Για το πρόγραμμα της ΝΔ για την υγεία

15 διαπιστώσεις και 10 συμπεράσματα από την έκθεση του ΟΟΣΑ για την υγεία στην Ελλάδα

Πριν μερικές μέρες δημοσιεύτηκε η έκθεση Ελλάδα-Προφίλ Υγείας 2019, Η Κατάσταση της Υγείας στην ΕΕ από τον ΟΟΣΑ και το Ευρωπαϊκό Παρατηρητήριο για τα Συστήματα και τις Πολιτικές Υγείας (Κομισιόν). Η έκθεση αυτή (μπορείτε να τη βρείτε ΕΔΩ), που δημοσιεύεται κάθε δύο χρόνια, σε καμιά περίπτωση δεν διακρίνεται για την αντικειμενικότητα των διαπιστώσεων και την αμεροληψία της, μιας και έχει συνταχθεί από τον ίδιο τον Προκρούστη που έρχεται σήμερα να επισημάνει κυνικά τα αποτελέσματα του έργου του.

Όμως, περιλαμβάνει αντικειμενικά ποσοτικά δεδομένα και στοιχεία, αποκαλυπτικά για τις επιπτώσεις της κρίσης στην υγεία του ελληνικού λαού και τις συνέπειες του δεκαετούς προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής, που από κοινού και χωρίς καμιά παρέγκλιση εφάρμοσαν και συνεχίζουν να εφαρμόζουν όλες οι Μνημονιακές κυβερνήσεις στον τομέα της Δημόσιας Υγείας και Πρόνοιας. ΟΟΣΑ και ΔΝΤ αφήνουν κυριολεκτικά καμμένη γη απ’ όποια χώρα κι αν περάσουν, εφαρμόζοντας πειραματικά ακραία νεο-φιλελεύθερα προγράμματα μεταρρυθμίσεων, τα οποία αργότερα εξάγουν σε άλλες χώρες. Τέτοιο πρόγραμμα εφάρμοσε στη χώρα μας και σε άλλες χώρες του Νότου και της Ανατολικής Ευρώπης, η  Ε.Ε, με οδηγό την τεχνογνωσία του ΔΝΤ.

Παραθέτουμε ορισμένες βασικές διαπιστώσεις και συμπεράσματα από μια πρώτη μελέτη της έκθεσης. Εδώ μπορείτε να δείτε μια πιο αναλυτική παρουσίαση με συνοδευτικά διαγράμματα και πίνακες. Με πλάγια γραφή παρατίθενται αυτούσια αποσπάσματα του αρχικού κειμένου της έκθεσης.

Ποια είναι τα βασικά σημεία – διαπιστώσεις της έκθεσης;

Διαπίστωση πρώτη: Οι αυτοκτονίες και η κατάθλιψη αυξήθηκαν ραγδαία μέσα στην κρίση. Με εξαίρεση τους θανάτους από τροχαία ατυχήματα, οι οποίοι μειώθηκαν -λόγω της στροφής προς φθηνότερους τρόπους μεταφοράς και την κατά 50 % άνοδο της τιμής του πετρελαίου – η οικονομική κρίση είχε αισθητό αντίκτυπο στην υγεία του ελληνικού πληθυσμού. Ειδικότερα, η ψυχική υγεία, εκπεφρασμένη σε ποσοστά αυτοκτονιών και επίπεδα σοβαρής κατάθλιψης, έχει επιδεινωθεί. Παρότι είναι τα χαμηλότερα μετά την Κύπρο και αρκετά κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ  (10,3 ανά 100 000 κατοίκους το 2016), τα ποσοστά αυτοκτονιών έχουν αυξηθεί κατά 30 % — μέσος όρος 4,3 ανά 100 000 κατοίκους από το 2010 (έναντι 3,3 κατά την προηγούμενη δεκαετία). Σε σειρά μελετών διαπιστώθηκε αύξηση του επιπολασμού των συμπτωμάτων σοβαρής κατάθλιψης στον γενικό πληθυσμό, από 3,3 % το 2008 σε 12,3 % το 2013 (Economou et al., 2016).

Διαπίστωση δεύτερη: Η βρεφική θνησιμότητα αυξήθηκε σε 3,9 ανά 1000 γεννήσεις την περίοδο 2015-2017, υπερβαίνοντας το μέσο όρο της Ε.Ε (3,6). Η σταθερή μείωση της βρεφικής θνησιμότητας —δείκτη ευαίσθητου τόσο στην ποιότητα της υγειονομικής περίθαλψης όσο και στις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες— έχει αντιστραφεί από το τριετές μέσο επίπεδο των 3,1 ανά 1 000 γεννήσεις ζώντων κατά την περίοδο 2007-2009 σε 3,9 κατά την περίοδο 2015-2017, υπερβαίνοντας τον μέσο όρο της ΕΕ (3,6).

Διαπίστωση τρίτη: Ο πληθυσμός γερνάει με περισσότερους από έναν στους πέντε (22 %) κατοίκους να είναι πλέον ηλικίας 65 ετών και άνω. Πολλά έτη ζωής μετά την ηλικία των 65 ετών διάγονται πλέον με χρόνιες παθήσεις και αναπηρίες.  Λόγω της αύξησης του προσδόκιμου ζωής και των χαμηλών δεικτών γονιμότητας, περισσότερα από ένα στα πέντε (22 %) άτομα στην Ελλάδα είναι ηλικίας 65 ετών και άνω, αναλογία που προβλέπεται να αυξηθεί σε περισσότερο από ένα τρίτο (34 %) έως το 2070. Το 2017 το προσδόκιμο ζωής στην ηλικία των 65 ετών ήταν 20,1 έτη, ελαφρώς υψηλότερο από το σύνολο των χωρών της ΕΕ. Ωστόσο, οι Έλληνες αναμένεται να ζήσουν μόνο περίπου 40 % από αυτά τα έτη χωρίς αναπηρία, έναντι σχεδόν 50 % στην ΕΕ, που μεταφράζεται σε δύο λιγότερα έτη υγιούς ζωής.

Διαπίστωση τέταρτη: Οι φτωχοί καπνίζουν περισσότερο. Η παχυσαρκία χτυπάει όσους δεν έχουν πρόσβαση στην εκπαίδευση. Οι κοινωνικοοικονομικοί παράγοντες, ιδίως το εισόδημα, ασκούν καθοριστική επίδραση στις ανισότητες που αφορούν την υγεία και το προσδόκιμο ζωής. Πολλοί συμπεριφορικοί παράγοντες κινδύνου στην Ελλάδα είναι πιο συνηθισμένοι στα άτομα χαμηλότερου μορφωτικού επιπέδου ή εισοδήματος. Το 2014 το 32 % των Ελλήνων ανδρών στο φτωχότερο πεμπτημόριο εισοδήματος κάπνιζε καθημερινά (το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 24 % σε ολόκληρη την ΕΕ), ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για τους Έλληνες με τα υψηλότερα εισοδήματα ήταν 25 % (16 % στην ΕΕ). Ομοίως, ένας στους πέντε ενηλίκους που δεν είχαν ολοκληρώσει τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση είναι παχύσαρκος έναντι ενός στους επτά ενηλίκους που είχαν ολοκληρώσει τριτοβάθμια εκπαίδευση. Αυτός ο υψηλότερος επιπολασμός παραγόντων κινδύνου στις κοινωνικά μειονεκτούσες ομάδες συντελεί στις ανισότητες όσον αφορά την υγεία και το προσδόκιμο ζωής.

 

Διαπίστωση πέμπτη: Η εστίαση στην πολιτική πρωτογενούς πρόληψης και την αποτελεσματική θεραπεία θα μπορούσε να συμβάλει στη μείωση των αποτρέψιμων πρόωρων θανάτων. Η Ελλάδα εξακολουθεί να έχει χαμηλότερη θνησιμότητα από προλαμβανόμενες αιτίες (ο θάνατος που μπορεί να αποφευχθεί κυρίως μέσω παρεμβάσεων δημόσιας υγείας και πρωτογενούς πρόληψης) σε σύγκριση με τον μέσο όρο της ΕΕ και παρόμοιο επίπεδο θνησιμότητας από θεραπεύσιμες αιτίες(ο θάνατος που μπορεί να αποφευχθεί κυρίως μέσω παρεμβάσεων υγειονομικής περίθαλψης, συμπεριλαμβανομένων του προσυμπτωματικού ελέγχου και της αγωγής) με τον μέσο όρο της ΕΕ. Οι πρόωροι θάνατοι από καρδιαγγειακές παθήσεις (ισχαιμική καρδιοπάθεια, εγκεφαλικό επεισόδιο και υπέρταση) αντιπροσωπεύουν το ένα τέταρτο του συνόλου των θανάτων από προλαμβανόμενες αιτίες και 38 % των θανάτων από θεραπεύσιμες αιτίες. Αυτό οφείλεται εν μέρει σε ανεπάρκειες, αφενός, σε επίπεδο διάγνωσης και αγωγής όσον αφορά τους ασθενείς που διατρέχουν υψηλό κίνδυνο καρδιαγγειακών παθήσεων και, αφετέρου, σε επίπεδο διαχείρισης των ασθενών με ισχαιμική καρδιοπάθεια. Όσον αφορά τις άλλες προλαμβανόμενες αιτίες, το 30 % των θανάτων το 2016 οφείλονταν σε καρκίνο του πνεύμονα.Η θνησιμότητα από θεραπεύσιμες αιτίες το 2016 ήταν λίγο μεγαλύτερη από τον μέσο όρο της ΕΕ (95 και 93 ανά 100 000 κατοίκους, αντίστοιχα).

Διαπίστωση έκτη: Ο προσυμπτωματικός έλεγχος για τον καρκίνο δεν είναι συστηματικός και η προσφυγή σ’ αυτόν επηρεάζεται σημαντικά από το μορφωτικό επίπεδο. Οι θεραπεύσιμοι καρκίνοι (καρκίνος του μαστού, ορθοκολικός καρκίνος και καρκίνος του τραχήλου της μήτρας) αντιπροσωπεύουν το ένα τέταρτο των θανάτων από θεραπεύσιμες αιτίες. Δεν υπάρχουν προγράμματα που βασίζονται στον πληθυσμό ούτε προγράμματα συστηματικού προσυμπτωματικού ελέγχου, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται ανισότητες σε επίπεδο προληπτικού ελέγχου. Για παράδειγμα, το 2014 ποσοστό 76 % της ομάδας-στόχου είχε υποβληθεί σε προσυμπτωματικό έλεγχο για καρκίνο του τραχήλου της μήτρας κατά τα προηγούμενα τρία έτη (έναντι 66 % στην ΕΕ), όμως εξετάστηκαν εννέα στις δέκα γυναίκες που είχαν ολοκληρώσει τριτοβάθμια εκπαίδευση, συγκριτικά με έξι στις δέκα γυναίκες που δεν είχαν ολοκληρώσει τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Ομοίως, 60 % των γυναικών ηλικίας 50-69 ετών είχε υποβληθεί σε μαστογραφία (ποσοστό παρόμοιο με τον μέσο όρο της ΕΕ), ωστόσο είχαν εξεταστεί περισσότερες από τέσσερις στις πέντε γυναίκες με τριτοβάθμια εκπαίδευση έναντι τριών στις πέντε γυναίκες που δεν είχαν ολοκληρώσει τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση.

Διαπίστωση έβδομη: Η Ελλάδα δαπανά ελάχιστους πόρους για προληπτική φροντίδα, είναι από τις χώρες με τη μεγαλύτερη έλλειψη γενικών γιατρών στην Ε.Ε, βρίσκεται κάτω από τον μέσο όρο της Ε.Ε σε νοσοκομειακές κλίνες ανά 1000 κατοίκους και είναι η πρώτη χώρα της Ε.Ε με τον χαμηλότερο αριθμό νοσηλευτών ανά 1 000 κατοίκους. Μόλις 20 ΕΥΡΩ ανά άτομο διατίθενται για προληπτική φροντίδα (έναντι 89 ΕΥΡΩ που είναι ο μέσος όρος της ΕΕ) ή 1,3 % των δαπανών υγείας, ποσοστό που την κατατάσσει, μαζί με την Κύπρο και τη Σλοβακία, μεταξύ των τελευταίων τριών κρατών μελών. Το 2017 υπήρχαν 4,2 νοσοκομειακές κλίνες ανά 1 000 κατοίκους — λίγο κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ (5,0). Η αναλογία των γενικών ιατρών είναι μόλις 1 στους 16 ιατρούς στην Ελλάδα, έναντι 1 στους 4 κατά μέσο όρο στην ΕΕ. Τη στιγμή που ο ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι στο 8,5, η Ελλάδα δεν φτάνει ούτε τους 4 νοσηλευτές ανά 1 000 κατοίκους.

Διαπίστωση όγδοη: Οι μεικτές δαπάνες υγείας σημείωσαν πτώση 30% κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα. Οι τωρινές μεικτές δαπάνες για την υγεία είναι περίπου στο μισό του μέσου όρου της ΕΕ, κατατάσσοντάς την στην 21η θέση της λίστας. Το 2017 η Ελλάδα διέθεσε 8 % του ΑΕΠ στην υγεία. Το ποσό αυτό αντιστοιχεί στο 8 % του ΑΕΠ, επίσης κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ (9,8 %).Το ποσοστό αυτό μεταφράζεται σε ποσό 1 623 ΕΥΡΩ ανά άτομο (προσαρμοσμένο ανάλογα με τις διαφορές στην αγοραστική δύναμη) — αρκετά κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ (2 884 ΕΥΡΩ). Αφού κορυφώθηκαν στα 2 267 ΕΥΡΩ ανά άτομο το 2008, οι δαπάνες υγείας μειώθηκαν σχεδόν κατά ένα τρίτο στη διάρκεια των επόμενων πέντε ετών.

Διαπίστωση έννατη: Οι δημόσιες δαπάνες για την υγεία είναι από τις χαμηλότερες της Ε.Ε, διαμορφούμενες σε κατά τι λιγότερο από το 5 % του ΑΕΠ. Πάνω από το ένα τρίτο των δαπανών υγείας προέρχεται από τα νοικοκυριά, το τέταρτο μεγαλύτερο ποσοστό στην ΕΕ. Οι άτυπες πληρωμές (φακελάκι) αντιπροσωπεύουν περισσότερο από το ένα τέταρτο των άμεσων ιδιωτικών δαπανών. Συνολικά, στην Ελλάδα μόνο το 61 % των δαπανών για την υγειονομική περίθαλψη προέρχεται από δημόσιες πηγές, ενώ το 35 % χρηματοδοτείται απευθείας από τα νοικοκυριά. Το ποσοστό αυτό κυμάνθηκε ανάμεσα στο 28 % το 2010, που ήταν το χαμηλότερο σημείο, έως το 37 % το 2014, που ήταν το υψηλότερο σημείο. Τα υψηλά επίπεδα επιμερισμού του κόστους οφείλονται κυρίως στις συμμετοχές των ασφαλισμένων για τα φάρμακα και στις άμεσες πληρωμές για υπηρεσίες που δεν περιλαμβάνονται στη δέσμη παροχών, επισκέψεις σε ειδικούς ιατρούς, νοσηλευτική περίθαλψη, καθώς και οδοντιατρική περίθαλψη. Επιπλέον, οι άτυπες πληρωμές αντιπροσωπεύουν περισσότερο από το ένα τέταρτο των άμεσων ιδιωτικών δαπανών.

Διαπίστωση δέκατη: Ο πυρήνας και η «φιλοσοφία» της μεταρρύθμισης στην Πρωτοβάθμια Υγεία δεν είναι άλλος από το Gatekeeping με στόχο τη μείωση της πρόσβασης των ασθενών σε ειδικούς γιατρούς, δευτεροβάθμια και τριτοβάθμια περίθαλψη, με κριτήριο την περαιτέρω μείωση των κρατικών δαπανών. Το καλοκαίρι του 2019 περισσότερες από τις μισές (127) από τις 239 σχεδιαζόμενες τοπικές μονάδες υγείας λειτουργούσαν σε όλη τη χώρα, καλύπτοντας 2 εκατομμύρια κατοίκους, ήτοι το ένα πέμπτο του συνολικού πληθυσμού. Το μέγεθος αυτό προσεγγίζει το μέγιστο όριο ικανότητας του σημερινού αριθμού γενικών ιατρών του δημόσιου τομέα. Η περαιτέρω πρόοδος όσον αφορά την αύξηση του αριθμού των ιατρών που απασχολούνται σε μονάδες πρωτοβάθμιας φροντίδας αναμένεται να είναι αργή, καθώς πολλοί γενικοί ιατροί που εργάζονται στον ιδιωτικό τομέα θεωρούν τους συμβατικούς όρους εντός του ΕΟΠΥΥ λιγότερο ευνοϊκούς (European Commission, 2019a). Επειδή η πρωτοβάθμια φροντίδα βρίσκεται σε αυτό το μεταβατικό στάδιο, η λειτουργία του μηχανισμού υποχρεωτικών παραπομπών (gatekeeping) έχει αναβληθεί. Η παραπομπή σε ειδικό ιατρό δεν είναι ακόμη υποχρεωτική και οι πολίτες εξακολουθούν να μπορούν να έχουν απευθείας πρόσβαση σε υπηρεσίες ειδικών ιατρών, ανεξάρτητα από το αν έχουν εγγραφεί σε γενικό ιατρό. Η απευθείας πρόσβαση σε ειδικούς ιατρούς θα καταργηθεί σταδιακά, με την προσδοκία ότι οι γενικοί ιατροί θα γίνουν το πρώτο σημείο επαφής για όλους τους κατοίκους.

Διαπίστωση εντέκατη: Η πολυδιαφημισμένη καθολική υγειονομική κάλυψη δεν είναι τελικά και τόσο καθολική. Η κάλυψη του πληθυσμού είναι πλέον καθολική, αλλά με ορισμένες διαφορές στα επίπεδα πρόσβασης. Η νομοθεσία του 2016 αποτέλεσε σημαντικό βήμα. Εξακολουθεί, ωστόσο, να υπάρχει διαφορά ως προς τα επίπεδα πρόσβασης: όσοι καλύπτονται από τη νομοθεσία μπορούν να έχουν πρόσβαση σε υπηρεσίες υγειονομικής περίθαλψης μόνο στις δημόσιες δομές, ενώ υπηρεσίες όπως οι διαγνωστικές εξετάσεις παρέχονται σε μεγάλο βαθμό από ιδιωτικούς παρόχους συμβεβλημένους με τον ΕΟΠΥΥ και είναι διαθέσιμες για τον ασφαλισμένο πληθυσμό σε βάση επιμερισμού του κόστους. Επιπροσθέτως, ορισμένες ευπαθείς ομάδες εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν εμπόδια στην πρόσβαση σε υπηρεσίες — για παράδειγμα η εθνοτική μειονότητα των Ρομά, οι παράτυποι μετανάστες και οι αιτούντες άσυλο (έως ότου λάβουν καθεστώς πρόσφυγα), καθώς και οι άστεγοι.

Διαπίστωση δωδέκατη: Η Ελλάδα έχει το δεύτερο υψηλότερο επίπεδο μη καλυπτόμενων αναγκών  ιατρικής περίθαλψης –κυρίως λόγω κόστους- στην ΕΕ (μετά την Εσθονία), με το ποσοστό να διπλασιάζεται για τα φτωχότερα νοικοκυριά.  Ένα στα δέκα νοικοκυριά ανέφερε ότι δεν είχε δυνατότητα πρόσβασης σε υπηρεσίες υγείας όταν τις χρειαζόταν. Μη καλυπτόμενες ανάγκες αναφέρθηκαν επίσης από σχεδόν ένα στα πέντε νοικοκυριά στο φτωχότερο πεμπτημόριο εισοδήματος, αλλά μόλις από το 3 % των πλουσιότερων νοικοκυριών, γεγονός που αποκαλύπτει το μεγαλύτερο χάσμα όσον αφορά την εισοδηματική ανισότητα στην Ευρώπη. Τα στοιχεία αναφέρονται σε μη καλυπτόμενες ανάγκες για ιατρική εξέταση ή αγωγή λόγω κόστους, απόστασης που πρέπει να διανυθεί ή χρόνου αναμονής. Το κόστος αποτελεί το κυριότερο εμπόδιο στην πρόσβαση στην περίθαλψη, ιδίως για τα άτομα με χαμηλό εισόδημα.

Διαπίστωση δέκατη τρίτη: Οι αγροτικές και νησιωτικές περιοχές της χώρας υστερούν της πρόσβασης σε υπηρεσίες υγείας σε σχέση με τις αστικές περιοχές. Οι ανισορροπίες ως προς τη διαθεσιμότητα περίθαλψης επηρεάζουν την πρόσβαση στις αγροτικές περιοχές και επιτείνουν τις περιφερειακές ανισότητες. Στην Ελλάδα δεν υπάρχει ισόρροπη κατανομή των πόρων και του προσωπικού στον τομέα της υγειονομικής περίθαλψης ούτε κατάλληλοι μηχανισμοί σχεδιασμού και διαχείρισης. Κατά συνέπεια, ορισμένες περιοχές έχουν τριπλάσιους ιατρούς και νοσηλευτές από άλλες. Από μία έρευνα πληθυσμού προκύπτει ότι το 2014, από το σύνολο των ατόμων που έχρηζαν περίθαλψης, ποσοστό μόλις 3 %  των ατόμων που ζούσαν σε πόλεις δεν μπορούσαν να έχουν πρόσβαση σε αυτήν λόγω απόστασης ή έλλειψης μέσου μεταφοράς, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 13 % για τα άτομα που ζούσαν σε αγροτικές περιοχές.

Διαπίστωση δέκατη τέταρτη: Επί ΣΥΡΙΖΑ η δημόσια δαπάνη για την υγεία συρρικνώθηκε ακόμα περισσότερο φτάνοντας στο ιστορικό χαμηλό 5% του ΑΕΠ το 2019. Το Μνημόνιο διαρκείας που υπέγραψε με τα σφιχτά πρωτογενή πλεονάσματα τουλάχιστον μέχρι το 2022, την δεσμεύει εσαεί σ’αυτά τα επίπεδα. Στο πλαίσιο του προγράμματος οικονομικής προσαρμογής για την Ελλάδα, από το οποίο η χώρα εξήλθε τον Αύγουστο του 2018, τέθηκαν σε εφαρμογή πολιτικές για τη συγκράτηση του κόστους και τη μείωση της σπατάλης όσον αφορά τις δαπάνες. Η κυβέρνηση διατήρησε το ανώτατο όριο των δημόσιων δαπανών για την υγεία στο 6 % του ΑΕΠ και επέβαλε περικοπές δαπανών σε ολόκληρο τον τομέα της υγείας. Ως εκ τούτου, οι δημόσιες δαπάνες για την υγεία κατ’ άτομο μειώθηκαν σημαντικά το 2017. Πιο πρόσφατα, η μετέπειτα ανάπτυξη περιορίστηκε και ο κρατικός προϋπολογισμός για την υγεία το 2019 εκτιμάται σε περίπου 9,1 δισ. ΕΥΡΩ ή λίγο κάτω από το 5 % του ΑΕΠ. Το τρέχον δημοσιονομικό πλαίσιο είναι σημαντικό, καθώς οι υποχρεώσεις που συνεχίζει να έχει η Ελλάδα μετά την έξοδό της από το πρόγραμμα οικονομικής προσαρμογής απαιτούν τη διατήρηση του πλεονάσματος του προϋπολογισμού στο 3,5 % τουλάχιστον έως το 2022. Αυτό σημαίνει ότι η αύξηση των δημόσιων δαπανών για την υγεία θα συνεχίσει πιθανότατα να δεσμεύεται από δημοσιονομικούς περιορισμούς. Αυτό μπορεί να σημαίνει ότι είναι απίθανο να μειωθούν βραχυπρόθεσμα οι δαπάνες σε άμεσες ιδιωτικές πληρωμές. 

Διαπίστωση δέκατη πέμπτη: Με βάση τον κανόνα 1 προς 1, την επόμενη τετραετία θα μπορούσαν να προσληφθούν 4000 γιατροί και 6000 νοσηλευτές, αρκεί η κυβέρνηση να εξασφάλιζε επαρκή χρηματοδότηση. Εδώ το δούλεμα και ο εμπαιγμός κορυφώνονται. 1 000 ιατροί ετησίως υπέβαλλαν αίτηση άσκησης επαγγέλματος σε άλλες χώρες της ΕΕ κατά την περίοδο από το 2011 έως το 2016. Το πάγωμα στις προσλήψεις προσωπικού, που επιβλήθηκε, όριζε ότι μόνο ένας νέος υπάλληλος θα μπορούσε να προσληφθεί για κάθε πέντε αποχωρήσεις, και οδήγησε σε ευρύτατες ελλείψεις προσωπικού. Η πολιτική αυτή χαλάρωσε τον Φεβρουάριο του 2019 και ο σημερινός λόγος των προσλήψεων προς τις αποχωρήσεις είναι 1:1. Το μέτρο αυτό θα καταστήσει δυνατή τη σχεδιαζόμενη πρόσληψη 10 000 επαγγελματιών υγείας (4 000 ιατρών και 6 000 νοσηλευτών) εντός των επόμενων τεσσάρων ετών για την κάλυψη των ελλείψεων όχι μόνο στον ταχέως αναπτυσσόμενο τομέα της πρωτοβάθμιας φροντίδας αλλά και στις μονάδες εντατικής θεραπείας, στα τμήματα επειγόντων περιστατικών, στα ογκολογικά τμήματα, στα διαγνωστικά κέντρα και στις δομές ψυχικής υγείας. Η εύρεση τόσο μεγάλου αριθμού ιατρών και νοσηλευτών θα αποτελέσει πρόκληση, λαμβανομένων υπόψη της απαιτούμενης διάρκειας της κατάρτισης, της ανάγκης προσέλκυσης ιατρών που θα εγκαταλείψουν τον ιδιωτικό τομέα και θα στραφούν στην εργασία σε δημόσιες δομές, καθώς και των περιορισμών στην εξασφάλιση επαρκούς χρηματοδότησης.

 

Ποια συμπεράσματα βγαίνουν;

1.Η οικονομική κρίση και η εφαρμογή του προγράμματος ΔΝΤ-ΕΕ-ΕΚΤ, έχει κυριολεκτικά θανατηφόρες επιπτώσεις στην υγεία του λαού, πιθανά ανεπανόρθωτες. Τέτοια τρομακτική και σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα πτώση του βιοτικού επιπέδου και όλων των ποσοτικών και ποιοτικών δεικτών υγείας μόνο με περιόδους πολέμου μπορεί να συγκριθεί.

2.Οι εγχώριοι ευρω-λιγούρηδες που έχουν ως μόνιμη επωδό το «να γίνουμε Ευρώπη», ας ξεκινήσουν με το μικρό βήμα σύγκλισης των δημόσιων δαπανών υγείας με αυτό του ευρωπαϊκου μέσου όρου.

3.Η Υγεία, η περίθαλψη και η Πρόνοια,αυτό που έχει κατακτηθεί ευρύτερα σαν Κοινωνικό Κράτος, με θυσίες και αγώνες, μέσα στην κρίση αποτέλεσε και συνεχίζει να αποτελεί το βασικό στόχο της νεοφιλελεύθερης επίθεσης που υπαγορεύεται από ΔΝΤ-ΕΕ και εφαρμόζεται πιστά από τους εδώ εντολοδόχους τους.

4.Οι ανισότητες των χωρών εντός Ε.Ε δεν αφορούν μόνο το οικονομικό και πολιτικό επίπεδο , αλλά και το κοινωνικό-υγειονομικό. Οι λαοί των αδύναμων χωρών είναι καταδικασμένοι να πληρώνουν φόρο αίματος, με συστήματα υγείας και ποιότητα περίθαλψης που αρχίζουν να μοιάζουν με αυτά της Λ.Αμερικής και της ΝΑ Ασίας.

5.Μέσα σε ένα υπό διάλυση δημόσιο σύστημα υγείας, οι ανισότητες στην πρόληψη, στην πρόσβαση στην υγεία, ακόμα και στην επίπτωση θεραπεύσιμων ασθενειών και στο προσδόκιμο επιβίωσης έχουν καθαρά ταξικό πρόσημο και αφορούν τους φτωχούς και μη έχοντες.

6.Η ευθύνη για τη σημερινή κατάσταση του δημόσιου συστήματος και της  Υγείας του ελληνικού λαού είναι διακομματική και διαχρονική. ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-ΣΥΡΙΖΑ έβαλαν και συνεχίζουν να βάζουν, ο καθένας το δικό του λιθαράκι στο συνεχιζόμενο έγκλημα της διάλυσης.

7.Η αντιστροφή της κατάστασης προϋποθέτει σύγκρουση και ρήξη με την Ε.Ε και το ΔΝΤ, με το Μνημόνιο διαρκείας. Το δίλημμα πλέον είναι ξεκάθαρο:  Ή με την υγεία και την υπεράσπιση του λαού ή με τα συμφέροντα των υπερεθνικών οργανισμών και των μεγάλων ιδιωτικών συμφερόντων.

8.Ο αγώνας ενάντια στην ιδιωτικοποίηση της υγείας είναι κενός χωρίς τον αγώνα για την υπεράσπιση και διεύρυνση του Δημόσιου Συστήματος Υγείας, με αύξηση των κρατικών δαπανών και τον προσλήψεων μόνιμου προσωπικού.

9. Για να οικοδομηθεί η διέξοδος, η αριστερά οφείλει να στρέψει τις δυνάμεις της στην οικοδόμηση ενός προγράμματος Υπεράσπισης της Υγείας του Λαού και του Δημόσιου Συστήματος, με Δωρεάν, έγκαιρη, υψηλής ποιότητας, ισότιμη και καθολική πρόσβαση για όλους τους κατοίκους της χώρας, ανεξαρτήτως εισοδήματος, ασφαλιστικής ικανότητας ή εθνικότητας. Με έμφαση στην Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας και την πρωτογενή πρόληψη.

10.Το υγειονομικό συνδικαλιστικό κίνημα για να ανακτήσει αξιοπιστία και δύναμη, οφείλει να ιεραρχήσει στην κορυφή των διεκδικήσεών του ένα τέτοιο πρόγραμμα, με τον ασθενή  και τις ανάγκες του στο προσκήνιο.

3 replies

Leave a Reply

Want to join the discussion?
Feel free to contribute!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *