Πώς αποδεικνύεται ότι ενορχηστρωτής της συγκάλυψης δεν μπορεί παρά να είναι ο Κ. Μητσοτάκης;

Ο Κ. Μητσοτάκης στην τηλεοπτική του απολογία, σάλπισε υποχώρηση από όλα τα βασικά σημεία της κυβερνητικής γραμμής όπως αυτή διαμορφώθηκε από τις πρώτες κιόλας ώρες του εγκλήματος των Τεμπών. 

Πρώτον, δέχτηκε ότι η εμπορική αμαξοστοιχία πιθανόν να μετέφερε παράνομο εύφλεκτο υλικό. Δεύτερο, δέχτηκε ότι πιθανά να ήταν λάθος το μπάζωμα. Τρίτο, δέχτηκε ότι η Εξεταστική Επιτροπή που έγινε, δεν τιμά τη Βουλή. Τέταρτον, δέχτηκε ότι η εξαφάνιση των βίντεο από την εμπορική αμαξοστοιχία γεννά ερωτηματικά.

Όλες οι παραδοχές Μητσοτάκη θέτουν ευθέως το ερώτημα: Ποιος έχει σήμερα στην Ελλάδα τη δύναμη να καθορίσει τι θα πει η Πυροσβεστική, τι (δεν) θα κάνει η Αστυνομία, τι θα κάνει η Εξεταστική Επιτροπή στη Βουλή, και ταυτόχρονα να επιβάλει τι θα γίνει στον τόπου του συμβάντος, παρά τις αντιρρήσεις της Αστυνομίας;

Γιατί ακόμα και αν υποθέσουμε ότι στο παράνομο φορτίο εμπλέκεται ένας ισχυρός επιχειρηματικός όμιλος, έχει ένας τέτοιος όμιλος την δυνατότητα να σβήνει βίντεο, να μπαζώνει τον χώρο, να καθοδηγεί την Αστυνομία, να παραπλανά τη δικαιοσύνη, να κάνει τον Πρόεδρο της Βουλής να κωλυσιεργεί με τις δικογραφίες, να κάνει την Εξεταστική Επιτροπή να βγάζει ψευδεπίγραφα και καθοδηγούμενα πορίσματα, χωρίς την άμεση εμπλοκή και συνεργασία της πολιτικής εξουσίας; 

Όσο ισχυρός κι αν είναι ένας τέτοιος επιχειρηματικός όμιλος, τα γεγονότα για τα οποία ο ίδιος ο πρωθυπουργός παραδέχτηκε ότι υπάρχουν ερωτηματικά, δεν μπορεί να τα ενορχηστρώσει κανείς, χωρίς τη συνέργεια της ίδιας της εκτελεστικής εξουσίας. 

Δεν πρόκειται για ένα ή δύο λάθη. Πρόκειται για μια αλυσίδα πράξεων ή παραλείψεων που όμως όλες οδηγούν στη συγκάλυψη όχι μόνο των συνθηκών του δυστυχήματος (εκρήξεις φωτιάς) αλλά και των αιτιών του. Ο τρόπος με τον οποίο συμπεριφέρθηκε ο ίδιος ο Κ. Μητσοτάκης και οι υπουργοί του απέναντι σε αυτές τις πράξεις και παραλείψεις, συνιστά απόδειξη ενοχής. Απαριθμούμε:

Πρώτο: η κοπτοραπτική των ηχητικών ντοκουμέντων

Η βασική γραμμή της κυβέρνησης κατά τις πρώτες ώρες της σύγκρουσης διαμορφώνεται από τον ίδιο τον Κ.Μητσοτάκη: “όλα δείχνουν πως το δράμα οφείλεται, δυστυχώς, κυρίως σε τραγικό ανθρώπινο λάθος”. Αυτή η γραμμή επιδιώκει να περιορίσει την αναζήτηση ευθυνών αποκλειστικά στον σταθμάρχη – ο οποίος σημειωτέον ήταν διορισμένος ως βύσμα της ΝΔ, με φωτογραφική διάταξη του Υπουργείου Μεταφορών.

Για να περάσει αυτή η γραμμή, η πρώτη παραποίηση έρχεται από το αμαρτωλό τρίγωνο ΟΣΕ – κυβέρνηση – ΜΜΕ. Κατευθείαν μετά το δυστύχημα, κυβερνητικά στελέχη και όχι αστυνομικοί, είναι αυτοί που παίρνουν τα ηχητικά από τα κεντρικά του ΟΣΕ. Την ίδια μέρα (1/3/2023), τα ΜΜΕ παίζουν τα ηχητικά αποσπάσματα μονταρισμένα με τέτοιο τρόπο ώστε να κατευθύνεται η λαϊκή οργή αποκλειστικά στον σταθμάρχη. Πιο συγκεκριμένα, το μοντάρισμα αφορά τη συγκόλληση διαδοχικά λανθασμένων εντολών του σταθμάρχη που όμως τελικά αποδείχθηκε ότι ήταν συνομιλίες με άλλο μηχανοδηγό. 

Ενώ τα ΜΜΕ παίζουν τα μονταρισμένες ηχητικές συνομιλίες το μεσημέρι της 1/3/2023, τα ηχητικά παραδίδονται επισήμως στην Αστυνομία και στις δικαστικές αρχές το μεσημέρι της 3/3/2023, δύο ημέρες αργότερα. 

Όταν γίνεται γνωστή η μονταζιέρα, ένα χρόνο μετά, η κυβέρνηση και ο μηχανισμός της επιτίθεται βίαια σε όποιον θέτει το ερώτημα της παραποίησης των ηχητικών, μιλώντας για “σενάρια συνωμοσίας” (Π.Μαρινάκης, κυβερνητικός εκπρόσωπος 24/3/2024). Έκτοτε στήνεται ένας χορός ανθρωποφαγίας οποιουδήποτε τολμά να θέσει το ερώτημα γιατί αλλοιώθηκαν οι συνομιλίες και ποιος τις αλλοίωσε, κατηγορώντας τον ως “υπερασπιστή του σταθμάρχη”. Οι εγκληματικές ευθύνες του γαλάζιου σταθμάρχη είναι προφανείς και δεδομένες, αλλά δεδομένη είναι και η αλλοίωση των συνομιλιών, με στόχο να καναλιζαριστεί η λαϊκή δυσαρέσκεια και να μείνει ένας μόνον άνθρωπος στο εδώλιο του κατηγορουμένου. 

Κανένας μέχρι σήμερα δεν έχει αναλάβει την ευθύνη για την κοπτοραπτική των ηχητικών, παρόλο που η διαδρομή τους είναι γνωστή: Από τον ΟΣΕ στην κυβέρνηση και από την κυβέρνηση στα ΜΜΕ (πριν φτάσουν στις ανακριτικές αρχές). 

Βασικό ρόλο σε αυτή την κοπτοραπτική φαίνεται να έχει παίξει ο νυν διευθύνων σύμβουλος του ΟΣΕ Παναγιώτης Τερεζάκης, ο οποίος τοποθετήθηκε σε αυτή τη θέση από τον υπουργό Γεραπετρίτη αμέσως μετά το δυστύχημα. Πριν την τοποθέτησή του στη θέση του επικεφαλής, είχε προσφέρει τις υπηρεσίες του, μπαίνοντας, το πρωί της 1ης Μαρτίου, λίγες ώρες μετά τη σύγκρουση, πρώτος στο δωμάτιο καταγραφών του ΟΣΕ, αν και ήταν τότε απλώς σύμβουλος του Οργανισμού. Ο μετέπειτα επιβραβευθείς σύμβουλος κατέθεσε ότι η Αστυνομία πήρε τα ηχητικά την ίδια μέρα. Η Αστυνομία θεωρεί ψευδή όσα ισχυρίζεται ο Τερεζάκης, καθώς το στικάκι USB με καταγραφές συνομιλιών έφτασε στην Αστυνομία στις 3 Μαρτίου. Η ΕΛ.ΑΣ. δεν παρέλαβε τίποτα την 1η Μαρτίου, όπως καταθέτει ο Τερεζάκης, και πολύ περισσότερο παρουσία… αστυνομικών. 

Το πρόσφατο πόρισμα του καθηγητή του ΕΜΠ Α. Ροντογιάννη σύμφωνα με το οποίο δεν υπήρξε παραποίηση στα ηχητικά από τη νύχτα της σύγκρουσης στα Τέμπη, αφορά στο υλικό που παραδόθηκε ακέραιο στην Αστυνομία και  στις δικαστικές αρχές, και όχι στο υλικό που μονταρίστηκε και έπαιξε στα ΜΜΕ. Ουδείς άλλωστε είχε υπαινιχθεί ότι σε αυτό το υλικό υπήρχαν συνομιλίες που δεν έγιναν. Η καταγγελία αφορούσε την εκ του πονηρού συγκόλληση υπαρκτών συνομιλιών (αλλά άσχετων με το δυστύχημα) για να υποστηριχθεί το κυβερνητικό αφήγημα. Στον γενικό ορυμαγδό που προκαλεί η κυβερνητική προπαγάνδα, παρουσιάστηκε ότι το πόρισμα Ροντογιάννη “δικαιώνει” την κυβέρνηση. Κάθε άλλο. 

Δεύτερο: το μπάζωμα

Τέσσερις μέρες μετά το δυστύχημα, ο χώρος αλλοιώνεται. Στις 4 Μαρτίου του 2023, ο χώρος καθαρίζεται και στη συνέχεια μπαζώνεται. Σε αντίθεση με τη συνήθη παγκόσμια και ελληνική πρακτική ο χώρος ενός πολύνεκρου δυστυχήματος να παραμένει ανέπαφος για πολλές εβδομάδες έως και μήνες, το σημείο στα Τέμπη, λίγες μέρες μετά,  εκχερσώνεται και δεκάδες κυβικά μεταφέρονται αλλού, μαζί με υπολείμματα των σωρών. 

Αρχικά είχε χρεωθεί το μπάζωμα του χώρου στην Πυροσβεστική αλλά η Πυροσβεστική απάντησε ότι έφυγε από το σημείο 72 ώρες μετά και δεν έδωσε καμία εντολή για μπάζωμα.  Σήμερα προκύπτει ότι οι αστυνομικοί δέχτηκαν πιέσεις από κυβερνητικούς και αυτοδιοικητικούς παράγοντες. Σε σύσκεψη με παρουσία του Χ. Τριαντόπουλου (υφυπουργού Μητσοτάκη), Γ. Ξιφαρά (γ.γ. Υπουργείου Μεταφορών) και Κ. Αγοραστού (Περιφερειάρχη Θεσσαλίας με τη ΝΔ) ζητήθηκε επίμονα από την αστυνομία να δώσει άδεια να γίνει το μπάζωμα. Υπήρξε ένταση, η αστυνομία ζήτησε να ενημερωθούν οι δικαστικές αρχές, αλλά χωρίς τελικά αυτές να ενημερωθούν, τα συνεργεία προχώρησαν στο μπάζωμα με κυβερνητική εντολή. 

Αυτό, ανατρέπει πλήρως τον ψευδή ισχυρισμό Μητσοτάκη ότι η επιχείρηση αυτή ήταν απόφαση σε “καθαρά επιχειρησιακό επίπεδο η οποία μπορεί να ήταν λάθος αλλά έγινε με καλή πρόθεση”. Η απόφαση ήταν πολιτική και πάρθηκε με τη σκοπιμότητα, είτε της επικοινωνιακής διαχείρισης (να μη θυμίζει ο τόπος την τραγωδία), είτε της εξαφάνισης στοιχείων που σχετίζονται με τις συνθήκες του δυστυχήματος και την παρουσία εύφλεκτου υλικού. 

Επιπλέον, το μπάζωμα έγινε υπό την ηγεσία του Αστυνομικού Διευθυντή Χαρακόπουλου, ο οποίος είναι αδελφός βουλευτή της ΝΔ. Εναντίον του αστυνομικού διευθυντή ασκήθηκε δίωξη γιατί αντί “να προστατεύει τη σκηνή του συμβάντος ώστε να είναι εφικτή η προανακριτική αξιοποίηση των κάθε λογής στοιχείων, δεν προέβη σε καμία ενέργεια προκειμένου να αποτρέψει την μεταφορά φορτηγών με πειστήρια και ανθρώπινο υλικό”. Ο συγκεκριμένος αστυνομικός διευθυντής προήχθη σε ταξίαρχο, ακολουθώντας τη γενική κυβερνητική τακτική της επιβράβευσης όλων όσων συμμετείχαν στη συγκάλυψη. 

Η επιλογή του μπαζώματος υποστηρίχθηκε με ακραίο, επιθετικό και λυσσαλέο τρόπο από την κυβέρνηση, από τις 4/3/2023 μέχρι τις 29/1/2025, οπότε και αδειάστηκε από τον επικεφαλής της. Δεν ήταν ο Υπουργός Δικαιοσύνης Φλωρίδης που δήλωνε ένα χρόνο πριν (Μάρτιος του 2024) ότι “όσοι μιλούν για μπάζωμα είναι για τα μπάζα”; Δεν είναι ο ίδιος υπουργός που δηλώνει σήμερα ότι “τα χώματα πήγαν λίγο παραπέρα” λέγοντας μάλιστα ανερυθρίαστα ψέματα ότι από κάτω περνάει αγωγός φυσικού αερίου; 

Γιατί υποστηρίχθηκε, τόσο επιθετικά, τόσο κατηγορηματικά από την κυβέρνηση το μπάζωμα του χώρου, αν αυτό ήταν επιχειρησιακή και όχι πολιτική απόφαση; 

Γιατί, σύμφωνα με την κυβέρνηση, ήταν οπαδός θεωριών συνωμοσίας όποιος υποστήριζε ότι ο χώρος δεν έπρεπε να αλλοιωθεί μέχρι να ολοκληρωθεί η ανακριτική διαδικασία; 

Το πάθος και η ένταση με την οποία η κυβέρνηση επέβαλε το μπάζωμα (μέσω του υφυπουργού παρά τω πρωθυπουργώ Χ.Τριαντόπουλου) και κατόπιν το υποστήριξε μέχρις ότου αυτό να μην μπορεί με τίποτα να υποστηριχθεί, καθιστά τον Κ. Μητσοτάκη υπόλογο και για αυτή την πλευρά της συγκάλυψης. 

Τις επόμενες ημέρες, ο Χ. Τριαντόπουλος πιθανά θα θυσιαστεί μήπως και γλιτώσει ο Μητσοτάκης, όμως τότε, ο Χ. Τριαντόπουλος ήταν δεδομένο ότι δρούσε ως αυτό που ήταν: υφυπουργός παρά τω πρωθυπουργώ, ο βασικός άνθρωπος του Μητσοτάκη στο πεδίο του δυστυχήματος, ο μεταφορέας των εντολών του πρωθυπουργού, ο άνθρωπος που συντόνιζε εκ μέρους του Μαξίμου τις υπηρεσίες, την αυτοδιοίκηση και την κυβέρνηση στον τόπο του δυστυχήματος. 

Τρίτο: η απόκρυψη του παράνομου και αδήλωτου φορτίου 

Τρεις εβδομάδες μετά το δυστύχημα και αφού έχει τεθεί από συγγενείς θυμάτων και εμπειρογνώμονες το ερώτημα του τι προκάλεσε τόσο μεγάλη έκρηξη φωτιάς, ο πρωθυπουργός δηλώνει: “Γνωρίζουμε με βεβαιότητα ότι η εμπορική δεν μετέφερε τίποτα εύφλεκτο, τίποτα ύποπτο”. 

Η δήλωση αυτή ανασκευάζεται ολοκληρωτικά από τον ίδιο τον Κ. Μητσοτάκη δύο χρόνια μετά, καθώς πέρα από τα πορίσματα των εμπειρογνωμόνων των οικογενειών και τα ηχητικά των τηλεφώνων των θυμάτων που έρχονται στη δημοσιότητα, διαφαίνεται ότι και το πόρισμα ανεξάρτητης αρχής (ΕΜΠ) που παρήγγειλε ο ίδιος ο ανακριτής και αναμένεται τις επόμενες ημέρες, θα δίνει ως πιθανή αιτία της έκρηξης φωτιάς κάποιο υλικό που δεν είναι γνωστό ως δηλωμένο φορτίο. 

Εντωμεταξύ, πέρα από τα πορίσματα των εμπειρογνωμόνων των οικογενειών (οι οποίοι μέχρι σήμερα καθυβρίζονταν ως ψεκασμένοι και συνωμοσιολόγοι) έρχεται το πόρισμα των επιστημόνων του Πανεπιστημίου της Γάνδης (κατόπιν παραγγελίας του Ελληνικού Οργανισμού Διερεύνησης Αεροπορικών και Σιδηροδρομικών Ατυχημάτων και Ασφάλειας Μεταφορών) και λέει τα εξής:

– Το πρώτο βαγόνι της εμπορικής αμαξοστοιχίας, το οποίο ακολουθούσε τις δύο μηχανές του τρένου, μετέφερε φορτίο με πτητικούς υδρογονάνθρακες που δεν είχαν δηλωθεί.

– Το βάρος των πτητικών υδρογονανθράκων που εκτιμάται ότι μετέφερε η εμπορική αμαξοστοιχία ήταν μεταξύ 3,5 και 4 τόνων.

– Η διάρκεια των εκρήξεων μετά τη σύγκρουση ήταν περίπου 8 δευτερόλεπτα, ενώ το «μανιτάρι» που προκάλεσε έφτασε σε ύψος τα 80 μέτρα.

– Οι εύφλεκτες ουσίες αφορούν πιθανότατα το ξυλόλιο και το τολουόλιο, που χρησιμοποιούνται και για τη νοθεία καυσίμων.

Κατόπιν όλων αυτών, τίθεται το ερώτημα: Για ποιο λόγο ένας πρωθυπουργός πρέπει να βγει τόσο κατηγορηματικά να απαντήσει και να προκαταλάβει τις έρευνες, χωρίς να έχει στα χέρια του πορίσματα ανεξάρτητων αρχών, παρά μια επιφανειακή (μονοσέλιδη) έκθεση της Πυροσβεστικής που μιλά για την πρωτογενή αιτία της φωτιάς (που είναι προφανώς η σύγκρουση), και την διαβεβαίωση της Hellenic Train η οποία όμως είναι άμεσα εμπλεκόμενη και προς το παρόν κατηγορούμενη; 

Πώς ένας πρωθυπουργός μπορεί άκριτα να υιοθετεί και να αναπαράγει κατηγορηματικά (“είμαστε πλέον βέβαιοι”) τον ισχυρισμό της κατηγορούμενης εταιρείας; 

Υπήρξε ποτέ στα παγκόσμια χρονικά, επικεφαλής κυβέρνησης, που να υιοθετεί δίχως αμφισβήτηση τον ισχυρισμό μιας εταιρείας η οποία εμπλέκεται και ενοχοποιείται για πολύνεκρο δυστύχημα; 

Τι οδηγεί τον Κ. Μητσοτάκη όχι μόνο να διαψεύδει ότι υπήρχε παράνομο ή εύφλεκτο φορτίο στην εμπορική αμαξοστοιχία, αλλά να κατηγορεί και όσους επιμένουν στη διερεύνηση ότι “διακινούν θεωρίες συνωμοσίας”;

Ποιος παραπλανημένος πρωθυπουργός θα ήταν τόσο βέβαιος για τη μη ύπαρξη εύφλεκτου υλικού ώστε επί δύο χρόνια να επιτρέπει μια εκστρατεία σπίλωσης των συγγενών και των εμπειρογνωμόνων τους, αν δεν ήταν ο ίδιος ενορχηστρωτής της συγκάλυψης;

Ως απόδειξη της αθωότητάς του ο Κ. Μητσοτάκης διαρκώς θέτει το ερώτημα: “Τι συμφέρον θα είχα να συγκαλύψω το φορτίο της εμπορικής αμαξοστοιχίας;”. Μα αν το φορτίο εμπλέκει με τον έναν ή τον άλλον τρόπο έναν επιχειρηματικό όμιλο, τι πιο λογικό από τον επικεφαλής μιας κυβέρνησης που στηρίζεται από την ολιγαρχία και απολαμβάνει την πρωτοφανή μηντιακή και όχι μόνο υποστήριξή της, να θέλει να βγάλει το αδήλωτο φορτίο από το κάδρο των ευθυνών;

Τέταρτο: Το σβήσιμο των βίντεο

Ενώ το ερώτημα του τι μετέφερε η εμπορική αμαξοστοιχία τίθεται μέσα στον πρώτο μήνα από το δυστύχημα, τα βίντεο που θεωρητικά είχαν καταγράψει τη φόρτωση αλλά και την κίνηση του τρένου ζητήθηκαν μήνες μετά. Η εταιρεία που διαχειριζόταν την καταγραφή παρέδωσε σκληρούς δίσκους πολύ καθυστερημένα, οι οποίοι είχαν επομένως επανεγγραφεί, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει κανένα πλάνο από τη φόρτωση του τρένου. 

Συγκεκριμένα, ενώ το αίτημα γίνεται στις 28/3/2023 από δικηγόρο οικογένειας θύματος, οι σκληροί δίσκοι παραδίδονται τελικά στον ανακριτή στις 19/9/23, έξι μήνες μετά. Η αστυνομία η οποία σε άλλες περιπτώσεις κατάσχει εντός ωρών υλικό χρήσιμο σε προανάκριση, σε αυτή την περίπτωση αδιαφόρησε. Ο Κ. Μητσοτάκης παραδέχτηκε ότι “υπάρχουν ερωτηματικά” απέφυγε όμως να απαντήσει γιατί επί έξι μήνες ο ανακριτής περίμενε το οπτικό υλικό και αυτό δεν ερχόταν. Και όταν τελικά αυτό το υλικό ήρθε, ήταν αδύνατο να αξιοποιηθεί. 

Η ίδια η εταιρεία που διαχειρίζεται την καταγραφή, ενώ έχει στη διάθεσή της το οπτικό υλικό για αρκετές εβδομάδες μετά το δυστύχημα, και ενώ έχει τεθεί στη δημόσια συζήτηση το ερώτημα του τι ακριβώς μετέφερε η εμπορική αμαξοστοιχία, με διάφορα προσχήματα, κωλυσιεργίες και παρεξηγήσεις παραδίδει τους δίσκους μόνο πλέον όταν αυτοί έχουν καταστεί άχρηστοι. 

Σε πρώτη φάση μάλιστα, το υλικό από τις κάμερες του σιδηροδρομικού σταθμού Θεσσαλονίκης, που έφτασε στα χέρια του εφέτη – ανακριτή της υπόθεσης των Τεμπών, δεν περιείχε τις βιντεοσκοπήσεις από το μηχανοστάσιο της Θεσσαλονίκης, στο οποίο έγινε η φόρτωση της εμπορικής αμαξοστοιχίας, αλλά τη βιντεοσκόπηση σε άσχετο σημείο, στον επιβατικό σταθμό της Θεσσαλονίκης, δύο χιλιόμετρα μακριά. Αυτή η παραπλάνηση αποδόθηκε από τον ΟΣΕ και τον διευθύνοντα σύμβουλό του Παναγιώτη Τερεζάκη σε …“παρεξήγηση”. 

Προφανώς αυτή η “παρεξήγηση” (έκαναν ότι δεν κατάλαβαν ότι ο ανακριτής ήθελε να διαπιστώσει τι φορτώθηκε στην εμπορική αμαξοστοιχία), ήταν αρκετή για να υπάρξει επιπλέον καθυστέρηση και οι δίσκοι με την καταγραφή της φόρτωσης της αμαξοστοιχίας να επανεγγραφούν ξανά και ξανά με αποτέλεσμα να είναι πρακτικά αδύνατη η ανάκτηση δεδομένων.

Ενώ λοιπόν η οπτικοακουστική καταγραφή των αμαξοστοιχιών είναι εντός των συμβατικών υποχρεώσεων της Hellenic Train, τελικά δεν υπάρχει το παραμικρό αξιοποιήσιμο υλικό από ένα ολόκληρο σύστημα καταγραφής, πέρα από το βίντεο από κάμερα ιδιώτη(!) ιδιοκτήτη μίνι μάρκετ λίγη ώρα πριν τη σύγκρουση.

Πέμπτο: Το θέατρο της Εξεταστικής Επιτροπής και ο ρόλος Τασούλα

Αν για όλες τις προηγούμενες επιχειρήσεις συγκάλυψης και παραποίησης θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι ανήκαν στο “επιχειρησιακό” σκέλος, ο ρόλος της Εξεταστικής Επιτροπής στη Βουλή για τα Τέμπη, και πιο συγκεκριμένα ο ρόλος του Προέδρου της Βουλής Κ. Τασούλα, αναδεικνύει τις πολιτικές ευθύνες της συγκάλυψης στο ανώτατο δυνατό επίπεδο. 

Η Εξεταστική Επιτροπή που συγκροτήθηκε για να διερευνήσει την τραγωδία των Τεμπών, υλοποίησε έναν κεντρικό σχεδιασμό της κυβέρνησης της ΝΔ και μια τακτική που χαράχτηκε από τον ίδιο τον Κ. Μητσοτάκη, ανεξάρτητα από το αν σήμερα, για να γλιτώσει ο ίδιος, την άδειασε θεαματικά. 

Με πρόεδρο τον Δ.Μαρκόπουλο που έδινε ρεσιτάλ χυδαιότητας εναντίον των συγγενών των θυμάτων και χαρακτήριζε την επιτροπή για τη διερεύνηση 57 θανάτων γουρλίδικη (!) καθώς τέσσερα μέλη της υπουργοποιήθηκαν από τον Κ. Μητσοτάκη ως επιβράβευση για το έργο τους, η Εξεταστική Επιτροπή λειτούργησε στην πράξη ως κυμματοθραύστης της κριτικής στον Κ. Μητσοτάκη. 

Αυτό που έχει ειδικό ενδιαφέρον είναι ότι η Εξεταστική Επιτροπή επιχείρησε να συγκαλύψει τις αιτίες του δυστυχήματος, ενώ το μπάζωμα, η απόκρυψη του παράνομου φορτίου και το σβήσιμο των βίντεο επιχειρούσαν να αποκρύψουν τις ακριβείς συνθήκες του δυστυχήματος. 

Το πρωταρχικό ερώτημα ωστόσο είναι τι προκάλεσε τη σύγκρουση. Πέρα από τον γαλάζιο σταθμάρχη και το μερίδιο που του αναλογεί, το σύνολο των ειδικών απαντούν ότι αν υπήρχε τηλεδιοίκηση η σύγκρουση δεν θα είχε γίνει. 

Η συγκάλυψη στο ανώτατο δυνατό πολιτικό επίπεδο συνίσταται στην επίμονη άρνηση της κυβέρνηση να αποδεχτεί ότι αν είχε προχωρήσει και δεν αναβάλλονταν επί χρόνια το έργο της Σύμβασης 717/14, η σύγκρουση δεν θα είχε γίνει. Ο Γ. Γεραπετρίτης, βασικός συνεργάτης του Κ. Μητσοτάκη και Υπουργός Μεταφορών μετά το δυστύχημα ισχυριζόταν το εξής: “Υπάρχει κάποιος σύνδεσμος μεταξύ της σύμβασης 717 και του δυστυχήματος των Τεμπών; Η απάντηση σε αυτό είναι ότι δεν προκύπτει καμία αιτιώδης συνάφεια”. Αντίθετα, σύμφωνα με τον Εφέτη – Ανακριτή της Λάρισας που διερευνά το δυστύχημα: “Οι πολυετείς παρατάσεις στην ολοκλήρωση του έργου της Σύμβασης 717/14 […] συνδέονται άμεσα αιτιωδώς με την επέλευση του δυστυχήματος”. Να σημειώσουμε εδώ ότι η σύμβαση 717 υπογράφηκε τον Σεπτέμβριο του 2014, είχε ορίζοντα υλοποίησης τα δύο χρόνια, αλλά ως την 28η Φεβρουαρίου 2023 δεν είχε εκτελεστεί. 

Έτσι λοιπόν, ο Εφέτης – Ανακριτής ζητά το σχέδιο κατηγορητηρίου της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας σχετικά με τη σύμβαση 717. Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, άμεσα εμπλεκόμενοι είναι τα διευθυντικά στελέχη και επικεφαλής των εταιρειών Άκτωρ και Alstom (Κούτρας, Εξάρχου, Βλάχος), σημαντικοί και ιστορικοί επιχειρηματίες στο χώρο των κατασκευών, οι οποίοι διώκονται επειδή με τις πράξεις τους εμπόδισαν την εκτέλεση της σύμβασης 717. Η υπερασπιστική γραμμή των στελεχών είναι πανομοιότυπη με αυτή της κυβέρνησης: Ο γνωστός από την εποχή της παντοκρατορίας Μπόμπολα στα μεγάλα έργα, Χ.Κούτρας δηλώνει: “Η συσχέτιση [της σύμβασης 717 με το δυστύχημα στα Τέμπη] είναι απαράδεκτη, γιατί δεν υπάρχει καμία συνάφεια”.

Στην έρευνά της η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία έπεσε πάνω στα ονόματα των Χ. Σπίρτζη και Κ. Καραμανλή για τους οποίους προέκυψαν υποψίες σχετικά με φερόμενα ποινικά αδικήματα. Προσκρούοντας λοιπόν σε πολιτικά πρόσωπα, η Εισαγγελία, σύμφωνα με το Σύνταγμα, έστειλε τη δικογραφία στη Βουλή. 

Εκεί όμως υπήρχε ο Κ. Τασούλας. Ο Πρόεδρος της Βουλής και προαλειφόμενος για την Προεδρία της Δημοκρατίας με πρόταση Μητσοτάκη, ήταν εκ των βασικών συντελεστών του σχεδίου συγκάλυψης στο πολιτικό επίπεδο. 

Ο Κ. Τασούλας κρατούσε στο γραφείο του την δικογραφία της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας για τη σύμβαση 717 και τη δικογραφία για τα Τέμπη, και δεν την έδωσε άμεσα ως όφειλε, στα μέλη της Εξεταστικής Επιτροπής.

Επιπλέον, κρατούσε στο γραφείο του τις μηνύσεις που αφορούν τις ευθύνες του υπουργείου Μεταφορών και δυο δικογραφίες κατά μελών της κυβέρνησης, χωρίς να τα προωθεί άμεσα στη Βουλή σύμφωνα με το Σύνταγμα.

Τέλος, έκανε σαν να μην υπήρχαν τα εξώδικα των συγγενών των θυμάτων των Τεμπών. Στις μηνύσεις και στα εξώδικα των συγγενών αναφέρονται συγκεκριμένα πολιτικά πρόσωπα με υπαρκτές ευθύνες, τόσο για την απαξίωση του σιδηρόδρομου και των συστημάτων ασφαλείας, όσο -και κυρίως- για το μπάζωμα του χώρου και την άρνηση ύπαρξης παράνομου φορτίου από την κυβέρνηση. 

Εάν αλήθεια ο Κ. Μητσοτάκης αναγνωρίσει πχ ότι υπάρχει ευθύνη στην κυβερνητική διαχείριση και αποπέμψει τον εκπρόσωπό του στο πεδίο, τον Χ. Τριαντόπουλο, τότε ο Κ. Τασούλας που παρακρατούσε παράτυπα δικογραφία από τον Αύγουστο του 2024 που αναφέρει ανάγκη διερεύνησης τυχόν ευθυνών του Χ.Τριαντόπουλου, πρέπει να επιβραβευτεί και να γίνει Πρόεδρος της Δημοκρατίας και …εγγυητής του Συντάγματος; 

Η Εξεταστική Επιτροπή συγκροτήθηκε για να εξετάσει τυχόν πολιτικές ευθύνες για το δυστύχημα. Αντί για διερεύνηση των πολλαπλών και διακομματικών ευθυνών για την απαξίωση των σιδηροδρόμων, η Εξεταστική λειτούργησε ως συνήγορος υπεράσπισης του Κ. Καραμανλή. Τον βρήκε αθώο για τα πάντα, ακόμα και για τη σκανδαλώδη παράταση της υποχρέωσης εκτέλεσης της σύμβασης 717.

Έκτο: Η διαρκής στοχοποίηση των συγγενών

Σε όλη την πορεία των δύο χρόνων από το δυστύχημα, ο Κ. Μητσοτάκης και τα κυβερνητικά στελέχη, δεν αρκούνται στην παραπλάνηση, την απόκρυψη, την καθυστέρηση και τη συγκάλυψη. Διαμορφώνουν μια επιθετική επικοινωνιακή τακτική που τους εμφανίζει διαρκώς εξεγερμένους και μονίμως προσβεβλημένους από όσους αναφέρονται σε “έγκλημα”, ζητούν διαλεύκανση της υπόθεσης, διαμαρτύρονται για το “μπάζωμα” ή αναζητούν το εύφλεκτο φορτίο της εμπορικής αμαξοστοιχίας.

Από την πρώτη στιγμή, διαμορφώνεται μια γραμμή άμυνας σε οποιαδήποτε απαίτηση για να πέσει φως στις αιτίες και στις συνθήκες της σύγκρουσης. Η κυβέρνηση κατηγορεί για εργαλειοποίηση τους πάντες, ακόμα και τους συγγενείς των νεκρών. Δύο μήνες μετά την τραγωδία, τον Μάιο του 2023, ενόψει της εκλογικής αναμέτρησης, ο Κ. Μητσοτάκης αναφέρεται στη μήνυση που κατέθεσαν εναντίον του οι συγγενείς των νεκρών: “Λυπάμαι που το ζήτημα αυτό εργαλειοποιείται με τέτοιο τρόπο λίγες μέρες πριν τις εκλογές. Πιστεύω ότι ο δικαιολογημένος θυμός των συγγενών των θυμάτων δεν δικαιολογεί τέτοιου είδους συμπεριφορές”. Εδώ, ο Κ. Μητσοτάκης δεν αναφέρεται στους πολιτικούς του αντιπάλους, αλλά σε αυτούς που κατέθεσαν τη μήνυση (εναντίον του και εναντίον άλλων 16 προσώπων), δηλαδή στο Σύλλογο Ατόμων Πληγέντων Δυστυχήματος Τεμπών.

Ένα χρόνο μετά, τον Απρίλιο του 2024 ο πρωθυπουργός βροντά και αστράφτει εναντίον όσων μιλούν για μπάζωμα, για εκρηκτικά, για ξυλόλιο: “Να συγκαλύψουμε τι; Στο ερώτημα αυτό δεν παίρνω απάντηση. Να συγκαλύψουμε τι; Ότι δήθεν το τρένο μετέφερε ξυλόλιο, εκρηκτικά και εμείς σπεύσαμε την ώρα του ατυχήματος; Γνωρίζω πολύ καλά ότι δεν υπήρχε καμία συγκάλυψη”.

Συνεχίζοντας, τσουβαλιάζει την κριτική εναντίον των κυβερνητικών χειρισμών στο βολικό τσουβάλι των θεωριών συνωμοσίας επιχειρώντας να απαξιώσει και να εκχυδαΐσει κάθε παραπέρα συζήτηση: “Θα σας πω ένα λάθος το οποίο έγινε. Δεν απαντήσαμε με πειστικότητα στις διάφορες θεωρίες συνωμοσίας που διακινήθηκαν. Το αφήσαμε και ρίζωσαν όλα αυτά, το μπάζωμα, τα εκρηκτικά ,το ξυλόλιο, όλα αυτά τα οποία αναπαράγονται σήμερα”.

Στις 29/1/2025, σχεδόν ένα χρόνο από τότε που χαρακτήριζε τάχα αγανακτισμένος τα περί μπαζώματος και παράνομου φορτίου ως θεωρίες συνωμοσίες, θα αναγκαστεί, κάτω από την πίεση των αποκαλύψεων να παραδεχτεί ότι δεν είναι θεωρίες συνωμοσίες και είναι ενδεχόμενα που πιθανότατα θα αποδειχθούν από τα ανεξάρτητα πορίσματα, καθώς και λάθη που έγιναν σε επιχειρησιακό επίπεδο. 

Αναφέρουμε επίτηδες αποκλειστικά τις δηλώσεις του πρωθυπουργού γιατί αν πάμε παρακάτω, σε κυβερνητικά στελέχη, κυβερνητικούς δημοσιογράφους και τον ανώνυμο μηχανισμό της κυβερνητικής διαδικτυακής προπαγάνδας, η χυδαιότητα και οι ύβρεις είναι ασύλληπτες. Τελευταίο δείγμα ήταν η επίθεση στο πόρισμα του εμπειρογνώμονα των οικογενειών από φιλοκυβερνητικό ιστότοπο (Liberal) η οποία χαρακτήριζε το πόρισμα ως “προϊόν μοντάζ” και τα ηχητικά παραποιημένα, και αναπαράχθηκε σωρηδόν από υπουργούς και κυβερνητικά στελέχη. Το δημοσίευμα σταμάτησε να αναπαράγεται όταν ο Κ. Μητσοτάκης σάλπισε άτακτη υποχώρηση το βράδυ της Τετάρτης 29 Ιανουαρίου. 

Αυτή η επί δύο χρόνια πρωτόγνωρη επιθετικότητα της κυβέρνησης είναι ταυτόχρονα ένδειξη ενοχής. Γιατί αν κανείς δεν έχει κάτι να κρύψει, δεν έχει λόγο να χαρακτηρίζει, να προσβάλει, να φωνασκεί, να κουνά το δάχτυλο, να ασχημονεί, να βγαίνει από πάνω, ειδικά απέναντι σε αυτούς που έθαψαν ό,τι απέμεινε από τα παιδιά τους και έβλεπαν τον πρωθυπουργό να τους κουνά το δάχτυλο, προτού η συγκλονιστική κινητοποίηση της Κυριακής 26/1 τον αναγκάσει να δηλώσει ότι “σκύβει το κεφάλι”. 

Κατόπιν αυτών, το αμείλικτο ερώτημα έρχεται και επανέρχεται: Ποιος αυτός που μπορεί να έχει λόγο, να οργανώσει, να συντονίσει ή να καθοδηγήσει όλα τα παραπάνω; Η ερώτηση έχει μία και μοναδική απάντηση: Κυριάκος Μητσοτάκης, ένοχος συγκάλυψης.

0 replies

Leave a Reply

Want to join the discussion?
Feel free to contribute!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *