Ο Τραμπ δεν κέρδισε τις εκλογές. H Χάρις ηττήθηκε από ένα μποϊκοτάζ για τη στάση της στη Γάζα
Η νίκη του Ρεπουμπλικανού υποψηφίου επί της Καμάλα Χάρις δεν οφειλόταν στην άνοδο της δημοτικότητάς του, αλλά στη συνειδητή επιλογή εκατομμυρίων ανθρώπων να μποϊκοτάρουν την ψηφοφορία διαμαρτυρόμενοι για τη γενοκτονία που υποστηρίζουν οι Δημοκρατικοί.
Όταν ο πρώην πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ άρπαξε τη νίκη από τα σαγόνια της ήττας στις εκλογές του 2016, έγραψα ένα άρθρο στο Middle East Eye για να εξηγήσω τις ρίζες του μυστηριώδους φαινομένου του.
Υποστήριξα ότι ο ρατσισμός των λευκών από μόνος του δεν μπορούσε να εξηγήσει τη νίκη του και ότι υπήρχαν βαθύτερα κοινωνικά, οικονομικά και πολιτικά αίτια πίσω από την άνοδό του.
Παρόλο που ο αριθμός των λευκών ψηφοφόρων μειώνεται σταθερά στις ΗΠΑ -με την πιο πρόσφατη απογραφή των ΗΠΑ να αποκαλύπτει ότι ο αριθμός των λευκών Αμερικανών είχε φτάσει σε ιστορικά χαμηλό επίπεδο, στο 62% του γενικού πληθυσμού- εξακολουθούν να αποτελούν την πλειοψηφία και να αντιπροσωπεύουν το μεγαλύτερο μέρος του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος.
Όμως, η παρουσία του ρατσισμού σε ορισμένα τμήματα της κοινωνίας δεν μπορεί να εξηγήσει τις αλλαγές στην εκλογική συμπεριφορά απ’ τη στιγμή που ο πρώην πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα εξελέγη δύο φορές και τέσσερα χρόνια αργότερα, το αμερικανικό εκλογικό σώμα είχε εκδιώξει αποφασιστικά τον Τραμπ.
Παρόλο που η Χίλαρι Κλίντον νίκησε τον Τραμπ το 2016 στη λαϊκή ψήφο με 66 εκατομμύρια ψήφους έναντι 63 εκατομμυρίων, εντούτοις έχασε τις ψήφους του Σώματος των Εκλεκτόρων με 306 έναντι 232.
Τέσσερα χρόνια αργότερα, ο Μπάιντεν είχε νικήσει αποφασιστικά τον Τραμπ με την ίδια αναλογία του Σώματος Εκλεκτόρων 306 προς 232, αλλά τότε με ακόμη μεγαλύτερη διαφορά στη λαϊκή ψήφο, 81 εκατομμύρια έναντι 74 εκατομμυρίων, αντίστοιχα. Ο κύριος λόγος ήταν το ποσοστό συμμετοχής, το οποίο βελτιώθηκε μεταξύ των εκλογών του 2016 και του 2020 από 60 σε 66%.
Τι συνέβη λοιπόν το 2024;
Για να εξηγήσει κανείς τη νίκη του Τραμπ το 2024, μετά την ταπεινωτική ήττα του το 2020, θα πρέπει να εξετάσει την προσέλευση των ψηφοφόρων καθώς και τον επαναπατρισμό των ψήφων, ιδίως στις «ταλαντευόμενες πολιτείες» (swing states), και να προβεί σε συγκριτική ανάλυση μεταξύ των εκλογών του 2020 και του 2024.
Το κεντρικό ζήτημα
Το 2020, ο Μπάιντεν και ο Τραμπ συγκέντρωσαν μαζί περίπου 155 εκατομμύρια ψηφοφόρους σε σύνολο 158 εκατομμυρίων ψηφοφόρων, θέτοντας ένα πολύ υψηλότερο ποσοστό συμμετοχής. Από την άλλη πλευρά, στις εκλογές του 2024 , η Χάρις έλαβε μόνο 67 εκατομμύρια ψήφους, ενώ ο Τραμπ έλαβε λιγότερα από 73 εκατομμύρια.
Αυτό δείχνει ξεκάθαρα ότι ο Τραμπ δεν έχει βελτιωθεί πολύ, αφού δεν έφτασε καν τα ποσοστά του 2020.
Εν τω μεταξύ, οι ψήφοι της Harris το 2024 υπολείπονταν κατά πολύ των ψήφων του Biden κατά περισσότερο από 14 εκατομμύρια ψήφους. Στον εκλογικό κύκλο του 2024, η συμμετοχή ήταν περίπου 58%, σημαντικά μικρότερη από ό,τι το 2020 και ακόμη μικρότερη από ό,τι στις εκλογές του 2016.
Τι εξηγεί λοιπόν την άμβλυνση της συμμετοχής των ψηφοφόρων από 155 εκατομμύρια το 2020 σε 140 εκατομμύρια το 2024, παρόλο που ο αριθμός των εκλογέων με δικαίωμα ψήφου στις ΗΠΑ αυξήθηκε από 240 εκατομμύρια σε 244 εκατομμύρια;
Με βάση τα αποτελέσματα των εκλογών του 2020, η πλειονότητα του αμερικανικού λαού είχε σαφώς απηυδήσει με τον Τραμπ. Ωστόσο, το 2024, σχεδόν το 17% των ψηφοφόρων του Μπάιντεν χάθηκε και η υποστήριξη του Τραμπ σταθεροποιήθηκε.
Πρέπει επίσης να τονιστεί ότι η κακοποίηση, η καταφρόνηση και η εχθρότητα προς τον Τραμπ από σημαντικό αριθμό Δημοκρατικών και ανεξάρτητων ψηφοφόρων, καθώς και από μια μειοψηφία Ρεπουμπλικανών, παρέμεινε σε υψηλά επίπεδα ή και αυξήθηκε, καθώς οι μετρήσεις εκλεξιμότητάς του βαίνουν ολοένα και δυσμενέστερες τα τελευταία χρόνια μεταξύ των περισσότερων ψηφοφόρων, καθώς συσσωρεύτηκαν πολλές ποινικές κατηγορίες εναντίον του.
Εξετάζοντας το ιστορικό και τις πολιτικές προτάσεις κάθε υποψηφίου, θα διαπιστώσει κανείς σημαντικές διαφορές στο όραμα, τη φιλοσοφία και τις πολιτικές τους όσον αφορά τις εσωτερικές υποθέσεις, όπως η οικονομική πολιτική, τα δημοσιονομικά θέματα, τα κοινωνικά ζητήματα, η υγειονομική περίθαλψη, η μετανάστευση, οι διορισμοί δικαστών, οι πολιτικές μεταρρυθμίσεις κ.ο.κ.
Στο μέτωπο της εξωτερικής πολιτικής και της εθνικής ασφάλειας, υπάρχουν επίσης σημαντικές διαφοροποιήσεις και διαφορετικές προσεγγίσεις μεταξύ των δύο υποψηφίων σε βασικά ζητήματα, όπως το εμπόριο, το ΝΑΤΟ, η Ουκρανία και η Κίνα.
Αλλά για να απαντήσει κανείς πλήρως σε αυτό το ερώτημα, πρέπει να εξετάσει το κεντρικό ζήτημα των εκλογών, στο οποίο μπορεί να συμφώνησαν και οι δύο υποψήφιοι και το οποίο, ταυτόχρονα, μπορεί να οδήγησε σημαντικό αριθμό ψηφοφόρων στο μποϊκοτάρισμα ή την ψήφο σε τρίτα κόμματα.
Επιπλέον, θα πρέπει να εξετάσουμε προσεκτικά την προσέλευση και τα μοτίβα εκλογικών καταγραφών των πολιτειών που συνήθως καθορίζουν τον νικητή και τον ηττημένο των προεδρικών εκλογών.
Όταν γίνεται μια τέτοια εξέταση, αναδεικνύεται ένα παρεμφερές φαινόμενο σημαντικού μποϊκοτάζ ή χαμηλής συμμετοχής.
Διαμαρτυρία των ψηφοφόρων
Το μοναδικό θέμα της προεκλογικής εκστρατείας στο οποίο υπήρξε αξιοσημείωτη συμφωνία όχι μόνο μεταξύ των υποψηφίων των δύο μεγάλων κομμάτων, αλλά και μεταξύ των αντίστοιχων πολιτικών κομμάτων και των στελεχών τους, ήταν η άνευ όρων υποστήριξη των ΗΠΑ προς το Ισραήλ στον συνεχιζόμενο γενοκτονικό πόλεμό του στη Γάζα.
Σύμφωνα με διάφορες δημοσκοπήσεις, περισσότεροι Δημοκρατικοί συμπάσχουν σήμερα με τους Παλαιστίνιους παρά με τους Ισραηλινούς. Είχαν επίσης εμφανιστεί κινήματα σε όλη τη χώρα για την «Εγκατάλειψη της Χάρις», που υποστήριζαν την ψήφο σε υποψηφίους τρίτων κομμάτων, όπως η Τζιλ Στάιν, ή την αποχή.
Όπως και στις δύο προηγούμενες εκλογικές αναμετρήσεις, οι φετινές εκλογές εξαρτώνται από τις ίδιες έξι ταλαντευόμενες πολιτείες (swing states), δηλαδή τη Γεωργία, την Πενσυλβάνια, το Μίσιγκαν, το Ουισκόνσιν, την Αριζόνα και τη Νεβάδα, οι οποίες διαθέτουν συνολικά 77 ψήφους στο Εκλεκτορικό Σώμα.
Από τις υπόλοιπες 44 πολιτείες με διαχρονικά αταλάντευτη ψήφο (non-swing states), η Χάρις είχε 226, ενώ ο Τραμπ 235. Υπήρχαν αρκετές επιλογές για οποιονδήποτε συνδυασμό των ταλαντευόμενων πολιτειών που θα μπορούσε να φέρει οποιονδήποτε υποψήφιο πάνω από τους 270. Η Χάρις χρειαζόταν 44, έναντι 35 του Τραμπ.
Στις εκλογές του 2020, ο Μπάιντεν σάρωσε και στις έξι ταλαντευόμενες πολιτείες, λαμβάνοντας συνολικά 12,73 εκατομμύρια ψήφους έναντι 12,38 εκατομμυρίων ψήφων του Τραμπ στις πολιτείες αυτές, με συνδυασμένη συμμετοχή 25,11 εκατομμυρίων ψηφοφόρων.
Από την άλλη πλευρά, το 2024, ο Τραμπ έλαβε 12,55 εκατομμύρια ψήφους για να σαρώσει τις ίδιες έξι ταλαντευόμενες πολιτείες, ενώ η Χάρις έλαβε 12 εκατομμύρια, μια πτώση πάνω από 730.000 ψήφων από την αντίστοιχη του Μπάιντεν. Εν ολίγοις, η συνολική συμμετοχή στις έξι ταλαντευόμενες πολιτείες το 2024 ήταν 24,55 εκατομμύρια, γεγονός που αντανακλά μείωση κατά 560.000 ψηφοφόρους από το 2020.
Ενώ ο Τραμπ κέρδισε μια μικρή αύξηση 170.000 ψηφοφόρων το 2024 στις ίδιες έξι πολιτείες από τα αποτελέσματά του το 2020, η Χάρις έχασε 730.000 ψηφοφόρους ή περίπου το 5,7% της ψήφου του Μπάιντεν το 2020, μια σημαντική πτώση που σίγουρα κόστισε στην ίδια και στο κόμμα της τις εκλογές.
Μια παρόμοια κατάσταση έλαβε χώρα στην καρδιά των αραβοαμερικανικών κοινοτήτων του Ντίρμπορν, του Ντίρμπορν Χάιτς και του Χάμτραμκ, στην πολιτεία του Μίσιγκαν, όπου γεννήθηκε το κίνημα της Ανεξάρτητης ψήφου (Uncommitted) και η οποία φέρεται να έχει τον μεγαλύτερο αραβοαμερικανικό πληθυσμό στις ΗΠΑ.
Η συμμετοχή στις κοινότητες αυτές το 2024 ήταν επίσης πολύ μικρότερη από ό,τι το 2020. Ο Μπάιντεν έλαβε 88% στην περιφέρεια στο νότιο άκρο του Ντίρμπορν, ενώ ο Τραμπ έλαβε 10,9%. Στην πόλη του Ντίρμπορν, ο Μπάιντεν έλαβε 69%, ενώ ο Τραμπ έλαβε λιγότερο από 30%. Στο Χάμτραμκ, ο Μπάιντεν έλαβε 85% έναντι 13% του Τραμπ. Ωστόσο, κατά τη διάρκεια των προκριματικών εκλογών του 2024, εν μέσω της γενοκτονίας στη Γάζα, η εκστρατεία της Ανεξάρτητης ψήφου συνέτριψε το 91% του Μπάιντεν σε μόλις 4%.
Μποϊκοτάζ εκλογών
Λόγω της υποστήριξης της γενοκτονίας του Ισραήλ από την κυβέρνηση των Δημοκρατικών, η αρνητική αυτή τάση μεταβιβάστηκε στη Χάρις. Σύμφωνα με την Detroit Free Press, η Χάρις έλαβε 36% στο Ντίρμπορν, χάνοντας πάνω απ’ τις μισές ψήφους που έλαβε ο Μπάιντεν το 2020, ενώ ο Τραμπ σημείωσε μια τετραπλάσια αύξηση στο 42%.
Στο Χάμτραμκ, η Χάρις έλαβε 38%, μια πτώση 50 μονάδων από την απόδοση του Μπάιντεν, έναντι του 44% του Τραμπ, σημειώνοντας μια αύξηση 30 μονάδων από το 2020. Εν τω μεταξύ, η Στάιν έλαβε περίπου το ένα πέμπτο των ψήφων σε ολόκληρη την περιφέρεια, ενδεχομένως το υψηλότερο ποσοστό που έχει λάβει σε ολόκληρη τη χώρα.
Φαίνεται ότι ο κύριος λόγος για τη νίκη του Τραμπ επί της Χάρις το 2024 δεν είναι μια ξαφνική άνοδος της δημοτικότητάς του, καθώς υπολείπεται του αποτελέσματος του 2020 στη λαϊκή ψήφο, το οποίο μάλιστα είχε καταγράψει εν μέσω μιας καταστροφικής πανδημίας.
Ως εκ τούτου, η πιο εύλογη εξήγηση για τη χαμηλή συμμετοχή της Χάρις που της κόστισε τις εκλογές σε σύγκριση με τον Μπάιντεν το 2020 είναι η συνειδητή απόφαση εκατομμυρίων, όχι μόνο Αράβων και μουσουλμάνων Αμερικανών στις ταλαντευόμενες πολιτείες, αλλά και σε ολόκληρη τη χώρα, να μποϊκοτάρουν την ψηφοφορία.
Πράγματι, εκατομμύρια άλλοι ευσυνείδητοι Αμερικανοί που εξέφραζαν τις θεμελιώδεις και σθεναρές αντιρρήσεις τους για τον γενοκτονικό πόλεμο του Ισραήλ στη Γάζα, ο οποίος υποστηρίχθηκε σκληρά από μια ηθικά διεφθαρμένη πολιτική τάξη, επίσης μποϊκοτάρισαν τις εκλογές.
Η ήττα της Χάρις θα έπρεπε να είναι ένας οιωνός για όλους τους πολιτικούς ότι το αίμα των Παλαιστινίων και των Λιβανέζων δεν είναι ούτε δωρεάν ούτε αναλώσιμο.
Πηγή: Middle East Eye
Μετάφραση: antapocrisis
Ο Sami Al-Arian είναι διευθυντής του Κέντρου για το Ισλάμ και τις Παγκόσμιες Υποθέσεις στο Πανεπιστήμιο Zaim της Κωνσταντινούπολης. Με καταγωγή από την Παλαιστίνη, έζησε στις ΗΠΑ για τέσσερις δεκαετίες (1975-2015), όπου ήταν μόνιμος ακαδημαϊκός, διακεκριμένος ομιλητής και ακτιβιστής για τα ανθρώπινα δικαιώματα, προτού μετακομίσει στην Τουρκία. Είναι συγγραφέας πολλών μελετών και βιβλίων.
Leave a Reply
Want to join the discussion?Feel free to contribute!