Το σκάνδαλο των δανείων

Το παρακάτω απόσπασμα είναι από το έργο του Δ. Φωτιάδη «Καραϊσκάκης» και αναφέρεται στα δάνεια του Αγώνα της Ανεξαρτησίας. Δάνεια που συνήφθησαν με τους πλέον επαχθείς και σκανδαλώδεις όρους, ανοίγοντας το δρόμο για μια σειρά ληστρικών δανειακών συμβάσεων που επί χρόνια απομυζούσαν οι ξένοι δανειστές από το ελληνικό κράτος. Τα δάνεια χρησιμοποιήθηκαν όχι μόνο για τους ιδιοτελείς λόγους των «κεφαλών» της χώρας, αλλά και για να χρηματοδοτήσουν τον εμφύλιο του 1824 – 25 που παραλίγο να αποβεί καταστροφικός για την πορεία της επανάστασης.

Πως τα δάνεια τα θέλανε όχι για να πολεμήσουν τον οχτρό, μα για να πετύχουν τα κομματικά τους σχέδια, γίνεται φανερό από τούτο δω το γράμμα, που έστειλε ο Σπ. Τρικούπης, το δεξί χέρι του Μαυροκορδάτου, στις 3 του ‘Απρίλη 1824 στον Ορλάνδο στο Λονδίνο: «Εκτός των εξωτερικών εχθρών, απεκτήσαμεν ήδη και εσωτερικούς (σικ) τους αντάρτας της διοικήσεως, οι οποίοι μη πειθόμενοι εις όσα το έθνος διά των νομίμων παραστατών του έθέσπισεν, έσύστησαν ιδικήν των διοίκησιν εις Τριπολιτσάν. Τα δάνεια λοιπόν θέλει τους νικήσωσιν και αυτούς, και άλλους θέλει φέρωσιν είς μετάνοιαν». (Σπηλιάδη, Απομνημονεύματα). Μπράβο είλικρίνεια, Τρικούπη! Με τον παρά θ’ αγοράσουμε συνειδήσεις και θα τους φάμε.

Και πραγματικά έτσι έγινε. «Οι κυβερνήται μας», έγραφε ο Οδυσσέας Αντρούτσος, «αφού έγιναν κύριοι του δανείου, δεν συλλογίζονται άλλο παρά να δολοφονήσουν όλους εκείνους, οι οποίοι ομιλούν διά τα δικαιώματα του ταλαιπώρου λαού της Ελλάδος, διά να απαλλαχθούν εις το εξής από όλους όσους φοβούνται, ίνα τυραννώσιν έπειτα με πλήρη ελευθερίαν». Κι ο Σπηλιάδης: «Τα χρήματα τους εχρειάζοντο διά να στερεωθώσιν εις την εξουσίαν διά του εμφυλίου πολέμου».

Εκείνο τον καιρό είχε κατέβει στην Ελλάδα από τη Ρωσία ο πάμπλουτος Ψαριανός Βαρβάκης, θαλασσινός ήρωας της επανάστασης τού 1769, ογδόντα πια χρονών άνθρωπος. Ο Βαρβάκης, έπειτα από τον αποτυχημένο ξεσηκωμό, τράβηξε, όπως τόσοι άλλοι, στη Ρωσία, κι εκεί, εκμεταλλευόμενος κι εμπορευόμενος πρώτος αυτός σε μεγάλη κλίμακα στην Κασπία Θάλασσα το μαύρο χαβιάρι, έκανε μεγάλη περιουσία. Σαν έφτασε το Μάη του 1824 στην Ελλάδα, όλοι τρέξανε να τον καλωσορίσουν, για τα πλούτη του που τα μοίραζε ανοιχτότερα. Όταν όμως ήρθε το ζήτημα του δάνειου στην Αγγλία, είχε την αποκοτιά να τους πει: «Τι θέτε να δανειστείτε από ξένους και να τους βάλετε στο κεφάλι σας αφεντικά; Σας δίνω όσα κι αν χρειάζουνται, ακόμα κι όλο το βιος μου». Μεμιάς τότες τόνε βγάζουνε… προδότη! Να μη δανειστούμε από τους Εγγλέζους μην τυχόν και μπερδευτούν στον τόπο μας; Αμ αυτό γύρευαν οι άνθρωποι… Κι ο Βαρβάκης έφυγε διωγμένος για να γυρίσει πίσω στη Ρωσία. Περνώντας όμως από τη Ζάκυνθο τον κλείσανε στο λοιμοκαθαρτήριο οι Εγγλέζοι κι εκεί… αρρώστησε. Καταλαβαίνοντας πως έφτασε το τέλος του, φώναξε κι έκανε τη διαθήκη του. Άφησε ένα μεγάλο μέρος της περιουσίας του στο έθνος και το υπόλοιπο τόδινε για να λευτερωθούν από τα χέρια των Τούρκων αιχμάλωτες οικογένειες. Έπειτα από δυο μέρες, στις 10 του Γενάρη 1825, πέθανε.

Τρία είταν τα μέλη της επιτροπής για το δάνειο που πρόκριναν να στείλουν στο Λονδίνο: ο Ι. Ορλάνδος, γαμπρός των Κουντουριωταίων, ο Ανδρέας Λουριώτης, τσιράκι του Μαυροκορδάτου, κι ο Γιαννάκης Ζαϊμης. Ο τελευταίος αυτός όμως‚ έχει ολότελα καθαρά τα χέρια του από τη ρεμούλα που ακολούθησε. Εξόν που πήγε αργά στο Λονδίνο, όταν πια είχε γίνει το πρώτο δάνειο και διαπραγματευόταν το δεύτερο, αντιστάθηκε όσο μπορούσε στις παλιανθρωπιές των δυο άλλων και των Εγγλέζων δανειστών, αρνήθηκε να υπογράψει τις μετοχές και σηκώθηκε κι έφυγε. Να τι έγραφε γι’ αυτόν ο Ι. Ορλάνδος από το Λονδίνο στις 15 του Φλεβάρη 1825: «Το δάνειον έκαμεν (ο Γιαννάκης Ζαϊμης) το παν άνω κάτω να το χαλάση, έλεγε να το μουντζώσωμεν να φύγωμεν, να χαθή και το δάνειον και αι φροντίδες του, ότι η Ελλάς θέλει ευτυχήσει περισσότερον χωρίς δάνειον, παρά με το δάνειον. Τον είπα και πώς θέλει κινείται το ναυτικόν, εκ του οποίου κρέμεται ή σωτηρία της Ελλάδος; Μ’ απεκρίθη ‘καθώς εκινείτο και πρότερον’. Και δεν ηξεύρεις εσύ, τον είπα, ότι οι νησιώται τα εξώδευσαν όλα, τα όσα με τόσους κινδύνους και ιδρώτας είχαν αποκτήσει και επτώχυναν; Αυτός γελών μ’ είπεν ‘τους τα εβγάζει ό λαός, αν δε θέλουν’». (Αρχείο Κουντουριώτη).

Το πρώτο δάνειο, του 1824, το πραγματεύθηκε ο οίκος Lougham. Είταν ονομαστικής αξίας 800.000 λιρών Αγγλίας και δόθηκε στα 59% με τόκο 5%. Όποιος δηλαδή πλέρωνε 59 λίρες, έπαιρνε μετοχές για 100 λίρες! Έτσι το δάνειο ξεκαθάρισε γύρω από τις 472.000 λίρες αν και το Ελληνικό κράτος χρεώθηκε με 800.000 λίρες. Από το καθαρό αυτό ποσό 298.726 λίρες στάλθηκαν στην Ελλάδα σε χρήμα και 10.063 σε εφόδια. Τ’ άλλα πού πήγαν; Κρατήθηκαν προκαταβολικά 80.000 λίρες για τους τόκους δυο χρόνων και 16.000 λίρες για χρεωλύσια. Σε μεσιτείες πήγαν 25.746 λίρες. «Πολλά από τα ποσά που δόθηκαν», γράφει ο Howe, «είταν απόλυτα παράλογα. Ανάμεσα σ’ αυτά είταν και 5.900 λίρες που πήρε ο Ορλάνδος, με τη δικαιολογία πως το ποσό αυτό το χρώσταγε η Ελληνική Κυβέρνηση στη γυναίκα του!». Κι ο Howe εξακολουθεί: «Το ασήμαντο ποσό των 5.045 λιρών δόθηκε για τις ατομικές ανάγκες των Πληρεξουσίων (Ορλάνδου και Λουριώτη). Οι κύριοι αυτοί, έπρεπε να ζουν σα Μεγάλοι Άρχοντες στην Bond – Street όταν χιλιάδες συμπατριώτες τους πέθαιναν από την πείνα πάνω στα βουνά». Πέντε χιλιάδες χρυσές λίρες εκείνης της εποχής πήραν οι αθεόφοβοι για έξοδά τους για λίγους μήνες! Ούτε βασιλιάδες νάταν με την ακολουθία τους δε θα ξόδευαν τόσα!

Τι σημασία όμως είχαν όλ’ αυτά; Τώρα «η φατρία του Μαυροκορδάτου», όπως γράφει ό Σπηλιάδης, «θα έχει να σκορπίση τα εκ του δανείου χρήματα, και το κακόν θα γίνη μέγα και πολύ, διότι ο εμφύλιος πόλεμος θα διαρκέση έτος όλον, και τ’ αποτελέσματά του θα φέρωσιν την πατρίδα εις το άκρον τον βαράθρου».

Τρώγοντας έρχεται ή όρεξη

Μεγαλύτερη ακόμα ρεμούλα γίνηκε στο δεύτερο δάνειο του 1825, ονομαστικής αξίας δυο εκατομμυρίων λιρών, που το διαπραγματεύθηκε ο τραπεζοεμπορικός οίκος Ρικάρδο και Ράλλης. Το δάνειο αυτό δόθηκε με χειρότερους ακόμα όρους από το προηγούμενο, στα 55 1/2 %. Στην Ελλάδα, από τις 1.110.000 λίρες που ξεκαθάρισε, κατόρθωσαν να φτάσουν, όλα κι όλα, 33.713 σε χρήμα και 65.986 σ’ εφόδια! Επειδή όμως από το πρώτο δάνειο είχαν περισέψει 24.501 λίρες ούτε αυτά τα ποσά στην πραγματικότητα ήρθαν στην Ελλάδα από το δεύτερο. Όλα τ’ άλλα φαγώθηκαν στο εξωτερικό! «Περισσότερα από δώδεκα εκατομμύρια δολλάρια», γράφει ο Howe, «ζητήθηκαν κι η Ελλάδα επιβαρύνθηκε με το τρομερό αυτό χρέος, που το ένα πέμπτο απ’ αυτό, καλά χρησιμοποιημένο, θάφτανε για να την κάνει ανεξάρτητη. Η Κυβέρνηση δεν είχε πάρει απ’ αυτά ούτε καν δυο εκατομμύρια δολλάρια, όταν έλαβε την καταπληχτηκιά είδηση πως το κεφάλαιο από τα δάνεια εξαντλήθηκε!» Πού πήγαν τ’ άλλα; Ας ξανακούσουμε τον Howe: «Όλα τα πλαστά κονδύλια τούτου του λογαριασμού δεν μπορούν ν’ αναφερθούν εδώ, θα σημειώσουμε όμως μερικά από τα πιο χτυπητά. Οι κ.κ. Ρικάρδο και Ράλλης πήραν για την ενόχληση να διαπραγματευθούν το δάνειο 64.000 λίρες. Όταν οι μετοχές φτάσαν στα 14% μονάχα της αξίας τους, οι κύριοι αυτοί δώσανε 7.500 λίρες για ν’ αγοραστούν οι ξεπεσμένες μετοχές, οι άξιοι όμως Πληρεξούσιοι (Ορλάνδος και Λουριώτης) όχι μονάχα βάλανε στις τσέπες τους τις 7.500 λίρες, μα χρεώσανε και την Κυβέρνησή τους με την αξία των μετοχών!… Στο λογαριασμό των εξόδων αναφέρεται και το ποσό των 113.000 λιρών για την αγορά μετοχών του πρώτου δανείου, ενώ όμως την εποχή εκείνη οι μετοχές πουλιόνταν 22%, τις χρέωσαν στην Κυβέρνηση με 54 και με 55 %, τη διαφορά πονηρά την οικειοποιήθηκαν». Βγάλανε δηλαδή από τούτη μονάχα την κομπίνα οι τραπεζίτες κι οι Ορλάνδος και Λουριώτης πάνω από τριανταπέντε χιλιάδες λίρες! Επειδή όμως τρώγοντας έρχεται ή όρεξη, οι Πληρεξούσιοι (Ορλάνδος και Λουριώτης) βρήκαν πως είταν λίγα όλα τούτα τα κέρδη και χρέωσαν την Κυβέρνηση μ’ άλλες 6.716 λίρες, 19 σελίνια και 8 πένες (τους άρεσε η ακρίβεια) γι’ ατομικά τους έξοδα. Πώς δε βαρυστομάχιασαν οι αφιλότιμοι! Και σα να μην έφταναν όλ’ αυτά, κάνουν και τούτη δω την κοινή λωποδυσία… Μα καλύτερα ας ξανακούσουμε τον Howe: «Στο λογαριασμό (των Πληρεξουσίων προς την Κυβέρνηση) αναγράφεται πως το Κομιτάτο της Καλκούτας έστειλε στο Λονδίνο (στον κ. Ορλάνδο) μονάχα το ποσό των 1.200 λιρών. Μα είταν τόσο παλαβοί οι συντάχτες αυτού τού λογαριασμού που να πιστεύουν, πως δεν υπήρχαν άνθρωποι που να ενδιαφέρονται για τις ελληνικές υποθέσεις, ώστε να ελέγξουν τους λογαριασμούς και ν’ ανακαλύψουν πώς το Κομιτάτο της Καλκούτας έστειλε 2.200 λίρες;».

Κι όμως ο κ. Ορλάνδος, ο γαμπρός των Κουντουριωταίων, έδινε μ’ ένα γράμμα του τούτες τις συμβουλές στην Κυβέρνηση: «Αν η Διοίκησις ενίκησε τους αποστάτας αυτούς, ως ακούομεν, και δεν τους έκρινε και να τους θανατώση, διά να παστρεύση την Ελλάδα από τέτοιες βρώμαις, αλλά τους εσυγχώρησεν ως άλλοτε, τότε όλη η Ευρώπη θέλει στοχασθή, ότι η Ελληνική Διοίκησις δεν είναι διοίκησις, αλλά σκιά, και ούτε δύναται να στερεωθή ποτέ». Ο καλός αυτός πατριώτης, που θησαύριζε από τα δάνεια στο Λονδίνο, όταν ποτάμι χυνόταν το αίμα στην Ελλάδα και την ηρωική φρουρά του Μεσολογγιού τη θέριζε η πείνα, σκοτιζόταν μην τυχόν και κατηγορούσαν οι Ευρωπαίοι την Ελλάδα, γιατί… δε σκότωσε τον Κολοκοτρώνη, τούτη τη «βρώμα» όπως τον ονομάζει.

Σ’ ένα άλλο τους πάλι γράμμα από το Λονδίνο, με ημερομηνία 24 του Μάη 1824, οι Ορλάνδος και Λουριώτης συμβουλεύανε την Κυβέρνηση, να βγάλει όλους τους πολεμικούς αρχηγούς και να τους αντικαταστήσει με… Ιταλούς αξιωματικούς! – οφικιάλους όπως τους ονόμαζαν. Είναι, μα το θεό, να σου φεύγει το καφάσι! Όλοι οι ήρωες του Εικοσιένα σκάρτοι… μονάχα οι Ιταλοί οφικιάλοι μπορούσαν να νικούσαν τους Τούρκους!

Κι όμως να τι έγραφε ένας ξένος, ο Howe, την ίδια εκείνη εποχή: «Οι τραχείς αρχηγοί τους νίκησαν τους Τούρκους, όσο που τα ονόματα του Νόρμαν, του Βούρβαχη, του Φαβιέρου, του Τσωρτς, είναι συνδεδεμένα αποκλειστικά με ήττες».

Και δεν είταν μονάχα οι δυο φωστήρες, που πλουτίζοντας από τα δάνεια στο Λονδίνο, ονομάζανε βρώμες αυτούς που πολεμούσαν για τη λευτεριά. Κάποιος Νικόλαος Μαντάκης, που έφυγε πριν από την επανάσταση από την Ελλάδα και σπούδαζε, κείνο τον καιρό, νομικά στο πανεπιστήμιο της Κανταβριγίας, σπατάλησε τον πολύτιμο καιρό του κι έγραψε στις 3 του Φλεβάρη 1825, ένα μεγάλο γράμμα στον Κουντουριώτη, για το πώς θα σωθεί η Ελλάδα. Ανάμεσα στις σπουδαίες συμβουλές του είταν και τούτη δώ: «Έχουσιν άρα αυταί αι φθοροποιαί στάσεις να προχωρήσωσιν ούτως επ’ άπειρον; Έχουσιν άρα ό Κολοκοτρώνης και οι συστασιώται του να υποφέρωνται διά να βλάπτωσιν και φέρωσιν εις κίνδυνον την πολιτικήν ύπαρξιν και τα ουσιώδη συμφέροντα του Γένους; Δεν ευρίσκεται τρόπος διά να καθαρισθή η Ελλάς από τοιούτους λυμεώνας ή μάλλον ειπείν προδότας (διότι, ως μανθάνομεν, τινές αυτών είχον ανταπόκρισιν με τον εχθρόν), διά να ησυχάση και ο ταλαίπωρος Ελληνικός λαός και αρχίσωσι να απολαμβάνωσι τους καρπούς της ελευθερίας, υπέρ της οποίας ήδη πέντε χρόνους χύνουσι το αίμα των;» (Αρχείο Κουντουριώτη).

Πώς δε σου στήσανε κι εσένα, φωτισμένε μας πατριώτη Μαντάκη, κανένα άγαλμα ακόμα, που πάσκιζες από την Ευρώπη να σώσεις τον «ταλαίπωρο Ελληνικό λαό» από τέτοιους λυμεώνες και προδότες σαν τον Κολοκοτρώνη και τον Καραϊσκάκη, είναι ν’ απορεί κανείς!

Ένας ποιητής

Μονάχα οι δικοί μας φάγανε από τα δάνεια; Ε όχι, δεν είταν τόσο κουτοί οι Φράγκοι νάχουν το μέλι μπροστά τους και να μη γλείψουν κι αυτοί. Και πρώτα – πρώτα ο ποιητής και γραμματέας του Φιλελληνικού Κομιτάτου του Λονδίνου σερ Τζων Μπόουρινγκ. Πρόσφερε άμισθα τις υπηρεσίες του, αλλά πήρε, με τη μέθοδο της μεσιτείας, 11.000 λίρες. «Ο John – Bowring, ο ποιητής, ο ανθρωπιστής, ο φιλέλληνας», γράφει ο Howe, «έκανε μεγάλη επίδειξη για την αφιλοκερδή αγαθοεργία του και την εκτέλεση του καθήκοντός του απέναντι στην υπόθεση της ελευθερίας και την πάσχουσα ανθρωπότητα. Είχε βέβαια το δικαίωμα να περηφανεύεται για όλ’ αυτά, αν η συνείδησή του είταν καθαρή πως δεν πήρε ούτε ένα δολλάριο από την Ελλάδα που υπόφερνε».

Αυτός όμως αποφασίζει τις 11.000 λίρες που είχε τσεπώσει για μεσιτεία να τις σπεκουλάρει αγοράζοντας μετοχές. Κι ο Howe ξακολουθάει: «Αγόρασε μετοχές ονομαστικής αξίας 25.000 λιρών, με την ελπίδα πως θ’ ανέβουν. Σε μερικές μέρες πέφτουν – ο  Μπόουρινγκ αναστατώνεται. Πέφτουν ακόμα περισσότερο – τρέχει τότε, βρίσκει τους Πληρεξούσιους και με ικεσίες και παρακλήσεις, τους θυμίζει τις υπηρεσίες που πρόσφερε. Λέγοντάς τους πώς θα είταν σκληρό να τον αφήσουν να καταστραφεί κι η οικογένειά του να καταντήσει να ζητιανεύει, μόνο και μόνο γιατί αυτός τόσο αγάπησε την Ελλάδα, επιμένει να πάρουν πίσω οι Πληρεξούσιοι τις μετοχές του, που τις αγόρασε με τη μοναδική επιθυμία να ενισχυθεί η πίστη του δανείου. Οι Πληρεξούσιοι, αρκετά αδύνατοι κι αρκετά εγκληματίες οι ίδιοι, δέχουνται να τους επιστρέψει τις μετοχές και να χρεώσουν την Ελληνική Κυβέρνηση με την αξία τους στο άρτιο. Ο σερ Μπόουρινγκ ξαναναπνέει· σώθηκε από την καταστροφή και μπορεί να ξακολουθήσει να προσφέρνει τις υπηρεσίες του στην αγαπημένη του Ελλάδα. Σε λίγο όμως οι μετοχές ανεβαίνουν στο χρηματιστήριο. Φτάνουν στο άρτιο. Ο Μπόουρινγκ αρχίζει να μετανιώνει που τις έδωσε. Ξεπερνάνε το άρτιο – διάβολε! θάχε κάνει μια περίφημη κερδοσκοπική επιχείρηση. Ύστερα απόνα ελάχιστο δισταγμό, ξανατρέχει στους Πληρεξούσιους και τους γυρεύει να του δώσουνε πίσω τις μετοχές του, γιατί δεν τους τις είχε μεταβιβάσει μ’ απλώς ενεχυριάσει. Οι Πληρεξούσιοι το αρνιούνται αυτό και του παρουσιάζουν το γράμμα, που τους είχε γράψει με τα ίδια του τα χέρια. Ο ποιητής όμως δεν τα χάνει και τους λέει, πως το γράμμα τόγραψε σε μια στιγμή ταραχής από οικογενειακά δυστυχήματα που του συνέβηκαν. Είταν τόσο ζαλισμένος τότε, που δεν ήξερε τι έκανε – το γεγονός είναι πως πρέπει να του επιστρέψουν τις μετοχές του! Οι Πληρεξούσιοι ανήσυχοι μη χάσουν έναν άνθρωπο που οι υπηρεσίες του είταν τόσο σημαντικές και τ’ όνομά του τόσο χρήσιμο και περίφοβοι, ίσως, μην τα χαλάσουν με κάποιον, που θα μπορούσε ν’ αποκαλύψει τόσα πολλά πάνω στις δικές τους παρανομίες, δέχουνται να του δώσουν πίσω τις μετοχές του, που άξιζαν τότε 10.000 δολλάρια περισσότερο απ’ όσο τις είχε αγοράσει. Αρκετά στέκουνται αυτά που είπαμε για τον αφιλοκερδή και ανθρωπιστή Μπόουρινγκ».

Κι ο Howe παραλαβαίνει έπειτα τον Άγγλο βουλευτή κι οικονομολόγο, τον Joseph Hume, τον πρόεδρο τον Φιλελληνικού Κομιτάτου του Λονδίνου, και βγάζει στη φόρα κι αυτουνού τις βρωμοδουλειές στα δάνεια.

Πέντε ακόμα κονδύλια εξόδων του δεύτερου δάνειου είναι εξαιρετικά ενδιαφέροντα: 1) Οι 200.000 λίρες που κρατήθηκαν προκαταβολικά για τόκους δυο χρονών, 2) οι 2.695 λίρες που έφαγε ό έμπορας Ιωάννης Μαυρογορδάτος του Λονδίνου, 3) οι 15.108 λίρες που δόθηκαν στον Γκόρντον να τις διαχειριστεί κατά την κρίση του στην Ελλάδα, 4) οι 160.000 λίρες που φαγώθηκαν από τον Κόχραν και τους Άγγλους ναυπηγούς, που γι’ αυτές θα μιλήσουμε αργότερα, όταν θ’ ασχοληθούμε με το υποκείμενό του στην τελευταία πράξη του δράματος της ζωής του Καραϊσκάκη που θ’ αφηγηθούμε και 5) οι 156.990 λίρες που δόθηκαν για να ναυπηγηθούν στην Αμερική δυο φρεγάδες, που απ’ αυτές η μια μονάχα έφτασε στην Ελλάδα. Να τι γράφει σχετικά ο Howe: «750.000 δολλάρια στάλθηκαν στις Ηνωμένες Πολιτείες για ν’ αγοραστούν δυο φρεγάδες. Μα μια μονάχα πήγε στην Ελλάδα αξίας 300.000 δολλαρίων. Τα υπόλοιπα 450.000 δολλάρια καταβροχθίστηκαν από Αμερικανούς πολίτες». Για να μην κατηγορηθεί για «αντιαμερικανισμό», ο Ηοwe πληροφορούσε τους αναγνώστες μας πως είτανε Αμερικάνος και έβγαλε το βιβλίο του το 1828 στη Νέα Υόρκη.

Κι ο περίφημος Ορλάνδος, που ξόρκιζε την Κυβέρνηση, για ν’ αποχτήσει υπόληψη στην Ευρώπη, να ξεπαστρέψει τους ήρωες και να φωνάξει Ιταλούς οφικιάλους να σώσουν την Ελλάδα, έγραφε από το Λονδίνο στις 15 του Απρίλη 1825 στους «ευγενεστάτους αδελφούς Κουντουριώτας» πως παράγγειλε από τα χρήματα του δανείου στην Αμερική 4 ως 5 φρεγάδες, που οι δυο απ’ αυτές θα βρίσκονταν το δίχως άλλο στην Ελλάδα τον Ιούλη του 1825. Από τις πέντε φρεγάδες του μονάχα μια μπόρεσε να φτάσει κι αυτή… το Δεκέμβρη του 1826!

Και για τούτα τα δυο δάνεια, που δώσανε την ευκαιρία να πλουτίσουν τόσοι δικοί μας και ξένοι και τα ψίχουλα που φτάσανε στην Ελλάδα σπαταλήθηκαν για να στερεώσουν την Κυβέρνηση στους δυο εμφύλιους πόλεμους (1), βάλανε, οι φωστήρες του έθνους, ενέχυρο στους Εγγλέζους όλη την εθνική γη, όλα τα ιχθυοτροφεία, όλες τις αλυκές κι όλες τις πρόσοδες των τελωνείων! Κι οι χωριάτες, που αυτοί τότες είταν ο στρατός της Ελλάδας και πολέμαγαν γυμνοί και ξετραχηλισμένοι με την ελπίδα να πάρουνε λίγη γη να ζήσουν πιο ανθρωπινά, είδαν να φεύγουν από τα χέρια τους τα χτήματα των μπέηδων και να μπαίνουν ενέχυρα στους Άγγλους τραπεζίτες.

Ο Κοραής σε γράμμα του από το Παρίσι στις 12 του Φλεβάρη 1825 γράφει στον Γ. Κουντουριώτη: «Το δάνειο το γενόμενον από το Αγγλικόν Έθνος, δεν πρέπει να το στοχάζεσθε πολλά μεγάλην ευεργεσίαν, και εις αυτόν τον διάβολον ήθελαν μετά χαράς δανείσουν αργύρια, αν ο διάβολος είχε να τους ασφαλίσει με ενέχυρα».

 

(1) Όταν ο εμφύλιος πόλεμος τέλειωσε και τον Απρίλη του 1826 σχηματίστηκε η καινούργια κυβέρνηση με πρόεδρο τον Ζαϊμη, βρέθηκαν στο γενικό ταμείο του κράτους 60 γρόσια όλα κι όλα.

0 replies

Leave a Reply

Want to join the discussion?
Feel free to contribute!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *