Το Eurogroup σπάει πλάκα
Το 2018, το ΑΕΠ της Ε.Ε. των 28 την καθιστούσε τη δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο, με μέγεθος περίπου 18,768 τρις. δολάρια. Εξαιτίας του Brexit, υπολογίζεται ότι η Ε.Ε. έχασε περίπου το 12% του ΑΕΠ της. Ωστόσο παραμένει μια γιγαντιαία οικονομία και η δεύτερη παγκοσμίως.
Την ώρα λοιπόν που οι ΗΠΑ, με περίπου 19 τρις. δολάρια ΑΕΠ υιοθέτησαν ήδη ένα πακέτο 2,5 τρισ. δολαρίων για τη στήριξη της οικονομίας τους, με τη FED να ακολουθεί μόλις δέκα μέρες μετά με ένα δεύτερο (ύψους 2 τρισ., ίσως και ελαφρώς μεγαλύτερο), στην Ευρώπη οι υπουργοί Οικονομικών συνεχάρησαν αλλήλους γιατί θα εισηγηθούν ένα οικονομικό πρόγραμμα αξίας 540 δισ. ευρώ…
Από αυτό, μάλιστα, τα μισά περίπου (240 δισ.) θα κατευθυνθούν μόνο στα συστήματα υγείας και επομένως όχι άμεσα στη στήριξη των οικονομιών εν γένει, για τις οποίες μένουν 300 δισ., εκ των οποίων τα 100 θα εκταμιευθούν σε βάθος 7ετίας!
Από τα 240 δισ. μάλιστα, θα προκύψουν δεσμεύσεις για πολλές γενιές Ευρωπαίων πολιτών κατά την (κατά τα λοιπά ανύπαρκτη και σε αυτήν την κρίση) Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, αλλά προς το παρόν αυτές οι δεσμεύσεις δε θα αποκληθούν μνημόνια από… τακτ. Τα υπόλοιπα θα συνοδεύονται από ‘κανονικές’ δεσμεύσεις προφανώς.
Για να γίνει το αστείο καλύτερο, συμφωνήθηκε ότι κάποιο ακόμα ταμείο αλληλεγγύης θα συζητηθεί, αλλά στο μέλλον, διότι προφανώς δεν υπάρχει κανένας λόγος βιασύνης.
Ειλικρινά αναρωτιέται κανείς τι να πρωτοσχολιάσει: την ανεπάρκεια των αποφάσεων που δεν αγγίζουν παρά στο ελάχιστο το ζήτημα της πρωτοφανούς οικονομικής κρίσης έως κατάρρευσης;
Ότι για την επανεκκίνηση των οικονομιών και για την επιβίωσή τους εν μέσω πανδημίας δεν υπάρχει καμία ουσιαστική πρόβλεψη;
Ότι η όποια βοήθεια θα συνοδεύεται από μνημονικού τύπου όρους, ρητά ή υπόρρητα, ακόμα και για λόγους που αφορούν άμεσα την πανδημία;
Ότι η Λαγκάρντ ξέκοψε κάθε συζήτηση για διαγραφή χρεών, όταν η υπερχρέωση είναι προφανές ότι καλπάζει;
Ότι η αμοιβαιοποίηση των χρεών πήγε περίπατο και ότι οι ‘Εννέα’ εξευτελίστηκαν;
Ότι η Γαλλία για άλλη μια φορά τα τελευταία χρόνια αποδείχτηκε κομπάρσος του Βερολίνου;
Οποιοδήποτε από αυτά από μόνο του θα αρκούσε για να μιλούμε για βαθιά κρίση. Όλα μαζί θα έκαναν οποινδήποτε σώφρονα αστό πολιτικό να τραβάει τα μαλλιά του.
Ωστόσο δεν είναι η πρώτη φορά που βρισκόμαστε σε παρόμοια θέση.
Το ζήτημα με την Ε.Ε. και με την Ευρωζώνη εντοπίζεται σε μια θεμελιακή ‘παρεξήγηση’: ούτε η μία, ούτε η άλλη είναι ‘μία’. Τόσο η Ε.Ε., όσο και η Ευρωζώνη συνιστούν ένα, λιγότερο ή περισσότερο, ανταγωνιστικό άθροισμα οικονομιών και κρατών, με κάποιους κανόνες συνεννόησης και με ηγεμονική εδώ και περίπου δύο δεκαετίες θέση της Γερμανίας και μόνο.
Όσο λοιπόν η Ε.Ε. και η Ευρωζώνη παριστάνουν ότι είναι ‘μία’, δηλαδή ότι κατισχύει το ενοποιητικό στοιχείο στο εσωτερικό τους, ενώ αυτό δεν συμβαίνει, τα κράτη-μέλη διχάζονται σε κερδισμένους και χαμένους, οπότε αντικειμενικά οι φυγόκεντρες τάσεις εντείνονται και το άθροισμα συνολικά οδηγείται στην παρακμή.
Αποδεικνύεται ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι πολύ μεγάλη για να την προστατεύσει η Γερμανία.
Εν προκειμένω, σε ό,τι αφορά και τη συγκεκριμένη απόφαση (και εντός του προαναφερθέντος πλαισίου) πρυτάνευσαν δύο βασικές αντιλήψεις: πρώτον, ότι και αυτή η κρίση θα έχει κερδισμένους και χαμένους εν γένει, αλλά και εντός της Ε.Ε. Η Γερμανία θέλει να ανήκει στους πρώτους και ο καλύτερος τρόπος για να το πετύχει είναι η παροχή βοήθειας με το σταγονόμετρο και με ανταλλάγματα που αποδυναμώνουν κάθε δυνάμει Ευρωπαίο ανταγωνιστή της, καθιστώντας τον εξαρτημένο από τους όρους που η ίδια υπαγορεύει.
Δεύτερον, η Ε.Ε. είναι πολύ μεγάλη για να την προστατεύσει η Γερμανία. Η αμοιβαιοποίηση του χρέους μπορεί να συντελεστεί είτε όταν έχουν “αμοιβαιοποιηθεί” και οι κρατικές οντότητες, δηλαδή όταν έχουν συνθέσει ένα ομόσπονδο κράτος, είτε όταν το ισχυρότερο μέρος αφενός διαβλέπει όφελος από την όποια ανάληψη υποχρεώσεων και αφετέρου μπορεί να σηκώσει το βάρος μιας πιθανής αδυναμίας πληρωμής από πλευράς των λιγότερο ισχυρών κρατών. Ο πλούσιος Βορράς και ειδικότερα η Γερμανία, όχι μόνο δεν βλέπει τα οφέλη της αμοιβαιοποίησης αλλά επιπλέον ούτε εμπιστεύεται την Ιταλία και την Ισπανία (πιθανώς και τη Γαλλία) ούτε μπορεί να αναλάβει το κόστος του ρίσκου που ίσως πραγματωθεί. Επιπλέον, η υιοθέτηση ενός συστήματος ενδο-ευρωπαϊκών μεταβιβαστικών πληρωμών, χωρίς μνημόνια, θα μπορούσε να υλοποιηθεί μόνο εάν κυριαρχούσε μια ομοσπονδιακή, ‘φεντεραλιστική’ προσέγγιση. Αυτή, και αν ποτέ συζητούνταν, δεν υπάρχει πλέον, ούτε πάνω, ούτε κάτω από το τραπέζι.
Επομένως, σε μια εσωτερικά ανταγωνιστική και άνιση Ε.Ε., η Γερμανία και οι άμεσοι δορυφόροι της διευρύνουν το δικό τους πλεονέκτημα έναντι των εταίρων και πιθανών ανταγωνιστών τους, διατηρούν ένα βολικό νόμισμα, συντηρούν τον κύκλο δανεισμού και μνημονίων προς όφελός τους και την ίδια στιγμή αποφεύγουν την ανάληψη ρίσκων, τα οποία δεν μπορούν να καλύψουν αν τυχόν προκύψουν.
Από το 2007-2008 η πορεία άρχισε να εκτροχιάζεται. Τον εκτροχιασμό τον πληρώσαμε οι Νότιοι, αλλά σταδιακώς τον πληρώνει και η Γερμανία.
Αυτή η προσέγγιση θα μπορούσε να συνεχίζεται επ’ άπειρον εάν δεν ήταν τόσο μοναδικά, ‘γερμανικά’, κοντόφθαλμη. Τα γερμανικά οφέλη από τη διατήρηση του ευρώ και από την ηγεμονία εντός Ε.Ε. απαιτούν ζωντανές και ικανές να καταναλώνουν οικονομίες, ακόμα και αν η ανταγωνιστική τους θέση έναντι της Γερμανίας και διεθνώς φθίνει. Προϋποθέτει ένα είδος ενδο-ευρωπαϊκού, διακρατικού, πιστωτικού κεϋνσιανισμού σε διαρκή κίνηση. Μια ισορροπία και αλληλοτροφοδότηση πλεονασμάτων και ελλειμμάτων.
Από το 2007-2008 αυτή η κυκλική πορεία άρχισε να εκτροχιάζεται. Τον εκτροχιασμό τον πληρώσαμε οι Νότιοι, και κυρίως οι Έλληνες, αλλά σταδιακώς τον πληρώνει και η Γερμανία. Πριν ακόμα από τον κορονοϊό, το γερμανικό ΑΕΠ βίωνε την εξασθένηση λόγω του υπέρ-εξαγωγικού προσανατολισμού εν μέσω εμπορικών ανταγωνισμών, εσωτερικών περιοριστικών πολιτικών και ελλιπούς ζήτησης από πλευράς ευρώ-περιφέρειας. Όλο το 2018, οι ρυθμοί μεγέθυνσης της Γερμανίας υποχωρούσαν, τείνοντας προς το μηδέν.
Το γερμανικό υπαρξιακό πρόβλημα εντός της Ε.Ε. είναι ότι η οικονομική της ευημερία προϋποθέτει περαιτέρω ευρωπαϊκή εμβάθυνση, την οποία όχι μόνο οι λαοί της Ε.Ε. αλλά ούτε και η γερμανική ελίτ θέλει. Η τελευταία επιδιώκει να είναι κυρίαρχη, χωρίς τις ευθύνες του ηγέτη.
Το υπαρξιακό πρόβλημα εν γένει της Ε.Ε. και της Ευρωζώνης έγκειται στο ότι σταδιακά όλοι χάνουν το ενδιαφέρον του και την υπομονή τους. αλλά δεν τολμούν να κάνουν κάτι. Ο μεγάλος κίνδυνος της Ε.Ε. και της Ευρωζώνης δεν είναι μια απότομη διάσπαση αλλά η μακρόχρονη και αργόσυρτη παρακμή που εξελίσσεται μπροστά στα μάτια μας.
Πηγή: Κοσμοδρόμιο
Ο Θέμης Τζήμας είναι δικηγόρος, διδάκτορας δημοσίου δικαίου και πολιτικής επιστήμης του ΑΠΘ και μεταδιδακτορικός ερευνητής.
Leave a Reply
Want to join the discussion?Feel free to contribute!