Από τον Αισχύλο ως τον Μίκη και από τον Μαραθώνα ως τον Δεκέμβρη του 44

Σε ένα από τα κορυφαία ποιήματά του ο Καβάφης συζητά με τον πιο διαλεκτικό τρόπο τι έχει τελικά σημασία στη ζωή ενός δημιουργού: Τα δημιουργήματά του, ή οι συνθήκες οι οποίες τα γέννησαν; Οι «νέοι της Σιδώνος» ερμηνεύονται είτε έτσι, είτε αλλιώς, ακόμα και από τους αφοσιωμένους μελετητές του Καβάφη.

Γράφει λοιπόν ο ποιητής:

Ο ηθοποιός που έφεραν για να τους διασκεδάσει
απήγγειλε και μερικά επιγράμματα εκλεκτά.

Η αίθουσα άνοιγε στον κήπο επάνω·
κι είχε μιαν ελαφρά ευωδία ανθέων
που ενώνονταν με τα μυρωδικά
των πέντε αρωματισμένων Σιδωνίων νέων.

Διαβάσθηκαν Μελέαγρος, και Κριναγόρας, και Ριανός.
Μα σαν απήγγειλεν ο ηθοποιός,
«Αἰσχύλον Εὐφορίωνος Ἀθηναῖον τόδε κεύθει»
(τονίζοντας ίσως υπέρ το δέον
το «ἀλκήν δ’ εὐδόκιμον», το «Mαραθώνιον ἄλσος»),
πετάχθηκεν ευθύς ένα παιδί ζωηρό,
φανατικό για γράμματα, και φώναξε·

«Α δεν μ’ αρέσει το τετράστιχον αυτό.
Εκφράσεις τοιούτου είδους μοιάζουν κάπως σαν λιποψυχίες
Δώσε – κηρύττω – στο έργον σου όλην την δύναμή σου
όλην την μέριμνα, και πάλι το έργον σου θυμήσου
μες στην δοκιμασίαν, ή όταν η ώρα σου πια γέρνει.
Έτσι από σένα περιμένω κι απαιτώ.
Κι όχι απ’ τον νου σου ολότελα να βγάλεις
της Τραγωδίας τον Λόγο τον λαμπρό –
τι Αγαμέμνονα, τι Προμηθέα θαυμαστό,
τι Ορέστου, τι Κασσάνδρας παρουσίες,
τι Επτά επί Θήβας – και για μνήμη σου να βάλεις
μ ό ν ο που μες στων στρατιωτών τες τάξεις, τον σωρό
πολέμησες και συ τον Δάτι και τον Αρταφέρνη.»

Ο αρωματισμένος νέος, ο φανατικός για γράμματα, 850 χρόνια μετά τον θάνατο του μεγάλου ποιητή, διαμαρτύρεται για την επιλογή του να βάλει για μνήμη του μόνο ότι μαζί με τον «σωρό» των υπολοίπων πολέμησε κι αυτός στον Μαραθώνα.

Δυόμισι χιλιάδες χρόνια μετά τον θάνατο του Αισχύλου, ο θάνατος του Μίκη Θεοδωράκη έφερε στην επικαιρότητα την παλιότερη δήλωσή του «Στον τάφο μου να γραφεί: Πολέμησε το Δεκέμβρη». Στους «δρόμους του Αρχάγγελου», περιγράφοντας τα βασανιστήρια στη Μακρόνησο, χρησιμοποιεί την ίδια – φαινομενικά υποτιμητική λέξη: «Ήμουν ένας από τον σωρό», αναφερόμενος στους χιλιάδες συντρόφους του.

Τα έργα του Αισχύλου τα γνωρίζουν πολύ περισσότεροι από όσους γνωρίζουν ότι ο τραγωδός ήταν Μαραθωνομάχος. Καθόρισαν το θέατρο για τις επόμενες χιλιετίες, εδραίωσαν ως κατάκτηση του ανθρώπινου πολιτισμού το δίκαιο, την ηθική, το χρέος, ακόμα και την αντίσταση στον άδικο νόμο. Και αντί ο Αισχύλος να μνημονεύσει στο μνήμα του τους Πέρσες, τους Επτά επί Θήβας, τον Προμηθέα Δεσμώτη, διάλεξε τη μνεία του Μαραθωνομάχου.

Τα έργα του Θεοδωράκη επίσης τα γνωρίζουν πολύ περισσότεροι από όσους γνωρίζουν ότι πολέμησε 19 χρονών ως διμοιρίτης του ΕΛΑΣ στη μάχη του Δεκέμβρη του 44. Από τον Επιτάφιο, το Άξιον Εστί, το Κάντο Χενεράλ, το Μαουτχάουζεν, επιλέγει ο ίδιος ο Μίκης να μνημονεύεται ως μαχητής του Δεκέμβρη και να πεθάνει ως κομμουνιστής.

Ο νέος της Σιδώνας μπορεί να είναι σε θέση να εκτιμήσει φιλολογικά το έργο του αρχαίου τραγωδού, αλλά έχει χάσει την ιστορία. Έχει χάσει δηλαδή τις συνθήκες που έκαναν τον Αισχύλο να γράψει όσα έγραψε και να πει όσα είπε.

Η ελληνική άρχουσα τάξη και τα συστημικά ΜΜΕ, στα αφιερώματα και τις εθιμοτυπικές δηλώσεις τους, έχουν επίσης χάσει την ιστορία. Έχουν αφαιρέσει τις συνθήκες που γέννησαν τον Μίκη και το έργο του: τη φοβερή δεκαετία του 40, τον αγώνα και τις θυσίες των κομμουνιστών. Αυτή ήταν η μήτρα των δημιουργιών του Θεοδωράκη. Αυτή η μήτρα, στον συστημικό επικήδειο λόγο για τον Μίκη, σβήνεται συνειδητά.

Κι αν ο επιτύμβιος στίχος του Αισχύλου «δικαιολογείται», καθώς η μάχη του Μαραθώνα έγινε ορόσημο για τον δυτικό κόσμο και τον ελληνορωμαϊκό πολιτισμό, η επιθανάτια αναφορά του Μίκη είναι αιτία πολέμου για την άρχουσα τάξη.

Για αυτό και αφρίζουν και ξερνούν χολή για την πολιτική του διαθήκη να πεθάνει σαν κομμουνιστής και -ακόμα περισσότερο- για την επιτύμβια παραγγελία «πολέμησε τον Δεκέμβρη». Γιατί ένας κομμουνιστής μπορεί ίσως να συγχωρεθεί, ακόμα και να αγκαλιαστεί από την άρχουσα τάξη και να επιδεικνύεται ως ατραξιόν σε τσίρκο, αν προπαγανδίζει ότι πήρε τη ζωή του λάθος και «ευτυχώς που δεν νίκησε».

Δεν μπορεί όμως να συγχωρεθεί αν στη δύση της ζωής του επιμένει να λέει ότι τα ομορφότερα χρόνια, οι ωραιότερες στιγμές και οι καλύτεροι άνθρωποι του εικοστού αιώνα, βρέθηκαν κάτω από την κόκκινη σημαία του κομμουνιστικού κινήματος.

Πολύ περισσότερο δεν μπορεί να συγχωρεθεί αν επιλέγει ως ορόσημο την αναφορά στον Δεκέμβρη. Γιατί ο φοβερός Δεκέμβρης του 44 ήταν η απόδειξη ότι ο δρόμος που τράβηξε μεταπολεμικά η Ελλάδα δεν ήταν αποτέλεσμα της ελεύθερης βούλησης των πολιτών της αλλά συνέπεια στυγνού πολιτικοστρατιωτικού εκβιασμού. Με τα όπλα και τις κανονιοφόρους των Άγγλων, με τη δικαίωση (αντί για την τιμωρία) των ταγματασφαλιτών και των γερμανοτσολιάδων, και την ολοκληρωτική και ρεβανσιστική επαναφορά μιας αστικής τάξης η οποία την ώρα που ο λαός πέθαινε από την πείνα στην Ελλάδα, αυτή στρογγυλοκάθονταν και καλοπερνούσε στο Κάιρο. Την ώρα που οι κομμουνιστές έσωζαν την τιμή και την αξιοπρέπεια της Ελλάδας οργανώνοντας την Αντίσταση, η άρχουσα τάξη -αν δεν συνεργάζονταν με τον ναζί κατακτητή- απουσίαζε και μηχανορραφούσε για την επαναφορά της από απόσταση ασφαλείας.

Ο Δεκέμβρης είναι η ζωντανή απόδειξη ότι στην Ελλάδα, η αστική τάξη επιβίωσε μόνο χάρη στην ξένη επέμβαση. Και όσο κι αν ελεεινολογείται πανταχόθεν, η Αντίσταση, ο Δεκέμβρης, ο Εμφύλιος είναι διαρκής και ιστορική υπενθύμιση για την χαμηλή ποιότητα των νικητών και την άφθαστη ανωτερότητα των ηττημένων.

Ο λαός, πένθησε τον Μίκη, όχι γιατί απαραίτητα ταυτίστηκε με κάθε του επιλογή. Αρκετές από αυτές άλλωστε χειροκροτήθηκαν από την άρχουσα τάξη. Ο λαός πένθησε τον Μίκη γιατί το έργο του έκφρασε την απόπειρα να υπάρξει ένας άλλος δρόμος για τη χώρα. Ακόμα και αν αυτή η απόπειρα στέφθηκε από ήττες, αποτυχίες, και στο τέλος, συνθηκολογήσεις και ελεεινότητες.

Ο Θεοδωράκης και το έργο του, μας θύμισαν ότι ο εικοστός αιώνας χαρακτηρίστηκε από τον μεγάλο διχασμό ανάμεσα σε όσους πάσχισαν για την κοινωνική ανατροπή και όσους τελικά επικράτησαν ανεμίζοντας τη σημαία της αντεπανάστασης και της κοινωνικής οπισθοδρόμησης.

Και ο Θεοδωράκης, κρατώντας τα «μεγάλα μεγέθη», ζήτησε να ταφεί ως το σημαντικότερο: Μαχητής του Δεκέμβρη και κομμουνιστής. Όχι απλώς και μόνο ως παγκόσμιας αναγνώρισης, κορυφαίος, δημιουργός.

Κι αν αυτός ο διχασμός ανάμεσα στην επανάσταση και την αντεπανάσταση βρει ξανά ορίζουσες και διαμορφώσει στρατόπεδα, η επιτύμβια επιθυμία του Μίκη Θεοδωράκη θα είναι δικό μας χρέος να μνημονεύεται.

0 replies

Leave a Reply

Want to join the discussion?
Feel free to contribute!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *