Παρακολουθώντας τις συλλήψεις της Χρυσής Αυγής: Διαπιστώσεις και προβληματισμοί

Το ανεπανάληπτο θέαμα της σύλληψης σε ζωντανή μετάδοση του ηγετικού πυρήνα της Χρυσής Αυγής επιταχύνει τις πολιτικές εξελίξεις. Αυτές όμως θα καθοριστούν και από την επαύριο των Γερμανικών εκλογών και από το τι θα κομίσουν από τις ΗΠΑ Σαμαράς και Βενιζέλος. Δεν θα υπήρχε για την κυβέρνηση Σαμαρά καλύτερη στιγμή από τη σημερινή για προκήρυξη εκλογών με μονομερή αντι-Χρυσαυγίτικη ατζέντα και τον ίδιο σε ρόλο εγγυητή της δημοκρατίας, θέτοντας το δίλημμα “σταθερότητα ή χάος”, μετατοπίζοντας τη συζήτηση από το κοινωνικό και οικονομικό αδιέξοδο στην υπεράσπιση των θεσμών. Όμως τα ποντίκια χορεύουν όταν λείπουν οι γάτες που εν προκειμένω είναι οι δανειστές, ο υπερατλαντικός παράγοντας και η επανεκλεγείσα καγκελάριος. Η ηχηρή σφαλιάρα που εισέπραξε ο ΓΑΠ στις Κάνες από το δίδυμο Μέρκελ – Σαρκοζί, δημιουργεί κακό προηγούμενο για το αν θα επιτραπεί στον Σαμαρά να παίξει ένα τέτοιο παιχνίδι πολιτικής επιβίωσης, βάζοντας σε ρίσκο το πρόγραμμα της τρόικας.

Η κυβέρνηση Σαμαρά επιδιώκει να ανακτήσει την πρωτοβουλία των πολιτικών κινήσεων γνωρίζοντας ότι μπροστά της έχει ένα εξαιρετικά δύσκολο έργο. Παίζει το χαρτί της συνταγματικής ομαλότητας, της περιφρούρησης της νομιμότητας, του ευρωπαϊκού κεκτημένου. Για να μπορέσει να επιβιώσει πρέπει να ταυτίσει το μνημονιακό πρόγραμμα με τη δημοκρατική ομαλότητα. Ακόμη κι αν δεν καταφέρει να επιβιώσει, πρέπει να δημιουργήσει ένα ασφυκτικό περιβάλλον όπου οι όρκοι περί ομαλότητας θα δίνονται από όλους, και πρώτα από όλα από την αξιωματική αντιπολίτευση. Στόχος είναι η διάδοχη λύση σε κυβερνητικό επίπεδο να μην φλερτάρει με ανατροπές και ρήξεις, αλλά με νουνεχείς και συναινετικές πολιτικές, οικουμενικού και ευρωπαϊκού αρώματος.

Το προσκήνιο του ξηλώματος της Χρυσής Αυγής λογικά διαθέτει αντίστοιχο παρασκήνιο που έχει προκύψει από πολύμηνες παρακολουθήσεις. Είναι προφανές ότι ούτε ο φάκελος του Δένδια δημιουργήθηκε την τελευταία βδομάδα, ούτε οι συνομιλίες των Χρυσαυγιτών ξεκίνησαν να καταγράφονται την επαύριο της δολοφονίας του Π.Φύσσα. Το αστικό κράτος αποδεικνύει ότι μπορεί να θρέφει το ναζιστικό παρακράτος, κρατώντας όμως ράμματα για τη γούνα του, μέχρι την κρίσιμη στιγμή που θα το αναλώσει στην επόμενη μάχη για να κερδίσει τον πόλεμο. Γιατί όσο ρόλο κι αν έπαιξε η λαϊκή οργή και οι αντιφασιστικές διαδηλώσεις, είναι προφανές ότι η κυβέρνηση Σαμαρά είχε έτοιμο σχέδιο και το υλοποίησε με ταχύτητα και θεαματικά πλάνα, με την πρόθυμη συνδρομή των ΜΜΕ που ομοθυμαδόν ξεσάλωσαν για μια συμμορία την οποία μέχρι πρότινος έμμεσα ή άμεσα συνέδραμαν.

Η εντυπωσιακή κατάρρευση του ηθικού και της δήθεν μαχητικότητας του χρυσαυγίτικου μηχανισμού απέδειξε ότι οι νεοναζί στήριζαν το θράσος τους στην πεποίθηση ότι βρίσκονται διαρκώς υπό την κρατική, δικαστική και αστυνομική θαλπωρή. Όταν για τους δικούς του λόγους το μνημονιακό αστικό καθεστώς απέσυρε την προστασία του από τους ναζί, η φασιστική συμμορία που φιγουράριζε τρίτο κόμμα στη χώρα, δεν μπόρεσε καν να διοργανώσει μια αξιοπρεπή συγκέντρωση διαμαρτυρίας. Να γιατί η σχέση κράτους – Χρυσής Αυγής αποτελούσε τον πυρήνα της γιγάντωσης του ναζιστικού φαινομένου. Η εκστρατεία των ΜΜΕ, το τηλεοπτικό σόου των συλλήψεων, το σκηνοθετικό στήσιμο των σιδεροδέσμιων βουλευτών, έδειξε ότι ο φόβος και ο τρόμος που σκόρπιζαν τα τάγματα εφόδου ήταν με δανεική δύναμη.

Η Αριστερά για πολλοστή φορά συλλαμβάνεται με λάθος εκτιμήσεις αλλά αυτό παύει πλέον να είναι πρωτότυπο. Λίγες ώρες πριν τις συλλήψεις, κορυφαία στελέχη της αξιωματικής αντιπολίτευσης ήταν βέβαια ότι ο Μιχαλολιάκος εκβιάζει τον Σαμαρά με εκλογές και ότι ο Σαμαράς θα υποχωρήσει. Ο Σαμαράς δεν υποχώρησε και έκανε πράξη -με πολύ πιο εντυπωσιακό τρόπο- το κάλεσμα του Τσίπρα: Να τεθεί η Χρυσή Αυγή ενώπιον του νόμου, αλλά όχι εκτός νόμου. Το δε ΚΚΕ καλεί το λαό σε επαγρύπνηση γιατί τον φασισμό δεν τον ξεριζώνουν οι αστοί, αλλά το εργατικό λαϊκό κίνημα. Πράγμα που είναι σωστό και ισχύει και για τον προηγούμενο αιώνα, ισχύει για τον τρέχοντα, και θα ισχύσει και για τον επόμενο.

Και η Αριστερά και ο λαός αφοπλίζεται όσο το παιχνίδι γίνεται με τους όρους του αντιπάλου. Τόσο στο αντιφασιστικό ζήτημα, όσο και στο κεντρικό πεδίο που καθορίζει τις πολιτικές εξελίξεις. Η επίκληση του δημοκρατικού και συνταγματικού τόξου από όσους ξεφτίλισαν τη δημοκρατία και το σύνταγμα δεν πέφτει στο κενό, καθώς στριμώχνει εκείνη την ψυχούλα του ΣΥΡΙΖΑ που εγγυάται την ομαλότητα και φαντασιώνεται μια ομαλή δημοκρατική μετάβαση σε μια κυβέρνηση με την Αριστερά. Αυτή η ψυχούλα θα γίνεται όλο και πιο κυρίαρχη όσο η πίεση από την απέναντι πλευρά αυξάνεται: Ακόμη κι αν υπάρξει κυβερνητική εναλλαγή, αυτή δεν θα πρέπει να αμφισβητήσει το βασικό πολιτικό και οικονομικό πλαίσιο που δένει τη χώρα στο άρμα των δανειστών και της Ευρωζώνης.

Το πρόβλημα στην Αριστερά είναι ότι παραδέρνει ανάμεσα σε λαθεμένες εκτιμήσεις για την πορεία των πραγμάτων: 1. Η Χρυσή Αυγή είναι το απόλυτο όργανο του συστήματος, η ΝΔ είναι φιλική με τη Χρυσή Αυγή και δεν πρόκειται να την πειράξει. 2. Η Χρυσή Αυγή είναι ένα τελείως αυτονομημένο φαινόμενο από το αστικό πολιτικό σύστημα και χρειάζεται μέτωπο όλων των υπολοίπων εναντίον της. 3. Ο φασισμός δεν έχει ιδιαίτερη σημασία γιατί σε τελική ανάλυση είναι καπιταλισμός, οπότε το πρόβλημα θα λυθεί ταυτόχρονα με το σοσιαλισμό. 4. Η Χρυσή Αυγή είναι κόλπο, ο ναζισμός είναι κόλπο, τα μαχαιρώματα είναι κόλπο και θέλουν να αποπροσανατολίσουν το λαό από το μνημόνιο. 5. Οι διώξεις εναντίον της Χρυσής Αυγής γίνονται για να χτυπηθεί αύριο η Αριστερά και να μας ξαναστείλουν στα ξερονήσια. 6. Η σύλληψη της ηγεσίας της Χρυσής Αυγής δεν σημαίνει κάτι γιατί τον φασισμό τον τσακίζουν μόνο οι λαϊκοί αγώνες. 7. Το χτύπημα στο Μιχαλολιάκο είναι προετοιμασία για εκτροπή και χρειάζεται από την Αριστερά περιφρούρηση της δημοκρατικής ομαλότητας και της νομιμότητας.

Τα παραπάνω και άλλα πολλά αφοπλίζουν και ξεδοντιάζουν. Κάποια περιέχουν ψήγματα αλήθειας, αλλά δεν είναι όλη η αλήθεια. Άλλα οδηγούν σε τελείως λάθος πολιτικές. Άλλα υποτιμούν το φασιστικό φαινόμενο. Άλλα το απομονώνουν ως το μοναδικό πρόβλημα της σύγχρονης Ελλάδας.

Η θεωρία των δύο άκρων δεν λήγει επειδή το αιτείται η αντιπολίτευση. Το επιτελείο του Χρύσανθου Λαζαρίδη παίζει δυνατά το χαρτί του αποφασισμένου κέντρου, πρώτα ενάντια στο δεξιό άκρο που είχε “ξεφύγει”, για να βυσσοδομήσει αύριο ενάντια στο αριστερό άκρο που “θα βάλει σε κίνδυνο τη χώρα”. Αστυνομία, στρατός, δικαιοσύνη και κρατικοί μηχανισμοί δεν εκκαθαρίστηκαν, ενώ είναι πιθανό ένα έωλο κατηγορητήριο να αναστηλώσει τη ναζιστική ηγεσία που σήμερα πιάστηκε με κατεβασμένα παντελόνια. Οι νεκροί -όπως και να ‘χει- δεν ανασταίνονται. Οι κοινωνικές συνθήκες που γεννούν το φασισμό όχι μόνο παραμένουν αλλά διευρύνονται. Η δε Αριστερά είχε προ πολλού διαρρήξει τις οργανικές της σχέσεις με τις λαϊκές συνοικίες, προτού σε αυτές εισβάλουν τα τάγματα εφόδου.

Όμως όλα αυτά δεν είναι λόγος αυτιστικής συμπεριφοράς. Δεν χρειάζεται ούτε αφασία και αποχαύνωση, ούτε μεμψιμοιρία και τρομοκράτηση. Εκτός και αν έχουμε ήδη αποφασίσει ότι θα αντιμετωπίσουμε τις κινήσεις του αντιπάλου …από την κερκίδα.

Σε τελική ανάλυση, ας πάρουμε υπόψη τις εκατοντάδες χιλιάδες ή και εκατομμύρια προοδευτικών και δημοκρατικών ανθρώπων που ανακουφίστηκαν -έστω και προσωρινά- βλέποντας την ηγεσία της ναζιστικής συμμορίας να οδηγείται στη φυλακή. Ας αξιολογήσουμε το γεγονός ότι της γης οι κολασμένοι που στα σώματά τους ακονίζονταν τα ναζιστικά μαχαίρια, ίσως κοιμηθούν πιο ήσυχα. Κι ας προετοιμαστούμε για τις μάχες που έπονται και που θα είναι δύσκολες και καθόλου “ομαλές”.

Τι μπορεί να πετύχει ο αγώνας των καθηγητών;

Ο απεργιακός αγώνας των εκπαιδευτικών έχει ήδη ξεκινήσει δυναμικά και έως τώρα έχει διαψεύσει πανηγυρικά τις σειρήνες της ήττας. Αυτούς που το Μάιο έλεγαν ότι δεν υπάρχουν οι όροι και οι προϋποθέσεις, τον Ιούλιο ότι πρέπει αντί για απεργία να δούμε εναλλακτικές μορφές αγώνα χωρίς οικονομικό κόστος και την προηγούμενη εβδομάδα ότι δεν υπάρχει το κίνημα που θα τραβήξει πολυήμερη απεργία και άρα ας πάμε σε 48ωρη και βλέπουμε.

Δυστυχώς οι σειρήνες της ήττας δεν ακούγονται μόνο από το μνημονιακό-κυβερνητικό στρατόπεδο που κεντρική του στρατηγική είναι ότι κανένας αγώνας δεν πρέπει να νικήσει. Ακούγονται και μέσα στις γραμμές του εργατικού κινήματος ανατροφοδοτώντας την τάση «δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε άλλο, αργά ή γρήγορα θα πέσουν σαν ώριμο φρούτο». Στην πραγματικότητα, οι απόψεις αυτές αντανακλούν το πραγματικό πρόβλημα του κινήματος, που σε τελική ανάλυση είναι ο δυσμενής συσχετισμός δυνάμεων: Οι όροι συγκρότησης κινημάτων αντίστασης έχουν δυσκολέψει κατά πολύ και συνεχίζουν να δυσκολεύουν. Όλοι βλέπουν ότι η παραμικρή αντίδραση ή διεκδίκηση έχει απέναντί της το απόρθητο τείχος Τρόικας-μνημονίων και προϋποθέτει συγκρούσεις συχνά «αιματηρές» με μεγάλα ατομικά ρίσκα και εντελώς αβέβαια αποτελέσματα.

Σήμερα απαιτούνται από το κίνημα άλματα παντού: στα αιτήματα, τις μορφές ζύμωσης, οργάνωσης, πάλης. Απαιτείται συνείδηση ότι μιλάμε για αγώνα αντικυβερνητικό, αντινεοφιλελεύθερο, αντιευρωπαϊκό. Ότι η σύγκρουση θα είναι βίαια, μακροχρόνια και με θύματα. Και με διακύβευμα πολύ μεγαλύτερο από οποιαδήποτε συνδικαλιστική διεκδίκηση. Αυτό δηλαδή που σήμερα απαιτείται βρίσκεται στον αντίποδα τόσο του συντεχνιασμού όσο και του κοινοβουλευτικού κρετινισμού.

Πως μεταφράζονται τα παραπάνω στον αγώνα των καθηγητών; Οι 5/ήμερες επαναλαμβανόμενες απεργίες που αποφασίστηκαν δεν εντάσσονται σε κάποιο ταχτικό σχεδιασμό. Απλώς δεν υπήρχε άλλος δρόμος. Για την ακρίβεια οι άλλοι δρόμοι δοκιμάστηκαν και απέτυχαν. Μετά την απεργία του Μαΐου, που ποτέ δεν έγινε, Τρόικα-κυβέρνηση και Υπουργείο πραγματικά ξεσάλωσαν. Απολύσεις, υποχρεωτικές μετακινήσεις, 27άρια, κλίμα στρατώνα στα σχολεία.

Οι καθηγητές αποφάσισαν την απεργία διαρκείας σαν μορφή πάλης απλά γιατί οτιδήποτε άλλο θα φαινόταν κοροϊδία. Γιατί αντιλαμβάνονται ότι ανατροπή των απολύσεων σημαίνει μπλοκάρισμα του μνημονίου στην Ελλάδα και πιθανά εκδίωξη της Τρόικας από τη χώρα. Δεν έχουν την αυταπάτη ότι θα πάνε σε έναν απεργιακό περίπατο όπου η κυβέρνηση με την πρώτη βδομάδα θα φοβηθεί και θα υποχωρήσει σε 1-2 αιτήματα. Καταλαβαίνουν ότι το «ή αυτοί ή εμείς» δεν είναι κενό σχήμα λόγου, αλλά πλαίσιο που καθορίζει τους αγώνες της εποχής μας. Στην ουσία οι 5θήμερες επαναλαμβανόμενες ψηφίστηκαν ως πρόταση αξιοπρέπειας απέναντι στους συναδέλφους μας και στους μαθητές μας. Έκφραση μιας συμπιεσμένης αγανάκτησης, μια κραυγή «ΩΣ ΕΔΩ!».  Οι καθηγητές ψήφισαν τον αγώνα διαρκείας για όλα αυτά έστω και αν ένα σημαντικό τμήμα τους δεν πίστευε στη νίκη. Το αν και πόσο την πιστέψει θα κρίνει τελικά την έκβαση του αγώνα.

Να σταματήσει η αριστερά να είναι παρατηρητής των λαϊκών διαθέσεων

Τα παραπάνω πρέπει να συζητηθούν γιατί είναι η βάση από την οποία πρέπει να ξεκινήσουν οι δυνάμεις που αναφέρονται στον αντιμνημονιακό αγώνα και στην υπεράσπιση των συμφερόντων των εργαζομένων. Αλλά δεν αρκεί μείνουν εκεί.

Οσο σωστό είναι να προσκαλούμε και να επιδιώκουμε την αγωνιστική αλληλεγγύη τόσο λάθος είναι να περιμένουμε την κήρυξη μονοήμερης και εκτονωτικής πλέον απεργίας από την ΓΣΕΕ ή την ΑΔΕΔΥ.

Δουλειά της αριστεράς είναι να αναπτύσει το κίνημα, να θέτει προτάσεις όξυνσης και γενίκευσης της αντιπαράθεσης παίρνοντας υπόψη τη λεγόμενη μέση συνείδηση και τους συσχετισμούς αλλά όχι υποτασσόμενη σε αυτά.

Δεν μπορεί να ψάχνει εγγυήσεις για «σίγουρους και εύκολους» δρόμους νίκης. Δεν μπορεί (γιατί αγγίζει τα όρια της υπονόμευσης) να περιμένει στη γωνία για το πότε θα ηττηθεί ένας αγώνας με βάση τον αρνητικό συσχετισμό και την επιθετικότητα του συστήματος για να δικαιωθεί εκ των υστέρων.

Δουλειά της είναι να οργανώνει αγώνες, να τους ενώνει-συντονίζει, να τους πολιτικοποιεί.

Μερικές κατευθύνσεις σαν σκέψεις:

–       Κάθε σχολείο να γίνει κύτταρο ενημέρωσης σε γονείς-μαθητές για το τι προβλέπει το νέο σχολείο.

–       Να ανοίξει συζήτηση για το νέο σχολείο πλατιά στην κοινωνία. Μέσα στη βουλή, στους εργασιακούς χώρους, παντού. Να πρωτοστατήσουν οι εκπαιδευτικοί σε αυτό.

–       Να συντονιστούν όλοι οι αγώνες ενάντια στις απολύσεις και υπερ των δημόσιων αγαθών. ΕΡΤ, καθηγητές, ΑΕΙ-ΤΕΙ κοκ.

–       Να καλούμε στις δράσεις μας (πορείες κοκ) όλη την κοινωνία με αίτημα-στόχο «να σπάσουμε στην παιδεία την εφαρμογή του μνημονίου».

–       Οι καθηγητές πρέπει να αντέξουν σαν απεργοί. Έμπρακτη στήριξη από δομές αλληλεγγύης αλλά και από τα αριστερά κοινοβουλευτικά κόμματα (από τις πολλαπλές επιχορηγήσεις τους) και κινήματα για το απεργιακό ταμείο της ΟΛΜΕ!

–       Να στηθούν επιτροπές κοινού αγώνα υπεράσπισης των δημόσιων αγαθών σε κάθε Δήμο από εργαζομενους, εκπαιδευτικούς, γονείς, μαθητές.

Μπορεί με τα παραπάνω να νικήσει ο αγώνας των εκπαιδευτικών; Κανείς δεν το ξέρει. Αλλά δημιουργούν τους όρους για τη νίκη, δεν παρακολουθούν απλά τις αυθόρμητες διαθέσεις αλλά προσπαθούν να τις διαμορφώσουν, οικοδομούν το αίσθημα αξιοπρέπειας και ενότητας των εκπαιδευτικών, βαθαίνουν τη συνείδηση για το ποιο σχολείο θέλουμε, ποιον εκπαιδευτικό θέλουμε, ποιος είναι ο αντίπαλός μας. Κι αν γενικά σήμερα ισχύει πως χαμένος αγώνας είναι αυτός που δεν γίνεται οι παραπάνω κατευθύνσεις μπορούν να διαμορφώσουν όρους και για μια πολυπόθητη νίκη απέναντι στο μνημόνιο και τις πολιτικές του!

Δημήτρης Μητρόπουλος (ΕΛΜΕ Πειραιά)

Χριστίνα Μπάρτσα (Γ’ ΕΛΜΕ Αθήνας)

Τριβιζάκης Γιώργος (Ζ’ ΕΛΜΕ Αθήνας)

Σκαλιδάκης Γιάννης (Α’ ΕΛΜΕ Δυτικής Αττικής)

Η Εποχή των Ακρών – ο Σύντομος Εικοστός Αιώνας 1914 -1991 | Η άνοδος του φασισμού στο μεσοπόλεμο

Η ιστοσελίδα μας αρχίζει να δημοσιεύει σε τέσσερις συνέχειες, αποσπάσματα για την άνοδο του φασισμού στον μεσοπόλεμο, από το βιβλίο του Έρικ Χόμπσμπαουμ «Η Εποχή των Ακρών – ο Σύντομος Εικοστός Αιώνας 1914 -1991». Οι σκέψεις για εκείνη την εποχή, παρά τις μεγάλες ιστορικές διαφορές με τη σημερινή, είναι ιδιαίτερα επιβοηθητικές στην προσπάθεια κατανόησης του φαινομένου και επιστροφής του φασισμού, που ακραία έκφρασή του υφίσταται στην Ελλάδα.

1. Φασίστες, Επαναστάτες της Αντεπανάστασης

«Παραμένουν τα κινήματα τα οποία μπορούν αληθινά να αποκληθούν φασιστικά. Πρώτο ήταν το ιταλικό κίνημα που έδωσε στο φαινόμενο και το όνομά του, δημιούργημα ενός αποστάτη σοσιαλιστή δημοσιογράφου, του Μπενίτο Μουσολίνι, που το μικρό του όνομα Μπενίτο – φόρος τιμής στον Μεξικανό αντί-κληρικό πρόεδρο BenitoJuarez– συμβόλιζε τον παθιασμένο αντιπαπισμό της γενέτειράς του, της πόλης Romagna. Ο ίδιος ο Χίτλερ αναγνώρισε το χρέος του προς το ιταλικό κίνημα και έδειξε το σεβασμό του προς τον Μουσσολίνι ακόμα κι όταν ο ίδιος ο Μουσσολίνι και η φασιστική Ιταλία έδειξαν πόσο ανίσχυροι και ανίκανοι ήταν στο δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Σ’ αντάλλαγμα, ο Μουσσολίνι πήρε από τον Χίτλερ, μάλλον κάπως αργά, τον αντισημιτισμό που απουσίαζε ολότελα από το κίνημά του πριν το 1938 και στην πραγματικότητα από την ιστορία της Ιταλίας αφότου ενοποιήθηκε. Ωστόσο, από μόνος του ο ιταλικός φασισμός δεν είχε μεγάλη διεθνή απήχηση, μολονότι ο ίδιος προσπάθησε να εμπνεύσει και να χρηματοδοτήσει παρόμοια κινήματα αλλού και έδειξε ότι είχε κάποια επιρροή εκεί όπου κανείς δε θα περίμενε, όπως στον VladimirJabotinsky, τον ιδρυτή του Σιωνιστικού «Αναθεωρητισμού», που ανέδειξε ως πρωθυπουργό στο Ισραήλ τον MenachemBeginστη δεκαετία του ΄70.

Χωρίς το θρίαμβο του Χίτλερ στη Γερμανία στις αρχές του 1933, ο φασισμός δε θα μπορούσε να πάρει διαστάσεις γενικού κινήματος. Πράγματι, όλα τα φασιστικά κινήματα εκτός Ιταλίας που είχαν κάποια σημασία, ιδρύθηκαν μετά την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, ιδιαίτερα το ουγγρικό ArrowCross που κέρδισε το 25% των ψήφων στις πρώτες εκλογές που έγιναν με μυστική ψηφοφορία στην Ουγγαρία (1939) και το ρουμανικό IronGuard, που είχε ακόμα μεγαλύτερη υποστήριξη. Ενώ, ακόμα και κινήματα που ουσιαστικά χρηματοδοτήθηκαν μόνο από τον Μουσσολίνι, όπως το κροατικό των Ustashi τρομοκρατών του AntePavelitch, δεν κέρδισαν έδαφος και δε φασιστοποιήθηκαν ιδεολογικά παρά στη δεκαετία του ’30, όταν μέρος του κινήματος στράφηκε για έμπνευση και χρηματοδότηση προς τη Γερμανία. Και επιπλέον, χωρίς το θρίαμβο του Χίτλερ στη Γερμανία, η ιδέα του φασισμού ως καθολικό φαινόμενο – ένα είδος δεξιού αντίστοιχου του διεθνούς κομμουνισμού με κέντρο το Βερολίνο σαν τη Μόσχα του – δε θα μπορούσε να αναπτυχθεί. Δεν αναπτύχθηκε βέβαια σοβαρό κίνημα αλλά μόνο, κατά τη διάρκεια του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, κίνημα συνεργατών με τους Γερμανούς στην κατεχόμενη Ευρώπη στη βάση των ιδεολογικών κινήτρων. Αλλά ως προς αυτό, ιδιαίτερα δε στη Γαλλία, πολλοί από τους παραδοσιακούς ακραίους Δεξιούς, όσο ακραίοι αντιδραστικοί κι αν ήσαν, αρνήθηκαν να ακολουθήσουν : ήταν εθνικιστικές ή δεν ήταν τίποτε άλλο, ενώ μερικοί από αυτούς προσχώρησαν ακόμα και στην Αντίσταση. Επιπλέον, χωρίς τη διεθνή θέση της Γερμανίας σαν μιας προφανώς επιτυχημένης και ανερχόμενης παγκόσμιας δύναμης, ο φασισμός δε θα είχε κανένα σοβαρό αντίκτυπο εκτός Ευρώπης, ούτε, πράγματι, οι μη φασίστες αντιδραστικοί κυβερνήτες θα έμπαιναν στον κόπο να εμφανιστούν ότι συμπαθούσαν το φασισμό, όπως συνέβη όταν ο Salazar της Πορτογαλίας ισχυρίστηκε, το 1940, ότι με τον Χίτλερ «τον συνέδεε η ίδια ιδεολογία» (Delzell,1970, σ.348).

Δεν είναι εύκολο να διακρίνουμε τα κοινά σημεία που είχαν μεταξύ τους τα διάφορα είδη φασισμού εκτός – μετά το 1933- από μια γενική αίσθηση γερμανικής ηγεμονίας. Η θεωρία δεν αποτέλεσε το ισχυρό σημείο των κινημάτων αυτών, που τόνιζαν τις ανεπάρκειες της λογικής και του ορθολογισμού και την ανωτερότητα του ενστίκτου και της βούλησης. Προσέλκυσαν κάθε είδους αντιδραστικών θεωρητικών σε χώρες με ενεργό συντηρητική πνευματική ζωή – προφανές παράδειγμα η Γερμανία -, αλλά αυτά αποτέλεσαν διακοσμητικά μάλλον παρά δομικά στοιχεία του φασισμού. Ο Μουσσολίνι δεν θα μπορούσε άνετα να κάνει χωρίς το φιλόσοφό του GiovanniGentile, ενώ ο Χίτλερ πιθανότατα ούτε γνώριζε ούτε τον ενδιέφερε να μάθει ότι είχε την υποστήριξη του φιλόσοφου HeideggerΟ φασισμός δεν μπορεί να ταυτιστεί ούτε με μια ιδιαίτερη μορφή κρατικής οργάνωσης, όπως το συντεχνιακό κράτος – η Ναζιστική Γερμανία έχασε ταχύτατα το ενδιαφέρον της για τέτοιες ιδέες, πόσο μάλλον εφόσον οι ιδέες αυτές έρχονταν σε σύγκρουση με την ιδέα της ενιαίας, αδιαίρετης και ολικής Volksgemeinschaft ή Λαϊκής Κοινότητας. Ακόμα και ο ρατσισμός, που προφανώς ήταν κεντρικό στοιχείο του, απουσίασε αρχικά από τον ιταλικό φασισμό. Αντίθετα, όπως είδαμε, ο φασισμός είχε κοινά σημεία με άλλα μη φασιστικά στοιχεία της Δεξιάς, όπως τον εθνικισμό, τον αντικομουνισμό, τον αντιφιλελευθερισμό, κλπ. Αρκετά απ’ αυτά τα δεξιά στοιχεία, ιδιαίτερα μεταξύ των μη φασιστικών γαλλικών αντιδραστικών ομάδων, είχαν ως κοινό σημείο την προτίμηση για μια πολιτική βίας στους δρόμους.

Η κυριότερη διαφορά μεταξύ της φασιστικής και μη φασιστικής Δεξιάς ήταν ότι ο φασισμός υπήρχε με την κινητοποίηση των μαζών από τα κάτω. Ανήκε στην ουσία στην εποχή της δημοκρατικής και λαϊκής πολιτικής όπου οι παραδοσιακοί αντιδραστικοί περιφρονούσαν και οι υπέρμαχοι του «οργανικού κράτους» προσπάθησαν να υπερκεράσουν. Ο φασισμός εκλαμπρυνόταν στην κινητοποίηση των μαχών που τη διατηρούσε συμβολικά με θεατρικές λαικές μορφές – στις συγκεντρώσεις της Νυρεμβέργης, αλλά και στις μάζες του συγκεντρώνονταν στην PiazzaVenezia για να παρακολουθήσουν τις χειρονομίες του Μουσσολίνι απ’ το μπαλκόνι – ακόμα κι όταν ανήλθε στην εξουσία, όπως άλλωστε έκαναν και τα κομμουνιστικά κινήματα. Οι φασίστες ήταν οι επαναστάτες της αντεπανάστασης : στη ρητορεία τους, στην απήχησή τους σ’ εκείνους που θεωρούσαν τους εαυτούς τους ως θύματα της κοινωνίας, στο κάλεσμά τους για ολοκληρωτική μεταρρύθμιση της κοινωνίας, ακόμα και στη σκόπιμη προσαρμογή των συμβόλων και των ονομάτων κοινωνικών επαναστατών, που τόσο προφανής είναι στο «Εθνικό Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα» του Χίτλερ με την (αλλαγμένη) κόκκινη σημαία του και με την καθιέρωση της Κόκκινής Πρωτομαγιάς ως επίσημης αργίας το 1933.»

2. Φασίστες κι εμποράκοι

“Παρόμοια, αν και ο φασισμός εξειδικεύτηκε στη ρητορεία της επιστροφής στο παραδοσιακό παρελθόν και απέκτησε μεγάλη υποστήριξη από λαϊκές μάζες που στην ουσία θα προτιμούσαν να εξαλείψουν τον περασμένο αιώνα εάν μπορούσαν, σε καμιά περίπτωση δεν ήταν ένα παραδοσιακό κίνημα, όπως π.χ. οι Καρλιστές της Ναβάρρα που σχημάτισαν ένα από τα κύρια σώματα στήριξης του Φράνκο στον Εμφύλιο πόλεμο, ή όπως οι εκστρατείες του Γκάντι για επιστροφή στους χειροκίνητους αργαλειούς και τα ιδανικά του χωριού. Ο φασισμός τόνιζε κυρίως τις παραδοσιακές αξίες, πράγμα που είναι ένα άλλο θέμα. Οι φασίστες κατήγγειλαν τη φιλελεύθερη χειραφέτηση – οι γυναίκες πρέπει να μένουν στο σπίτι και να κάνουν πολλά παιδιά – και δυσπιστούσαν απέναντι στη διαβρωτική επίδραση της σύγχρονης κουλτούρας, ιδιαίτερα δε της μοντέρνας τέχνης, που οι γερμανοί εθνικοσοσιαλιστές χαρακτήρισαν ως «πολιτιστικό μπολσεβικισμό» και εκφυλισμό. Όμως, τα κεντρικά φασιστικά κινήματα – το ιταλικό και το γερμανικό – δεν είχαν απήχηση στους ιστορικούς φύλακες της συντηρητικής τάξης πραγμάτων, την Εκκλησία και το Βασιλέα, αλλά αντίθετα επεδίωξαν να τους αντικαταστήσουν με μια εντελώς μη παραδοσιακή ηγετική αρχή ενσαρκωμένη στους αυτοδημιούργητους άνδρες οι οποίοι νομιμοποιούνται από τη μαζική υποστήριξη που απολαμβάνουν και από εκκοσμικευμένες ιδεολογίες που ορισμένες φορές έπαιρναν τη μορφή θρησκευτικής λατρείας.

Το παρελθόν στο οποίο απευθύνονταν ήταν κατασκεύασμα, οι παραδόσεις που επικαλούντο εφεύρημα. Ακόμα και ο ρατσισμός του Χίτλερ δεν ήταν το περήφανο κτήμα μιας αδιάκοπης και ανόθευτης γραμμής συγγενικής καταγωγής (και οι Αμερικάνοι πληρώνουν σήμερα αδρά γενεαλόγους ελπίζοντας να ανακαλύψουν ότι κατάγονται από κάποιο ευγενή γαιοκτήμονα του Suffolk, αναζητώντας έτσι τις ρίζες τους), αλλά ένα μετα-δαρβινικό συνονθύλευμα στα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα. Υπάρχει εδώ ο ισχυρισμός (και, αλίμονο, στη Γερμανία συχνά η αποδοχή του) ότι το συνονθύλευμα αυτό έχει τη στήριξη της νέας επιστήμης της γενετικής ή, για την ακρίβεια, του κλάδου της εφαρμοσμένης γενετικής της «ευγονικής» που ονειρεύτηκε να δημιουργήσει μια ανθρώπινη υπερφυλή με επιλεκτική αναπαραγωγή και αφανισμό των ακατάλληλων. Η φυλή που διαμέσου του Χίτλερ προοριζόταν να κυριαρχήσει στον κόσμο δεν είχε καν όνομα μέχρι το 1898, όταν κάποιος ανθρωπολόγος εφεύρε τον όρο «Νορδικός» (Nordic). Ο φασισμός, εχθρικός καθώς ήταν για λόγους αρχής απέναντι στην κληρονομιά του δέκατου όγδοου αιώνα, του Διαφωτισμού και της Γαλλικής επανάστασης, δεν μπορούσε τυπικά να πιστεύει στη νεωτερικότητα και την πρόοδο, αλλά δεν είχε καμία δυσκολία να συνδυάσει μια παράφρονα σειρά πεποιθήσεων με την τεχνολογική νεωτερικότητα σε πρακτικά θέματα, εκτός από εκεί όπου ακρωτηρίασε ο ίδιος την επιστημονική έρευνα για ιδεολογικούς λόγους (βλ. κεφ.18). Ο φασισμός ήταν θριαμβευτικά αντιφιλελεύθερος, ενώ απέδειξε ότι οι άνθρωποι μπορούν, χωρίς καμιά δυσκολία, να συνδυάζουν παράφρονες πεποιθήσεις για τον κόσμο με μια συνειδητή γνώση και χρήση της σύγχρονης υψηλής τεχνολογίας. Στα τέλη του εικοστού αιώνα, οι φονταμενταλιστικές αιρέσεις που χρησιμοποιούν τα όπλα της τηλεόρασης και του ηλεκτρονικού υπολογιστή για να συλλέγουν χρήματα, μας έχουν περισσότερο εξοικειώσει με το φαινόμενο αυτό.

Παρ’ όλα αυτά πρέπει να εξηγήσουμε το συνδυασμό συντηρητικών αξίων, των τεχνικών της μαζικής δημοκρατίας και την καινοφανή ιδεολογία ανορθολογικής αγριότητας με ουσιαστικό επίκεντρο τον εθνικισμό. Στα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα, τέτοια μη παραδοσιακά κινήματα της ριζοσπαστικής Δεξιάς είχαν εμφανιστεί ως αντίδραση απέναντι και στο φιλελευθερισμό( δηλαδή στον επιταχυνόμενο καπιταλιστικό μετασχηματισμό των κοινωνιών) και στην άνοδο των σοσιαλιστικών εργατικών κινημάτων και, γενικότερα, ενάντια στο κύμα των ξένων που σάρωνε τον κόσμο στη μεγαλύτερη μαζική μετανάστευση που σημειώθηκε στην ιστορία μέχρι σήμερα. Άνδρες και γυναίκες μετανάστευαν όχι μόνο διασχίζοντας ωκεανούς και διεθνή σύνορα, αλλά και από την ύπαιθρο στις πόλεις, από την μια περιοχή του ίδιου κράτους σε μια άλλη – συνοπτικά από το «σπίτι» τους στη γη ξένων, σαν ξένοι στο σπίτι άλλων για να δούμε και την άλλη όψη του νομίσματος. Δεκαπέντε περίπου στους εκατό Πολωνούς εγκατέλειψαν τη χώρα τους για πάντα, ενώ μισό εκατομμύριο μετανάστευαν κάθε χρόνο ως εποχιακοί μετανάστες. Οι μετανάστες αυτοί, στη συντριπτική τους πλειοψηφία προσχωρούσαν στις γραμμές της εργατικής τάξης των χωρών υποδοχής τους. Προαγγέλλοντας τα φαινόμενα που παρουσιάστηκαν στα τέλη του εικοστού αιώνα, στο τέλος του δέκατου ένατου αιώνα εμφανίστηκε μια μαζική ξενοφοβία που κοινή της έκφραση υπήρξε ο ρατσισμός – η προστασία των καθαρόαιμων γηγενών από το μίασμα ή ακόμα από την καταβύθιση (το πνίξιμο) από τις εισβάλλουσες υπανθρώπινες ορδές. Η δύναμη αυτή της ξενοφοβίας μπορεί να μετρηθεί όχι μόνο από το φόβο της πολιτικής μετανάστευσης που οδήγησε το μεγάλο γερμανό φιλελεύθερο κοινωνιολόγο MaxWeber να δώσει, έστω προσωρινά, την υποστήριξή του στην οργάνωση PangermanLeague(Πανγερμανική Ένωση), αλλά και από την όλο και περισσότερο πυρετώδη εκστρατεία εναντίον της μαζικής μετανάστευσης στις ΗΠΑ, η οποία στη συνέχεια, κατά τη διάρκεια του πρώτου παγκοσμίου πολέμου αλλά και μετά, οδήγησε τη χώρα που έχει το Άγαλμα της Ελευθερίας ως σύμβολο, να κλείσει τα σύνορά της σ’ εκείνους για τους οποίους είχε στηθεί το Άγαλμα ακριβώς για να τους καλωσορίσει.

Το τσιμέντο που ένωνε αυτά τα κινήματα ήταν η απογοήτευση και η πικρία που ένιωθαν οι μικροί άνθρωποι μέσα σε μια κοινωνία όπου συνθλίβονταν μεταξύ των μεγάλων επιχειρήσεων απ’ τη μια μεριά και των ανερχόμενων μαζικών εργατικών κινημάτων απ’ την άλλη. Μια κοινωνία που τους αποστερούσε από την αξιοσέβαστη θέση που κατείχαν στην κοινωνική κλίμακα και που πίστευαν ότι τους ανήκε δικαιωματικά ή από την κοινωνική θέση μέσα σε μια δυναμική κοινωνία στην οποία αισθάνονταν ότι είχαν δικαίωμα να προσβλέπουν. Τα αισθήματα αυτά βρήκαν τη χαρακτηριστική τους έκφραση στον αντισημιτισμό, που άρχισε να αναπτύσσει συγκεκριμένα πολιτικά κινήματα βασισμένα στην εχθρότητα απέναντι στους Εβραίους κατά το τελευταίο τέταρτο του δέκατου ένατου αιώνα σε αρκετές χώρες. Οι Εβραίοι ήταν σχεδόν πανταχού παρόντες και μπορούσαν εύκολα να συμβολίζουν όλα αυτά που ήταν μισητά μέσα σ’ έναν κόσμο άδικο. Εκτός απ’ αυτά ήταν και προσκολλημένοι στα ιδανικά του Διαφωτισμού και της Γαλλικής Επανάστασης που τους είχε χειραφετήσει και κατά συνέπεια αποτελούσαν πιο ορατό στόχο. Μπορούσαν να θεωρηθούν σύμβολα του μισητού καπιταλιστή/χρηματομεσίτη, του επαναστάτη προπαγανδιστή, της διαβρωτικής επιρροής των «χωρίς ρίζες διανοουμένων» και των νέων μέσων μαζικής επικοινωνίας, του ανταγωνισμού- πώς θα μπορούσε να είναι διαφορετικά παρά «άδικος»; – που τους έδινε δυσανάλογο μερίδιο θέσεων σ’ ορισμένα επαγγέλματα τα οποία απαιτούσαν μόρφωση. Σύμβολα επίσης του ξένου και του παρείσακτου. Για να μην αναφερθούμε στην άποψη που επικρατούσε μεταξύ των παλαιομοδίτικων Χριστιανών ότι είχαν σκοτώσει τον Ιησού Χριστό”.

3. Φασίστες, εθνικιστές και μικροαστοί

“Η αντιπάθεια απέναντι στους Εβραίους διαπότιζε πράγματι το δυτικό κόσμο. Η θέση τους στην κοινωνία του δέκατου ένατου αιώνα ήταν αληθινά αμφιλεγόμενη. Όμως το γεγονός ότι απεργοί εργάτες ήταν ικανοί, ακόμα όντας μέλη μη ρατσιστικών εργατικών κινημάτων, να επιτίθενται εναντίον εβραίων καταστηματαρχών και να νομίζουν ότι οι εργοδότες τους ήταν όλοι τους Εβραίοι (πράγμα που ίσχυε βέβαια σε μεγάλο βαθμό για ευρύτατες ζώνες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης), δε θα πρέπει να μας οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι αποτέλεσαν το πρωτόπλασμα των εθνικοσοσιαλιστών. Όπως, για να δώσω ένα άλλο παράδειγμα, ο δεδομένος αντισημιτισμός των φιλελεύθερων βρετανών διανοουμένων της εποχής του Εδουάρδου, σαν την Ομάδα του Bloomsbury, δεν τους έκανε να συμπαθούν τους πολιτικούς αντισημίτες της ριζοσπαστικής Δεξιάς. Ο αντισημιτισμός των αγροτών στην Ανατολικοκεντρική Ευρώπη, όπου για πρακτικούς λόγους οι Εβραίοι αποτελούσαν το σημείο επαφής μεταξύ των χωρικών και της έξω οικονομίας από την οποία ήταν εξαρτημένοι, ασφαλώς ήταν πιο διαρκής και εκρηκτικός, ενδυναμώθηκε, δε, καθώς οι αγροτικές κοινωνίες των Σλάβων, Μαγιάρων και Ρουμάνων άρχισαν να εκτίθενται όλο και περισσότερο στις δονήσεις των ακατανόητων σ’ αυτούς σεισμών του σύγχρονου κόσμου. Αυτά τα καθυστερημένα στρώματα μπορούσαν ακόμα να πιστεύουν σε ιστορίες Εβραίων που θυσίαζαν παιδιά Χριστιανών.

Συνθήκες κοινωνικής έκρηξης οδηγούσαν σε πογκρόμ, τα οποία ενθάρρυναν αντιδραστικοί στην Τσαρική αυτοκρατορία, ιδιαίτερα μετά τη δολοφονία του Τσάρου Αλεξάνδρου II το 1881 από κοινωνικούς επαναστάτες. Εδώ ο δρόμος οδηγεί ευθέως από το γνήσιο αντισημιτισμό της βάσης στην εξολόθρευση του εβραϊκού στοιχείου κατά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Ασφαλώς, ο αντισημιτισμός της βάσης επέτρεψε σε φασιστικά κινήματα της Ανατολικής Ευρώπης – ιδιαίτερα το ρουμανικό IronGuard και το ουγγρικό ArrowCross – να αποκτήσουν μαζική υποστήριξη. Οπωσδήποτε όμως, στα πρώην εδάφη των Αψβούργων και των Ρομανώφ η σχέση αυτή ήταν ακόμα πιο σαφής σε σχέση με το Τρίτο Ράιχ, όπου ο αγροτικός και επαρχιώτικος αντισημιτισμός στη βάση – μολονότι ισχυρός και βαθιά ριζωμένος – ήταν λιγότερο βίαιος : θα μπορούσαμε δε να πούμε και πιο ανεκτικός.

Οι Εβραίοι που διέφυγαν από την Βιέννη, την οποία οι Γερμανοί μόλις την είχαν θέσε υπό την κατοχής τους, για να πάνε στο Βερόλινο το 1938, εξεπλάγησαν διότι δε συνάντησαν αντισημιτική βία στους δρόμους. Εδώ η βία εγκαινιάστηκε με διάταγμα εκ τω άνω, όπως το Νοέμβριο του 1938(Kershaw, 1983). Βέβαια δεν υπάρχει σύγκριση μεταξύ της ευκαιριακής και σποραδικής αγριότητας των πογκρόμ κι εκείνου που επρόκειτο να συμβεί μετά από μια γενιά. Οι λιγοστοί νεκροί του 1881, τα σαράντα με πενήντα θύματα του πογκρόμ του Kishinev του 1903, δικαίως εξόργισαν όλο τον κόσμο, διότι εκείνη την εποχή, πριν την έλευση της βαρβαρότητας, τέτοιος αριθμός θυμάτων δεν ήταν ανεκτός για ένα κόσμο που περίμενε την πρόοδο του πολιτισμού. Ακόμα και τα πιο μεγάλα πογκρόμ που συνόδευσαν τις μαζικές εξεγέρσεις των αγροτών στη Ρωσική επανάσταση του 1905 είχαν, με τα κατοπινά κριτήρια, περιορισμένο αριθμό θυμάτων, κάπου οκτακόσιους νεκρούς. Μπορούμε να συγκρίνουμε τον αριθμό αυτό με τους 3.800 Εβραίους που φόνευσαν οι Λιθουανοί στη Βίλνα το 1941 μέσα σε τρεις ημέρες, καθώς οι Γερμανοί εισέβαλαν στην ΕΣΣΔ καi πριν αρχίσει η συστηματική εξόντωση των Εβραίων.

Τα νέα κινήματα της ριζοσπαστικής Δεξιάς που απευθύνθηκαν σ’ αυτές τις παλαιές παραδόσεις μη ανεκτικότητας , αλλά και τις οποίες μετασχημάτισαν θεμελιακά, είχαν απήχηση κυρίως στα κατώτερα και μεσαία στρώματα των ευρωπαϊκών κοινωνιών, ενώ διαμορφώθηκαν ως ρητορεία και θεωρία από εθνικιστές διανοούμενους που εμφανίστηκαν σαν ρεύμα στη δεκαετία του 1890. ο ίδιος ο όρος «εθνικισμός» εμφανίστηκε στη δεκαετία αυτή για να περιγράψει επακριβώς τους νέους αυτούς εκπροσώπους της αντίδρασης. Η μαχητικότητα των μεσαίων και κατώτερων μεσαίων κοινωνικών στρωμάτων στράφηκε προς τη ριζοσπαστική Δεξιά, κυρίως στις χώρες όπου οι ιδεολογίες της δημοκρατίας και του φιλελευθερισμού δεν ήταν κυρίαρχες ή σε κοινωνικές τάξεις που δεν ταυτίζονταν με τις ιδεολογίες αυτές, δηλαδή κυρίως σε χώρες που δεν είχαν γνωρίσει την Γαλλική επανάσταση ή κάτι ανάλογο. Πράγματι, στον πυρήνα των χωρών του Δυτικού Φιλελευθερισμού – στη Βρετανία, τη Γαλλία και τις ΗΠΑ – η γενική ηγεμονία της επαναστατικής παράδοσης εμπόδισε την ανάδυση οποιουδήποτε σημαντικού μαζικού φασιστικού κινήματος. Είναι λάθος να συγχέουμε το ρατσισμό των αμερικανών Λαϊκιστών ή το σωβινισμό των γάλλων Ρεπουμπλικάνων με τον πρώτο – φασισμό : πρόκειται για κινήματα της Αριστεράς.

Αυτό δε σημαίνει ότι από τη στιγμή που η ηγεμονία της Ελευθερίας, της Ισότητας και της Αδελφοσύνης δεν ορθώνεται πλέον σαν εμπόδιο, παλαιά ένστικτα δε θα μπορούσαν να προσδεθούν σε νέα πολιτικά συνθήματα. Ελάχιστη αμφιβολία υπάρχει ότι οι ακτιβιστές της Σβάστικα στις Αυστριακές Άλπεις στρατολογήθηκαν σε μεγάλο βαθμό από το είδος εκείνο των επαγγελματιών της επαρχίας – χειρουργοί μικρών ζώων, επιθεωρητές και παρόμοιοι – που κάποτε αποτελούσαν τον κορμό των τοπικών φιλελευθέρων, μια μορφωμένη και χειραφετημένη μειοψηφία σ’ ένα περιβάλλον όπου κυριαρχούσε ο αγροτικός κληρικαλισμός. Όπως ακριβώς, στα τέλη του εικοστού αιώνα, η αποσύνθεση των κλασικών προλεταριακών εργατικών και σοσιαλιστικών κινημάτων άφησε το πεδίο ελεύθερο για τον ενστικτώδη σωβινισμό και ρατσισμό μεταξύ των χειρώνακτων εργατών. Μέχρι τότε, ασφαλώς και δεν ήταν απρόσβλητοι από τέτοια αισθήματα, αλλά δίσταζαν να τα εκφράσουν δημόσια διότι ήταν πιστοί σε κόμματα που διακρίνονταν για την παθιασμένη τους εχθρότητα απέναντι σε τέτοια μισαλλοδοξία. Από τη δεκαετία του ’60 και μετά, η δυτική ξενοφοβία και ο πολιτικός ρατσισμός εντοπίζεται κυρίως στα στρώματα των χειρώνακτων εργατών. Ωστόσο, στις δεκαετίες εκκόλαψης του φασισμού αυτά ανήκαν σ’ εκείνους που δε λέρωναν τα χέρια τους στη δουλειά.

Καθ’ όλη τη διάρκεια της ανόδου του φασισμού, τα μεσαία και κατώτερα μεσαία κοινωνικά στρώματα παρέμειναν η σπονδυλική στήλη τέτοιων κινημάτων. Κανείς δεν το αμφισβητεί σοβαρά, ακόμα και εκείνοι οι ιστορικοί που επιδιώκουν να αναθεωρήσουν τη συναίνεση που υπάρχει πάνω σε αυτό το σημείο σε κάθε, «κυριολεκτικά», ανάλυση η οποία αναφέρεται στην υποστήριξη των Ναζιστών στην περίοδο 1930-1980 (Childers,1983, και 1991,σ.8, 14-15). Ας πάρουμε μία μόνο περίπτωση μεταξύ πολλών ερευνών που έγιναν για τα μέλη των κινημάτων αυτών και της υποστήριξης που είχαν στην Αυστρία του Μεσοπολέμου. Από τους εθνικοσοσιαλιστές που εκλέχτηκαν ως περιφερειακοί σύμβουλοι στη Βιέννη το 1932, 18% ήταν αυτοαπασχολούμενοι, 56% διοικητικά στελέχη, υπάλληλοι γραφείων και δημόσιοι υπάλληλοι και 14% εργάτες. Το ίδιο έτος, από τους Ναζί που εκλέχτηκαν σε πέντε αυστριακά περιφερειακά συμβούλια εκτός Βιέννης, 16% ήταν αυτοαπασχολούμενοι και αγροκτήμονες, 51% υπάλληλοι γραφείων κτλ και 10% εργάτες (Larsen, κ.α., 1980, σ.766-767)».

4. Φασίστες και εργατική φτωχολογιά

«Αυτό δε σημαίνει ότι τα φασιστικά κινήματα δεν μπορούσαν αν αποκτήσουν μαζική υποστήριξη μεταξύ των φτωχών ανθρώπων του μόχθου. Όποια και να ήταν η σύνθεση των στελεχών τους, η υποστήριξη της ρουμανική οργάνωσης IronGuard προερχόταν από τη φτωχή αγροτιά και το εκλογικό σώμα της ουγγρικής οργάνωσης ArrowCross αποτελούσαν σε μεγάλο βαθμό εργάτες (το Κομμουνιστικό Κόμμα ήταν παράνομο, ενώ το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα, πάντα μικρό, πλήρωσε το τίμημα για την ανοχή που είχε δείξει στο καθεστώς Horthy). Μετά την ήττα της αυστριακής Σοσιαλδημοκρατίας το 1934, υπήρξε μια αξιοσημείωτη μετατόπιση προς το Ναζιστικό Κόμμα, ιδιαίτερα δε στις αυστριακές επαρχίες. Επιπλέον, από τη στιγμή που εγκαταστάθηκαν φασιστικές κυβερνήσεις με δημόσια νομιμοποίηση, όπως στην Ιταλία και τη Γερμανία, πολύ περισσότεροι πρώην σοσιαλιστές και κομμουνιστές εργάτες απ’ όσους αρέσκεται να υπολογίζει η αριστερή παράδοση, προσχώρησαν στα νέα καθεστώτα. Παρ’ όλα αυτά, και εφόσον τα φασιστικά κινήματα δυσκολεύονταν να βρουν απήχηση στα αυθεντικά παραδοσιακά στοιχεία της αγροτικής κοινωνίας (εκτός κι αν ενισχύονταν από άλλες οργανώσεις, όπως η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, πράγμα που έγινε στην Κροατία) και αποτελούσαν τους ορκισμένους εχθρούς ιδεολογιών και κομμάτων που ταυτίζονταν με τις οργανωμένες εργατικές τάξεις, ο πυρήνας της πελατείας τους φυσιολογικά εντοπίζεται στα μεσαία κοινωνικά στρώματα.

Πιο ανοιχτό παραμένει το ερώτημα του βαθμού επέκτασης της αρχικής απήχησης του φασισμού στη μεσαία τάξη. Βέβαια, ισχυρή ήταν η απήχησή του στους νέους των μεσαίων τάξεων, ιδιαίτερα στους φοιτητές πανεπιστημίων της ηπειρωτικής Ευρώπης, οι οποίοι στο Μεσοπόλεμο έγινα διαβόητοι για την ακροδεξιά τους τοποθέτηση. Επίσης, 13% των μελών του Ιταλικού Φασιστικού Κινήματος το 1921 (δηλαδή πριν την Πορεία προς τη Ρώμη) ήταν φοιτητές. Στη Γερμανία, το 5% με 10% των φοιτητών ήταν κομματικά μέλη ήδη από το 1930, όταν η μεγάλη πλειοψηφία των μελλοντικών Ναζί δεν είχε ακόμα αρχίσει να δείχνει ενδιαφέρον για τον Χίτλερ(Kater, 1985, σ. 467.Noelle– Neumann, 1967, σ.196). Όπως θα δούμε, ισχυρή αντιπροσώπευση είχε το στοιχείο των πρώην αξιωματικών που προέρχονταν από τη μεσαία τάξη: ήταν εκείνοι για τους οποίους ο Μεγάλος Πόλεμος, μ’ όλες του τις φρικαλεότητες, σήμαινε το κορυφαίο προσωπικό τους επίτευγμα, θέση από την οποία κοίταζαν με μεγάλη απογοήτευση την πεζότητα της μελλοντικής τους πολιτικής ζωής. Υπήρχαν, φυσικά, τμήματα των μεσαίων στρωμάτων ιδιαίτερα δεκτικά στην πρόσκληση για δράση. Από μια ευρύτερη άποψη, όσο ισχυρότερη ήταν η απήχηση της ριζοσπαστικής Δεξιάς τόσο μεγαλύτερη ήταν η απειλή για τα μόνιμα, πραγματικά ή συμβατικά αναμενόμενα επαγγέλματα που ασκούσαν οι μεσαίες τάξεις, καθώς το πλαίσιο που υποτίθεται ότι κρατούσε την κοινωνική τους θέση άθικτη, λύγισε και έσπασε. Στη Γερμανία, το διπλό πλήγμα του Μεγάλου Πληθωρισμού που εκμηδένισε κυριολεκτικά την αξία του χρήματος και η Μεγάλη Ύφεση που ακολούθησε, ριζοσπαστικοποίησαν ακόμα και στρώματα της μεσαίας τάξης, όπως μεσαίους και ανώτερους δημοσίους υπαλλήλους που η θέση τους φαινόταν διασφαλισμένη. Κι αυτά τα στρώματα θα ήταν πρόθυμα, κάτω από λιγότερο τραυματικές περιστάσεις, σαν παλαιάς νοοτροπίας, συντηρητικοί πατριώτες, που νοσταλγούσαν τον Κάιζερ Williamνα συνεχίσουν να πράττουν το καθήκον τους προς τη Δημοκρατία που είχε πρόεδρο το Στρατάρχη Hindenburg, εάν δεν κατέρρεε φανερά μπροστά στα πόδια τους. Στο Μεσοπόλεμο, οι περισσότεροι Γερμανοί που δεν είχαν καμία σχέση με την πολιτική, νοσταλγούσαν την αυτοκρατορία του William. Στη δεκαετία του ’60, όταν οι περισσότεροι Γερμανοί είχαν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι τα καλύτερα χρόνια στη γερμανική ιστορία ήταν τώρα(πράγμα απόλυτα κατανοητό), το 42% ηλικίας άνω των 60 ετών εξακολουθούσε να πιστεύει ότι τα χρόνια πριν το 1914 ήταν καλύτερα από τα τωρινά, έναντι 32% που είχε μεταστραφεί από το Wirtschaftswunder (Noelle – Neumann, 1967, σ. 1967). Στην περίοδο 1930-1932, οι ψηφοφόροι του αστικού Κέντρου και της Δεξιάς αποστάτησαν μαζικά στο Ναζιστικό Κόμμα. Κι όμως, δεν ήσαν αυτοί οι οικοδόμοι του φασισμού.

Φυσικά, τέτοιες συντηρητικές μεσαίες τάξεις ήταν δυνάμει υποστηρικτές ή ακόμη και προσήλυτοι του φασισμού, λόγου του τρόπου με τον οποίο χαράχτηκαν οι γραμμές της απολιτικής αντιπαράθεσης στο Μεσοπόλεμο. Η απειλή για τη φιλελεύθερη κοινωνία και όλες τις αξίες της φάνηκε να προέρχεται αποκλειστικά από τη Δεξιά, ενώ η απειλή για το κοινωνικό καθεστώς από την Αριστερά. Όσοι άνηκαν στη μεσαία τάξη έκαναν τις πολιτικές τους επιλογές ανάλογα με το φόβο τους. Οι παραδοσιακοί συντηρητικοί συνήθως συμπαθούσαν τους δημαγωγούς του φασισμού και ήσαν διατεθειμένοι να συμμαχήσουν μαζί τους εναντίον του μεγαλύτερου εχθρού. Ο ιταλικός φασισμός έγινε μάλλον ευνοϊκά δεκτός από τον Τύπο στη δεκαετία του ’20, ακόμα δε και στη δεκαετία του ’30, εκτός από το φιλελευθερισμό και άλλων πολιτικών δυνάμεων αριστερότερα του πολιτικού φάσματος. Ο JohnBuchan, διαπρεπής βρετανός συντηρητικός και συγγραφέας ιστοριών τρόμου, έγραφε: «Εάν δεν υπήρχε το τολμηρό πείραμα του φασισμού, η δεκαετία δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι υπήρξε καρποφόρος από άποψη εποικοδομητικής διακυβέρνησης». (Βλέπουμε ότι το γούστο του για συγγραφή ιστοριών τρόμου, δυστυχώς ουδέποτε συμβάδισε με αριστερές πεποιθήσεις) (Graves– Hodge,1941, σ.248).

Ο Χίτλερ ήρθε στην εξουσία σε συνασπισμό με την παραδοσιακή Δεξιά, την οποία μετέπειτα απορρόφησε. Ο Στρατηγός Φράνκο περιέλαβε την ισπανική Φάλαγγα (Falange), που τότε δεν ήταν σημαντική, στο εθνικό του μέτωπο, διότι εκπροσωπούσε την ενότητα ολόκληρης της Δεξιάς ενάντια στα φαντάσματα του 1789 και 1917, μεταξύ των οποίων δεν μπορούσε να κάνει καμία λεπτή διάκριση. Ήταν αρκετά τυχερός να μη συμμετάσχει στο πλευρό του Χίτλερ στο δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, έστειλε, ωστόσο, σώμα εθελοντών – τη «Γαλάζια Μεραρχία» – για να πολεμήσει τους άθεους κομμουνιστές στη Ρωσία στο πλευρό των Γερμανών. Ο Στρατάρχης Πεταίν σίγουρα δε συμπαθούσε ούτε το φασισμό ούτε το ναζισμό. Ένας από τους λόγους που ήταν τόσο δύσκολο μετά τον πόλεμο να διακρίνει κανείς μεταξύ ένθερμων γάλλων φασιστών και φιλογερμανών συνεργατών από τη μια πλευρά και το κύριο σώμα υποστήριξης προς το καθεστώς του Βισύ του Στρατάρχη Πεταίν από την άλλη, ήταν ότι στην πραγματικότητα δεν υπήρχε σαφής διαχωριστική γραμμή. Αυτοί των οποίων οι πατεράδες είχαν μισήσει τον Ντρέυφους, τους Εβραίους και τη σκύλα – Δημοκρατία – ορισμένοι δε αξιωματούχοι του Βισύ ήταν σε ηλικία να το έχουν κάνει οι ίδιοι -, αναίσθητα μεταβλήθηκαν σε ζηλωτές της χιτλερικής Ευρώπης.

Συνοπτικά, η «φυσική» συμμαχία της Δεξιάς στο Μεσοπόλεμο περνούσε από τους παραδοσιακούς συντηρητικούς μέσω των αντιδραστικών παλαιού στυλ, φθάνοντας μέχρι τις εξώτερες παρυφές της φασιστικής παθολογίας. Οι παραδοσιακές δυνάμεις του συντηρητισμού και της αντεπανάστασης ήταν ισχυρές αλλά συχνά αδρανείς. Ο φασισμός τους έδωσε και δυναμισμό και, πράγμα ίσως πιο σημαντικό, το παράδειγμα της νίκης επί των δυνάμεων της αταξίας (αυτό άλλωστε δεν ήταν το παροιμιώδες επιχείρημα υπέρ της φασιστικής Ιταλίας, ότι δηλαδή «ο Μουσσολίνι έκανε τα τραίνα να κινούνται στην ώρα τους»;). Ακριβώς όπως ο δυναμισμός των κομμουνιστών ασκούσε έλξη πάνω στους απροσανατόλιστους και ανερμάτιστους της Αριστεράς μετά το 1933, έτσι και οι επιτυχίες του φασισμού, ιδιαίτερα μετά την κατάληψη της Γερμανίας από τους εθνικοσοσιαλιστές, τον έκαναν να μοιάζει σαν το κύμα του μέλλοντος. Το ίδιο το γεγονός ότι εκείνη την εποχή ο φασισμός εισέβαλε θεαματικά, αν και για σύντομο χρονικό διάστημα, στην πολιτική σκηνή της συντηρητικής Μεγάλης Βρετανίας, δείχνει τη δύναμη αυτής της «επίδρασης από την επίδειξη». Το γεγονός ότι πήρε με το μέρος του μία από τις πιο εξέχουσες πολιτικές φυσιογνωμίες της χώρας και κέρδισε την υποστήριξη ενός από τους μεγιστάνες του Τύπου, είναι πιο σημαντικό από το γεγονός ότι το κίνημα του SirOswaldMosley σύντομα το εγκατέλειψαν πολιτικοί που έχαιραν σεβασμού και από το γεγονός ότι η εφημερίδα DailyMail του Λόρδου Rothermere σύντομα απέσυρε την υποστήριξή της προς τη Βρετανική Ένωση Φασιστών. Διότι η Βρετανία θεωρείτο απ’ όλους, και ορθώς, ως πρότυπο πολιτικής και κοινωνικής σταθερότητας.»

Τα αποσπάσματα προέρχονται από το βιβλίο των εκδόσεων Θεμέλιο «Η Εποχή των Άκρων» σε μετάφραση Βασίλη Καπετανγιάννη.

Αναδημοσίευση από το Σχέδιο Β.

Επτά κανόνες για την καλύτερη διάδοση των ρατσιστικών ιδεών

Το σχέδιο νόμου του Γάλλου υπουργού εσωτερικών Jean-Louis Debré, σχετικά με την είσοδο και τη διαμονή ξένων και το δικαίωμα ασύλου, συζητήθηκε στη Βουλή τον χειμώνα του 1997 και ψηφίστηκε τον Απρίλιο του ίδιου έτους. Οι διατάξεις του, οι οποίες προέβλεπαν τον διπλασιασμό του χρόνου κράτησης των χωρίς χαρτιά και άδεια παραμονής αλλοδαπών αλλά και υποχρέωναν τους ιδιοκτήτες να δηλώνουν στην Αστυνομία την άφιξη ή την αναχώρηση κάθε ξένου ενοικιαστή, προκάλεσαν ένα κύμα διαμαρτυρίας που κορυφώθηκε με μια δημόσια έκκληση για ανυπακοή, πρωτοβουλία μιας ομάδας 59 σκηνοθετών. Η πιο κάτω παρέμβαση, στην εφημερίδα Le Monde, του φιλοσόφου Jacques Rancière, παλαιού μαθητή και συνεργάτη του Louis Althusser και καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Paris VIII, δείχνει τον τρόπο με τον οποίο εργάζονται οι δυνάμεις του συστήματος γύρω από το ζήτημα της Χρυσής Αυγής.

Κανόνας 1 — Αναφερθείτε καθημερινά σε ρατσιστικές δηλώσεις και δώστε τους τη μέγιστη δυνατή δημοσιότητα. Σχολιάστε τις εκτενώς, θέστε ερωτήματα στους εκφραστές τους, επώνυμους κι ανώνυμους. Υποθέστε, παραδείγματος χάρη, ότι καθώς ένας ρατσιστής ηγέτης, απευθύνεται στους οπαδούς του, του ξεφεύγει ότι έχουμε πολλούς τραγουδιστές με σκούρο δέρμα και πολλούς ποδοσφαιριστές στην Εθνική Γαλλίας με ονόματα που ηχούν ξενόφερτα. Θα μπορούσατε να θεωρήσετε ότι η πληροφορία αυτή δεν αποτελεί καμιά συνταρακτική αποκάλυψη αλλά μάλλον κοινοτοπία, πολλώ δε μάλλον αφού ένας ρατσιστής, όταν μιλάει σε ρατσιστές, τους λέει ρατσιστικά πράγματα. Η στάση αυτή θα είχε μια διπλή δυσάρεστη συνέπεια: πρώτον, θα παραλείπατε έτσι να εκδηλώσετε την αδιάλειπτη επαγρύπνησή σας απέναντι στη διάδοση των ρατσιστικών ιδεών, δεύτερον, οι ίδιες αυτές ιδέες θα διαδίδονταν λιγότερο. Όμως το σημαντικό είναι να μιλάμε πάντοτε γι αυτές, ώστε αυτές να καθορίζουν το μόνιμο πλαίσιο για το ό,τι βλέπουμε και το ό,τι ακούμε. Μια ιδεολογία δεν είναι πρωτίστως θεωρητικές θέσεις, αλλά χειροπιαστές και πρόδηλες πραγματικότητες. Δεν είναι απαραίτητο να εγκρίνουμε τις ιδέες των ρατσιστών. Αρκεί να βλέπουμε ακατάπαυστα όσα αυτοί μας κάνουν να δούμε, να μιλάμε ακατάπαυστα για όσα αυτοί μας μιλάνε, να αρνούμαστε αυτές τις “ιδέες” αποδεχόμενοι το δεδομένο που αυτές μας επιβάλλουν.

Κανόνας 2 — Μην παραλείπετε ποτέ να συνοδεύετε την κοινοποίηση κάθε ρατσιστικής δήλωσης με μια όσο το δυνατόν πιο έντονη έκφραση αποτροπιασμού. Αυτός ο κανόνας είναι σημαντικό να γίνει απόλυτα κατανοητός, δεδομένου ότι εξασφαλίζει ένα τριπλό αποτέλεσμα: πρώτον, οι ρατσιστικές ιδέες πρέπει να γίνουν κοινός τόπος μέσω της ακατάπαυστης διάδοσής τους, δεύτερον, πρέπει να καταγγέλλονται συνεχώς ώστε να παραμένουν σκάνδαλο διατηρώντας ταυτόχρονα την ελκυστικότητά τους, τρίτον, η ίδια η καταγγελία τους πρέπει να εμφανίζεται ως δαιμονοποίηση, ώστε οι ρατσιστές να θεωρούνται κατακριτέοι επειδή λένε πράγματα τα οποία ωστόσο αποτελούν κοινότοπες και πρόδηλες αλήθειες. Ας θυμίσουμε το παράδειγμά μας: θα μπορούσατε να θεωρήσετε ανώδυνη την ανάγκη του κ. Le Pen να στρέψει την προσοχή μας σε ό,τι ο καθένας μας βλέπει δια γυμνού οφθαλμού, ότι δηλαδή ο τερματοφύλακας της Εθνικής Γαλλίας έχει μαύρο δέρμα. Θα χάνατε έτσι το ουσιαστικό αποτέλεσμα: να αποδείξετε ότι είναι έγκλημα οι ρατσιστές να μιλάνε για κάτι το οποίο όλος ο κόσμος βλέπει δια γυμνού οφθαλμού.

Κανόνας 3 — Επαναλάβετε σε όλες περιστάσεις: υπάρχει ένα μεταναστευτικό πρόβλημα που πρέπει να ρυθμίσουμε αν θέλουμε να βάλουμε φραγμό στον ρατσισμό. Οι ρατσιστές δεν σας ζητούν κάτι περισσότερο: να αναγνωρίσετε ότι το πρόβλημά τους είναι όντως ένα πρόβλημα και μάλιστα «το» πρόβλημα. Προβλήματα υπάρχουν πράγματι πολλά με τους ανθρώπους που έχουν ως κοινό χαρακτηριστικό το χρώμα του δέρματός τους και το ότι έρχονται από τις παλιές γαλλικές αποικίες. Αλλά όλα αυτά δεν συνιστούν ένα μεταναστευτικό πρόβλημα, για τον απλό λόγο ότι «μετανάστης» είναι μια έννοια ρευστή που καλύπτει ετερογενείς κατηγορίες, όπως στην περίπτωση πολλών Γάλλων που έχουν γεννηθεί στη Γαλλία από Γάλλους γονείς. Το να διεκδικείς να ρυθμιστεί με νομικά και πολιτικά μέτρα το «πρόβλημα των μεταναστών» είναι σαν να διεκδικείς κάτι απολύτως αδύνατο. Ωστόσο, διεκδικώντας το, αφενός δίνεις υπόσταση στην απροσδιόριστη μορφή του ανεπιθύμητου, αφετέρου, αποδεικνύεις ότι είσαι ανίκανος να κάνεις το οτιδήποτε γι αυτό το ανεπιθύμητο και ότι μόνο οι ρατσιστές έχουν να προτείνουν λύσεις.

Κανόνας 4 — Επιμείνετε στην ιδέα ότι ο ρατσισμός έχει ο ίδιος μια αντικειμενική βάση, ότι είναι αποτέλεσμα της κρίσης και της ανεργίας και ότι δεν μπορείς να τον εξαλείψεις παρά μόνο εξαλείφοντας την κρίση και την ανεργία. Με αυτό τον τρόπο του προσδίδετε επιστημονική νομιμοποίηση. Και καθώς η ανεργία αποτελεί πλέον μια διαρθρωτική απαίτηση για την καλή λειτουργία των οικονομιών μας, το συμπέρασμα συνάγεται απολύτως φυσικά: αν δεν μπορείς να εξαλείψεις τη «βαθιά» αιτία του ρατσισμού, το μόνο που σου μένει είναι να εξαλείψεις την περιστασιακή αιτία του, ξαποστέλνοντας τους μετανάστες στις χώρες προέλευσής τους με τη θέσπιση νηφάλιων και αντικειμενικών ρατσιστικών νόμων. Εάν κάποιος σκεπτόμενος επιπόλαια σάς αντιτείνει ότι σε άλλες χώρες, με παραπλήσια ποσοστά ανεργίας, δεν εκδηλώνονται ρατσιστικές εκτροπές όπως σε εμάς, παρακινείστε τον να ψάξει σε τι μπορεί να διαφέρουν αυτές οι χώρες από τη δική μας. Η απάντηση είναι αυτονόητη: ότι δεν έχουν όπως εμείς υπερβολικά πολλούς μετανάστες.

Κανόνας 5 — Προσθέστε ότι ο ρατσισμός εκδηλώνεται σε κοινωνικά στρώματα ευάλωτα από τον οικονομικό εκσυγχρονισμό, σε καθυστερημένους που δεν μπορούν να παρακολουθήσουν την πρόοδο, στον «λαουτζίκο» κ.λπ. Ο κανόνας αυτός συμπληρώνει τον προηγούμενο. Παρουσιάζει το πρόσθετο πλεονέκτημα ότι αποδεικνύει πως οι αντιρατσιστές, στιγματίζοντας τους «καθυστερημένους» ρατσιστές, έχουν τα ίδια αντανακλαστικά με εκείνους που μιλούν για «κατώτερες φυλές», και ότι κάνει αυτούς τους «καθυστερημένους» να αισθάνονται πιο άνετα για την περιφρόνηση που τρέφουν τόσο για τις κατώτερες φυλές όσο και για τους αντιρατσιστές των καλών συνοικιών που θέλουν να τους κάνουν μάθημα αντιρατσισμού.

Κανόνας 6 — Κάντε έκκληση για συστράτευση όλων των υπεύθυνων πολιτικών δυνάμεων ενάντια στις ρατσιστικές δηλώσεις. Καλέστε αταλάντευτα τους ανθρώπους της εξουσίας να τις αποδοκιμάσουν με τον πιο απόλυτο τρόπο. Αυτό που έχει πράγματι σημασία είναι να αποκτήσουν αυτοί οι πολιτικοί την πατέντα του αντιρατσισμού, πράγμα που θα τους επιτρέψει να εφαρμόσουν με αυστηρότητα και να βελτιώσουν, αν παραστεί ανάγκη, τους ρατσιστικούς νόμους, οι οποίοι βεβαίως προορίζονται να θέσουν φραγμό στον ρατσισμό. Σημαντικό είναι επίσης να παρουσιαστεί η ακραία ρατσιστική δεξιά ως η μόνη συνεπής δύναμη που τολμά να πει μεγαλόφωνα αυτό που άλλοι σκέφτονται σιωπηρά, η μόνη που προτείνει ευθέως ό,τι οι άλλοι κάνουν στα μουλωχτά. Είναι σημαντικό τελικά να εμφανιστεί, μόνη αυτή, ως το θύμα μιας συνομωσίας όλων αυτών των ανθρώπων της εξουσίας.

Κανόνας 7 —  Απαιτείστε νέους αντιρατσιστικούς νόμους που θα επιτρέπουν την ποινικοποίηση ακόμα και της ίδιας της πρόθεσης αναμόχλευσης ρατσιστικών παθών, ένα εκλογικό νόμο που θα εμποδίζει την άκρα δεξιά να καταλάβει έδρες στη Βουλή και μια σειρά μέτρα της ίδιας τάξεως. Καταρχήν, κατασταλτικοί νόμοι μπορούν πάντα να φανούν χρήσιμοι. Έπειτα, θα αποδείξετε ότι η προσήλωσή σας στη δημοκρατική νομιμότητα είναι αρκετά εύκαμπτη και προσαρμόσιμη στις αλλαγές των περιστάσεων. Τέλος, θα καθαγιάσετε τους ρατσιστές στον ρόλο τους ως μάρτυρες της αλήθειας που υφίστανται την καταστολή για αδικήματα γνώμης, που καταδιώκονται από αυτούς που φτιάχνουν τους νόμους όπως τους βολεύει.

Πρέπει, εν ολίγοις, να υποβοηθηθεί η διάδοση του ρατσισμού με τρεις τρόπους: διαφημίζοντας όσο το δυνατό περισσότερο το όραμα που έχει για τον κόσμο, προσδίδοντάς του το ακάνθινο στεφάνι του μάρτυρα, δείχνοντας ότι μόνον ο καθαρός ρατσισμός μπορεί να μας γλιτώσει από τον βρόμικο ρατσισμό. Ήδη για την εκπλήρωση αυτού του καθήκοντος υιοθετούνται και οι τρεις τρόποι, με αξιόλογες επιτυχίες. Όμως, με τη μέθοδο, μπορούμε να τα καταφέρουμε ακόμα καλύτερα.

Πηγη: angelusnovus-dixit.blogspot.gr

Η αβάστακτη ελαφρότητα μιας συνέντευξης

Η μακροσκελής συνέντευξη του Αλέξη Τσίπρα στην “Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία” (8/9/2013) έχει πολλές ομοιότητες με μια πολύ δημοφιλή ατραξιόν του τσίρκου: τον ελέφαντα που στέκεται με τα τέσσερα πόδια πάνω σε βάθρο μεγέθους ίσου με έναν κουβά. Είναι πασιφανές ότι ο χρόνος παραμονής του ελέφαντα πάνω σ’ αυτό το βάθρο είναι ελάχιστος.

Κάπως έτσι θα μπορούσε να κρίνει κανείς τη λογική της συνέντευξης. Οι επιμέρους πολιτικές, οι προτάσεις, τα υπό επεξεργασία σχέδια, η πληθώρα των μέτρων κ.λπ. στηρίζονται σε ορισμένες προκείμενες που δεν αντέχουν στη δοκιμασία ούτε της ιστορικής εμπειρίας, ούτε του χρόνου ούτε καν στην ορθολογική εξέταση.

Μέσα από τις γραμμές αναδύονται τρεις κεντρικές ιδέες:

Πρώτον: άπαξ και αναλάβει μια κυβέρνηση του Σύριζα που θα δηλώσει με κατηγορηματικό τρόπο ότι το χρέος δεν είναι βιώσιμο ( σαν να πρόκειται για κάτι άγνωστο) κατά ένα μαγικό τρόπο οι πιστώτριες χώρες θα θελήσουν να διαπραγματευτούν μία καινούρια δανειακή συνθήκη με την οποία θα διαγράφεται μεγάλο μέρος του χρέους (έως και 50%), θα δεχτούν πάγωμα των τόκων, θα βάλουν πλάτη στην παραγωγική ανασυγκρότηση. Η φρόνηση και ο “ορθολογισμός” ως προς τη βιωσιμότητα του χρέους θα τους το υπαγορεύσει, διότι αλλιώς κινδυνεύει η Ευρωζώνη.

Αυτή η λογική πάσχει από αξιοπιστία σε τρία βασικά σημεία: α)αν ο ορθολογισμός και το συμφέρον των πιστωτριών χωρών υπαγόρευε μια τόσο δραστική μείωση του χρέους δεν θα ετοιμάζονταν για νέο δανεισμό/μνημόνιο το αμέσως επόμενο διάστημα. β)Δεν θα είχαν κανένα λόγο να δείξουν αυτή την ορθολογικότητα και την καλή θέληση, θα λέγαμε, απέναντι σε μια νέα και υποτίθεται αντίπαλη στην κεντρική πολιτική/οικονομική γραμμή τους κυβέρνηση, που θα αποτελεί το “κακό παράδειγμα”, το οποίο μπορεί να εξαπολύσει αναστάτωση σε όλες τις υπερχρεωμένες χώρες. Και γ) Θα είχαν κάθε λόγο να δείξουν την καλή τους θέληση απέναντι σε μια πειθαρχική κυβέρνηση όπως αυτή των Σαμαρά-Βενιζέλου, σε μια συγκυρία που είναι κρίσιμη για να διασώσουν τις φιλικές τους δυνάμεις που τους εγγυώνται τη “σταθερότητα”. (Κάτι που, παρεμπιπτόντως, δεν θα πρέπει να αποκλείεται μετά τις γερμανικές εκλογές, εφόσον το συνιστά και το ΔΝΤ.)

Το σημαντικότερο όμως είναι το εξής: κάποτε η ηγεσία του Σύριζα θα πρέπει να πάψει να φυγομαχεί και να αναμετρηθεί με μερικές αλήθειες. Στην Ελλάδα με τη συμφωνία για το κούρεμα των ομολόγων των ιδιωτών, τον Μάρτιο του 2012, έγινε η μεγαλύτερη μείωση χρέους στην ιστορία, Όμως, η συμμετοχή στην Ευρωζώνη εξανέμισε στην κυριολεξία τα όποια οφέλη.

Την ίδια μοίρα θα έχει και οποιαδήποτε άλλη μείωση του χρέους όσο η χώρα μας υπόκειται στους κανόνες του ευρώ. Το χρέος θα αναπαράγεται και θα χρησιμοποιείται ως εργαλείο για να εφαρμοστούν οι αναδιαρθρώσεις που δημιουργούν ακόμη πιο ευρύ πεδίο για το μεγάλο κεφάλαιο, πέραν του ότι αποδίδει για τις πιστώτριες χώρες απτά κέρδη σε ζεστό χρήμα. Η πρόσφατη είδηση για το ισπανικό χρέος που αγγίζει το 1 τρισ. ευρώ και τυπικά χωρίς μνημόνιο θα έπρεπε να δίνει κάποιο μάθημα σε όσους δεν έχουν βουλωμένα αφτιά και κλειστά μάτια.

“Λάθος” η λιτότητα;

Δεύτερον: η πολιτική της λιτότητας αποτελεί ένα “λάθος”, υποστηρίζει ο Α.Τ., που επιτέλους θα το συνειδητοποιήσουν οι δανειστές αν έχουν απέναντί τους στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων μια δύναμη που θα τους λέει αποφασιστικά ότι το “πρόγραμμα δεν βγαίνει” και “ δεν θα λέει εκ των προτέρων ναι σε όλα”. Αν ακολουθήσει κανείς αυτή τη γραμμή σκέψης φυσιολογικά καταλήγει στο ότι –όπως υποστηρίζουν πολλοί του περιβάλλοντος Σύριζα και συμμάχων– τα μνημόνια είναι απλώς μια “λανθασμένη συνταγή”. Αν λοιπόν πρόκειται περί λάθους, και πάλι ο ορθολογικός παίκτης , εν προκειμένω οι ισχυρές χώρες της ΕΕ, μπορεί να συνειδητοποιήσει και να διορθώσει το λάθος του. Εδώ, εκούσια ή ακούσια, αποκρύπτεται ότι η λιτότητα δεν είναι συνταγή , αλλά σκόπιμη πολιτική που φέρει τη σφραγίδα συγκεκριμένων οικονομικών και πολιτικών δυνάμεων, μια καθαρά ταξική πολιτική που εφαρμόζεται καθολικά και φορτώνει την κρίση του συστήματος στον εργαζόμενο πληθυσμό. Αποκρύπτεται ότι η λιτότητα και η διάλυση του κοινωνικού κράτους έχει εμπεδωθεί στους θεσμούς και τις ευρωπαϊκές συνθήκες και μπορεί ακόμη και ο “αντιμνημονιακός” να εφαρμόζει μνημονιακές πολιτικές [1]. Ενώ εναποθέτει στους ίδιους τους σφαγείς να σώσουν το πρόβατο.

Το “νέο Σχέδιο Μάρσαλ”

Τρίτον: για να ενισχυθεί η αξιοπιστία των παραπάνω θέσεων ο Α. Τσίπρας επιχειρεί μια φυγή στο παρελθόν και ζητά ένα νέο Σχέδιο Μάρσαλ και μια διευθέτηση για τα χρέη του Νότου ανάλογη με τη Συνθήκη του Λονδίνου για το Χρέος της Γερμανίας, του 1953.

Είναι αλήθεια ότι τα περί νέου Σχεδίου Μάρσαλ δεν τα υποστηρίζει μόνο ο Α.Τ. αλλά και Ευρωπαίοι ιθύνοντες, πιο πρόσφατα ο διεκδικητής της γερμανικής καγκελαρίας, σοσιαλδημοκράτης Π. Στάινμπρουκ.

Και πάλι αυτή η λογική χωλαίνει σε πολλά επίπεδα.

Όμως πριν εξετάσουμε κατά πόσο είναι αξιόπιστη αυτή η προσέγγιση του προέδρου του Σύριζα, θα πρέπει να τονίσουμε τα εξής: Μπορεί η Αριστερά να γίνεται πολιτικό πλυντήριο για προγράμματα τύπου Σχεδίου Μάρσαλ;

Είναι πραγματικά ντροπή να ακούει κανείς τον επικεφαλής ενός αριστερού κόμματος στην Ελλάδα που διεκδικεί μάλιστα να κυβερνήσει, να επιδεικνύει τέτοια τερατώδη άγνοια ή απρονοησία, για να πούμε το ελάχιστο, ζητώντας ένα “νέο Σχέδιο Μάρσαλ”. Να αναβαπτίζει το αισχρό εργαλείο με το οποίο επιτεύχθηκε η συντριβή του αριστερού-δημοκρατικού κινήματος και στερεώθηκε η υποτέλεια, σε μια χώρα που για πρώτη φορά ο εργαζόμενος κόσμος διεκδίκησε να γίνει αφέντης της μοίρας του. Δεν γνωρίζει άραγε ότι το Σχέδιο Μάρσαλ για την Ελλάδα του 1948-1952 σήμαινε κυρίως βόμβες ναπάλμ στα βουνά της χώρας μας, ξεριζωμό από την ύπαιθρο μεγάλων πληθυσμών, Αμερικανούς υπερυπουργούς, λεόντειες συμβάσεις υπέρ αμερικανικών συμφερόντων, στρατιωτικές βάσεις, εμπλοκές σε πολέμους, στήριξη ενός δωσιλογικού και διεφθαρμένου πολιτικού συστήματος, δημιουργία μιας αρπακτικής και κρατικοδίαιτης αστικής τάξης, εκτελέσεις αγωνιστών, φυλακίσεις και εξορίες, υπονόμευση της δημοκρατίας; Καλό θα ήταν να συμβουλευτεί το βιβλίο του Γ. Σταθάκη που ανήκει στο οικονομικό του επιτελείο, “Το δόγμα Τρούμαν και το Σχέδιο Μάρσαλ” (Αθήνα 2004), για να πληροφορηθεί τι είδους πολιτική εφάρμοσαν οι Αμερικανοί στην Ελλάδα τότε μέσω της παροχής βοήθειας. Σήμερα τη λένε νεοφιλελεύθερη…

Ένα το κρατούμενο είναι λοιπόν πως αν υπάρξει ποτέ ένα ευρωπαϊκό Σχέδιο Μάρσαλ, θα είναι για τις τράπεζες και τις μεγάλες επιχειρήσεις. Και δεν πρέπει να υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι θα συνοδεύεται από όρους εξίσου ή και περισσότερο σκληρούς με τους μνημονιακούς.

Για να υπογραμμίσουμε τον ανιστόρητο και πιθανώς παραπλανητικό χαρακτήρα αυτής της πρότασης, πρέπει να δούμε υπό ποιες ιστορικές συνθήκες υιοθετήθηκε το Σχέδιο Μάρσαλ και συνήφθη η συνθήκη του Λονδίνου, το 1953, για το γερμανικό χρέος.

Είναι καθολικά αποδεκτό ότι οι νικήτριες δυτικές δυνάμεις προχώρησαν σ’ αυτές τις διευθετήσεις με βασικό κριτήριο τις πολιτικές προτεραιότητες του Ψυχρού Πολέμου. Επείγοντες γεωπολιτικοί λόγοι επέβαλαν να ανασυγκροτηθεί γρήγορα η Δυτική Ευρώπη και να ανασυσταθεί μια ισχυρή Δυτική Γερμανία μέσα στην ατλαντική συμμαχία, προμαχώνας απέναντι στην ΕΣΣΔ, τη νεοσύστατη Ανατολική Γερμανία και τα εργατικά/αριστερά κινήματα. Ο σχεδιασμός συμπεριλάμβανε και τη μετέπειτα ΕΟΚ και τη νομισματική ένωση, για τους ίδιους ακριβώς λόγους.

Το Σχέδιο Μάρσαλ (1948), παρότι είχε και ισχυρές οικονομικές πτυχές, όπως η στόχευση των ΗΠΑ να δημιουργήσουν εμπορικό πλεόνασμα με τις ευρωπαϊκές χώρες, δίνοντάς τους δολάρια με αντάλλαγμα την αγορά αμερικανικών βιομηχανικών προϊόντων και υπηρεσιών,υπήρξε βασικά ένα πολιτικό εργαλείο αποκλεισμού της Σοβιετικής Ένωσης από τη μεταπολεμική πανευρωπαϊκή διευθέτηση και διαίρεσης της Ευρώπης.

Αναρωτιέται κανείς: γιατί η Γερμανία να δώσει δωρεάν χρήματα στο ευρωπαϊκό Νότο, εφόσον δεν συντρέχει κανένας από τους λόγους που υπαγόρευσαν το Σχέδιο Μάρσαλ; Και τεράστιο εμπορικό πλεόνασμα έχει, κυρίως χάρη στο ευρώ, και πολιτικο-οικονομικές δεσμεύσεις έχει κατοχυρώσει μέσω των ευρωπαϊκών συνθηκών και γεωπολιτικοί λόγοι πιεστικοί δεν συντρέχουν. Ενώ με το δανεισμό ανακυκλώνει, και πολύ κερδοφόρα μάλιστα, τα πλεονάσματά της. Η δε απειλή της κοινωνικής ανατροπής είναι σε μεγάλο βαθμό ελεγχόμενη πολιτικά μέσα στο σύστημα του ευρώ.

Η συνθήκη του 1953 αποτελεί ακόμη πιο ενδιαφέρουσα περίπτωση.

Οι όροι της δεν αφορούσαν μόνο τη διαγραφή χρεών, αλλά τη δημιουργία μιας κραταιάς καπιταλιστικής γερμανικής οικονομίας. Η πολιτική βούληση για μια τέτοια λύση εκ μέρους των ΗΠΑ, της Βρετανίας και της Γαλλίας μπορεί να εξηγηθεί με βάση τις ειδικές ιστορικές καταστάσεις που είχαν δημιουργηθεί σ’ όλη την Ευρώπη και στη μεταναζιστική Γερμανία. Ιδίως την πιεστική ανάγκη να εδραιωθεί ξανά ο καπιταλισμός στη συνείδηση των εργαζομένων στα μάτια των οποίων ήταν αξεδιάλυτα δεμένος με τις μαζικές δολοφονίες,τη βία του Τρίτου Ράιχ και τις στενές σχέσεις ανάμεσα στις μεγάλες επιχειρήσεις και στο ναζιστικό κόμμα. Μεγάλα τμήματα των Γερμανών εργαζομένων απαιτούσαν, με απεργίες, την κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής, προκειμένου να προστατευθεί η Γερμανία από το φασισμό στο μέλλον [2].

Οι ΗΠΑ και οι λοιποί Δυτικοί, για να εξασφαλίσουν ότι η Δυτική Γερμανία θα αποτελούσε μια σταθερή συνιστώσα του ατλαντικού μπλοκ, έκαναν παραχωρήσεις που υπερέβαιναν κατά πολύ τη μείωση του χρέους — το οποίο βεβαίως “κουρεύτηκε” δραστικά, κατά 62,6% περίπου, και η εξυπηρέτησή του ορίστηκε να μην υπερβαίνει ετησίως το 5% των εσόδων από τις εξαγωγές. Δέχτηκαν να πληρώνει το χρέος της σε εθνικό νόμισμα, το γερμανικό μάρκο, και μάλιστα σοβαρά υποτιμημένο (20,6% έναντι του δολαρίου όταν άρχισε να κυκλοφορεί ξανά, το 1948, μετά το κατοχικό μάρκο) και οι διαφορές να επιλύονται στα γερμανικά δικαστήρια και με το γερμανικό δίκαιο. Το σημαντικότερο είναι ότι δέχτηκαν την υποκατάσταση των εισαγωγών και την πώληση των γερμανικών βιομηχανικών προϊόντων στις διεθνείς αγορές, ώστε να αποκτήσει θετικό εμπορικό ισοζύγιο. Δέχτηκαν επίσης το πρωτοφανές: να μειώσουν τις δικές τους εξαγωγές στη Γερμανία.

Αυτή η πολιτική εφαρμόστηκε από τις ΗΠΑ επιλεκτικά και σε άλλες χώρες με εξίσου μεγάλη γεωπολιτική σημασία γι’ αυτές, όπως η Νότια Κορέα και η Ταϊβάν [Για τα στοιχεία, βλ. Ε. Τουσαίν. “The Marshall Plan and the Debt Agreement on German debt”, ιστοσελίδα της CADTM, 24 Οκτωβρίου 2006 ].

Ούτε η πιο καλπάζουσα φαντασία δεν θα επέτρεπε να σκεφτούμε ότι θα μπορούσε να επαναληφθεί αυτό το ιστορικό προηγούμενο, χωρίς μεγάλες εσωτερικές και διεθνείς ανατροπές, ανάλογες μ’ αυτές που επέφερε ο Β΄Παγκόσμιος Πόλεμος, τα αντιστασιακά και τα κινήματα εθνικής ανεξαρτησίας. Πράγματι: γιατί άραγε θα ακολουθούσε σήμερα μια τέτοια πολιτική η Γερμανία των μεγαλοεξαγωγέων και τραπεζιτών για την Ελλάδα, την Πορτογαλία, πολύ περισσότερο για την Ιταλία ή την Ισπανία; Για να απολέσει εξαγωγές και να δημιουργήσει ανταγωνιστές; Ή γιατί θα την έπαιρνε ο πόνος για το βιοτικό επίπεδο;

Και η Ευρωζώνη/ΕΕ δεν θα είχε κάποια ιδιαίτερη σημασία για τις ισχυρές οικονομικές δυνάμεις, εάν δεν διασφάλιζε αυτόν ακριβώς τον καταμερισμό εργασίας που υπάρχει σήμερα και τα συνακόλουθα οφέλη, ως εργαλείο πειθάρχησης των εργαζομένων, περιορισμού της δημοκρατίας και της κυριαρχίας, δημιουργίας πάμφθηνου εργατικού δυναμικού, κατάλυσης του κοινωνικού κράτους, μεταφοράς πλούτου εκτός και υπέρ μιας οικονομικής ολιγαρχίας εντός των χωρών, διεθνούς πολιτικής δέσμευσης [3].

Η χώρα μας και οι εργαζόμενοι βρίσκονται σε μια πολύ δύσκολη ιστορική συγκυρία για να αντιμετωπίζονται τα προβλήματά τους με ασυγχώρητη ελαφρότητα και καλλιέργεια ψεύτικων ελπίδων ότι τη λύση μπορούν να τη δώσουν αυτοί που οδήγησαν τους λαούς στην εξαθλίωση. Χρειάζεται ένα πραγματικά εναλλακτικό σχέδιο εξόδου από τη σημερινή κατάσταση που θα περιγράφει καθαρά ποιοι είναι οι κοινωνικοί αντίπαλοι και ποιοι οι σύμμαχοι, και όχι αβάσιμα ιστορικά αναμασήματα.

[1] Για να ακολουθήσουμε τη λογική της συνέντευξης, αφήνουμε προς το παρόν στην άκρη τις δεσμεύσεις στις οποίες υπόκειται η χώρα με τη συνθήκη για την οικονομική διακυβέρνηση και το σύμφωνο για το ευρώ και τις λοιπές συνθήκες της ΟΝΕ. Μια θεσμοποίηση της μνημονιακής πολιτικής σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

[2] Αντίστοιχη πολιτική, αλλά σε πολύ μικρότερη κλίμακα, ακολούθησαν οι ΗΠΑ και έναντι της Γαλλίας. Για μια πλήρη ανάλυση, βλ. “Η μεταπολεμική γερμανική πολιτική οικονομία και η κοινωνική οικονομία της αγοράς”, του Neil Ryan.

[3] Στα 1950-1951, το 41% των γερμανικών εισαγωγών προερχόταν από τη Μ. Βρετανία, τη Γαλλία και τις ΗΠΑ. Εάν προστεθεί η ποσότητα εισαγομένων από το Βέλγιο, την Ολλανδία, τη Σουηδία και την Ελβετία, κι αυτές πιστώτριες χώρες, το συνολικό ποσοστό έφτανε στο 66% (Τουσαίν, ό.π.).

Αναδημοσίευση από το Σχέδιο Β