1821: Οι εμφύλιες συγκρούσεις
Όπως είναι γνωστό, ο επαναστατικός πόλεμος του 1821 συνοδεύθηκε σε πολλές φάσεις του από εκτεταμένους και συχνά αιματηρούς εμφυλίους πολέμους. Οι πόλεμοι αυτοί αντανακλούσαν τις αντιπαραθέσεις στο εσωτερικό της ακόμη υπό διαμόρφωση νεοελληνικής κοινωνίας σε μια συγκεκριμένη της φάση αλλά και σε μια συγκεκριμένη της ιστορική στιγμή: Τη στιγμή της πορείας προς τη δημιουργία του εθνικού κράτους. Οπωσδήποτε βέβαια, οι αιτίες αυτές δεν ανάγονται στην «κατάρα της φυλής», όπως ισχυρίζεται η αστική ιστοριογραφία. Εμφύλιοι πόλεμοι εξάλλου εμφανίζονται σε όλες τις επαναστάσεις, διασπώντας το μπλοκ των επαναστατικών δυνάμεων.
Οι πόλεμοι αυτοί περιείχαν και ήταν φυσικό να περιέχουν τη σφραγίδα των γενικών συνθηκών της εποχής. Οι συνθήκες αυτές συγκεκριμένα ήταν:
- Η διάλυση του φεουδαρχικού κράτους και η γενική (όσο και ασυγκράτητη) τάση προς την επικράτηση της αστικής κοινωνίας. Βέβαια, εδώ απαιτείται και μια «διευκρίνιση μέσα στη διευκρίνιση»: Στην ελληνική περίπτωση έχουμε να κάνουμε με τη διάλυση του ανατολικού– με την έννοια του συγκεντρωτικού φεουδαρχικού κράτους και η πορεία προς την επικράτηση της αστικής κοινωνίας γίνεται με ειδικό, τοπικό, «βαλκανικό» τρόπο. Ο τελευταίος έχει σαν πυρήνα του την προσπάθεια δημιουργίας χωριστού εθνικού κράτους σαν νέας μορφής αστικής κοινωνικής οργάνωσης της περιοχής.
- Ύπαρξη ισχυρών αναχρονιστικών υπολειμμάτων «ανατολικού» τύπου, σε μια ανήσυχη και αντιφατική συνύπαρξη και σύμπλευση με στοιχεία υπερσύγχρονα για την εποχή και όχι πάντα λιγότερο ισχυρά. Ένα παράδειγμα που έχει περάσει μάλλον απαρατήρητο: Σε μια απομακρυσμένη και ακριανή περιοχή, ως πριν μερικούς μήνες απλή επαρχία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, εμφανίζεται το πιο εμπεριστατωμένο πολιτικό καθεστώς της τότε Ευρώπης.
- Απαρχές της υποδεέστερης, εξαρτημένης θέσης του ελληνικού καπιταλισμού στο σύστημα των σχέσεων μεταξύ των ιμπεριαλιστικών κρατών.
Οι γενικές αυτές συνθήκες εμφανίζονταν συγκεκριμένα με όρους που βάρυναν πολύ στους εμφυλίους πολέμους. Τους όρους αυτούς μπορούμε να τους συνοψίσουμε (με μεγάλο, ασφαλώς, ποσοστό ανοχής) στα εξής σύνολα:
1. Χαμηλός βαθμός εθνικής ολοκλήρωσης.
Το γεγονός ότι ο παράγων αυτός έπαιξε πολύ σοβαρό ρόλο στους εμφυλίους πολέμους φαίνεται πολύ καθαρά και μόνο από τις συγκρούσεις του τύπου «Ρουμελιώτες εναντίον Μωραϊτών». Εδώ, ωστόσο, πρέπει να πούμε ότι δεν πρόκειται για φαινόμενο επιφανειακό και ούτε καν μόνο ελληνικό. Αντίθετα, αποτελεί συστατικό στοιχείο του αστικού μετασχηματισμού, όπως βλέπουμε σε πολλές περιπτώσεις. Στις σημερινές ΗΠΑ, έχουμε σοβαρές αντιθέσεις μεταξύ των μικρών αποικιών (και σε συνέχεια πολιτειών) της ΒΑ περιοχής και εκείνων του Νότου, που με τον καιρό θα πάρουν και νέα συστατικά και μεγάλες διαστάσεις. Στη Γαλλία έχουμε την άγρια αντιπαράθεση μεταξύ του Ιακωβινικού Βορρά και του Γιρονδινικού Νότου. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για φυσιολογική κατάσταση, που δείχνει ότι η αστική κοινωνία βρίσκεται ακόμη στη φάση της πρώτης διαμόρφωσής της.
2. Αντιφατική κατάσταση και διάρθρωση των κυριάρχων δυνάμεων.
Η Επανάσταση του ’21 γίνεται σε γενικές ιστορικές συνθήκες όπου η μόνη βιώσιμη επαναστατική και προοδευτική δύναμη είναι η αστική τάξη. Σε αυτήν ανήκουν τόσο η ηγεσία της Επανάστασης όσο και ο χαρακτήρας της σφραγίδας που μπαίνει στα προβλήματά της[1]. Ωστόσο, ο όρος «αστική τάξη» καλύπτει μια πραγματικότητα ιδιαίτερα πολύπλοκη και γεμάτη ασυνέχειες ή και αντιθέσεις. Σε αυτήν ανήκουν οι πανίσχυροι και, για την εποχή και την περιοχή, γιγαντιαίοι εφοπλιστικοί όμιλοι, οι αστοί – γαιοκτήμονες, που βαθμιαία δημιουργούνται και, ταυτόχρονα, διαλύονται στις συνθήκες της αποσύνθεσης της αναχρονιστικής Οθωμανικής γαιοκτησίας, τα στοιχεία της πολιτικής και διοικητικής αριστοκρατίας που έχουν κατακτήσει θέσεις σε αυτό που έχει ονομαστεί «δοσιματική διοίκησις»[2], ένας ολόκληρος και ιδιαίτερα πολυάριθμος κόσμος[3] από βιοτέχνες επιχειρηματίες και μικρούς και μεσαίους εμπορευομένους, ο οποίος, στις παραμονές της 25ης Μάρτη, «βαδίζει από καταστροφή σε καταστροφή»[4], μέσα στην καταλυτική οικονομική κρίση που έχει δημιουργήσει η λήξη των Ναπολεοντείων Πολέμων. Οι δυνάμεις αυτές κάθε άλλο παρά ταυτίζονται πλήρως μεταξύ τους. Δε βρίσκονται όλες στον ίδιο βαθμό αστικοποίησης. Από την άποψη αυτή, οι πιο προωθημένοι είναι οι πάσης φύσεως πλοιοκτήτες και οι πάσης φύσεως έμποροι, αν και αυτοί επίσης χωρίζονται μεταξύ τους από σοβαρές αντιθέσεις. Αντίθετα, στους αστούς – γαιοκτήμονες[5] και, ακόμη περισσότερο, στο στοιχείο της διοικητικής αριστοκρατίας, το βάρος των αναχρονιστικών στοιχείων είναι πολύ ισχυρότερο. Τα διάφορα αυτά τμήματα διαφέρουν από την άποψη της οικονομικής επιφάνειας (π.χ. οι πρόκριτοι της Πελοποννήσου, ήδη από πρώτα ιδιαίτερα πλούσιοι, έχουν πλουτίσει παραπέρα από την οικειοποίηση των περιουσιών των τοπικών πασάδων, που επίσης ήταν ιδιαίτερα πλούσιοι, ενώ οι πρόκριτοι της Ρούμελης στηρίζονται ιδιαίτερα σε πολιτικές λειτουργίες). Διαφέρουν ακόμη και από την έλλειψη μιας πληρέστερα διαμορφωμένης εθνικής αγοράς, που δείχνει τις δυσκολίες επικοινωνίας μεταξύ των διαφόρων περιοχών. Τα πιο προωθημένα στοιχεία έχουν δεσμούς πιο πολύ με το εξωτερικό παρά με την ίδια την χώρα[6]. Οι διαφορές αυτές δεν είναι ακαδημαϊκές αλλά έχουν σοβαρότατες συνέπειες και επιπτώσεις. Ανάμεσα στους εφοπλιστές, τους ιδιόμορφους γαιοκτήμονες και τους εκπροσώπους της διοικητικής αριστοκρατίας είναι φανερό ότι υπάρχει πολύ έντονη «ιστορική ώσμωση»: Όλοι τους έχουν από καιρό στραφεί προς την αστική εξέλιξη μέσω της εμπορικής δραστηριότητας. Αυτό εξηγεί και την έντονη τάση προσέγγισης και συμπαράταξης που τους διακρίνει και που θα φανεί καθαρά στην Επανάσταση. Μεταξύ τους, όμως, υπάρχουν και διαφορές. Οι πλούσιοι εφοπλιστές βλέπουν τη γη σαν χώρο επένδυσης των κεφαλαίων τους και εξόδου από την οικονομική κρίση, αφού ο βιομηχανικός τομέας τους είναι κλειστός (ή, σωστότερα, κλεισμένος). Τα υπόλοιπα στοιχεία των κυριάρχων τάξεων, όμως, βλέπουν τη γη σαν δική τους και δεν έχουν διάθεση να την παραχωρήσουν σε άλλους. Αυτό κάνει το συνασπισμό των μεγαλοεφοπλιστών και των μεγαλοπροκρίτων ασταθή και γεμάτο αντιθέσεις, πράγμα που οδηγεί σε νέο κύκλο αντιπαραθέσεων. Πέρα από αυτά τα προβλήματα, υπάρχουν και τα προβλήματα της γενικότερης ιστορικής διαμόρφωσης των κυριάρχων τάξεων: Μέσα στα πλαίσια μιας ακόμη χαμηλής εθνικής ολοκλήρωσης, της επίδρασης των παραδόσεων της Οθωμανικής διοίκησης κλπ. οι ενέργειες και οι βλέψεις μερικών τμημάτων των κυριάρχων τάξεων όχι μόνο στρέφονται ευθέως ενάντια στα συμφέροντα των υπολοίπων αλλά, καμιά φορά, θέτουν σε κίνδυνο την ίδια την Επανάσταση[7].
Όλα αυτά δείχνουν συνολικά και τον αντιφατικό χαρακτήρα της κατάστασης των πραγμάτων. Η αστική τάξη της Ελλάδας (ή αυτού που θα γίνει σε συνέχεια Ελλάδα) είναι, αν συγκριθεί με άλλα ομόλογα παραδείγματα της εποχής, αναντίρρητα και πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας πανίσχυρη. Ωστόσο, αν συγκριθεί με τις αστικές τάξεις της Δυτικής Ευρώπης, δίνει την εντελώς αντίθετη εικόνα. Η οικονομική της δύναμη είναι, στη συγκριτική αυτή βάση, ασήμαντη. Η οικονομική της βάση είναι ακόμη χειρότερη καθώς το βιομηχανικό ή «δυνάμει βιομηχανικό» της τμήμα έχει ήδη καταστραφεί πριν την Επανάσταση, πράγμα που είχε σαν αποτέλεσμα όχι μόνο την παραμονή της χώρας εκτός της πρώτης βιομηχανικής επανάστασης αλλά και την υποτακτική της εξάρτηση από τις διαδικασίες της[8]. Η ίδια η διαμόρφωση της αστικής τάξης είναι έντονα ανομοιογενής και, δίπλα σε στοιχεία πολύ προωθημένα για την εποχή, παρουσιάζονται και στοιχεία εντελώς ανολοκλήρωτα ή ακόμη και εμβρυώδη. Οι δυσμενείς αυτοί παράγοντες επιδεινώνονται από το συγκεκριμένο «βάρος της Ιστορίας». Σε διάκριση, π.χ., με την αστική τάξη της Αγγλίας ή της Γαλλίας, η αστική τάξη της Ελλάδας δε διαθέτει ένα έτοιμο κρατικό μηχανισμό από το παρελθόν και ούτε καν παράδοση συγκεντρωτικής διοίκησης. Μερικές αναλύσεις διακρίνουν στις γραμμές της (ή, σωστότερα, στις γραμμές των εντελώς ανωτέρων στρωμάτων της) μια έντονη προεπανασταστική τάση αποδοχής μιας «πεφωτισμένης δεσποτείας», έστω και Οθωμανικής[9]. Ωστόσο, η Ιστορία χάραξε άλλο δρόμο, δρόμο στον οποίο το Οθωμανικό κράτος αποδείχθηκε εντελώς ακατάλληλο για τις ανάγκες της και γι’ αυτό καταστράφηκε τελείως. Άλλωστε, και αυτό το κράτος μόνο κατά μια συνθήκην ήταν συγκεντρωτικό. Η μεγάλη κρίση της Αυτοκρατορίας, που είχε ήδη αρχίσει και βαθύνει, έχει δυναμώσει τις τάσεις αλλά και τα συγκεκριμένα φαινόμενα φεουδαρχικού κατακερματισμού, εντείνοντας τις φιλοδοξίες αλλά και τις συγκεκριμένες ενέργειες των ισχυρών τοπαρχών[10]. Η παράδοση αυτή, που συνδυάζεται και με ισχυρά συμφέροντα, αναταράσσει όχι μόνο τις γραμμές αλλά και τα ιδεολογικά ή ακόμη και τα ψυχολογικά στηρίγματα των καινούργιων δυνάμεων, εμποδίζοντας και, πάντως, δυσκολεύοντας την παραπέρα πορεία τους.
3. Ο ρόλος της «πολεμικής αριστοκρατίας».
Ένα από τα χαρακτηριστικά της Επανάστασης ήταν η ύπαρξη σχετικά ισχυρών και ετοιμοπολέμων παραδοσιακών ή ατάκτων (δε θεωρούμε ταυτόσημες τις δυο έννοιες) στρατιωτικών δυνάμεων που προέρχονταν από λειτουργίες του προηγουμένου καθεστώτος. Οι δυνάμεις αυτές προέρχονταν από τη σύγκλιση δυο παραγόντων: Ο ένας ήταν αυτό που σήμερα θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε «σύστημα αυτοάμυνας», που δημιουργείται βαθμιαία στους κόλπους της αγροτιάς κυρίως και έμεινε στην Ιστορία με το όνομα «κλέφτες». Ένας άλλος ήταν ο στρατιωτικός μηχανισμός που δημιούργησαν βαθμιαία στα χρόνια της Αυτοκρατορίας η Υψηλή Πύλη και οι τοπικοί πασάδες για τη διεκπεραίωση των διοικητικών καθηκόντων[11]. Όσο δεν υπάρχουν ακόμη οι προϋποθέσεις για το επαναστατικό άλμα, οι δυο αυτοί μηχανισμοί αλληλοαντιπαρατίθενται αλλά, ταυτόχρονα, αλληλοταυτίζονται (ή, σωστότερα, αλληλοδιαπερνώνται), καθώς τμήματά τους μόνιμα περνούν εναλλακτικά από τη μια κατάσταση στην άλλη. Με το ξέσπασμα της Επανάστασης, η πολεμική αυτή μηχανή καλείται να διαδραματίσει σοβαρό ρόλο. Επί κεφαλής σημαντικών δυνάμεων, καλοί γνώστες του πεδίου των επιχειρήσεων, κάτοχοι αξιολόγων (και, καμμιά φορά, μεγάλων) στρατιωτικών ταλάντων, τα μέλη της «πολεμικής αριστοκρατίας» αναλαμβάνουν τη διεκπεραίωση των στρατιωτικών καθηκόντων της Επανάστασης και, κυρίως, του πιο σημαντικού: Της νικηφόρας έκβασης του πολέμου. Οι δυνάμεις που κατόρθωσαν να συγκεντρώσουν (συντελούντων και των πολεμικών λαφύρων, στρατιωτικών αποθεμάτων και άλλων υλικών που περιήλθαν σε ελληνικά χέρια) δεν ήταν μικρές και, ως το 1825, η στρατιωτική κατάσταση φαίνεται ευνοϊκή[12].
Ωστόσο, όλα αυτά δε γίνονται χωρίς να μπαίνει επί τάπητος το θέμα της κοινωνικής θέσης αυτής της «πολεμικής αριστοκρατίας». Η σημερινή θέση της χαρακτηρίζεται από την απουσία οικονομικής βάσης και από την απώλεια όσων διοικητικών θέσεων κατείχε με την εξάλειψη της οθωμανικής διοίκησης. Η επαναστατική ανατροπή που προκαλεί η έκρηξη ήδη της Επανάστασης στη διάρθρωση και τη θέση της πολεμικής αυτής αριστοκρατίας δεν πρέπει να υποτιμάται. Επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ο «κλέφτης» βγαίνει εκτός των θεσμικών ορίων της κατεστημένης κοινωνίας, γίνεται περιθωριακός. Στις συνθήκες της Επανάστασης, ο «κλέφτης» δεν είναι καθόλου περιθωριακός. Γίνεται «στρατιωτικός», στοιχείο και αυτό της κοινωνίας που πρέπει (και που απαιτεί) να λαμβάνεται υπ’ όψη όπως και όλα τα άλλα, ανατροπή καθόλου μικρή στα πλαίσια των σχέσεων της εποχής[13]. Χωρίς να κινούνται, κατ’ ανάγκην, από ένα ψυχρό και κυνικό υπολογισμό, δεν είναι παράξενο ότι οι εκπρόσωποι της πολεμικής αριστοκρατίας ζητούσαν να αμειφθούν και να αναδειχθούν για τους κάθε άλλο παρά μικρούς κινδύνους τους οποίους διέτρεχαν και για τις υπηρεσίες που προσέφεραν και που συχνά ήταν αναντικατάστατες. Στις γενικές ιστορικές συνθήκες της εποχής που εξετάζουμε, μόνος ιστορικά ανοιχτός δρόμος για την ανάδειξή τους ήταν η αστικοποίηση, δηλαδή, η ένταξή τους, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, στις γραμμές των ανερχομένων τμημάτων των κυριάρχων τάξεων. Και αυτή ακριβώς η τάση εμφανίζεται αλλά όχι χωρίς να προκαλέσει, όπως ήταν και αναπόφευκτο, οξύ ανταγωνισμό με τους ήδη κατεστημένους στις προνομιακές θέσεις, τροφοδοτώντας τις εμφύλιες συρράξεις. Έτσι, η αντίθεση «πολιτικών – στρατιωτικών» θα είναι μια από τις κύριες αιτίες (και, πάντως, κύριες μορφές) των εμφυλίων πολέμων.
Στους πολέμους αυτούς, η «πολεμική αριστοκρατία» παίρνει μέρος με το δικό της «πολεμικοαριστοκρατικό» τρόπο. Ο τρόπος αυτός αποκαλύπτει και τη βαθύτερη ιστορική ταυτότητα του στρώματος αυτού. Συγκεκριμένα, αποκαλύπτει:
– Την ανικανότητά του να διαχωριστεί από τους αντιπάλους του, παρά τη μόνιμη αντιπαράθεση με αυτούς[14]. Εξ ου και το κύμα των συνοικεσίων ή των απόπειρών τους[15]. Αυτό δε γίνεται χωρίς και πολιτικούς υπολογισμούς (ανάγκη διατήρησης του επαναστατικού μετώπου) αλλά η κύρια αιτία του βρίσκεται σε γενικούς ιστορικούς λόγους που είναι φυσικό οι πρωταγωνιστές της Παλιγγενεσίας να μη μπορούν να αντιληφθούν και να αναλύσουν.
– Την ανικανότητά του να γίνει από μόνο του κυρίαρχη δύναμη και να διαχειριστεί τις υποθέσεις της νέας κοινωνίας που γεννιέται. Το στρώμα αυτό θα δείξει καθαρά την ανικανότητά του αυτή (που είναι επίσης παράγων υποδαύλισης των εμφυλίων πολέμων) σε κάθε ευκαιρία[16]. «Πρώτη ύλη» των εκάστοτε κυβερνήσεων θα είναι πότε οι εμποροναυτικοί των νησιών πότε οι εκπρόσωποι της διοικητικής αριστοκρατίας, κυρίως της Πελοποννήσου, ποτέ οι στρατιωτικοί. Το βάρος και η επιρροή του στρώματος αυτού συντελούν στη μη δημιουργία τακτικών δυνάμεων – ένα τέτιο βήμα θα δημιουργούσε μια εντελώς νέα κατάσταση στρατιωτικού καταμερισμού και θα ανέτρεπε άρδην την ίδια την υπόστασή του[17]. Φορείς έντονα μισομεσαιωνικών αντιλήψεων, βλέπουν, ιδιαίτερα στα ανώτερα στρώματά τους, ευνοϊκά τις απόψεις του κρατικού κατακερματισμού προς όφελός τους. Σε πολλές περιπτώσεις, δε φαίνεται να έχουν ακριβή επίγνωση της ουσίας της ιστορικής επιχείρησης στην οποία συμμετέχουν.
– Την πιο κοντινή του θέση στη μάζα των εργαζομένων, στη συγκεκριμένη περίπτωση, στην αγροτιά. Τα μέλη του στρώματος αυτού προέρχονται, από άποψη καταγωγής, από τον αγροτικό πληθυσμό. Τραχείς και μισοάγριοι πολεμιστές, κατά κανόνα εντελώς αναλφάβητοι, δε διαφέρουν σε τίποτε από το μέσο τύπο του αγρότη της εποχής. Η ομοιότητα δεν περιορίζεται στα εξωτερικά χαρακτηριστικά. Πηγαίνει βαθύτερα, στην πολιτική και ιδεολογική διαμόρφωση. Στο στρώμα αυτό, βρίσκουν, μεταξύ άλλων, έκφραση οι προλήψεις και οι ιστορικές ανεπάρκειες αλλά και το ριζοσπαστικό επαναστατικό πνεύμα της αγροτικής μάζας. Δεν προσφέρεται, βέβαια, σε αμφισβήτηση το ότι ένας Μαυροκορδάτος γνώριζε τα διαχειριστικά, πολιτικά, στρατηγικά και διπλωματικά προβλήματα της Επανάστασης πολύ νωρίτερα και πολύ καλύτερα από έναν Κολοκοτρώνη. Δεν είναι, όμως, λιγότερο γεγονός ότι ο Κολοκοτρώνης κινητοποίησε τις μάζες για την απόκρουση του Δράμαλη[18] και ότι αυτός εξέδωσε την περίφημη διακήρυξη του πολέμου με όλα τα μέσα για τη σωτηρία της Επανάστασης, πράγμα που ο Μαυροκορδάτος δε θα έκανε ποτέ.
Τα παραπάνω χαρακτηριστικά είναι, στην πραγματικότητα, στενά συνδεδεμένα μεταξύ τους. Για να παίξει το ρόλο της, η πολεμική αριστοκρατία έπρεπε ακριβώς να μπορεί να αντιπαρατεθεί στην ιστορικά στενή πλευρά της αστικής τάξης σαν επαναστατικής δύναμης χωρίς να μπορεί να αποχωρισθεί από αυτή, να συνδέεται με την αγροτιά και να μην καταλαβαίνει σε βάθος τα προβλήματα της επανάστασης. Στην πράξη, όλα δείχνουν ότι το στρώμα αυτό έπαιξε, με όλες του τις ιδιομορφίες, το ρόλο του «πληβειακού αστικού στοιχείου», του στοιχείου εκείνου που σπρώχνει την αστικοδημοκρατική επανάσταση ως την τελική της νίκη χωρίς να κατανοεί σε βάθος την ουσία της, χωρίς να μπορεί να διαχειριστεί μακροπρόθεσμα τα προβλήματά της και χωρίς να μπορεί να καρπωθεί άμεσα τους καρπούς της.
Όπως και αν έχει το πράγμα, η Επανάσταση, στην πορεία της, προκάλεσε σημαντικές ανακατατάξεις στις γραμμές του στρώματος αυτού. Εντείνεται ακόμη περισσότερο και, ως ένα βαθμό, εξ αρχής δημιουργείται η διαφοροποίηση σε ανώτερο και κατώτερο στρώμα, πράγμα που στηρίζεται, μεταξύ άλλων, στην εισροή μεγάλων χρηματικών μέσων (π.χ., δάνεια), αλλά και υποδαυλίζει παραπέρα εμφυλίους πολέμους, καθώς οι πολιτικές κορυφές χρησιμοποιούν το δεύτερο ενάντια στο πρώτο. Επιφανής εκπρόσωπος της πολεμικής αριστοκρατίας και πρωταγωνιστική φυσιογνωμία της Επανάστασης ήταν ο Θ. Κολοκοτρώνης. Άνθρωπος μεγάλων ικανοτήτων και όχι μόνο στρατιωτικών, ο κατά καιρούς τρομερός Γέρος του Μοριά φαίνεται να ήταν από τα πιο προωθημένα μυαλά αυτής της κατηγορίας[19]. Η εξέλιξη της Επανάστασης θα αναδείξει και άλλες ενδιαφέρουσες προσωπικότητες, όπως ο Γεώργιος Καραϊσκάκης, στρατιωτικό μυαλό όχι κατώτερο, αλλά περιορισμένων πολιτικών οριζόντων, ο Μάρκος Μπότσαρης, που επιμένει ακλόνητα στην ανάγκη δημιουργίας τακτικού στρατού, και ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, που γίνεται ο εκφραστής των ακραίων αντιλήψεων του μεσαιωνικού κρατικού κατακερματισμού.
4. Ο ρόλος των ξένων δυνάμεων. Το κεφάλαιο αυτό πιστεύουμε ότι έχει πολύ μεγάλη σημασία.
Η έκρηξη της Επανάστασης δημιουργεί σοβαρότατα διεθνή προβλήματα. Η ίδια η Επανάσταση θέτει επί τάπητος άνευ περιστροφών το θέμα της ακεραιότητας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ακρογωνιαίο λίθο της βρετανικής πολιτικής, ενώ, από την άλλη, προκαλεί το ενδιαφέρον της Ρωσίας, που έχει τον ακριβώς αντίθετο ακρογωνιαίο λίθο. Εκτός από αυτό, η Επανάσταση δημιουργεί και άλλου είδους προβλήματα. Η Επανάσταση ξεσπά στην πιο ακατάλληλη στιγμή: Ακριβώς όταν, στην Ευρώπη, φαίνεται να έχει στερεωθεί η ιδιόμορφη αντεπαναστατική στροφή που έχει φέρει το τέλος των Ναπολεοντείων Πολέμων. Με άλλα λόγια, η Επανάσταση, εκτός από την ακεραιότητα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, απειλεί και το Ευρωπαϊκό STATUS QUO.
Είναι δυνατό να δεχθούμε ότι οι ξένες δυνάμεις έμειναν αδιάφορες; Αυτό, προφανώς, ήταν το μόνο που δεν ήταν δυνατόν να συμβεί. Αντίθετα, οι ξένες δυνάμεις αντέδρασαν αμέσως. Εκείνες με τις οποίες συνδέεται κυρίως το ελληνικό εμπορικό κεφάλαιο, η Αγγλία και η Γαλλία, πολύ εχθρικά. Η Ρωσία κρατά εφεκτική στάση αλλά με πολλούς κινδύνους[20].
Είναι, βέβαια, γεγονός ότι οι εμφύλιοι πόλεμοι είχαν τις αιτίες τους σε παράγοντες που είχαν βαθιές ρίζες μέσα στην ελληνική κοινωνία. Πέρα όμως από αυτό, οι ίδιες οι βλέψεις των μεγάλων δυνάμεων της εποχής απέναντι στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και την προοπτική συγκρότησης ελληνικού κράτους, έπαιξαν το ρόλο τους.
Για να καταλάβουμε τη βαθύτερη ουσία του πράγματος, πρέπει να δούμε ποια ήταν η πραγματική πολιτική των ξένων δυνάμεων απέναντι στην Επανάσταση.
– Η Ρωσία τη βλέπει σαν ένα παράγοντα διάλυσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και την ευνοεί. Παράλληλα, είναι επιφυλακτική απέναντί της για δυο λόγους: Ο ένας είναι ότι δε θέλει να προκαλέσει τις άλλες δυνάμεις και, ιδιαίτερα, την Αγγλία. Ο άλλος είναι ότι, ακριβώς επειδή πρόκειται για επανάσταση, τη νοιώθει σαν κίνδυνο για το καθεστώς του τσαρισμού που ωθείται όλο και περισσότερο να γίνει ο φύλακας της ευρωπαϊκής αντεπανάστασης.
– Η Γαλλία αντιδρά εχθρικά αλλά η πολιτική της δείχνει έντονα στοιχεία ετεροκαθορισμού από την πολιτική των άλλων δυνάμεων, ιδιαίτερα της Αγγλίας.
– Η Αγγλία βλέπει την Επανάσταση αρχικά εχθρικά σαν υπονομευτή της ακεραιότητας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που, για την Αγγλία, αποτελεί προμαχώνα ενάντια στη Ρωσία. Ωστόσο, η εχθρότητα της Αγγλίας αποδεικνύεται πολύ σύντομα πολύ ασταθής και ασυνεπής και ήταν αναγκαστικά έτσι. Η Αγγλία, η οποία, ταυτόχρονα, παίζει ενεργό ρόλο στην ανεξαρτησία της Νότιας Αμερικής, αναγκαστικά κατανοεί τη σημασία της Ελληνικής ανεξαρτησίας για τον ίδιο λόγο: Γιατί δημιουργεί νέες αγορές για τη βρετανική βιομηχανία. Από την άλλη, η βρετανική πολιτική ηγεσία γρήγορα καταλαβαίνει ότι η Ελληνική Ανεξαρτησία είναι, ούτως ή άλλως, αναπόφευκτη και θα γίνει οπωσδήποτε. Θα γίνει ακόμη και αν, με κάποιο τρόπο, νικήσει στρατιωτικά ο Σουλτάνος – τι αξία έχει μια στρατιωτική νίκη σε μια χώρα έτσι και αλλιώς ακυβέρνητη[21]; Ετσι, από το 1822 κιόλας, η στάση του Λονδίνου αρχίζει να αλλάζει και ιδιαίτερα όταν στην εξουσία έρχεται ο Κάννινγκ, γνωστός και από το ρόλο του στη Νότια Αμερική. Αλλάζει, όμως, με την εξής έννοια: Αφού η κατάληξη είναι αναπόφευκτη και μπορεί να είναι και ωφέλιμη, δεν υπάρχει λόγος η Αγγλία να αντιτίθεται. Πρέπει, όμως, να γίνει με τρόπο όσο το δυνατόν πιο επωφελή. Συγκεκριμένα, πρέπει να γίνει σαν ενέργεια παραχώρησης της Αγγλίας και όχι σαν κατάκτηση των Ελλήνων. Έτσι το νέο κράτος θα είναι εξαρτημένο ακόμη περισσότερο από την ούτως ή άλλως κοσμοκράτειρα Αγγλία. Πράγμα που, πέραν των πολλών άλλων, θα σημαίνει και εξασφάλιση των Επτανήσων, που ανήκουν όχι στην Οθωμανική Αυτοκρατορία αλλά στην Αγγλία και που η τελευταία δεν έχει καμία διάθεση να εγκαταλείψει[22].
ΣΥΝΤΟΜΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΩΝ ΓΕΓΟΝΟΤΩΝ
Οι εμφύλιοι πόλεμοι ξεσπούν με την ολοκλήρωση της πρώτης φάσης της Επανάστασης, ένδειξη των αντιθέσεων που ξεσπούν με την εκπλήρωση των πρώτων επαναστατικών καθηκόντων.
Ο πρώτος εμφύλιος πόλεμος, όπως ονομάστηκε, σχετίζεται με την εμφάνιση σοβαρών αντιθέσεων ανάμεσα στους προκρίτους και τους στρατιωτικούς της Πελοποννήσου. Πρωταγωνιστές θα είναι οι Ζαΐμηδες, οι Λόντοι και οι Δεληγιανναίοι, από τη μια μεριά, και ο Κολοκοτρώνης, από την άλλη. Η βάση των αντιπαραθέσεων του πολέμου αυτού θα είναι η εξής: Οι πρόκριτοι της Πελοποννήσου βλέπουν με πολύ άσχημο μάτι την ανάδειξη των στρατιωτικών στελεχών, που επέρχεται μέσω των πολεμικών επιχειρήσεων και των πρώτων στρατιωτικών επιτυχιών και θέλουν να αποκλείσουν τους στρατιωτικούς από κάθε λόγο στις εξελίξεις. Δεν πρόκειται, φυσικά, απλώς και μόνο για προσωπικές φιλοδοξίες, όσο ρόλο και αν αυτές μπορεί να έπαιξαν. Οι πρόκριτοι της Πελοποννήσου βλέπουν ότι τα προνόμια που, από πολλές γενεές διαθέτουν και που θεωρούν δεδομένα και αιώνια, απειλούνται από ανερχόμενες δυνάμεις, των οποίων την ανάδειξη δεν είχαν υπολογίσει, αλλά και που, ακόμη και αν είχαν υπολογίσει, δεν μπορούν να ανεχθούν. Οι προθέσεις των Πελοποννησίων προκρίτων έχουν φανεί πολύ καθαρά στη συνάντηση, που έγινε χωρίς καμία εξουσιοδότηση, 29 προκρίτων στο μοναστήρι των Καλτετζών στις 26 Μάη 1821, όπου διορίστηκε επιτροπή για να διοικήσει «καθ’ όποιον τρόπον η Θεία πρόνοια τους φωτίσει και γνωρίσωσιν ωφέλιμον, έχοντες κατά τούτο κάθε πληρεξουσιότητα, χωρίς να ημπορή τινάς να αντιτείνει ή να παρακούση εις τα νεύματα και διαταγάς των». Ο διορισμός, ίσως για να προλάβει αντιδράσεις, θέτει όριο άσκησης της εξουσίας αυτής την κατάληψη της Τρίπολης, που ήδη πολιορκείται.
Η προσπάθεια αυτή συναντά ευρείες αντιδράσεις. Το καλοκαίρι γίνονται γεγονότα που δείχνουν ότι η πραγματική παρουσία της παραδοσιακής αριστοκρατίας είχε εκ των πραγμάτων περιοριστεί και ότι είχε δημιουργηθεί μια νέα κατάσταση. Έρχεται στην Ελλάδα ο Δ. Υψηλάντης, που διεκδικεί την ανωτάτη εξουσία στη βάση της δράσης του αδελφού του Αλεξάνδρου. Γύρω του συσπειρώνεται μια σημαντική μερίδα Φιλικών. Φυσικά, οι πρόκριτοι αρνούνται, ο Μαυροκορδάτος αρνείται επίσης και τα πράγματα φθάνουν ως την απειλή σύγκρουσης στο στρατόπεδο των Βερβαίνων.
Στην πρώτη αυτή αντιπαράθεση, συγκλίνουν πολλά στοιχεία. Τα κυριότερα είναι:
- Η αντίθεση των ανωτέρων στρωμάτων της «αριστοκρατίας» (με την έννοια του συνόλου των «ανωτέρων» τάξεων) με εκείνα τα κατώτερα στρώματά της που χάνουν έδαφος και που, πριν γίνει η Επανάσταση, πρωτοστατούν στην ίδρυση και τη δραστηριότητα της Φιλικής Εταιρίας. Η ήττα των τελευταίων στην αντιπαράθεση αυτή δείχνει την όλο και μεγαλύτερη αποχώρησή τους από την ιστορική σκηνή.
- Η αντίθεση προκρίτων – στρατιωτικών. Οι πρόκριτοι θέλουν να κυριαρχούν και να διαχειρίζονται την κατάσταση όπως ως τώρα, στηριγμένοι στη λειτουργία των στρατιωτικών όπως ήταν ως τώρα. Δεν έχουν καταλάβει ότι η λειτουργία αυτή έχει αλλάξει και ότι οι στρατιωτικοί δεν είναι τόσο υπάκουοι όσο στο παρελθόν.
- Η αντίθεση προκρίτων –αγροτιάς. Οι προθέσεις των προκρίτων να μη θιγούν σε απολύτως τίποτε τα προνόμιά τους θα πρέπει να ήταν πολύ προκλητικές, με αποτέλεσμα την αντίδραση της αγροτικής μάζας. Η αντίθεση αυτή συνδέεται με την προηγουμένη, καθώς οι αγρότες έχουν, σε μεγάλο βαθμό, «στρατιωτικοποιηθεί» λόγω του πολέμου.
Η παρέμβαση του Κολοκοτρώνη σώζει τους προκρίτους από απρόβλεπτες συνέπειες. Ο Κολοκοτρώνης σχολιάστηκε πολύ για την παρέμβασή του αυτή, που είχε και το στοιχείο της αυτοκαταστροφής, αφού αντιστρατευόταν τη στρατιωτική πλευρά στην οποία ανήκε και ο ίδιος. Η παρέμβαση αυτή έδειξε ότι ο Κολοκοτρώνης έβλεπε το μέλλον του μέσα σε ένα κόσμο όπου υπάρχουν και οι πρόκριτοι. Η ουσία της ενέργειας ήταν ότι έδειξε την ανικανότητα του στρώματος στο οποίο ανήκε να διαχωριστεί από τους προκρίτους και αυτό δεν περιορίζεται μόνο στον Κολοκοτρώνη[23]. Ωστόσο, στις παραινέσεις του Κολοκοτρώνη βλέπουμε και ένα πολύ χαρακτηριστικό στοιχείο, που, ίσως, δεν έχει προσεχτεί όσο πρέπει: Το φόβο διεθνών περιπλοκών[24].
Όπως και αν έχει το πράγμα, οι εξελίξεις τρέχουν. Η Επανάσταση σημειώνει σοβαρές στρατιωτικές επιτυχίες. Το Σεπτέμβρη του 1821, καταλαμβάνεται η Τρίπολη, ασφαλίζοντας την Επανάσταση στην Πελοπόννησο. Το Δεκέμβρη του 1821, καταλαμβάνεται το Ναύπλιο. Η Πάτρα πολιορκείται. Στα μέσα του Γενάρη του 1822, καταλαμβάνεται η Κόρινθος, πολύ μεγάλο οικονομικό κέντρο της εποχής. Η Επανάσταση εξαπλώνεται και, όπως δείχνουν τα επακόλουθα γεγονότα, εξασφαλίζεται και στη Στερεά.
Οι στρατιωτικές επιτυχίες οξύνουν τις αντιθέσεις μεταξύ στρατιωτικών και προκρίτων της Πελοποννήσου, αλλά, παράλληλα, κάνουν ακόμη πιο επιτακτική την ανάγκη οργάνωσης της Επανάστασης σε ευρύτερη κλίμακα.
Η ανάγκη αυτή εξυπηρετήθηκε με τρόπο που έδειχνε την πολύπλοκη κατάσταση στη διάταξη των δυνάμεων και στις μεταξύ τους σχέσεις. Το Νοέμβρη του 1821, ο Δ. Υψηλάντης καλεί Εθνοσυνέλευση. Παρ’ όλο που δεν είχε καμιά επίσημη αρμοδιότητα γι’ αυτό, η ανάγκη της εθνικής οργάνωσης είναι τόση ώστε κανείς δεν τολμά να φέρει αντιρρήσεις. Αντίθετα, οι πρόκριτοι θεωρούν την Εθνοσυνέλευση σαν κατάλληλη ευκαιρία για να εξασθενήσουν παραπέρα τον Υψηλάντη. Έτσι συγκαλείται η Α΄ Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου, η οποία, την 1η Γενάρη του 1822, ανακηρύσσει την Ελλάδα ανεξάρτητη.
Ένα βήμα κατ’ εξοχήν επαναστατικό αλλά που δεν ήταν το μόνο. Στην πραγματικότητα, η Επίδαυρος προχωρά σε ένα βήμα του οποίου σήμερα δυσκολευόμαστε να κατανοήσουμε την πραγματική σημασία, αλλά που, στην εποχή του, θα πρέπει να φαινόταν πραγματικά «κουφό». Ας σκεφθούμε λίγο: Σε μια μακρινή και κάθε άλλο παρά κεντρικού ρόλου γωνιά της Ευρώπης, μέχρι προ μηνών επαρχία του Σουλτάνου και, επί πλέον, σε συνθήκες όπου, στην υπόλοιπη Ευρώπη, φαίνεται να κυριαρχεί η μοναρχοαπολυταρχική αντεπανάσταση, εγκαθιδρύεται η αστική δημοκρατία[25].
Από την άποψη των συγκεκριμένων πολιτικών παραμέτρων, η Α΄ Εθνοσυνέλευση δημιούργησε μια ακανθώδη – ίσως, μάλιστα, και εκρηκτική – πραγματικότητα:
- Δημιουργεί για πρώτη φορά τη συμμαχία προκρίτων της Πελοποννήσου και προκρίτων των νησιών, δηλαδή μισογαιοκτημονικής – μισοδιοικητικής αριστοκρατίας και εφοπλιστικού κεφαλαίου. Στη συμμαχία αυτή, εντάσσεται και μεγάλο μέρος των κατωτέρων οπλαρχηγών της Στερεάς, όπου η πολιτική αριστοκρατία είναι πολύ πιο αδύνατη και οι επιχειρήσεις, σε συνθήκες πολύ μεγαλύτερης στρατηγικής έκθεσης, έχουν ήδη αρχίσει να διαλύουν τα παλιά αρματολήκια[26].
- Εξασθενεί τη θέση των στρατιωτικών, εκείνων, δηλαδή, που, με τις στρατιωτικές τους επιτυχίες, εξασφαλίζουν την επιβίωση της Επανάστασης[27].
Η αντιπαράθεση δε θα μπορεί να μένει σε εκκρεμότητα για πάντα. Το 1824, οι δυο παρατάξεις που έχουν διαμορφωθεί (έμποροι και πρόκριτοι, από τη μια μεριά, και μεγαλοκαπεταναίοι, ιδιαίτερα Πελοποννήσιοι, από την άλλη) θα προσπαθήσουν να λύσουν τις διαφορές τους με τα όπλα. Ο πόλεμος αυτός θα χαρακτηριστεί από περιορισμένες συγκρούσεις και ατέρμονες διαπραγματεύσεις και συνομιλίες, που όλες καταλήγουν στην ήττα των στρατιωτικών, των οποίων ο αρχηγός Κολοκοτρώνης αναγκάζεται να παραδώσει στους αντιπάλους του το Ναύπλιο που διοικεί ο γιος του Πάνος. Στο Ναύπλιο, εγκαθίσταται η κυβέρνηση και, έτσι, δημιουργείται και η πρώτη ελληνική πρωτεύουσα.
Ο συνασπισμός ναυτικών – προκρίτων βγαίνει νικητής. Εκείνο που αξίζει να παρατηρηθεί εδώ και που απαιτεί, ασφαλώς, πολλή ανάλυση είναι η στάση του «συνασπισμού των Φιλικών των Βερβαίνων» ή, για την ακρίβεια, οι διαλυτικές τάσεις στις γραμμές του. Ο Δικαίος, από τα βασικά στηρίγματα του Υψηλάντη στα Βέρβαινα, τώρα βοηθά τους τέως αντιπάλους του, προσπαθώντας να οργανώσει ένοπλη αντίσταση ενάντια στον Κολοκοτρώνη. Ο Αναγνωσταράς πάει με τους νησιώτες. Ένας παλαιός Φιλικός, ο Μποταΐτης, οργανώνει εξέγερση στην Τρίπολη ενάντια στον Κολοκοτρώνη. Εκείνο που φαίνεται ότι συμβαίνει είναι ότι η διάλυση της βασικής δύναμης των στοιχείων αυτών έχει ολοκληρωθεί. Οι οικονομικές τους λειτουργίες αποδείχθηκαν ανίσχυρες και σε υποχώρηση. Ο γενικά αστικός τους χαρακτήρας δεν τους επιτρέπει (συντελούντων και των ειδικών χαρακτηριστικών του αγροτικού προβλήματος) να αποκτήσουν δεσμούς με την αγροτιά και να δημιουργήσουν με τη βοήθειά της αυτό που φαίνεται να είναι το κίνητρο των ενεργειών τους – ένα συγκεντρωτικό κράτος[28]. Η αγροτιά μένει κυρίως συνδεδεμένη με τους καπεταναίους. Ισως δεν είναι τυχαίο το ότι η εξέγερση του Μποταΐτη στην Τρίπολη είναι κυρίως εξέγερση χειροτεχνών που καταστέλλεται με τη μετάκληση αγροτών από τις γειτονικές περιοχές.
Είτε από σκοπιμότητα είτε από πεποίθηση (είτε, το πιθανότερο, και από τα δυο), οι καπεταναίοι θα δείξουν αυτό το δεσμό, προειδοποιώντας τους αγρότες ότι οι γαίες της Πελοποννήσου κινδυνεύουν από τη νησιωτική επιβουλή, πράγμα που, άλλωστε, δεν ήταν παρά η αλήθεια.
Για το λόγο αυτό ακριβώς, «ο πρώτος εμφύλιος πόλεμος έρριψεν επί της παύσεώς του τα σπέρματα του δευτέρου», όπως λέει ο Τρικούπης.
Οι εφοπλιστές είχαν υποστηρίξει τους προκρίτους γιατί θεωρούσαν ότι η νίκη τους θα τους εξασφάλιζε μια σταθερή κυβέρνηση. Αυτή η κυβέρνηση, όπως το έβλεπαν αυτοί, θα τους εξασφάλιζε τις γαίες της Πελοποννήσου, δηλαδή δυνατότητες τοποθέτησης των κεφαλαίων τους στη γη, ή, ακόμη καλύτερα, τις προσόδους της Πελοποννήσου. Αυτά όλα, όμως, τα εποφθαλμιούσαν και οι πρόκριτοι της Πελοποννήσου. Έτσι, μετά την ήττα των στρατιωτικών, φάνηκαν αμέσως οι αντιθέσεις μεταξύ των ως τώρα συμμάχων.
Ο Κολοκοτρώνης λέει στο Λόντο και το Ζαΐμη ότι τους παραδίδει το Ναύπλιο, εκείνοι, όμως, πρέπει να εξασφαλίσουν ότι δε θα επιτραπεί σε «ξένους» να «καβαλλικέψουν το άτι του Μοριά, διότι το σακατεύουν». Λέει, δηλαδή, στους Πελοποννησίους προκρίτους ότι η νησιωτική απειλή δεν αφορά μόνο τα συμφέροντα των καπεταναίων ή των αγροτών αλλά και τα δικά τους. Από την άλλη, έχουμε το Γ. Κουντουριώτη που γράφει στον αδελφό του: «Οι Πελοποννήσιοι, αδελφέ, δεν επιθυμούσι να ενδυναμώσωσι την διοίκησιν δια να ημπορέσει να πωλήση τα εθνικά εισοδήματα, επειδή εσυνήθισαν να τα φάγωσιν οι ίδιοι και όχι να καταναλίσκωνται εις τας ανάγκας της πατρίδος». Ενδιαφέρον είναι ότι και οι δυο πλευρές έχουν συναίσθηση του βάρους της ξένης ανάμιξης. Ο μεν Κολοκοτρώνης λέει στο Λόντο ότι πρέπει να προσέχει διότι «το δάνειο έρχεται και, αν δεν έρχεται, θα έρθει», ενώ ο Κουντουριώτης συνιστά στην κυβέρνηση «να προφθάσει κατά τάχος αυτό το δάνειον και δυνάμει τούτου ανατρέπει και ματαιοί όλα τα σχέδια και στοχασμούς των αντιπατριωτών και των κατά το σχήμα πατριωτών».
Οι πρώην αντίπαλοι – Πελοποννήσιοι πρόκριτοι και οπλαρχηγοί – γίνονται τώρα σύμμαχοι. Το έναυσμα για την τελική αναμέτρηση δίνεται τον Οκτώβρη του 1824 και καθόλου τυχαία αποτελεί άρνηση των κατοίκων της Αρκαδίας να πληρώσουν φόρους. Η κυβέρνηση στέλνει εκεί – επίσης καθόλου τυχαία – 500 Ρουμελιώτες αλλά με επί κεφαλής ένα χαρακτηριστικό Πελοποννήσιο, το Δικαίο, που είχε γίνει, στο μεταξύ, υπουργός Εσωτερικών[29].
Γρήγορα, οι συγκρούσεις γενικεύονται και η κυβέρνηση, παρ’ όλο που έδειξε να υπερτερεί από την αρχή, αποφάσισε να βάλει σε εφαρμογή τα μεγάλο μέσα: Δίνει εντολή στα στρατεύματα της Στερεάς να εισβάλουν στην Πελοπόννησο, πράγμα που γίνεται. Οι αντίπαλοι της κυβέρνησης χτυπιούνται αποφασιστικά, οι δυνάμεις τους γρήγορα διαλύονται και οι πιο πολλοί ηγετικοί τους παράγοντες αναγκάζονται να παραδοθούν. Μεταφέρονται στην Ύδρα, όπου και φυλακίζονται στο μοναστήρι του Προφήτη Ηλία.
Ο Τρικούπης κάνει μια ενδιαφέρουσα σύγκριση των δυο εμφυλίων πολέμων: «Μικρός ήτον ο πρώτος εμφύλιος πόλεμος, μικρά και τα κινήσαντα αυτόν αίτια, μικρού λόγου και οι σκοποί του. Η Αρχή, το μήλον της έριδος, ήτον εφήμερος, διότι εφήμερα, ο εστί ενιαύσια, ήσαν και τα βουλευτικά και τα νομοτελεστικά. Το δε νομοτελεστικόν της περιόδου ταύτης, ως αναπληρωτικόν του άλλου, ουδέ τετράμηνον διάρκειαν είχεν. Ουδενός δε των διαμαχομένων η φίλαρχος επιθυμία επέκεινα του τέρματος ή των όρων της καθεστώσης εξουσίας παρεξετείνετο. Διηρήτο δε η εξουσία και εις πολλούς και υπό τον χαλινόν και την αυστηράν επίβλεψιν της βουλής πάντοτε έκειτο. Πελοποννήσιοι προς Πελοποννησίους εμάχοντο επί του πρώτου εμφυλίου πολέμου. Σχέσιν έχοντες ούτοι προς αλλήλους επολιτεύοντο και εν πολέμω μετρίως. Ολίγη, ως είδαμεν, η αιματοχυσία, ουδεμία διάθεσις καταστροφής ή διαρπαγής, ευκατεύναυστα τα πάθη, οι σήμερον πολέμιοι έγιναν της επαύριον φίλοι και η περί ης ο λόγος αλληλομαχία εφαίνετο μάλλον στάσις ή πόλεμος. Αλλά λίαν δεινός και λίαν φθοροποιός κατήντησεν ο δεύτερος εμφύλιος πόλεμος προκειμένης όχι εφημέρου εξουσίας, ως άλλοτε, αλλά καταστροφής και εξοντώσεως των ισχυρών της Πελοποννήσου. Εξώκειλε δε ένεκα τούτου και εις τόσην κακοήθειαν ώστε η εις την Πελοπόννησον εισβολή και πέραν του ισθμού στρατευμάτων δοθέντων εις αρπαγήν και εις ακολασίαν ανεκάλεσεν εις την μνήμην των παθόντων όσα κακά έπαθον επί της εισβολής των Αλβανών οι πατέρες αυτών».
Ο Τρικούπης διαπιστώνει σοβαρές διαφορές ανάμεσα στους δυο εμφυλίους πολέμους. Κυρίως διαπιστώνει τη μεγάλη όξυνση των αντιθέσεων και την αύξηση του βάθους της σύγκρουσης, που εκφράζονται, μεταξύ άλλων, μέσω της κρίσης του τοπικισμού. Η όξυνση της σύγκρουσης μαρτυρείται και από πολλά άλλα στοιχεία. Είναι χαρακτηριστικό το ότι οι αντικυβερνητικοί ηγέτες δεν πιάστηκαν καν αιχμάλωτοι αλλά προτίμησαν να πάνε οι ίδιοι να παραδοθούν οικειοθελώς στην κυβέρνηση στο Ναύπλιο γιατί είχαν φόβους για την τύχη τους αν συλλαμβάνονταν στις επαρχίες τους. Η ξένη ανάμιξη ίσως ήταν πιο σοβαρή από ό,τι νομίζεται. Ο δρόμος του ασύλου προς τα Επτάνησα ήταν κλειστός και ο Γεώργιος Σισίνης και ο γιος του Χρύσανθος, που είχαν καταφύγει εκεί, απελάθηκαν και αναγκάστηκαν και αυτοί να παραδοθούν στην Κυβέρνηση του Ναυπλίου. Αγγλική προσπάθεια ενίσχυσης της «αγγλικής» μερίδας για την εξάλειψη της «ρωσικής»;
Το βέβαιο είναι ότι η οξύτητα του δευτέρου εμφυλίου πολέμου δείχνει ότι τα προβλήματα της Επανάστασης βαθαίνουν, γίνονται πιο επείγοντα και πιεστικά, ζητούν πιο άμεση λύση.
Ο δεύτερος εμφύλιος πόλεμος αφήνει νικητή στο πεδίο της μάχης το συνασπισμό που στηρίζεται στο εφοπλιστικό και εμπορικό κεφάλαιο και τους συμμάχους του[30]. Αυτός θα κληθεί να χειρισθεί τα μεγάλα προβλήματα που βρίσκονται μπροστά του και που σύντομα θα γίνουν πολύ μεγαλύτερα, λυδία λίθος των ικανοτήτων των εκπροσώπων του και της ιστορικής στενότητας των καταβολών του.
ΑΓΡΟΤΕΣ, ΓΗ ΚΑΙ ΕΜΦΥΛΙΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ
Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά των εμφυλίων πολέμων είναι το ότι παραμένουν πάντα αναμετρήσεις μεταξύ των διαφόρων κυριάρχων ομάδων, δηλαδή των εμποροναυτικών των νησιών, της μισογαιοκτημονικής – διοικητικής αριστοκρατίας κυρίως της Πελοποννήσου και των διαφόρων στρωμάτων της πολεμικής αριστοκρατίας. Η αγροτιά σαν δύναμη που έχει μεγάλο αριθμητικό βάρος στις συνθήκες της εποχής φαίνεται να λείπει. Αυτό από μόνο του δημιουργεί, από τη μια, τη διαπίστωση ότι «η αγροτιά δεν μπόρεσε να δημιουργήσει δικό της κόμμα, έστω και αδύνατο, που να παλέψει για τις δικές της διεκδικήσεις» (Ζεύγος, Α΄, σελ. 88) και, από την άλλη, το ερώτημα του πώς έγινε αυτό.
Για οποιαδήποτε απάντηση ή προσπάθεια απάντησης στο ερώτημα αυτό, απαιτείται εξέταση του προβλήματος που απασχολούσε και ήταν φυσικό να απασχολεί σαν κύριο θέμα την αγροτιά της εποχής, δηλαδή, του προβλήματος της γης.
Το πρόβλημα της γης κατέχει στην Επανάσταση του 1821 μια ιδιόμορφη και μάλιστα, αντιφατική θέση.
Από την άποψη του γενικού χαρακτήρα της δεδομένης κοινωνίας, που παραμένει, με όλες του τις αλλαγές, βασικά αγροτικός, αλλά και των γενικών όρων της εποχής, δεν μπορεί παρά να έχει πρωτεύουσα θέση. Η ίδια η γη, κατά κανόνα ανήκει στο Σουλτάνο. Η κρίση της Αυτοκρατορίας, η διείσδυση του ξένου κεφαλαίου, η αποικιακή μεταστροφή του Οθωμανικού οικονομικού χώρου έφερε και σοβαρές ή και επικίνδυνες αλλαγές στις αγροτικές σχέσεις, οξύνοντας την οικονομική κρίση και σπρώχνοντας στην Επανάσταση.
Η γη είναι από τους σημαντικούς άξονες συμμετοχής ή και αποδοχής της Επανάστασης. Για τον αγρότη, η Επανάσταση προσφέρει τη διέξοδο από τη φορολογική απληστία του Οθωμανικού κράτους αλλά και από μια τάση αποξένωσής του από τη γη, που γίνονται ιδιαίτερα αισθητές στα πλαίσια της βαθιάς και πολυπλόκαμης κρίσης της Αυτοκρατορίας. Για τον πάσης φύσεως «επιχειρηματία» της εποχής και, ακόμη περισσότερο για τον εμποροναυτικό, η Επανάσταση του άνοιγε τη δυνατότητα επένδυσης των κεφαλαίων του και στη γη. Μια τέτοια ωστόσο, τοποθέτηση, όσο υπάρχει η Οθωμανική κυριαρχία, θα είναι πάντα επισφαλής αν όχι ζημιογόνα εκ των προτέρων.
Παράλληλα, η γη (πιο σωστά, η προβληματική για τη γη) στην Επανάσταση φαίνεται να παίζει δευτερεύοντα ρόλο. Η γη δε φαίνεται να αποτελεί συχνά αντικείμενο αντιπαραθέσεων και δεν καταλαμβάνει το επίκεντρο στους εμφυλίους πολέμους. Βλέπουμε επίσης ότι και η αγροτιά δεν κατορθώνει να διαμορφώσει δικό της ρόλο αλλά ακολουθεί τους μεν ή τους δε αρχηγούς στη βάση διαφόρων πελατειακών ή άλλων σχέσεων νομιμοφροσύνης.
Φυσικά, δεν είναι παράξενο που η αγροτιά δεν κατορθώνει να εξασφαλίσει δική της πολιτική παρουσία, καθώς αυτό βρίσκεται έξω από τις ιστορικές δυνατότητες της μεσαιωνικής και μισομεσαιωνικής αγροτιάς. Πώς, όμως, είναι δυνατό η αγροτιά να μην κατορθώνει να προβάλει το πρόβλημα της γης στις συνθήκες μιας κοινωνίας, πάντως, αγροτικής και διάλυσης του φεουδαρχικού κράτους;
Η παθητικότητα του μεσαιωνικού και μισομεσαιωνικού αγρότη δεν τα εξηγεί όλα. Στο κάτω – κάτω, η γαλλική αγροτιά ήταν όχι λιγότερο παθητική, αλλά αυτό δεν την εμπόδισε να ξεσηκωθεί σε μια εξέγερση που απείλησε να σαρώσει τα πάντα, οδηγώντας στη Νύχτα της Κατάργησης των Προνομίων (4–5 Αυγούστου 1789), όπου, στα πλαίσια μιας τελετής, όπως φαίνεται, μεγαλόπρεπα σκηνοθετημένης, οι κορυφές της μεγαλοαστικής τάξης και της αριστοκρατίας προσπάθησαν χωρίς επιτυχία να γεφυρώσουν τις αντιθέσεις τους σε βάρος της εντελώς μεσαιωνικής αριστοκρατικής μερίδας.
Αν τέτοια φαινόμενα δε συνέβησαν στην Ελλάδα, θα πρέπει να υπάρχει κάποιος βαθύτερος λόγος.
Ένας τέτοιος λόγος θα πρέπει να ήταν η απουσία μιας κληρονομικής έγγειας αριστοκρατίας βαθιά ριζωμένης σε συνδυασμό με την εικόνα της αντεπανάστασης. Ο αντεπαναστατικός αντίπαλος εδώ είναι ο Οθωμανός, με τον οποίο το περιβάλλον του αγρότη δεν αισθάνεται να συνδέεται με κανένα δεσμό εθνικό, πολιτιστικό, γλωσσικό, εκκλησιαστικοθρησκευτικό κλπ. και γι’ αυτό η κυριαρχία του καταστρέφεται αμέσως, πράγμα που επιδρά στη συμπεριφορά του αγρότη.
Ένας άλλος παράγων μπορεί να ήταν η σχετικά εύκολη επικράτηση στην Ελλάδα των αστικών θεσμών (έστω και, καμιά φορά, γελοιογραφικοποιημένων), πράγμα που καλμάρει τον αγρότη σαν παράγοντα της αστικής κοινωνίας[31]. Δεν μπορεί κανείς να μην παρατηρήσει ότι πολλά θέματα, που, σε άλλες χώρες, χρειάστηκαν σκληρούς ή και αιματηρούς αγώνες, στην Ελλάδα επικράτησαν χωρίς συγκρούσεις και, συνήθως, χωρίς καν σοβαρή συζήτηση[32].
Ένας άλλος παράγων, τέλος, μπορεί να ήταν ο «μειωμένα αγροτικός» χαρακτήρας της Ελληνικής κοινωνίας.
Ωστόσο, μόνα τα παραπάνω δεν αρκούν για εξήγηση. Όσο μειωμένος και αν ήταν ο αγροτικός χαρακτήρας της ελληνικής κοινωνίας, δεν έπαυε να είναι κυρίαρχος και είναι δύσκολο να δεχθούμε ότι η αγροτιά θα ικανοποιούνταν με όλα αυτά, αν αισθανόταν τα κύρια συμφέροντά της υπό απειλήν στο κύριο γι’ αυτήν θέμα, δηλαδή το θέμα της γης.
Γιατί, κατά τη γνώμη μας, αυτό ακριβώς συνέβη: Η αγροτιά κρατά παθητική στάση γιατί δεν αισθάνεται τα συμφέροντά της να απειλούνται.
Για να δούμε πώς αυτό εξηγείται, πρέπει να δούμε τι έγινε με τη γη.
Με την έκρηξη της Επανάστασης, οι Οθωμανικές περιουσίες δημεύονται και γίνονται κρατική ιδιοκτησία[33]. Δεν μπορεί να υπάρξει σοβαρή και έντιμη αμφιβολία ότι, στην κοινή συνείδηση, το μέτρο αυτό θεωρήθηκε σαν μέτρο «που συνιστούσε μια φάση του σχεδίου διανομής της γης σε ακτήμονες αγωνιστές και γεωργούς»[34]. Εξ άλλου το γεγονός ότι οι αγρότες ήσαν, στην πλειοψηφία τους, ένοπλοι αποτελούσε ένα είδος «εγγύησης» για την κατάληξη αυτή. Οπωσδήποτε η επίδραση της συγκεκριμένης επίλυσης του προβλήματος της γης στην παραπέρα ανάπτυξη των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής στο νεοσύστατο κράτος είναι ένα μεγάλο και ενδιαφέρον θέμα, για το οποίο καταγράφονται διαφορετικές προσεγγίσεις. Μια ολοκληρωμένη αντιμετώπιση επί του θέματος εκφεύγει από τα όρια του παρόντος άρθρου.
Η κρατικοποίηση της γης επιζεί σαν προσωρινό σχήμα. Η τάση κερματισμένης αγροτικής ιδιοκτησίας είναι πολύ ισχυρή και τα ανάλογα σχέδια δε λείπουν από την εποχή της Επανάστασης. Ο Καποδίστριας, μεγάλος γαιοκτήμων ο ίδιος, το σκέπτεται στα σοβαρά, όπως δείχνει το ψήφισμα της 29ης Ιούλη 1829[35]. Είναι εντελώς χαρακτηριστικό ότι το μόνο σχέδιο που μόνιμα αποκλείεται είναι η εκποίηση της γης, που θα σήμαινε ιδιοποίησή της από τους οικονομικά ισχυρούς σε βάρος των αγροτών και των κατωτέρων στρωμάτων των κυριάρχων τάξεων[36]. Και, ίσως, εδώ να έχουμε και μια ευκαιρία για την καλλίτερη αποτίμηση της περίφημης αδράνειας της αγροτιάς. Όταν, στη διάρκεια της Β΄ Εθνοσυνέλευσης, κυκλοφορούν (βάσιμες) φήμες για σχέδια εκποίησης της γης, αρχίζουν μαζικές ένοπλες διαδηλώσεις, που θα πρέπει να ήταν αρκετά απειλητικές αν κρίνουμε από το ότι οι ενδιαφερόμενοι θάβουν φρόνιμα – φρόνιμα τα σχετικά προγράμματα. Άλλωστε, το ότι η Επανάσταση του 1821 έδωσε ώθηση σε μια διαδικασία που δεν αρνιόταν κατ’ αρχήν τα δικαιώματα της αγροτιάς στη γη και δεν την αποξένωνε από αυτή δε φάνηκε μόνο στη διάρκεια της Επανάστασης αλλά και του ελευθέρου κράτους. Αυτό εξηγεί και το ότι η αγροτιά ούτε στο ελεύθερο κράτος κατόρθωσε να προβάλει σαν αυτόνομη δύναμη με δικά της αιτήματα.
Μιλώντας για την κατάσταση όπως διαμορφώνεται μετά το 1871, ο Ζεύγος δίνει μια εικόνα της αγροτιάς, την ακρίβεια της οποίας δε θα προσπαθήσουμε να αποδείξουμε γιατί ο καθένας μας μπορεί να τη διαπιστώσει από την καθημερινή του εμπειρία. «Αυτή η λύση (σ.σ. του 1871) δυνάμωσε πιο πολύ την ανομοιογένεια και τα βάρη της αγροτιάς, όμως βοήθησε στην ανάπτυξη ειδικών καλλιεργειών, όπως θα δούμε. Πλάι στους σταφιδοπαραγωγούς, υπάρχουν αμπελουργοί, κτηνοτρόφοι, σιτοπαραγωγοί, άλλοι που παράγουν άλλα είδη ή λίγο απ’ όλα. Οι ακτήμονες είναι ανακατωμένοι με μικροϊδιοκτήτες κάθε βαθμού, μικροτσιφλικάδες, μεγάλους τσιφλικάδες. Υπάρχουν καλλιέργειες με μισακάρικο, τριτάρικο, αποκοπή, εμφυτευτικές σχέσεις και η δεκάτη βαραίνει τα σιτηρά, ενώ οι εμπορευματικές καλλιέργειες πληρώνουν πραγματικά δεκάτη στα τελωνεία εξαγωγής. Ετσι, την αγροτιά, που βρίσκεται απ’ όλες τις μεριές στα νύχια της εκμετάλλευσης, δεν τη συγκινεί ένα πρόβλημα ομοιογενές, χτυπητό, επιβλητικό. Οι αντιθέσεις της με την κυρίαρχη τάξη περιπλέκονται και αυτό το πράγμα στάθηκε ένας ακόμη λόγος που δυσκόλευε την αγροτιά στην ενιαία κινητοποίηση και πάλη της»[37].
Η εικόνα αυτή – αναμφισβήτητη, το επαναλαμβάνουμε, και που αρχίζει να επικρατεί πολύ πριν το 1871 – συχνά έχει χρησιμοποιηθεί για να δείξει την καθυστέρηση του αστικού μετασχηματισμού της ελληνικής υπαίθρου. Στην πραγματικότητα, δείχνει το ακριβώς αντίθετο, δηλαδή την από νωρίς επικράτηση συγχρόνων μορφών οργάνωσης. Διότι, στις συνθήκες της εξουσίας του κεφαλαίου, το «κανονικό» είναι ακριβώς αυτό: Μια αγροτιά διασπασμένη, ανίκανη για αυτοτελή δράση, με ασφάλεια υποταγμένη στην κυριαρχία της αστικής τάξης, που εργάζεται για την αγορά. Το χαμηλό ή σχετικά χαμηλό επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων και η κακή κατάσταση της αγροτιάς δε σημαίνουν κατ’ ανάγκην έλλειψη αστικού μετασχηματισμού. Πολύ περισσότερο, ο αστικός αυτός μετασχηματισμός δεν προϋποθέτει τη χαλάρωση της εκμετάλλευσης της αγροτιάς από το κεφάλαιο. Προϋποθέτει το ακριβώς αντίθετο. Από την άλλη μεριά, η εκμετάλλευση ή ακόμη και η σκληρή εκμετάλλευση δεν αρκεί ώστε μια δύναμη να προβάλει και να παίξει κάποιο αυτόνομο ρόλο. Γι’ αυτό, απαιτούνται μια σειρά όρων που, από τη μια μεριά, δεν εμφανίσθηκαν στην περίπτωση της ελληνικής αγροτιάς στο 19ο αιώνα και, από την άλλη, δεν ανήκουν στη σφαίρα της αγροτιάς γενικά. Ετσι, η αγροτιά στην Επανάσταση και στο ελεύθερο κράτος, που νοιώθει τις ελάχιστες και απαράβατες απαιτήσεις της, στο βαθμό που μπορεί και η ίδια να τις αντιληφθεί, να ικανοποιούνται, δεν ωθείται να εμφανιστεί άμεσα το προσκήνιο και ακολουθεί χωρίς να ξεχωρίζει ιδιαίτερα το φυσικό της ηγέτη της εποχής, την αστική τάξη ή, σωστότερα, τις διάφορες πλευρές της.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Σ. Τρικούπη: «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως».
Γεωργίου Φίνλαιυ: «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως».
Ζεύγου Γιάννη: «Νεοελληνική Ιστορία». Μέρη Α΄ και Β΄.
Χάου Σάμουελ Γκρίντλεϋ: «Ιστορική σκιαγραφία της Ελληνικής Επανάστασης». Εκδόσεις «Εκάτη», Αθήνα 1997.
Κρεμμύδας Βασίλης: «Εισαγωγή στην Ιστορία της Νεοελληνικής κοινωνίας (1700 – 1821)». Εκδόσεις «Εξάντας», Αθήνα 1988.
Μάουρερ Γκέοργκ Λούντβιχ: «Ο Ελληνικός Λαός – Δημόσιο, Ιδιωτικό και Εκκλησιαστικό Δίκαιο από την έναρξη του αγώνα για την ανεξαρτησία ως την 31η Ιουλίου 1834». Εκδόσεις «Αφων Τολίδη», Αθήνα 1976.
Πετρόπουλου Ι. Α. – Κουμαριανού Αικ.: «Η θεμελίωση του Ελληνικού κράτους, Οθωνική περίοδος 1833-1843». Εκδόσεις «Παπαζήση», Αθήνα 1982.
Ροτζώκου Νίκου: «Επανάσταση Εμφύλιος στο Εικοσιένα». Εκδόσεις «Πλέθρον/Δοκιμές», Αθήνα 1997.
Σακελλαρόπουλου Θ.: «Οι κρίσεις στην Ελλάδα 1830-1857. Οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές όψεις». Τόμοι Α΄ και Β΄. Εκδόσεις «Κριτική», Αθήνα 1994.
Αυγητίδη Κ.: «Η Ρωσία και ο εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας του ελληνικού λαού». Εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα 2000.
Ερενμπουργκ Ηλία: «Γράκχος Μπαμπέφ: Ο υπερασπιστής του Λαού». Εκδόσεις «Ηριδανός».
[1] Εννοείται ότι δεν μπορούμε σε καμία περίπτωση να δεχθούμε την άποψη – την οποία έχει υποστηρίξει και ο σημερινός πρωθυπουργός κ. Κ. Σημίτης – ότι, στην Ελλάδα του 1821, δεν υπάρχει αστική τάξη. Οχι μόνο υπάρχει αλλά και είναι σχετικά ισχυρή – αναμφίβολα, ή κατά πολύ ισχυρότερη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Το ποιοτικό της βάρος μεγαλώνει ακόμη περισσότερο από το ότι δεν υπάρχει κληρονομική έγγεια (και σε σημαντικό βαθμό ούτε καν απλώς έγγεια) αριστοκρατία, ενώ όλα τα όχι άμεσα αστικά τμήματα των κυριάρχων τάξεων παίρνουν από πολύ νωρίς αστικά χαρακτηριστικά. Ο ρόλος της είναι πολύ σημαντικότερος από ό,τι γενικά νομίζεται. Η επίμονη άποψη της «ανυπαρξίας» αποσκοπεί -αν και όχι πάντα συνειδητά- στον εξωραϊσμό της καπιταλιστικής κοινωνίας μέσω του ακροβατικού συλλογισμού ότι κυριαρχία της αστικής τάξης σημαίνει οπωσδήποτε δημιουργία μιας ισχυρής καπιταλιστικής κοινωνίας, πράγμα το οποίο, προφανώς, δεν είναι σωστό: Η κυριαρχία της αστικής τάξης μπορεί θαυμάσια να οδηγήσει και στη δημιουργία μιας βραδυπορούσας καπιταλιστικής κοινωνίας, όπως έγινε στην Ελλάδα και αλλού. Αλλωστε, η απογοήτευση από την αστική κοινωνία και η εξ αυτής προσπάθεια να αποδειχτεί ότι αυτή δεν αποτελεί «εικόνα και ομοίωσιν» της αστικής τάξης δεν παρουσιάζεται μόνο στην Ελλάδα. Ο Μαρξ Βέμπερ έφθασε να αρνηθεί την ύπαρξη και το ρόλο της αστικής τάξης ακόμη και στη … Γερμανία!
[2] Ο όρος ανήκει, από όσο τουλάχιστον ξέρουμε, στον κ. Ν. Σαρρή.
[3] Δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι, αν η ελληνική κοινωνία της εποχής είναι -αναμφίβολα- αγροτική, δεν είναι τόσο αγροτική όσο γενικά σήμερα θεωρείται. Η ελληνική κοινωνία της εποχής ήταν, αναμφίβολα, η λιγότερο αγροτική των Βαλκανίων (όρα Πετρόπουλο – Κουμαριανού, σελ. 259, αλλά και Κρεμμύδα, σελ. 96). Ο πρώτος στατιστικολόγος της ελεύθερης Ελλάδας, ο Βαυαρός FRIEDRICH – WILHELM TIERSCH (1784 – 1860) καταγράφει, στο μικρό κράτος των 800.000 κατοίκων, 40.000 ναυτικούς, χωρίς να υπολογίζονται τα μέλη των οικογενειών τους και 30.000 οικογένειες που ζουν από το εμπόριο. Υποθέτουμε ότι αυτά και μόνο αρκούν για να αποδείξουν πόσο παντελώς ασύστατη είναι η άποψη για την ανυπαρξία της αστικής τάξης.
[4] Κρεμμύδας, σελ. 223.
[5] Η γνώμη μας είναι ότι το στοιχείο αυτό είναι σαν τέτιο πολύ αδύνατο και ποτέ δε θα μπορέσει να σχηματιστεί και να στερεωθεί πλήρως. Από τη μια μεριά, εμποδίζεται από το αναχρονιστικό καθεστώς της Οθωμανικής γαιοκτησίας, του οποίου οι έντονες και συχνά θυελλώδεις αλλαγές στα τέλη του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα θα δημιουργήσουν εκτεταμένες και συχνά απειλητικές αντιφάσεις. Οι αλλαγές αυτές έρχονται σαν συνέπεια της ευρωπαϊκής διείσδυσης και της αποικιακής ένταξης στην παγκόσμια αγορά, ενώ οδηγούν στην οικονομική αλλά και στην ιδεολογική υπεροχή του εμπορικού και μάλιστα του εμποροναυτικού κεφαλαίου. Συνεπώς, η τάση μέσα στους Έλληνες γαιοκτήμονες, στο βαθμό που δημιουργούνται, είναι η στενή επαφή με το εμπορικό κεφάλαιο, με σαφή πρωτοκαθεδρία του τελευταίου, και η όλο και πιο έντονη «διάβρωση» από αυτό. Τελικά, κανένα στρώμα μεγάλων γαιοκτημόνων δε θα δημιουργηθεί. Χαρακτηριστικά, ο Ζεύγος αποκαλεί το νοικοκυριό ακόμη και αυτών που θεωρούνται μεγάλοι γαιοκτήμονες «μίζερο» (Ζεύγος, Α, σελ. 109). Μετά τη νικηφόρα κατάληξη του πολέμου, οι μεγιστάνες της επαρχίας θα συνωστιστούν στην Αθήνα (δίνοντας στο νέο κράτος και την πρώτη του υδροκεφαλική ώθηση), όπου θα ασχοληθούν με το εμπόριο (συχνά, της πολιτικής ή των κρατικών θέσεων), ενώ στην Ελλάδα επικρατεί καθεστώς μικρής γαιοκτησίας, πράγμα, ασφαλώς, καθόλου τυχαίο.
[6] Αυτό, π.χ., συμβαίνει με τις κορυφές του εφοπλιστικού κεφαλαίου, που είναι το πιο προωθημένο και οικονομικά πιο ισχυρό τμήμα της αστικής τάξης της εποχής. Αυτή η πλευρά θα έχει και σοβαρές στρατιωτικές συνέπειες για την Επανάσταση. Πράγματι, αν δούμε τη στρατιωτική ιστορία της Επανάστασης, δεν μπορούμε να μην παρατηρήσουμε δυο στοιχεία: Το ένα είναι ο πόλεμος στη θάλασσα. Εκεί, τα ελληνικά όπλα στέφονται, από την πρώτη ως την τελευταία στιγμή του Πολέμου, από μια αδιάκοπη σειρά συντριπτικών και, πολύ συχνά, ιδιαίτερα θεαματικών νικών, ενώ το Οθωμανικό ναυτικό δείχνει (για να χρησιμοποιήσουμε μια σύγχρονή μας έκφραση) σαν κλασσική περίπτωση χάρτινης τίγρης. Το άλλο είναι ο πόλεμος στην ξηρά. Εκεί, η δημιουργία αξιόπιστης στρατιωτικής δύναμης στέκεται αδύνατη και, ιδιαίτερα με την εισβολή του Ιμπραήμ πασά, η Επανάσταση περνά από μια στρατιωτική κρίση σχεδόν θανάσιμη. Δε χρειάζεται, νομίζουμε, άλλη απόδειξη ότι η στρατιωτική ισχύς της Επανάστασης είναι μεγαλύτερη εκεί όπου το σύγχρονο στοιχείο είναι και το ισχυρότερο.
[7] Ένα τέτοιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η επιστολή των προκρίτων της Πελοποννήσου προς τους οπλαρχηγούς της Ρούμελης, οι οποίοι, το Νοέμβρη του 1824, έχουν πάρει εντολή να εισβάλουν στην Πελοπόννησο, όπου υποστηρίζεται στα σοβαρά η αντίληψη ότι η περιοχή όπου θεωρεί ότι κυριαρχεί ο κάθε πρόκριτος είναι δική του και κανείς άλλος δεν έχει δικαίωμα οποιασδήποτε επέμβασης σε αυτή. Πρόκειται για αντίληψη που επιζεί, εξυπηρετώντας τα συμφέροντα των πιο αγροίκων στοιχείων των ανωτέρων τάξεων, από την εποχή των πασαληκίων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τη στοιχειώδη διαδικασία διοίκησης του συγχρόνου καπιταλιστικού κράτους. Η απάντηση του Ιωάννη Κωλέττη ήταν μια προκήρυξη προς το στρατό ότι οι προεστοί της Πελοποννήσου έχουν χάσει τα μυαλά τους από τις περιουσίες των πασάδων που ιδιοποιήθηκαν και η εισβολή στην Πελοπόννησο. Ωστόσο, δεν πρέπει και να υποτιμάται και η αλλαγή που έχει ήδη φέρει στο μισομεσαιωνικό ιδεολογικό κόσμο η Επανάσταση. Τα κείμενα που διαθέτουμε δείχνουν μάλλον μια έντονα μεταβατική κατάσταση. Έτσι, όλοι οι παράγοντες των γεγονότων, από τη μια υποστηρίζουν τοπικιστικές τοποθετήσεις και, από την άλλη, επικαλούνται το γενικό «συμφέρον της πατρίδος». Και δε συμφωνούμε καθόλου ότι τα κείμενα δείχνουν ότι οι Πελοποννήσιοι, όταν λένε «πατρίδα», εννοούν πάντα και αποκλειστικά την Πελοπόννησο. Το αντίθετο ακριβώς δείχνουν. Άλλο χαρακτηριστικό των κειμένων είναι η αντιπαράθεση του Ανδρέα Λόντου με τον Παπαφλέσα, παρ’ όλο που και αυτός είναι Πελοποννήσιος (από τη Δημητσάνα). Είναι, μάλιστα, ίσως ιδιαίτερα χαρακτηριστικό το ότι η εκστρατεία στην Πελοπόννησο φαίνεται να έδωσε ευκαιρία για μυστικές επαφές και ακόμη και μυστικές συμφωνίες μεταξύ Κολοκοτρώνη και Καραϊσκάκη.
[8] Μπορεί κανείς βάσιμα να αναρωτηθεί αν εδώ δεν αξίζει να επικαλεσθεί αυτό που έγραψε ο Μαρξ για την παράλληλη εξέλιξη Αγγλίας – Ολλανδίας, ότι, δηλαδή, η εξέλιξη αυτή δεν είναι τίποτε άλλο από τη γραφική παράσταση της υποταγής του εμπορικού κεφαλαίου στο βιομηχανικό.
[9] Κρεμμύδας, σελ. 213 κ.εξ.
[10] Ο Αλής των Ιωαννίνων ήταν το πιο κραυγαλέο παράδειγμα αλλά όχι, οπωσδήποτε, το μόνο. Ένας άλλος τοπάρχης με έντονη δραστηριότητα και μεγάλη συγκέντρωση περιουσίας φαίνεται να θεωρείται στις παραμονές της Επανάστασης και στη διάρκειά της ο Κιαμήλμπεης της Κορινθίας.
[11] Ο Αλής των Ιωαννίνων διέπρεψε και σε αυτό και, όπως φαίνεται, η αυλή του αναδείχθηκε σε πραγματική «σχολή στελεχών».
[12] Εδώ παίζει ρόλο και η κατάσταση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που, ακριβώς την περίοδο αυτή, περνά, μέσα στα πλαίσια της γενικότερης κρίσης της, και μια βαθιά στρατιωτική κρίση. Η Ελληνική Επανάσταση είναι η περίοδος της οριστικής εξαφάνισης του περιφήμου σώματος των Γενιτσάρων, το οποίο εξοντώνεται, από τον ίδιο το Σουλτάνο, το 1826. Οι στρατιωτικές δυνάμεις που η Υψηλή Πύλη κινητοποιεί ενάντια στους επαναστάτες είναι, βέβαια, πολύ μεγάλες και διαθέτουν τεράστιο βάθος εφεδρειών και γραμμών ανεφοδιασμού. Ωστόσο, δεν αποτελούν ανυπέρβλητο κίνδυνο. Τα πολεμικά μέσα και οι τακτικές τους είναι πράγματα πολύ γνωστά και «οικεία» στους Ελληνες, φαίνεται, μάλιστα, και ότι μερικοί διοικητές των τελευταίων έχουν στενές (και όχι πάντα ανεπίληπτες) σχέσεις με ηγήτορες των Οθωμανικών εκστρατευτικών σωμάτων. Η ποιότητα του εχθρού ήταν, αναντίρρητα, ένας από τους παράγοντες που αντιστρατεύθηκαν τη δημιουργία τακτικών δυνάμεων. Καταλαβαίνει κανείς το σοκ όταν, με την εισβολή του Ιμπραήμ πασά, ο κίνδυνος από τις τακτικές δυνάμεις παίρνει απότομα τρομακτικές διαστάσεις.
[13] Ροτζώκος, σελ. 51.
[14] Ο Τρικούπης περιγράφει ως εξής τον Κολοκοτρώνη: «Ερρεπεν εις ταραχάς και ηγάπα ως ουδείς των πολεμικών ν’ αναμιγνύεται εις τα πολιτικά, εν οις ουδέποτε ευδοκίμησεν, αγόμενος δια την άγνοιάν του, αν και νουνεχής, υπό ιδιοτελών και δοκησισόφων».
[15] Των οποίων μια περίπτωση βλέπουμε στην υπόθεση της «Μπάμπως», που αναφέρει ο Α. Ζαΐμης σε επιστολή του προς τον Α. Δεληγιάννη.
[16] Από την άποψη αυτή, χαρακτηριστική και, πιθανότατα, διαφωτιστική είναι η δήλωση του Θ. Κολοκοτρώνη προς το Ν. Δραγούμη, που γίνεται πολύ μετά την Επανάσταση, στις συνθήκες της Οθωνικής κυριαρχίας: «Σύνταγμα θα ειπεί να καθήσετε σεις οι γραμματισμένοι, οι καλαναθρεμένοι εις μιαν αγκωνήν, καταφρονημένοι και αδύνατοι, και να βγω εγώ ο βλάχος και οι όμοιοί μου εις την μέσην. Ηξεύρωμεν, όμως, ημείς να διοικήσωμεν;» (Ν. Δραγούμη, Ιστορικαί Αναμνήσεις, εκδ. «Ερμής», Αθήνα 1973, τ. Β, σ. 32 – από «Ε» Νο 65 / 11. 1. 2001, σελ. 25). Η σαγήνη που ασκούν στον απλό άνθρωπο του λαού οι ικανότητες – πραγματικές ή όχι – των εκπροσώπων των κυριάρχων τάξεων είναι προφανής. Το ιδιαίτερο στον Κολοκοτρώνη είναι ότι συνειδητοποιείται και λέγεται ανοιχτά. Πέραν άλλων πιθανών σκοπιμοτήτων, η τοποθέτηση αυτή δημιουργεί και το τεράστιο ερώτημα της αιτίας της συμμετοχής του Κολοκοτρώνη στους εμφυλίους πολέμους, αφού δεν ήθελε να «διοικήσει» ο ίδιος. Ποιός, δηλαδή, θα «διοικούσε»; Το ερώτημα αυτό, η πρακτική απάντηση στο οποίο ξεπερνά τις οσονδήποτε μεγάλες ικανότητες οποιασδήποτε συγκεκριμένης προσωπικότητας, φαίνεται να εξηγεί δυο πράγματα: Πρώτον, τη χαρακτηριστική συμπεριφορά του Κολοκοτρώνη, που φαίνεται να επιζητά μόνιμα κάποιον για να του αφιερώσει τη δύναμή του. Δεύτερον, τη νομιμοφροσύνη του απέναντι στον Καποδίστρια. Με βάση και άλλους παράγοντες στους οποίους αναφερόμαστε αλλού, αυτός του φαίνεται ο πιο κατάλληλος για να γίνει ο Νο 2 του.
[17] Ίσως μια εύγλωττη και, μάλιστα, έντονα γραφική παράσταση της νοοτροπίας του «μη τακτικού πολεμιστή» είναι η συμβουλή του Θ. Κολοκοτρώνη προς τον Ανδρέα Ζαΐμη: «Την γυναίκα σου, το άλογόν σου και το τουφέκι σου να μην τα δανείζεις εις άλλον διότι παθαίνουν». Αν πάρουμε υπ’ όψη μας ότι ο Κολοκοτρώνης είχε τη φήμη πολύ χειραφετημένου άνδρα, θα πρέπει να πρόσεχε πολύ το τουφέκι του και το άλογό του.
[18] Ο πανικός της κυβέρνησης μπροστά στην εισβολή του Δράμαλη και η εγκατάλειψη των πάντων στην τύχη τους (έκφραση, κατά τη γνώμη μας, της ανικανότητας του «μη πληβειακού αστικού στοιχείου» να αντιμετωπίσει τα συγκεκριμένα προβλήματα της Επανάστασης) έκανε μεγάλη εντύπωση. Και από αυτή την άποψη, μπορούμε να κατανοήσουμε τους πολεμιστές του ’21, που δε διαθέτουν τη δική μας ιστορική οπτική και, ταυτόχρονα, βλέπουν το γιαταγάνι του Δράμαλη να πλησιάζει επικίνδυνα το λαιμό τους, όταν δεν κρίνουν τα γεγονότα όπως τα κρίνουμε σήμερα εμείς.
[19] Η περίφημη προκήρυξη του Κολοκοτρώνη στην εποχή της εισβολής του Ιμπραήμ πασά δεν ήταν μόνο μια διακήρυξη αμειλίκτου πολέμου μέχρις εσχάτων. Ήταν και μια απειλητική υπογράμμιση εγκατάλειψης των παραδοσιακών τακτικών των συμφωνιών («πλακάκια»), με άλλα λόγια έδειχνε τη συνειδητοποίηση από τον Κολοκοτρώνη αλλά και την απαίτησή του από τους άλλους να συνειδητοποιήσουν ότι η κοινωνία πέρασε σε άλλο επίπεδο σχέσεων. Γενικά, τα στοιχεία δείχνουν να επιβεβαιώνουν την άποψη ότι ο Κολοκοτρώνης ήταν, ανάμεσα στους μεγαλοκαπεταναίους, ο πιο κοντινός στην αγροτική μάζα αλλά και (ίσως όχι άσχετα με το προηγούμενο) ο κατ’ εξοχήν εκπρόσωπος της «Επανάστασης ως την τελική νίκη» με κάθε τρόπο, με κάθε θυσία και με όλα τα μέσα. Φαίνεται να ανησυχεί για την ύπαρξη συμβιβαστικών διαθέσεων στο επαναστατικό στρατόπεδο και, γι’ αυτό, δε διστάζει στην προσφυγή ακόμη και στην «επαναστατική προβοκάτσια», όπως στην Τρίπολη.
[20] Η είδηση της επανάστασης πέφτει σαν βόμβα στο Λάυμπαχ (τη σημερινή Λιουμπλιάνα), όπου συνεδριάζει η Ιερά Συμμαχία. Η αντίδραση της Ρωσίας δεν επιτρέπει την έγκριση των σχεδίων του Μέττερνιχ, ο οποίος δε γελιέται καθόλου όσον αφορά την ουσία των γεγονότων και ζητά με λύσσα επέμβαση. Στην επομένη σύνοδο της Ιεράς Συμμαχίας, τη σύνοδο της Βερόνας (1822), πέφτει άλλη βόμβα: Τα κείμενα των συνταγμάτων που έχουν ψηφίσει οι πρώτες επαναστατικές εθνοσυνελεύσεις. Το περιεχόμενο των κειμένων δεν ήταν, βέβαια, το καλλίτερο για να καθησυχάσει την ατμόσφαιρα της μοναρχικής – αντεπαναστατικής νοοτροπίας που κυριαρχεί. Ο παρών στη σύνοδο Τσάρος Αλέξανδρος ο Α΄ εκφράζεται αρνητικά για την Επανάσταση. Στο μεταξύ, οι παπικές αρχές έχουν απαγορεύσει στην ελληνική αντιπροσωπεία, που επιχειρεί να μεταβεί στην πόλη του Ρωμαίου και της Ιουλιέττας για να παρευρεθεί στη σύνοδο, να διασχίσει τα εδάφη τους. Η εξέλιξη αυτή επιτρέπει μια πιο ισορροπημένη ανάγνωση της διακήρυξης της Α΄ Εθνοσυνέλευσης της Επιδαύρου (1η Γενάρη 1822), που αποχωρίζει την Επανάσταση από τις επαναστατικές κινήσεις της Ευρώπης. Και μόνο το γεγονός ότι οι πρωταγωνιστές της Επανάστασης αναφέρουν τους δεσμούς αυτούς δείχνει ότι τους γνωρίζουν θαυμάσια. Φοβούνται, όμως, (και όχι χωρίς πολλές και βάσιμες αιτίες) τις διπλωματικές συνέπειες της ανακίνησης του θέματος.
[21] Οι Αγγλοι κατάλαβαν εδώ για λογαριασμό του Σουλτάνου εκείνο που θα καταλάβουν για δικό τους λογαριασμό ένα αιώνα αργότερα με την Ιρλανδική εξέγερση, καταλήγοντας στην Αγγλο – Ιρλανδική Συνθήκη του 1921, που δημιούργησε το Ιρλανδικό Ελεύθερο Κράτος. Κάτι τέτοιο, όμως, φαίνεται ότι κατάλαβε και ο ίδιος ο Σουλτάνος. Έτσι πρέπει να εξηγείται και η παραχώρηση της Ελλάδας στο Μωχάμεντ Αλυ της Αιγύπτου για να την ειρηνεύσει.
[22] Δεν μπορεί να υπάρχει καμμία σοβαρή αμφιβολία ότι το ζήτημα των Επτανήσων θα είναι από τα βασικά που θα βαρύνουν στην αγγλική στάση απέναντι στην Επανάσταση, όπως θα βαρύνει και αργότερα, στη χάραξη των πρώτων συνόρων του ελληνικού κράτους.
[23] Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Υψηλάντης αλλά και οι άλλοι συνεργάτες του δεν κάνουν τίποτε για να επιβληθούν εκτός από το να προβάλλουν απαιτήσεις. Όχι μόνο δε θα κινήσουν τις δυνάμεις τους, αλλά, όπως φαίνεται ο Γρ. Δικαίος (Παπαφλέσσας) θα παρέμβει ώστε να μη γίνουν ανάλογα γεγονότα στα νησιά. Η στάση αυτή φαίνεται να σχετίζεται με τη βαθύτερη ιστορική φύση των δυνάμεων αυτών, που θέλουν την εξουσία αλλά μόνο με την έγκριση των προκρίτων, με τους οποίους βρίσκονται σε αντιπαράθεση. Η ενδιάμεση αυτή στάση σχετίζεται ίσως και με το ότι ο Σ. Τρικούπης, που θεωρεί το Δικαίο εξαιρετική προσωπικότητα, τον αποκαλεί «παλίμβουλον»
[24] Βλέπουμε επίσης και τη διαφωνία του με τον Οδυσσέα Ανδρούτσο, που είναι πιθανό ότι έχει πολύπλοκα αίτια. Πέραν των τοπικιστικών ανταγωνισμών, που σε λίγο θα πάρουν μεγάλη έκταση, ο Κολοκοτρώνης ενδέχεται να μην έχει εμπιστοσύνη στον Ανδρούτσο για ένα άλλο λόγο: Ο ίδιος ο Κολοκοτρώνης, με όλες τις φιλοδοξίες του και την ιστορική στενότητα πολλών πλευρών της στάσης του, είναι ο άνθρωπος της νίκης της Επανάστασης, της Επανάστασης ως το τέλος με κάθε τρόπο και με κάθε μέσο. Ο Ανδρούτσος γρήγορα θα αποδειχθεί ότι δεν μπόρεσε να φθάσει ως εκεί.
[25] Η ερμηνεία των γεγονότων που κάνει ο Σ. Τρικούπης είναι τόσο πολύκροτη ώστε να απορεί κανείς πώς πέρασε απαρατήρητη. Ο ιστορικός γράφει απερίφραστα ότι ένας από τους λόγους της επικράτησης των δημοκρατικών αρχών ήταν και η προσπάθεια να μην απωλεστεί η υποστήριξη του ευρωπαϊκού επαναστατικού-δημοκρατικού κινήματος. Μια, νομίζουμε, πασιφανής και κρυσταλλίνης διαυγείας επαλήθευση όσων γράφουμε στην παρ. Νο 21. Ο Τρικούπης είναι αρκετά οξυδερκής ώστε να διαβλέψει και την επιρροή των αστικών ιδεών στη «μισοέγγεια – μισοδιοικητική» αριστοκρατία, πράγμα που αποτελεί επιβεβαίωση όσων γράφουμε σε άλλη παραπομπή, αυτή τη φορά τη Νο 45. Η άποψη – σωστή – ότι, στην ανάδειξη των αντιπροσώπων των Εθνοσυνελεύσεων δεν έπαιρνε μέρος ο λαός δεν ακυρώνει, ακόμη και στο βαθμό που αληθεύει, το δημοκρατικό χαρακτήρα των Εθνοσυνελεύσεων. Κατ’ αρχήν και από γενική άποψη, αστική δημοκρατία δε σημαίνει κυριαρχία του λαού. Σημαίνει κυριαρχία των ELITES. Από συγκεκριμένη άποψη, δε βρισκόμαστε ακόμη σε εποχή όπου η κυριαρχία αυτή των ELITES είναι αρκετά ώριμη ώστε να εκφράζεται μέσω της φαινομενικής παρέμβασης των μαζών. Είναι, π.χ., κάπως δύσκολο να αρνηθούμε το δημοκρατικό χαρακτήρα της Ιακωβινικής δικτατορίας και του Ιακωβινικού Συντάγματος της Γαλλικής Επανάστασης, στο δημοψήφισμα, όμως, για την έγκρισή του ψήφισαν μόλις 1.500.000 άτομα, όχι πάνω από το 20% όσων είχαν το θεωρητικό δικαίωμα. Ενδιαφέρον έχει να παρατηρήσουμε ότι, όσον αφορά το γενικό εκλογικό δικαίωμα, τα κείμενα που έχουμε υπ’ όψη μας φαίνεται να σημαίνουν ότι η μη κατοχύρωσή του δε σημαίνει ότι συναντά σοβαρές αντιρρήσεις όσο ότι θεωρείται αυτονόητο. Από άλλη άποψη, ενδιαφέρον έχει το ότι οι τρεις επαναστατικές Εθνοσυνελεύσεις, παρά τα προβλήματα, τις συγκρούσεις κλπ. δεν παύουν να διευρύνουν τη δημοκρατική βάση του καθεστώτος.
[26] Ο χαμηλός βαθμός εθνικής ολοκλήρωσης εξακολουθεί να εκφράζεται ισχυρά στην Επίδαυρο. Οι τοπικές γερουσίες διατηρούνται σε λειτουργία, ενώ, στην ίδια την Εθνοσυνέλευση, οι εκπρόσωποι των διαφόρων περιοχών κάθονται χωριστά, ψηφίζουν χωριστά και επικυρώνουν τις αποφάσεις επίσης χωριστά.
[27] Αυτό θα έχει και στρατιωτικές συνέπειες. Οι «πολιτικοί», για να εμποδίσουν την ανάδειξη των στρατιωτικών, ιδιαίτερα των πιο ισχυρών, που είναι οι Πελοποννήσιοι, αρχίζουν να εμποδίζουν τις στρατιωτικές επιχειρήσεις, ιδιαίτερα στην Πελοπόννησο. Η διατήρηση της Πάτρας σε όλη τη διάρκεια του πολέμου σε Οθωμανικά χέρια δεν οφείλεται μόνο στην έλλειψη πολιορκητικών μέσων και πολιορκητικής πείρας, αν και αυτή έπαιξε, βέβαια, ένα πολύ μεγάλο ρόλο. Οφειλόταν και σε πολιτικούς υπολογισμούς.
[28] Ο Δ. Υψηλάντης έχει κατά νου σχέδια διοικητικής αναδιάρθρωσης προς την κατεύθυνση της δημιουργίας ισχυρής συγκεντρωτικής εξουσίας. Θα αρχίσει από την αρχή την προσπάθεια δημιουργίας τακτικών στρατιωτικών δυνάμεων, αναθέτοντας το καθήκον αυτό στο συνταγματάρχη Βαλέστα. Από την άλλη μεριά, ο Φίνλαιυ αποκαλεί το Δικαίο «βιαιότερο διώκτη των Μωραϊτών αρχηγών». Κάτω από αυτό το φως, αξίζει να αναφερθεί η τελευταία πολιτική πράξη του Δικαίου, που ήταν μια στρατιωτική ενέργεια, η μάχη στο Μανιάκι (20.5.1825). Η έκβαση της μάχης ήταν προδιαγεγραμμένη αφού ο Ιμπραήμ Πασάς υπερτερούσε σε όλα (διαμόρφωση του χώρου, αριθμός, πολεμική τεχνική). Όλα δημιουργούν το ερώτημα γιατί ο Δικαίος διάλεξε αυτή τη θέση σε τέτιες συνθήκες και αυτό φαίνεται να απασχόλησε πολύ τους συγχρόνους και τον ίδιο τον Ιμπραήμ Πασά. Ο Δικαίος, που πηγαίνει στο Μανιάκι μετά την καταστροφή του Ναυαρίνου και αφού περάσει από εκεί, όπου τον συναντά για τελευταία φορά και ο Χάου, δεν μπορεί να μην ξέρει τη στρατιωτική του καταδίκη. Τότε, γιατί πηγαίνει; Όπως φαίνεται, πρόκειται για επιδεικτική τελετουργική αυτοκτονία. Ο Δικαίος, που δεν έχει πια πολιτικό έρεισμα, φαίνεται πως θέλει δυο πράγματα: Πρώτον, να δείξει ότι μόνο η μέχρι θανάτου πάλη έχει ελπίδες και, δεύτερον, να δείξει την ανάγκη τακτικών δυνάμεων που να μπορούν, αν χρειασθεί, να αντιμετωπίσουν τον Ιμπραήμ Πασά και σε μάχες κατά παράταξη. Συνολικά, η επιχείρηση στο Μανιάκι φαίνεται πως υπήρξε μια στρατιωτική επιχείρηση πολύ πιο αμφιλεγομένη από ό,τι γενικά πιστεύεται. Η νίκη ήταν, ούτως ή άλλως, αδύνατη. Ωστόσο, ο Ιμπραήμ Πασάς, αντιμετωπίζοντας 600 αντιπάλους κακά οχυρωμένους και άσχημα οπλισμένους, χάνει 400 στρατιώτες και αυτή φαίνεται να είναι η πρώτη μάχη όπου τα στρατεύματά του έχουν πραγματικές απώλειες. Η παρατήρηση του Φίνλαιϋ, που συγκρίνει την πολύνεκρη μάχη στο Μανιάκι με την επιχείρηση του Ναυαρίνου, όπου ο Ιμπραήμ Πασάς κατέφερε συντριπτικό πλήγμα στις ελληνικές δυνάμεις με σχετική ευκολία, και με την αποχώρηση των Ρουμελιωτικών στρατευμάτων, ίσως να μην είναι χωρίς βάση. Ήδη πριν το Μανιάκι, μια μικροεπιχείρηση υπήρξε ίσως ενδεικτική. Στις 16 Μάρτη, ένα τάγμα Αιγυπτίων επιτίθεται ενάντια στις δυνάμεις του Καρατάσου, που αποτελούνται από Μακεδόνες και κατέχουν το χωριό Σχοινόλακα της Μεσσηνίας. Ολιγάριθμοι αλλά καλύτερα οχυρωμένοι και πιο οργανωμένοι και πειθαρχικοί, οι άνδρες του Καρατάσου τρέπουν σε φυγή τους Αιγυπτίους και κυριεύουν 100 όπλα με ξιφολόγχη (τη μεγάλη στρατιωτική καινοτομία της εποχής), τα οποία στέλνουν στην Τρίπολη.
[29] Ενδειξη, άραγε, της προσπάθειας συμβολής στη δημιουργία συγκεντρωτικού κράτους;
[30] Ο Τρικούπης γράφει ότι η έκβαση του δευτέρου εμφυλίου πολέμου «ανύψωσε τον Κουντουριώτην και συνανύψωσε και τον συνάρχοντα και συμπράκτορα αυτού Κωλέττην». Η συναρχηγία Γεωργίου Κουντουριώτη και Ιωάννη Κωλέττη δείχνει την επικράτηση των δυνάμεων που αντιτίθενται στην Πελοποννησιακή αριστοκρατία και τις ηγεμονικές (και, σε σημαντικό βαθμό, αναχρονιστικές) της διαθέσεις. Ωστόσο, η συμμαχία δε θα δείξει μεγαλύτερη ικανότητα. Φαίνεται ότι εμφανίζονται και σοβαρές αντιθέσεις μέσα στη συμμαχία, όπου το ναυτιλιακό κεφάλαιο θέλει την υποταγή της στους δικούς του αποκλειστικά στόχους. Ο Μαυροκορδάτος φαίνεται να υποστηρίζει μάλλον χαλαρά το νέο κυβερνητικό σχήμα. Οι αντιθέσεις θα φανούν με την εισβολή του Ιμπραήμ Πασά. Οι νησιώτες θα προσπαθήσουν να επιβάλουν ναυτική πρωτοκαθεδρία στις επιχειρήσεις της ξηράς αν και αγνοούν τους τρόπους διεξαγωγής τους. Ο Γεώργιος Κουντουριώτης θα δείξει πλήρη ανικανότητα στην εκστρατεία της Μεσσηνίας. Ο Κωλέττης θα αποφύγει να εκτεθεί σε πολεμικούς κινδύνους και τα στρατεύματα των Ρουμελιωτών θα αποχωρήσουν από την Πελοπόννησο.
[31] Ωραία η παρατήρηση του Ζεύγου ότι «η Επανάσταση χειραφέτησε κάπως τους αγρότες και, με τα συγχρονισμένα της πολιτεύματα, ξεπέρασε το κοινωνικό στάδιο της μοναρχίας του διαφωτισμού» (Ζεύγος, Α΄, σελ. 109). Προφανώς, ο Ζεύγος, με τον τελευταίο αυτό όρο, εννοεί αυτό που έχει καθιερωθεί σαν «πεφωτισμένη δεσποτεία».
[32] Μας φαίνεται εντελώς αυθαίρετη η θεωρία ότι όλα αυτά ήταν «τυπικά», «επιφανειακά» κλπ. και ότι «οι ELITES απλώς συμβιβάσθηκαν με το αντιπροσωπευτικό πολίτευμα», επικυρώνοντας τις αυθαιρεσίες τους και τις διαβλητές τους πράξεις. Ότι «συμβιβάσθηκαν» δεν υπάρχει αμφιβολία, αλλά δεν μπορούμε να θεωρούμε αυτόν το «συμβιβασμό» σαν να ήταν το απλούστερο και το ευκολότερο πράγμα του κόσμου, ξεχνώντας ότι και ο «τύπος» είναι «ουσία». Στην πραγματικότητα, δείχνει τη συνολική αστικοποίηση της ελληνικής κοινωνίας. Όπως πίσω από τη θεωρία της ανυπαρξίας, έτσι και πίσω από αυτή τη θεωρία κρύβονται προθέσεις εξωραϊσμού της καπιταλιστικής κοινωνίας. Στην ουσία, υποστηρίζοντας ότι η αστική δημοκρατία είναι τέτοια μόνο στην Ελλάδα, η θεωρία αυτή θέλει να «περάσει» την άποψη ότι μπορεί να υπάρχει αστική δημοκρατία που δεν είναι θεμελιακά εχθρική προς τους εργαζομένους, που δε σηματοδοτεί τη δικτατορία των πλουτοκρατικών κορυφών και δε συνοδεύεται από εκτεταμένα φαινόμενα αυθαιρεσίας και ξέφρενης διοικητικής διαφθοράς.
[33] Έτσι, ασφαλώς, εξηγείται και το ότι, με το τέλος του πολέμου της Ανεξαρτησίας, η Ελλάδα βρίσκεται με το μεγαλύτερο κρατικό τομέα όλης της Ευρωπαϊκής ηπείρου, τουλάχιστον στον τομέα της γης: Το 1833, το 76,8% της ακαλλιέργητης γης και το 70,7% της καλλιεργημένης βρίσκονται στα χέρια του κράτους.
[34] Πετρόπουλος – Κουμαριανού, σελ. 260.
[35] Αν δεν προχωρά σε αυτό, καθόλου μικρό ρόλο παίζει η ξένη παρέμβαση που του υπενθυμίζει τα δάνεια. Παράλληλα, ο Καποδίστριας καθιερώνει, με το ψήφισμα της 26ης Αυγούστου 1830, την ιδιοκτησία των αγροτών στα σπίτια και το σπιτότοπό τους. Υπερβολικά αυστηρός, κατά τη γνώμη μας, απέναντι στον Κυβερνήτη, ο Ζεύγος βλέπει σε αυτό όχι ένα μέτρο προστασίας και στερέωσης της μικρής ιδιοκτησίας αλλά ένα μέτρο δημαγωγίας με το οποίο ο ενδιαφερόμενος προσπαθεί να εξαπατήσει τους άλλους και τον εαυτό του. Και αυτό γιατί, «σύμφωνα με το φεουδαρχικό εθιμικό δίκαιο, τα σπίτια και ο σπιτότοπος ανήκαν στους αγρότες και ο φεουδάρχης δεν μπορούσε να τα πάρει ούτε να τους διώξει» (Ζεύγος, Α΄, σελ. 104). Σύμφωνοι. Μόνο που δεν πρέπει να παραβλέπεται ότι τα φεουδαρχικά έθιμα έχουν καταργηθεί στην Ελλάδα, χωρίς να μιλήσουμε για την πολεμική κατάσταση, που ευνοεί κάθε είδους αυθαιρεσία σε βάρος των αδυνάτων.
[36] Αυτή η λύση A L’ ANGLAISE του αγροτικού προβλήματος φαίνεται να προωθείται κυρίως από το αγγλικό κόμμα και το Μαυροκορδάτο, που συνδέονται στενά με ναυτεμπορικά (και, συνεπώς, νησιωτικά) συμφέροντα, ενώ, κατά παράδοξο, ίσως, τρόπο, τη διανομή της γης φαίνεται να υποστηρίζει το ρωσικό κόμμα. Η προσπάθεια αυτή θα προσκρούσει στην αντίδραση της αγροτιάς και των τοπικών αρχόντων αλλά θα τροφοδοτήσει και τον τοπικισμό, όπως δείχνουν οι προειδοποιήσεις του Κολοκοτρώνη για τους κινδύνους εγκατάστασης των «ξένων» στην Πελοπόννησο. Συγγενής προς την πολιτική της εκποίησης φαίνεται να είναι, στις συνθήκες του ελευθέρου κράτους, η πολιτική του Αντιβασιλέως Ιωσήφ – Λουδοβίκου Αρμανσμπεργκ (1787-1853), που θεωρείται φορέας της αγγλικής επιρροής. Στο θέμα αυτό, σημαντικό ρόλο φαίνεται να έπαιξαν η επιρροή και του παροικιακού κεφαλαίου ή η ελπίδα προσέλκυσής του στην Ελλάδα. Βλέπουμε, π.χ., τον Καποδίστρια να προσπαθεί να προσελκύσει στην αγορά εθνικών γαιών Ελληνες μεγαλοκεφαλαιούχους της Οδησσού, προβάλλοντας, μάλιστα, και το επιχείρημα ότι αυτό είναι η μόνη εναλλακτική λύση απέναντι στην αύξηση της δυτικοευρωπαϊκής επιρροής. Μια ετεροχρονισμένη και παραλλαγμένη μορφή το φαινομένου υπήρξε η αγορά, μετά το 1880, των τουρκικών κτημάτων της Θεσσαλίας από Έλληνες μεγαλοεπιχειρηματίες της διασποράς. Η διαφορετική εξέλιξη ανάμεσα στην υπόλοιπη Ελλάδα (όπου η γη δε γίνεται άμεσα επίκεντρο μαζικών πολιτικών αγώνων) και στη Θεσσαλία (όπου γίνεται) αποδεικνύει, κατά τη γνώμη μας, τη βασιμότητα των συλλογισμών μας. Η τάση της ευρύτερης δημιουργίας και ισχυρότερης διατήρησης της μεγάλης γαιοκτησίας στις περιοχές που δεν απελευθερώνονται αλλά εξαγοράζονται είναι εξαιρετικά έντονη στην Επανάσταση και μας θυμίζει, πέραν των άλλων, τις αναλύσεις του Λένιν για το «μαυροεκατονταρχίτικο» και το «ναρόντνικο» καπιταλισμό.
[37] Ζεύγος, Β΄, σελ. 77.

Δημοσιογράφος, ιστορικός, συγγραφέας και στέλεχος του ΚΚΕ.
Leave a Reply
Want to join the discussion?Feel free to contribute!