Διαγνωστικές εξετάσεις: νεοφιλελεύθερο μείγμα κατεδάφισης του σχολείου

Ο κυνικός ρεβανσισμός στην άσκηση της εκπαιδευτικής πολιτικής

Σε συνέχεια προηγούμενων κειμένων που έχουμε αναρτήσει στο Παρατηρητήριο, θα παρουσιάσουμε μια σειρά διαδοχικών αναλύσεων για τις κυβερνητικές επιλογές που υποβαστάζουν το όλο εγχείρημα που επιχειρείται, για πρώτη φορά, με εμπειρίες μαζικών υποχρεωτικών «διαγνωστικών εξετάσεων», σε επιλεγμένα δημοτικά σχολεία και γυμνάσια της χώρας (18 Μαΐου 2022). Η συγκεκριμένη κυβερνητική επιλογή εκφράζει μια «αποικιακού χαρακτήρα» υιοθέτηση συγκεκριμένης Έκθεσης του ΟΟΣΑ και έχει πάρει τη μορφή ετεροχρονισμένης τυφλής, ισοπεδωτικής και βίαιης επιβολής υποδείξεων στο ελληνικό υποχρεωτικό σχολείο, όπως αυτές διατυπώνονται με σαφήνεια και ιδιαίτερη έμφαση στην Έκθεση του 2011.

Μια Έκθεση που είχε συνταχθεί, μετά από αίτημα (“on demand”) της τότε υπουργού Παιδείας Άννας Διαμαντοπούλου. Είναι η Έκθεση, που τότε όπως και τώρα, είναι το αποκλειστικό πλαίσιο αναφοράς για την διαμόρφωση και την άσκηση εκπαιδευτικής πολιτικής στην ελληνική εκπαίδευση. Είναι η Έκθεση που χειραγωγεί την απόπειρα βίαιης αποδόμησης του κοινωνικού κράτους στην εκπαίδευση, σε δυο διακριτές χρονικές περιόδους, από το 2010 έως το 2014 (ΠΑΣΟΚ/ΝΔ) και από το 2019 έως σήμερα, επί Κεραμέως με κυβέρνηση ΝΔ. Ένα καθεστώς οιονεί εθελοδουλίας.

Η συγκεκριμένη μορφή άσκησης εκπαιδευτικής πολιτικής αποκτά τα χαρακτηριστικά ρεβανσιστικής πρακτικής. Ο πρόεδρος του ΙΕΠ το είχε δηλώσει: «όσο κι αν ακούγεται αναχρονισμός, το ρολόι με τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις πρέπει να γυρίσει πίσω στο 2014. Με άλλα λόγια πρέπει να ξαναχτιστεί αυτό που γκρεμίστηκε στην τετραετία 2015-2019». Αυτό συνιστά αναχρονισμό με άρωμα «μανιάτικης» ή «κρητικής» βεντέτας, μόνο που το λογαριασμό τον πληρώνει η εκπαίδευση. Η Κεραμέως και οι χρήσιμοι σύμβουλοί της το πήραν στα σοβαρά το όλο θέμα και επιδόθηκαν με φρενήρη και πρωτοφανή ρυθμό στην αποκατάσταση του έργου και της «τρωθείσας τιμής» της πρώην υπουργού Παιδείας, της Άννας Διαμαντοπούλου, και επανάφεραν -σχεδόν στο σύνολό τους- τα του τότε «Νέου Σχολείου», όπως είναι η αξιολόγηση, η αποτελεσματικότητα, η αναβάθμιση, η αυτονομία, η αποκέντρωση, η λογοδοσία.

Βέβαια με τα ίδια μέτρα, καθώς αντλούσαν συστηματικά από την «εμβληματική» δεξαμενή της Έκθεσης ΟΟΣΑ του 2011, έπαιρναν ρεβάνς και για λογαριασμό του ΟΟΣΑ, που για πολλά χρόνια συναντούσε ανυπέρβλητα εμπόδια στην προώθηση των εκπαιδευτικών του συνταγών και συστάσεων για την εκπαίδευση της χώρας εξ αιτίας δυναμικών κοινωνικών κινητοποιήσεων από τη μεριά των εκπαιδευτικών και των εκπαιδευομένων όλων των βαθμίδων. Είναι χαρακτηριστική η αναφορά που βρίσκουμε σε «Επισκόπηση του Ελληνικού Εκπαιδευτικού Συστήματος», που είχε συνταχθεί εκ μέρους της ελληνικής κυβέρνησης (1995: iv) προς τον ΟΟΣΑ. Συγκεκριμένα, αναφέρει στον επίλογο της τρίτης Έκθεσης με τίτλο «Εκπαιδευτική Πολιτική και Σχεδιασμός», που είχε κάνει τότε ο ΟΟΣΑ (1982):

εκφράζονταν ανησυχίες για την εφαρμογή του εκπαιδευτικού εκσυγχρονισμού και της δημοκρατικοποίησης γιατί αποτελούσε δυσχερέστατο έργο για όλες τις φιλελεύθερες κοινωνίες, και ιδιαίτερα για την Ελλάδα, η οποία περιγραφόταν σαν μια χώρα με βαθιά εδραιωμένες παραδόσεις, πολύ περιορισμένους πόρους, αντικρουόμενες ιδεολογίες και ένα ιστορικό εκπαιδευτικού συντηρητισμού καθώς και συχνών πολιτικών αλλαγών.
Ελπίζεται ότι οι περιγραφές του συστήματος ως εξαιρετικά συγκεντρωτικού, κατευθυνόμενου αποκλειστικά από κοινοβουλευτικούς νόμους και εκτελεστικά διατάγματα, ή διοικούμενου από ένα ισχυρό συγκεντρωτικό γραφείο θα μεταβληθούν και ότι είναι εμφανής η συμμετοχή του κοινού στο σχεδιασμό και διοίκηση της εκπαίδευσης.

Η σύσταση περί αποκέντρωσης συμπληρώνει πολλά χρόνια στην ατζέντα του ΟΟΣΑ για την Ελλάδα (1982-2022). Ήταν μια σημαντική εκκρεμότητα, όπως και τόσες άλλες. Να θυμηθούμε ενδεικτικά την άλλη εκκρεμότητα που είχε αντιμετωπιστεί επί Αρσένη με την κατάργηση της επετηρίδας στους διορισμούς των εκπαιδευτικών. Εάν μελετήσουμε την Έκθεση ΟΟΣΑ του 2011, τη ρητορική των αγορεύσεων, εκ μέρους των κυβερνώντων, κατά τη συζήτηση των νομοσχεδίων περί «αναβάθμισης του σχολείου» (2021) και «αναβάθμισης του σχολείου, ενδυνάμωσης του εκπαιδευτικού» (2021), τους νόμους, τις ανακοινώσεις, τις συνεντεύξεις, τις εγκυκλίους θα βρεθούμε μπροστά σε μια απίστευτη περίπτωση «πιστής αντιγραφής» και άντλησης σκεπτικών και διατυπώσεων. Δοκιμάστε το. Είναι μια άσκηση «αυτοψίας».

Όπως καταλαβαίνουμε, οι κυβερνώντες κράτησαν το λόγο τους και γυρίζουν το ρολόι πάνω από μια δεκαετία, προς τα πίσω, παίρνουν την εκδίκηση και η άσκηση εκπαιδευτικής πολιτικής της χώρας επιτέλους εναρμονίζεται, έστω με καθυστέρηση, με τις προτάσεις και τις κατευθύνσεις που επίμονα και επί χρόνια επαναφέρει στην ατζέντα ο ΟΟΣΑ, συνεπικουρούμενος από την ΕΕ, το ΔΝΤ, την Παγκόσμια Τράπεζα, τον ΠΟΕ και εγχώριους τοποτηρητές (ΙΟΒΕ, ΙΕΠ, ΑΔΙΠΠΔΕ, ΕΘΑΑΕ, ΕΟΠΠΕΠ). Αυτό είναι το ισχυρό «Δίκτυο» που δανείζει τον ΟΟΣΑ με δύναμη και εξουσία.

«Αξιολόγηση παντού»: Η απειλή

Το εγχείρημα με τις λεγόμενες «Διαγνωστικές Εξετάσεις» στο υποχρεωτικό δημόσιο σχολείο αποτελεί το επιστέγασμα όλων των μέχρι τώρα κυβερνητικών επιλογών. Αυτές οι επιλογές προσδιορίζονται από τη βίαιη επανενεργοποίηση αυταρχικών νεοφιλελεύθερων πολιτικών ανταγωνιστικής συγκριτικής αξιολόγησης και αποτελεσματικής διοίκησης σε τοπικό επίπεδο σχολείου και περιφέρειας, αλλά και σε επίπεδο διεθνών συγκρίσεων και κατατάξεων. Επίσης, σε ένα πλαίσιο ιδιότυπου αποκεντρωμένου συγκεντρωτισμού, ετεροπροσδιορισμένης αυτονομίας, λογοδοσίας και ελεγκτικής διαφάνειας. Η όποια «βελτίωση», «αναβάθμιση» και η όποια «ποιότητα» στην εκπαίδευση περνάει απαρέγκλιτα μέσα από τυποποιημένες και διαβαθμισμένες διαδικασίες και διεργασίες συνεχούς και αδιάλειπτης αξιολόγησης. Για να είναι δυνατή η αξιολόγηση της σχολικής γνώσης, της διδασκαλίας και της μάθησης να πρέπει να διασπαστούν στα επιμέρους και να υποβιβαστούν σε ο,τι μπορεί να παρατηρηθεί, να καταγραφεί και να μετρηθεί.

Η αξιολόγηση, αν και θεωρείται δομικό και αναπόσπαστο στοιχείο της όλης εκπαιδευτικής λειτουργίας, εν τούτοις επινοούνται τεχνικές και μέθοδοι απόσπασης και αποπλαισίωσης, ώστε να είναι δυνατή η τυποποίηση, η μέτρηση, η διαβάθμιση, η ποσοτικοποίηση και -μέσω αυτών- η ιεραρχική κατάταξη και διάκριση. Αυτά με τη σειρά τους, υποβαστάζουν το κυρίαρχο αφήγημα μιας θρυλούμενης «αναμέτρησης με την αξία», μιας ιδεολογίας της αξιοκρατίας που αποθεώνει την ατομικότητα του εκπαιδευτικού, του μαθητή και της μαθήτριας. Μια ατομικότητα, που παρόλα αυτά, συνθλίβεται και χάνεται στην αρένα της ισοπεδωτικής ομοιομορφίας και ομογενοποίησης. Έτσι, αποσιωπούνται οι υλικοί, κοινωνικοί και πολιτισμικοί όροι και συνθήκες, κάτω από τις οποίες η εκπαίδευση ως κρατικός ιδεολογικός μηχανισμός επιτελεί τις λειτουργίες της διευρυμένης αναπαραγωγής των υφιστάμενων κοινωνικών σχέσεων άνισης κατανομής πλούτου, προνομίων και εξουσίας σε μια ταξική κοινωνία σε καθεστώς «αρπακτικού» καπιταλισμού.

Η υπουργός με τον αυταρχικό νεοφιλελευθερισμό που χαρακτηρίζει τα «έργα και τις ημέρες» της κατά την τελευταία δύστροπη τριετία, παρακάμπτει όλες τις παραπάνω επισημάνσεις ως μη σημαίνουσες. Όπως έχει δηλώσει εμφαντικά:

Η «ελληνική PISA» συμπληρώνει τη δέσμη μεταρρυθμίσεων του ΥΠΑΙΘ των τελευταίων σχεδόν 3 ετών ως προς τη συνεχή και ολοκληρωμένη ανατροφοδότηση και αξιολόγηση του εκπαιδευτικού συστήματος της χώρας σε όλες του τις πτυχές, ως επιστέγασμα της φιλοσοφίας ότι κανένα σύστημα δεν μπορεί να βελτιωθεί χωρίς πρώτα να αξιολογηθεί.

Ήδη, η κα Κεραμέως έχει αρχίσει με ασύγγνωστη πολιτική έπαρση να περιφέρει διεθνώς το σχετικό εγχείρημα ως «καλή πρακτική», υπογραμμίζοντας σε ευρωπαϊκό επίπεδο -με εμφανή εθελοδουλία- πως η πολιτική απόφαση των κυβερνώντων είναι η πάση θυσία ενεργοποίηση της «πλούσιας εργαλειοθήκης» του ΟΟΣΑ στην εκπαίδευση. Να σημειώσουμε ότι είναι υπουργός Παιδείας μιας χώρας, την οποία ο ΟΟΣΑ με τις διαδοχικές (2000, 2003, 2006, 2009, 2012, 2015, 2018) εργολαβικές εφαρμογές του PISA/ΟΟΣΑ κατέτασσε συστηματικά -με βάση τις μετρήσεις του- κατά το πρότυπο των «οίκων αξιολόγησης», στα «σκουπίδια»!

Και δεν αρκεί μόνο η δημόσια ανακοίνωση της διεθνούς κατάταξης της χώρας στους ουραγούς των εκπαιδευτικών επιδόσεων. Μετά από αίτημα (“on demand”: ορολογία e-shopping) της χώρας (λέμε τώρα!) προς τον εργολάβο – σύμβουλο αξιολόγησης (ΟΟΣΑ), έρχεται καπάκι και η συμπληρωματική συνδρομή των περισπούδαστων Εκθέσεων Αξιολόγησης του Εκπαιδευτικού Συστήματος της χώρας. Συγκεκριμένα, ο ΟΟΣΑ μετά το 2003 (την πρώτη εφαρμογή PISA), αξιοποιεί εξαντλητικά τις επιδόσεις της χώρας στο PISA και τις επικαλείται προκειμένου, δήθεν, να τεκμηριώνει τις νεοφιλελεύθερες συστάσεις και συνταγές που έχει -έτσι κι αλλιώς- διαθέσιμες ex ante στην εργαλειοθήκη του: ελεύθερη επιλογή, αυτονομία, αποκέντρωση, ανταγωνιστικότητα, λογοδοσία, διαφάνεια, αποτελεσματικότητα, αποδοτικότητα, ευελιξία εργασιακών σχέσεων.

Δεν ενοχλεί η ψευδεπίγραφη και μηχανιστική ενεργοποίηση των συστάσεων και των προτάσεων που έχουν γίνει κατά καιρούς. Το πρόβλημα είναι η μεγάλη τάχα καθυστέρηση που καταγράφεται, οι «συντηρητικές» αντιστάσεις και οι εκκρεμότητες που έχουν συσσωρευτεί, χρόνια τώρα, από προηγούμενες «συστάσεις» που έχουν αποθησαυριστεί στο «νεκροταφείο» των Εκθέσεων ΟΟΣΑ για την ελληνική εκπαίδευση. Όπως γνωρίζουμε, όταν διεθνείς οργανισμοί όπως ο ΟΟΣΑ και η ΕΕ, μας  προσδιορίζουν με το σύνδρομο της «καθυστέρησης» και της «απόστασης» που μας χωρίζει από άλλες χώρες, καταλήγουν σε τραγικά μηχανιστικές αντιγραφές που στοιχίζουν ακριβά στην ελληνική εκπαίδευση, πολύ περισσότερο σε εποχές σοβαρής οικονομικής και ανθρωπιστικής κρίσης.

Όλα αυτά διεκπεραιώνονται με ad hoc δαπάνη, αρκετά υψηλή, πέρα από την ετήσια συνδρομή που καταβάλλει η χώρα, ως ιδρυτικό μέλος του ΟΟΣΑ! Έχουμε να κάνουμε με ένα οργανισμό που είναι μονοπωλιακός (ασυναγώνιστος), αλλά προωθεί την ανταγωνιστικότητα! Είναι άκρως συγκεντρωτικός, αν και πουλάει συμβουλευτική αποκέντρωσης. Δε λογοδοτεί, παρόλο που προωθεί τη λογοδοσία. Αν και δε διακρίνεται για διαφάνεια, είναι ο παγκόσμιος γκουρού της διαφάνειας. Στο μόνο που δε βρίσκει κανείς αντιφάσεις και αντινομίες είναι η προώθηση πολιτικών και πρακτικών αγοράς και ιδιωτικοποίησης στο πεδίο της εκπαίδευσης, όπου πρωτοστατεί παραδειγματικά, αν λάβουμε υπόψη το άνοιγμα που κάνει στην ελεύθερη καπιταλιστική αγορά εκπαιδευτικών υπηρεσιών και τις εταιρικές συμπράξεις με κολοσσούς. Από ό,τι διαβάζουμε στις επίσημες σελίδες του ΟΟΣΑ και της Pearson Inc., πανηγυρίζεται ανοιχτά το γεγονός ότι από το 2018, η εταιρία Pearson Inc. αναλαμβάνει καίριο ρόλο στο όλο εγχείρημα του PISA. Αυτή η συνεργασία, προφανώς, είναι αμοιβαία, αν και με διαφορετικούς στόχους.

Οι τρόποι με τους οποίους αξιοποιείται το PISA/ΟΟΣΑ στην υπόθεση προώθησης επιχειρηματικών πρωτοβουλιών στην εκπαίδευση είναι πάρα πολλοί. Ενδεικτική είναι η περίπτωση διαμαρτυρίας του Συνδέσμου Ιδιοκτητών Ιδιωτικών Σχολείων, πριν από την ψήφιση του σχετικού νομοσχεδίου. Τα αποτελέσματα του PISA/ΟΟΣΑ ήταν για τον Σύνδεσμο μιας πρώτης τάξεως ευκαιρία για διαφήμιση των ιδιωτικών σχολείων, δυσφήμηση του δημόσιου σχολείου και lobbyingκαι άσκηση επιρροών. Σε ανακοίνωσή τους γράφουν, ανάμεσα σε άλλα (12 Φεβρουαρίου 2020):

Για άλλη μια φορά, τα συμπεράσματα που προκύπτουν από τον διαγωνισμό PISA 2018 για τα ιδιωτικά σχολεία αποτελούν απόδειξη του ποιοτικού εκπαιδευτικού έργου που επιτελούν. Στα τρία βασικά πεδία (γλωσσικές, μαθηματικές και επιστημονικές δεξιότητες), ενώ ο μέσος όρος τόσο του γενικού πληθυσμού των Ελλήνων μαθητών όσο και των μαθητών δημοσίων σχολείων είναι χαμηλότερος από τους αντίστοιχους μέσους όρους του ΟΟΣΑ, οι μαθητές των ελληνικών ιδιωτικών σχολείων πέτυχαν σε όλα υψηλότερες βαθμολογίες από το μέσο όρο όλων των ιδιωτικών σχολείων. Μάλιστα, οι διαφορές στις επιδόσεις των μαθητών ιδιωτικών και δημόσιων σχολείων είναι από τις μεγαλύτερες στις χώρες-μέλη του οργανισμού.
Σημειώνουμε ότι μια διαφορά 30 μονάδων αντιστοιχεί σε ένα εκπαιδευτικό έτος περίπου, ενώ σε όλα τα αντικείμενα, η διαφορά ιδιωτικών-δημοσίων σχολείων στη χώρα μας είναι πάνω από 60 μονάδες, δηλαδή πάνω από δύο εκπαιδευτικά έτη.
Όμως, πρέπει να σημειωθεί ότι στην έρευνα του 2018 οι επιδόσεις ήταν σε απόλυτες τιμές πιο χαμηλές από εκείνες του 2015. Είναι προφανές ότι αυτό οφείλεται στους περιορισμούς που επιβλήθηκαν στην ιδιωτική εκπαίδευση την τριετία 2015-2017, σύμφωνα με τους οποίους απαγορεύτηκε η αξιολόγηση του εκπαιδευτικού προσωπικού των ιδιωτικών σχολείων και επιβλήθηκαν περιορισμοί στη δυνατότητα διαμόρφωσης των προγραμμάτων τους.
Οι αντιμεταρρυθμίσεις Μπαλτά, Κουράκη, Φίλη, Γαβρόγλου άσκησαν -και συνεχίζουν να ασκούν αφού δεν έχει γίνει ακόμα κάποια κίνηση από την παρούσα κυβέρνηση για να διορθωθούν οι στρεβλώσεις- αναίτιους ρυθμιστικούς περιορισμούς στα σχολεία και περιορίζουν τα μέσα με τα οποία κατακτούν την ποιοτική τους διαφορά.

Για να απαντήσει η ΟΙΕΛΕ:

Δε θα σταθούμε καν στο θέμα της πτώσης των επιδόσεων (ήδη τα νούμερα που επικαλούνται και δημοσιεύουν ευθαρσώς έχουν προκαλέσει τη θυμηδία εκπαιδευτικών και δημοσιογράφων, ενώ αποκρύπτουν εύλογα πόσα και ποια ιδιωτικά σχολεία συμμετείχαν το 2015 και το 2018 στο διαγωνισμό της PISA και αν η αξιολόγηση έγινε στις ίδιες σχολικές μονάδες. Θα μπούμε στην ουσία του θέματος, αυτή που ενοχλεί τους εκπροσώπους των σχολαρχών, οι οποίοι αρέσκονται να παρουσιάζουν τη μετά το 2016 περίοδο ως τη χειρότερη για την ιδιωτική εκπαίδευση.

Με κοινοτικά κονδύλια

Διαβάζουμε στον εγχώριο Τύπο πως στο πρόσφατο Συμβούλιο Υπουργών Παιδείας της ΕΕ (Απρίλιος 2022), η Υπουργός αναφέρθηκε στην ανάγκη αποτελεσματικής χρήσης της εθνικής και ευρωπαϊκής χρηματοδότησης. Ο συγκεκριμένος ισχυρισμός δεν επιβεβαιώνεται. Έχοντας συνολική εικόνα του εγχειρήματος, σπεύδουμε να ισχυριστούμε ότι η διάθεση 251.000 ευρώ, στο πλαίσιο του ΕΣΠΑ 2014-2020, για τη «διεξαγωγή εξετάσεων διαγνωστικού χαρακτήρα» είναι μια ισχυρή ένδειξη διασπάθισης εθνικής και ευρωπαϊκής χρηματοδότησης, με την επίκληση της ρητορικής περί δήθεν υποστήριξης «συμπεριληπτικών και δίκαιων εκπαιδευτικών συστημάτων».

Την ίδια στιγμή που καθιερώνονται τυποποιημένες σταθμισμένες δοκιμασίες, που θα επιτείνουν τις υφιστάμενες κοινωνικές διακρίσεις στο δημόσιο υποχρεωτικό σχολείο, οι κυβερνώντες δίνουν προτεραιότητα στο διπλασιασμό των πειραματικών και των προτύπων σχολείων, τις συγχωνεύσεις σχολείων, την αύξηση της αναλογίας μαθητών/μαθητριών ανά διδάσκοντα, την Ελάχιστη Βάση Εισαγωγής στα πανεπιστήμια. Πολύ περισσότερο, όταν εγκαθιστούν στην καρδιά του υποχρεωτικού σχολείου μηχανισμούς ψευδεπίγραφων δοκιμασιών, όπως είναι οι πολυώνυμες «διαγνωστικές εξετάσεις» ή «διαγνωστικού τύπου εξετάσεις» (Ελληνική PISA), δηλαδή ένα δήθεν Ελληνικό Program for Ιnternational Student Αssessment.

Ούτε «νέο» ούτε «ανεξάρτητο

Οπως ισχυρίζονται, χωρίς επιφυλάξεις και αστερίσκους: «δημιουργούμε ένα νέο, ανεξάρτητο εργαλείο για την αποτύπωση της ποιότητας του εκπαιδευτικού έργου και τη διαρκή του αναβάθμιση».Κι όλα αυτά, σύμφωνα με ρητή διατύπωση του άρθρου 104, που προβλέπει ότι κάθε σχολικό έτος διενεργούνται σε εθνικό(;) επίπεδο εξετάσεις διαγνωστικού χαρακτήρα για τους μαθητές/τριες. Ήδη, με το υλικό που έχει παραχθεί, βρισκόμαστε μπροστά σε απροσδόκητες και σπαρταριστές ασάφειες, αμφισημίες και πολλαπλές διατυπώσεις που αποκαλύπτουν την ανεπάρκεια των συντελεστών αλλά και την αμηχανία τους να θεμελιώσουν θεωρητικά, μεθοδολογικά και πολιτικά το όλο εγχείρημα. Ενδεχομένως, οι πολλαπλές διατυπώσεις και ασάφειες να ευνοούν και την αποτελεσματικότερη ιδεολογική διαχείριση επιβολής των μέτρων.

Η υπουργός Παιδείας, ακάθεκτη και βέβαιη για το ιστορικό της επίτευγμα, δήλωσε στο Συμβούλιο Υπουργών της ΕΕ:

Η αποτελεσματικότητα αποτελεί προϋπόθεση για την ύπαρξη συμπεριληπτικών και δίκαιων εκπαιδευτικών συστημάτων. Η ελληνική PISA είναι ένα σημαντικό βήμα προς αυτήν την κατεύθυνση. Είναι η πρώτη φορά που ένα τέτοιο εργαλείο εισάγεται στην ελληνική πραγματικότητα θέτοντας τα θεμέλια για την αποτελεσματική χάραξη πολιτικής στη βάση αξιόπιστων και αντικειμενικών δεδομένων.

Όντως, είναι μαγικός και φακιρικός ο τρόπος με τον οποίο η ρητορική και ο λόγος υποκαθιστά την εκπαιδευτική πραγματικότητα! Νωρίτερα, στην επίσημη ηλεκτρονική ιστοσελίδα του Υπουργείου Παιδείας, είχε αναρτηθεί ενημερωτικό κείμενο, στο οποίο, μεταξύ άλλων διαβάζουμε:

14-02-22: Χάραξη εκπαιδευτικής πολιτικής για πρώτη φορά βάσει δεδομένων – ξεκινά η ελληνική «PISA»
[…] Πιλοτικά κατά τη φετινή σχολική χρονιά, οι εξετάσεις θα διεξαχθούν εντός Μαΐου σε εθνικό επίπεδο, με αντιπροσωπευτικό δείγμα έως 6.000 μαθητών και μαθητριών Δημοτικού και έως 6.000 Γυμνασίου, σε έως 600 σχολικές μονάδες όλων των τύπων, όλης της επικράτειας. […] Οι διαγωνιστικές αυτές εξετάσεις θα επαναλαμβάνονται ετησίως.
Σκοπός των εξετάσεων είναι η εξαγωγή συμπερασμάτων σχετικά με την πορεία υλοποίησης των Προγραμμάτων Σπουδών και τον βαθμό επίτευξης των προσδοκώμενων μαθησιακών αποτελεσμάτων, με ζητούμενο την έγκυρη και αξιόπιστη αποτύπωση των γνώσεων, ικανοτήτων και δεξιοτήτων των μαθητών. 
Μετά τις δύο πρώτες σχολικές χρονιές και όταν αρχίσει η εφαρμογή των νέων Προγραμμάτων Σπουδών, το σύστημα αυτό θα προσεγγίσει τη φιλοσοφία των νέων Προγραμμάτων Σπουδών, προκειμένου να εντοπιστούν, αφ’ ενός ποια σημεία τους έχουν κατακτήσει οι μαθητές μας […].

Σε πιο πρόσφατη ανακοίνωση του υπουργείου Παιδείας, καταγράφουμε την επανάληψη της ίδιας ρητορικής με ορισμένες πιο επεξεργασμένες διατυπώσεις που παρουσιάζουν ενδιαφέρον. Είναι ενδιαφέρουσα η απάλειψη της αναφοράς σε πιλοτικές εφαρμογές, όπως και η νεότερη διαβεβαίωση περί σύνδεσης των «διαγνωστικών» με τα άλλα μέτρα. Παρόμοιες ενημερωτικές ανακοινώσεις, αλλά και αλλεπάλληλες εγκύκλιοι δεν παύουν να μας καλούν ώστε να εμπεδώσουμε ότι εδώ συντελείται κάτι πρωτόγνωρο και σημαντικό στην εν γένει άσκηση της εκπαιδευτικής πολιτικής. Μόνο που δεν κρατούν τα προσχήματα, όταν αντιγράφουν σε όλα τα κείμενα τη ρητορική της Έκθεσης ΟΟΣΑ 2011. 

Αλλά ας δούμε και την πιο πρόσφατη σχετική δημόσια ανακοίνωση:

19-04-22: Ξεκινά η «ελληνική PISA» – Χαράσσουμε εκπαιδευτική πολιτική στη βάση αξιόπιστων και μετρήσιμων δεδομένων
Την Τετάρτη 18 Μαΐου 2022 θα διεξαχθούν, σε εθνικό επίπεδο, οι εξετάσεις διαγνωστικού χαρακτήρα […]. Οι διαγνωστικές εξετάσεις […] στοχεύουν στην έγκυρη και αξιόπιστη διάγνωση των γνώσεων, ικανοτήτων και δεξιοτήτων των μαθητώνΗ «ελληνική PISA» συμπληρώνει τη δέσμη μεταρρυθμίσεων του ΥΠΑΙΘ των τελευταίων σχεδόν 3 ετών […].

Τι δεν είναι;

Σπεύδουμε ευθύς εξ αρχής να υποστηρίξουμε ότι τα συγκεκριμένα μέτρα που έχουν τεθεί ήδη σε τροχιά εφαρμογής, στο τέλος του διδακτικού έτους 2021-2022, για μαθητές/τριες που ολοκληρώνουν το δημοτικό σχολείο και το γυμνάσιο μετά την 8η επίσκεψη του PISA/ΟΟΣΑ, εντάσσονται στο γενικό πρόταγμα «Αξιολόγηση Παντού». Δεν είναι απλή σύμπτωση ο συνωστισμός των πολύμορφων εξεταστικών δοκιμασιών (προαγωγικών, εισαγωγικών για τα πρότυπα, για τα πανεπιστήμια ή και επαναληπτικών). Με θεσμοθετημένη ήδη τη δυνατότητα επέκτασης των λεγόμενων «διαγνωστικών εξετάσεων» και σε άλλες τάξεις του δημοτικού σχολείου και του γυμνασίου και με τη δυνατότητα διεύρυνσης των γνωστικών αντικειμένων, η υποχρεωτική εκπαίδευση βραχυκυκλώνεται από ένα σύνολο μέτρων που ενορχηστρώνονται γύρω από το πρόταγμα της αξιολόγησης. Κάτι που μας φέρνει στο προσκήνιο μια ανάλογη απόπειρα παλινόρθωσης εξεταστικών δοκιμασιών που είχε αποπειραθεί να επιβάλει και τότε η ΝΔ (1990, Κοντογιαννόπουλος).

Από τα δεδομένα που έχουμε στη διάθεσή μας, προκύπτει ότι τα μέτρα που τίθενται σε εφαρμογή:

Δε συνιστούν «εξετάσεις». Αναφερόμαστε σε εξετάσεις, που «διενεργούνται για μαθητές/τριες», όταν έχουμε να κάνουμε με διαδικασίες εισαγωγής, προαγωγής ή απόλυσης μαθητών/τριών.

Δε συνιστούν «διαγνωστικές εξετάσεις» ή «διαγνωστικού χαρακτήρα εξετάσεις». Το υποχρεωτικό λαϊκό σχολείο δε μπορεί να μεταλλαχτεί σε υποχρεωτικό «Ιατροπαιδαγωγικό Σταθμό» ή «Διαγνωστικό Κέντρο» που να διεξάγει μαζικές «διαγνωστικές εξετάσεις», να εκδίδει «γνωμοδοτικές εκθέσεις διάγνωσης» και να προτείνει ή να ενεργοποιεί τα κατάλληλα πρωτόκολλα θεραπείας κατά περίπτωση. Επί ΝΔ, με υπουργό Παιδείας τον Σουφλιά (1991-1993), είχε συντελεστεί η παλινόρθωση «ανακεφαλαιωτικών εξετάσεων» στο υποχρεωτικό σχολείο με την επίκληση της συνδυασμένης αξιοποίησης του θεσμού της ενισχυτικής διδασκαλίας. Και τότε, οι υποτιθέμενες διαγνωστικές και διαμορφωτικές λειτουργίες της αξιολόγησης δεν ήταν δυνατόν να συστεγαστούν σε μια μορφή εξετάσεων. Τότε, η επίκληση της διαγνωστικής λειτουργίας των εξεταστικών μέτρων για την έγκαιρη «αλίευση» μαθητών/τριών με «μαθησιακές δυσκολίες» είχε αποδειχτεί ότι στερούνταν αξιοπιστίας και εγκυρότητας και ο σκοπός τους ήταν ο «πρώιμος προσανατολισμός σπουδών» και η έγκαιρη διαχείριση της ροής του μαθητικού πληθυσμού στις διάφορες βαθμίδες της εκπαίδευσης.

Δεν πρόκειται για πολιτική «αξιολόγησης του εκπαιδευτικού συστήματος». Η «διενέργεια εξετάσεων διαγνωστικού χαρακτήρα για μαθητές/τρες» δε δικαιολογεί ούτε κατ’ ελάχιστον τον παραπλανητικό τίτλο που φέρει το άρθρο 104 του σχετικού νόμου, με την ένδειξη «Αξιολόγηση του Εκπαιδευτικού Συστήματος». Η αξιολόγηση του εκπαιδευτικού συστήματος είναι ένα πολύ σύνθετο και δύστροπο εγχείρημα που δεν μπορεί να υποβαθμιστεί σε ανίχνευση και καταγραφή της επίδοσης των μαθητών/τριών της Στ’ Δημοτικού και Γ’ Γυμνασίου, σε κομβικά βέβαια, σημεία της υποχρεωτικής εκπαίδευσης. Η υπόθεση «μυρίζει» τελική/ολική αξιολόγηση ή και πρόσθετες εξωτερικές άτυπες απολυτήριες και «κρυφές εισαγωγικές» εξετάσεις εν όψει της μετάβασης στην επομένη βαθμίδα. Οι μαθητές και οι μαθήτριες συμμετέχουν σε διαδικασίες διαμόρφωσης «σωστής αυτοαντίληψης» κι ας είναι «ανώνυμα» τα φύλλα απαντήσεων: οι μαθητές και οι μαθήτριες «παίρνουν το μήνυμα»!

Η όποια αξιολόγηση για την εξαγωγή πορισμάτων σχετικά με την πορεία υλοποίησης των προγραμμάτων σπουδών δεν είναι εφικτή, ακόμα κι αν επεκταθεί στο σύνολο των μαθημάτων. Όπως ρητά δηλώνεται, η όποια αξιολόγηση αφορά σε «θέματα ευρύτερων/γενικών γνώσεων» των γνωστικών αντικειμένων της Νεοελληνικής Γλώσσας και των Μαθηματικών, σε εθνικό (και όχι σε «πανελλαδικό» ή σε επίπεδο «επικράτειας» ), περιφερειακό και επίπεδο «σχολικής μονάδας». Αυτό σημαίνει ότι οι εξετάσεις είναι, όντως τύπου PISA που δεν ενδιαφέρεται καν για τα εγκεκριμένα σχολικά προγράμματα σπουδών της χώρας. Είναι μια μορφή αξιολόγησης των επιδόσεων των μαθητών, πέρα και έξω από τα σχολικά προγράμματα, η οποία αξιοποιεί ως όργανο μέτρησης τους εγγραμματισμούς. Έτσι, τα όποια αποτελέσματα εκβιάζονται για μη έγκυρες κι αξιόπιστες συγκρίσεις τόσο στο εσωτερικό επίπεδο (επικράτεια, περιφέρεια, σχολείο), όσο και σε ευρύτερα πλαίσια αναφοράς, ευρωπαϊκά ή παγκόσμια, με τη συνδρομή δεδομένων που προκύπτουν από το παγκόσμιο PISA/ΟΟΣΑ και τις συνοδευτικές Εκθέσεις Επισκόπησης του ΟΟΣΑ.

Ουσιαστικά, οι εξετάσεις ονομάστηκαν «διαγνωστικές» για λόγους που έχουν να κάνουν με πρακτικές ήπιας, σιωπηρής και ύπουλης εξαγοράς της απαιτούμενης συναίνεσης στην υπόθεση συγκρίσεων, ιεραρχήσεων και κατατάξεων σχολείων. Η ιστοσελίδα του σχολείου (διαφάνεια) είναι έτοιμη να δεχτεί δεδομένα για την ενημέρωση του «κοινού». Χωρίς αυτές τις προϋποθέσεις δεν είναι εύκολη η υλοποίηση της ιδεοληψίας της Νίκης Κεραμέως για το δικαίωμα του γονέα να επιλέγει σχολείο. Σιγά-σιγά θα ανοίξει και η ενημέρωση των ατομικών επιδόσεων για εγγραφές στα σχολεία. Το υποχρεωτικό σχολείο ετοιμάζεται για την αγορά, με σχολεία πολλών ταχυτήτων και επίλεκτους μαθητές/τριες και εκπαιδευτικούς.

Οι «διαγνωστικές εξετάσεις» δεν είναι «πιλοτικές», όπως κατ’ επανάληψη έχει διευκρινιστεί ότι θα είναι για τα σχολικά έτη 2021-2022 και 2022-2023. Η Πράξη Ένταξης στο ΕΣΠΑ αναφέρει μόνο το τρέχον σχολικό έτος! Οι πιλοτικές εφαρμογές έχουν ως αποκλειστικό σκοπό τη δοκιμαστική εφαρμογή των εργαλείων συλλογής δεδομένων και τη δοκιμαστική ανάλυσή τους. Ο Colin Robson στο βιβλίο του «Η Έρευνα του Πραγματικού Κόσμου» μας διευκρινίζει πειστικά ότι «δοκιμαστική μελέτη (pilot study) είναι μια μικρής κλίμακας εκδοχή της κανονικής μελέτης, μια δοκιμή αυτού που προτίθεστε να κάνετε, ώστε να ελεγχθεί η εφικτότητά του». Ο ακριβοπληρωμένος τους σύμβουλος ΟΟΣΑ, ένα χρόνο πριν από την επίσημη εφαρμογή του PISA σε σχολεία των χωρών που συμμετέχουν, κάνει ολοκληρωμένη «πιλοτική» εφαρμογή για να επιδιορθώσουν ενδεχόμενα λάθη ή παραλείψεις ή ασάφειες στο ίδιο το τεστ και στην όλη διαδικασία. Η μόνη αναφορά που βρίσκουμε στο PISA/ΟΟΣΑ σε θέματα διάγνωσης είναι το “System Diagnostics” που ελέγχεται στην «πιλοτική φάση». Με βάση την επίσημη μετάφραση που δίνεται, πρόκειται  για την «εκτέλεση της διάγνωσης συστήματος η οποία θα εξακριβώσει κατά πόσο ο υπολογιστής είναι ικανός να εκτελέσει την Αξιολόγηση Μέσω Υπολογιστή».

Ο ΟΟΣΑ δεν «παίζει το χαρτί» της διάγνωσης. Οι εγχώριοι χρήσιμοι διαμορφωτές και διεκπεραιωτές του όλου εγχειρήματος και της post hoc σύνταξης του «Παραδοτέου» (λόγω ΕΣΠΑ 2014-2020), δήθεν «Θεωρητικού Πλαισίου και Οδηγού Εκπόνησης Θεμάτων για τη Διεξαγωγή Εξετάσεων Διαγνωστικού Χαρακτήρα» έχουν βαλθεί να μας προκαλέσουν εγκεφαλική τρικυμία με τους ασυνάρτητους νεολογισμούς και τις επινοήσεις τους: «στο μυαλό είναι ο στόχος»! Όποιος διαβάσει το σχετικό «πόνημα» που έχει και copyright θα κατανοήσει τι είναι η ιδεοθύελλα και ποια η θύελλα που έρχεται στο λαϊκό δημόσιο υποχρεωτικό σχολείο.

Οι αντοχές του αναγνώστη δοκιμάζονται δραματικά, όταν το παραπάνω πόνημα το διαβάσει συνδυαστικά με την πρόσφατη Έκθεση ΑΔΙΠΠΔΕ (2019: «Μελέτη της Αξιολόγησης των Μαθητών στην Πρωτοβάθμια και τη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. Τα Ψηφιακά Αποθετήρια και η Αξιοποίησή τους στην Εκπαίδευση». Μεταφέρεται νοερά στον κήπο του υπουργείου Παιδείας με ανεξάρτητες αρχές «χαμαιλέοντες» που στρουθοκαμηλίζουν με σπαρταριστή ανεπάρκεια, όταν εισηγούνται στην εκάστοτε εξουσία «προτάσεις βελτίωσης της νομοθεσίας περί της Αξιολόγησης των Μαθητών». Ή αλλιώςτην «Παιδαγωγική αναβάθμιση της νομοθεσίας περί αξιολόγησης των μαθητών», «το κοινωνικο-κονστρουκτιβιστικό παράδειγμα αξιολόγησης -και όχι το ιατροπαιδαγωγικό μοντέλο των διαγνωστικών εξετάσεων». Ή ακόμα, που διεκδικούν να «ευαισθητοποιήσουν την εκπαιδευτική πολιτική, το σχολείο και τους εκπαιδευτικούς…». Τέτοια θησαυρίσματα περνούν πολύ εύκολα στις επιμορφώσεις ευαισθητοποίησης των εκπαιδευτικών που κάνει το ΙΕΠ. Γι’ αυτό και η αξιολόγηση αποκτά προστιθέμενη αξία, όταν είναι δίδυμη με την επιμόρφωση.

Το πιο σοβαρό ζήτημα που προκύπτει με την όλη αυτή αναστάτωση που θα προκληθεί στα σχολεία, με την ανεξήγητα βεβιασμένη εφαρμογή των όποιων σχεδίων τους, είναι το εξής: Από πουθενά δεν προκύπτει ότι είναι πιλοτικές, παρά τις ανακοινώσεις. Ούτε στην Πράξη Ένταξης στο ΕΣΠΑ 2014-2020 αναφέρεται κάτι τέτοιο. Αντίθετα, αναφέρονται ως Παραδοτέα, το Θεωρητικό Πλαίσιο, το Αποθετήριο, «Εισηγήσεις για τη βελτίωση της εκπαιδευτικής πολιτικής στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση».

Πρόκειται, εν τέλει για μια άκρως προσχηματική και παραπλανητική διαδικασία που εγγίζει τα όρια του κυνισμού: Τα νέα Προγράμματα Σπουδών και τα νέα σχολικά βιβλία, σύμφωνα με τις εξαγγελίες, θα είναι στη διάθεση εκπαιδευτικών, κατά το έτος 2023-2024. Οπότε, γίνεται αξιολόγηση προγραμμάτων σπουδών και επιδιωκόμενων στόχων που εκπνέουν και καταργούνται. Πέραν αυτού, οι διαφημιζόμενες πιλοτικές εφαρμογές των νέων σχολικών προγραμμάτων, που είναι δημοσιευμένα σε ΦΕΚ, γίνονται, χωρίς σχολικά βιβλία! Οπότε, τι νόημα έχει η πιλοτική εφαρμογή δημοσιευμένων προγραμμάτων σπουδών, πάνω στα οποία συγγράφονται τα νέα σχολικά βιβλία;

Το πιο προκλητικό, σε αυτή την περίπτωση, είναι η καταχρηστική επίκληση και αναφορά σε πιλοτικές εφαρμογές νέων εκπαιδευτικών προγραμμάτων σε πειραματικά σχολεία που δεν προσφέρονται για έγκυρη και αξιόπιστη συλλογή δεδομένων για ανατροφοδότηση και οριστικοποίηση προγραμμάτων που έτσι κι αλλιώς είναι δημοσιευμένα και εγκεκριμένα! Αν όλα αυτά ακούγονται απίστευτα είναι γιατί είναι τραγικά και τις επιπτώσεις τις υφίστανται εκπαιδευτικοί και μαθητές/τριες, που με την πρώτη ευκαιρία δυσφημούνται, όταν αποπειραθούν να αποδράσουν από τον τραγέλαφο που τους σερβίρουν.

Τι θα γίνει με το υποχρεωτικό σχολείο;

Ο ισχυρισμός ότι επιδιώκεται η εξαγωγή συμπερασμάτων σχετικά με την πορεία υλοποίησης των προγραμμάτων σπουδών δεν είναι δυνατόν να είναι έγκυρη και αξιόπιστη η όποια αποτίμηση, όταν αυτή περιορίζεται αποκλειστικά στις επιδόσεις μαθητών/τριών σε «θέματα ευρύτερων /γενικών γνώσεων» με αναφορά σε δύο μόλις γνωστικά αντικείμενα (πρόσκαιρη απόκλιση από το PISA, όπου τα αντικείμενα είναι τρία). Κι εδώ έρχεται για να ακουμπήσει η απροσδόκητη κι ανεπεξέργαστη διαμαρτυρία της Επιτροπής Παιδείας της Ένωσης Ελλήνων Φυσικών για να μας υπενθυμίσει ότι: 

Μελετώντας την προκήρυξη υλοποίησης του έργου που αφορά την οργάνωση, τη διαδικασία εκτέλεσης και την αποτίμηση της Ελληνικής PISA, διαπιστώνουμε ότι στα μαθήματα αξιολόγησης περιλαμβάνονται σύμφωνα με τον νόμο 4823/2021 άρθρο 104 παράγραφος 1, τα Μαθηματικά και η Γλώσσα. Υπενθυμίζουμε ότι στο Διεθνές σύστημα αξιολόγησης PISA περιλαμβάνονται και οι Φυσικές επιστήμες […]. Σήμερα, όσο ποτέ άλλοτε, διανύουμε μια περίοδο αλματώδους ανάπτυξης της Φυσικής καθώς και όλων των Φυσικών Επιστημών, συνεπώς εκτιμούμε ότι μια αξιολόγηση που δεν θα περιλαμβάνει τις Φυσικές Επιστήμες είναι ελλιπής και μη τεκμηριωμένη επιστημονικά.

Η συγκεκριμένη Ένωση μας υπενθυμίζει τον απαρέγκλιτο κανόνα της πιστής συμμόρφωσης προς τα θέσφατα του PISA/ΟΟΣΑ, με την «αγία τριάδα» των διακριτών και μη επικαλυπτόμενων εγγραμματισμών: του «αναγνωστικού», του «μαθηματικού» και του «επιστημονικού», με βάση τους οποίους διερευνάται «η ικανότητα των μαθητών να αντιμετωπίζουν ζητήματα της καθημερινής τους ζωής». Το PISA/ΟΟΣΑ διαθέτει πιστούς θιασώτες κι ακόλουθους, με τους  εφαρμοσμένους εγγραμματισμούς στην καθημερινή μας ζωή. Τι κι αν αυτοί είναι προκατασκευασμένες ασκήσεις επί ψηφιακού υλικού που ζητούν από τους μαθητές/τριες να επιλέγουν, γρήγορα και με λίγη τύχη, την ορθή απάντηση. Η Επιτροπή Παιδείας ισχυρίζεται ότι «η μη αξιολόγηση των Φυσικών Επιστημών είναι μη τεκμηριωμένη επιστημονικά». Βέβαια, δεν ενοχλείται με την επικάλυψη των εγγραμματισμών, πχ: του «αναγνωστικού εγγραμματισμού» (= κατανόηση κειμένου) με τον «μαθηματικό» ή τον «επιστημονικό». Ούτε ενοχλείται που από την αρχή της εφαρμογής του PISA/ΟΟΣΑ μέχρι σήμερα, η εκπαίδευση της χώρας μας, με βάση τις επιδόσεις των δεκαπεντάρηδων μαθητών/τριών, κατατάσσεται στην ομάδα των «ουραγών».

Η λιτή κι αποκαρδιωτική ανακοίνωση διαμαρτυρίας από έναν θιασώτη του PISA διεκδικεί κοινωνική υπόληψη για τις «Φυσικές Επιστήμες», με τη συμπερίληψή τους στο εγχείρημα «Ελληνική PISA»! Ιδού ένας μοχλός για την αποτελεσματική καθιέρωση και εμπέδωση της ανυπόστατης «Ελληνικής PISA»: Να ξεσηκωθούν οι αντίστοιχες «επιστημονικές ενώσεις» των εκπαιδευτικών και να διεκδικήσουν την ένταξή τους στην «Ελληνική PISA»! Κάτι που συμβαίνει συχνά, κάθε φορά που τα μαθήματα των σχολικών προγραμμάτων χαρακτηρίζονται ως εξεταζόμενα και μη εξεταζόμενα, όταν πρόκειται για εξετάσεις υψηλού διακυβεύματος (εισαγωγικές σε πανεπιστήμια, πρότυπα).

Οι εξετάσεις, λοιπόν, είναι δείκτης κοινωνικής υπόληψης των γνωστικών αντικειμένων και κατ’ επέκταση των διδασκόντων! Κι ύστερα ψάχνουμε τους λόγους για τους οποίους η αξιολόγηση στην εκπαίδευση κυριαρχεί στην ατζέντα της εκπαίδευσης. Βέβαια, στην περίπτωση των λεγόμενων «διαγνωστικών εξετάσεων», το χαλί για τέτοιου είδους «διαγκωνισμούς» είναι στρωμένο με το άρθρο 104. Δεν αποκλείεται οι επιστημονικές ενώσεις να προκληθούν να γίνουν μοχλός γενίκευσης της «Ελληνικής PISA» στο υποχρεωτικό σχολείο. Τελικά, δεν απέφυγα το «άλλο όνομα» των λεγόμενων «διαγνωστικών εξετάσεων». Ίσως το άλλο όνομα υπαινίσσεται και μας βοηθάει να απαντήσουμε στο ερώτημα: τελικά τι μπορεί να είναι όλο αυτό;

Πάντως, η Ελληνική φέτα, παρόλο που «προστατεύεται» ως προϊόν με Προστατευόμενη Ονομασία Προέλευσης (ΠΟΠ), δεν έχει καταφέρει να επιβληθεί στους ανταγωνιστές της άγριας «καπιταλιστικής αγοράς». Πώς διανοήθηκαν οι διαμορφωτές της κοινής γνώμης στην Ελλάδα να κλέψουν το brand-name PISA; Δεν υπάρχει «Ελληνική PISA». Πρόκειται για φαντασίωση, πολύ περισσότερο δεν είναι ούτε «νέο», ούτε «ανεξάρτητο» εργαλείο. Είναι ένα πολύ φρικτό εμπορικό εργαλείο που μας κατατάσσει στους ουραγούς. Πέραν των άλλων, είναι βέβαιο ότι οι πρόσθετες αυτές εξετάσεις, που προβλέπουν τεστ ανάλογο με το “PISA for Schools”, θα μετατρέψουν το υποχρεωτικό σχολείο σε ένα υποχρεωτικό φροντιστήριο εξοικείωσης και προετοιμασίας των μαθητών/τριών για το κλασικό παγκόσμιας εμβέλειας PISA/ΟΟΣΑ. Οπότε, η εξέλιξη θα είναι αυτή που έχει προδιαγράψει με κυνισμό ο Διευθυντής της Διεύθυνσης Εκπαίδευσης και Δεξιοτήτων του ΟΟΣΑ Α. Schleicher, όταν κατ’ επανάληψη έχει δηλώσει ότι:

Οι αξιολογήσεις του ΟΟΣΑ έχουν αξιοποιηθεί σε ορισμένες χώρες για τον επαναπροσδιορισμό των στόχων της σχολικής εκπαίδευσης, ενθαρρύνοντας τον περιορισμό των προγραμμάτων σπουδών για τη βελτίωση της απόδοσης σε βασικά μαθήματα, κάτι που ο οργανισμός υποστηρίζει ρητά, δηλαδή, την ενσωμάτωση των στοιχείων του τεστ στα τοπικά προγράμματα σπουδών.

Οι δικοί μας επιτελείς του εγχειρήματος κάτι τέτοιο έχουν κατά νου. Έχει στηθεί το «Εργαστήριο Δεξιοτήτων», έχει αποφασιστεί η «εγκατάσταση» Τράπεζας Θεμάτων στο υποχρεωτικό σχολείο. Έχουμε και Θεματοδότες – «φωτοδότες»! Εγγύηση, άλλωστε, αποτελεί η σύνθεση της λεγόμενης «Επιστημονικής Επιτροπής» που έγινε – μετά από εισήγηση των ΑΔΙΠΠΔΕ και ΙΕΠ. Από τα 9 μέλη της, τα 5 προέρχονται από το ΙΕΠ και τα 4 από την ΑΔΙΠΠΔΕ.

Αξιοσημείωτη είναι η συμμετοχή της «National Project Manager» (Εθνική Διαχειρίστρια PISA/ΟΟΣΑ), που είναι και η Εθνική Εκπρόσωπος τη χώρας στο Διοικητικό Συμβούλιο του PISA/ΟΟΣΑ και μέλος του ΔΣ του ΙΕΠ. Είναι βέβαιο πως έχει ρόλο κλειδί στην όλη υπόθεση. Άλλωστε, είχε καταφέρει το 2011, να μας εξηγήσει εξονυχιστικά τη μεθοδολογία του PISA, σε ένα βιβλίο όπου παρουσίαζε τα αποτελέσματα των επιδόσεων της χώρας στο PISA 2006. Ίσως, έχει διανεμηθεί και ως πανεπιστημιακό σύγγραμμα σε μάθημα «Μεθοδολογίας Έρευνας». Έτσι, διαχέεται και το αυθεντικό αφήγημα του PISA/ΟΟΣΑ στις σπουδές σε επίπεδο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, συνιστώντας εγγύηση για την επιτυχία του εγχειρήματος. Μια πρόσθετη ένδειξη αποτελεί το γεγονός ότι είχε χρηματίσει στο ίδιο πόστο και επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, και ας κλαίγεται φιλοκυβερνητική εφημερίδα για την «άκομψη αντικατάστασή» της λίγους μήνες πριν από τις εκλογές του 2019.

Πηγή: Παρατηρητήριο για την Παιδεία

0 replies

Leave a Reply

Want to join the discussion?
Feel free to contribute!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *