Πρώτες εκτιμήσεις για το εκλογικό αποτέλεσμα

Ανακοίνωση της ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ.

1.

Ο ασκός του Αιόλου που φούσκωσε το 2010 – 2015 από την αντιμνημονιακή λαϊκή αγανάκτηση και ανέτρεψε το πολιτικό σκηνικό με την κατάρρευση του ΠΑΣΟΚ και την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ, αποσυμπιέζεται. Η τιμωρία του ΣΥΡΙΖΑ είναι ένα στοιχείο αποκαθήλωσης αυτού του ρεύματος, ωστόσο δεν είναι το μοναδικό.
Για πρώτη φορά εδώ και δέκα χρόνια η ΝΔ έχει σαφές προβάδισμα στους νέους, ηλικιακή κατηγορία που θεωρούνταν προνομιακή για την Αριστερά. Για πρώτη φορά στην ιστορία της κερδίζει φτωχές, λαϊκές, υποβαθμισμένες περιφέρειες (Δυτική Αττική, Δυτική Αθήνα, Β Πειραιά). Η διάλυση της Χρυσής Αυγής και η απαγόρευση του κόμματος Κασιδιάρη και άλλων, δεν εμπόδισε μια σωρεία ακροδεξιών – εθνικιστικών ψηφοδελτίων να τα πάνε καλά, διαμορφώνοντας μια εν δυνάμει επικίνδυνη κατάσταση.
Το ΜΕΡΑ 25 ακολουθώντας τη γραμμή ενός παλιού, καλού, αντιμνημονιακού ΣΥΡΙΖΑ, ζητώντας ρήξη, επίσης ηττήθηκε. Δεν υπάρχει το κοινωνικό αίτημα της σύγκρουσης σήμερα, τουλάχιστον όχι με τους όρους που υπήρχε πριν την τομή του 2015. Εδώ συγκροτείται η ηγεμονία της ΝΔ και του Κ. Μητσοτάκη.
Ωστόσο οφείλουμε να υπογραμμίσουμε το γεγονός ότι οι “βουβές” εκλογές και το ανέλπιστα και για τους ίδιους υψηλό ποσοστό της ΝΔ, υποδηλώνουν ότι αυτή η ηγεμονία δεν είναι ακαταμάχητη, δεν δημιουργείται από ισχυρό ρεύμα υποστήριξης, προκύπτει περισσότερο από την απόρριψη του χαμένου παρά από την επιβράβευση του νικητή. Οι πολιτικοί και κομματικοί στρατοί ήταν απόντες σε αυτή την εκλογική μάχη, δεν υπήρξε συγκροτημένο και εμφανές ρεύμα, επομένως η ρευστότητα παραμένει ως ένα υπαρκτό, όχι κύριο, στοιχείο της πολιτικής συγκυρίας.

2.

Η ΝΔ κερδίζει 150.000 ψήφους σε απόλυτα νούμερα, την ώρα που ο ΣΥΡΙΖΑ χάνει 600.000. Αυτή η καταγραφή, παρόλο που δεν ήταν αναμενόμενη σε αυτήν την έκταση, έχει ερμηνείες.
Με μια αντιπολίτευση που παρέμεινε σε ένα ρηχό αντιδεξιό – αντιΜητσοτακικό λόγο και σε ζητήματα δημοκρατίας και ύφους διακυβέρνησης, το αποτέλεσμα των εκλογών δείχνει ότι οι εκλογές κερδίζονται κατά βάση από την οικονομία. Ειδικά μετά τον εξευτελισμό της αστικής δημοκρατίας σε μια χώρα της Ε.Ε., με την ανατροπή της λαϊκής ετυμηγορίας το 2015 στο δημοψήφισμα. Το αφήγημα της ΝΔ ότι τα προβλήματα στην οικονομία είναι εξωγενή και προέρχονται από διεθνείς κρίσεις (πανδημία, πόλεμος, ενεργειακή κρίση, πληθωρισμός) και πως η ίδια απαντά σε αυτές τις κρίσεις με επιθετική πολιτική ελεύθερης αγοράς, με την προσέλκυση επενδύσεων, με την κατάρριψη «μεταπολιτευτικών εμποδίων στην ανάπτυξη» (συνδικαλισμός, εργατικά δικαιώματα, προστασία περιβάλλοντος, δικαιοσύνη κλπ), με αύξηση θέσεων εργασίας και με διάθεση του πλεονάσματος στους αδύναμους, έπεισε το λαό.
Τον έπεισε γιατί, μετά την ήττα του αντιμνημονιακού αγώνα και το 3ο Μνημόνιο του ΣΥΡΙΖΑ, η οικονομία της αγοράς θεωρείται θέσφατο μη αμφισβητήσιμο. Έχει δημιουργηθεί μια κοινωνία μειωμένων προσδοκιών όπου έστω και ένα μικρό επίδομα είναι καλοδεχούμενο. Κυρίως έπεισε τον λαό γιατί τα πεπραγμένα της προηγούμενης κυβέρνησης δεν ήταν τα καλύτερα. Διαλυμένα νοσοκομεία, ιδιωτικοποιημένες και υπό διάλυση υποδομές, χαμηλές συντάξεις, χαμηλοί μισθοί, έχουν όλα (και) την υπογραφή του ΣΥΡΙΖΑ.
Η ΝΔ άσκησε λόγω συγκυρίας μια επεκτατική δημοσιονομική πολιτική που στην πανδημία μοίρασε λεφτά (50 δισ), δημιούργησε κοινωνικές συμμαχίες και ακόμα περισσότερο δημιούργησε προσδοκίες. Σε αντίθεση με την προηγούμενη περίοδο (και την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ), η κυβέρνηση Μητσοτάκη ήταν η πρώτη κυβέρνηση που μοίρασε χρήμα και μείωσε φόρους. Μπορεί αυτό το χρήμα να κατευθύνθηκε κυρίως σε μονοπώλια και στους δικούς της, αλλά ένα τμήμα του έφτασε και στα χαμηλότερα και κυρίως στα μικροαστικά στρώματα.
Επιπλέον, η οικονομική συμπίεση όλων των προηγούμενων χρόνων έδωσε τη θέση της στην αναμενόμενη αποσυμπίεση, η οποία δημιούργησε εικόνες, πραγματικότητες αλλά και ψευδαισθήσεις οικονομικής μεγέθυνσης. Κυρίαρχο ρόλο εδώ έπαιξε ο τουρισμός και τα ακίνητα, που αύξησαν το εισόδημα μικρομεσαίων στρωμάτων και ιδιοκτητών που νοίκιαζαν ή πούλησαν, και δημιούργησαν προσδοκίες για περισσότερα κέρδη από μια νέα θητεία Μητσοτάκη.
Η ακρίβεια και ο πληθωρισμός χτύπησαν τα πιο αδύναμα κοινωνικά στρώματα, τα οποία όμως προεκλογικά ήταν κρυμμένα και αόρατα, καθώς όλη η συζήτηση (ακόμα και από τη μεριά του ΣΥΡΙΖΑ) αφορούσε τη μεσαία τάξη και τα “ιερά δικαιώματά της”. Οι συνταξιούχοι από την άλλη, χρέωναν τις μειώσεις των συντάξεών τους στον ΣΥΡΙΖΑ και στον νόμο Κατρούγκαλου. Στους δε εργαζόμενους των 700-1000 ευρώ ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είχε να προτείνει κάτι διαφορετικό από τις αυξήσεις που υποσχέθηκε προεκλογικά ο Μητσοτάκης. Η διαφορά είναι ότι ο δεύτερος έκανε προεκλογική καμπάνια με το σύνθημα «ό,τι εξαγγέλλω το κάνω», ενώ ο πρώτος θεωρείται ο κατεξοχήν αναξιόπιστος πολιτικός στην Ελλάδα.
Υπάρχει επιπλέον, σαφής συντηρητική μετατόπιση σε μια σειρά ζητήματα (μεταναστευτικό, αστυνομοκρατία, δημοκρατικά δικαιώματα, συνδικαλισμός κλπ). Ο Μητσοτάκης κέρδισε, έχοντας πείσει ότι πρέπει να τελειώσουμε με τα βαρίδια της μεταπολίτευσης. Στο λεξιλόγιο του δημόσιου χώρου, σε συνθήκες ολοκληρωτικής υπεροπλίας στην ενημέρωση και στα ΜΜΕ, οι δημοκρατικές και κοινωνικές κατακτήσεις εμφανίζονται σαν εμπόδιο στην πρόοδο. Φτάσαμε στο σημείο οι συνδικαλιστές, και όχι οι κυβερνήσεις, να θεωρούνται “βαθύ κράτος” και υπεύθυνοι για εγκλήματα σαν κι αυτό των Τεμπών. Αυτή η καταιγιστική προπαγάνδα, ακόμα και αν φαντάζει εξοργιστική και εκτός τόπου σε ένα αριστερό και σκεπτόμενο ακροατήριο, αφήνει κοινωνικό αποτύπωμα.
Η δεξιά στροφή στην ελληνική κοινωνία είναι σημαντική, και δεν αφορά μόνο το υψηλό ποσοστό της ΝΔ, αλλά και συνολικά το συσχετισμό Δεξιάς/Ακροδεξιάς – Κεντροαριστεράς/Αριστεράς. Αυτή η δεξιά στροφή, δεν θα είναι προφανώς απρόσβλητη, αλλά είναι παρούσα και δρώσα κατάσταση.

3.

Το δίλημμα πλέον στις επόμενες εκλογές δεν είναι Τσίπρας ή Μητσοτάκης, αλλά Τσίπρας ή Ανδρουλάκης που διαγκωνίζονται για τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Το ΠΑΣΟΚ νεκραναστήθηκε από τη γραμμή του ΣΥΡΙΖΑ για “προοδευτική διακυβέρνηση” που κατέστησε τον Ανδρουλάκη προνομιακό συνομιλητή, απαραίτητο εταίρο, ξεπλένοντας το παρελθόν του ΠΑΣΟΚ ως πρώτης και προθυμότερης μνημονιακής κυβέρνησης.
Το ΠΑΣΟΚ προσέρχεται στις δεύτερες εκλογές με τον αέρα του νικητή και τη βοήθεια μιας επικοινωνιακής καταιγίδας που έχει ήδη αναγάγει τον Ανδρουλάκη σε αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Από την άλλη, ο ΣΥΡΙΖΑ, με την ταμπέλα του ηττημένου, επιχειρεί να διασωθεί ως βασική αντιπολίτευση στη ΝΔ, επικαλούμενος ότι μπορεί να παραμείνει ως το μοναδικό εμπόδιο σε μια παντοκρατορία Μητσοτάκη.
Ανεξάρτητα με το αν η ψαλίδα ΣΥΡΙΖΑ – ΠΑΣΟΚ μειωθεί ή αυξηθεί, το γεγονός είναι ότι το ΠΑΣΟΚ ανακάμπτει, κυρίως στην επαρχία (καθώς στην Αθήνα σχεδόν παντού είναι 4η δύναμη πίσω από το ΚΚΕ). Επιπλέον, στο πολύ κοντινό μέλλον, οι αυτοδιοικητικές εκλογές του Οκτωβρίου θα είναι μια ακόμα ευκαιρία να αναδειχθεί το ΠΑΣΟΚ ως ο ισχυρότερος πόλος στην κεντροαριστερά, καθώς έχει πολύ ισχυρότερες δυνάμεις, προσβάσεις και μηχανισμό σε Δήμους, κράτος και συνδικαλισμό.
Στις ερχόμενες εκλογές, σε ό,τι αφορά τον ΣΥΡΙΖΑ,  θα συγκρουστούν δύο τάσεις. Η μία θα ενισχύει το ΠΑΣΟΚ σε βάρος του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και άλλα μικρότερα κόμματα (Πλεύση, ΜΕΡΑ) για να μπουν στη Βουλή και να μην υπάρχει η σημερινή καταθλιπτική κοινοβουλευτική εικόνα. Η άλλη, θα επιχειρεί να μαζέψει ή τουλάχιστον να μην χάσει κι άλλες δυνάμεις στην απέλπιδα απόπειρα να υπάρξει ένας κάποιος έλεγχος στον παντοδύναμο Μητσοτάκη και να παραμείνει ο ΣΥΡΙΖΑ, ως κόμμα με αναφορά στην Αριστερά η αξιωματική αντιπολίτευση.

4.

Η τιμωρία του ΣΥΡΙΖΑ ήταν αναμενόμενη για το αμφίσημο στίγμα του, την επαμφοτερίζουσα στάση του και την ανεξίτηλα καταγεγραμμένη αναξιοπιστία του. Η ερμηνεία της ήττας του όμως, δεν μπορεί να γίνει θεωρώντας τον ΣΥΡΙΖΑ ένα αριστερό κόμμα που δεν έκανε αριστερή και μαχητική αντιπολίτευση. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχασε ψήφους επειδή δεν ήταν αρκούντως αριστερός.
Αντίθετα, η ήττα προέρχεται από το γεγονός ότι όντας συστημικό κόμμα, προκαλεί ακόμα μνήμες και κάνει αναφορές στην περίοδο που ήταν αντιμνημονιακή πολιτική δύναμη. Ο ΣΥΡΙΖΑ έπεσε στο κενό, επειδή ήταν συστημική δύναμη που πατούσε σε δύο βάρκες. Και με το τείχος στον Έβρο και εναντίον. Και με την ιδιωτική ΔΕΗ και με την κρατικοποίηση της. Και με τους φόρους και κατά των φόρων. Και με τα εμβόλια και εναντίον των εμβολίων. Και με το ΝΑΤΟ και κατά της αποστολής όπλων στην Ουκρανία.
Παραμένει ως ζωντανή υπενθύμιση η κυβερνητική θητεία του ΣΥΡΙΖΑ η οποία δρα αρνητικά και σωρευτικά. Περισσότερο σήμερα, παρά το 2019, ο ΣΥΡΙΖΑ πλήρωσε το γεγονός ότι εμφανίστηκε, όμοιος στη βασική πολιτική, αλλά παντελώς αναξιόπιστος και πολύ πιο ερασιτέχνης και ανερμάτιστος, από τον νεοφιλελεύθερο μεν, αλλά συγκροτημένο, σταθερό και σίγουρο Μητσοτάκη.
Αυτή η αναξιοπιστία αποτελεί κεντρικό στοιχείο σε έναν λαό που βρέθηκε στο κέντρο της παγκόσμιας κρίσης, κουρασμένο από τις απανωτές δοκιμασίες, με ηττημένο, προδομένο και πλέον ενοχοποιημένο ή ξεχασμένο το αντιμνημονιακό αίσθημα και σε έναν κόσμο όπου ανατρέπονται οι παγκόσμιες ισορροπίες και αναζητείται η σταθερότητα (ή έστω η ψευδαίσθηση σταθερότητας) και μια κάποια κανονικότητα.
Μπροστά στην ανασφάλεια στο άγνωστο και στις αλλαγές που θα φέρει το μέλλον, αναζητούνται οι γνωστές και σταθερές επιλογές, όπως έδειξαν και οι εκλογές στην Τουρκία. Ο Μητσοτάκης, μπροστά στις αλλοπρόσαλλες πολιτικές του Τσίπρα, φαντάζει, στο λαό συγκροτημένη δύναμη.
Η ήττα του ΣΥΡΙΖΑ δεν θα έπρεπε να είναι ήττα της Αριστεράς, αλλά στην κοινωνία καταγράφεται ως τέτοια.
Καταγράφεται ως ήττα μιας πολιτικής που επιχείρησε να αμφισβητήσει ή έστω να διαπραγματευτεί με τους ισχυρούς (ΕΕ, τρόικα κλπ) και στην πορεία αποδέχτηκε ότι δεν υπάρχει άλλος δρόμος και συμμορφώθηκε βάζοντας την ουρά στα σκέλια. Η τομή του 2015 είναι ζωντανή πραγματικότητα, καθόρισε και θα καθορίζει ακόμα για πολλά χρόνια την κοινωνική και πολιτική συμπεριφορά.
Ο λαός με εκκωφαντικό τρόπο δήλωσε ότι δεν εμπιστεύεται τον Τσίπρα και τον ΣΥΡΙΖΑ, πολύ περισσότερο από όσο εμπιστεύεται τον Μητσοτάκη και τη ΝΔ. Η επιβράβευση του δεύτερου έρχεται περισσότερο ως αποδοκιμασία του πρώτου, παρά ως συνειδητή και ενεργητική στήριξη της πολιτικής του.
Η στήριξη των ΜΜΕ και της ολιγαρχίας στη ΝΔ, όλα αυτά τα χρόνια, προφανώς και ήταν σημαντικό στοιχείο στην δημιουργία των παραπάνω τάσεων και δεδομένων, δεν είναι ωστόσο η κύρια ερμηνεία για την κατάρρευση του ΣΥΡΙΖΑ.

5.

Η νέα τετραετία Μητσοτάκη θα είναι επιθετική, χωρίς αντίπαλο και αντιπολίτευση, με ένα λαό να πορεύεται με χαμηλές προσδοκίες αλλά και αυταπάτες, τμήματά της να εξαγοράζονται με τα ψίχουλα που θα πέφτουν από το τραπέζι της ολιγαρχίας, αλλά και ένα τμήμα της κοινωνίας να παραμένει αόρατο και αποκλεισμένο.
Το εκλογικό αποτέλεσμα από αυτή την άποψη είναι εξαιρετικά αρνητικό. Συμβαδίζει με την κατάσταση στην οποία βρίσκεται η κοινωνία, αλλά τροφοδοτεί τις χειρότερες τάσεις της. Οι διαβεβαιώσεις για επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων είναι απειλή σε αυτή την κατεύθυνση, όπως και ο στόχος για μονοκομματική αναθεώρηση του Συντάγματος.
Μιλώντας ακόμα και από τη σκοπιά της αστικής δημοκρατίας, ο Κ. Μητσοτάκης δεν έχει δώσει δείγματα σεβασμού του Συντάγματος, της διάκρισης εξουσιών, της αναγνώρισης των Ανεξάρτητων Αρχών. Από τις παρακολουθήσεις και τις υποκλοπές, μέχρι την εργαλειακή χρήση της Δικαιοσύνης, και ανεξάρτητα με το ότι αυτά ποσώς επηρέασαν την εκλογική κρίση, είμαστε μπροστά σε μια δίχως ηθικούς και πολιτικούς φραγμούς αυταρχική, βοναπαρτική διακυβέρνηση.
Ο αστισμός έχει παλινορθωθεί με τον πιο επιθετικό τρόπο και ανασυγκροτείται τελειώνοντας τις “κατακτήσεις” της μεταπολίτευσης, όχι κυρίως με επιβολή και αστυνομική βία, αλλά οικοδομώντας συντηρητικές και αντιδραστικές συναινέσεις, κάνοντας την κοινωνική πλειοψηφία να “υιοθετεί” τις προσδοκίες, τις προτάσεις, τις αρχές και τις αξίες της μειοψηφίας.
Το αυξημένο ποσοστό του ΚΚΕ, παρά τις διαβεβαιώσεις, δεν “ξαναγυρνά” στην κοινωνία ως πολιτική διέξοδος. Γυρνά μόνο ως παρουσία και παρέμβαση σε κάποιους χώρους δουλειάς όπου ξεχειλώνει η εργοδοτική αυθαιρεσία. Εκεί μπαίνει από το ίδιο το ΚΚΕ τελεία. Πολιτικά μιλώντας, το ποσοστό του ΚΚΕ δεν είναι μάχιμο, δεν μετασχηματίζει τον πολιτικό συσχετισμό, γιατί δεν ενδιαφέρεται για αυτόν. Υπερίπταται, ως ψήφος με ιδεολογικό χρώμα, χωρίς όμως πολιτική χρησιμότητα.
Η ήττα του ΜΕΡΑ 25 – Συμμαχία για τη Ρήξη αφορά τόσο τα χαρακτηριστικά του επικεφαλής του, όσο, και πολύ περισσότερο στην επιμονή σε έναν παλιό αντιμνημονιακό λόγο με ολίγη ρήξη. Δεν ήταν πρόταση που διεμβόλισε τον ΣΥΡΙΖΑ από τα Αριστερά, ανεξάρτητα απο το αν η απουσία του ΜΕΡΑ 25 από την μεθεπόμενη Βουλή θα λειτουργήσει αρνητικά για τυχόν αγώνες, κινήματα, εκρήξεις.

6.

Αν η πραγματικότητα δεν ταιριάζει με τις εκτιμήσεις της Αριστεράς, θα πρέπει πιθανά να αλλάξουν οι εκτιμήσεις. Καλώς ή κακώς, επιβεβαιώνεται ότι η υπαρκτή Αριστερά τουλάχιστον από το 2015 και μετά, πρέπει να διαλυθεί και να ανασυγκροτηθεί από μηδενική βάση.
Είναι τόση η έκταση και το βάθος της ήττας και της εμπέδωσης του μονόδρομου που απαιτείται μια ολόκληρη πολιτιστική, ιδεολογική και πολιτική αντεπίθεση, η οποία όμως αναζητά στρατό και στρατηγούς.
Προτεραιότητα εδώ και χρόνια δεν ήταν και δεν είναι η συγκρότηση μετωπικών – εκλογικών σχημάτων, αλλά η επίπονη και δύσκολη πορεία ανάταξης και ανασυγκρότησης, συσπείρωσης και συγκρότησης δυνάμεων που αφορά αναγκαστικά ένα πιο “στενό” επίπεδο, αυτό της κομμουνιστικής Αριστεράς, των ανθρώπων και  των δυνάμεων που συγκινούνται από την επικαιρότητά της και αναλαμβάνουν την ευθύνη να βάλουν πλάτη στην οικοδόμησή της.
Παράλληλα με αυτό το βασικο καθήκον υπάρχει και το καθήκον της συγκρότησης μιας νέας πολιτικής δύναμης που θα αντλεί αλλά δεν θα ορίζεται από τις μάχες του παρελθόντος, δε θα συνθηματολογεί και θα συγκροτεί προγραμματικό λόγο, που θα μιλά τολμηρά για μια διαφορετική θέση της χώρας στο νέο παγκόσμιο συσχετισμό δύναμης και θα έχει την εργαζόμενη κοινωνία στο τιμόνι της.

0 replies

Leave a Reply

Want to join the discussion?
Feel free to contribute!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *