Συμπεράσματα και καθήκοντα από την καταδίκη της Χρυσής Αυγής

Ανακοίνωση της ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ.

1.

Η καταδίκη της Χρυσής Αυγής είναι ανακούφιση για το λαό και την κοινωνία. Αποτελούσε καθολική δημοκρατική απαίτηση καθώς για 3 δεκαετίες η συγκεκριμένη οργάνωση στοχοποιεί, μαχαιρώνει, χτυπάει και δολοφονεί αντιφασίστες, μετανάστες, μέλη αριστερών οργανώσεων, συνδικαλιστές. Οι περισσότερες από τις 32 δικογραφίες που παρέδωσε ο Δένδιας το 2013 υπήρχαν από πριν, αλλά για δεκαετίες το αστικό πολιτικό σύστημα ανέχτηκε, συνομίλησε ή και υπέθαλψε το ναζιστικό μόρφωμα της Χρυσής Αυγής.

2.

Στην απόφαση του δικαστηρίου και στην καταδίκη της Χρυσής Αυγής φτάσαμε μετά από τη συνάντηση δύο παραγόντων. Από τη μία η κοινωνική αποδοχή της δράσης των Ναζί μέχρι το 2013, μετατράπηκε σε κοινωνική αποστασιοποίηση μετά τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα. Η συγκεκριμένη ενέργεια έδειξε, ακόμα και σε θετικά διακείμενους ή ψηφοφόρους της ΧΑ, ότι η συγκεκριμένη οργάνωση δεν κυνηγάει μόνο μετανάστες ή κομμουνιστές, αλλά και «παιδιά της διπλανής πόρτας». Η απομόνωση της ΧΑ αποτυπώθηκε και στις περασμένες βουλευτικές εκλογές και γιγαντώθηκε τις τελευταίες μέρες με ένα μαζικό δημοκρατικό ρεύμα καταδίκης. Αυτό το ρεύμα πίεσε τη δικαστική και πολιτική εξουσία για μια καθαρή καταδικαστική απόφαση. Ο δεύτερος παράγοντας αφορά την απόφαση της ΝΔ το 2013, μετά τη δολοφονία Φύσσα και την επίθεση της ΧΑ εναντίον κυβερνητικών στελεχών στον Μελιγαλά λίγες μέρες νωρίτερα, να κόψει τις σχέσεις και τις συνομιλίες με τη Χρυσή Αυγή. Το 2013 η κυβέρνηση Σαμαρά αντιμετώπιζε αμφισβήτηση λόγω των μνημονιακών πολιτικών, ο ΣΥΡΙΖΑ ερχόταν με τη σιγουριά της επόμενης κυβέρνησης και στο σύστημα υπήρχε έντονη και σοβαρή συζήτηση για μια δεξιά-ακροδεξιά συγκυβέρνηση. Ούτε ο Μπαλτάκος έκανε του κεφαλιού του όταν συνομιλούσε με τον Κασιδιάρη, ούτε ο Παπαδημητρίου εξέφραζε προσωπικές απόψεις όταν μίλαγε για τη σοβαρή Χρυσή Αυγή και το ενδεχόμενο συγκυβέρνησης. Μετά τη δολοφονία Φύσσα και το γεγονός ότι η νεοναζιστική οργάνωση φερόταν ανεξέλεγκτα, η ΝΔ έπρεπε να διαλέξει. Είτε ανοχή και υπόνοιες συνεργασίας με τους ναζί δολοφόνους (με ό,τι αυτό σημαίνει για ένα ιστορικό κόμμα της αστικής τάξης), είτε προσπάθεια να τους κοντύνει, δημοσκοπικά και πολιτικά. Η ΝΔ επί Σαμαρά, διάλεξε το δεύτερο, για λόγους πολιτικής επιβίωσης.

3.

Σύσσωμο το αστικό πολιτικό σύστημα έχει «παίξει» με το ναζιστικό μόρφωμα εδώ και δεκαετίες. Οι κυβερνήσεις ΝΔ-ΠΑΣΟΚ το άφηναν να αλωνίζει στα σώματα ασφαλείας από τη δεκαετία του 90 και έπειτα και να χτυπάει λαϊκές και νεολαιίστικες κινητοποιήσεις. Ο ΣΥΡΙΖΑ άφηνε να σέρνεται η δίκη (δεν απάλλαξε τους δικαστές από άλλες δίκες) με την ελπίδα να ροκανιστεί το ποσοστό της ΝΔ από τα δεξιά της. Στην Ελλάδα, το νεοναζιστικό φαινόμενο σχετικοποιήθηκε, εκλογικεύτηκε, διαφημίστηκε ευνοϊκά, χρησιμοποιήθηκε για να χτυπηθεί το λαϊκό κίνημα, εργαλειοποιήθηκε για να φθαρούν συγγενικά κόμματα, αναδείχθηκε για να εδραιωθεί η θεωρία των δύο άκρων και της πολιτικής βίας που ασκείται όχι μόνο από την ακροδεξιά αλλά και από το αριστερό κίνημα. Προφανώς είναι διαφορετικές οι ευθύνες του καθένα, αλλά κανένα αστικό κόμμα δεν κινήθηκε στην κατεύθυνση μιας συνεπούς αντιφασιστικής στάσης όλα αυτά τα χρόνια. Είναι κι αυτό μια ένδειξη για τα χαρακτηριστικά της αστικής τάξης και του πολιτικού της προσωπικού. Είναι κατάκτηση για το λαϊκό κίνημα ότι όλοι αναγκάστηκαν, κάτω από την κοινωνική απαίτηση για τιμωρία της δολοφονικής συμμορίας, να ζητήσουν την καταδίκη  χωρίς περιστροφές, έστω και την τελευταία στιγμή. Όμως αυτό δε συνιστά δημοκρατικό τείχος. Η αστική τάξη στην Ελλάδα έχει αποδείξει πολλάκις ότι δεν έχει πρόβλημα να πάει και με το διάολο αν αισθανθεί ότι απειλούνται τα συμφέροντά της. Στην πλειοψηφία της συνεργάστηκε το 40 με τους ναζί κατακτητές, ενώ άνοιξε το δρόμο στους χουντικούς δύο δεκαετίες μετά. Η άρχουσα τάξη ορκίζεται στην κοινοβουλευτική δημοκρατία αλλά ο επικεφαλής της ΝΔ Μεϊμαράκης το 2015 δήλωνε ότι αν κινδυνεύσει η θέση της χώρας στο ευρώ, λόγω του αποτελέσματος της λαϊκής ετυμηγορίας, η αστική τάξη της χώρας θα αντιδράσει όπως εκείνη ξέρει.

4.

Η κυβέρνηση Μητσοτάκη ετοιμάζεται για τη ρελάνς με βάση την ανιστόρητη και εγκληματική θεωρία των δύο άκρων. Εξισώνει τη φασιστική βία, με το μαζικό κίνημα και τις διάφορες μορφές πάλης του. Τους μαχαιροβγάλτες που δολοφονούν, με τους νέους που κάνουν καταλήψεις. Και φυσικά δεν αφήνει αχρησιμοποίητο κάθε επιζήμιο ή αχρείαστο για το μαζικό κίνημα επεισόδιο βίας, από τα γκαζάκια μέχρι τον κλεφτοπόλεμο με τα ΜΑΤ. Το θεωρητικό σχήμα έχει άλλωστε και ακαδημαϊκό – ιστορικό μανδύα. Πόσους και πόσους δεν έχουμε ακούσει να υποστηρίζουν ότι στην Ελλάδα οι Γερμανοί ναζί δεν ήθελαν να κάνουν τόσες αγριότητες, εξαναγκάστηκαν ωστόσο από τη βία των ανταρτών του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ. Το πρόβλημα ωστόσο είναι ότι απέναντι στο Ναζισμό δεν υπάρχουν ίσες αποστάσεις και δεν χωρά καμιά σχετικοποίηση του φασιστικού φαινομένου.

5.

Πριν καλά καλά ανακοινωθεί η δικαστική απόφαση, το προαποφασισμένο χτύπημα της αντιφασιστικής συγκέντρωσης έστειλε μήνυμα της κυβέρνησης προς όλες τις κατευθύνσεις: Πρώτον προς το δεξιό ακροατήριο της ΝΔ, διαβεβαιώνοντάς το ότι το συγκυριακό ανέβασμα τόνων Μητσοτάκη απέναντι στην ακροδεξιά, διόλου δεν σημαίνει παραίτηση από τα κοινά θεμέλια της δεξιάς πολυκατοικίας. Δεύτερον προς την κατεύθυνση του κινήματος προειδοποιώντας το ότι δεν θα γίνει ανεκτή καμιά αγωνιστική έκρηξη. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη γνωρίζει πλέον ότι ζει την αρχή της φθοράς της και καταλαβαίνει πολύ καλά ότι η οικονομική και υγειονομική κρίση θα έχει θύματα και θα δημιουργήσει αυξημένη δυσαρέσκεια. Αυτή η δυσαρέσκεια δημιουργεί την υλική δύναμη του κοινωνικού θυμού και του αντικυβερνητικού ρεύματος. Ταυτόχρονα όμως, η καταδίκη της ΧΑ επί Μητσοτάκη, η σύλληψή της επί Σαμαρά και η χρονοτριβή της δίκης επί Τσίπρα, καταγράφει τη διείσδυση που επιχειρεί η ΝΔ στον κεντρώο χώρο, προσδοκώντας τη μόνιμη δημοσκοπική καθήλωση του ΣΥΡΙΖΑ. Από αυτή την άποψη η νίκη του αντιφασιστικού κινήματος μεταφράζεται και σε άμεσα πολιτικά κέρδη της ΝΔ.

6.

«Μη χαίρεστε που σκοτώσατε το κτήνος. H σκύλα που το γέννησε ζει και είναι πάλι σε οργασμό», είχε πει ο Μπέρτχολτ Μπρεχτ. Παραφράζοντας, χαιρόμαστε ιδιαίτερα που η ηγεσία της Χρυσής Αυγής καταδικάστηκε, δυστυχώς όμως το ακροδεξιό συντηρητικό ρεύμα είναι δυνατότερο από ποτέ. Εκφράζεται διεθνώς με την άνοδο της ακροδεξιάς, με την εξάπλωση του κοινωνικού ανορθολογισμού, με την πόλωση σε θέματα δικαιωμάτων ομάδων και μειονοτήτων, με αγριανθρωπισμό και μισαλλοδοξία. Το χωράφι είναι εύφορο, το λίπασμα υπάρχει, η ακροδεξιά λογική δυναμώνει, οι εθνικές ταπεινώσεις προσφέρουν υλικό υπέδαφος, η φτώχεια και η ανισότητα πυροδοτούν. Κοινώς η φασιστική απειλή υπάρχει, όπως και το αντίστοιχο ακροατήριο. Αναζητά πολιτική έκφραση και ηγεσία. Ο Μιχαλολιάκος ήταν υπερβολικά μιλιταριστής και ανεξέλεγκτος δάγκωσε το χέρι που τον συντηρούσε. Ο Βελόπουλος είναι μάλλον γελοίος. Υπάρχουν άλλοι υποψήφιοι μνηστήρες;

7.

Η αντιφασιστική – αντιναζιστική δράση παραμένει αναγκαία. Σήμερα οι συγκυρίες και οι συσχετισμοί οδήγησαν στην καταδίκη της Χρυσής Αυγής ως εγκληματικής οργάνωσης. Το μόνιμο καθήκον όμως παραμένει η αλλαγή των αρνητικών κοινωνικών και πολιτικών συσχετισμών, το να μην αφήσουμε τα μικροαστικά στρώματα βορά στην επόμενη ακροδεξιά, το να δώσουμε λύση στην κοινωνική κρίση και τις εθνικές ταπεινώσεις που έρχονται.

1 reply

Leave a Reply

Want to join the discussion?
Feel free to contribute!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *