Ιταλικό Δημοψήφισμα: επιστροφή στον 19ο αιώνα (;)

Την Κυριακή 4 Δεκεμβρίου οι ιταλοί θα προσέλθουν στις κάλπες για να απαντήσουν, μονολεκτικά, αν θα αποδεχθούν ή όχι μια συνταγματική μεταρρύθμιση. Μια μεταρρύθμιση το περιεχόμενο της οποίας έχει συσκοτιστεί συστηματικά, όχι μόνο στο εξωτερικό, αλλά και στο εσωτερικό της χώρας.

Η κυβέρνηση Ρέντζι, σε αγαστή συνεργασία με τον ιταλικό ΣΕΒ, την ΕΕ, τον Γιούνκερ και τον Σόιμπλε, τον αμερικανό πρέσβη κι άλλους δημοκρατικούς θεσμούς και ευαγή ιδρύματα, προσπάθησε να αλλάξει την συζήτηση. Η κυβέρνηση, καθόλη τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας μοίρασε λεφτά και υποσχέσεις (θα τα πάρει πίσω, στο πολλαπλάσιο, στις 5 του μήνα), κατηγόρησε τους αντιπάλους της ως φασίστες και αντιδημοκράτες (υπέρ του ΟΧΙ είναι η Εθνική Ένωση Παρτιζάνων και όλοι οι εν ζωή πρόεδροι και αντιπρόεδροι του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Ιταλίας), ως εκπροσώπους του «κατεστημένου» (9 στους 10 διευθύνοντες σύμβουλοι επιχειρήσεων, σύμφωνα με δημοσκόπηση της εφημερίδας Il Sole 24 ore είναι με το ΝΑΙ). Με μια πρωτότυπη καμπάνια, η οποία περιείχε όλα όσα ακούσαμε στην χώρα μας, τις μέρες του δημοψηφίσματος του 2015, προσπάθησε να εκφοβίσει και να εκβιάσει τους ιταλούς πολίτες. Αν βγει το ΟΧΙ θα ανέβουν τα σπρεντ, θα χάσουμε κάθε αξιοπιστία στην Ευρώπη, όλοι θα μας λένε τεμπέληδες και προνομιούχους, θα πεθαίνουν οι καρκινοπαθείς στα νοσοκομεία, θα έρθει επιδημία ηπατίτιδας (ναι, είναι αλήθεια, ειπώθηκε κι αυτό….).

Μια τέτοιου είδους καμπάνια υπέρ του ΝΑΙ, οργανωμένη από έναν πρώην σύμβουλο του Ραχόι, του Κάμερον και του Ομπάμα, ήταν μάλλον αναμενόμενη, από τη στιγμή που καμία εκστρατεία που να προβάλλει τα θετικά της προτεινόμενης συνταγματικής μεταρρύθμισης δεν ήταν εφικτή. Κάτι πολύ λογικό, αν σκεφτεί κανείς ποιο είναι το επίδικο: η περιστολή της δημοκρατίας.

Ας πάμε ένα βήμα πίσω, κι ας κοιτάξουμε τί ήταν το ιταλικό σύνταγμα. Ήταν ο καρπός μιας συντακτικής εθνοσυνέλευσης του συνόλου των αντιφασιστικών δυνάμεων. Ήταν το προϊόν της συναίνεσης μεταξύ κομμουνιστών, σοσιαλιστών, φιλελεύθερων και χριστιανοδημοκρατών. Ήταν το κείμενο που γράφτηκε από τους σημαντικότερους ιταλούς πολιτικούς και νομικούς της δεκαετίας του 1940. Όχι μόνο γράφτηκε, αλλά και έγινε αντικείμενο επιμέλειας και φιλολογικής επεξεργασίας, διότι, κάποτε, κάποιοι άνθρωποι, ήθελαν κάποια θεμελιώδη κείμενα, όπως είναι οι συνταγματικές χάρτες, να είναι απλά, κατανοητά από όσο το δυνατόν περισσότερους ανθρώπους, και ταυτόχρονα υφολογικά άψογα. Το τελευταίο δεν είναι μια λεπτομέρεια, αν σκεφτεί κανείς ότι τα 43 προς αναθεώρηση άρθρα είναι, τώρα, γραμμένα, σκοπίμως, κατά τρόπον ώστε να μην διαβάζονται. Κι αυτό, όχι μόνο γιατί είναι διατυπωμένα σαν να ήταν κανονικοί νόμοι, δηλαδή με εσωτερικές και εξωτερικές παραπομπές, αλλά δεν διαθέτουν καν συνοχή, ενώ κάποια συγκρούονται σκοπίμως και μεταξύ τους.

Τι σημαίνει, όμως, λιγότερη δημοκρατία; Σημαίνει, καταρχάς, λιγότερος έλεγχος της εκτελεστικής εξουσίας, αύξηση των αρμοδιοτήτων της κεντρικής κυβέρνησης, αφαίρεση αρμοδιοτήτων από την τοπική αυτοδιοίκηση, κατάργηση, όχι της Γερουσίας αλλά των γερουσιαστών.

Ας κοιτάξουμε λίγο αυτό το τελευταίο. Με την προτεινόμενη αναθεώρηση δεν καταργείται απλά το ένα από τα δύο νομοθετικά σώματα, η Γερουσία, αλλά αντικαθίστανται οι εκλεγμένοι γερουσιαστές από ένα (αριθμητικά μειωμένο) σώμα διορισμένων περιφερειαρχών και περιφερειακών συμβούλων, οι οποίοι έτσι μετατρέπονται σε «γερουσιαστές του σαββατοκύριακου», αφού μόνο τότε μπορούν να αφήνουν τα καθήκοντά τους στα αξιώματα για τα οποία εξελέγησαν από τους πολίτες. Η δικαιολογία είναι ότι, με αυτό τον τρόπο, γίνεται εξοικονόμηση πόρων και… χρόνου ως προς την νομοθέτηση. Παρόλα τα ψέματα που πουλάει η κυβέρνηση Ρέντζι, βέβαια, περί δήθεν εξοικονόμησης δισεκατομμυρίων από αυτή την κίνηση, το πραγματικό όφελος είναι της τάξης των 30 εκατομμυρίων (σε έναν προϋπολογισμό 800 δισεκατομμυρίων). Στην πραγματικότητα, η μετα-«δημοκρατία» του Ρέντζι ξεμπερδεύει με ένα «ενοχλητικό» νομοθετικό σώμα, το οποίο συχνά μπλόκαρε νομοθετήματα.

Αν παρατηρήσουμε προσεκτικά, πίσω από αυτή και όλες τις υπόλοιπες αλλαγές, προβάλλει ένα συγκεκριμένο σχέδιο, το οποίο, βέβαια, δεν είναι καθόλου «νέο» ή «εκσυγχρονιστικό». Η πρόταση Ρέντζι ολοκληρώνει, επιτέλους, ό,τι τα ιταλικά πολιτικά κόμματα δεν κατόρθωσαν να κάνουν, τουλάχιστον από το 1982. Ο σκοπός δεν είναι άλλος από μια πολιτειακή αλλαγή. Για την θέσπιση ενός είδους προεδρικής δημοκρατίας, χωρίς όμως τα θεσμικά αντίβαρα που προβλέπονται στις υπόλοιπες προεδρικές δημοκρατίες, παγκοσμίως. Ακριβώς γι’ αυτό τον λόγο, βέβαια, για το ότι καμιά σοβαρή πολιτική δύναμη δεν θα επιθυμούσε να «χαρίσει» στον αντίπαλό της, εάν εκείνος κέρδιζε τις εκλογές, τόσο μεγάλη δύναμη, οι προηγούμενες προσπάθειες συνταγματικής μεταρρύθμισης εγκαταλείφθηκαν στο μέσον.

Από ποιον θα ελέγχεται, λοιπόν, η εκτελεστική εξουσία, σύμφωνα με την πρόταση Ρέντζι; Είπαμε προηγουμένως ότι δεν θα ελέγχεται από μια (δοτή) Γερουσία. Δεν θα ελέγχεται, ούτε από τις Ανεξάρτητες Αρχές, τις οποίες θα διορίζει η ίδια. Δεν θα ελέγχεται από το Συνταγματικό Δικαστήριο, παρά μόνο εκ των υστέρων, μετά από χρόνια, δηλαδή όταν πλέον δεν θα υπάρχει επίδικο.

Ας ανοίξουμε μια, διόλου ασήμαντη, παρένθεση, για να απαντήσουμε εδώ, από ποιον θα εκλέγεται η κυβέρνηση. Διότι, η πρόταση συνταγματικής αναθεώρησης συνδυάζεται, εμμέσως πλην σαφώς, και με έναν συγκεκριμένο εκλογικό νόμο, ο οποίος δίνει την απόλυτη πλειοψηφία σε ένα κόμμα το οποίο έχει λάβει στις εκλογές, υπολογίζοντας και τα ποσοστά της αποχής, την ψήφο 1 στους 7 ή 8 πολίτες. Δηλαδή, με ένα ποσοστό λίγο πάνω από το 20% εκλέγεις έναν παντοδύναμο και ανεξέλεγκτο πρόεδρο της κυβέρνησης, ο οποίος μόνο κατ’ όνομα θα ονομάζεται πρωθυπουργός. Πρωθυπουργός, βέβαια, ο οποίος εκλέγεται με δεύτερο γύρο, και άρα, ουσιαστικά, απευθείας από τον λαό, όπως προβλέπει ο σημερινός εκλογικός νόμος.

Δεν πρόκειται για ένα λεκτικό παιχνίδι, για ένα στενό ζήτημα ορισμών: Ως γνωστόν, στις τυπικές, φιλελεύθερες προεδρικές δημοκρατίες, ο πρόεδρος εκλέγεται ξεχωριστά από την νομοθετική εξουσία. Στην πιο γνωστή προεδρική δημοκρατία, μάλιστα, στις ΗΠΑ, ο πρόεδρος συχνά δεν ελέγχει καν τα δυο νομοθετικά σώματα, εκ των οποίων, επιπροσθέτως, το ένα, η Γερουσία, εκλέγεται όχι όλη μαζί αλλά κατά 1/3 κάθε δυο χρόνια, ενδιαμέσως δηλαδή της προεδρικής θητείας. Στην περίπτωση της Ιταλίας του Ρέντζι, βέβαια, κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει, με το τέχνασμα ότι πρόκειται περί προεδρευόμενης, κι όχι προεδρικής δημοκρατίας.

Θα μπορούσε, κανείς, να σκεφτεί ότι στην γειτονική μας χώρα, εξαιτίας και ιστορικών λόγων, πολλές και σημαντικές αρμοδιότητες έχουν περιέλθει, εδώ και χρόνια, στην τοπική αυτοδιοίκηση. Πράγματι. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, η συνταγματική μεταρρύθμιση που προτείνεται τις μεταφέρει στην κεντρική κυβέρνηση. Αρμοδιότητες που σχετίζονται με υποδομές, μεταφορές, προστασία του περιβάλλοντος, εργασιακά, ίδρυση επιχειρήσεων, «προστασία της ανταγωνιστικότητας», οτιδήποτε αφορά ζητήματα «στρατηγικής σημασίας» περιέρχονται στην κεντρική κυβέρνηση. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά σε κάθε περίπτωση εναπομείνασας αρμοδιότητας, η κυβέρνηση έχει δικαίωμα να νομοθετήσει διαφορετικά ενώ, ταυτόχρονα, υπερισχύει η κοινοτική νομοθεσία του ιταλικού συντάγματος.

Μια τέτοιου είδους πολιτειακή αλλαγή, λοιπόν, προβάλλεται ως μεταρρύθμιση, εκσυγχρονισμός και εξοικονόμηση πόρων. Για ποιον εκσυγχρονισμό, βέβαια, μιλάμε, όταν, για παράδειγμα, η προτεινόμενη μορφή Γερουσίας υπήρξε, κάποτε, στην Ιταλία, το 1848, θεσπισμένη κατόπιν παραχώρησης στους υπηκόους του, από τον βασιλιά Κάρλο Αλμπέρτο; Οι ιταλοί συνταγματολόγοι το γνωρίζουν, γι’ αυτό άλλωστε ο Ρέντζι, στους καταλόγους με υπογραφές (πλούσιων και διάσημων….) υποστηρικτών του ΝΑΙ, δεν κατόρθωσε να βρει ούτε έναν σοβαρό νομικό.

Εκατό χρόνια μετά τον Κάρλο Αλμπέρτο, το 1948, γράφτηκε ένα άλλο σύνταγμα για να αντικαταστήσει το δικό του, το οποίο, κατά την ρήση που υπάρχει σε κάθε εγχειρίδιο ιταλικής συνταγματικής ιστορίας προέβλεπε τον ορισμό από τον βασιλιά ακόμα και του αλόγου του, στη θέση του πρωθυπουργού. Το ισχύον ιταλικό σύνταγμα, το τελευταίο θεσμικό κατάλοιπο της αντιφασιστικής νίκης, παρά τις 43 μικρότερες αναθεωρήσεις που έχει υποστεί, θεωρείται πλέον από την κυρίαρχη πολιτική τάξη, της Ιταλίας αλλά και της Ευρώπης, επικίνδυνο. Ίσως και να είναι, αν θυμηθεί κανείς τα λόγια ενός εκ των συντακτών του, του Πιέρο Καλαμαντρέι:

«Όταν σας έλεγα προηγουμένως ότι [το Σύνταγμα μας] είναι ένα άψυχο χαρτί, δεν έλεγα αλήθεια. Όχι, δεν είναι ένα άψυχο χαρτί, είναι μια διαθήκη, μια διαθήκη εκατό χιλιάδων νεκρών. Αν θέλετε να δείτε πού γεννήθηκε το Σύνταγμά μας, πηγαίνετε στα βουνά, εκεί όπου έπεσαν οι αντάρτες, στις φυλακές που κλείστηκαν, στα χωράφια που τους κρέμασαν. Οπουδήποτε σκοτώθηκε ένας ιταλός προασπίζοντας την ελευθερία και την αξιοπρέπεια, πηγαίνετε εκεί, νέοι μου, έχοντας κατά νου ότι εκεί γεννήθηκε το Σύνταγμά μας».

Αυτός ακριβώς είναι ο κόσμος που δεν θέλουν.

Πηγή: Red notebook

0 replies

Leave a Reply

Want to join the discussion?
Feel free to contribute!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *