόμος ορίζει».

Η διάκριση του «γενικά» και του «ειδικά» σημαίνει ότι η πρώτη περίπτωση (κίνδυνος για δημόσια ασφάλεια) δεν αφορά μια ιδιαίτερη περιοχή. Αυτό, όμως, δεν μπορεί να σημαίνει, κατά την σχετική νομολογία, ότι μπορεί η απαγόρευση να αφορά κάθε συνάθροιση σε μια περιφέρεια της χώρας και μάλιστα για αόριστο χρονικό διάστημα ( βλ. σε Κ. Χρυσόγονο «Ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα», Αθήνα-Κομοτηνή 2002, σελ. 456 υποσημ. 36 όπου και νομολογία του ΣτΕ). Επίσης, η ύπαρξη κινδύνου για την δημόσια ασφάλεια ή διατάραξης της κοινωνικοοικονομικής ζωής πρέπει να αιτιολογείται ειδικά στην απόφαση απαγόρευσης της αστυνομικής αρχής. Αξίζει ακόμη να σημειωθεί ότι επειδή το δικτατορικό ν.δ. 794/1971 (αναλυτικά παρακάτω) δεν προέβλεπε απαγόρευση για διατάραξη της κοινωνικοοικονομικής ζωής, πρακτικά ακόμη και σήμερα δεν υπάρχει εκτελεστικός νόμος του Συντάγματος για την περίπτωση αυτήν (πράγμα που εγείρει και ζητήματα νομιμότητας σχετικών απαγορεύσεων χωρίς εκτελεστικό νόμο που να τις προβλέπει).

Ένα βασικό πρόβλημα στην άσκηση αλλά και στον περιορισμό του δικαιώματος στην (υπαίθρια) δημόσια συνάθροιση σχετίζεται με το θέμα του εκτελεστικού του νόμου, τον οποίον η συνταγματική διάταξη προβλέπει («όπως νόμος ορίζει») , και ο οποίος ποτέ δεν ψηφίσθηκε μετά την έναρξη ισχύος του Συντάγματος 1975. Τυπικά, εξακολούθησε να ισχύει για την διακύβευση της δημόσιας ασφάλειας και τάξης ως μη καταργηθέν ρητά το νομοθέτημα της δικτατορίας ν.δ. (νομοθετικό διάταγμα) 794/1971 ( ν.δ. ήταν μια ειδική κατηγορία νομοθετήματος και νομοθέτησης κατά το Σύνταγμα του 1952). Είναι απορίας άξιο το γιατί καμία κοινοβουλευτική πλειοψηφία μετά το 1975 δεν έθεσε έναν εκτελεστικό νόμο, ο οποίος, όντως, να στηρίζει την άσκηση του δικαιώματος και να μην κατατείνει (όπως σαφώς το ν.δ. 794/1971) στην περιστολή και τον τελικά δυσανάλογο περιορισμό του. Το ν.δ. 794/1971 προβλέπει τις εξής μορφές περιορισμού:

-στο άρθρο 6 την απαγόρευση με απόφαση της αστυνομικής αρχής για λόγους που σχετίζονται με κίνδυνο (όχι «σοβαρό» όπως η συνταγματική διάταξη) για την δημόσια τάξη και ασφάλεια ή την υπό συγκεκριμένους όρους διεξαγωγή της. Εδώ προβλέπεται και η έκδοση βασιλικού διατάγματος για την μη πραγματοποίηση συναθροίσεων σε ορισμένες περιοχές ή έξω από ορισμένα δημόσια κτίρια (υπήρχε ήδη το σχετικό β.δ. του 1968, το οποίο όχι μόνο δεν καταργήθηκε και αυτό, αλλά έχει εφαρμοστεί και πρόσφατα κατά τις επισκέψεις ξένων ηγετών).

– στο άρθρο 7 την διάλυση δημόσιας συνάθροισης από την αστυνομία, η οποία δεν έχει αναγκαστικά απαγορευθεί αλλά όπου αρχίζουν να συμβαίνουν βίαιες ενέργειες («εξελίσσεται σε βίαια»).

-στο άρθρο 3 την προηγούμενη γνωστοποίηση προ οριζομένου χρονικού διαστήματος της δημόσιας συνάθροισης από τον πρόεδρο ή οργανωτή αυτής, που μπορεί να είναι και νομικό πρόσωπο καθώς και τον υποχρεωτικό καθορισμό προέδρου/οργανωτή.

-στο άρθρο 4 μια σειρά από ειδικότερους περιορισμούς, όπως να μην ανήκουν σε απαγορευμένα κόμματα (τότε το ΚΚΕ βάσει του α. ν. 509/47), να μην φέρουν σημαίες και σήματα αυτών κλπ.

-στο άρθρο 9 την ειδική (αντικειμενική) ποινική ευθύνη των οργανωτών, προέδρων, νομίμων εκπροσώπων αυτών κλπ.

Το ότι ο εκτελεστικός νόμος του Συντάγματος 1975 για τις δημόσιες συναθροίσεις είναι ένα χουντικό νομοθέτημα έχει προκαλέσει κατά καιρούς στην νομική θεωρία μια έντονη συζήτηση αν το νδ 794/1971 είναι σε ισχύ μετά την έναρξη του Συντάγματος 1975. Ο αείμνηστος καθηγητής Γιάννης Μανωλεδάκης στο έργο του «Προσβολές κατά της πολιτειακής εξουσίας άρθρα 167-182 του Ποινικού Κώδικα» (Θεσσαλονίκη 1988, εκδόσεις Σάκκουλα, σελ.160-163) αναφέρει ότι τυπικά μεν το ν.δ. 794 /1971 εξακολουθεί να ισχύει ως μη καταργηθέν και να είναι ο εκτελεστικός νόμος του Συντάγματος για τις δημόσιες συναθροίσεις. Πλην, όμως, θεωρεί ότι το νομοθέτημα αυτό είναι σε τέτοια και τόση έκταση αντικείμενο στην (μεταγενέστερη αυτού) συνταγματική διάταξη, ώστε βάσει της μεταβατικής διάταξης του άρθρου 112 παρ. 1 Συντάγματος να μην ισχύει. Η διάταξη αυτή προβλέπει ότι νόμοι και κανονιστικές διοικητικές πράξεις, οι οποίες έχουν τεθεί προ της έναρξης ισχύος του Συντάγματος, εξακολουθούν να ισχύουν ωσότου τεθεί νεότερος νόμος, με την σαφή όμως εξαίρεση «των αντικειμένων εις τας διατάξεις του Συντάγματος». Ο Μανωλεδάκης εντοπίζει τις εξής αντισυνταγματικότητες του ν.δ. 794/1971:

-Δεν είναι νόμος ψηφισμένος από την Βουλή, κατά την ισχύουσα μετά το 1975 συνταγματική διαδικασία, και δεν νοείται περιορισμός συνταγματικού δικαιώματος που δεν ανάγεται σε τυπικό νόμο.

-Αναφέρεται σε απαγορευμένα και καταργημένα κόμματα, όπως αυτό ίσχυε επί δικτατορίας.

-Υποχρεώνει σε προηγούμενη γνωστοποίηση και σε ορισμό οργανωτή, κάτι που θεωρείται σαφώς αντισυνταγματικό (όπως ακριβώς και το παρόν νομοσχέδιο).

-Προβλέπει αντικειμενική ποινική ευθύνη του προέδρου-οργανωτή, κάτι που ο Μανωλεδάκης αξιολογεί ως αντισυνταγματικό , καθώς στο φιλελεύθερο και δημοκρατικό ποινικό δίκαιο κατά κανόνα και πλην ορισμένων εξαιρέσεων ( πχ αγορανομικό δίκαιο, δική μας παρατήρηση ) δεν επιτρέπεται ποινική ευθύνη μη υποκειμενική, μη σχετιζόμενη δηλαδή με υπαιτιότητα και καταλογισμό στον δράστη.

Στην πράξη, το νδ 794/71 δεν εφαρμόσθηκε παρά μόνο στο τμήμα αυτού που ήταν συμβατό με την συνταγματική διάταξη και με σαφή προτεραιότητα της συνταγματικής διάταξης στην ερμηνεία αυτού (απαγόρευση με απόφαση αστυνομικής αρχής, διάλυση συναθροίσεων). Ιδίως οι διατάξεις για την προγενέστερη γνωστοποίηση, τον ορισμό οργανωτή/προέδρου και την αντικειμενική ευθύνη αυτού, αν και τυπικά μη καταργηθείσες, ήταν απολύτως ανενεργές από το 1975 και εξής.

Ο λόγος που και από τον καθηγητή Μανωλεδάκη αλλά και ευρύτερα το νδ 794/71 εθεωρείτο αντισυνταγματικό κατά την Μεταπολίτευση σχετίζεται με την τυποποίηση του συνταγματικού δικαιώματος στην ίδια την ισχύουσα συνταγματική διάταξη. Το Σύνταγμα (και συνεπώς, και οι βάσει αυτού εκτελεστικοί νόμοι) προβλέπει πριν από την πραγματοποίηση της δημόσιας συνάθροισης αποκλειστικά την δυνατότητα αστυνομικής απαγόρευσης για τους λόγους που αναφέρονται στην διάταξη και με αιτιολογημένη απόφαση της αστυνομικής αρχής, όπως νόμος ορίζει. Δεν προβλέπει, σε καμία περίπτωση, προγενέστερη άδεια ή σύστημα προληπτικού ελέγχου της αστυνομίας ή κάποιου άλλου κρατικού οργάνου (Χρυσόγονος οπ.π. σελ. 455, και απόφαση 13005/1976 Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, Το Σύνταγμα 1977, σελ. 178). Η διαδικασία ,όμως, προγενέστερης υποχρεωτικής γνωστοποίησης και ορισμού οργανωτή συνιστά, κατά την γνώμη μας, ή πάντως συνιστά δυνάμει σύστημα προληπτικού ελέγχου της άσκησης του δικαιώματος και ειδικότερα άδειας.

2. Το εισαγόμενο νομοσχέδιο

Το βασικότερο πρόβλημα, αλλά όχι το μόνο, του νομοσχεδίου που εισάγεται τώρα είναι ότι καθιστά πλήρως ισχύον δίκαιο εκείνες τις διαστάσεις του ν.δ.794/1971 που εθεωρούντο από την θεωρία αντισυνταγματικές και μη προσαρμόσιμες στο Σύνταγμα του 1975 και που στην πράξη τα αστυνομικά και διοικητικά όργανα δεν τις εφάρμοζαν, θεωρώντας τις ανενεργές και πρακτικά ανίσχυρες.

Κατά το άρθρο 3 του νομοσχεδίου (παρ. 1 και 2) «επαναφέρεται» η υποχρέωση γνωστοποίησης της δημόσιας υπαίθριας συνάθροισης από τον οργανωτή αυτής του νδ. 794/1971. «Οργανωτής» είναι το φυσικό πρόσωπο ή ο νόμιμος εκπρόσωπος νομικού προσώπου ή ένωσης προσώπων που απευθύνει πρόσκληση προς το ευρύ κοινό για συμμετοχή σε δημόσια υπαίθρια συνάθροιση ή ο οριζόμενος ως οργανωτής στο πλαίσιο της υποχρέωσης γνωστοποίησης του άρθρου 3 (άρθρο 2 του νομοσχεδίου, ορισμοί). Η υποχρέωση γνωστοποίησης αφορά την πρόθεσή του οργανωτή να καλέσει το ευρύ κοινό ή ορισμένες κατηγορίες προσώπων ή αριθμό συγκεκριμένων ατόμων να συμμετάσχουν σε δημόσια υπαίθρια συνάθροιση, σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο. Η γνωστοποίηση γίνεται ηλεκτρονικά ή στην ηλεκτρονική πλατφόρμα της Ελληνικής Αστυνομίας (να και κάτι που το δικτατορικό νομοθέτημα δεν το είχε προβλέψει!). Δεν είναι τυχαίο ότι αυτό το άρθρο είναι το τρίτο του νομοσχεδίου και ανταποκρίνεται βασικά στο τρίτο άρθρο του νδ 794/1971. Δεν έχουν αλλάξει ούτε καν τον αριθμό.

Θα μπορούσε να πει κανείς ότι αυτή η υποχρέωση γνωστοποίησης έχει τυπικό μόνο χαρακτήρα και δεν αποτελεί «προγενέστερη άδεια», αφού κάθε «γνωστοποίηση» θα γίνεται δεκτή. Όμως αυτό δεν είναι βάσιμο. Το Σύνταγμα δεν ανέχεται άλλους περιορισμούς ή εγκρίσεις πέραν της ρητά αναφερόμενης προγενέστερης αστυνομικής απαγόρευσης και πρακτικά και της διάλυσης βίαιων συγκεντρώσεων «εν τω πράττεσθαι». Επιπλέον, το γεγονός ότι κατ’ αρχάς κάθε «ήσυχη και άοπλη» διαδήλωση είναι νόμιμη, εκτός αν απαγορευθεί κατά τα ανωτέρω, εδώ δεν ισχύει. Εδώ το τεκμήριο αντιστρέφεται έτσι ώστε η συνάθροιση που δεν γνωστοποιήθηκε να επιτρέπεται κατά το άρθρο 3 «εφόσον δεν διαφαίνονται κίνδυνοι διασάλευσης της δημόσιας ασφάλειας ή σοβαρής διατάραξης της κοινωνικοοικονομικής ζωής. Στην περίπτωση αυτή η αρμόδια αστυνομική ή λιμενική αρχή καλεί τους συμμετέχοντες να ορίσουν οργανωτή, εφόσον οι υφιστάμενες συνθήκες το επιτρέπουν, ενώ δύναται να επιβάλει περιορισμούς σύμφωνα με το άρθρο 8. Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με αυτούς, καθώς και με την υποχρέωση ορισμού οργανωτή, η αστυνομική ή λιμενική αρχή δύναται να προβεί στη διάλυση της ανωτέρω συνάθροισης». Συνεπώς, η «υποχρέωση γνωστοποίησης» συν ο «ορισμός οργανωτή» συνιστούν σύστημα προγενέστερου ελέγχου της άσκησης και πρακτικά προγενέστερης έγκρισης ή άδειας. Επιπλέον, η πρακτική «άδεια» για την πραγματοποίηση της «αυθόρμητης διαδήλωσης» μπορεί να συνοδεύεται από ειδικούς περιορισμούς και όρους, πράγμα που επίσης παραπέμπει στο ν.δ. 794/1971 (άρθρο 6).

Επιπλέον, ο οργανωτής, που θα είναι η πολιτική ή κοινωνική οργάνωση που καλεί στην διαδήλωση και ο εκπρόσωπός της (φυσικό πρόσωπο, άτομο) που αυτή θα γνωστοποιεί θα έχει και καθήκοντα τήρησης της δημόσιας τάξης, θα είναι de facto κρατικό και αστυνομικό όργανο. Στο άρθρο 4 με τον τίτλο «υποχρεώσεις οργανωτή» ορίζονται τα ακόλουθα:

«Ο οργανωτής της συνάθροισης υποχρεούται να μεριμνά για την ομαλή διεξαγωγή της λαμβάνοντας κάθε αναγκαίο και πρόσφορο μέτρο. Ιδίως, ο οργανωτής της συνάθροισης: α) συνεργάζεται άμεσα με την αρμόδια αστυνομική ή λιμενική αρχή και ιδίως με τον Αστυνομικό ή Λιμενικό Διαμεσολαβητή και συμμορφώνεται στις υποδείξεις τους παρέχοντας τη συνδρομή του στην προσπάθεια για την τήρηση της τάξης και την ομαλή πραγματοποίηση της συνάθροισης, β) ενημερώνει τους μετέχοντες στη συνάθροιση για την υποχρέωσή τους να μην φέρουν αντικείμενα πρόσφορα για την άσκηση βίας και ζητά την παρέμβαση της αρμόδιας αστυνομικής ή λιμενικής αρχής για την απομάκρυνση ατόμων που φέρουν τέτοια αντικείμενα, γ) ορίζει επαρκή αριθμό ατόμων, τα οποία παρέχουν συνδρομή στην περιφρούρηση της συνάθροισης». Στην πραγματικότητα, το νομοσχέδιο μετατρέπει τον οργανωτή της διαδήλωσης σε ένα είδος ΤΕΑ (Ταγμάτων Εθνοφυλακής) του μετεμφυλιακού κράτους ή παρααστυνομικού οργάνου. Ένα είδος «αστυνόμου του εαυτού του», που θα έλεγε ο φιλόσοφος Μισέλ Φουκώ.

Στην πράξη, η ρύθμιση του κατατεθέντος νομοσχεδίου μετατρέπει τον συλλογικό φορέα του συνταγματικού δικαιώματος σε συνεπίκουρο και αρωγό της προστασίας της δημόσιας τάξης. Πρόκειται για συνάρθρωση ρόλων όχι μεν πάντοτε ανταγωνιστικών αλλά πάντως απολύτως διακριτών, καθώς αυτή η συλλογικότητα που πραγματοποιεί την συνάθροιση δεν είναι αστυνομικό όργανο ούτε πληροφοριοδότης ή επικουρικό όργανο της αστυνομίας αλλά φορέας άσκησης συλλογικού συνταγματικού δικαιώματος . Το άρθρο 4 του νομοσχεδίου, επίσης, αντιγράφει, σε βασικές γραμμές τα καθήκοντα-υποχρεώσεις του «οργανωτή-προέδρου» κατά το δικτατορικό νομοθέτημα 794/1971 (άρθρο 4 παρ. 5 ν.δ. 794/1971).

Όμως, όπως υπάρχει ο «καλός οργανωτής», δηλαδή αυτός που συνεπικουρεί αποτελεσματικά την αστυνομία, υπάρχει αντεστραμμένα και ο «κακός οργανωτής» ή άνευ αμελείας ή δόλου «αποτυχημένος οργανωτής». Κατά το άρθρο 13 παρ. 4 του νομοσχεδίου, ο οργανωτής διαδήλωσης που εξετράπη σε βίαιη και προκάλεσε καταστροφές, τραυματισμούς και άλλες ζημίες «..ευθύνεται για την αποζημίωση όσων υπέστησαν βλάβη της ζωής, της σωματικής ακεραιότητας και της ιδιοκτησίας από τους συμμετέχοντες στη δημόσια υπαίθρια συνάθροιση. Από την ευθύνη αυτή απαλλάσσεται, εάν είχε γνωστοποιήσει εγκαίρως τη διεξαγωγή της συνάθροισης και αποδεικνύει ότι είχε λάβει όλα τα αναγκαία και πρόσφορα μέτρα για την πρόληψη και αποτροπή της ζημίας, σύμφωνα με το άρθρο 4.5. Η διάταξη της παρ. 4 εφαρμόζεται αναλογικά και για τον οργανωτή της παρ. 3 του άρθρου 3». Η διαφορά με το άρθρο 9 του ν.δ.794/1971 είναι ότι εκεί προβλεπόταν ιδιώνυμη ποινική ευθύνη του οργανωτή, ενώ εδώ προβλέπεται αστική ευθύνη (δηλ. υποχρέωση αποζημίωσης).

Η λογική αυτής της ρύθμισης είναι η συλλογική ευθύνη και η αντικειμενική ευθύνη. Αφού δεν μπόρεσες να περιφρουρήσεις την διαδήλωση της οποίας είχες την ευθύνη, αποζημιώνεις τους παθόντες κατά την διάρκεια αυτής. Ουσιαστικά, η συλλογικότητα και ιδίως ο εκπρόσωπος που αυτή ορίζει τιμωρείται αστικά διότι παρέλειψε να ασκήσει με επιτυχία καθήκοντα προστασίας της δημόσιας τάξης, παραστυνομικού χαρακτήρα και συνεπικουρικά των οργάνων της δημόσιας τάξης. Πρακτικά, στις μικρές οργανώσεις και κόμματα , η εφαρμογή αυτής της διάταξης θα οδηγήσει στον παροπλισμό ή και την διάλυσή τους, αν καλούνται κάθε λίγο να καταβάλουν αστρονομικά χρηματικά ποσά στους παθόντες βάσει πολιτικών-αστικών δικαστικών αποφάσεων μετά την άσκηση σχετικής αγωγής. Επίσης, είναι ερευνητέο αν η αστική ευθύνη θα αφορά την οργάνωση ή το άτομο που αυτή θα διορίζει ( ένα είδος «αυτοφωράκια» των διαδηλώσεων) ή και τους δύο εις ολόκληρον. Υπό αυτήν την έννοια, πρόκειται και για έντονο περιορισμό του δικαιώματος στον συνεταιρισμό ( άρθρο 12 του Συντάγματος) και στην πολιτική οργάνωση ή την συμμετοχή σε πολιτικά κόμματα (άρθρο 29 του Συντάγματος).

Στο φιλελεύθερο και δημοκρατικό ποινικό δίκαιο, κατά κανόνα η αντικειμενική ποινική ευθύνη είναι ασύμβατη με τον χαρακτήρα του και απορριπτέα. Η πράξη προϋποθέτει υπαιτιότητα του δράστη και καταλογισμό σε αυτόν. Ανάλογα ισχύουν και για την αντικειμενική ευθύνη στο αστικό δίκαιο. Η συλλογική-αντικειμενική ευθύνη είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα δικτατορικών και απολυταρχικών καθεστώτων (όπως ακριβώς η δικτατορία του 1967-1974).

Παρ΄όλα αυτά, η αντικειμενική ευθύνη (ποινική κυρίως και δευτερευόντως αστική) έχει υπάρξει –πάλι κατά τρόπο απαράδεκτο- στο ποινικό δίκαιο των διαδηλώσεων ορισμένων δυτικών δημοκρατιών. Ο νόμος για τις διαδηλώσεις στην Δυτική Γερμανία το 1953 προέβλεπε ακριβώς την ύπαρξη «οργανωτή» και «υπευθύνου» των διαδηλώσεων, ως νομικό πρόσωπο και ως το φυσικό πρόσωπο που τον εκπροσωπεί και έχει ορισθεί έναντι της αρχής για αυτόν τον σκοπό. Καθώς και ειδική ποινική του ευθύνη. Επίσης, ο «νόμος κατά των ταραχών» (lois anticasseurs) της 8-5-1970, που εισήχθη από τον Πομπιντού για την αντιμετώπιση των ακροαριστερών οργανώσεων και διαδηλώσεων μετά τον Μάη του 68, προέβλεπε και αυτός αντικειμενική ποινική ευθύνη των διοργανωτών (– βλ. σε Λουίτζι Φεραγιόλι «Υπάρχει αντιπροσωπευτική δημοκρατία;» στον τόμο «Κόμμα Προλεταριακής Ενότητας για τον Κομμουνισμό- Εργατική Πρωτοπορία : για το κράτος, το σχολείο, το γυναικείο κίνημα το κόμμα», Αθήνα 1979 , Στοχαστής , σελ. 39 επ. σελ. 92 και υποσημ. 57).

Καταλήγοντας:

Το νομοσχέδιο έχει και πολλά άλλα ζητήματα και θα χρειαστεί να επανέλθουμε. Η γενική εικόνα είναι αυτή ενός σχεδίου νόμου, το οποίο θέτει σε σοβαρό κίνδυνο την άσκηση του δικαιώματος στην διαδήλωση παρά αποσκοπεί στην δημοκρατική και σύμφωνη με το Σύνταγμα άσκησή και ρύθμισή του. Επίσης, θέτει σε κίνδυνο και το δικαίωμα στην πολιτική συμμετοχή και στην πολιτική οργάνωση των πολιτών. Ακόμη, πρόκειται για ένα νομοσχέδιο που δίνει «παράταση ζωής» , ενεργή θετική νομιμότητα και πολιτική νομιμοποίηση στις ανενεργές και απολύτως αντισυνταγματικές διαστάσεις και όψεις του χουντικού νομοθετήματος ν.δ.794/1971. Δεν γιορτάζουμε τα επικείμενα 200 χρόνια από το 1821, σύμφωνα με αυτό το νομοθέτημα. Γιορτάζουμε τα επικείμενα 50 χρόνια από την θέσπιση του χουντικού «νόμου» για τις διαδηλώσεις.

Πηγή: kommon.gr

Πού στοχεύει το νομοσχέδιο για τις διαδηλώσεις;

Tο νομοσχέδιο του υπουργείου Δημόσιας Τάξης για τις «Δημόσιες Υπαίθριες Συναθροίσεις», δηλαδή τις πορείες και τις συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας βρισκόταν στην προεκλογική ατζέντα της Κυβέρνηση και υπέρ αυτού τάχθηκαν οι βουλευτές της ΝΔ, κατά οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ, του ΚΚΕ και του ΜέΡΑ25, ενώ επιφυλάχθηκαν οι βουλευτές του Κινήματος Αλλαγής και της Ελληνικής Λύσης. Το νομοσχέδιο προγραμματίζεται να εισαχθεί για συζήτηση στην Ολομέλεια της Βουλής την Τετάρτη 8 Ιουλίου, και να τεθεί προς ψήφιση την Πέμπτη 9 Ιουλίου. Διακηρυγμένοι σκοποί του νομοσχεδίου είναι δύο: ο πρώτος είναι ο περιορισμός της «όχλησης» που προκαλούν οι μικρές σε συμμετοχή συγκεντρώσεις, καθώς «δεν μπορεί να κλείνει ο δρόμος για 50 άτομα» (βλ. σχετικές δηλώσεις του Κυριάκου Μητσοτάκη στο Υπουργικό Συμβούλιο της 23-12-2019). Δεύτερος διακηρυγμένος σκοπός του νομοσχεδίου (βλ. σχετική αιτιολογική έκθεση) είναι να εκμεταλλευτεί η Κυβέρνηση την «ειδική επιφύλαξη του νόμου» που υπάρχει στο άρθρο 11 παρ. 2 του Συντάγματος, αφού από το Σύνταγμα καταλείπονται στον κοινό νομοθέτη στενά περιθώρια για ρύθμιση της άσκησης του συγκεκριμένου δικαιώματος και για τον περιορισμό του. Επιχειρείται, λοιπόν, να περισταλεί το δικαίωμα του συνέρχεσθαι που προβλέπεται στο άρθρο 11 του Συντάγματος.

Το δικαίωμα του συνέρχεσθαι «αόπλως και ησύχως» είναι ένα από τα αρχαιότερα δικαιώματα συλλογικής δράσης που αναγνωρίζει η συνταγματική τάξη (ήδη από το 1864), καθώς και η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (άρθρο 11). Τα δικαιώματα συλλογικής δράσης που αναγνωρίζει το Σύνταγμά μας (δικαίωμα στην απεργία, συνδικαλιστική ελευθερία κ.ά.) έχουν το κοινό χαρακτηριστικό ότι η άσκηση και η δυναμική τους στηρίζονται στη σύμπραξη περισσότερων ατόμων -και από κοινού με τα κοινωνικά δικαιώματα- απευθύνονται «όχι στον απογυμνωμένο από κάθε κοινωνικό προσδιορισμό, αλλά και στον άνθρωπο όπως υπάρχει και ζει στην κοινωνική πραγματικότητα, μαζί με άλλους ανθρώπους, ενταγμένος σε κοινωνικές ομάδες» (βλ. Α. Μανιτάκης, Το υποκείμενο των συνταγματικών δικαιωμάτων, 1981, σελ. 245-246). Αναγνωρίζεται επίσης από τους αστούς θεωρητικούς του συνταγματικού δικαίου ότι η άσκηση του δικαιώματος του συνέρχεσθαι «μεταφράζεται σε δημόσια συμμετοχή στις διαδικασίες σχηματισμού της πολιτικής βούλησης της εξουσίας» (Κ Χρυσόγονος, Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, έκδοση 2006, σελίδα 480) και συνιστά έτσι «ένα κομμάτι αυθεντικής, μη τυποποιημένης άμεσης δημοκρατίας που είναι κατάλληλο για να αποτρέψει την αποστέωση της πολιτικής ζωής μέσα σε μία διαχειριστική ρουτίνα» (βλ. K. Hesse, Grundzuge des Verfassungsrechts der BRD, 1991, σελ. 166-167). Με λίγα λόγια, ακόμη και το Σύνταγμα του αστικού κράτους, αναγνωρίζει ρητά ότι δημοκρατία δεν είναι μόνο οι εκλογές, ο κοινοβουλευτισμός και οι τηλεοπτικές αντιπαραθέσεις. Ο ρόλος του λαού δεν είναι απλώς να εκλέγει αντιπροσώπους, αλλά και να διαφωνεί με αυτούς όταν το κρίνει, να ελέγχει τη δράση τους, να εμποδίζει αντιλαϊκά μέτρα με τα οποία συμφωνεί η όποια κοινοβουλευτική πλειοψηφία χωρίς πολλές φορές να τα έχει καν διαβάσει (πχ μνημόνια).

Αν και με βάση την αφήγηση της ΝΔ, η απαγόρευση συγκεντρώσεων και διαδηλώσεων μπορεί, σύμφωνα με το άρθρο 11 του Συντάγματος, να είναι νόμιμη μόνο εάν δεν απειλείται σοβαρή διατάραξη της κοινωνικοοικονομικής ζωής ή σοβαρός κίνδυνος για τη δημόσια ασφάλεια, γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι οι πορείες των λίγων ατόμων που προκαλούν ολιγόλεπτο μποτιλιάρισμα στο κέντρο δεν δύνανται να θεωρηθούν ως σοβαρός κίνδυνος για τη δημόσια ασφάλεια. Άλλωστε, όπως δέχεται η συνταγματική θεωρία, «η ενόχληση, σε ορισμένο μέτρο, του γενικού πληθυσμού εντάσσεται στην ίδια την ratio (:αιτία) της συνάθροισης προκειμένου να γίνει αισθητή η ύπαρξη ενός κοινωνικού, πολιτικού θέματος που απασχολεί τους συναθροισμένους» (βλ. Κ Χρυσόγονος, Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, έκδοση 2006, σελίδα 486).

Στο ίδιο άρθρο προβλέπεται ότι η απαγόρευση των διαδηλώσεων γίνεται «όπως νόμος ορίζει», απαιτείται δηλαδή σχετικός νόμος που να εξειδικεύει την από την φύση της ελλειπτική συνταγματική διάταξη. Στην χώρα μας ισχύει μέχρι και σήμερα το χουντικό ν.δ. 794/1971, το οποίο δεν έχει μεν καταργηθεί στο σύνολό του, ωστόσο έχει εν πολλοίς παραμεριστεί στην πράξη και μεγάλο μέρος των ρυθμίσεών του έχουν κριθεί αντισυναγματικές βάσει του άρθρου 111 του Συντάγματος. Από μία απλή ανάγνωση του χουντικού νομοθετήματος αντιλαμβάνεται κανείς ότι το σχέδιο νόμου της κυβέρνησης Μητσοτάκη επί της ουσίας επαναφέρει -μεταφρασμένες στη δημοτική- τις χουντικές ρυθμίσεις, ενώ σε αρκετά σημεία τις αυστηροποιεί κιόλας. Οποίος… εκσυγχρονισμός. Πέρα από τους ιστορικούς παραλληλισμούς, το σχέδιο νόμου δεν εξειδικεύει τη συνταγματική διάταξη στην κατεύθυνση της κατοχύρωσης και προστασίας του δικαιώματος, όπως απαιτεί το Σύνταγμα, αντιθέτως την «ξεχειλώνει», εισάγοντας ακόμη περισσότερες αόριστες νομικές έννοιες που δύνανται να δικαιολογήσουν περιορισμούς και απαγορεύσεις και καταλείποντας ευρύτατη διακριτική ευχέρεια στα όργανα της αστυνομίας, ενώ μέχρι πρότινος για την απαγόρευση διαδήλωσης απαιτούνταν και η σύμπραξη εισαγγελικής αρχής.

Τι συγκεκριμένα προβλέπεται στο νέο Νομοσχέδιο;

Πέρα από τη δυνατότητα που δίνεται στο άρθρο 7 παρ. 4 να απαγορεύονται από την αστυνομία συναθροίσεις χωρίς η απαγόρευση αυτή να βασίζεται σε συγκεκριμένα κριτήρια, γεγονός που δίνει πάτημα στην αστυνομική αυθαιρεσία, το σχέδιο Νόμου προβλέπει στο άρθρο 3 την υποχρέωση έγγραφης ή ηλεκτρονικής γνωστοποίησης της πρόθεσης συμμετοχής σε δημόσια συνάθροιση. Επιπλέον, προβλέπει (όπως και το χουντικό διάταγμα) το θεσμό του οργανωτή, ο οποίος κατά το άρθρο 4 του σχεδίου νόμου «υποχρεούται να μεριμνά για την ομαλή διεξαγωγή της (ενν. συνάθροισης) λαμβάνοντας κάθε αναγκαίο και πρόσφορο μέτρο. Ο οργανωτής της συνάθροισης υποχρεούται ιδίως να α) συνεργάζεται άμεσα με την αρμόδια αστυνομική αρχή (…), β) ενημερώνει τους μετέχοντες για την υποχρέωσή τους να μη φέρουν αντικείμενα πρόσφορα για την άσκηση βίας (…) γ) ορίζει επαρκή αριθμό ατόμων, τα οποία παρέχουν συνδρομή στην περιφρούρηση της συνάθροισης». Ο οργανωτής αυτός, κατά το άρθρο 14 παρ.4 «ευθύνεται για την αποζημίωση όσων υπέστησαν βλάβη της ζωής, της σωματικής ακεραιότητας και της ιδιοκτησίας από τους συμμετέχοντες στη δημόσια υπαίθρια συνάθροιση. Από την ευθύνη αυτή απαλλάσσεται, εάν είχε γνωστοποιήσει εγκαίρως τη διεξαγωγή της συνάθροισης και αποδεικνύει ότι είχε λάβει όλα τα πρόσφορα αναγκαία μέτρα για την πρόληψη και αποτροπή της ζημίας, σύμφωνα με το άρθρο 4 του παρόντος νόμου».

Η μη τήρηση της υποχρέωσης προγενέστερης γνωστοποίησης του άρθρου 3, δίνει κατά το νομοσχέδιο (άρθρο 9 περ.ε’) τη δυνατότητα να διαλυθεί η συνάθροιση. Το ζήτημα της συνταγματικότητας του παρόντος άρθρου είναι προφανές καθώς «το δικαίωμα στη συνάθροιση δεν υπόκειται σε καθεστώς άδειας, αναγγελίας, ή προληπτικού ελέγχου από τις αστυνομικές αρχές, όπως γινόταν σε ανώμαλες περιόδους παλαιότερα» (βλ. Κατ’ άρθρο Ερμηνεία του Συντάγματος στο συλλογικό έργο των Φ. Σπυρόπουλου, Ξ. Κοντιάδη, Χ. Ανθόπουλου, Γ. Γεραπετρίτη, Εκδόσεις Σάκκουλα 2017, σελ. 259). «Το Σύνταγμα εξάλλου προστατεύει και τις αυθόρμητες συναθροίσεις, εφόσον το 11 Σ δεν διακρίνει» (βλ. όπως προηγουμένως, σελ. 260). Το σχέδιο νόμου, ωστόσο, στην παράγραφο 3 του άρθρου 3 έχει αρνητική αφετηρία ως προς το δικαίωμα του συνέρχεσθαι καθώς δίνει τη δυνατότητα «να επιτραπεί από την αστυνομική αρχή δημόσια υπαίθρια συνάθροιση που δε γνωστοποιήθηκε». Έχουμε δηλαδή μία αντιστροφή του δικαιώματος: Αντί η απαγόρευση να αποτελεί την εξαίρεση και η άσκησή του τον κανόνα, η αστυνομία μπορεί κατά τη διακριτική της ευχέρεια «να επιτρέψει» τη διαδήλωση που δεν γνωστοποιήθηκε.

Ως προς την υποχρέωση μέριμνας του διοργανωτή για την ομαλή διεξαγωγή της συνάθροισης, φαίνεται να μετακυλίεται η ευθύνη τήρησης της τάξης στον οργανωτή αντί για τις αστυνομικές δυνάμεις ενώ ως προς την υποχρέωση άμεσης συνεργασίας του διοργανωτή με την αστυνομία απορία προκαλεί πώς ενώ συνήθως η ratio μιας δημόσιας συνάθροισης είναι η αντίθεση στην εξουσία ή την κυβερνητική πολιτική απαιτείται η άμεση κιόλας συνεργασία με τις αστυνομικές αρχές.

Το μεγαλύτερο πρόβλημα όμως εντοπίζεται στο άρθρο 14 του σχεδίου, που προβλέπει ποινικές κυρώσεις στους συμμετέχοντες σε συνάθροιση που έχει απαγορευθεί νόμιμα. Η διάταξη αυτή είναι αυστηρότερη ακόμη και από την αντίστοιχη της Χούντας, που περιόριζε την ποινική ευθύνη μόνο στον «διοργανωτή» κι όχι σε κάθε συμμετέχοντα. Στο ίδιο άρθρο προβλέπεται και η αστική ευθύνη του οργανωτή για τη βλάβη προσώπων και περιουσιών που προκαλούνται από μία πορεία. Ο κανόνας είναι η ευθύνη του οργανωτή ενώ η εξαίρεση της απαλλαγής του κατά την παρ.4εδ.β’ του ίδιου άρθρου επέρχεται μόνο σε περίπτωση προηγούμενη ενημέρωσης για τη διεξαγωγή της συνάθροισης και απόδειξης ότι έλαβε τα πρόσφορα και αναγκαία μέτρα του προαναφερθέντος άρθρου 4. Ευθύνεται, λοιπόν, βάσει του σχεδίου νόμου για την αποκατάσταση των ζημιών εκτός αν καταφέρει και αποδείξει πλήρως ότι συνεργάστηκε σωστά με την αστυνομία, ενημέρωσε τους μετέχοντες για τη μη χρήση αντικειμένων πρόσφορων για την άσκηση βίας και όρισε επαρκή αριθμό ατόμων για περιφρούρηση. Με τέτοιες προβλέψεις σίγουρο είναι ότι όλοι οι πολιτικά δραστήριοι χώροι θα εξοντωθούν οικονομικά αφού οι απαιτήσεις του νόμου μετακυλίουν όλο το βάρος στους οργανωτές και ως εκ τούτου το δικαίωμα του συνέρχεσθαι θα μείνει άνευ περιεχομένου.

Ποιους αφορά πραγματικά το νομοσχέδιο;

Το σχέδιο νόμου δεν αφορά τις «μικρές διαδηλώσεις», όπως υποστηρίζει η κυβέρνηση, αλλά όλες τις διαδηλώσεις, με πολλές από τις διατάξεις του να οδηγούν εύκολα στο συμπέρασμα ότι είναι ακριβώς το μεγάλο μέγεθος μίας διαδήλωσης αυτό που πρέπει να λάβει υπόψιν της η αστυνομία για να την απαγορεύσει (άρθρο 7 παρ. 4 ΣχΝ). Η εξέλιξη αυτή δεν έρχεται σε μία τυχαία περίοδο: βρισκόμαστε ενόψει μίας νέας και πρωτοφανούς σε βάθος και ένταση οικονομικής κρίσης. Οι μνήμες των Αγανακτισμένων είναι ακόμη νωπές στο μυαλό της άρχουσας τάξης της χώρας. Άλλωστε, στο πολύ πρόσφατο παρελθόν, ξεπήδησαν τα Κίτρινα Γιλέκα στη Γαλλία, ενώ σήμερα στην καρδιά του δυτικού καπιταλισμού, τις ΗΠΑ, εκτιλίσσεται ένα δυναμικό κίνημα κατά της αστυνομικής βίας που υφίστανται οι μαύροι. Όσο κι αν οι διάφοροι φιλοκυβερνητικοί δημοσιογράφοι επιχειρούν να μας πείσουν ότι οι πορείες και οι διαδηλώσεις είναι «κάτι που ανήκει στο παρελθόν» και αποτελούν «εμμονή της ελληνικής αριστεράς», η ίδια η πραγματικότητα τους διαψεύδει. Ο Μητσοτάκης σπεύδει, λοιπόν, να ενισχύσει το νομικό οπλοστάσιο που θα τον βοηθήσει να καταστείλει πιθανά κινήματα και αντιδράσεις των εργαζομένων, των νέων, των ανέργων κ.λ.π. στη δύσκολη νέα κατάσταση. Έχει άλλωστε ήδη ενισχύει το «πραγματικό» οπλοστάσιο, με νέες προσλήψεις στα σώματα ασφαλείας και μαζικές αγορές εξοπλισμού καταστολής.

Εάν, άλλωστε, το πρόβλημα της κυβέρνησης είναι οι πορείες των «50 ατόμων», υπάρχει ήδη και το Π.Δ. 120/2013 (Διάταγμα Δένδια) που θέτει περιορισμούς ως προς το χώρο που «καταλαμβάνουν» οι «ιδιαίτερα μικρές συγκεντρώσεις». Εξάλλου, οι διαδηλώσεις κατά κανόνα αυτοπεριορίζονται ανάλογα με το μέγεθος της δυναμικής τους και δεν κλείνουν οι δρόμοι για διαδηλώσεις τέτοιου μεγέθους. Πρόσφατα παραδείγματα αποτελούν οι διαδηλώσεις των εκπαιδευτικών, οι οποίες είχαν πολύ μεγαλύτερο μέγεθος και στη Θεσσαλονίκη, για παράδειγμα, ήταν κλειστό το μισό ρεύμα της Εγνατίας οδού ενώ το  ίδιο συμβαίνει και στην Αθήνα που διαδηλώσεις που δεν ξεπερνούν τα 100-200 άτομα παραμένουν στην πλατεία και όχι στο δρόμο πχ μπροστά στη Βουλή. Ποιος είναι λοιπόν ο λόγος που καθιστά «αναγκαίο» και «εκσυγχρονιστικό» το νέο νόμο, ενώ ήδη υπάρχει πλαίσιο για τις «ιδιαίτερα μικρές συναθροίσεις»;

Πέρα από τις προφανείς σκοπιμότητες, το νομοσχέδιο έχει και μία έντονα ιδεολογική διάσταση: προσπαθεί να καλλιεργήσει  ένα κλίμα στοχοποίησης των «κακών διαδηλωτών» που δυσκολεύουν (από βίτσιο;) τους συμπολίτες τους. Αυτοί οι κακοί διαδηλωτές που ανερυθρίαστα αναδεικνύουν τα προβλήματα της κοινωνίας, την φτωχοποίηση του λαού, την ανεργία, το ρατσισμό, στοχοποιούν τα νομοσχέδια που απολύουν εκπαιδευτικούς, που καταστρέφουν το περιβάλλον, που κλείνουν βιομηχανίες κ.λ.π. ενοχλούν την κυβέρνηση όχι γιατί προκαλούν … μποτιλιάρισμα, αλλά γιατί διαφωνεί ιδεολογικά με την ίδια τους την ύπαρξη. Ο νεοφιλελευθερισμός που καταργεί τις κοινωνίες και αποθεώνει αυτόν ακριβώς τον «απογυμνωμένο άνθρωπο» που αναφέραμε παραπάνω δεν τα πάει καθόλου καλά με τις συλλογικές κοινωνικές διεκδικήσεις από θέση αρχής. Προτιμά τον κοινωνικό αυτοματισμό και την αλληλοσφαγή των υποτελών, προκειμένου να περνά άνευ αντίδρασης κάθε αντικοινωνικό μέτρο.

Κάπως έτσι στοχεύει η Κυβέρνηση να λειτουργούν όλα στον αυτόματο που η ίδια ορίζει. Χωρίς έλεγχο, χωρίς πίεση από  τους υποτελείς προς την εξουσία (:κράτος, ΜΜΕ, πολυεθνικές), χωρίς έκφραση αντιθέσεων, χωρίς πραγματική δημοκρατία. Με πρόσχημα το να πηγαίνει ο συμπολίτης ανενόχλητος στη δουλειά του οδηγούμαστε στο να μην μπορεί να διαμαρτυρηθεί επειδή δεν έχει δουλειά. Θα αφαιρεθεί στην πράξη η δυνατότητα των υγειονομικών να διαμαρτυρηθούν για τις συνθήκες που επικρατούν στα Νοσοκομεία, των οικολόγων για την οικολογική καταστροφή, των  καλλιτεχνών για την σημασία της Τέχνης στην εκπαίδευση, των εκπαιδευτικών που επιθυμούν να μην παρακολουθούνται με κάμερες κλπ. Το νομοσχέδιο δεν αφορά στην αφαίρεση δικαιωμάτων από κάποιους αριστερούς και τις οργανώσεις τους  αλλά στην αφαίρεση του δικαιώματος να συναθροιστείς και να εκφραστείς συλλογικά και δημοκρατικά, όταν υπάρχει η συλλογική κοινωνική πεποίθηση (ή τουλάχιστον η πεποίθηση κάποιας ομάδας) ότι κάτι δεν πάει καλά. Το νομοσχέδιο μας αφορά όλους και όλες.

Σωτήρης Αδαμίδης, δικηγόρος ΔΣΘ
Ειρήνη Τσαλουχίδη, ασκούμενη δικηγόρος
Μέλη της Κίνησης Ασκουμένων και Νέων Δικηγόρων