Μπροστά στο Σεπτέμβρη. Μπορεί να γίνει η ΟΛΜΕ η νέα ΕΦΕΕ;

Είναι γεγονός ότι μέχρι τις 11 Ιουνίου, υπήρχε μια αίσθηση απαισιοδοξίας στο λαό, μια αίσθηση ανικανότητας όσον αφορά ότι η κυβέρνηση επελαύνει και πουλάει το success story χωρίς κινητοποιήσεις, εμπόδια, αντίπαλο.

Το μαύρο στις οθόνες ανέκοψε αυτήν την παντοδυναμία της κυβέρνησης. Το κίνημα της ΕΡΤ λάβωσε την κυβέρνηση, χωρίς όμως να την νικήσει. Έχουμε μια κυβέρνηση που μπορεί να έχει αδυνατίσει, αλλά αυτό δεν την κάνει λιγότερο επικίνδυνη ή αποφασιστική. Στην ουσία έκανε ένα βήμα πίσω, για να κάνει δύο βήματα μπροστά. Και αυτό φάνηκε στην επόμενη φάση.

Μετά τον ανασχηματισμό και τον σχηματισμό της νέας δικομματικής κυβέρνησης με γρήγορα βήματα ακολούθησε το πολυνομοσχέδιο των συμφωνηθέντων για τη συνέχεια των απολύσεων, μέσω της διαθεσιμότητας. Έτσι μετά τους 2.700 της ΕΡΤ ακολούθησαν 2.500 εκπαιδευτικοί, 2.200 σχολικοί φύλακες και 5.000 υπάλληλοι της δημοτικής αστυνομίας. Πάνω από 12.000 διαθεσιμότητες μέσα σε 40 μέρες από τις οποίες οι περίπου 7.000 θα είναι σίγουρες απολύσεις. Καθόλου μικρή επίδοση, όταν μέσα στον επόμενο 1,5 χρόνο θα χρειαστεί περίπου άλλες 20.000 απολύσεις.

Τις 40 αυτές ημέρες είχαμε προσπάθειες αντίστασης. Που κατέγραψαν χαρακτηριστικά, δυνατότητες αλλά και αδυναμίες στο λαϊκό κίνημα.

Πρώτον κατέγραψαν ότι ο ελληνικός λαός θα συνεχίσει να αντιδράει και να αντιστέκεται για το «αυτονόητο». Θα βγαίνει στο δρόμο όταν χτυπιέται η δημοκρατία και η εθνική του αξιοπρέπεια, όταν χτυπιέται η ίδια του η ζωή, όταν απολύεται.

Δεύτερον ότι οι αγώνες δεν έχουν απέναντι τους μια αδύναμη κυβέρνηση που με πίεση θα υποχωρήσει, θα παραχωρήσει κάτι. Έχουν μια αποφασισμένη κυβέρνηση, με τη διεθνή στήριξη (βλ. παραγγελιά από κομισιόν να μην προχωρήσουν σε εκλογές, επίσκεψη Σόιμπλε) να προχωρήσει το συμβόλαιο θανάτου του ελληνικού λαού. Οι «υποχωρήσεις» γύρω από το θέμα της δημοτικής αστυνομίας ήταν προαποφασισμένες και όχι αποτέλεσμα των κινητοποιήσεων. Ήταν προαποφασισμένο να περάσουν κάποιοι στο υπουργείο δημόσιας τάξης και να συστήσουν ένα νέο εισπρακτικό κυρίως σώμα.

Τρίτον αυτό σημαίνει ότι οι όποιοι αγώνες γίνονται κεντρικοί-πολιτικοί αγώνες. Η απειλή του Σαμαρά προς τους εργαζόμενους στην ΕΡΤ «ή εγώ ή εσείς» δεν είναι λεκτικό κόλπο. Εκφράζει την αποφασιστικότητα της κυβέρνησης να μην κάνει πίσω, για να μην αμφισβητηθεί η συνολική πορεία του προγράμματος. Ακόμα και το γεγονός ότι έχουν «καεί» πολιτικές εφεδρείες και δεν έχει το σύστημα – προς το παρόν – άλλα εναλλακτικά σχέδια, αυτό δεν σημαίνει ότι θα υποχωρεί εύκολα. Η διαχείριση της πρόσφατης κυβερνητικής κρίσης (από εσωτερικά και εξωτερικά κέντρα) αυτό δείχνει.

Τέταρτον έχουμε αγώνες που αντικειμενικά είναι κεντρικοί πολιτικοί, χωρίς πολιτικό υποκείμενο οργάνωσης τους. Το ΚΚΕ δεν θεωρεί καν ότι σήμερα αντικειμενικά οι αγώνες ενοποιούνται στον στόχο της πτώσης της κυβέρνησης και της τρόικας. Ο δε ανένδοτος του ΣΥΡΙΖΑ έχει γίνει ανέκδοτο.

Πέμπτον το δε συνδικαλιστικό κίνημα ή άλλες μορφές οργάνωσης του λαϊκού κινήματος κάνουν δειλά βήματα προς τα εκεί, αλλά μόνο στα λόγια. Έτσι η ΠΟΕ-ΟΤΑ (εργαζόμενοι στου δήμους), μιλάει στα χαρτιά για πολιτικό αγώνα και ο πρόεδρός της Μπαλασόπουλος καλεί σε πολιτικούς συντονισμούς ομοσπονδιών, αλλά στην πράξη πλειοδότησε στα ραντεβού με το Μιχελάκη και τον Μητσοτάκη για να «τη γλιτώσουν» οι υπάλληλοι της δημοτικής αστυνομίας. Έτσι στις κινητοποιήσεις της προηγούμενης βδομάδας που πρωταγωνίστησαν ΟΛΜΕ και ΠΟΕ-ΟΤΑ, δεν ήταν τυχαίο που το μεσημέρι έβγαζε πολύ κόσμο η μία ομοσπονδία, το βράδυ η άλλη. Στην ουσία όχι πολιτικός συντονισμός, αλλά ούτε καν συνδικαλιστικός συντονισμός δεν υπήρξε. Από την άλλη η ΟΛΜΕ καλεί σε αγώνες βασικά γύρω από την προστασία του δημόσιου σχολείου. ΔΑΚΕ-ΠΑΣΚ-ΠΑΜΕ αρνούνται την λογική του πολιτικού αγώνα, ενώ και άλλες δυνάμεις της αριστεράς τον θεωρούν αποπροσανατολιστικό.

Μπροστά στο Σεπτέμβρη

Το Σεπτέμβρη έρχονται κι άλλες απολύσεις και στην εκπαίδευση. Μετά τους 12.000 αναπληρωτές (που δεν θα προσληφθούν λόγω αύξησης ωραρίου) και τους 2.500 μόνιμους από την τεχνική εκπαίδευση, έρχονται κι άλλες διαθεσιμότητες και απολύσεις. Η απόφαση του συνεδρίου της ΟΛΜΕ καλούσε σε ξεσηκωμό και σε απεργία από τον Σεπτέμβρη αν έχουμε έστω και μια απόλυση και διαθεσιμότητα. Και έχουμε ήδη χιλιάδες. Άρα το θέμα δεν είναι τι λες τώρα πια αλλά τι κάνεις.

Το ερώτημα επανέρχεται. Πως θα οργανώσουμε πολιτικό αγώνα ανατροπής της κυβέρνησης και ακύρωσης των νομοσχεδίων που – μεταξύ άλλων – οδήγησαν στις απολύσεις. Το δεύτερο χωρίς το πρώτο δε γίνεται. Πολιτικός αγώνας σημαίνει παλλαϊκός ξεσηκωμός και όχι απλά αγώνας ενός κλάδου ή μόνο των δημοσίων υπαλλήλων. Και ο στόχος που ενοποιεί την πληττόμενη λαϊκή πλειοψηφία είναι να φύγει η κυβέρνηση και η Τρόικα με τις πολιτικές τους. Αλλά και το πρώτο χωρίς λαϊκά αιτήματα και περιεχόμενο ανακούφισης των εργαζομένων (να αποσυρθούν οι απολύσεις και τα νομοσχέδια, να καταργηθούν τα χαράτσια κοκ) αφήνει χώρο ανοικτό σε μια ακόμα πολιτική αναμόρφωση, σαν κι αυτές που ζήσαμε τα τελευταία 3 χρόνια. Ο πολιτικός αγώνας δεν είναι πουκάμισο αδειανό. Έχει κοινωνικό περιεχόμενο και αιτήματα για ζωή μισθούς με αξιοπρέπεια, για να υπάρξει δουλειά και όχι ανεργία, για να ανατραπεί η μνημονιακή επιτήρηση, για να αποκατασταθεί η λαϊκή κυριαρχία. Αλλά δεν είναι η παράθεση των αιτημάτων διαφορετικών χώρων. Είναι η συνάντηση τους γύρω από έναν κεντρικό πολιτικό στόχο που σήμερα είναι να φύγει η κυβέρνηση και η Τρόικα με τις θανατηφόρες δόσεις της από την χώρα.

Το ερώτημα είναι λοιπόν αυτό. Δύσκολο; Εξαιρετικά δύσκολο. Αλλά άλλες απόψεις που προσπαθούν να αποφύγουν το ερώτημα – ή το μεταθέτουν – δεν βοηθούν ιδιαίτερα.

Είτε αυτές είναι ανοιχτά αντιδραστικές που αποδεχόμενες ότι δεν μπορούν να ανατραπούν οι μνημονιακοί νόμοι υποστηρίζουν το αλληλοφάγωμα κλάδων και ειδικοτήτων για το ποιος θα απολυθεί πρώτος.

Είτε αυτές είναι «εναλλακτικές» και βάζουν το στόχο να κρατήσουμε ανοιχτά τα σχολεία με τους απολυμένους συναδέλφους μέσα, με εναλλακτικά μαθήματα κοκ. Όμως ένα κίνημα «αυτοδιαχειριζόμενων» ΕΠΑΛ (αν θεωρήσουμε ότι είναι εφικτό και αν θεωρήσουμε ότι λέει κάποιος κάτι τέτοιο;;;), δεν απειλεί την κυβέρνηση, δεν καλεί σε μετωπική σύγκρουση μαζί της. Οι απολυμένοι παραμένουν απολυμένοι και οι επόμενοι που είναι να απολυθούν θα απολυθούν. Κι αυτό παράγει ήττα και απογοήτευση. Τα δημόσια σχολεία δεν είναι ΒΙΟΜΕΤ, ούτε εφημερίδα των συντακτών. Δεν έχουν ιδιώτη εργοδότη για να αναλάβεις την διεύθυνσή τους μέσα στα πλαίσια της αγοράς, αλλά το κράτος. Ακόμα και το παράδειγμα της ΕΡΤ, δείχνει τα όρια αυτής της λογικής, αφού και οι ίδιοι οι εργαζόμενοι χρησιμοποιούσαν την συνέχεια της λειτουργίας της ΕΡΤ σαν διαπραγματευτικό χαρτί απέναντι στον Καψή και όχι ότι την πήραν πραγματικά στα χέρια τους. Κανείς απ’ όσους κάνουν αυτήν την πρόταση δεν κάνει καθαρά μια πρόταση δυαδικής εξουσίας και να χτίσουμε εδώ και τώρα τα δικά μας σχολεία, την δικιά μας εκπαίδευση, όπως έκανε πχ το ΕΑΜ στα πλαίσια του απελευθερωτικού ένοπλου αγώνα ενάντια στον κατακτητή και τους δοσίλογους κυβερνήτες. Τίθεται σαν πρόταση μετάθεσης του προβλήματος του πολιτικού αγώνα και όχι σαν πρόταση δημιουργίας μια άλλης παράλληλης αντι-εξουσίας εδώ και τώρα. Είναι σωστό να κρατήσουμε αυτούς τους συναδέλφους στα σωματεία και να στηρίξουμε κινήσεις αλληλοβοηθείας (εράνους, συναυλίες για ταμείο αλληλοβοηθείας στους απολυμένους κοκ) σε όλη την διάρκεια του αγώνα. Και να ανοίξουμε στην κοινωνία τα σχολεία με αντιμαθήματα και άλλες πολύπλευρες δραστηριότητες που βρίσκει το κίνημα όταν είναι σε ανάπτυξη και να συνεχιστούν τα μαθήματα αλληλεγγύης που κάνουν ήδη χιλιάδες εκπαιδευτικοί σε αδύναμους μαθητές. Όμως να εντάσσεται μια τέτοια δραστηριότητα σε μια κίνηση μετωπικής σύγκρουσης με την κυβέρνηση, όχι να είναι ντρίπλα για να την αποφύγουμε, όχι να εντάσσεται σε μια επικίνδυνη λογική «οι αγώνες δεν κερδίζουν, ας κάνουμε άλλες μορφές και αλληλεγγύη μέχρι να έρθουν οι εκλογές για να βγει ο ΣΥΡΙΖΑ».

Άλλες απόψεις προσπαθούν πάλι να αποφύγουν το ερώτημα και μιλάνε για σχολεία ανοιχτά στην κοινωνία, δήθεν για να «δημιουργήσουμε τους όρους και τις προϋποθέσεις» με τους γονείς, τους μαθητές κοκ. Και άρα ότι μια απεργία τον Σεπτέμβρη είναι επιζήμια. Όσο βέβαια «δημιουργούνται οι όροι και οι προϋποθέσεις», οι απολύσεις θα προχωράνε και η εμπέδωση αυτής της πολιτικής θα παράγει απαισιοδοξία, αλληλοφάγωμα και αναδίπλωση. Και ίσως μια βολική εκλογική αναμονή. Κατ’ αυτήν την λογική δεν είχαμε τους όρους να πάμε για απεργία τον Μάιο γιατί θα είχαμε ήττα του κλάδου και απολύσεις όσων θα απεργούσαν κόντρα στην επιστράτευση. Σήμερα έχουμε άσχημη κατάσταση στον κλάδο, κλίμα ηττοπάθειας και 12.500 απολύσεις. Και περιμένουμε ακόμα τις προϋποθέσεις…

Άλλοι (ΠΑΜΕ) δεν θεωρούν ότι μπορεί να γίνει κάτι και βλέπουν ίσως κάποιες απεργίες διαμαρτυρίας…

Το ερώτημα όσο κι αν προσπαθούμε δεν μπορούμε να το αποφύγουμε. Πως θα οργανώσουμε έναν παλλαϊκό ξεσηκωμό για να φύγουν κυβέρνηση και τρόικα. Η αφετηρία αυτού του αγώνα θα είναι οι απολύσεις, αλλά δεν θα είναι αυτό το αίτημα για την οργάνωση του παλλαϊκού ξεσηκωμού και ούτε οι εκπαιδευτικοί είναι το κέντρο του κόσμου. Θα πρέπει η πλειοψηφία του λαού στα αιτήματα μας να δει τον εαυτό της. Οι πρόσφατες δημοσκοπήσεις στο Βήμα που δείχνουν ότι ακόμα υπάρχει μια πλειοψηφία που είναι υπερ των απολύσεων στο δημόσιο, αλλά και η μηδαμινή συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα στην πρόσφατη γενική απεργία, δείχνουν τις δυσκολίες και ότι δεν φτάνει να λες για την μορφή αγώνα (απεργία διαρκείας). Πρέπει να αναδείξουμε τα αιτήματα για το δημόσιο σχολείο, αλλά ούτε και εκεί να σταματήσουμε. Μπορούν οι καθηγητές και η ΟΛΜΕ να γίνουν η νέα ΕΦΕΕ ενός σύγχρονου ξεσηκωμού για να πέσει η κυβέρνηση και η πολιτική-οικονομική χούντα ΕΕ-ΔΝΤ; Αν ο στόχος είναι αυτός κι αν γίνεται κατανοητό ότι όσο προχωράνε οι απολύσεις και η πολιτική αυτή, τόσο εμπεδώνεται ένας χειρότερος συσχετισμός, το αλληλλοφάγωμα και η μοιρολατρία, τότε ναι ο στόχος πρέπει να είναι να μην ανοίξουν τα σχολεία τον Σεπτέμβρη. Από καθηγητές και μαθητές. Όχι «μερική» απεργία του 20%. Να μην ανοίξουν. Με στόχο να αγκαλιάσουν όλο το λαό. Δύσκολο; Εξαιρετικά. Αλλά επιχειρεί να απαντήσει στο ερώτημα. Δεν το μεταθέτει.

Ο Γενίτσαρος που έγινε Γιουσουφάκι και θέλει να γίνει Δραγάτης

Η ΔΗΜΑΡ μετά την απόσχισή της από τον ΣΥΡΙΖΑ διένυσε μια ταχύτατη πορεία. Σαν να πελευθερώθηκε μετά από χρόνια σκληρής καταπίεσης από ένα αριστερό περίβλημα, και φανέρωσε αυτό που ακριβώς είναι: Έκφραση ενός ευρωπαϊστικού, φιλελεύθερου, πολιτικού χώρου. Τα περί Αριστεράς (υπεύθυνης και δημοκρατικής) είναι φληναφήματα. Το κόμμα του κ.Κουβέλη κινείται πολύ δεξιότερα των κλασικών ορισμών της σοσιαλδημοκρατίας, αποδεχόμενο τον βασικό αν όχι ολόκληρο τον όγκο των νεοφιλελεύθερων δογμάτων και ορίων.

Η ΔΗΜΑΡ απελευθερώθηκε από τον αριστερό “ζυγό” και μετακινήθηκε αστραπιαία προς τα δεξιά σε μια “μη κανονική περίοδο”. Σε αυτή την περίοδο είχαμε εκρηκτική αύξηση της φτώχειας και της ανεργίας, σκληρή εμπέδωση της λιτότητας, κατάργηση της εθνικής και λαϊκής κυριαρχίας. Θεωρητικά ο κάθε πολιτικός οργανισμός θα όφειλε να κινηθεί αριστερότερα, εκφράζοντας το πρωτογενές λαϊκό αίσθημα για ανατροπή ή αλλαγή αυτής της πολιτικής.

Κι όμως όχι. Η πολιτική ύπαρξη της ΔΗΜΑΡ βασίζεται στη δοξασία ότι είναι δυνατόν να επηρεάσεις σε θετική κατεύθυνση τα πράγματα αν συμμετάσχεις σε κυβερνητικές θέσεις. Η εμπειρία έδειξε ότι αυτή η δοξασία είναι απλώς δίψα για την καρέκλα. Δεν κρύβει καν αυταπάτες. Άλλωστε οι σύντροφοι του κ.Κουβέλη είναι αρκετά έμπειροι για να αυταπατώνται. Προέρχονται από ένα θεωρητικό και πολιτικό ρεύμα της Αριστεράς που με τη μεγαλύτερη ευκολία πέταγε στην κάλαθο των αχρήστων τη θεωρία και την πολιτική του επαναστατικού μετασχηματισμού της κοινωνίας στο όνομα του να “κυβερνήσουμε επιτέλους κι εμείς”. Αυτό το ρεύμα τροφοδότησε με πλείστα στελέχη το Πασοκικό κράτος, έπληξε θανάσιμα την αξιοπιστία της Αριστεράς, τροφοδότησε το ότι “όλοι είναι ίδιοι”, συγκυβέρνησε (πριν το Κοινοβούλιο) σε συνδικάτα και τοπική αυτοδιοίκηση. Αυτό το θεωρητικό και πολιτικό ρεύμα εκδηλώθηκε χωρίς ταμπού με τη ΔΗΜΑΡ, δεν περιορίζεται όμως στη ΔΗΜΑΡ. Έχει ισχυρότατες προσβάσεις, επιρροές και δυνάμεις και στον ΣΥΡΙΖΑ.

Η ΔΗΜΑΡ ξεκίνησε ως Γενίτσαρος της Αριστεράς, απαρνούμενη με πρωτοφανή επιθετικότητα στοιχειώδεις αρχές και αξίες, μπήκε στην πρώτη γραμμή του αγώνα ενάντια στην Αριστερά, καθύβρισε και κατασυκοφάντησε αγώνες και κινήματα. Διεκδίκησε και πέτυχε να γίνει το Γιουσουφάκι του Σαμαρά, σε μια περίοδο που ο ελληνικός λαός υποφέρει από τις πολυετείς “επιτυχίες” των άλλων δύο κυβερνητικών της εταίρων. Η απόσχισή της από την τρικομματική συγκυβέρνηση δεν αφορά ούτε την πίεση της βάσης της για τον επιθανάτιο ρόγχο της χώρας, ούτε την αγανάκτηση της κορυφής της για τους χειρισμούς του Σαμαρά. Αν η ΔΗΜΑΡ ήταν τόσο ευαίσθητη, οι ευκαιρίες διαφοροποίησης πριν και μετά την ΕΡΤ ήταν αμέτρητες.

Η ΔΗΜΑΡ δεν παλεύει απλά για την επιβίωσή της. Παλεύει για τη χρησιμότητά της. Αν προχθές ήταν χρήσιμη ως Γενίτσαρος και χθες ήταν χρήσιμη ως Γιουσουφάκι της πιο σκληρής και επικίνδυνης Δεξιάς, σήμερα είναι χρήσιμη ως Δραγάτης που φυλάει το ευρωπαϊκό κεκτημένο και την ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας. Το άπλωμα της ΔΗΜΑΡ ή στελεχών της προς τον ΣΥΡΙΖΑ αφορά το κλείδωμα των μελλοντικών πολιτικών εξελίξεων σε ελεγχόμενες κατευθύνσεις που δεν θα αμφισβητήσουν τα ιερά και όσια του αστισμού. Μια κυβέρνηση με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ αύριο, και συνεργαζόμενη τη ΔΗΜΑΡ (αν και εφόσον επιβιώσει), ή κάποια άλλη μνημονιακή κεντροαριστερή μετάλλαξη, είναι προφανές ότι θα εγγυηθεί το υπάρχον πλαίσιο και κριτήριό της θα είναι η παραμονή της χώρας στην ΟΝΕ και στην ΕΕ.

Ας μην ξεχνάμε ότι η ΔΗΜΑΡ παρά τον κυνισμό της υπήρξε γενικά ειλικρινής. Πριν τις περσινές εκλογές πέρα από τις μπούρδες για την Αριστερά της Ευθύνης και τα διαφημιστικά σποτάκια του Μπέζου για τον Κουβέλη, η ΔΗΜΑΡ μίλησε καθαρά για απαγκίστρωση από το μνημόνιο παραμένοντας στο ευρώ.

Στην πορεία αποδείχθηκε εκ των πραγμάτων ότι δεν μπορείς να απαγκιστρωθείς από το μνημόνιο παραμένοντας στο ευρώ. Έφυγε λοιπόν το περιττό (απαγκίστρωση) και έμεινε το βασικό (ευρώ). Ακόμη κι αν η παραμονή στο ευρώ απαιτεί κι άλλες κοινωνικές εκατόμβες, κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι η ΔΗΜΑΡ επί της ουσίας κορόιδεψε το λαό. Τον κορόιδεψε μόνο κατά το βαθμό που δεν είπε την αλήθεια: Ότι δηλαδή δεν υπάρχει ευρώ χωρίς μνημόνιο. Όμως αυτό είναι κάτι που και άλλοι δεν τολμούν και δεν θέλουν να πουν.

Η ΔΗΜΑΡ προεκλογικά εγγυήθηκε την ευρωπαϊκή πορεία της χώρας, την παραμονή στο κοινό νόμισμα, διαχωρίζοντας τη θέση της από την -μέχρι τότε- ήξεις αφήξεις θέση του ΣΥΡΙΖΑ και τον “εθνικό απομονωτισμό” άλλων δυνάμεων. Μετεκλογικά έπραξε αντιστοίχως. Συνέχισε να εγγυάται την παραμονή της χώρας στο κοινό νόμισμα. Μπορεί οι χθεσινοί σύντροφοι και επί δεκαετίες συνοδοιπόροι του Φ.Κουβέλη να ανατριχιάζουν συλλογούμενοι την πορεία του, αλλά το πολιτικό πλαίσιο της ΔΗΜΑΡ δεν είναι ανταγωνιστικό με το επίσημο πλαίσιο του ΣΥΡΙΖΑ. Η πολιτική στάση φυσικά διαφέρει, αλλά αυτή είναι πάντα αποτέλεσμα των συνθηκών, διλημμάτων, ερωτημάτων, που απαντιούνται στα όρια ενός δοσμένου πλαισίου.

Από αυτή την άποψη, η αποστροφή του Α.Τσίπρα ότι “και πολύ άντεξε η ΔΗΜΑΡ” προδίδει τις συγγενικές σχέσεις. Αυτές δεν αφορούν την κοινή καταγωγή αλλά το κοινό πολιτικό πλαίσιο. Στη συνέχεια ακούσαμε την απαίτηση στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ για συνεργασία με τη ΔΗΜΑΡ ή για “να ξεκαθαρίσει η ΔΗΜΑΡ αν ανήκει ή όχι στο μνημονιακό στρατόπεδο”. Ένας χρόνος συμμετοχής στη μνημονιακή συγκυβέρνηση, δεν αρκεί να ξεκαθαρίσει τι είναι η ΔΗΜΑΡ; Και μετά τη ΔΗΜΑΡ μήπως πρέπει να ξεκαθαρίσει και το ΠΑΣΟΚ; Να ξεκαθαρίσει και η ΝΔ; Πώς αλήθεια ορίζονται τα στρατόπεδα με βάση το Συριζικό διαχωρισμό μνημόνιο – αντιμνημόνιο; Γιατί με τόση ευκολία θολώνουν οι διαχωριστικές γραμμές που κατά τα άλλα είναι τόσο σαφείς και κάθετες;

Ας υποθέσουμε ότι όσοι υποστηρίζουμε ότι ο πραγματικός διαχωρισμός αφορά το ευρώ και την ΕΕ, και όχι το μνημόνιο, είμαστε κάπως περιθωριακοί. Μα όσοι υποστήριζαν ότι ο διαχωρισμός είναι από τη μια όσοι εφαρμόζουν ή εφάρμοσαν το μνημόνιο και από την άλλη όσοι αντιστέκονται, γιατί σήμερα ανακαλύπτουν ότι ο μόνος εχθρός είναι ο Σαμαράς και μάλιστα όχι όλη η ΝΔ, αλλά εκείνη η ΝΔ που είναι παλαιοκομματική, ακροδεξιά, φλερτάρει με την Χρυσή Αυγή κλπ; Ιδού λοιπόν νέο πεδίο δόξης λαμπρό: Η ΔΗΜΑΡ πέρα από Δραγάτης που διαφυλάττει τα κεκτημένα του ευρωπαϊσμού, μπορεί να αποτελέσει και τη γέφυρα ανάμεσα στους βασικούς σημερινούς αντιπάλους αν η μετεκλογική αριθμητική δεν βγαίνει και απειλείται η “δημοκρατία” και η “ευρωπαϊκή προοπτική” της χώρας. Ας θυμηθούμε ότι πριν τους ύμνους της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ στον Α. Παπανδρέου, είχαμε τους ύμνους στον Κ. Καραμανλή.

Η πολιτική περιπέτεια της ΔΗΜΑΡ και η πιθανή κατάληξη αλά Καρατζαφέρη, προσφέρει πολλαπλά συμπεράσματα για την Αριστερά: Πρώτον, ότι δεν υπάρχει ενδιάμεσος δρόμος με ολίγο μνημόνιο. Δεύτερο, ότι δεν υπάρχει περιθώριο διαπραγμάτευσης όσο δεν είναι αποφασισμένη και προετοιμασμένη η ρήξη με τους δανειστές και η αποχώρηση από τους μηχανισμούς τους. Τρίτον, ότι οι προεκλογικές αντιμνημονιακές ρητορείες μεταλλάσσονται και θα συνεχίσουν να μεταλλάσσονται σε μνημονιακές και νεομνημονιακές πολιτικές, όσο παραμένουν στο έδαφος ευχολογίων που θέλουν να τα έχουν καλά και με τον λαό και με τον ευρωπαϊσμό.