Λετονία: 18ο μέλος της Ευρωζώνης. Φτώχεια, ανεργία, μετανάστευση ως το σύγχρονο ευρωπαϊκό παράδειγμα

Από την 1/1/2014, η Λετονία είναι η 18η χώρα-μέλος της Ευρωζώνης. Οι πανηγυρισμοί του ευρωπαϊκού και του εγχώριου κατεστημένου κατανοητοί: σε μια εποχή που η Ευρωζώνη κλυδωνίζεται νομίζουν ότι μπορούν να επιδείξουν την επέκτασή της ως επιτυχία. Τους συνέδραμαν και οι διεθνείς οίκοι αξιολόγησης με αναβαθμίσεις της πιστοληπτικής ικανότητας της Λετονίας εν μέσω των διαβεβαιώσεων των “αγορών” ότι εφόσον εντάχθηκε στην Ευρωζώνη δεν ανησυχούν μήπως γνωρίσει υπαναχώρηση η δολοφονική λιτότητα που έχει επιβληθεί στον πληθυσμό. Παρόλο που ο αρχιτέκτονας της λιτότητας , πρωθυπουργός Β. Ντομπρόβνικς, αναγκάστηκε να παραιτηθεί ύστερα από κατάρρευση στέγης σούπερμαρκετ που σκότωσε 54 ανθρώπους στη Ρίγα, μια απώλεια εμπιστοσύνης δεν φαίνεται πιθανή, αναφέρει το BBC(2/1/2014). “Η Ευρωζώνη αποτελεί εγγύηση για την οικονομική πολιτική που θα ακολουθηθεί”. Ο Ντομπρόβνικς, που υπηρετεί ως υπηρεσιακός πρωθυπουργός, δήλωσε επ’ ευκαιρία ότι “η χώρα δεν πρέπει να χαλαρώσει τη δημοσιονομική της πολιτική” (France 24). Το μήνυμα ήταν σαφές. “Η λιτότητα θα συνεχιστεί”.

Οι Ευρωπαίοι και Λετονοί ιθύνοντες μπορεί να πανηγυρίζουν που η λετονική οικονομία σημειώνει θετικούς ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης της τάξης του 4% περίπου τα τελευταία δύο χρόνια, προκειμένου να υποστηρίξουν ότι “η λιτότητα –η εσωτερική υποτίμηση– είναι αποτελεσματική”, αλλά την πραγματική αποτελεσματικότητα (και σκοπιμότητα) της εσωτερικής υποτίμησης τη δείχνει η κοινωνική κατάσταση : η επίσημη (για την ανεπίσημη ούτε λόγος) ανεργία κυμαίνεται στο 12% και είναι μόνο τόση διότι σε μια χώρα 1,8 εκατ. έχουν μεταναστεύσει 300.000 εργαζόμενοι, ενώ μόνο στη Ρίγα μοιράζονται 760.000 γεύματα σε συσσίτια. Ταυτόχρονα, σχεδόν αποσιωπάται ότι το 58% του πληθυσμού, που ως συνήθως τον έγραψαν στα παλιά τους τα παπούτσια, δεν εγκρίνει την υιοθέτηση του ευρώ. Μόνο ένας αναλυτής, ο Τιμ Ας, επικεφαλής του τμήματος αναδυόμενων αγορών της StandardBankτου Λονδίνου επισήμανε: “Ούτως ή άλλως, το ευρώ είναι σχέδιο των ελίτ”. Και η αμερικανική τριμηνιαία επιθεώρηση “TheNationalInterest” έδωσε το πραγματικό στίγμα, σημειώνοντας ότι η ένταξη της Λετονίας στην Ευρωζώνη “θα δώσει τη δυνατότητα στον εντυπωσιακό χρηματοπιστωτικό της τομέα να έχει εύκολη και απρόσκοπτη πρόσβαση στην υπόλοιπη ήπειρο”.

Τα μετασοβιετικά πειραματόζωα

Ο οικονομολόγος Μάικλ Χάντσον, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Κάνσας και μελετητής των μετασοβιετικών οικονομιών, αφηγείται την ιστορία της Λετονίας, σε άρθρο του τον Φεβρουάριο του 2010 και ενώ η κρίση ακόμη μαινόταν (πηγή: GlobalResearch):

Η μελλοντική ένταξη στην Ευρωζώνη ήταν το βασικό πρόσχημα της Κεντρικής Τράπεζας της Λετονίας για τα επώδυνα μέτρα λιτότητας προκειμένου να διατηρηθεί η σύνδεση με το ευρώ. Η διατήρηση της σύνδεσης αυτής ανάλωσε τεράστια νομισματικά αποθεματικά που θα μπορούσαν να επενδυθούν στην εγχώρια οικονομία. [Αξίζει να σημειωθεί η τερατώδης ισοτιμία του λατς προς το ευρώ: 1 λατς = με 1,3 ευρώ, δηλαδή περίπου ίδια ισοτιμία της αγγλικής στερλίνας προς το ευρώ.]

Στη Δύση ουδείς θέτει το ερώτημα γιατί η Λετονία είχε αυτή τη μοίρα που είναι τυπική για όλες τις Βαλτικές χώρες και άλλες μετασοβιετικές οικονομίες … Σχεδόν είκοσι χρόνια μετά από το 1991, το σοβιετικό σύστημα δεν μπορεί να κατηγορηθεί ως η μοναδική αιτία των προβλημάτων τους. Ούτε μπορεί να εξηγηθεί η κατάστασή τους με τη διαφθορά – μια κληρονομιά διάλυσης που επικράτησε την τελευταία σοβιετική περίοδο, η οποία μεγιστοποιήθηκε, εντάθηκε και ενθαρρύνθηκε σε βαθμό που να σχηματιστεί μια κλεπτοκρατία η οποία εξασφάλιζε μεγάλα οφέλη στους δυτικούς τραπεζίτες και επενδυτές. Οι δυτικοί νεοφιλελεύθεροι, η Ουάσιγκτον, οι Βρυξέλλες, χρηματιστικοποίησαν αυτές τις οικονομίες με τις “φιλικές προς τους επιχειρηματίες μεταρρυθμίσεις”.

Η κεντρική ιδέα των Δυτικών που κατέφθασαν στη Λετονία μετά το 1991 ήταν να δοθεί στις δυτικές τράπεζες, στους χρηματοπιστωτικούς επενδυτές και στους οικονομολόγους της “ελεύθερης αγοράς” η πλήρης δυνατότητα να σχεδιάσουν ολόκληρες οικονομίες του πρώην σοβιετικού μπλοκ. Δημόσιες επιχειρήσεις μοιράστηκαν αφειδώς σε έμπιστους που τις πούλησαν στα γρήγορα σε δυτικούς επενδυτές και τοπικούς ολιγάρχες οι οποίοι μετέφεραν ασφαλώς χρήματα σε υπεράκτιες εταιρείες δυτικών “παραδείσων”. Εφαρμόστηκαν φορολογικά συστήματα τα οποία απάλλασσαν σχεδόν από τους φόρους τους πελάτες των δυτικών τραπεζών –τις εταιρείες ακινήτων και τα μονοπώλια φυσικών υποδομών—ώστε να πληρώνονται οι πρόσόδοί τους ως τόκος στις ξένες τράπεζες, αντί να φορολογούνται για να ανοικοδομηθεί η εγχώρια οικονομία.

Η Δυτική Ευρώπη έδωσε κίνητρα στις τράπεζές της να δημιουργήσουν πίστωση και να φορτώσουν αυτές τις οικονομίες με τόκους – σε ευρώ και άλλα σκληρά νομίσματα για την προστασία των τραπεζών– και υποσχέθηκε να τις βοηθήσει να ενταχθούν στο ευρώ με τις “κατάλληλες πολιτικές”. Οι γνωστές μεταρρυθμίσεις συνίσταντο στο πώς θα ρίξουν το φορολογικό βάρος από τις επιχειρήσεις και τις εταιρείες ακινήτων στους εργαζόμενους, όχι μόνο με τη μορφή του ενιαίου φόρου [κάτι που προτείνεται τώρα και στην Ελλάδα] , αλλά και με ένα είδος ενιαίου φόρου για τις “κοινωνικές υπηρεσίες” που σήμαινε ότι πλήρωναν οι εργαζόμενοι την περίθαλψη π.χ. ως χρήστες αντί να χρηματοδοτούνται η υγεία ή η παιδεία από τον κρατικό προϋπολογισμό με τη φορολόγηση των ανώτερων εισοδημάτων. [Πρβλ. τα 25 ευρώ για επίσκεψη στα νοσοκομεία που επέβαλε το ελληνικό υπουργείο Υγείας από 1/1/14.]

Στη Λετονία, όπου δεν υπήρχε μεγάλη ιδιοκτησία δεν υπήρχε και φόρος μεγάλης ιδιοκτησίας. Ούτε και εφαρμόστηκε ποτέ. Αντιθέτως εφαρμόστηκε ο ενιαίος φόρος που τον πληρώνουν ως επί το πλείστον οι εργαζόμενοι και φτάνει σε πολλές περιπτώσεις το 59%. Όταν μια χώρα δεν φορολογεί τις εταιρείες ακινήτων, την άλλη μεγάλη ιδιοκτησία και τους πλούσιους, το φορολογικό βάρος πέφτει στους εργαζόμενους και στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, με αποτέλεσμα να έχουν τεράστιο κόστος και να μην μπορούν να σταθούν στο περιβάλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στην πραγματικότητα οι χώρες αυτές έγιναν ζώνες εξαγωγών για τα βιομηχανικά προϊόντα και τις τραπεζικές υπηρεσίες των ισχυρών χωρών της ΕΕ.

Ακόμη, οι χώρες αυτές που δεν είχαν καθόλου δημόσιο ή ιδιωτικό χρέος το 1991 φορτώθηκαν με χρέη σε σκληρό νόμισμα, και το μεγαλύτερο μέρος των δανείων δόθηκε με εγγυήσεις περιουσιακών στοιχείων που υπήρχαν από τη σοβιετική περίοδο και για να τροφοδοτήσει τη φούσκα ακινήτων. Έτσι, όταν ξέσπασε η κρίση, οι δυτικές τράπεζες απαίτησαν να πληρωθούν. Το λετονικό κράτος, προκειμένου να διατηρήσει τη σύνδεση του νομίσματός του, του λατς, με το ευρώ και να μη υποστούν απώλειες οι ξένες τράπεζες, εφάρμοσε όλο το πακέτο των μέτρων που επέβαλε η ΕΕ. Μόνο η διάσωση της τράπεζας Parex * κόστισε το 20% του προϋπολογισμού. Συνεπώς, h Λετονία βρέθηκε σε ανάγκη για δανεικά και η Κομισιόν έσπευσε να τη “βοηθήσει” με δάνειο 7,5 δισ. ευρώ και μέτοχο το ΔΝΤ, καθώς και με τη γνωστή στην Ελλάδα διαδικασία της εποπτείας και των αξιολογήσεων. Η πολιτική αυτή οδήγησε σε πτώση του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος (ΑΕΠ) κατά 25%, σε ανεργία 22%, σε μείωση μισθών και συντάξεων κατά 30% και σε απόλυση των μισών δημόσιων υπαλλήλων της χώρας, στο κλείσιμο νοσοκομείων, σχολείων και άλλων κοινωνικών υπηρεσιών, όσων είχαν απομείνει δηλαδή ύστερα από το ξήλωμα του εκτεταμένου συστήματος κοινωνικής αγαθών επί σοβιετικής εποχής.

Αυτό ήταν το πρότυπο που στη συνέχεια μεταφέρθηκε στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες του Νότου. Τέτοιες πολιτικές δεν θα μπορούσαν να εφαρμοστούν χωρίς μεγάλες ανατροπές, αν δεν υπήρχαν οι καταναγκαστικοί μηχανισμοί της Ευρωπαϊκής Ένωσης/Ευρωζώνης και του ΔΝΤ. Γι’ αυτό εξάλλου και οι εγχώριες άρχουσες τάξεις εναπόθεσαν τμήμα της κυριαρχίας τους σ’ αυτούς τους υπερεθνικούς οργανισμούς.

Δεν υπάρχουν άνθρωποι, δεν υπάρχει πρόβλημα

Σήμερα, το ερώτημα που έθετε ο Χάντσον σε εκείνο το άρθρο του, αν δηλαδή αυτό που συνέβη στη Λετονία και σε άλλες μετασοβιετικές κοινωνίες ήταν μια πρόβα για τις υπόλοιπες χώρες, έχει ήδη απαντηθεί.

Όμως έθετε και άλλο ένα ερώτημα: γιατί δεν υπήρξε λαϊκή αντίδραση;

Ο ίδιος σε ένα άλλο άρθρο του, το 2013, απαντά:

No People, No Problem’: the Great Latvian Exodus”. (Δεν υπάρχουν άνθρωποι, δεν υπάρχει πρόβλημα: η μεγάλη έξοδος των Λετονών.)

Η Λετονία το 1991 είχε πληθυσμό 2,7 εκατ. και ρυθμό γεννήσεων που αναπλήρωναν τη φυσική μείωση λόγω θανάτων. Το 2010 είχε 1,8 εκατ. και ο αριθμός αυτός αμφισβητείται από πολλούς, εφόσον η κυβέρνηση καταγράφει ως μόνιμους κατοίκους ακόμη και όσους επισκέπτονται τη χώρα για να δουν συγγενείς, ενώ οι γεννήσεις έχουν μειωθεί κατακόρυφα. Από το 2004 που εντάχθηκε στην ΕΕ, η Λετονία έχασε το 10% του πληθυσμού της. Η μετανάστευση εντάθηκε στα χρόνια της κρίσης 2008-2010, όταν έφυγε το πιο μορφωμένο και παραγωγικό τμήμα του πληθυσμού. Ύστερα από κάποιες λαϊκές αντιδράσεις στα μέτρα λιτότητας, οι Λετονοί πήραν των οματιών τους και έφυγαν, καθώς η οικονομία συντριβόταν και η κυβέρνηση εφάρμοζε όλο και πιο σκληρά μέτρα λιτότητας.

Οι οπαδοί της λιτότητας θριαμβολογούν ότι στη Λετονία έχουν πραγματοποιηθεί δύο εκλογικές αναμετρήσεις και θα μπορούσαν να έχουν αλλάξει την οικονομική της πολιτική. Όμως, εκτός του ότι στις χώρες που διοικούνται ουσιαστικά από διεθνείς οργανισμούς του κεφαλαίου, όπως η Ευρωζώνη/ΕΕ, εφαρμόζεται κατά βάση η ίδια πολιτική, ανεξαρτήτως της εναλλαγής των κομμάτων και των κυβερνήσεων, κάτι που επιβεβαίωσε και η περίπτωση της Κύπρου, αποκρύπτουν βασικά στοιχεία που εξηγούν γιατί η πολιτική ελίτ της Λετονίας κατάφερε να παραμείνει σταθερή τα τελευταία 20 χρόνια. Ο πληθυσμός της Λετονίας έγινε έρμαιο μιας εθνοτικής αντιπαράθεσης μεταξύ γηγενών και Ρώσων που εν μέρει έχει πραγματική βάση, αλλά κυρίως αποτέλεσε μέσο χειραγώγησης. Έτσι οι δύο εθνικές εκλογικές αναμετρήσεις, πριν και μετά από την κρίση του 2008-2010, περιστράφηκαν γύρω από εθνοτικά ζητήματα. Η πολιτική της λιτότητας συνδέθηκε κυρίως με τα εθνοτικά λετονικά κόμματα, ενώ οι πιο χαλαρές δημοσιονομικές πολιτικές με τα εθνοτικά ρωσικά κόμματα. Οι δύο εθνοτικές ομάδες έχουν εσωτερικές διαιρέσεις όσον αφορά την οικονομική πολιτική, αλλά το γενικό πλαίσιο της εθνοτικής αντιπαράθεσης διασφάλισε ότι τα υπέρ της της λιτότητας κόμματα θα επικρατούσαν σε μια χώρα όπου ένα μεγάλο τμήμα του πληθυσμού νιώθει αντιπάθεια για τους Ρώσους. Με την κατάλληλη ώθηση βεβαίως εκ μέρους της ΕΕ, όπως είδαμε πρόσφατα και στην Ουκρανία.

Από μια άποψη λοιπόν, η Λετονία είναι όντως μια ιδανική χώρα της ευρωζωνικής περιφέρειας, το παράδειγμα προς μίμηση που προβάλλουν οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι: Οι τράπεζες, οι κερδοσκόποι και τα πλυντήρια χρήματος αλωνίζουν, τα μερίσματα και οι εταιρείες ακινήτων δεν φορολογούνται, οι πρώτες ύλες μεταφέρονται στις πλούσιες σκανδιναβικές χώρες, στελέχη του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος διευθύνουν βασικά τραπεζικά ιδρύματα, το χρήμα μπαινοβγαίνει ανενόχλητο, ο πληθυσμός ζει με ελάχιστα ευρώ και τρέφεται σε συσσίτια , το μορφωμένο και ειδικευμένο εργατικό δυναμικό μεταναστεύει, τα συνδικάτα είναι αποδυναμωμένα, η εργασιακή και κοινωνική προστασία ανύπαρκτη, η κοινωνία σπαράσσεται από εθνοτικές διαφορές. Ο καλύτερος από όλους τους δυνατούς κόσμους για τους ισχυρούς της ΕΕ.

Το ευρωπαϊκό Mezzogiorno

Αν, όμως, η Λετονία διαφημίζεται από τους ιθύνοντες της Ευρωζώνης ως η χώρα-υπόδειγμα που επιβραβεύεται με την πανηγυρική της είσοδο σ’ αυτήν, τι είδους ανάπτυξη και τι είδους πρότυπο συνεργασίας χωρών προωθούν; Η απάντηση έχει μεγάλη σημασία γιατί δεν αφορά μόνο τους χειρισμούς σε περίοδο κρίσης, αλλά και τις μακροπρόθεσμες επιδιώξεις, ακόμη κι αν δεχθεί κανείς ότι στις χώρες της κρίσης κάποια στιγμή θα παρατηρηθούν ρυθμοί ανάκαμψης, όπως συνέβη στη Λετονία.**

Την απάντηση τη δίνει ο Μάρκο Τζιούλι, ερευνητής στο Madariaga – College of Europe Foundation που προωθεί την έρευνα για το ρόλο της ΕΕ, ένας καθ’ όλα ευρωπαϊστής, σε άρθρο του στο SocialEuropeJournal (2/10/2013), όπου πραγματεύεται την είσοδο της Λετονίας στην Ευρωζώνη.

Το γεγονός ότι η Λετονία εντάσσεται στην Ευρωζώνη ως “ζωντανή διαφήμιση της λιτότητας” “, γράφει, “δείχνει … ότι η Οικονομική και Νομισματική Ένωση σκόπιμα δρομολογεί το μετασχηματισμό της σε ένα μπλοκ πλεονασματικών χωρών με τη συντριβή της εσωτερικής ζήτησης . Το λετονικό μοντέλο λιτότητας αντιπροσωπεύει μια οικονομία εξαγωγική, χαμηλής ειδίκευσης και χαμηλών μισθών, δομικά επηρεασμένη από τη δημογραφική μείωση και τη χαμηλή παραγωγικότητα. Τόσο η Λετονία όσο και οι χώρες της περιφέρειας της Ευρωζώνης μετατρέπονται σε εφεδρικό εργατικό δυναμικό που θα επιτρέπει στο βιομηχανικό πυρήνα της Ευρωζώνης να διατηρεί περιορισμένους τους μισθούς και να συγκρατεί μια οικονομική μεγέθυνση με πλεονάσματα, δημιουργούν, με άλλα λόγια, ένα ευρωπαϊκό Mezzogiorno (περιοχή οικονομικής, κοινωνικής καθυστέρησης και φτώχειας όπου αλωνίζουν οι μαφίες)”.

Σημειώσεις

* Η τελετή ένταξης στο ευρώ έγινε στην τοποθεσία που άρχισε η κρίση της Λετονίας το 2008, στην πρώην έδρα της τράπεζας Parexπου κατέρρευσε και τώρα είναι η έδρα της τράπεζας Citatele, η οποία πήρε το τμήμα της Parex για το οποίο εγγυήθηκε το λετονικό κράτος, την ανακεφαλαιοποίησε και της παρέσχε ρευστότητα με την ευλογία της Κομισιόν (ανακοίνωση Τύπου: “State aid: Commission clears restructuring of Latvian bank Parex” 15/9/2010). Σ’ όλη αυτή τη συναλλαγή ενεπλάκη και η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης (ΕΤΑΑ) που υποτίθεται ότι αγόρασε το 25% των μετοχών. Η Parex είναι μια μεγάλη αμαρτία όπως και όλο το τραπεζικό σύστημα της Λετονίας, το οποίο συγκρότησαν οι Δυτικοί μετά το 1991. Η υπόθεση της τράπεζας Parex αξίζει μια πιο εκτενή αναφορά γιατί αποκαλύπτει το ρόλο της ΕΤΑΑ και των αρχών των Βρυξελλών, καθώς και πολλών άλλων επιτροπών κεφαλαιαγοράς, όπως π.χ. της βρετανικής, αλλά και το ρόλο διεθνών ΜΜΕ στη συγκάλυψη τραπεζικών απατών, όταν εμπλέκονται “μεγάλοι” όπως η ΕΤΑΑ. Το μπλογκ Lawless Latviaσημειώνει: “Η εγκληματική επίθεση της ΕΤΑΑ εναντίον των λαών της Ανατ. Ευρώπης διεξάγεται εδώ και δύο δεκαετίες χωρίς ορατό τέλος. Στη δεκαετία του 1990, η ΕΤΑΑ χρηματοδότησε πολλές εγκληματικές τράπεζες στη Ρωσία με χρήματα των φορολογουμένων. Το 2009, η ΕΤΑΑ συγκάλυψε την απάτη στην τράπεζα Parexμε απατηλή αγορά μετοχών και τώρα με τη βοήθεια της [βρετανικής] εταιρείας συμβούλων Deloitte εξαπολύει εγκληματική επίθεση στο λαό της Λιθουανίας… Η ΕΤΑΑ αγόρασε μετοχές της Parex με μια μυστική συμφωνία να πουλήσει αυτά τα σκουπίδια στη λετονική κυβέρνηση, ο σκοπός ήταν να εξαπατήσει….”.

Την 1/3/2013, η εφημερίδα “The Lithuanian Tribune” δημοσίευσε ένα άρθρο στο οποίο αναφέρονταν τα εξής σχετικά με μια έρευνα για το ρόλο της ΕΤΑΑ: “οι εκδότες δύο μεγάλων διεθνών ειδησεογραφικών ομίλων ανέθεσαν σε δημοσιογράφους να γράψουν σχετικά ρεπορτάζ. Είχε νόημα να ασχοληθούν τα ΜΜΕ, επειδή η ΕΤΑΑ χρηματοδοτείται από φορολογούμενους 61 χωρών και η Parexείχε προκαλέσει την οικονομική κατάρρευση μιας χώρας-μέλους της ΕΕ. Και οι δύο δημοσιογράφοι συγκέντρωσαν καινούργια στοιχεία που στήριζαν τα παλιότερα. Όμως, οι εκδότες αρνήθηκαν να τα δημοσιεύσουν”.

Το άρθρο αναφέρει ότι τα στοιχεία που είχαν συγκεντρωθεί περιλάμβαναν μια έκθεση της εταιρείας Nomuraπου είχε διαρρεύσει και ύστερα από πιέσεις της λετονικής κυβέρνησης και της ΕΤΑΑ ο ιστότοπος [http://www.kargins.com/] που την είχε ανεβάσει έκλεισε. Το ότι η ΕΤΑΑ είχε δαπανήσει εκατ. ευρώ αγοράζοντας μετοχές-σκουπίδια. Και το ότι η ΕΤΑΑ πήρε μετοχές της Citadeleενώ οι άλλοι μέτοχοι της μειοψηφίας της Parexδεν πήραν. Η εφημερίδα σημειώνει ότι όλα αυτά δείχνουν ότι πιθανώς όλες οι συναλλαγές της ΕΤΑΑ στην Ανατ. Ευρώπη και στην Κεντρική Ασία περιλάμβαναν δικαιώματα προαίρεσης μετοχών προς μελλοντική πώληση και άρα ήταν ένα είδος απάτης. Και αναρωτιέται ο συντάκτης: μήπως γι΄ αυτό η ΕΤΑΑ χρηματοδοτεί επανειλημμένα σκανδαλώδη προγράμματα με διαβόητους εταίρους σε όλη την περιοχή;

Το μπλογκ Lawless Latvia σημειώνει επίσης: “η βρετανική Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς γνώριζε για τις απάτες και το ξέπλυμα χρήματος της Parex επί πολλά χρόνια και επέλεξε να μην κάνει τίποτε παρόλο που η Parex δανειζόταν εκατοντάδες εκατ. ευρώ στο Λονδίνο. Αυτά τα χρήματα εξαφανίστηκαν και τα δάνεια αποπληρώθηκαν από τη λετονική κυβέρνηση με δανεικά χρήματα”.

Οι όροι γι’ αυτά τα δάνεια που πήρε η κυβέρνηση της Λετονίας επέφεραν την ύφεση, την ανεργία και την κοινωνική κατάρρευση.

**Αξίζει τον κόπο να γίνει μια σύντομη αναφορά στην αποκαλούμενη ανάκαμψη της Λετονίας. Αυτή προήλθε κυρίως από τον τραπεζικό (υπεράκτιο) τομέα που προσελκύει και διοχετεύει τη φυγή κεφαλαίων και εμπλέκεται σε πλήθος κερδοσκοπικών απατών. (Στη Λετονία το 48,9% των καταθέσεων ανήκει σε μη κατοίκους της χώρας, σε σύγκριση με το 43% της Ελβετίας –του διαχρονικού παραδείσου φορολογικής απάτης– και με το 37% της Κύπρου). Η λετονική κυβέρνηση, με τη στήριξη της Κομισιόν, υπερασπίστηκε τον υπεράκτιο τραπεζικό τομέα με κάθε τίμημα, επιβάλλοντας μεταξύ άλλων σκληρή λιτότητα στον πληθυσμόΕπίσης, η άμεση αντίδραση της Λετονίας στην κρίση ήταν η μαζική κοπή δασών που είχε κληρονομήσει από τη σοβιετική περίοδο, όταν έγινε εκτεταμένη αναδάσωση αγροτικών γαιών. Η αύξηση των εξαγωγών σ’ αυτό τον τομέα απεικονίζει την απογύμνωση της χώρας από περιουσιακά στοιχεία, όπως ακριβώς έγινε στη μετασοβιετική περίοδο, προκαλώντας μεγάλη περιβαλλοντική καταστροφή (παίρνοντας υπόψη το βόρειο πλάτος της Λετονίας, χρειάζονται 50-100 χρόνια για να αναπληρωθούν τα κομμένα δέντρα) και στερώντας τη χώρα από ένα σημαντικό πόρο. Ταυτόχρονα, το ότι η Λετονία αποβιομηχανίστηκε τα τελευταία 20 χρόνια σημαίνει ότι σχεδόν κάθε αμελητέα αύξηση της βιομηχανικής παραγωγής εκφράζεται ποσοστιαία πολύ μεγάλη. Είναι όπως το παλιό ανέκδοτο με την κατά 100% αύξηση παραγωγής αλβανικών υποβρυχίων, που από 1 έγιναν 2….

(τα στοιχεία από M. Hudson, “Latvia’s Economic Disaster as a Neoliberal Success Story: A Model for Europe and the US?”, 3/1/2013, και από το “The National Interest”).

Εθνικό Νόμισμα: μέρος μια πρωτοβουλίας ιστορικών διαστάσεων

Παρά τις δυσκολίες του εργατικού κινήματος, παρά μια σχεδόν γενικευμένη μοιρολατρία, φαίνεται ότι στην κοινωνία υπογείως λειτουργούν ιδιαίτερα θετικές διεργασίες.

Ήδη η ημερήσια διάταξη στη βραδινή οικογενειακή συζήτηση, στις κουβέντες στα καφενεία  έχει διαφοροποιηθεί από αυτήν μέσα στη Βουλή. Στη δεύτερη επικρατεί μια σύγκρουση γύρο από το μνημόνιο, επί της ουσίας άγονη πια δεδομένου ότι και οι δύο πλευρές αποδέχονται το ίδιο πλαίσιο της Ευρωζώνης που το γέννησε και το καθιστά υποχρεωτικό εις το διηνεκές.

Στις πρώτες, στις λαϊκές κουβέντες, το θέμα που κυριαρχεί πια είναι η παραμονή ή η αποχώρηση από το ευρώ, από άλλους με αισιοδοξία ή και αφέλεια, από άλλους με ανησυχία ή και πανικό, από όλους σχεδόν πάντως που νοιάζονται για δουλειά και επιβίωση με ενδιαφέρον και αναζήτηση.

Μπορούμε να πούμε ότι ο κοινοβουλευτικός «διάλογος», όταν δεν πρόκειται για ανταλλαγή υβρισμών βρίσκεται σε πλήρη δυσαρμονία με τους πλούσιους κοινωνικούς προβληματισμούς. Αυτό εξηγεί και το μεγάλο παράδοξο, η μεγάλη λαϊκή πλειοψηφία να είναι οργισμένη με την κυβέρνηση Σαμαρά και μια επίσης μεγάλη πλειοψηφία να μη θέλει εκλογές για να τη διώξει.

Σε σχέση με το δίλημμα λοιπόν «ευρώ ή εθνικό νόμισμα» θέλω να κάνω τις εξής παρατηρήσεις:

Πρώτο, κατά ένα τρόπο το σύστημα έχει αυτοπαγιδευθεί. Συνέβαλε να έρθει στο προσκήνιο το θέμα του ευρώ, επιχειρώντας να οικοδομήσει πάνω του μια γενική εκστρατεία φόβου. Το κακό είναι ότι η αξιωματική αντιπολίτευση, που δέχθηκε μια τέτοια επίθεση κινδυνολογίας κατά τις δεύτερες εκλογές του 2012, επιχειρεί να την εκτονώσει υιοθετώντας την, διαφημίζοντας πια και η ίδια την «εθνική καταστροφή» σε περίπτωση αποχώρησης.

Το ευρώ, από κέντρο της επίθεσης του συστήματος μετεξελίσσεται σε κέντρο αντεπίθεσης από το λαό. Ισοδύναμη με την οικονομική ωφέλεια από την απελευθέρωση από το ευρώ αναδείχνεται η ιδεολογική ωφέλεια, η απαλλαγή από την ηγεμόνευση του συστήματος. Ο ισχυρότερος αντίπαλος σε μια επαναστατική αλλαγή που έχει ανάγκη η Ελλάδα δεν είναι η κυβέρνηση Σαμαρά. Ούτε η κυβέρνηση Μέρκελ. Είναι η «αόρατη κυβέρνηση», σύμφωνα με τον όρο της Χάνα Άρεντ, οι παλιές αλήθειες, οι χωρίς νόημα κοινοτοπίες, τα ταμπού που ακυρώνουν τη ελεύθερη σκέψη, όπως το ευρώ.

Δεύτερο, η έξοδος από το ευρώ είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την ανασυγκρότηση, αλλά δεν αρκεί από μόνη της. Υπάρχουν μια σειρά άλλες τομές, εξίσου ή μπορεί και περισσότερο αναγκαίες από το εθνικό νόμισμα, που, γιατί η κυρίαρχη τάξη επέλεξε το ευρώ κυρίως ως γήπεδο αντιπαράθεσης. Η παύση πληρωμών, προκειμένου οι δημοσιονομικοί πόροι να επικεντρωθούν αποκλειστικά στην οικονομική ανοικοδόμηση και την κοινωνική στήριξη. Το ισχυρότατο κράτος, δημοκρατικό, διαφανές και υπό κοινωνικό έλεγχο, γιατί μόνο αυτό μπορεί να γίνει το υποκείμενο μιας οικονομικής αναγέννησης κι όχι κάποια ξένα fundsπεριφερόμενα ανά τον κόσμο όπως οι πειρατές στις ανοικτές θάλασσες. Ο παραγωγικός σχεδιασμός, αυτή η παλιά αλλά απραγματοποίητη ιδέα του Δημήτρη Μπάτση που (και για αυτό) εκτελέσθηκε μαζί με τον Μπελογιάννη, που θα δώσει υπόσταση και θεμέλια στην ελληνική παραγωγή. Η πλήρης απασχόληση ως κεντρικός στόχος.

Τρίτο, Η έξοδος από το ευρώ δε σημαίνει ότι οπωσδήποτε θα έχει θετικό πρόσημο. Υπάρχει η και η συστημική έξοδος, μια επιλογή πάντα ανοικτή για την Ευρωζώνη στην προοπτική της παταγώδους αποτυχίας του προγράμματος της τρόικα. Υπάρχει και η αντιδραστική άποψη ότι με αυτόν τον τρόπο στην ήδη επελθούσα μείωση του επιπέδου ζωής των εργαζομένων από την «εσωτερική υποτίμηση», θα προστεθεί η «εξωτερική υποτίμηση» του νομίσματος, χωρίς εξισορροπήσεις στην αμοιβή της εργασίας, που θα κάνει ακόμα πιο φτηνή την αμοιβή της εργασίας, θα πακιστανοποίησει τους εργαζόμενους.

Για αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία εξαρχής το εγχείρημα να συνοδεύεται από την αποδυνάμωση των καπιταλιστικών κέντρων εξουσίας και την ενδυνάμωση της λαϊκής εξουσίας, μέσω εθνικοποιήσεων, ελέγχου και νομοθεσίας.  Δεν το έκανε η προεδρεία Κίρχνερ στην Αργεντινή κι έτσι μετά από μια πενταετή θριαμβευτική σχεδόν πορεία που ξεκίνησε με την απελευθέρωση του νομίσματος από την ισοτιμία του με το δολάριο, μπλόκαρε μπροστά στην αντεπανάσταση του «elcampo», της συμμαχίας πολυεθνικών εταιριών στον αγροτικό χώρο τύπου Monsanto με τους μεγαλογαιοκτήμονες της χώρας, που συμπαρέσυρε και τους μικρότερους αγρότες και είχε διαλύσει για μήνες τη χώρα.

Τέταρτο, για αυτό για την αριστερά είναι εξαιρετικής σημασίας από την ίδια την ημέρα εκκίνησης, σε συνθήκες ρευστότητας που θα καθορίζεται από την Τράπεζα Ελλάδας κι όχι από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα, η «ταυτότητα» του εθνικού νομίσματος να ενσωματώνει την αισθητή άνοδο της επιπέδου ζωής των εργαζομένων μέσα από τη μείωση των φορολογικών επιβαρύνσεων και τη βελτίωση των μισθών τους που θα εξουδετερώνουν και οποιαδήποτε αρνητική επίπτωση από τον πληθωρισμό.

Αυτό έχουν αναγκασθεί ορισμένες φορές να το κάνουν και σε εντελώς καπιταλιστικά πλαίσια, όπως δείχνει το παράδειγμα του NewDealστις ΗΠΑ το 1934, όταν στην πιο ακραία στιγμή της κρίσης,προκειμένου να αναζωπυρωθεί η ενεργός ζήτηση, γεννήθηκε η μεγαλύτερη άνθηση εργασιακών δικαιωμάτων – χρόνος εργασίας, κατώτεροι μισθοί, ελεύθερα από την εργοδοσία συνδικάτα. Ή σήμερα στην Ιαπωνία, στην προσπάθειά της να βγει από δεκάχρονη στασιμότητα, όπου η κυβέρνηση Abe έρχεται σε ανοικτή σύγκρουση με την Toyotaή τη Sony για την άνοδο των μισθών προκειμένου να ενισχυθεί η κατανάλωση των εργαζομένων.

Πέμπτο, ποια είναι τα όρια του πληθωρισμού που θα αφήσει μια κυβέρνηση; Θα υπάρξουν περιορισμοί στη διακίνηση κεφαλαίου, τι είδους και μέχρι πότε; Ποιο είναι το περιθώριο της αυξημένης ρευστότητας;  Πώς θα εξασφαλισθούν οι λαϊκές καταθέσεις, θα επιτραπούν καταθέσεις μέχρι ένα ποσό σε ευρώ,  συνάλλαγμα στις νέες συνθήκες εθνικού νομίσματος; Πώς θα σταθεί ένα εγχείρημα με αντικαπιταλιστικά χαρακτηριστικά μέσα σε μια ευρωπαϊκή και παγκόσμια καπιταλιστική αγορά; Πώς θα αξιοποιηθεί η θετική και αρνητική εμπειρία της Λατινικής Αμερικής. Είναι πολλά και δύσκολα τα ερωτήματα. Αλλά απαντιούνται.

Εδώ βρίσκεται και η ιδιαίτερα θετική συμβολή της πολιτικής δύναμης «Σχέδιο Β». Προσγείωσε την άλλη άποψη από τον ουρανό των ιδεών στην γη των προγραμμάτων και των απλών ανθρώπων που δικαιούνται να αξιώνουν απλές και σαφείς απαντήσεις στα ερωτήματά τους.Μια ριζοσπαστική αλλαγή για να μη είναι όνειρο καπιταλιστικής θερινής νυκτός πρέπει να έχει την έκφραση ενός αιχμηρού, συγκροτημένου κυβερνητικού προγράμματος που στηρίζεται σε ένα συνεχή συναγερμό του κόσμου της εργασίας.

Και έκτο, η κίνηση προς ένα τέτοιο πρόγραμμα μετασχηματισμών είναι μια πατριωτική κίνηση. Όχι με την έννοια της εθνικής αναδίπλωσης, του εκτονωτικού παραληρήματος ή του σνομπισμού του ξεπεσμένου αριστοκράτη.  Είναι μια εθνική πρωτοβουλία ιστορικών διαστάσεων ώστε η Ελλάδα να μπει ορμητικά στον διεθνή καταμερισμό εργασίας, με τα δικά της χαρακτηριστικά, με τα συμφέροντα των δικών της εργαζομένων κι όχι των ευρωπαϊκών τραπεζών, με σχέσεις αμοιβαίου οφέλους κι όχι υποταγής. Είναι μια φιλόδοξη προσπάθεια που θα ξεματιάσει τη νέα γενιά από την κατάρα της ανεργίας και θα της ανοίξει τους διεθνείς ορίζοντες, όχι ως τόπους εξορίας, αλλά ως τόπους μάθησης, υψηλής εξειδίκευσης, γνώσεων όπου η νέα γενιά θα μπορέσει να αξιοποιήσει την πλανητική σκέψη για να ΄στηρίξει ένα νέο ιστορικό εγχείρημα για την Ελλάδα.

Αναδημοσίευση απο το unfollow, τεύχος 25 .Αφιέρωμα: Ευρώ ή δραχμή μιά συζήτηση που πρέπει να γίνει