Να συζητήσουμε για τα μέτρα, αλλά να μην σκοτώσουμε τη λογική

Ακριβώς όπως στον πόλεμο, έτσι και στην περίπτωση της επιδημίας, η αλήθεια είναι από τα πρώτα θύματα. Όχι μόνο από την αντιδραστική πλευρά των θεωριών συνωμοσίας ή τη νεοφιλελεύθερη εκδοχή της με κάθε ανθρώπινο κόστος διατήρησης της οικονομίας σε κίνηση. Η κοινή λογική μπορεί να ταλαιπωρείται και από μια τάχα προοδευτική πλευρά της αμφισβήτησης των αναγκαίων μέτρων περιορισμού της μετάδοσης.

Το να είμαστε στην Αριστερά «και κόκκινοι και ειδικοί», σημαίνει ότι στη συγκεκριμένη υγειονομική κρίση είμαστε και με τη Ζωή και με την Επιστήμη. Δεν θα ξεχάσουμε ότι η Επιστήμη δεν είναι ουδέτερη, αλλά δεν θα τη μετασχηματίσουμε σε κακής κοπής «επιστημονισμό», ούτε θα μετατρέψουμε την αναγκαία συζήτηση κριτικής αποτίμησης των μέτρων και των πολιτικών που εφαρμόστηκαν σε κοπτοραπτική για να δικαιώσουμε τη μία ή την άλλη άποψη.

Πολύ περισσότερο αν αυτές οι απόψεις, δεν επιβεβαιώθηκαν από την πορεία των πραγμάτων.

Αναφερόμαστε στην κριτική των μέτρων περιορισμού, για τα οποία όμως, σε αντίθεση με ένα μήνα πριν, σήμερα, έχουμε κάποια δεδομένα.

Είναι προφανές ότι κανένα μέτρο από μόνο του δεν αποδίδει. Θα μπαίναμε στη σφαίρα της μεταφυσικής αν ισχυριζόμαστε ότι το κλείσιμο συνόρων ή η αυστηρή καραντίνα ή το κλείσιμο των σχολείων, αποτελούν από μόνα τους και ανά πάσα στιγμή απάντηση στη διάδοση της νόσου.

Κάθε μέτρο πρέπει να αποτιμάται στο χρόνο και στη μορφή που εφαρμόζεται. Ελλείψει φαρμακευτικής απάντησης στην επιδημία, τα μέτρα που ομαδοποιούνται ως «περιοριστικά» και απαιτούν την αποδοχή ή και ενεργό συστράτευση της κοινωνίας, έχουν αναγκαστικά προτεραιότητα.

Αυτό τουλάχιστον προκύπτει από τα στοιχεία, ένα και πλέον μήνα μετά την έναρξη της σχετικής συζήτησης. Βλέπουμε χώρες με ισχυρά συστήματα υγείας, εκτεταμένους ελέγχους, υψηλές αναλογίες απλών κλινών και κλινών ΜΕΘ, να έχουν μεν μικρότερα ποσοστά θνητότητας συγκριτικά με χώρες των οποίων τα συστήματα υγείας τσάκισαν κάτω από το βάρος του αριθμού των νοσούντων (πχ Γερμανία – Ιταλία), αλλά να παραμένουν πολύ ψηλότερα σε ποσοστά θνησιμότητας συγκριτικά με χώρες στις οποίες τα περιοριστικά μέτρα «πρόλαβαν» την υψηλή διάδοση (πχ Γερμανία – Ελλάδα).

Τα στοιχεία συνηγορούν από κάθε άποψη υπέρ της έγκαιρης απομόνωσης – αποστασιοποίησης – περιορισμού.

Άβολη αλήθεια για τους αρνητές των μέτρων, αλλά πάντως αλήθεια.

Ας επανέλθουμε στην κριτική αποτίμηση των μέτρων σχετικά με τον χρόνο που αυτά πάρθηκαν:

Το Βέλγιο είναι στην κορυφή της παγκόσμιας λίστας των απωλειών σε σχέση με τον πληθυσμό. Ξεκίνησε τα περιοριστικά μέτρα κλείνοντας σχολεία συγκεκριμένων περιοχών στη 1 Μαρτίου, ενώ στις 12 Μαρτίου η κυβέρνηση ανακοίνωσε καθολικό κλείσιμο σχολείων και χώρων εστίασης και διασκέδασης και από τις 17 Μαρτίου υπήρξε λοκ ντάουν. Στην Ελλάδα τα σχολεία έκλεισαν στις 10 Μαρτίου, οι χώροι εστίασης στις 13 Μαρτίου, ενώ το λοκ ντάουν επιβάλλεται στις 23 Μαρτίου. Το πρώτο θύμα στο Βέλγιο καταγράφεται στις 11 Μαρτίου, ενώ στην Ελλάδα στις 12 Μαρτίου.

Ενώ οι χρόνοι των πρώτων απωλειών αλλά και της κρατικής αντίδρασης είναι ίδιοι, στο Βέλγιο καταγράφονται 490 θάνατοι ανά εκατομμύριο, ενώ στην Ελλάδα μόλις 11 (με στοιχεία της 19ης Απριλίου).

Αν συγκρίνουμε λοιπόν τις δύο περιπτώσεις και αποφανθούμε «επιστημονικά» ότι τα μέτρα περιορισμού δεν βοηθούν γιατί «ορίστε το Βέλγιο πού κατάντησε», έχουμε στήσει τη λογική στα πέντε μέτρα και την έχουμε εκτελέσει εν ψυχρώ.

Δεν πρέπει να πάρουμε υπόψη ότι στο Βέλγιο, λογικά, υπήρξε σημαντική διάδοση του ιού πολύ πριν τα περιοριστικά μέτρα;

Πράγμα που μάλλον επιβεβαιώνεται από τη χρονική απόσταση ανάμεσα στο πρώτο (2 Φεβρουαρίου) και στο δεύτερο κρούσμα (1 Μαρτίου). Δύσκολα μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι η έκρηξη που ακολούθησε δεν είχε τις αιτίες της σε μια αυξημένη μετάδοση στην κοινότητα, επί ένα μήνα, ίσως και παραπάνω, που όμως δεν καταγράφηκε.

Βγάζει αυτό τα μέτρα περιορισμού σε τέτοιες χώρες περιττά; Ή ακόμα περισσότερο δικαιολογεί την άποψη ότι οι χώρες που πήραν αυστηρά μέτρα είχαν και …περισσότερους νεκρούς;

Το αντίθετο. Τα περιοριστικά μέτρα ακόμα και εκεί που η νόσος είχε ήδη ξεφύγει (Ιταλία, Ισπανία, Βέλγιο, Γαλλία κλπ), ήταν όντως καθυστερημένα, αλλά μάλλον όχι περιττά. Ποιος μπορεί άλλωστε να ισχυριστεί ότι η απουσία τους δεν θα προκαλούσε πολύ περισσότερες απώλειες, ακόμα και διαφορετικής τάξης μεγέθους;

Προφανώς, τα μέτρα περιορισμού απέδωσαν καλύτερα εκεί που πάρθηκαν στο χρόνο που έπρεπε, και τηρήθηκαν με τον τρόπο που έπρεπε. Αυτό είναι ένα εκ του αποτελέσματος συμπέρασμα κοιτώντας τις σχέσεις ανάμεσα σε τέσσερις παράγοντες: (α) στις ανθρώπινες απώλειες ανά χώρα, (β) στο βαθμό έκθεσης κάθε χώρας στην οικονομική και κοινωνική διεθνοποίηση, (γ) στο «σχετικό» χρόνο λήψης περιοριστικών μέτρων, και (δ) στη δυναμικότητα των συστημάτων υγείας και ειδικά των κλινών εντατικής παρακολούθησης.

Μιλάμε για το «σχετικό» χρόνο λήψης των μέτρων, γιατί πρέπει να αναρωτιόμαστε κάθε φορά αν τα περιοριστικά μέτρα μπαίνουν σε εφαρμογή πριν μεταδοθεί μαζικά ο ιός στην κοινότητα. Για παράδειγμα το Βέλγιο έκανε λοκ ντάουν στις 17 Μαρτίου αλλά ήταν πολύ αργά, ενώ η Ελλάδα έκανε λοκ ντάουν στις 23 Μαρτίου και ήταν σχετικά νωρίς.

Αν δεν πάρουμε υπόψη αυτή τη «σχετικότητα», μόνο και μόνο για να επιμένουμε σε μια άποψη που διαψεύστηκε από την πραγματικότητα, απλώς συσσωρεύουμε μπόλικη αναξιοπιστία με περίσσιο υποκειμενισμό.

Καλώς ή κακώς, οποιοδήποτε άλλο μέτρο (μαζικά διαγνωστικά τεστ, αύξηση της δυναμικότητας των συστημάτων υγείας, εκτεταμένη χρήση μάσκας κλπ), σε αυτή τη φάση μπορεί να λειτουργήσει μόνο μαζί και υποβοηθητικά, αλλά σε καμιά περίπτωση να υποκαταστήσει τα περιοριστικά μέτρα. Τα τελευταία μπορούν να απλώσουν την επίτευξη της ανοσίας της αγέλης στο χρόνο. Είτε για να κατορθώσουν τα συστήματα υγείας να ανταποκριθούν περισσότερο, είτε για να προετοιμαστούν καλύτερα κράτη και κυβερνήσεις, είτε ακόμα και εν αναμονή μιας πιο αποδοτικής φαρμακευτικής αγωγής ή ενός εμβολίου.

Το μέλλον θα δείξει αν η «αναβολή» της μαζικής μετάδοσης (δηλαδή η επιπεδοποίηση της καμπύλης) και ο χρόνος που κερδίζεται σήμερα, δε θα κατασπαταληθεί αργότερα.

Το παρόν όμως έχει ήδη δείξει ότι αυτή η «αναβολή» σήμερα έχει σώσει δεκάδες χιλιάδες ανθρώπινες ζωές.

Με τα σημερινά δεδομένα όμως, αυτή η πολιτική, αποδεικνύεται η πιο αποδοτική. Ας μην ξεχνάμε ότι ακόμα και οι χώρες που στην αρχή φλέρταραν αποκλειστικά με περιορισμένες και στοχευμένες δράσεις χωρίς ευρύτερα περιοριστικά μέτρα, αναγκάστηκαν, σε δεύτερο χρόνο, να τα πάρουν (Ηνωμένο Βασίλειο, ΗΠΑ, Ολλανδία κλπ).

Και ο λόγος που αναγκάστηκαν να πάρουν μέτρα δεν ήταν γιατί «πανικοβλήθηκαν». Είναι αστείο να θεωρούμε ότι οι πολιτικές ηγεσίες των ισχυρότερων χωρών του πλανήτη απλώς «πανικοβλήθηκαν», επειδή δεν βρέθηκαν οι σωστοί επιστήμονες να συστήσουν υπομονή και ψυχραιμία. Ουδείς σώφρων άνθρωπος μπορεί να δεχτεί ότι οι πολιτικοί εκφραστές του καπιταλισμού πάγωσαν την οικονομία βυθίζοντάς τη σε μια άνευ προηγουμένου κρίση άνευ λόγου και αιτίας.

Ο λόγος που αρνήθηκαν τα περιοριστικά μέτρα από την αρχή ήταν η ιεράρχηση της οικονομικής λειτουργίας ψηλότερα από κάποιες χιλιάδες απώλειες. Ιεράρχηση που όμως  ανατράπηκε όταν πλέον από την αναπτυγμένη Δυτική Ευρώπη έγινε σαφές ότι οι απώλειες δεν θα είναι κάποιες χιλιάδες συνολικά, αλλά πολλές δεκάδες χιλιάδες ανά χώρα. Οι εκατόμβες στην Ιταλία ήταν αποκαλυπτικές για αυτόν ακριβώς το λόγο. Η Δύση κοιμόταν τον ύπνο της ανοσίας της αγέλης και της υπεροχής της απέναντι στους «Ασιάτες», αλλά η ζωή έδειξε ότι για πρώτη φορά στη σύγχρονη ιστορία, οι προηγμένες κοινωνίες θα είναι αυτές που θα πληρώσουν ακριβά την επιδημία χάρη στην υποτίμηση, στην ολιγωρία, στη λάθος ιεράρχηση.

Προσχώρησαν λοιπόν, οι ηγέτες της καπιταλιστικής Δύσης εκόντες άκοντες σε μια πολιτική μέτρων περιορισμού. Έκλεισαν οικονομίες, εφάρμοσαν λοκ ντάουν, επέβαλαν καραντίνες. Επιχείρησαν δηλαδή να εφαρμόσουν, έστω καθυστερημένα τη μόνη διαθέσιμη αποτρεπτική πολιτική.

Αυτή είναι επίσης μια πραγματικότητα που ίσως δεν επιβεβαιώνει ορισμένες απόψεις, αλλά δεν παύει να είναι πραγματικότητα.

Και απέναντι σε αυτή την πραγματικότητα τα ατάκτως ερριμμένα στοιχεία και οι μελέτες που δείχνουν ότι «έτσι και αλλιώς θα πέθαινε κόσμος, άρα προς τι ο πανικός;», δεν επιβεβαιώνονται σε τίποτα.

Για παράδειγμα ο συχνά επικαλούμενος από τέτοιες απόψεις καθηγητής Ιωαννίδης, στο γνωστό του άρθρο της 17/3/2020 με τίτλο «ένα φιάσκο σε εξέλιξη» αμφισβητούσε ευθέως τα μέτρα περιορισμού. Παίρνοντας τη μέση θνητότητα του Diamond Princess, εκτιμούσε τους θανάτους στις ΗΠΑ από κορωνοϊό περίπου στις 10.000. Μεγάλο το νούμερο, παραδεχόταν ο κ. Ιωαννίδης, αλλά θα χαθεί ανάμεσα στους θανάτους από γρίπη που κυμαίνονται από 22.000 μέχρι 55.000 ετησίως.

Ένα μήνα μετά, οι θάνατοι από κορωνοϊό στις ΗΠΑ έχουν φτάσει τις 43.000 και εξακολουθούν να έχουν ανοδική πορεία. Όχι μόνο δεν «χάθηκαν» μέσα στους υπόλοιπους, αλλά θα ξεπεράσουν κατά πολύ τις απώλειες από διάφορους τύπους γρίπης.

Το πρόβλημα είναι ότι το συγκεκριμένο άρθρο, ένα μήνα μετά, εξακολουθεί να αναφέρεται ως …αξιόπιστη πηγή, σαν να μην έχει μεσολαβήσει το «φιάσκο» των προβλέψεών του.

Παράδειγμα επιλεκτικού διαβάσματος είναι να κρατάμε από επιστημονικές δημοσιεύσεις τη διατύπωση ότι το λοκ ντάουν δεν περιόρισε τα κρούσματα (στην Ουχάν) -αφού ο ιός είχε ήδη εξαπλωθεί- για να εξάγουμε το επιθυμητό συμπέρασμα ότι η καραντίνα δεν συνετέλεσε στο να περιοριστούν οι θάνατοι στην …Κίνα. Αφού φυσικά «κρύψουμε» ότι το λοκ ντάουν απέδωσε στις άλλες περιοχές της Κίνας, που πρόλαβε και εφαρμόστηκε πριν την επιδημική έξαρση.

Άλλο παράδειγμα υποτίμησης της επιδημίας είναι η επίκληση των αρχικών μελετών που εστίαζαν σε ηλικιωμένους και ευπαθείς ομάδες, αλλά όχι των επόμενων μελετών που ανοίγουν τη βεντάλια του κινδύνου στον ευρύτερο πληθυσμό.

Τα παραδείγματα δεν έχουν τέλος. Ωστόσο, η πρακτική του επιλεκτικού διαβάσματος δεν βοηθά στη συζήτηση για την πανδημία. Συνήθως η επίκληση πολλών αναφορών επιδιώκει να προσδώσει «κύρος» σε ένα σχόλιο, αλλά στο βαθμό που αυτό γίνεται υπό το κράτος της σκοπιμότητας πετυχαίνει μόνο να πλήξει το κύρος της άποψης.

Ένα μήνα μετά την έξαρση της επιδημίας στη Δυτική Ευρώπη και στις ΗΠΑ, με τα γνωστά τραγικά αποτελέσματα, εξακολουθούν να υπάρχουν απόψεις που φλερτάρουν με την υποτίμηση του κινδύνου.

Για τα think tank του νεοφιλελευθερισμού είναι σαφές ότι το να σωθούν κάποιες δεκάδες χιλιάδες ζωές δεν είναι τόσο σημαντικό όσο το να παγώσει η οικονομία.

Για ένα τμήμα της Αριστεράς δεν είναι ακόμα καθαρό αν η επιδημία δημιουργεί πρόβλημα δημόσιας υγείας ή πρόβλημα δημοκρατικών δικαιωμάτων. Όσοι είναι επιδέξιοι οπορτουνιστές, και όχι άγαρμποι παλαιολιθικοί τύποι, επιλέγουν «λίγο κι από τα δύο». Όμως στην πραγματική ζωή, όταν κάνεις μια επιλογή, αφήνεις μια άλλη.

Στην πραγματικότητα, τόσο η αποστροφή στα περιοριστικά μέτρα, όσο και οι επιστημονικοφανείς αναλύσεις, επιμένουν σε υποθέσεις και σχήματα που δεν επιβεβαιώθηκαν από την εξέλιξη των πραγμάτων.

Η μεγαλύτερη μερίδα της Αριστεράς είτε από συνειδητή επιλογή και καθαρή σκέψη, είτε επειδή ορίστηκε απέναντι στις ενστικτώδεις αποφάσεις του Τραμπ, του Τζόνσον ή του Μπολσονάρο, είτε επειδή άκουσε τις γνώμες των γιατρών της, από την αρχή της υγειονομικής κρίσης, στάθηκε σωστά.

Ζήτησε νωρίτερα, ουσιαστικότερα -και όχι συμμορφωτικά- μέτρα περιορισμού της μετάδοσης, κατακόρυφη αύξηση της δυναμικότητας των δημόσιων νοσοκομείων, περισσότερες ΜΕΘ, υλικά, μέσα προστασίας, προσλήψεις προσωπικού, δομές πρωτοβάθμιας υγείας και μηχανισμούς αξιόπιστων ελέγχων.

Αυτή η στάση είναι κατάκτηση. Οι μαχόμενοι κλινικοί γιατροί το επιβεβαιώνουν.

Η αντιπαράθεση της Αριστεράς με το σύστημα και την αστική πολιτική δεν μπορεί να γίνεται από λάθος μετερίζι. Ούτε να προκαλεί την αποχώρηση από το έδαφος της λογικής για να επιμείνει ανοήτως σε απόψεις που διαψεύστηκαν.

Σε αυτή τη σωστή γραμμή, θα πρέπει να επιμείνει.

2 replies

Leave a Reply

Want to join the discussion?
Feel free to contribute!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *