Διάσκεψη του Βερολίνου: Μία ακόμα ήττα του ελληνικού ραγιαδισμού

Ξεκινάμε ανάποδα: Η Διαδικασία του Βερολίνου είναι η πιο χυδαία έκφραση του γερμανικού επεκτατισμού, της ιμπεριαλιστικής και ταυτόχρονα σπαρασσόμενης Ευρωπαϊκής Ένωσης. Συγκροτήθηκε για να κρατήσει ανοικτή τη διαδικασία διεύρυνσης της ΕΕ στην Νοτιοανατολική Ευρώπη και εξελίσσεται σε μοχλό παρέμβασης σε όλη την Ανατολική Μεσόγειο, επιχειρώντας να στριμώξει τα γερμανικά κυρίως συμφέροντα ανάμεσα στις ΗΠΑ και στη Ρωσία. Η Διάσκεψη για τη Λιβύη εντάσσεται σε αυτή την πολιτική. Υποκρίνεται ότι θέλει να αποφύγει μια δεύτερη Συρία, ενώ οι ηγέτιδες δυνάμεις της Διάσκεψης είναι αυτές που ενορχήστρωσαν την ανατροπή του Καντάφι το 2011. Μετά τους Νατοϊκούς βομβαρδισμούς που εξαπέλυσε η κυβέρνηση του Δημοκρατικού Ομπάμα, καθώς και την ανοικτή παρέμβαση των ισχυρών ευρωπαϊκών χωρών στις εμφύλιες συγκρούσεις, η Λιβύη διαλύθηκε ως κρατική συγκρότηση. Έγινε έρμαιο αλληλοσυγκρουόμενων φατριών και ομάδων, μαζικής τρομοκρατίας, ακραίας φτώχειας, αιματηρής βίας, διαρκούς εμφυλίου. Η κατάπτωση και η οπισθοδρόμηση ήταν τέτοια που αναστήθηκαν τα σκλαβοπάζαρα του 16ου αιώνα, με ανθρώπους από την υποσαχάρια Αφρική να αγοράζονται και να πουλιούνται για εκατό δολάρια το κεφάλι. Αυτό είναι το αποτέλεσμα της δυτικής επέμβασης στη Λιβύη την τελευταία δεκαετία. Τελεία και παύλα.

Από τη Διαδικασία του Βερολίνου, από το 2014 μέχρι σήμερα, η Ελλάδα είναι απούσα. Όχι επειδή διαφωνεί με την ιμπεριαλιστική διεύρυνση της ΕΕ ή την πατερναλιστική εμπλοκή της Γερμανίας στα Βαλκάνια και την Ανατολική Μεσόγειο. Είναι απούσα επειδή δεν λογαριάζεται ως άξιο λόγου μέγεθος στη διεθνή γεωπολιτική. Είναι απούσα, παρόλο που εκλιπαρεί την πρόσκληση, καθώς οι διοργανωτές παίρνουν τοις μετρητοίς αυτό που οι Έλληνες πρωθυπουργοί δηλώνουν σε όλους τους τόνους προς τις ΗΠΑ και την ΕΕ: «Ό,τι και να κάνετε, ό,τι και να μας κάνετε, θεωρήστε μας δεδομένους και προβλέψιμους».

Οι δηλώσεις αυτές έγιναν φόρα παρτίδα από τον Μητσοτάκη στο πρόσφατο ταξίδι του στις ΗΠΑ. Χωρίς την παραμικρή αίσθηση εθνικής ευθύνης, αίσθηση που δεν έχει στο παραμικρό άλλωστε η ελληνική αστική τάξη, τέτοιες δηλώσεις εκμηδενίζουν την διαπραγματευτική αξία όσων τις κάνουν. Ωστόσο αποκρυσταλλώνουν την διαχρονική και διακομματική πολιτική της ελληνικής αστικής τάξης που ανήγαγε την παρασιτική προσκόλληση στις ΗΠΑ και την ΕΕ σε «εθνικά ωφέλιμη πολιτική». Η κυβέρνηση Τσίπρα πολιτεύτηκε με γνώμονα την -περισσότερο μονοδιάστατη από ποτέ- ένταξη στις σκοπιμότητες του ευρωατλαντικού άξονα. Εκτίμησε εντελώς λάθος την όξυνση στις σχέσεις Τουρκίας – ΗΠΑ και θεώρησε ότι ο χατζηαβατισμός της ελληνικής κυβέρνησης θα τη βάλει στο τραπέζι των νικητών, ενώ οι τάσεις ανεξαρτησίας του Ερντογάν θα τον κατατάξουν στους χαμένους. Την ίδια και απαράλλαχτη στρατηγική ακολουθεί και η κυβέρνηση Μητσοτάκη με τα γνωστά αποτελέσματα. Μας διαβεβαιώνει στο εσωτερικό, ειδικά μετά το μνημόνιο οριοθέτησης της τουρκο-λιβυκής ΑΟΖ, ότι η Τουρκία είναι απομονωμένη, ενώ στην πραγματικότητα η Ελλάδα έχει μετατραπεί σε αποσυνάγωγο των «ισχυρών της φίλων και συμμάχων». Η καταφανής χρεοκοπία του ελληνικού ραγιαδισμού φάνηκε με τον τραγέλαφο της συνάντησης Μητσοτάκη – Τραμπ, και επιβεβαιώθηκε από τις εξελίξεις στη λιβυκή κρίση.

Στις 29/12 ο Έλληνας πρωθυπουργός δήλωνε: «Θέλουμε να έχουμε λόγο στις εξελίξεις στη Λιβύη. Ζήτησα, και θα το ζητήσω ακόμη πιο επιτακτικά, να συμμετάσχουμε και εμείς στη διαδικασία του Βερολίνου. Γιατί συμμετέχει η Τουρκία και όχι η Ελλάδα;». Τελικά, στις 14/1 σύμφωνα με ανακοίνωση της Μέρκελ, στη Διάσκεψη της 19/1, έχουν προσκληθεί οι ΗΠΑ, η Ρωσία, η Βρετανία, η Γαλλία, η Κίνα, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, η Τουρκία, η Δημοκρατία του Κονγκό, η Ιταλία, η Αίγυπτος, η Αλγερία και τα Ηνωμένα Έθνη. Είναι μάλλον αναμενόμενη η παρουσία των πέντε μονίμων μελών του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, των όμορων χωρών της Λιβύης καθώς και των χωρών που εκπροσωπούν την Αφρικανική Ένωση και τον Αραβικό Σύνδεσμο.

Όμως η Ελλάδα, αν και έχει θαλάσσια σύνορα με τη Λιβύη, απουσιάζει. Και όχι μόνο. Η κατάσταση της Λιβύης «καίει» την Γερμανία καθώς ενδιαφέρεται να μειώσει τις μεταναστευτικές ροές στην Κεντρική Ευρώπη και η Λιβύη είναι η βασική χώρα εισόδου. Η Ελλάδα, ως βασική ευρωπαϊκή χώρα υποδοχής των ανατολικών ροών, είχε διπλό λόγο να είναι παρούσα. Την κάνει απούσα η πάντα δεδομένη, πάντα πρόθυμη, πάντα προβλέψιμη, δέσμευση της αστικής της τάξης να εκτελεί χρέη θεραπαινίδας των ΗΠΑ και της ΕΕ.

Η παρουσία της Τουρκίας στη Διάσκεψη, καθώς και οι διμερείς πρωτοβουλίες Ρωσίας – Τουρκίας των προηγούμενων ημερών, αναδεικνύουν καθαρά την γειτονική χώρα, τη φιλοδοξία της αλλά και τη δυνατότητά της να αναλάβει ρόλο περιφερειακής δύναμης που καθορίζει τις εξελίξεις.

Ο τουρκικός αναθεωρητισμός όπως έχει εκφραστεί με την αμφισβήτηση της συνθήκης της Λωζάνης δεν αφορά μόνο τα ελληνοτουρκικά σύνορα, αλλά το σύνολο των διευθετήσεων που έγιναν με το τέλος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η επιδίωξη ανάληψης περιφερειακού ηγετικού ρόλου από την Τουρκία του 21ου αιώνα, είναι διεκδίκηση που έχει υλική βάση στα σημερινά δημογραφικά, οικονομικά και γεωπολιτικά δεδομένα και αναγνωρίζεται ανοικτά από τις ηγεμονικές δυνάμεις σε Ευρώπη, Αμερική και Ασία. Αντίθετα, η στραπατσαρισμένη οικονομικά και κοινωνικά Ελλάδα από τα διαρκή μνημόνια και την εκχώρηση κυριαρχίας στο ευρωπαϊκό διευθυντήριο, υποβαθμίζεται ακόμα περισσότερο. Η διαβεβαίωση ότι η Ελλάδα υποβαθμίστηκε μέσω μνημονίων, αλλά θα κάλυπτε το χαμένο έδαφος μέσω του νέου γεωπολιτικού της ρόλου, ήταν απλώς το τυράκι στη φάκα μιας νέας, ισχυρής υποβάθμισης.

Αυτή την πικρή αλήθεια υπογραμμίζει το νέο ηχηρό ράπισμα που δέχθηκε ο ελληνικός αστισμός. Πρόκειται για έναν ακόμα κρίκο σε μια μακρά αλυσίδα αποτυχιών, χρεοκοπιών, ηττών, που όσο κι αν φτιασιδώνεται καταλλήλως στο εσωτερικό, δεν μπορεί να κρύψει ότι η ασφυκτική πρόσδεση στο άρμα του ευρωατλαντικού ιμπεριαλισμού είναι εγγύηση υποβάθμισης της χώρας, ακόμα και με τα μέτρα και σταθμά της αστικής τάξης.

Όταν η πολιτική της άρχουσας τάξης έχει καταστήσει τη χώρα απολύτως δεδομένη, είναι αναμενόμενο η Ελλάδα να μην λαμβάνεται υπόψη. Είναι αναμενόμενο να μην ερωτάται καν για τις εξελίξεις στη γειτονιά της, όσο κι αν χτυπιούνται οι κακόμοιροι κυβερνήτες της ότι η Ελλάδα είναι χώρα της ΕΕ, το πιο παλιό μέλος του ΝΑΤΟ στην περιοχή, αξιόπιστος σύμμαχος κλπ. Είναι αναμενόμενο, η ΕΕ και οι ΗΠΑ να μην μπαίνουν καν στον κόπο να της ανακοινώνουν τις επιδιώξεις τους, ακόμα και αν αυτές ακουμπάνε είτε την κυριαρχία, είτε τα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας.

Η νέα χρεοκοπία του ελληνικού αστισμού αφορά απολύτως τον ελληνικό λαό και την κοινωνική πλειοψηφία. Όχι για να «γκρινιάξει» για την υποβάθμιση της χώρας και την απουσία της από τις «ειρηνευτικές διαδικασίες» της Λιβύης τις οποίες καθοδηγούν οι υπαίτιοι της διάλυσης και του εμφυλίου της. Αλλά για να ανατρέψει την πολιτική της εξάρτησης, της υποτέλειας, του ραγιαδισμού, που παράγει μόνο υποβάθμιση, ήττα και διπλή εκμετάλλευση. Η πολιτική της άρχουσας τάξης έχει πολλαπλώς χρεοκοπήσει. Οικονομικά, κοινωνικά, εθνικά, γεωπολιτικά. Οι χρεοκοπίες τον τελευταίο καιρό έρχονται με τρομακτική ταχύτητα.

Έχει αποδειχθεί, κατά τους δύο αιώνες της ύπαρξης του νεοελληνικού κράτους, ότι άλλη πολιτική, η ελληνική αστική τάξη, δεν διαθέτει. Η ανατροπή της χρεοκοπημένης πολιτικής της εξάρτησης και του ραγιαδισμού σημαίνει και την ανατροπή της τάξης που την εφαρμόζει. Για μια Αριστερά που κατανοεί το συγκεκριμένο καθήκον, το νέο ηχηρό και εξευτελιστικό χαστούκι που δέχθηκε η Ελλάδα του Μητσοτάκη και του Τσίπρα, θα ήταν ένα σημαντικό όπλο στην φαρέτρα της.

1 reply

Leave a Reply

Want to join the discussion?
Feel free to contribute!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *