Βουβές εκλογές, ελλείψεις, κενά, αλλά και ελπίδες
Αλήθεια γίνονται εκλογές; Ναι, γιατί δεν εξηγείται αλλιώς ο γνωστός πληθωρισμός φυλλαδίων, συνθημάτων, κινήσεων, στημένων συγκεντρώσεων, βαρετών συζητήσεων στα ΜΜΕ. Το γνωρίζουν αυτό τα κολακευόμενα «αντικείμενα» που θεωρούνται πολίτες και (προσ) καλούνται ως λαός να ψηφίσουν;
Κοινή διαπίστωση είναι ότι λίγες μέρες πριν να ανοίξουν οι κάλπες έχουμε μια διάχυτη σιωπή, μια ατμόσφαιρα βουβαμάρας. Στα διλήμματα των τριών προσωπείων που υπηρετούν τη μνημονιακή ισορροπία (που όμως κάτω από όρους είναι περαστική και κινούμενη), ο κόσμος μοιάζει να αδιαφορεί. Ο κόσμος έχει αντιπάθειες, δεν εμπιστεύεται και δεν του αρέσουν τα προβαλλόμενα πρόσωπα. Οδεύουμε σε εκλογές που η ψήφος θα καθοριστεί από την ποσότητα και την ποιότητα της αντιπάθειας, το βάθος της αναξιοπιστίας, τον θυμό των νέων.
Δεν έχουμε πλειοψηφική ψήφο πίστης, δεν έχουμε μεγάλα ποσοστά συσπείρωσης, σιγουριάς, θετικότητας ψήφου. Παραφράζοντας τον «εθνάρχη» την Κυριακή θα ψηφίζουν και την ίδια ώρα θα αισθάνονται κοψοχέρηδες.
Είναι σωστό, είναι δίκαιο όμως να είμαστε έκπληκτοι και να αναρωτιόμαστε για αυτό το βουβό κλίμα;
Θα ξεχάσουμε άραγε το τι συνέβη στην Ελλάδα τα τελευταία 10 χρόνια; Θα ξεχάσουμε τις ομοιότητες στην πολιτική, που ακόμα και στο έγκλημα των Τεμπών μας υπενθύμισαν την διάλυση του κράτους; Θα ξεχάσουμε το κορωνοϊό και τις χιλιάδες των νεκρών, τη διάλυση του καθημαγμένου ΕΣΥ; Θα ξεχάσουμε τις ιδιωτικοποιήσεις του ηλεκτρισμού, των τηλεπικοινωνιών, των μεταφορών, τις καθηλωμένες συντάξεις και τους δεκάδες χιλιάδες νέους που μετανάστευσαν;
Οι υπεύθυνοι, είτε με αυταπάτες, είτε χωρίς, έχουν ονοματεπώνυμο: ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ, όλοι μαζί, υπηρέτες και οικοδόμοι της μνημονιακής ελλαδικής πραγματικότητας, διαγκωνίζονται σήμερα για το πόσο άγρια ή ήπια θα είναι η διαχείριση της σημερινής (μνημονιακής πάντα) ισορροπίας.
Η διάχυτη αναξιοπιστία που απλώνεται στο σύνολο του επίσημου αλλά δυστυχώς ακουμπά και τον λεγόμενο ανεπίσημο πολιτικό κόσμο, μπορεί να χαρακτηρισθεί ως πολυπαραγοντικό φαινόμενο.
Πρώτον γιατί στην ψυχολογία, στο «συλλογικό ασυνείδητο» των μαζών, έχει εμπεδωθεί η αντίληψη ότι το πλαίσιο είναι δεδομένο και δεν το πειράζει κανένας. Αυτό το πλαίσιο είναι η διπλή θηλειά που εξαρτά την ελλαδική πραγματικότητα και καθορίζει τις καθημερινές ζωές των ανθρώπων. Από τη μια, η θηλιά της ΕΕ που επιβάλλει τις οικονομικές και κοινωνικές πολιτικές και έχει εγκαταστήσει το μνημονιακό πλαίσιο από το 2010. Από την άλλη, η ευρωατλαντική θηλιά όπου η μεγάλη δύναμη, οι ΗΠΑ, ως αυτοκράτορας, κάνουν ό,τι θέλουν, όπου θέλουν. Στις καθημερινές ζωές των ανθρώπων μοιάζει η πολιτική να μην έχει κάποιο χρήσιμο ρόλο και αξία. Υπάρχει η άποψη (εσφαλμένα αλλά υπάρχει και είναι ισχυρή και βαίνει αυξανόμενη) ότι με την πολιτική και ειδικά τις εκλογικές διαδικασίες, δεν ανατρέπεται η καθημερινότητα σου, δεν καλυτερεύει η ζωή σου.
Ποιο από τα τρία πρόσωπα του δικομματισμού (ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-ΣΥΡΙΖΑ) στην Ελλάδα θέλει να ανατρέψει αυτό το πλαίσιο ή έστω θέλει να αμφισβητήσει και να αρνηθεί πλευρές του;
Εδώ απαγορεύεται μάλιστα δια αποκλεισμού και φραστικού προπηλακισμού οποιαδήποτε συζήτηση που θίγει ακροθιγώς το νόμισμα και την πολιτική του ευρώ, τους μη αιρετούς οργανισμούς και «άρχοντες» της Ε.Ε. με τους παχυλούς μισθούς και το θανάσιμο μίσος τους για τον κόσμο της δουλειάς.
Απαγορεύεται και η συζήτηση για το άλλοτε λαομίσητο ΝΑΤΟ, την ίδια στιγμή που έχουν φροντίσει να αμβλύνουν την μνήμη αλλά και τα δίκαια αντιαμερικανικά αισθήματα του λαού μας. Μια συζήτηση που δεν γίνεται, ενώ είναι εμφανείς, τόσο η ρυτιδιασμένη και παρακμάζουσα οικονομικά, πολιτισμικά και πολιτικά ΕΕ, αλλά και η ανάδυση νέων πόλων στο παγκόσμιο επίπεδο, που αρνούνται στις ΗΠΑ να συνεχίζουν να παίζουν τον ρόλο του παγκόσμιου χωροφύλακα και στο δολάριο να είναι το αποθεματικό και παγκόσμιο ανταλλακτικό νόμισμα
Δεύτερος λόγος της πολιτικής αναξιοπιστίας είναι ότι η μορφή που παίρνει η σημερινή πολιτική έχει περισσότερο να κάνει με επικοινωνιακά τρυκ και πόζες παρά με εκπροσώπηση συμφερόντων. Σελέμπριτις να κοσμούν τα ψηφοδέλτια, λαμπερά πρόσωπα σε ιλουστρασιόν χαρτιά και καμπάνιες στο διαδίκτυο, και βέβαια εμπέδωση ότι πολιτική σημαίνει πρόσωπα και όχι έκφραση συμφερόντων. Απουσιάζουν οι άνθρωποι του πραγματικού μόχθου, όχι μόνο από τα ψηφοδέλτια αλλά πρωτίστως από τη συζήτηση. Είναι αόρατοι, είναι αποκλεισμένοι.
Αντιθέτως ο κόσμος της Εκάλης και του Κολωνακίου, αλλά και οι μεσοαστικές και κάποιες μικροαστικές κατηγορίες, αυτές που αποκαλούνται το οικονομικό κέντρο που καθορίζει το πολιτικό κέντρο και τα πράγματα στην χώρα, είναι παρόντες. Λες και αυτοί είναι το πλειοψηφικό και το καθοριστικό στοιχείο των εκλογών. Φυσικά, αυτό γίνεται για λόγους ευρύτερων κοινωνικών συναινέσεων που έχει ανάγκη η αστική πολιτική, αλλά και για να εμπεδώσει η πλειοψηφική «πλέμπα» ότι αν θέλει να είναι λιγάκι ορατή πρέπει να εξαρτηθεί από αυτούς.
Τρίτος λόγος της διευρυμένης αναξιοπιστίας είναι τα υπαρκτά ερωτήματα: παίρνονται οι αποφάσεις στο κοινοβούλιο; Έχει αξία η ψήφος; Μπορούν πραγματικά να διαμορφώνουν την πραγματικότητα οι πολιτικές αποφάσεις και η λαϊκή ετυμηγορία;
Αυτά τα ερωτήματα που ο λαός τα απαντάει αρνητικά έχουν δημιουργήσει το τεράστιο και συνεχώς αυξανόμενο αίσθημα της έλλειψης εμπιστοσύνης. Έχει συρρικνωθεί η λαϊκή κυριαρχία, η δύναμη των εθνικών κοινοβουλίων, η αγορά και οι θεσμοί της επιβάλλουν πολιτικές, ενώ οι από κάτω είναι αμόρφωτοι, είναι αποκλεισμένοι, αντιμετωπίζονται σαν πράγματα-αντικείμενα που δεν τους συναντάμε, δεν τους ακούμε. Αποτελούν επιπλέον εύφορο έδαφος το οποίο μπορεί να σπαρθεί το φασιστικό δηλητήριο και να αποτελέσουν μαζικό στρατό της ακροδεξιάς, η οποία βαπτίζεται με το δήθεν ταξικό μίσος της ως αντισυστημική δύναμη.
Υπάρχουμε εμείς, υπάρχουν και αυτοί, αλλά δεν είναι καθαρό, ούτε το εμείς, ούτε το αυτοί. Ενώ υπάρχουν δυο Ελλάδες, δυο κόσμοι, ενώ ο ταξικός διχασμός είναι παντού ορατός, σε όλες τις πλευρές της καθημερινής ζωής, δεν βρίσκει αξιόπιστη πολιτική έκφραση. Δεν υπάρχει το κόμμα των φτωχών που θα τα βάλει με το κόμμα των πλουσίων.
Η σημερινή μορφή της πολιτικής στην περίοδο του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού δεν αποτελεί ελληνικό φαινόμενο. Το συναντάμε σε όλες τις χώρες του ευρωατλαντικού πόλου και στην ίδια την ιμπεριαλιστική μητρόπολη, τις ΗΠΑ. Έχει στο DNA της: την εκχώρηση της εξουσίας και των αποφάσεων στην αγορά, τη δημιουργία εθνικών και υπερεθνικών οργανισμών μη αιρετών αλλά εντεταλμένων από την αγορά, που αποφασίζουν και δεσμεύουν λαούς, περιοχές, τάξεις και στρώματα, τη συρρίκνωση της ελάχιστης λαϊκής κυριαρχίας και δημοκρατίας, τη δραματική μείωση της δύναμης των κοινοβουλίων, τον αποκλεισμό, πολιτικό, οικονομικό, κοινωνικό, των φτωχών, των σύγχρονων της γης των κολασμένων. Αυτοί οι αόρατοι, οι άφωνοι, οι δίχως έκφραση, αποτελούν όμως στρατό, που στα τελευταία χρόνια προβάλλει επικίνδυνα στο προσκήνιο εκφράζοντας περισσότερο την οργή και απόγνωσή του.
Αποκλεισμένη και απαγορευμένη (κατασταλτικά, προληπτικά και ιδεολογικά) παραμένει η συζήτηση για το πώς να πάμε αλλιώς, πώς να ξανασχεδιάσουμε και να ξανασκαλίσουμε τους δρόμους μιας εναλλακτικής πορείας, μιας χειραφέτησης που θα πατά στο τέλος του καπιταλισμού και θα απαντά ότι υπάρχει ζωή μετά τον καπιταλισμό, και αυτή βεβαίως δεν είναι η δευτέρα παρουσία. Αλλά αυτό το κενό αναζητά έκφραση, ύλη, δύναμη, σχέδιο. Πάνω από όλα αναζητάει την ανάληψη της ευθύνης να τεθεί με σοβαρούς όρους η ατζέντα της συζήτησης.
Σε αυτόν τον δρόμο, επιμένουμε ότι υπάρχουν αρκετές δυνάμεις, νέες και παλιότερες.
Επιπλέον, υπάρχουν και ανθίζουν ελπίδες, ντόπιες και εισαγόμενες.
Ελπίδα ήταν το πλειοψηφικό κύμα οργής και θυμού της νεολαίας, που στο έγκλημα των Τεμπών με συναίσθημα (χωρίς συναίσθημα η πολιτική δεν έχει ιδεολογία), πλημμύρισε τους δρόμους δείχνοντας τους ενόχους και στα τρία πρόσωπα του δικομματισμού, απαιτώντας το τέλος των ιδιωτικοποιήσεων και την επιστροφή σε ένα άλλο δημόσιο. Μια οργή και ένας θυμός που δεν έχει σήμερα πολιτική έκφραση, έστω σε μια νέα πολιτική δύναμη που θα ένωνε διαφορετικές φωνές σε μια κοινή συνισταμένη, στην ανατροπή της μνημονιακής ισορροπίας και των υπηρετών της.
Ελπίδα ήταν και ο μακροχρόνιος, ανειρήνευτος αγώνας των Γάλλων εργαζομένων και της νεολαίας που καταξεσχίζει τα αφηγήματα της ΕΕ και του Μακρόν.
Η ελπίδα, για να μετασχηματιστεί σε πολιτική φωνή και δύναμη, απαιτεί χρόνο, θέληση, κοινή λογική αλλά κυρίως ανάληψη και όχι εκχώρηση της ευθύνης. Αυτό είναι το κεντρικό ζητούμενο για όσους καταλαβαίνουν με αυτόν τον τρόπο τα πράγματα, και όχι το τι ακριβώς θα ψηφίσουμε στις 21 Μαΐου.

Στέλεχος της ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ. Αρθρογραφεί στο antapocrisis.
Leave a Reply
Want to join the discussion?Feel free to contribute!