Πώς μια ταινία αναπτέρωσε τον φασισμό στην Αμερική και βοήθησε στην εκλογή του Τραμπ
Το antapocrisis αναδημοσιεύει το παρακάτω άρθρο γιατί ανεξάρτητα από την εκτίμηση για την καλλιτεχνική και φιλοσοφική αξία μιας ταινίας, επιχειρεί να ερμηνεύσει την υλική βάση του Τραμπισμού πολύ ευρύτερα και μάλλον ουσιαστικότερα από την περιοριστική εικόνα του αμόρφωτου Αμερικανού του καθυστερημένου Νότου. Ως τέτοιο, έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον και εξηγεί το βάθος και την έκταση του φαινομένου καθώς και τις ρίζες του στο “τέλος της ιστορίας”.
Τι θα απαντούσατε στο ερώτημα για το ποια ταινία είχε την μεγαλύτερη επιρροή στον 21ο αιώνα μέχρι τώρα; Και μιλώ για πραγματική, απτή επιρροή. Επιρροή που βιώνουμε κάθε μέρα. Η ταινία στην οποία αναφέρομαι, κυκλοφόρησε το 1999. Αφηγείται την ιστορία ενός άνδρα που κουράζεται από το κενό νόημα του κόσμου. Μιλώ φυσικά για το Fight Club.
Κατά το γράψιμο αυτού του άρθρου, το Fight Club κατατάσσεται στην 11η θέση στις αγαπημένες ταινίες όλων των εποχών στη λίστα του IMDB. Όταν κυκλοφόρησε, οι κριτικοί ήταν πολύ διχασμένοι και η ταινία απέτυχε να ενθουσιάσει το κοινό της. Από τότε όμως, έχει γίνει αντικείμενο λατρείας, κυρίως από νεαρούς λευκούς άντρες που αναζητούν σκοπό στη ζωή τους.
Για μένα, η ταινία έμοιαζε πάντα σαν φασιστικός ψευδο-πνευματισμός τυλιγμένος σε περιττή βία. Ο Ρότζερ Έμπερτ καταλάβαινε καλύτερα τη ματαιοδοξία της ταινίας, όταν έγραψε ότι το Fight Club είναι «ένας συναρπαστικός περίπατος μεταμφιεσμένος σε φιλοσοφία» και μία από τις «πιο ειλικρινείς και χαρούμενες φασιστικές ταινίες μεγάλων αστέρων». Οι υποστηρικτές της ταινίας ισχυρίζονται ότι είναι μια κριτική του φασισμού, του καταναλωτισμού και της τοξικής αρρενωπότητας. Λένε ότι ο Aφηγητής, σκοτώνοντας τον Τάιλερ, αποδεικνύει την ειρωνική του πρόθεση. Είναι ο τρόπος του να πει «ήταν απλώς μια φάρσα». Διαφωνώ εντελώς.
Το Fight Club δεν είναι κριτική. Είναι μια αδιάκοπη απολογία. Ο Aφηγητής, που σκοτώνει τον Τάιλερ, δεν απαλλάσσεται από αυτό που έχει κάνει. Δεν αποδεικνύει επίσης ότι έχει μάθει κάτι ή ότι έχει γίνει καλύτερο άτομο. Ενώ κάποιοι βλέπουν λύτρωση στη δολοφονία-αυτοκτονία, εγώ βλέπω αποδοχή. Ο Aφηγητής δεν χρειάζεται πια ένα alter ego. Έχει πλέον εσωτερικεύσει αυτό που αρχικά πρόβαλε στον Tyler. Η τελική σκηνή, στην οποία κοιτάζει ασταμάτητα και δίχως συναισθήματα να ξετυλίγεται η τρομοκρατική συνωμοσία, είναι περαιτέρω απόδειξη ότι έχει γίνει πλέον Tyler.
Αυτή η συζήτηση θα είχε μικρή σημασία εάν περιοριζόταν στη συζήτηση της καλλιτεχνικής και φιλοσοφικής αξίας μιας ταινίας. Ωστόσο, το ζήτημα είναι ότι το Fight Club και η «φιλοσοφία» που υποστηρίζει, έχουν φτάσει πολύ πέρα από τα σαλόνια των κριτικών της ταινίας. Η ταινία συνέβαλε στην ψυχολογική μιζέρια μιας ολόκληρης γενιάς και αναζωογόνησα πολλές τοξικά και επικίνδυνα ρεύματα που τελικά οδήγησαν στην εναλλακτική ακραία δεξιά (alt-right) και εξέλεξαν τον Ντόναλντ Τραμπ.
Για εκείνους που είναι αρκετά μεγάλοι για να θυμούνται, η δεκαετία του ’90 ήταν μια χαμένη δεκαετία που ορίστηκε από το παράξενο συναίσθημα ότι είχαμε φτάσει στο «τέλος της ιστορίας», αυτό που οι κοινωνιολόγοι αποκαλούν ιστορικό κενό. Ο 20ος αιώνας είχε τελειώσει τον Δεκέμβριο του 1991 με τη διάλυση της ΕΣΣΔ. Ο 21ος αιώνας ξεκίνησε την Τρίτη, 11 Σεπτεμβρίου 2001. Δέκα χρόνια έμειναν ξεκρέμαστα ανάμεσα σε δύο αιώνες, χάθηκαν ανάμεσα σε δύο χιλιετίες, περιπλανώμενα στο χρόνο.
Ο Γάλλος φιλόσοφος Αντρέ Κομπτ-Σπονβίλ, σε ένα δοκίμιο του 2004, υποστήριξε ότι η πτώση του κομμουνιστικού ανατολικού μπλοκ άφησε την καπιταλιστική Δύση χωρίς σαφή συνείδηση του εαυτού της. Από τον Β ‘Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά, εμείς στον «πρώτο κόσμο» ορίσαμε τον εαυτό μας βάζοντάς τον σε αντίθεση με τον δεύτερο και τον τρίτο κόσμο. Οι εθνικές μας επιστημολογίες και οι μεταφυσικές βασίστηκαν σε αντίθεση και σύγκριση με τους Άλλους. Όταν ο Μεγάλος Άλλος εξαφανίστηκε, δεν μπορούσαμε να εξηγήσουμε πια ποιοι είμαστε.
Ταινίες από τη δεκαετία του ’90 περικλείουν αυτό το αίσθημα απελπισίας, εγκατάλειψης, έλλειψης σκοπών. Μόνο το 1999 μας έδωσε το Matrix, το Office Space, το Fight Club, το American Beauty και το Eyes Wide Shut. Οι πρωταγωνιστές όλων αυτών των ταινιών είναι λευκοί άντρες που αισθάνονται ότι η ζωή τους (προσωπική, επαγγελματική, σεξουαλική) βρίσκεται σε αδιέξοδο και προσπαθούν να δημιουργήσουν νόημα σε ένα παράλογο κόσμο μέσα από την εξέγερση, τη βία και το σεξ.
Όταν τελικά ήρθε ο 21ος αιώνας, ξεκίνησε μέσα στη βία και στο χάος. Μας υποσχέθηκαν ιπτάμενα αυτοκίνητα και έναν καλύτερο, ειρηνικό κόσμο. Το μόνο που πήραμε ήταν συντριβή αεροπλάνων στους Δίδυμους Πύργους, φόβο και άνοδο του αυταρχισμού. Ως κοινωνία, χρειαζόμαστε έναν Μεγάλο Άλλο για να μας κάνει να νιώθουμε σαν να είμαστε εμείς οι καλοί. Τον βρήκαμε πολύ εύκολα. Οι ισλαμιστές έγιναν οι νέοι κομμουνιστές. Το μεγάλο χάσμα μετακινήθηκε από τις κοινωνικοοικονομικές πολιτικές σε μια πολύ πιο απλοϊκή διχοτόμηση ανάμεσα στους καλούς και τους κακούς. Είμαστε Εμείς και απέναντι ο άξονας του Κακού. Ο Ντικ Τσένι χαρακτήρισε τον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας ως «υπαρξιακή σύγκρουση».
Η μελαγχολία της δεκαετίας του ’90 μετατράπηκε σε υπαρξιακό φόβο κατά τη δεκαετία του 2000. Με την αρρενωπότητα και τις παραδοσιακές δυτικές αξίες να δέχονται επίθεση, τα χειρότερα πνευματικά κινήματα επανεμφανίστηκαν σε ένα εξαιρετικά εύφορο έδαφος, ενισχυμένα από νέα παγκόσμια εργαλεία επικοινωνίας: το Διαδίκτυο και, σύντομα, τα κοινωνικά δίκτυα. Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι όλες αυτές οι κινήσεις θα βρίσκουν στο Fight Club, την τέλεια έκφραση των βασικών αρχών τους. Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι οι άνθρωποι που προσηλυτίστηκαν σε αυτά τα ρεύματα, θα λατρέψουν αυτήν την ταινία και θα την κρατήσουν ως Ευαγγέλιο.
Το Fight Club δοξάζει τον ανδρισμό, τον μηδενισμό, την έλλειψη πίστης και τον φασισμό. Εξυψώνει τον λευκό νεαρό άνδρα που βρίσκει νόημα στην επιβολή της ανδρικότητάς του, μεταχειρίζεται τις γυναίκες σαν θηράματα προς κυνήγι, απορρίπτοντας κοινωνικούς κανόνες, αρνούμενος τις παραδοσιακές αξίες, φλερτάροντας με το μηδέν.
Είναι συναρπαστικό να βλέπουμε πώς το Fight Club έχει γίνει μια φιλοσοφική αναφορά και, σε κάποιο βαθμό, μια εξιδανικευμένη εκδοχή της ζωής, για τους ακτιβιστές των δικαιωμάτων των ανδρών, για όσους θεωρούν ότι το σεξ με τις γυναίκες είναι αποτέλεσμα επιστημονικού σχεδιασμού (pick-up artists), για όσους δεν βρίσκουν γυναίκα παρόλο που το επιδιώκουν (incels), για τους νέους άθεϊστές, για τις ομάδες πολιτοφυλακών όπως το Fraternal Order of Alt-Knights ή τους Proud Boys, για τον Steve Bannon και το Breitbart, και για μισογυνιστές όπως ο Jordan Peterson.
Όλες αυτές οι ομάδες και οι άνθρωποι ζουν σε έναν κόσμο όπου οι λευκοί άντρες είναι καταπιεσμένοι:
Από τις γυναίκες που τους αρνούνται το σεξ που τάχα τους οφείλουν, αναγκάζοντάς τους να μην έχουν σεξουαλική ζωή, παρά το ότι την επιδιώκουν.
Από κάποιον άλλο άνδρα που επιτυγχάνει σεξουαλικά με τις γυναίκες, κλέβοντάς τες από τους «καλούς» στους οποίους υποτίθεται ότι ανήκουν οι ίδιοι.
Από την κοινότητα LGBTQ+, από ακτιβιστές κοινωνικών δικαιωμάτων, και από αυτό που αποκαλούν «ιδεολογία της αφύπνισης», σύμφωνα με την οποία όλοι οι άλλοι συνωμοτούν για να μειώσουν τα δικαιώματα των λευκών ανδρών για να αυξήσουν τα δικά τους.
Από αλλοδαπούς φυσικά, στη διαδικασία που αποκαλούν Μεγάλη Αντικατάσταση.
Και, φυσικά, όλες αυτές οι ομάδες έχουν συγκεντρωθεί σε αυτό που είναι τώρα γνωστό ως alt-right (Εναλλακτική Δεξιά). Αρτίστες του σεξουαλικού πεσίματος, νέοι αθεϊστές, σκεπτικιστές, ακτιβιστές για τα δικαιώματα των ανδρών, αποτελούν πλέον τον πυρήνα αυτής της νέας ακροδεξιάς, φασιστικής ιδεολογίας της οποίας ηγέτης είναι ο Ντόναλντ Τραμπ και Βίβλος είναι το Fight Club.
Με πολλούς τρόπους, ο Τραμπ προσωποποιεί όλα αυτά που εκτιμούν αυτοί οι άντρες στον Τάιλερ του Fight Club. Ο Τραμπ είναι απροκάλυπτα μισογύνης, αγκαλιάζει με υπερηφάνεια τις απόψεις της Λευκής Ανωτερότητας, είναι εντελώς ρατσιστής, δεν δείχνει σεβασμό στις κλασικές αξίες ή στο πρωτόκολλο, είναι ομοφοβικός που επαινεί την τοξική αρρενωπότητα. Είναι ανοιχτά αυτό που ελπίζουν οι ίδιοι να είναι κρυφά.
Το Fight Club βοήθησε στη γέννηση μιας νέας φυλής φασισμού στην Αμερική. Αποκρυσταλλώνει τον φόβο των νέων λευκών αντρών και τους έδωσε έναν χάρτη πορείας για να βρουν νόημα στην λύπηση προς τον εαυτό τους και στο μίσος προς τους άλλους. Μας έδωσε την ακροδεξιά και τον Ντόναλντ Τραμπ.
Το Fight Club είναι πιθανώς η πιο καταστροφική ταινία που έγινε ποτέ.
Πηγή: Medium
Μετάφραση: antapocrisis
Ο Nicolas Carteron γράφει για ζητήματα πολιτικής, επιχειρήσεων, κουλτούρας και κοινωνίας στο Medium.
Leave a Reply
Want to join the discussion?Feel free to contribute!