Το στίγμα που αφήνει η πανδημία στην οικονομία

Η αισιοδοξία κυριαρχεί στις παγκόσμιες χρηματιστηριακές αγορές, ιδιαίτερα σε αυτές των ΗΠΑ. Μετά την πτώση τους κατά 30% περίπου όταν επιβλήθηκαν τα μέτρα απαγόρευσης της κυκλοφορίας για να περιοριστεί η μετάδοση του κορωνοϊού, τα αμερικανικά χρηματιστήρια ανέβηκαν απότομα κατά 30% τον Απρίλιο. Γιατί; Για δύο λόγους. Ο πρώτος είναι ότι η Αμερικανική Ομοσπονδιακή Τράπεζα παρενέβη με τεράστιες ενέσεις ρευστότητας μέσω της εξαγοράς ομολόγων και της αξιοποίησης ποικίλων χρηματοοικονομικών εργαλείων. Και οι υπόλοιπες κεντρικές τράπεζες έχουν αντιδράσει με παρόμοιο τρόπο παρέχοντας ενέσεις ρευστότητας, όμως καμία από αυτές τις κινήσεις δεν μπορεί να συγκριθεί με την νομισματική ώθηση της Ομοσπονδιακής Τράπεζας.

Ως αποτέλεσμα, οι εκτιμήσεις των αμερικανικών χρηματιστηρίων σχετικά με τα μελλοντικά εταιρικά κέρδη εκτοξεύθηκαν κατά λογική ακουλουθία με τις ενέσεις ρευστότητας που παρείχε η Ομοσπονδιακή Τράπεζα. Εάν η κεντρική τράπεζα αγοράσει οποιοδήποτε ομόλογο ή άλλο χρηματοοικονομικό προϊόν έχετε στα χέρια σας, πώς θα μπορούσατε να αποτύχετε;

Ο δεύτερος λόγος που τα χρηματιστήρια εκτοξεύονται την ίδια στιγμή που τα στοιχεία για την «πραγματική» οικονομία αποκαλύπτουν την κατάρρευση της εθνικής παραγωγής, των επενδύσεων και της απασχόλησης σχεδόν παντού (με τα χειρότερα να έπονται), είναι η πίστη ότι τα μέτρα περιορισμού της κυκλοφορίας θα σταματήσουν σύντομα· ότι οι θεραπείες και τα εμβόλια που θα σταματήσουν τον ιό θα είναι σύντομα διαθέσιμα· και ότι ως αποτέλεσμα οι οικονομίες θα ανακάμψουν μέσα σε 3 έως 6 μήνες και η πανδημία θα ξεχαστεί σύντομα.

Για παράδειγμα, ο Υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ Mnuchin, επανέλαβε την άποψη που εξέφρασε όταν ξεκίνησαν τα μέτρα περιορισμού της κυκλοφορίας ότι «θα δείτε την οικονομία να επανακάμπτει πραγματικά τον Ιούλιο, τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο». Και ο Hassett, οικονομικός σύμβουλος του Λευκού Οίκου, εκτίμησε ότι κατά το 4ο τρίμηνο του 2020, η αμερικανική οικονομία «θα είναι και πάλι πολύ ισχυρή και η επόμενη χρονιά θα είναι απίθανη». Ο Moynihan, διευθύνων σύμβουλος της Bank of America, εκτίμησε ότι η κατανάλωση έχει ήδη φτάσει στο χαμηλότερο σημείο της και ότι σύντομα θα επανακάμψει κατά το 4ο τρίμηνο του 2020, συνοδευόμενη από μία διψήφια αύξηση του ΑΕΠ το 2021!

Το ότι η ιδιωτική κατανάλωση έχει ήδη φτάσει στο χαμηλότερο σημείο της φαίνεται δύσκολο να δικαιολογηθεί εάν κοιτάξει κανείς τα στοιχεία του πρώτο τριμήνου του 2020. Πράγματι, το Μάρτιο η ιδιωτική κατανάλωση στις ΗΠΑ μειώθηκε κατά 7,5% σε σχέση με τον προηγούμενο μήνα και αποτελεί την μεγαλύτερη πτώση στην ιδιωτική κατανάλωση που έχει καταγραφεί ποτέ.

Δεν είναι όμως μόνο οι κυβερνητικές και οι τραπεζικές φωνές που εκτιμούν ότι οι οικονομικές επιπτώσεις από την πανδημία και τα μέτρα περιορισμού της κυκλοφορίας θα είναι σύντομες αν και όχι τόσο ευχάριστες. Πολλοί κεϋνσιανοί οικονομολόγοι στις ΗΠΑ ισχυρίζονται το ίδιο πράγμα. Σε προηγούμενες αναρτήσεις μου, αναφέρθηκα στον ισχυρισμό του γκουρού του κεϋνσιανισμού, Larry Summers, πρώην Υπουργού Οικονομικών επί Κλίντον, ότι η απότομη πτώση της οικονομικής δραστηριότητας που έφεραν τα μέτρα περιορισμού της κυκλοφορίας είναι αντίστοιχη προς την πτώση που σημειώνεται σε καλοκαιρινά τουριστικά θέρετρα όταν οι επιχειρήσεις κλείνουν το χειμώνα. Η πανδημία είναι, κατά την άποψη αυτή, ένα παρόμοιο εποχιακό φαινόμενο.

Ο υπέρτατος γκουρού του κεϋνσιανισμού, Paul Krugman, εκτιμά ότι η απότομη πτώση της οικονομίας που έφερε η πανδημία, η οποία μέχρι στιγμής έχει πολύ χειρότερες επιπτώσεις στην παγκόσμια οικονομία από ότι είχε η Μεγάλη Οικονομική Κρίση του 1929, δεν είναι μία οικονομική κρίση αλλά μία «κατάσταση διαχείρισης των συνεπειών μίας κρίσης». Ο Krugman υποστηρίζει ότι πρόκειται για «μία φυσική καταστροφή, η οποία, όπως και ένας πόλεμος, είναι ένα προσωρινό γεγονός».  Οπότε για αυτόν η απάντηση που πρέπει να δοθεί είναι «ότι θα πρέπει να αντιμετωπιστεί κατά βάση μέσω αύξησης της φορολογίας και περικοπής των δαπανών μάλλον στο μέλλον και όχι άμεσα, πράγμα που σημαίνει ότι η αντιμετώπιση της κρίσης θα πρέπει να χρηματοδοτηθεί μέσω μίας προσωρινής αύξησης του ελλείμματος». Εάν λοιπόν αυτή η προσωρινή χρηματοδότηση των δαπανών λειτουργούσε, η οικονομία θα επανερχόταν στα προηγούμενα επίπεδα και το έλλειμμα θα ήταν απλώς «προσωρινό». Και ο Robert Reich, ο υποτιθέμενος αριστερός Υπουργός Εργασίας επίσης επί Clinton, εκτίμησε ότι η κρίση δεν ήταν οικονομική, αλλά κρίση που αφορά τη δημόσια υγεία και ότι μόλις περιοριζόταν το υγειονομικό πρόβλημα (κατά πάσα πιθανότητα μέσα στο καλοκαίρι), η οικονομία θα επανερχόταν γρήγορα στην πρότερη κατάσταση.

Είναι αναμενόμενο οι  σύμβουλοι του Τραμπ και οι παράγοντες της Wall Street να διακηρύττουν την άμεση επιστροφή στην κανονικότητα (ακόμη κι εάν οι οικονομολόγοι των επενδυτικών εταιριών έχουν κατά βάση διαφορετική άποψη), αυτό όμως που μπορεί να προκαλέσει έκπληξη είναι ότι και οι εξέχοντες κεϋνσιανοί οικονομολόγοι συμφωνούν σε αυτήν την εκτίμηση. Η κεϋνσιανή οικονομική θεωρία έχει ως αφετηρία την άποψη ότι οι οικονομικές υφέσεις είναι το αποτέλεσμα της κατάρρευσης της «ενεργού ζήτησης», η οποία με την σειρά της οδηγεί στη μείωση της παραγωγής και της απασχόλησης. Όπως όμως εξήγησα και σε προηγούμενες αναρτήσεις μου, η παρούσα ύφεση δεν είναι αποτέλεσμα μίας κατάρρευσης της «ζήτησης», αλλά του σταματήματος της παραγωγής, και στο βιομηχανικό τομέα αλλά ειδικά στον τομέα της παροχής υπηρεσιών. Πρόκειται για ένα «σοκ στην προσφορά», όχι ένα «σοκ στη ζήτηση». Κατ’ αντιστοιχία, οι θεωρητικοί της «χρηματιστικοποίησης» που ακολουθούν τη σχολή σκέψης του Hyman Minsky είναι επίσης σαστισμένοι, επειδή η παρούσα ύφεση δεν είναι αποτέλεσμα μίας πιστωτικής κρίσης ή μίας χρηματοοικονομικής κατάρρευσης, αν και μία τέτοια μπορεί να επέλθει.

Οι κεϋνσιανοί πιστεύουν λοιπόν ότι μόλις οι άνθρωποι επιστρέψουν στις δουλειές τους και αρχίσουν να καταναλώνουν, η «ενεργός ζήτηση» (ή ακόμη και η «συσσωρευμένη» ζήτηση) θα εκτοξευτεί και η καπιταλιστική οικονομία θα επιστρέψει στην κανονικότητα. Εάν όμως προσεγγίσει κανείς την παρούσα ύφεση από την σκοπιά της προσφοράς ή παραγωγής, και ειδικότερα από τη σκοπιά της αποδοτικότητας της επανεκκίνησης της παραγωγής και της απασχόλησης, δηλαδή από τη μαρξιστική σκοπιά, τότε τόσο η αιτία της ύφεσης όσο και η πιθανότητα μίας αργής και ισχνής επαναφοράς της οικονομίας φαίνεται ξεκάθαρα.

Ας θυμηθούμε λίγο τι συνέβη μετά το τέλος της Μεγάλης Ύφεσης του 2008-2009. Το χρηματιστήριο ευημερούσε χρόνο με το χρόνο, όμως η «πραγματική» οικονομία της παραγωγής, των επενδύσεων και των εισοδημάτων των εργαζομένων σερνόταν. Από το 2009, η ετήσια ανάπτυξη του κατά κεφαλήν ΑΕΠ στις ΗΠΑ ήταν κατά μέσο όρο περίπου 1,6%. Στα τέλη λοιπόν του 2019, το ετήσιο κατά κεφαλήν ΑΕΠ ήταν κατά 13% χαμηλότερο από αυτό που θα ήταν αν ακολουθούνταν η αυξητική τάση που υπήρχε μέχρι το 2008. Το χάσμα αυτό ισοδυναμεί με μία μόνιμη απώλεια κατά κεφαλήν εισοδήματος της τάξης των 10.200 δολλαρίων ετησίως.

Και τώρα η Goldman Sachs προβλέπει μία μείωση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ η οποία μπορεί να εξαλείψει ακόμη και όσα ανακτήθηκαν τα τελευταία δέκα χρόνια!

Ο κόσμος είναι σήμερα πολύ πιο διασυνδεδεμένος οικονομικά από ότι ήταν το 2008. Η παγκόσμια αλυσίδα είναι σήμερα μεγάλη και εξαπλωμένη παντού. Ακόμη και αν κάποιες χώρες μπορούν να αρχίσουν την επαναφορά της οικονομίας, τα προβλήματα στο παγκόσμιο εμπόριο μπορούν να παρακωλύσουν σημαντικά την ταχύτητα και την δυναμική αυτής της προσπάθειας ανάκαμψης. Πάρτε για παράδειγμα την Κίνα, όπου η επανεκκίνηση της οικονομίας μετά το lockdown έχει ξεκινήσει. Η οικονομική δραστηριότητα παραμένει πολύ κάτω από τα επίπεδα του 2019 και ο ρυθμός της ανάκαμψης φαίνεται αργός – κυρίως επειδή οι Κινέζοι βιομήχανοι και εξαγωγοί δεν έχουν σε ποιον να πουλήσουν.

Αυτό δεν είναι ούτε σύμπτωμα του ιού ούτε ζήτημα υγείας. Η ανάπτυξη του παγκόσμιου εμπορίου είναι περίπου ίση με την ανάπτυξη του παγκόσμιου ΑΕΠ από το 2009 και μετά (απεικονίζεται στο παρακάτω γράφημα με την μπλε γραμμή), δηλαδή κάτω από τον ρυθμό ανάπτυξης που είχε το παγκόσμιο εμπόριο πριν το 2009 (διακεκομμένη μπλε γραμμή). Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου δεν θεωρεί δυνατή την επιστροφή ακόμη και σε αυτήν την χαμηλότερη αυξητική τροχιά (κίτρινη διακεκομμένη γραμμή) τουλάχιστον για τα επόμενα 2 έτη.

Η τεράστια αύξηση των δημοσίων δαπανών (πάνω από 3 τρισεκατομμύρια δολάρια) που αποφάσισε το αμερικανικό Κονγκρέσο και η νομισματική ένεση της Ομοσπονδιακής Τράπεζας (4 τρισεκατομμύρια δολάρια) δεν πρόκειται να σταματήσει αυτήν την βαθιά ύφεση ούτε καν να επαναφέρει την αμερικανική οικονομία στα προηγούμενα (χαμηλά) επίπεδά της. Πράγματι, οι αναλυτές του Oxford Economics εκτιμούν ότι υπάρχει μεγάλη πιθανότητα ενός δεύτερου κύματος της πανδημίας που μπορεί να οδηγήσει σε νέα μέτρα περιορισμού της κυκλοφορίας και να κρατήσει την αμερικανική οικονομία σε ύφεση και στασιμότητα μέχρι και το 2023!

Γιατί όμως οι καπιταλιστικές οικονομίες (τουλάχιστον κατά τον 21ο αιώμα) αδυνατούν να επανέλθουν στα προ κρίσης επίπεδά τους; Έχω υποστηρίξει σε αρκετές αναρτήσεις μου ότι αυτό οφείλεται σε δύο βασικούς λόγους. Ο πρώτος ήταν ότι η αποδοτικότητα του κεφαλαίου στις μεγάλες οικονομίες δεν επέστρεψε ποτέ στα επίπεδα που άγγιξε στα τέλη της δεκαετίας του 1990, πολλώ δε μάλλον σε αυτά της «χρυσής εποχής» της οικονομικής ανάπτυξης και των ήπιων υφέσεων του τέλους της δεκαετίας του ’50 και της δεκατίας του ’60.

Ο δεύτερος λόγος είναι ότι προκειμένου να αντιμετωπίσουν αυτήν την πτώση της αποδοτικότητας κεφαλαίου, οι επιχειρήσεις αύξησαν το επίπεδο του χρέους τους, τάση που πυροδοτήθηκε και από το χαμηλό επίπεδο των επιτοκίων, με σκοπό είτε να διατηρήσουν την παραγωγή τους ή/ και να μεταφέρουν κεφάλαια στο τομέα των χρηματοπιστωτικών προϊόντων και της κερδοσκοπίας.

Με αυτές τις υποκείμενες αιτίες συνδέεται όμως στενά και μία ακόμη: πρόκειται για αυτό που αποκαλείται «ουλές» της οικονομίας ή υστέρηση. Η υστέρηση στο πεδίο των οικονομικών αναφέρεται σε ένα συμβάν στην οικονομία τα αποτελέσματα του οποίου διατηρούνται στο μέλλον, ακόμη και όταν οι παράγοντες που οδήγησαν στο συμβάν αυτό έχουν εξαλειφθεί. Η υστέρηση είναι ο όρος που περιγράφει την αντίληψη ότι τα βραχυπρόθεσμα αποτελέσματα ενός γεγονότος μπορούν να εξελιχθούν σε μακροχρόνια προβλήματα που περιορίζουν την ανάπτυξη και καθιστούν δύσκολη την «επιστροφή στην κανονικότητα».

Οι κεϋνσιανοί οικονομολόγοι παραδοσιακά εκτιμούν ότι η δημοσιονομική ώθηση μπορεί να επαναφέρει τις υφεσιακές οικονομίες στην ανάπτυξη. Έχουν, ωστόσο, αναγνωρίσει ότι βραχυπρόθεσμες οικονομικές καταστάσεις μπορούν να έχουν διαρκείς συνέπειες. Το πάγωμα των πιστωτικών αγορών και η μειωμένη κατανάλωση μπορούν να σταματήσουν την δημιουργία των υπό άλλες συνθήκες ζωηρών μικρών επιχειρήσεων. Οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις μπορούν να αναβάλλουν ή να περικόψουν τις δαπάνες για έρευνα και ανάπτυξη νέων προϊόντων.

Όπως ορθά το έθεσε σε μία πρόσφατη ανάρτηση στο blog του ο Jack Rasmus, «Χρειάζεται αρκετό καιρό για να αποκατασταθεί η «εμπιστοσύνη» τόσο των επιχειρήσεων όσο και των καταναλωτών στην οικονομία και να αντικατασταθεί η εξαιρετικά επιφυλακτική επενδυτική και καταναλωτική συμπεριφορά τους από μία πιο αισιόδοξη καταναλωτική-επενδυτική αντίληψη. Τα επίπεδα της ανεργίας παραμένουν υψηλά και ρίχνουν τη σκιά τους στην οικονομία για αρκετό καιρό. Πολλές μικρές επιχειρήσεις δεν ανοίγουν ποτέ ξανά και όσες το κάνουν απασχολούν λιγότερο προσωπικό, συχνά με μικρότερους μισθούς. Οι μεγαλύτερες εταιρίες συσσωρεύουν το ρευστό τους. Οι τράπεζες κατά κανόνα έχουν αργά αντανακλαστικά στο να δώσουν δάνεια από ίδιους πόρους. Κάποιες επιχειρήσεις είναι πολύ επιφυλακτικές στο να επενδύσουν, να επεκταθούν και άρα να επαναπροσλάβουν εργαζόμενους, δεδομένης της επιφυλακτικής καταναλωτικής συμπεριφοράς, της συσσώρευσης των επιχειρήσεων και της συντηρητικής πολιτικής δανεισμού των τραπεζών. Η κεντρική τράπεζα, μπορεί να δώσει πρόσβαση σε μεγάλο όγκο δωρεάν χρηματοδότησης και φθηνών δανείων, όμως οι επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά πιθανώς να είναι διστακτικά στο να δανειστούν και να προτιμήσουν να σωρρεύσουν το ρευστό τους – καθώς και τα δάνειά τους». Με άλλα λόγια, μία οικονομική ύφεση μπορεί να αφήσει «στίγματα», δηλαδή μακροχρόνια ζημιογόνα αποτελέσματα στην οικονομία.

Πριν από μερικά χρόνια, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο δημοσίευσε μία μελέτη σχετικά με τα «στίγματα» που αφήνουν οι οικονομικές υφέσεις στην οικονομία. Οι οικονομολόγοι του ΔΝΤ σημείωναν ότι μετά από περιόδους ύφεσης δεν ακολουθεί πάντοτε ανάκαμψη τύπου V στα προηγούμενα επίπεδα. Αξιοποιώντας επικαιροποιημένα στοιχεία της περιόδου 1974 έως 2012, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι οι ανεπανόρθωτες βλάβες στην παραγωγή δεν προκύπτουν μόνο μετά από τις οικονομικές και πολιτικές κρίσεις. Κάθε είδος οικονομικής ύφεσης οδηγεί, κατά κανόνα, σε απώλειες στην παραγωγή.

«Σύμφωνα με την παραδοσιακή αντίληψη για το κύκλο λειτουργίας των επιχειρήσεων, μία ύφεση συνίσταται σε μία πρόσκαιρη πτώση της παραγωγής κάτω από τα συνηθισμένα της επίπεδα, η οποία όμως συνοδεύεται, κατά τη διάρκεια της περιόδου ανάκαμψης, από μία ταχεία επιστροφή στα προηγούμενα επίπεδά της και στην ανοδική της πορεία (βλ. το πρώτο γράφημα στον παρακάτω πίνακα). Αντίθετα με τα παραπάνω, τα στοιχεία μας καταδεικνύουν ότι η ανάκαμψη μετά από μία ύφεση συνίσταται μόνο στην επιστροφή στο μακροπρόθεσμο ρυθμό ανάπτυξης της παραγωγής, χωρίς να προηγηθεί μία ταχεία επαναφορά στα προ ύφεσης επίπεδα (βλ. το δεύτερο γράφημα στον παρακάτω πίνακα). Με άλλα λόγια, οι υφέσεις μπορούν να αφήσουν μόνιμα στίγματα στην οικονομία».

Ο παραπάνω κανόνας δεν ισχύει μόνο για την οικονομική ανάπτυξη μίας χώρας, αλλά και για το χάσμα ανάμεσα σε ισχυρές και αδύναμες οικονομίες. Το ΔΝΤ επισημαίνει ότι: «Οι φτωχότερες χώρες πλήττονται από πιο συχνές και πιο βαθιές υφέσεις και κρίσεις που οδηγούν κάθε φορά σε μόνιμες απώλειες στην παραγωγή και σε απώλεια εδάφους στο διεθνή ανταγωνισμό (βλ. τις συνεχείς γραμμές στο παρακάτω γράφημα).

Η μελέτη του ΔΝΤ συμφωνεί με την άποψη που εξέφρασα το 2016 στο βιβλίο μου «Η Μακρά Ύφεση» περί διάκρισης των κλασικών «υποχωρήσεων» της οικονομίας από τις διαρκείς υφέσεις[1]. Στο βιβλίο μου αυτό καταδεικνύω ότι στις διαρκείς υφέσεις η οικονομική ανάκαμψη δεν ακολουθεί το σχήμα V, αλλά το σχήμα της τετραγωνικής ρίζας, πράγμα που σημαίνει ότι η οικονομία τίθεται σε μία νέα, χαμηλότερη τροχιά ανάπτυξης (βλ. το παρακάτω γράφημα).

Εκτιμώ ότι η ύφεση λόγω της πανδημίας θα αφήσει πολλά στίγματα στον καπιταλιστικό τομέα παραγωγής. Η Min Ouyang, συνεργαζόμενη καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Tsinghua του Πεκίνου, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι στις παρελθούσες οικονομικές υφέσεις το μόνιμο «στίγμα» που άφησε στους επιχειρηματίες η κατάρρευση ρευστότητας υπερακόντισε τα θετικά αποτελέσματα που είχε γι’ αυτούς η εξώθηση των μικρών επιχειρήσεων σε λουκέτο και το «άνοιγμα» του δρόμου για όσες επιχειρήσεις επιβίωσαν. «Τα μόνιμα βλαπτικά αποτελέσματα που θα αφήσει πίσω της αυτή η ύφεση θα είναι κατά πάσα πιθανότητα πολύ πιο σοβαρά από αυτά των προηγούμενων υφέσεων… Εφόσον λέμε ότι η πανδημία θα είναι η νέα κανονικότητα, τότε οι άνθρωποι θα είναι πολύ πιο διστακτικοί στην ανάληψη ρίσκων», υποστηρίζει η καθηγήτρια.

Τα νοικοκυριά και οι εταιρίες θα επιθυμούν να αυξήσουν τις αποταμιεύσεις τους και να μειώσουν το οικονομικό ρίσκο προκειμένου να προστατευτούν από πιθανά μελλοντικά μέτρα περιορισμού της κυκλοφορίας, ενώ οι κυβερνήσεις θα πρέπει να συσσωρεύσουν εξοπλισμό αντιμετώπισης έκτακτων αναγκών και να διασφαλίσουν ότι θα μπορούν να τον παράγουν σε μεγαλύτερο βαθμό εντός των εθνικών ορίων τους. Ακόμη κι αν αποδειχθεί ότι η πανδημία μας χτύπησε «μια και έξω», πολλοί άνθρωποι θα διστάζουν να κοινωνικοποιηθούν μετά την λήξη των μέτρων περιορισμού της κυκλοφορίας, πράγμα που θα έχει αρνητικά αποτελέσματα για τις εταιρίες και τις οικονομίες που στηρίζονται στον τουρισμό, τις ταξιωτικές υπηρεσίες, την εστίαση και τη μαζική διασκέδαση.

Η ύφεση αυτή, θα επιταχύνει επίσης προϋπάρχουσες τάσεις καπιταλιστικής συσσώρευσης κεφαλαίου: Η Lisa B. Kahn, οικονομολόγος στο Πανεπιστήμιο του Yale, έχει καταλήξει στο συμπέρασμα ότι μετά από υφέσεις οι εταιρίες προσπαθούν να αντικαταστήσουν τους εργαζόμενους με μηχανές και να αναγκάσουν έτσι τους εργαζόμενους που επιστρέφουν στη δουλειά τους να αποδεχθούν χαμηλότερους μισθούς ή να αναζητήσουν νέες θέσεις εργασίες, με μικρότερες απολαβές (εδώ η σχετική μελέτη). Εξάλλου, ένας από τους βασικούς σκοπούς που έχει η διαδικασία «ξεκαθαρίσματος» για το κεφάλαιο είναι η μείωση του κόστους της εργασίας και η αύξηση της αποδοτικότητας του κεφαλαίου. Η διαδικασία αυτή αφήνει λοιπόν μόνιμα «στίγματα» στην εργασία.

«Η εμπειρία της πανδημίας θα αφήσει βαθιές ουλές στην οικονομία και στην συμπεριφορά των καταναλωτών, των επενδυτών και των επιχειρήσεων. Θα στιγματίσει μία ολόκληρη γενιά τόσο βαθιά όσο στιγμάτισε και η Μεγάλη Κρίση του 1929 του γονείς και τους παππούδες μας» (από άρθρο του John Mauldin).

Πηγή: Michael Roberts Blog

Μετάφραση: antapocrisis

[1] Σ.τ.Μ: Ο Michael Roberts στο βιβλίο του “The Long Depression” εισάγει μία διάκριση ανάμεσα στους όρους “recession”, στον οποίο αποδίδει το νόημα μίας πρόσκαιρης υποχώρησης της οικονομίας, και “depression”, στον οποίο αποδίδει το νόημα της κατάστασης διαρκούς ύφεσης.

2 replies

Trackbacks & Pingbacks

  1. […] «υποχωρήσεων» της οικονομίας από τις διαρκείς υφέσεις[1]. Στο βιβλίο μου αυτό καταδεικνύω ότι στις διαρκείς […]

  2. […] «υποχωρήσεων» της οικονομίας από τις διαρκείς υφέσεις[1]. Στο βιβλίο μου αυτό καταδεικνύω ότι στις διαρκείς […]

Leave a Reply

Want to join the discussion?
Feel free to contribute!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *