Σαμίρ Αμίν: Μια μικρή εισαγωγή και φόρος τιμής
Ο Σαμίρ Αμίν γεννήθηκε στο Κάιρο το 1931 και σπούδασε στο γαλλικό εκπαιδευτικό σύστημα της Αιγύπτου (Lycée Français du Caire). Συνέχισε την ανώτατη εκπαίδευσή του στο Παρίσι στο Ινστιτούτο Πολιτικών Σπουδών (“Sciences Po”) από όπου έλαβε το δίπλωμά του το 1952. Ακολούθησε το Εθνικό Ινστιτούτο Στατιστικής και Οικονομικών, όπου απέκτησε τον διδακτορικό του τίτλο στην Πολιτική Οικονομία το 1957. Εργάστηκε στο Γραφείο Σχεδιασμού της Αιγύπτου από το 1957 έως το 1960, έως ότου οι διωγμοί των κομμουνιστών από το καθεστώς Νάσερ τον ανάγκασαν να φύγει. Από το 1960 έως το 1963 ήταν υπάλληλος στο Υπουργείο Συντονισμού του νεοσύστατου Μάλι. Αφού έγινε καθηγητής στη Γαλλία το 1966, επέλεξε να διδάξει στο Παρίσι (Βενσέν) και στο Ντακάρ της Σενεγάλης. Η έδρα του επί σαράντα χρόνια είναι το Ντακάρ, όπου υπηρέτησε δέκα χρόνια ως διευθυντής του Αφρικανικού Ινστιτούτου Οικονομικής Ανάπτυξης και Σχεδιασμού των Ηνωμένων Εθνών και από το 1980 διευθύνει το Αφρικανικό Γραφείο του Φόρουμ του Τρίτου Κόσμου. Είναι πρόεδρος του Παγκόσμιου Εναλλακτικού Φόρουμ[i].
Κατά την άποψή μου, το ευρύ έργο του Αμίν συνοψίζεται στη διπλή σημασία του «Ο νόμος της Αξίας και ο Ιστορικός Υλισμός», τίτλος ενός από τα βιβλία του που επανεκδόθηκε αργότερα ως «Ο νόμος της Παγκόσμιας Αξίας». Η πνευματική εργασία του Μαρξ, όπως σημειώνει, φαίνεται να χωρίζεται στα γραπτά για τα οικονομικά και στα γραπτά για την πολιτική.
Αυτή η φαινομενική αντιπαράθεση δύο ανεξάρτητων πεδίων οδήγησε σε μια ορισμένη ερμηνεία του μαρξισμού, η οποία βρίσκεται όχι μόνο στα βασικά εγχειρίδια και στα εκλαϊκευτικά φυλλάδια αλλά διαπερνά και τις κυρίαρχες τάσεις του μαρξισμού. Σύμφωνα με αυτή την ερμηνεία υπάρχει, αφενός, μια σωστή οικονομική επιστήμη, η μαρξιστική πολιτική οικονομία. Από την άλλη μεριά, ο μαρξισμός υποτίθεται ότι είναι μια επιστήμη των κοινωνιών, ο ιστορικός υλισμός. Βάση της είναι η θεμελιώδης πρόταση ότι η ταξική πάλη είναι η κινητήρια δύναμη της ιστορίας. Αυτά τα δύο «κεφάλαια» του μαρξισμού, θεωρούνται συμπληρωματικά. Η ενότητά τους προέρχεται από τη μέθοδο που εμπνέει και τα δύο[ii].
Για τον Αμίν, αυτή η βασική διαίρεση της μαρξιστικής θεωρίας δεν πρέπει να αμφισβητηθεί. Παρόλα αυτά, επιμένει ότι οι οικονομικοί νόμοι του καπιταλισμού, που συνοψίζονται από τον νόμο της αξίας, «υποτάσσονται στους νόμους του ιστορικού υλισμού»[iii]. Η οικονομική επιστήμη, ενώ είναι απαραίτητη, δεν μπορεί να εξηγήσει στο υψηλότερο δυνατό αφαιρετικό επίπεδο, όπως κάνουν οι μαθηματικές εξισώσεις, την πλήρη πραγματικότητα του καπιταλισμού και του ιμπεριαλισμού – καθώς δεν μπορεί να εξηγήσει ούτε την ιστορική προέλευση του καπιταλιστικού συστήματος ούτε τη φύση της ταξικής πάλης. Ούτε μπορεί να παρουσιάσει με αυστηρά καθοριστική μορφή τη σύγχρονη ιστορική εκδήλωση του νόμου της αξίας, που εκφράζεται ως θεωρία της «παγκοσμιοποιημένης αξίας», και η οποία απαιτεί το συνυπολογισμό παραγόντων, όπως η μονοπωλιακή εξουσία και η άνιση ανταλλαγή[iv]. Στην καλύτερη περίπτωση μπορούμε να δούμε τις σχέσεις της αξίας ως ιστορικά «μετασχηματιζόμενες», με τρόπους λιγότερο καθοριστικούς από ό,τι συμβαίνει στα αφηρημένα μοντέλα που βασίζονται σε μια ελεύθερα ανταγωνιστική οικονομία, τα οποία όμως εξακολουθούν να είναι αντικείμενο μιας ουσιαστικής πολιτικής-οικονομικής ανάλυσης.
Το έργο του Σαμίρ Αμίν επιχειρεί να διερευνήσει τα ευρύτερα φαινόμενα που αναλύονται από τον ιστορικό υλισμό και πώς αυτά άλλαξαν και αναμόρφωσαν τον νόμο της αξίας στον καπιταλισμό, καθώς μεταμορφώθηκε στο μονοπωλιακό του στάδιο και αργότερα στη σημερινή του φάση που κυριαρχείται από «γενικευμένα, χρηματιστηριοποιημένα και παγκοσμιοποιημένα ολιγοπώλια» της ιμπεριαλιστικής τριάδας (ΗΠΑ, Ευρώπη, Ιαπωνία)[v]. Είναι η υπεροχή του ιστορικού υλισμού πάνω στον νόμο της αξίας που μπορεί να συλλάβει επίσης την επαναστατική κοινωνική απάντηση των λαϊκών τάξεων στον καπιταλισμό, η οποία προκύπτει από τις αλληλεπιδράσεις του ταξικού και του εθνικού[vi].
Στην ανάλυση του Σαμίρ Αμίν, ο νόμος της αξίας και ο ιστορικός υλισμός δεν έχουν ισάξια ισχύ – μόνο και μόνο επειδή ο πρώτος δεν προσφέρει στον κόσμο καμία διέξοδο, ενώ ο τελευταίος το κάνει. Ωστόσο, είναι αδύνατη μια ουσιαστική κριτική κατανόηση του καπιταλισμού χωρίς κάποια κατανόηση του πώς ο νόμος της αξίας μετασχηματίστηκε κάτω από τον μονοπωλιακό καπιταλισμό/ιμπεριαλισμό.
Ο νόμος της παγκόσμιας αξίας
Με τα δικά του λόγια, η ανάλυση του Αμίν σχετικά με την «ιστορία του καπιταλισμού συμπίπτει με τα συμπεράσματα που οι Μπάραν, Σουήζυ και Μάγκντοφ (και μετά από αυτούς, η ομάδα του Monthly Review) έχουν αντλήσει από την προηγούμενη ανάλυσή τους του μονοπωλιακού καπιταλισμού»[vii]. Αυτά περιλαμβάνουν: (1) Την τάση του καπιταλισμού προς την υπερσυσσώρευση που σχετίζεται με το πρόβλημα της απορρόφησης του πλεονάσματος. (2) Τη στασιμότητα ως τον κανόνα και την ταχεία οικονομική ανάπτυξη ως την εξαίρεση στο πλαίσιο του αναπτυγμένου καπιταλισμού. (3) Την αναίρεση του ελεύθερου ανταγωνισμού μέσω της ανάπτυξης του μονοπωλιακού κεφαλαίου που ξεκινά στα τέλη του 19ου αιώνα. (4) Την αντιμετώπιση της οικονομικής στασιμότητας εν μέρει μέσω της παραγωγής που συγκεντρώνεται στο κράτος[viii]. (5) Την αναγνώριση ότι η ταχεία ανάπτυξη του 1945-1975 ήταν κυρίως προϊόν των ιστορικών συνθηκών που δημιουργήθηκαν από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και οι οποίες δεν μπορούσαν να διαρκέσουν. (6) Την εστίαση στην χρηματιστηριοποίηση, η οποία εμφανίστηκε στα τέλη της δεκαετίας του ‘70 και του ‘80 ως ένα νέο, ισχυρότερο αντίδοτο στη στασιμότητα, «αδιαχώριστο από τις απαιτήσεις επιβίωσης του ίδιου του συστήματος»[ix].
Αυτή η αντίληψη για την οικονομική ανάπτυξη επεκτείνεται στη σκέψη του Σαμίρ Αμίν μέσω της ενσωμάτωσης έξι επιπλέον θέσεων: (1) Την ύπαρξη δύο ιστορικών φάσεων στην ανάπτυξη του μονοπωλιακού καπιταλισμού – του μονοπωλιακού καπιταλισμού που είχε υπάρξει μέχρι το 1971 και του παγκόσμιου μονοπωλιακού χρηματιστικού καπιταλισμού έκτοτε[x]. (2) Την ικανότητα προσαρμογής του μονοπωλιακού κεφαλαίου σε δύο μεγάλες κρίσεις – του 1873-1945 και του 1971-σήμερα, μέσω της συγκέντρωσης και της συγκεντροποίησης σε παγκόσμια κλίμακα, της χρηματιστικοποίησης και της «εμβάθυνσης της παγκοσμιοποίησης». (3) Τη διαμόρφωση σε παγκόσμιο επίπεδο «δύο μοντέλων συσσώρευσης», ενός αυτόκεντρου του Κέντρου, και ενός αποδιαρθρωμένου και προσανατολισμένου στο εξωτερικό, της Περιφέρειας. (4) Τη μετάβαση από την περίοδο της ενδοϊμπεριαλιστικής σύγκρουσης που περιέγραφε ο Λένιν, στην περίοδο της ηγεμονίας των ΗΠΑ κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, και από εκεί στο συλλογικό ιμπεριαλισμό της τριάδας με ηγεμόνα τις Ηνωμένες Πολιτείες στα τέλη του εικοστού αιώνα. (5) Τη διαίρεση μεταξύ Κέντρου και Περιφέρειας ως καθοριστική αντίθεση του συστήματος, η οποία αντανακλάται σε μια σειρά επαναστατικών κινημάτων στον τρίτο κόσμο. (6) «Τον μετασχηματισμό του νόμου της αξίας στο νόμο της παγκοσμιοποιημένης αξίας»[xi].
Η θεωρία της παγκόσμιας αξίας είναι η σημαντική συμβολή του Αμίν στην οικονομική θεωρία, την οποία μπορούμε να συνοψίσουμε ως ένα σύστημα άνισης ανταλλαγής / ιμπεριαλιστικής μίσθωσης που διχάζει τον παγκόσμιο Βορρά από τον παγκόσμιο Νότο. Σήμερα η συγκέντρωση και η συγκεντροποίηση του κεφαλαίου εκδηλώνεται με την ανάπτυξη του διεθνούς μονοπωλιακού κεφαλαίου. Το κεφάλαιο είναι όλο και πιο ευκίνητο (με τη βοήθεια της τεχνολογίας), καθώς οι γιγαντιαίες επιχειρήσεις γίνονται ολοένα και πιο παγκοσμιοποιημένες και χρηματιστικοποιούμενες. Εντούτοις, οι διαιρέσεις στο επίπεδο του εθνικού κράτους παραμένουν άθικτες, καθώς οι κυβερνήσεις προωθούν τα συμφέροντα των «εταιρειών τους» έναντι των άλλων χωρών, ενώ περιορίζουν την κινητικότητα της εργασίας[xii]. Το αποτέλεσμα είναι ένα σύστημα άνισης ανταλλαγής, στο οποίο η διαφορά στο μισθό της εργατικής δύναμης σε διαφορετικά έθνη, είναι μεγαλύτερη από τη διαφορά στην παραγωγικότητά τους. Αυτό δημιουργεί ένα σύστημα «ιμπεριαλιστικών ενοικίων» που συγκεντρώνονται στις παγκοσμιοποιημένες εταιρείες του Κέντρου – το οποίο, λιγότερο ευθέως, στους επίσημους οικονομικούς κύκλους αναφέρεται ως «παγκόσμιο αρμπιτράζ (σ.μτφ. πλεονέκτημα / επενδυτική ευκαιρία) εργασίας». (Μια ανάλογη διαδικασία συμβαίνει και με το φυσικό πλούτο που αντλείται από τον παγκόσμιο Νότο). Αυτό δείχνει την υπερεκμετάλλευση της εργασίας στην περιφέρεια, η οποία λαμβάνει μισθό μικρότερο από την αξία της εργατικής της δύναμης. Αυτή η κατάσταση κατέστη δυνατή και από την ύπαρξη ενός μαζικού παγκόσμιου εφεδρικού στρατού εργασίας που βρίσκεται κυρίως στην Περιφέρεια. Το γεγονός ότι η εργασία ανταμείβεται διαφορετικά στο Κέντρο από ό,τι στην Περιφέρεια και το γεγονός ότι αυτό σχετίζεται με την παγκοσμιοποίηση του μονοπωλιακού κεφαλαίου, αποτελεί την ουσία του ιμπεριαλιστικού συστήματος σήμερα. Η ύπαρξη χαμηλότερου ποσοστού εκμετάλλευσης της εργασίας στο Βορρά και υψηλότερου ποσοστού εκμετάλλευσης της εργασίας στο Νότο, αποτελεί το κύριο εμπόδιο για την ενότητα της παγκόσμιας εργατικής τάξης.
Ο ιστορικός υλισμός και η κριτική του “Απαρτχάιντ σε παγκόσμια κλίμακα”
Ο νόμος της παγκόσμιας αξίας σημαίνει, σύμφωνα με τον Αμίν, ότι υπάρχει ένα ιμπεριαλιστικό παγκόσμιο σύστημα, το οποίο καλύπτει τόσο τον Βορρά όσο και τον Νότο, και που επιβάλλεται από το διεθνές μονοπωλιακό κεφάλαιο, υποστηριζόμενο από την τριάδα (ΗΠΑ, ΕΕ, Ιαπωνία). Ωστόσο, οι συνθήκες των ταξικών, εθνικών και ιμπεριαλιστικών συγκρούσεων (καθώς και η πολιτική και ο πολιτισμός), αφορούν το μεγαλύτερο πεδίο του ιστορικού υλισμού. Αυτό το πεδίο δεν μπορεί να περιοριστεί στο νόμο της αξίας ακόμη και στην παγκοσμιοποιημένη του μορφή. Επιπλέον, ο ιστορικός υλισμός ασχολείται επίσης με την ανάλυση των προκαπιταλιστικών και των μετακαπιταλιστικών κοινωνιών για τις οποίες ο νόμος της αξίας δεν έχει άμεση σχέση.
Πράγματι, οι προσπάθειες να στενέψουμε τον ιμπεριαλισμό αποκλειστικά σε ό,τι εκλαμβάνουμε ως στενούς οικονομικούς νόμους ενός καθαρού καπιταλισμού (και της υποτιθέμενης πολιτισμικής παγκοσμιοποίησης του μοντερνισμού), οδηγούν σε μοιραία λάθη. «Ο ίδιος ο όρος ιμπεριαλισμός», παρατηρεί ο Αμίν, έχει τεθεί σε απαγόρευση, καθώς έχει κριθεί «αντιεπιστημονικός». Απαιτούνται σημαντικές διαστρεβλώσεις για να αντικατασταθεί ο ιμπεριαλισμός με έναν πιο «αντικειμενικό» όρο, όπως «διεθνές κεφάλαιο» ή «διεθνικό κεφάλαιο». Λες και ο κόσμος διαμορφώθηκε αποκλειστικά από οικονομικούς νόμους, και πρέπει να χρησιμοποιήσουμε τεχνικές εκφράσεις για την αναπαραγωγή του κεφαλαίου. Λες και το κράτος και η πολιτική, η διπλωματία και οι στρατοί έχουν εξαφανιστεί από τη σκηνή! Ο ιμπεριαλισμός είναι ακριβώς το αμάλγαμα των απαιτήσεων και των νόμων για την αναπαραγωγή του κεφαλαίου. Είναι οι κοινωνικές, εθνικές και διεθνείς συμμαχίες που στηρίζουν την αναπαραγωγή του κεφαλαίου. Και είναι και οι πολιτικές στρατηγικές που χρησιμοποιούνται από αυτές τις συμμαχίες[xiii].
Ο ευρωκεντρισμός είναι μια ιδεολογία που συγκροτήθηκε ακριβώς, λέει ο Αμίν, για να αρνηθεί την παγκόσμια διαίρεση μεταξύ κέντρου και περιφέρειας προτείνοντας μια ενιαία γραμμή εξέλιξης του πολιτισμού: αυτής που περιγράφει τη νεωτερικότητα ως το ξεδίπλωμα των «φυσικών» καπιταλιστικών παρορμήσεων, και που κάνει την Ευρώπη, ως πρότυπο αυτών των χαρακτηριστικών και παρορμήσεων, τη μοναδική οικουμενική κουλτούρα. Αντίθετα, ο Αμίν προτείνει μια ιστορία του πολιτισμού, στην οποία τα τυχαία πλεονεκτήματα της «Δύσης», που προέρχονται από τη φεουδαρχία – μια ιδιαίτερα οπισθοδρομική μορφή του τρόπου παραγωγής που χαρακτήριζε όλους τους πρώιμους πολιτισμούς (κοινωνίες υποτελείς σε αφέντες/άρχοντες) – οδήγησαν στην ανάπτυξη του καπιταλισμού, πρώτα σε αυτές τις κοινωνίες. Αυτό, στη συνέχεια δημιούργησε ένα παγκόσμιο ρήγμα, που γεννήθηκε από την επιθετική επέκταση του καπιταλισμού και της αποικιοκρατίας.
Η άνοδος του μονοπωλιακού κεφαλαίου και του ιμπεριαλισμού από τα τέλη του 19ου αιώνα εδραίωσε ένα σύστημα «απαρτχάιντ σε παγκόσμια κλίμακα» που διακρίνει τις εύπορες χώρες του Βορρά από εκείνες του Νότου[xiv]. Αντί να υποφέρουν από μια αρχική υπο-ανάπτυξη, όπως θα μας δίδασκε η θεωρία του εκμοντερνισμού, οι χώρες της Περιφέρειας γνώρισαν, όπως μας το είπε η κλασική θεωρία της εξάρτησης, την «ανάπτυξη της υπο-ανάπτυξης». Σε αυτή την κατάσταση, οι κοινωνικοί τους σχηματισμοί αναδιαρθρώθηκαν βίαια και βρέθηκαν σε εξαρτημένη θέση (με την Ιαπωνία να είναι η μεγάλη εξαίρεση). Παρόλο που ορισμένες χώρες της Ασίας και της Λατινικής Αμερικής ενσωματώνονται ολοένα και περισσότερο στην παγκόσμια μεταποιητική βιομηχανία από τα τέλη του 20ου αιώνα, άλλες χώρες, ιδίως στην υποσαχάρια Αφρική, υποβιβάστηκαν στην κατηγορία του «Τέταρτου κόσμου» ή μονίμως φτωχές. Επιπλέον, ακόμη και εκείνες οι χώρες που φαίνεται ότι αναπτύσσονται γρήγορα (οι «αναδυόμενες οικονομίες») εξακολουθούν να εξαρτώνται από πολλές απόψεις από τα κεφάλαια του Κέντρου και να εξαρτώνται από τα κράτη της τριάδας και τα διεθνή μονοπώλια[xv]. Η Κίνα, λόγω του μεγέθους της και της κληρονομιάς της μαοϊκής επανάστασης, αποτελεί για τον Αμίν τη σημαντικότερη εξαίρεση από αυτή την τάση, στις αρχές του εικοστού πρώτου αιώνα.
Όσον αφορά την ταξική δομή του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος, κυριαρχούν παγκοσμίως έξι τάξεις: (1) Η ιμπεριαλιστική αστική τάξη του Κέντρου, η οποία συγκεντρώνει προς όφελός της, μεγάλο μέρος της υπεραξίας της παγκόσμιας οικονομίας. (2) Το προλεταριάτο του Κέντρου, το οποίο μέχρι πρόσφατα απολάμβανε πραγματικές μισθολογικές αυξήσεις λίγο-πολύ παράλληλες με την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας. (3) Η εξαρτημένη αστική τάξη της Περιφέρειας που βρίσκεται σε άρρηκτη σχέση με το διεθνές κεφάλαιο. (4) Το προλεταριάτο της Περιφέρειας, που υπόκειται σε υπερεκμετάλλευση – λόγω της αποσύνδεσης της παραγωγικότητάς του από το μισθό του. (5) Οι αγρότες της Περιφέρειας, καταπιεσμένοι από τη διπλή εκμετάλλευση των προκαπιταλιστικών μορφών και της καπιταλιστικής παραγωγής. (6) Οι καταπιεστικές τάξεις των μη καπιταλιστικών τρόπων παραγωγής (π.χ. παραδοσιακοί ολιγάρχες). Όλη αυτή η πραγματικότητα δημιουργεί ένα σύνθετο τοπίο αγώνων και συμμαχιών[xvi].
Η συνδυασμένη επιρροή του ιμπεριαλισμού και της υπερεκμετάλλευσης σημαίνει ότι τα πολιτικά συστήματα στην Περιφέρεια συνήθως ρέπουν προς διάφορες μορφές απολυταρχίας, και ολόκληρη αυτή η ασταθής δομή υποστηρίζεται από στρατιωτικές παρεμβάσεις, κυρίως από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Προκειμένου να διατηρηθεί ο έλεγχος των κρατών της Περιφέρειας, οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις συχνά προωθούν οπισθοδρομικές κοινωνικές σχέσεις που προκύπτουν από τα βάθη της ιστορίας, όπως είναι η περίπτωση του πολιτικού Ισλάμ. Κατά την άποψη του Αμίν, το πολιτικό Ισλάμ είναι κυρίως δημιούργημα του ιμπεριαλισμού. Η εισαγωγή της δημοκρατίας στο Νότο, χωρίς τη μεταβολή των θεμελιωδών κοινωνικών σχέσεων ή χωρίς την αμφισβήτηση του ιμπεριαλισμού, δεν είναι παρά μια «απάτη» (και μάλιστα διπλής δεδομένου του πλουτοκρατικού χαρακτήρα των αποκαλούμενων «δυτικών δημοκρατιών»).
Η πολιτική απαίτηση στον Νότο για απελευθέρωση από τον Βορρά, εκφράζεται, σύμφωνα με τον Αμίν, με τη διάσκεψη του Μπαντούνγκ (σ.μτφ. Ινδονησία) του 1955, του κινήματος των Αδέσμευτων κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Αλλά η διάρρηξη των ιμπεριαλιστικών δεσμών έχει αποδειχθεί αδύνατη με απλούς πολιτικούς ελιγμούς σε κρατικό επίπεδο. Επιπλέον, με τη Σοβιετική Ένωση να μην υπάρχει πλέον ως εναλλακτική παγκόσμια δύναμη, ξεκινώντας από τη δεκαετία του 1990, το περιθώριο ελιγμών για τα κράτη του Νότου έχει γίνει ακόμη πιο περιορισμένο. Η κυριότερη ελπίδα για τα έθνη του Νότου έγκειται επομένως στις πραγματικές επαναστάσεις (που μπορούν να έχουν μια μεγάλη ποικιλία μορφών) και στη δημιουργία κοινωνικών μπλοκ που επιδιώκουν την ανάπτυξη σε εναλλακτική κατεύθυνση, αποσυνδέονται από την παγκόσμια καπιταλιστική οικονομία, και στηρίζονται στην ανάπτυξη των αντιιμπεριαλιστικών συμμαχιών εντός του Νότου. Κρίσιμη για την παγκόσμια κοινωνική επανάσταση είναι η πολυπόθητη επανάσταση της εργατικής τάξης του Βορρά ενάντια στον ιμπεριαλισμό και τον ίδιο τον καπιταλισμό: μια προοπτική που γίνεται πιθανότερη καθώς το παγκόσμιο σύστημα μπαίνει σε οξείες διαμάχες. Παρόλα αυτά, οι πρωταγωνιστές της επαναστατικής αλλαγής στον εικοστό αιώνα ήταν οι καταπιεσμένες τάξεις της περιφέρειας – όπως φαίνεται σε μια ολόκληρη σειρά επαναστάσεων (Μεξικό, Ρωσία, Κίνα, Κούβα, Αλγερία, Βιετνάμ κλπ.), έτσι όπως εκφράστηκαν από την έκκληση του Τσε Γκεβάρα «για ένα, δύο, πολλά Βιετνάμ»[xvii]. Αυτές οι καταπιεσμένες τάξεις της Περιφέρειας, παραμένουν οι πρωταγωνιστές και του εικοστού πρώτου αιώνα.
Για τον Αμίν, και προφανώς για τους λαούς όλου του κόσμου, είναι οι δραματικές εξεγέρσεις της νέας μπελ επόκ του τέλους του εικοστού και των αρχών του εικοστού πρώτου αιώνα, οι οποίες έχουν σήμερα τη μεγαλύτερη ιστορική σημασία: εκείνες που λαμβάνουν χώρα στην Ασία (πχ Νεπάλ ), στη Λατινική Αμερική (πχ. Βενεζουέλα και Βολιβία) και στην Αφρική και στη Μέση Ανατολή (πχ Αίγυπτος, Τυνησία, Υεμένη και Μπαχρέιν) – θέτοντας το ζήτημα της «Αραβικής Άνοιξης». Είναι αυτή η σημαντική συγκυρία – που σχετίζεται με την Αραβική εξέγερση – στην οποία εστιάζουν τα άρθρα του στο τρέχον τεύχος του Monthly Review. Με τα άρθρα του αυτά, επεκτείνει την ανάλυσή του ώστε να καλύψει τα ευρύτερα πολιτικά ζητήματα της «απάτης της Δημοκρατίας και της καθολικής εναλλακτικής».
Η απόλυτη καταστροφή που συνιστά ο καπιταλισμός για τον πλανήτη στην φάση του παγκόσμιου ολιγοπωλιακού – χρηματιστηριακού κεφαλαίου, είναι ξεκάθαρη στην ανάλυση του Αμίν και αντιπροσωπεύει, κατά τη γνώμη μου, το σημαντικότερο μήνυμα του. «Ο καπιταλισμός», γράφει, «προσαρμόζεται μόνο στις ανάγκες που δημιουργούν οι αγώνες και οι συγκρούσεις που διαμορφώνουν την ιστορία του. Το τίμημα είναι να τονίζεται ο χαρακτήρας του ως καταστροφέας των βάσεων του πλούτου, των ανθρώπων (που αντιμετωπίζονται ως εργατική δύναμη – εμπόρευμα) και της φύσης (που και αυτή υποβιβάζεται στο επίπεδο του εμπορεύματος). Η πρώτη μεγάλη κρίση (που ξεκίνησε το 1873) ξεπληρώθηκε με τριάντα χρόνια πολέμων και επαναστάσεων (1914-1945). Η δεύτερη κρίση, (ξεκίνησε το 1971), εισήλθε στο δεύτερο, εντελώς χαοτικό, στάδιο της εξέλιξής της με την οικονομική κατάρρευση του 2008, φέρνοντας φρίκη και καταστροφές που αποτελούν απειλή για ολόκληρη την ανθρωπότητα. Ο καπιταλισμός έχει γίνει ένα ξεπερασμένο κοινωνικό σύστημα».
Αν θέλουμε τελικά να βγούμε από αυτό το «μακρύ τούνελ», δηλώνει, «διέξοδος θα είναι ο σοσιαλισμός» … μια κοινωνία που αποσκοπεί στην υπέρβαση «της κληρονομιάς της άνισης ανάπτυξης που είναι εγγενής στον καπιταλισμό» προσφέροντας σε «όλους τους ανθρώπους του πλανήτη ολόπλευρη κοινωνική ανάπτυξη» – σύμφωνη με τις οικολογικές απαιτήσεις[xviii].
[i] Samir Amin, “Samir Amin (born 1931)” (αυτοβιογραφία), σε Philip Arestis and Malcolm Sawyer, The Biographical Dictionary of Dissenting Economists (Northampton, MA: Edward Elgar, 2000), 1-7, και Accumulation on A World Scale (New York: Monthly Review Press, 1974). Για μια σύνοψη της πρώιμης ανάπτυξης της θεωρίας του Αμίν για την άνιση ανταλλαγή και την εξαρτημένη συσσώρευση δες John Bellamy Foster, The Theory of Monopoly Capitalism (New York: Monthly Review Press, 1986), 178-84.
[ii] Samir Amin, The Law of Value and Historical Materialism (New York: Monthly Review Press, 1978), 1-2.
[iii] Amin, The Law of Value and Historical Materialism, 3.
[iv] Samir Amin, The Law of Worldwide Value (New York: Monthly Review Press, 2010), 12-13. Η αναγνώριση εκ μέρους του Αμίν των περιορισμών που εμφανίζουν τα μαθηματικά μοντέλα, δεν τον αποτρέπει από το να τα χρησιμοποιεί με περιορισμένο τρόπο για να εκφράσει τις βασικές παραμέτρους του παγκόσμιου νόμου της αξίας. Ibid., 86-87. Πολλές πλευρές της θεωρίας του Αμίν για την παγκόσμια αξία, ήταν παρούσες κατά τη δεκαετία του 70. Δες Samir Amin, Imperialism and Unequal Development (New York: Monthly Review Press, 1977). Αυτό που άλλαξε και καθόρισε περισσότερο τα πράγματα ήταν η μεγάλη Οικονομική Κρίση του 2007-08, που έκανε καθαρό ότι ο μονοπωλιακός καπιταλισμός μπήκε σε μια νέα φάση ολιγοπωλιακού – χρηματιστικού κεφαλαίου (δες τη σημείωση 10) και οδήγησε τον Αμίν στην οριστική διαμόρφωση της άποψης του ιμπεριαλιστικού ενοικίου.
[v] Amin, The Law of Worldwide Value, 14.
[vi] Samir Amin, Class and Nation, Historically and in the Current Crisis (New York: Monthly Review Press, 1980).
[vii] Amin, The Law of Worldwide Value, 117.
[viii] Ο Αμίν αναφέρεται συγκεκριμένα στη δουλειά των Μπάραν και Σουήζυ για το “τμήμα 3” (σε διάκριση με το τμήμα 1, επένδυση, και τμήμα 2, κατανάλωση), που αντιπροσωπεύει τη διοχέτευση του πλεονάσματος προϊόντων επί μονοπωλιακού καπιταλισμού στις κρατικές δαπάνες, συχνά με τη μορφή στρατιωτικών δαπανών. Αλλά επίσης αναφέρεται στην αύξηση των μη παραγωγικών δαπανών στην οικονομία γενικά. Ο Αμίν παρατηρεί ότι για να αντιμετωπίσει ο Μπάραν αυτό το δύσκολο πρόβλημα εισήγαγε την έννοια του “πλεονάσματος”, συμπληρώνοντας τον παραδοσιακό υπολογισμό της υπεραξίας. Amin, The Law of Worldwide Value, 27. Δες επίσης John Bellamy Foster, “Marxian Economics and the State,” στο Foster and Henryk Szlajfer, The Faltering Economy (New York: Monthly Review Press, 1984), 325-49, and The Theory of Monopoly Capitalism, 24-50.
[ix] Amin, The Law of Worldwide Value, 118.
[x] Ο Αμίν χρησιμοποιεί τον όρο “ολιγοπωλιακό – χρηματιστικό κεφάλαιο” για να εξηγήσει την τελευταία φάση του καπιταλισμού. Δες Samir Amin, “’Market Economy’ or Oligopoly-Finance Capital,” Monthly Review 59, no. 11 (April 2008): 51-61. Αυτή η διατύπωση αντιστοιχεί στο πώς εμείς στο Monthly Review κατανοούμε την εξέλιξη της νέας φάσης του καπιταλισμού, και η οποία ξεκινά από την απόπειρα να κατανοηθούν οι δυνάμεις που αργότερα οδήγησαν στη Μεγάλη Οικονομική Κρίση του 2007-2008. Δες John Bellamy Foster, “Monopoly-Finance Capital,” Monthly Review 58, no. 7 (December 2006): 1-14; John Bellamy Foster and Fred Magdoff, The Great Financial Crisis (New York: Monthly Review Press, 2009).
[xi] Amin, The Law of Worldwide Value, 118-119, 89-90.
[xii] Η αναγνώριση της ζώσας σημασίας των διαιρέσεων των εθνικών κρατών είναι κρίσιμη για τη θεωρία του Αμίν για τον ιμπεριαλισμό και διαχωρίζει την ανάλυσή του τόσο από τις “θεωρίες της παγκοσμιοποίησης” που αρνούνται το έθνος κράτος, όσο και από τις θεωρίες του “διεθνικού κεφαλαίου” που υποστηρίζει, με πιο εξευγενισμένο τρόπο, το ίδιο επιχείρημα. Δες Samir Amin “Transnational Capitalism or Collective Imperialism,” Pambazuka News, 522, March 23, 2011, http://www.pambazuka.org.
[xiii] Samir Amin, Eurocentrism (New York: Monthly Review Press, 1989), 141.
[xiv] Amin, The Law of Worldwide Value, 53.
[xv] Οι πέντε τρόποι του μονοπωλιακού ελέγχου – τεχνολογία, οικονομία, φυσικοί πόροι, επικοινωνίες και στρατός – με τους οποίους το Κέντρο εξακολουθεί να ελέγχει την Περιφέρεια περιγράφονται στο βιβλίο του Σαμίρ Αμίν, Capitalism in the Age of Globalization (London: Zed Books, 1997), 4-5.
[xvi] Amin, The Law of Worldwide Value, 92-93.
[xvii] Amin, The Law of Worldwide Value, 122-28.
[xviii] Amin, The Law of Worldwide Value, 50, and Eurocentrism, 152.
Το παραπάνω κείμενο του
Πηγή: Monthly Review
Μετάφραση: antapocrisis
Ο John Bellamy Foster είναι καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Όρεγκον, εκδότης του Monthly Review.
Leave a Reply
Want to join the discussion?Feel free to contribute!