Η 1η Διεθνής και η Παρισινή Κομμούνα

«Στο πεδίο των ιδεών, η Κομμούνα είναι κόρη της Διεθνούς έστω και αν η Διεθνής δεν κούνησε ούτε το μικρό της δαχτυλάκι για να την υποκινήσει.»

Φρίντριχ Έγκελς

Η δημιουργία της «Διεθνούς Ένωσης των Εργατών» (που έμεινε γνωστή σαν 1η Διεθνής) αποφασίστηκε το Σεπτέμβρη του 1864, στη διάρκεια ενός παγκόσμιου εργατικού συνεδρίου, που είχαν οργανώσει στο Λονδίνο τα βρετανικά Τρέιντ Γιούνιονς.

Το πρώτο συνέδριό της πραγματοποιήθηκε το Σεπτέμβρη του 1866 στη Γενεύη. Συμμετείχαν 60 αντιπρόσωποι από τη Γαλλία, την Ελβετία, τη Γερμανία και την Αγγλία. Τα δύο ιδρυτικά ιδεολογικά της ρεύματα ήταν οι «μουτουαλιστές» (Γάλλοι και Ελβετοί οπαδοί του Προυντόν) και οι «κολλεκτιβιστές» (Άγγλοι και Γερμανοί). Κεντρικές διεκδικήσεις στο πρόγραμμα που ψηφίστηκε ήταν η μείωση του ημερήσιου χρόνου εργασίας στις 8 ώρες και το καθολικό εκλογικό δικαίωμα.

Σε ένα γράμμα προς τον Κούγκελμαν, αμέσως μετά το Συνέδριο της Γενεύης, ο Μαρξ  καταχεριάζει τους Γάλλους αντιπροσώπους του συνεδρίου της Γενεύης:

«Οι κύριοι παριζιάνοι είχαν το κεφάλι γεμάτο από κούφιες προυντονικές φράσεις…. Περιφρονούν κάθε επαναστατική δράση που ξεπετιέται κατ’ ευθείαν από την πάλη των τάξεων, κάθε συγκεντρωτικό κοινωνικό κίνημα, άρα επίσης πραγματοποιήσιμο με πολιτικά μέσα (για παράδειγμα τη νόμιμη μείωση των ορών εργασίας) με πρόσχημα την ελευθερία, τον αντικυβερνητισμό ή τον αντιαυταρχικό ατομισμό. Αυτοί οι κύριοι που εδώ και 16 χρόνια υπέστησαν και υφίστανται ήσυχα τον πιο αχρείο δεσποτισμό, εγκωμιάζουν στην πραγματικότητα μια κοινή αστική οικονομία, πασπαλισμένη με προυντονικό ιδεαλισμό.»

Κατά τα τρία πρώτα χρόνια της δράσης της Διεθνούς, υποχωρεί ραγδαία ο προυντονισμός, κυρίως λόγω των συντηρητικών έως αντιδραστικών πλευρών του, όπως η καχυποψία και η επιφυλακτικότητα απέναντι στις μαζικές εργατικές απεργίες και η αντίληψη για το ρόλο της γυναίκας, που δεν πρέπει να εργάζεται αλλά να παραμένει στο σπίτι – θεμέλιο της οικογένειας. (Η προυντονική αντίληψη για τη θέση της γυναίκας αποτυπώθηκε και στις αποφάσεις του Συνεδρίου της Γενεύης, μία από τις διεκδικήσεις του οποίου ήταν η απαγόρευση της παιδικής και της γυναικείας εργασίας). Εις βάρος του προυντονισμού, κερδίζουν έδαφος οι ιδέες κυρίως του Μπακούνιν και δευτερευόντως του Μαρξ. Ο Μπακούνιν είχε προσχωρήσει στη Διεθνή (όπου ενέταξε την «Κοινωνική Δημοκρατική Συμμαχία» του) το 1868, με μια επιστολή του προς τον Μαρξ στην οποία χαρακτήριζε τον εαυτό του «μαθητή» του Γερμανού επαναστάτη.

Κατά τη διάρκεια του 4ου Συνεδρίου, που έγινε στη Βασιλεία το Σεπτέμβρη του 1869, και με βάση τα αποτελέσματα των ψηφοφοριών, οι ομαδοποιήσεις των αντιπροσώπων και ο μεταξύ τους συσχετισμός δυνάμεων διαμορφώνεται ως εξής: Πάνω από το 60% υποστηρίζει αντικρατικές-κολλεκτιβιστικές προτάσεις μπακουνικής έμπνευσης. Πάνω από το 30% υποστηρίζει τις λεγόμενες «μαρξιστικές»-κολλεκτιβιστικές προτάσεις, ενώ οι προυντονικές απόψεις ουσιαστικά περιθωριοποιούνται, αποσπώντας λίγο πάνω από το 5%, αν και εξακολουθούν να έχουν μεγάλη επιρροή στο Γαλλικό Τμήμα. Οι δύο πρώτες τάσεις συμπίπτουν στην απόφαση για κοινωνικοποίηση της γης, ενώ ομόφωνα αποφασίζεται η οργάνωση των εργατών σε «ενώσεις αντίστασης» (συνδικάτα).

Μετά το Συνέδριο της Βασιλείας αρχίζει η ανοιχτή πολιτική και ιδεολογική διαπάλη μεταξύ Μαρξ και Μπακούνιν η οποία θα οδηγήσει τελικά στην οριστική διάσπαση της Διεθνούς κατά τη διάρκεια του 8ου Συνεδρίου, στη Χάγη, το 1872. Το κρίσιμο σημείο αντιπαράθεσης μαρξιστών-μπακουνιστών, εκείνη την εποχή, ήταν μια θέση που ο Μαρξ είχε επιβάλλει στην απόφαση του 2ου Συνεδρίου της Λωζάννης, σύμφωνα με την οποία, «Η κοινωνική χειραφέτηση των εργατών, δεν μπορεί να διαχωριστεί από την πολιτική τους χειραφέτηση».

Κατά τους μαρξιστές, το προλεταριάτο οφείλει να παρεμβαίνει στην πολιτική διαπάλη (με τους δικούς του όρους), να κάνει συγκεκριμένες παρεμβάσεις σε επίπεδο εθνικής πολιτικής και να προτείνει εργατικές υποψηφιότητες τις οποίες θα αξιοποιεί αποκλειστικά για τη δραστηριοποίηση της εργατικής μάζας. Η πολιτική αποχή είναι ολέθρια. Αντίθετα, για τους μπακουνιστές, κάθε συμμετοχή της εργατικής τάξης στην αστική κυβερνητική πολιτική δεν μπορεί να έχει άλλο αποτέλεσμα από την παγίωση της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων και την παράλυση της σοσιαλιστικής επαναστατικής δράσης του προλεταριάτου. Η κοινωνία μπορεί να μετασχηματιστεί μόνο με τη φεντεραλιστική οργάνωση των εργατών, έξω από κάθε κυβερνητική πολιτική και όχι μέσω εθνικών πολιτικών μεταρρυθμίσεων.

Το πέμπτο Συνέδριο της Διεθνούς προγραμματίζεται να γίνει στο Παρίσι το Σεπτέμβρη του 1870. Θα το προλάβει ο Γαλλοπρωσικός πόλεμος, η πολιορκία του Παρισιού και η εξέγερση της Κομμούνας.

Το Γαλλικό Τμήμα της Διεθνούς συγκροτήθηκε (νόμιμα) το 1864 και είχε οργανώσεις στο Παρίσι, τη Λυών και τη Ρουέν. Οι μπλανκιστές δεν συμμετέχουν καταλογίζοντάς του συμβιβαστική τακτική και αναβλητικότητα για την επανάσταση. Ο Εντουάρ Βαγιάν και ο Βικτόρ Ντυβάλ, στελέχη της Διεθνούς, ήταν μπλανκιστές αλλά έγιναν τέτοιοι ενώ ανήκαν ήδη στη Διεθνή. Για τη μπλανκίστρια Λουΐζ Μισέλ υπάρχει ένα σημείωμα της αστυνομίας (που την είχε υπό παρακολούθηση), σύμφωνα με το οποίο εντάχθηκε στη Διεθνή το 1869, αλλά καμία άλλη ένδειξη δεν το επιβεβαιώνει.

Το 1868 το αυτοκρατορικό καθεστώς θέτει εκτός νόμου τη δράση της Διεθνούς στη Γαλλία. Η αποκατάσταση της Δημοκρατίας, το Σεπτέμβρη του 1870, θα βρει το Τμήμα του Παρισιού σε άσχημη κατάσταση, λόγω της δίχρονης παρανομίας, των διώξεων αλλά και εσωτερικών ιδεολογικών συγκρούσεων. Ένα χαρακτηριστικό επεισόδιο, που αποκαλύπτει την κατάσταση που επικρατούσε, είναι η υπόθεση Τουλαίν. Ο Ανρύ Τουλαίν, μαχητικός προυντονιστής, ιστορικό στέλεχος της Διεθνούς, αντιπρόσωπος στο ιδρυτικό Συνέδριό της, είναι ο μοναδικός βουλευτής που εκλέγει η Διεθνής στις εκλογές του 8 Φλεβάρη. Καταδικάζει την εξέγερση κατά του Θιέρσου, αρνείται να παραιτηθεί από την Εθνοσυνέλευση των «χωρικών», όπως έκαναν όλοι οι άλλοι αριστεροί βουλευτές, και περνά στην ανοικτή προδοσία, καταλήγοντας στις Βερσαλλίες. (Το Ομοσπονδιακό Γραφείο θα αποφασίσει, ομόφωνα, τη διαγραφή του στις 12 Απρίλη.)

Το Γενικό Συμβούλιο της Διεθνούς στο Λονδίνο είναι, πριν το ξέσπασμα της εξέγερσης, αρνητικό απέναντι σε μια εργατική επανάσταση στο Παρίσι. Η σοβαρότερη αναστολή, τουλάχιστον της μαρξιστικής ομάδας, οφείλεται στην πασιφανή έλλειψη μιας επαρκούς επαναστατικής ηγεσίας. Με τον πραξικοπηματισμό του Μπλανκί υπάρχει ήδη ανοιχτή διαπάλη.

Σε ένα γράμμα στις 11 Φλεβάρη του 1870 ο Έγκελς απευθύνεται στον Μαρξ, επισημαίνοντας την απουσία ηγεσίας στο Γαλλικό προλεταριάτο: «Οι “σοβαροί” ηγέτες είναι υπερβολικά σοβαροί. Είναι πράγματι παράξενο. Η προμήθεια μυαλών, με την οποία το προλεταριάτο εφοδίαζε μάλιστα και άλλες τάξεις, φαίνεται ότι έχει στερέψει και μάλιστα σε όλη τη χώρα. Φαίνεται ότι στο εξής οι εργάτες πρέπει όλο και περισσότερο να κάνουν τα πράγματα μόνοι τους.»

Στις 8 Αυγούστου του 1870, λίγες μέρες μετά την έναρξη του πολέμου, ο Μαρξ σε γράμμα του στον Έγκελς αναρωτιέται αν το Γαλλικό προλεταριάτο είναι προετοιμασμένο να ανταποκριθεί στα καθήκοντα που θα έβαζε μια επερχόμενη επανάσταση: «Αν μια επανάσταση ξεσπάσει στο Παρίσι, το ερώτημα είναι αν υπάρχουν ηγέτες για να προβάλλουν μια σοβαρή αντίσταση στους Πρώσους. Να μην κρύβουμε ότι τα 20 χρόνια της βοναπαρτιστικής φάρσας έχουν τσακίσει το ηθικό. Δεν έχουμε το δικαίωμα να στηριζόμαστε μόνο στον επαναστατικό ηρωισμό. Τι σκέφτεσαι;»

Στις 1 Μάρτη συνεδριάζει το Ομοσπονδιακό Γραφείο της Διεθνούς στο Παρίσι. Ο Βαρλέν εισηγείται την ένταξη όλων των μελών της Διεθνούς στα τάγματα της Εθνοφρουράς και την επιδίωξη εκλογής όσο το δυνατόν περισσότερων στελεχών της στην Κεντρική Επιτροπή. Ο Φράνκελ (πιο συντεταγμένος με τη «γραμμή» της Διεθνούς) διαφωνεί. Τελικά παίρνεται μια ενδιάμεση απόφαση, να συμμετάσχει μια ολιγομελής ομάδα τεσσάρων στελεχών της στην Κ.Ε. Αποτελείται από τους Βαρλέν, Μπαμπίκ, Ασσί και Αλαβουάν. Η αμφιταλάντευση απέναντι στη δράση της Εθνοφρουράς, εξηγεί το γεγονός ότι, η συμμετοχή των Διεθνιστών στα γεγονότα της 18ης Μαρτίου είναι ανύπαρκτη ή, στην καλύτερη περίπτωση, περιθωριακή.

Στις 24 Μάρτη, η στάση αυτή αλλάζει ριζικά, όταν μια κοινή συνεδρίαση των Εργατικών Ενώσεων και του Ομοσπονδιακού Γραφείου της Διεθνούς αποφασίζει να ενισχύσει με κάθε τρόπο την Κεντρική Επιτροπή της Εθνοφρουράς. Έχει μεσολαβήσει ένα γράμμα των Μπακούνιν-Γκιγιώμ, που χαρακτηρίζει την εξέγερση στο Παρίσι «αρχή της παγκόσμιας κοινωνικής επανάστασης» και το οποίο ασκεί σημαντική επιρροή, παρ’ όλο που ο Βαρλέν διαφωνεί ριζικά με αυτή την εκτίμηση για τα γεγονότα.

Από εκείνη τη στιγμή, οι Διεθνιστές ρίχνουν το κύριο βάρος της δραστηριότητάς τους στο να προσδώσουν στην Κομμούνα ένα κοινωνικό και οικονομικό περιεχόμενο σε σοσιαλιστική κατεύθυνση. Η επιλογή των δύο κορυφαίων στελεχών τους, του Βαρλέν και του Φράνκελ να αναλάβουν Επίτροποι Οικονομικών και Εργασίας-Βιομηχανίας, αντίστοιχα, είναι αποκαλυπτική.

Αντίθετα με την επιφυλακτικότητά τους προς την Κ.Ε. της Εθνοφρουράς, οι Διεθνιστές συμμετείχαν (και μάλιστα πρωτοστάτησαν στην ίδρυσή της) στην «Κεντρική Επιτροπή των 20 Διαμερισμάτων», όργανο καθαρά πιο «πολιτικό». Μάλιστα του παραχώρησαν, σαν προσωρινή έδρα, τα γραφεία του Ομοσπονδιακού Γραφείου της Διεθνούς, Ρυ ντε Κορντερί.

15 στελέχη της Διεθνούς εκλέγονται στο Συμβούλιο της Κομμούνας και είναι οι εισηγητές των περισσότερων αποφάσεών του που αφορούν την προστασία των δικαιωμάτων των εργατών, τη δημιουργία κοοπερατίβων, και την αναμόρφωση της Παιδείας. Μειοψηφούν στην ψηφοφορία για το διάταγμα για τους ομήρους, χαρακτηρίζοντάς το «μιλιταριστική ιδέα πρωσικής προέλευσης». Στις 1 Μάη διαφωνούν ριζικά με τη δημιουργία της Επιτροπής Δημόσιας Σωτηρίας και συγκροτούν μαζί με 10 ακόμα ανεξάρτητους τη «μειοψηφία». Οι Βαγιάν και Φράνκελ, διαχώρισαν τη θέση τους και ψήφισαν υπέρ της δημιουργίας της Επιτροπής. Ο Φράνκελ όμως, λίγες μέρες μετά, θα συνταχθεί με τη μειοψηφία. Στις 20 Μάη πάντως, μια έκτακτη σύγκλιση του Ομοσπονδιακού Γραφείου, απευθύνει έκκληση προς όλα τα μέλη της Διεθνούς να δώσουν όλες τις δυνάμεις τους για τη διατήρηση της ενότητας της Κομμούνας, η οποία είχε απειληθεί άμεσα (μετά τη δημοσίευση της «Διακήρυξης της Μειοψηφίας» στην Κραυγή του Λαού).

Το Γενικό Συμβούλιο της Διεθνούς στο Λονδίνο παρακολουθούσε στενά τη δράση της Κομμούνας. Είχε επαφή με τους εργάτες Ντυπόν και Σεραγιέ οι οποίοι, με τη στήριξη της Διεθνούς, εκλέχτηκαν μέλη του Συμβουλίου της Κομμούνας κατά τις συμπληρωματικές εκλογές στις 16 Απρίλη. Ο Φράνκελ έστελνε συχνά αναφορές, ενώ στις 6 Απρίλη καταφέρνει να φθάσει στο Παρίσι, με εντολή της Διεθνούς, ο Λαφάργκ και να παραμείνει για μερικές ημέρες παίρνοντας, δια ζώσης, πληροφορίες για τις εξελίξεις.

Ο ίδιος ο Μαρξ έχει συχνότατη αλληλογραφία με τους Βαγιάν, Βαρλέν, Βερμορέλ και τον (μετέπειτα γαμπρό του) Λονγκέ, δίνοντας τη γνώμη και τις συμβουλές του. Στις 12 Μάη, σαν ένας άνθρωπος που η ψυχή και το μυαλό του βρίσκεται στο Παρίσι, θα γράψει στον Κούγκελμαν: «Η Παρισινή εξέγερση, έστω και αν ηττηθεί από τους λύκους, τα γουρούνια και τα σκυλιά της παλιάς κοινωνίας, είναι το πιο δοξασμένο κατόρθωμα του κόμματός μας.»

Ελάχιστα από τα γράμματα του Μαρξ προς τους Κομμουνάρους διασώθηκαν. Άλλα γραπτά του όμως δίνουν πληροφορίες για το περιεχόμενο αυτών των γραμμάτων. Από τις 11 Μάη είχε πληροφορήσει την Κομμούνα για τις μυστικές συνομιλίες Φαβρ- Μπίσμαρκ στη Φρανκφούρτη, όπου ο δεύτερος άναψε το πράσινο φως στους Βερσαγιέζους να περάσουν από τις πρωσικές γραμμές και να επιτεθούν και από τα βόρεια στο Παρίσι. Είχε συμβουλεύσει την οχύρωση της Μονμάρτης από βορρά. Είχε δώσει συμβουλές για το χειρισμό ανθρώπων του Συμβουλίου (Πιά, Γκρουσσέ, Βεζινιέ) που θεωρούσε επικίνδυνους. Είχε ζητήσει την άμεση αποστολή στο Λονδίνο κάποιων επιβαρυντικών ντοκουμέντων για το στρατό των Βερσαλλιών. Εξέφραζε συχνά τη λύπη του που οι περισσότερες γνώμες του δεν εισακούονται.

Στον πρόλογο που έγραψε ο Λένιν στην έκδοση των γραμμάτων του Μαρξ προς στον Κούγκελμαν, ο ηγέτης των μπολσεβίκων θα συνοψίσει τη στάση του Μαρξ απέναντι την Κομμούνα:

«Ο Μαρξ, που το Σεπτέμβρη χαρακτήριζε την εξέγερση τρέλα, βλέποντας τον Απρίλη του 1871 την κυβέρνηση των λαϊκών μαζών την θεωρεί, με την ακραία προσοχή του ανθρώπου που συμμετέχει στα μεγάλα κινήματα, σαν μια πρόοδο του διεθνούς επαναστατικού κινήματος.[   ]

[…] Αλλά όταν οι μάζες ξεσηκώθηκαν, ο Μαρξ θέλει να βαδίσει μαζί τους, να διδαχτεί ταυτόχρονα με αυτές στην πορεία του αγώνα και όχι να δώσει γραφειοκρατικά μαθήματα. Κατανοεί ότι κάθε απόπειρα να προεξοφλήσει, με τέλεια ακρίβεια, τις πιθανότητες επιτυχίας του αγώνα, θα ήταν τσαρλατανισμός ή αθεράπευτη σχολαστικότητα. Βάζει πάνω απ’ όλα το γεγονός ότι η εργατική τάξη δημιουργεί ηρωικά, με αυταπάρνηση και πρωτοβουλία, την ιστορία του κόσμου. Ο Μαρξ έβλεπε την ιστορία από την οπτική γωνία αυτών που την δημιουργούν χωρίς να έχουν τη δυνατότητα να προεξοφλούν υποχρεωτικά τις πιθανότητες επιτυχίας και όχι από την οπτική γωνία του μικροαστού διανοούμενου που έρχεται να κάνει επίπληξη: “θα ήταν εύκολο να προβλεφθεί … δεν θα έπρεπε να παρθεί τέτοιο ρίσκο”…[…]

[…] Ο Μαρξ μπορούσε να διακρίνει επίσης ότι υπάρχουν στιγμές στην ιστορία, όπου ένας απεγνωσμένος αγώνας των μαζών, έστω για ένα στόχο χαμένο εκ των προτέρων, είναι απαραίτητος για τη διαπαιδαγώγηση των ίδιων των μαζών και την προετοιμασία τους για τον επόμενο νικηφόρο αγώνα.»

0 replies

Leave a Reply

Want to join the discussion?
Feel free to contribute!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *