“Η ανώμαλη πορεία του έθνους: ξεκινήματα γεμάτα υποσχέσεις”

Το antapocrisis αναδημοσιεύει ένα εκτεταμένο απόσπασμα από τα Προλεγόμενα στην Επισκόπηση της Νεοελληνικής Ιστορίας του Ν. Σβορώνου. Το εμβληματικό αυτό έργο, παρότι συμπληρώνει μισό αιώνα ζωής αποτελεί διαχρονικό σημείο αναφοράς καθώς συμπυκνώνει με σαφήνεια και καθαρότητα τα βασικά χαρακτηριστικά της συγκρότησης και εξέλιξης του νεοελληνικού έθνους και κράτους και εστιάζει στη φυσιογνωμία και τις ιδιαιτερότητες της νεαρής ελληνικής αστικής τάξης που απέκτησε πρωταγωνιστικό ρόλο στα τέλη του 18ου και σε όλο τον 19ο αιώνα.

Ο Ν. Σβορώνος ξεκινά με την ερώτηση «γιατί ό σημερινός ελληνισμός έχει ακόμα αιτήματα, τα οποία θα ‘πρεπε να έχουν λυθεί;». Αναζητά την απάντηση στις κοινωνικές και οικονομικές δομές, καθώς μόνο με τη μελέτη των «ιδιότυπων χαρακτηριστικών της ελληνικής οικονομικής και κοινωνικής εξέλιξης» μπορούν να ερμηνευτούν «οι βαθύτεροι λόγοι της ανώμαλης πορείας του έθνους: ξεκινήματα γεμάτα υποσχέσεις πού δεν ολοκληρώνονται και πισωστρατήματα απότομα που καταλήγουν σε αλλεπάλληλα κοινωνικά και πολιτικά αδιέξοδα».

Αν και όχι άμεσα και αποκλειστικά αναφερόμενα στο 1821, τα Προλεγόμενα του Ν. Σβορώνου στην Επισκόπηση της Νεοελληνικής Ιστορίας αποτελούν ένα συμπυκνωμένο κείμενο που επιχειρεί και κατορθώνει να αναμετρηθεί με το δύσκολο εγχείρημα της ερμηνείας της ιστορικής εξέλιξης. Για αυτό το λόγο κρίναμε χρήσιμη την παρουσία του συγκεκριμένου αποσπάσματος στο αφιέρωμα για τα 200 χρόνια από το Εικοσιένα.

Μια σύντομη συνθετική επισκόπηση τής πορείας ενός πανάρχαιου λαού από τη στιγμή πού αρχίζει να διαμορφώνεται σέ έθνος, με το σημερινό νόημα τού όρου, ως τις μέρες μας είναι τόλμημα· και ό συγγραφέας του σύντομου τούτου βιβλίου έχει πλήρη επίγνωση. Μια τέτοια, όμως προσπάθεια ήταν αναγκαία. Είναι στιγμές όπου ο ερευνητής αισθάνεται την ανάγκη να καταρτίσει τον κατάλογο των προβλημάτων πού πηγάζουν από το υλικό που οι επιμέρους έρευνες —ξένες ή δικές του —συσσώρευσαν, να προτείνει —έστω και προσωρινά—κάποιες λύσεις ή κατευθύνσεις για λύσεις, να διαρθρώσει την προβληματική σ’ ένα σύστημα αλληλουχιών για να προσπαθήσει να καθορίσει τη λειτουργία μέσα σ’ αυτό το σύστημα των παραγόντων μακρόχρονης ή συντομότερης διάρκειας ή ακόμα των σταθερών πού συνοδεύουν το λαό μας στην ιστορική του πορεία. Να προτείνει τέλος κάποια ιεράρχηση των πολλαπλών αυτών παραγόντων πού καθορίζουν το ιστορικό γίγνεσθαι.

Σ’ αυτή την προσπάθεια ό συγγραφέας ξεκινάει από το παρόν, γιατί πιστεύει ότι μόνο ξεκινώντας από το παρόν είναι δυνατός ό πλουτισμός της ιστορικής προβληματικής, χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει τη μηχανική μεταφορά των προβλημάτων του παρόντος στο παρελθόν.

Ξεκινώντας από την πεποίθηση αυτή δε δίστασε να συσσωματώσει στη συνολική θεώρηση τής Ιστορικής πορείας του έθνους τα σύγχρονά του γεγονότα. Χωρίς να αγνοεί τον κίνδυνο τής παρεμβολής, στην έκθεση και στις εκτιμήσεις, του συναισθηματικού στοιχείου πού αναπόφευκτα συνοδεύει κάθε «μαρτυρία», προσπάθησε ωστόσο, όσο ήταν δυνατό, ν’ απαγκιστρωθεί από τα επιμέρους, και να ξεχωρίσει μερικές γενικές γραμμές —όσες επιτρέπει η ελλιπέστατη ακόμα τεκμηρίωση — πού τίς θεωρεί ότι βρίσκονται σέ νομοτελική σύνδεση με το μακρινό ή το πρόσφατο παρελθόν και πού συγχρόνως παρουσιάζουν τα καινούργια στοιχεία πού προδιαγράφουν το μέλλον.

Γιατί, για όσους τουλάχιστον η μελέτη τής Ιστορίας δεν είναι ένα απλό διανοητικό παιγνίδι πού ικανοποιεί τίς περιέργειες του νου, αλλά υπεύθυνο έργο ζωής ενός επιστήμονα-πολίτη, το εγχείρημα τής ανάλυσης μιας συγκεκριμένης πραγματικότητας με το σκοπό να προσφέρει κάποια επιστημονική και κατά τούτο αντικειμενική βάση, απαραίτητη προϋπόθεση κάθε σοβαρού πολιτικού προγραμματισμού, και γενικότερα κάθε πολιτικής παιδείας, όπως την έχει συλλάβει ή δημοκρατική πολιτεία, είναι, από την πρώτη της γένεση, ό βαθύτερος στόχος τής ιστορίας και ίσως η καταξίωσή της ως επιστήμης.

Τα επίμονα ερωτήματα πού διατρέχουν το βιβλίο απ’ άκρη σ’ άκρη είναι τούτα: Γιατί ό σημερινός ελληνισμός έχει ακόμα αιτήματα, τα όποια θα ‘πρεπε να έχουν λυθεί στο οικονομικό και κοινωνικό στάδιο πού βρίσκεται: προβλήματα εθνικά, πολιτικά και πολιτισμικά, προβλήματα ελευθερίας και ανεξαρτησίας. Ποιοι είναι οι βαθύτεροι λόγοι τής ανώμαλης πορείας τού έθνους: ξεκινήματα γεμάτα υποσχέσεις πού δεν ολοκληρώνονται και πισωστρατήματα απότομα πού καταλήγουν σέ αλλεπάλληλα κοινωνικά και πολιτικά αδιέξοδα.

Ακολουθώντας τη μέθοδο πού απορρέει από τη μαρξιστική σκέψη —επιστημονικά δοκιμασμένο και κοινό πλέον υπόβαθρο, ομολογημένο ή μη, όλων των «επιστημών τού ανθρώπου», παρ’ όλες τις παραλλαγές και αλλοιώσεις πού επιχείρησαν και επιχειρούν μερικά μεταγενέστερα ρεύματα —ο συγγραφέας ζήτησε την απάντηση στα παραπάνω ερωτήματα κατά πρώτο λόγο στη διερεύνηση της οικονομίας και των συναφών κοινωνικών δομών του χώρου που μελετά.

Εφαρμόζοντας τη γενική τούτη μέθοδο σε ορισμένο χώρο και χρόνο αποφεύγει συστηματικά τις αφηρημένες θεωρητικές αναπτύξεις και τα θεωρητικά σχήματα, καθώς και την κάποια «νεοσχολαστική» φρασεολογία του σημερινού συρμού, που τείνει να μεταβάλει την ιστορική πραγματολογική διερεύνηση σε ρητορικό δοκίμιο. Προσπάθησε να προβάλει τον ιδιαίτερο ρυθμό και τα ιδιότυπα χαρακτηριστικά τής ελληνικής οικονομικής και κοινωνικής εξέλιξης και να ζητήσει τις αιτίες τους.

Έτσι προσέχτηκε, βέβαια, ιδιαίτερα η ιδιότυπη σύνθεση των εκάστοτε κοινωνικών τάξεων του έθνους, πού καθορίζει με τη σειρά της εν πολλοίς το χαρακτήρα και τη στάση τους στους εθνικούς αγώνες και στην πάλη τους για την κατάκτηση ή διατήρηση της πολιτικής ηγεμονίας, καθώς και τα όρια της κάθε μιας στις εθνικές, πολιτικές και κοινωνικές τους προοπτικές, αλλά συγχρόνως τονίστηκαν οι συγκυρίες εκείνες που έχοντας τις ρίζες τους βαθιά στον Ιστορικό χρόνο παρουσιάζονται, στην εποχή με την οποία ασχολείται το βιβλίο, σαν παράγοντες με λειτουργία αυτόνομη και σε πολλές περιπτώσεις πρωταρχική.

Ο ιστορικός του Νεότερου Ελληνισμού έχει να κάνει μ’ ένα λαό πού βρέθηκε επί αιώνες άλλοτε σα στοιχείο ηγεμονικό, άλλοτε σα στοιχείο πολιτικά υποταγμένο αλλά οικονομικά και πολιτισμικά σημαντικό αν όχι πρωταρχικό, ανάμεσα σ’ άλλους λαούς, μέσα στα γεωγραφικά όρια υπερεθνικών πολιτικών συγκροτημάτων (τού ελληνιστικού κόσμου, του ανατολικού τμήματος της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, του Βυζαντίου, της Οθωμανικής αυτοκρατορίας), σκορπισμένος σε ενότητες λιγότερο ή περισσότερο συμπαγείς, έτσι που ήταν δύσκολο στο λαό αυτό να καθορίσει τα γεωγραφικά όρια της εθνικής του βάσης ώστε, κι όταν ακόμα ο ιστορικός επιγράφει το βιβλίο του Ιστορία της νεότερης Ελλάδας, είναι υποχρεωμένος, στην πραγματικότητα, ν’ ασχοληθεί με το σύνολο του Ελληνισμού, που ένα μεγάλο του μέρος και επί πολύ χρονικό διάστημα, ακόμα κι ύστερα από την ίδρυση του Ελληνικού Κράτους, έμεινε έξω από τα σύνορά του. Ο όρος Ελλάδα παίρνει πάντα τη σημασία ενός κέντρου έλξης του Ελληνισμού, εκείνου βέβαια που, σκορπισμένος από αιώνες στις χώρες της Ανατολικής Μεσογείου και των Βαλκανίων, δεν έπαψε ποτέ να  βρίσκεται σε στενή επαφή με τον Ελλαδικό Ελληνισμό και να παίζει στην ιστορία του Ελληνικού Έθνους πρωτεύοντα ρόλο.

Μια τέτοια ιστορική μοίρα παίρνει ιδιαίτερη βαρύτητα στην ιστορική εξέλιξη. Εδώ βρίσκονται οι ρίζες των ιδιοτυπιών στην οικονομική εξέλιξη του έθνους, του ιδιαίτερου χαρακτήρα των διευθυντικών τάξεων που έζησαν επί αιώνες τη διπλή υπόσταση στοιχείων υποταγμένων σε ξένους κατακτητές και συγχρόνως ηγετικών εν σχέσει με τον υπόλοιπο πληθυσμό, της οικονομικής και πολιτικής τους εξάρτησης από τις ξένες ανάλογες ευρωπαϊκές κοινωνικές ομάδες.

Η πρωταρχική σημασία του παράγοντα τούτου φαίνεται κατά κύριο λόγο στη διαμόρφωση του συνειδησιακού περιεχόμενου του Ελληνισμού, που η πορεία του αποτελεί μια πραγματική περιπέτεια. Εδώ ακριβώς τίθεται το πρόβλημα της απόστασης ανάμεσα στο οικονομικό και κοινωνικό γίγνεσθαι από τη μια και στην ιδεολογία από την άλλη, πρόβλημα που στην ελληνική περίπτωση αποκτά μεγαλύτερη ενάργεια: το ιδιαίτερο βάρος της παράδοσης επέβαλε δρόμους διαφορετικούς, προκάλεσε ξεστρατίσματα και βραδείς ρυθμούς στη διαμόρφωση μιας νέας ιδεολογίας αντίστοιχης στην οικονομική και κοινωνική της βάση.

Αυτές οι θεωρητικές προϋποθέσεις καθόρισαν τίς κεντρικές κατευθυντήριες γραμμές που απλώς διαφαίνονται σαν σταθερές στην υποδομή της έκθεσης:

Ο αντιστασιακός χαρακτήρας πού διέπει ολόκληρη τη νεοελληνική ιστορία: ο ελληνισμός ανήκει στην κατηγορία των μικρών λαών που κινούνται στην περιφέρεια του νεότερου κόσμου, και που η σταδιακή ανάπτυξη της εθνικής τους συνείδησης και η συγκρότησή τους σε καινούργια έθνη, που διεκδίκησαν και διεκδικούν την πολιτική τους ανεξαρτησία και την οικονομική και πολιτισμική τους αυτονόμηση, συντελείται μέσα στην πάλη εναντίον υπερεθνικών αυτοκρατοριών στην αρχή, εναντίον υπερεθνικών ιμπεριαλιστικών οικονομικοκοινωνικών συγκροτημάτων στα νεότερα χρόνια.

Η αντιστασιακή αυτή διαδικασία, με την πιο πλατιά σημασία του όρου, που περιέχει κάθε προσπάθεια διαφύλαξης της ιδιαίτερης προσωπικότητας ενός λαού, παίρνει διάφορες μορφές: από την απλή προσαρμογή στις εκάστοτε συνθήκες με προοπτική τη διείσδυση στους πολιτικοκοινωνικούς μηχανισμούς της κατάκτησης και τη μετατροπή τους σε όργανα εθνικής συντήρησης (εκκλησία – Φαναριώτες – κοινότητες – Αρματολοί, στην Τουρκοκρατία) και την ολοένα και περισσότερο ενεργό συμμετοχή στους οικονομικούς μηχανισμούς των κατακτητών και ιδιαίτερα των δυτικών δυνάμεων στην Ανατολική Μεσόγειο και στην Εγγύς Ανατολή, που έδωσε ως το τέλος του 19ου αιώνα τις πραγματικές διαστάσεις του Ελληνισμού, ως τη συνεχή παθητική ή ένοπλη Αντίσταση (κλεφτουριά —αλλεπάλληλα, έστω και ξενοκίνητα, κινήματα) που κατέληξαν στην εθνικοαπελευθερωτική επανάσταση του ’21.

Επίσης, όταν από την ίδρυση του Ελληνικού Κράτους ως τις μέρες μας οι εξωελληνικές δυνάμεις παίζουν πρωτεύοντα ρόλο στη ρύθμιση της μοίρας του Ελληνισμού, όχι μόνο στην εθνική του ολοκλήρωση, αλλά και στην εσωτερική του πολιτική και κοινωνική εξέλιξη, σε σημείο που η επίσημη πολιτική της Ελλάδας να δίνει συχνά την εντύπωση ότι ανελίσσεται εν απουσία των Ελλήνων, η παρουσία του ελληνικού λαού εκδηλώνεται με συνεχή κινήματα διαμαρτυρίας, έστω και αν τα κινήματα αυτά δεν παίρνουν πάντα συγκεκριμένες πολιτικές μορφές, που κορυφώνονται με την εθνική και Αντιφασιστική Αντίσταση του 1940- 1945.

Η απουσία ακριβώς αυτή καθαρών γραμμών στη διάρθρωση των κοινωνικών και πολιτικών δομών είναι η δεύτερη κατευθυντήρια ιδέα του βιβλίου: οι μικρές διαφορές στην οικονομική βάση των διαφόρων ηγετικών ομάδων του έθνους (κοινές, έστω και σε διαφορετική αναλογία, πηγές πλούτου: έγγεια ιδιοκτησία, εμπορικές και τραπεζιτικές επιχειρήσεις, συμμετοχή με διάφορους τρόπους στα κρατικά έσοδα) και η συμμετοχή τους στην εξουσία συντέλεσαν στη δημιουργία, ήδη μέσα στην Τουρκοκρατία, μιας σύνθετης ηγετικής τάξης με ασαφείς και διφορούμενους κοινωνικούς, πολιτικούς και ιδεολογικούς προσανατολισμούς.

Η κάποια διαφοροποίηση στις αρχαϊκές δομές της ελληνικής κοινωνίας με την ανάπτυξη κάποιος αστικής τάξης που από το 18ο αιώνα κυρίως αρχίζει να γίνεται υπολογίσιμη οικονομική και κοινωνική δύναμη συμβάλλει βέβαια με τον καιρό σε κάποια αποσαφήνιση των κοινωνικών δομών, αλλά δεν καταφέρνει να αλλάξει ριζικά τον ανάμικτο και συγκεχυμένο χαρακτήρα των διευθυντικών ομάδων του έθνους.

Πράγματι, η κοινωνική εξέλιξη τού χώρου δράσης του ελληνισμού παρουσιάζει καθυστέρηση μερικών αιώνων, αν συγκριθεί με την πορεία των κοινωνικών σχηματισμών της δυτικής Ευρώπης. Οι ιστορικές συνθήκες της εξέλιξης της Βυζαντινής και ύστερα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας δεν επέτρεψαν την παραπέρα ανάπτυξη της κάποιας προκαπιταλιστικής μεσαίας αστικής τάξης εμπόρων και βιοτεχνών που εμφανίζεται και δρα στο χώρο αυτό ήδη από τον 11ο αιώνα και την προοδευτική της διαμόρφωση, μέσα στα οικονομικά και κοινωνικοπολιτικά πλαίσια των μεσαιωνικών αυτών αυτοκρατοριών, σε αυτόνομη οικονομική, κοινωνική και πολιτική δύναμη. Όταν ύστερα από μακροχρόνια αποτελμάτωση, τον 17ο και κυρίως το 18ο αιώνα ξαναρχίζει η διαδικασία της κάποιας αστικοποίησης, οι συγκυρίες μέσα στις όποιες επιτελείται επιβάλλουν εξαιρετικά βραδείς ρυθμούς εξέλιξης σε σημείο που ως τα μέσα περίπου του 20ου αιώνα να μην έχει φτάσει ακόμα στις ολοκληρωμένες μορφές τού δυτικού καπιταλισμού και να παρουσιάζει μερικά χαρακτηριστικά, άλλα κοινά σέ όλα σχεδόν τα περιφερειακά εθνικοκοινωνικά συγκροτήματα, άλλα ιδιότυπα. Σημείο αφετηρίας για κάθε κοινωνική ανάλυση τού ελληνικού χώρου είναι πράγματι το θεμελιακό γεγονός ότι τα αστικά στρώματα αναπτύσσονται ευθύς εξαρχής κάτω από την ώθηση της οικονομικής δραστηριότητας στην Ανατολική Μεσόγειο των δυτικών δυνάμεων από τις όποιες παραμένουν άμεσα εξαρτημένα και τούτο σ’ ένα χώρο που οι σχέσεις του με τις κεντρικές οικονομικές δυνάμεις τού δυτικού καπιταλισμού έχουν τον χαρακτήρα μιας οικονομικής, αν όχι άμεσα πολιτικής, αποικιοκρατίας. Το γεγονός αυτό αποτύπωσε στην ολοένα αναπτυσσόμενη αστική τάξη ορισμένα χαρακτηριστικά πού τονίστηκαν κατά καιρούς από διάφορους μελετητές, και από τα οποία ως τις μέρες μας δεν κατάφερε ακόμα ν’ απαλλαγεί:

α. Τον εμπορευματικό-διαμετακομιστικό της χαρακτήρα (εμπόριο – τράπεζες – μεταφορές – διάφορες υπηρεσίες σε μεγάλο βαθμό εξαρτημένες από την κρατική μηχανή). Το σύνολο σχεδόν, ή, τουλάχιστον από κάποια στιγμή και πέρα, το μεγαλύτερο μέρος της τάξης αυτής, ανήκει στον τριτογενή τομέα, σύνθετο και ετερογενή από την ίδια του τη φύση

και

β. την οικονομική ανισορροπία και τη συνακόλουθη έλλειψη συνοχής ανάμεσα στις διάφορες ομάδες που τη συνθέτουν. Είναι χτυπητή η οικονομική απόσταση που χωρίζει τις εξαιρετικά ολιγάριθμες μεγάλες επιχειρήσεις, από το πλήθος των μεσαίων και μικρών οικονομικών μονάδων, που επικρατούν στη σύνθεσή της.

Σέ τέτοιο σημείο πού ή τάξη αυτή, ιδωμένη με τα μέτρα των προχωρημένων κοινωνιών της Δύσης, να παρουσιάζει τη συγκεχυμένη εικόνα μιας μεσοαστικής κοινωνικής ομάδας που  περιβάλλεται από το ρευστό νεφέλωμα ενός αστικού πληθυσμού ποικίλων απασχολήσεων περισσότερο ή λιγότερο παρασιτικών. Ακόμα πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι είναι ακριβώς αυτά τα μεσαία κοινωνικά στρώματα που από την αρχή της ανάπτυξής τους βρίσκονται και δρουν μέσα στα εκάστοτε σύνορα τού ελληνικού κράτους, ενώ η πιο γερή οικονομικά ομάδα της ελληνικής αστικής τάξης δημιουργείται και αναπτύσσεται έξω από τα ελλαδικά σύνορα (στον ελληνικό χώρο της Οθωμανικής αυτοκρατορίας) κι έξω μάλιστα από τον ελληνικό χώρο (στα Βαλκάνια, στη Ρωσία, στην Αίγυπτο, στη Δύση).

Η άμεση ή έμμεση εξάρτηση των μεσαίων και μικρών ελλαδικών αστικών στρωμάτων από το εξωελλαδικό αυτό τμήμα τής ελληνικής αστικής τάξης από το 18ο ως το τέλος περίπου τού 19ου αιώνα, που επιτείνεται από τα μέσα του αιώνα τούτου με τη μεταφορά σημαντικού μέρους ελληνικών κεφαλαίων και την επένδυσή τους στην Ελλάδα, συνδέει την εξωελλαδική αυτή ομάδα με την ελλαδική οικονομία, όπου της εξασφαλίζει ρόλο ηγετικό και την καθιστά τον κύριο θετικό παράγοντα στις κοινωνικές, πολιτικές και ιδεολογικές εξελίξεις.

Εδώ ακριβώς επεμβαίνουν δύο βασικά γεγονότα πού συντελούν, για άλλη μια φορά, στην άμβλυνση της αντίθεσης ανάμεσα στις παλιές, ανάμικτες κι αυτές, κοινωνικές ομάδες της ολιγαρχίας των προυχόντων και τη νεότερη τούτη ηγετική ομάδα των «μεγάλων αστών», προκαλούν καινούργιες ωσμώσεις και διαιωνίζουν τη σύγχυση στις κοινωνικές δομές: η επένδυση σημαντικών κεφαλαίων στη γη, ιδιαίτερα από τα μέσα τού 19ου αιώνα, έτσι πού ένας μικρός αριθμός μεγαλεμπόρων και τραπεζιτών να δρουν συγχρόνως και σαν μεγάλοι γαιοκτήμονες, και ο έλεγχος που ή νέα τούτη ηγετική ομάδα της αστικής τάξης εξασκεί στα οικονομικά τού Ελληνικού Κράτους που βρίσκεται υπό τη συνεχή απειλή της χρεωκοπίας, στην οποία άλλωστε καταφεύγει κάμποσες φορές.

Εξάρτηση από τα δυτικά οικονομικά κέντρα και ανισορροπία και σύγχυση στις εσωτερικές δομές, πού τονίζονται ιδιαίτερα από το βραδύτατο ρυθμό ανάπτυξης κάποιας ελληνικής βιομηχανίας, χαρακτηρίζουν βέβαια την ελληνική αστική τάξη. Ωστόσο δεν πρέπει να διαφεύγει από τον ιστορικό το γεγονός ότι οι πρώτες υπολογίσιμες κοινωνικές αστικές διαφοροποιήσεις σ’ ολόκληρο το χώρο δράσης τού Ελληνισμού έχουν φορέα κυρίως το ελληνικό στοιχείο, χωρίς βέβαια να παραγνωρίζεται εδώ ο ιδιαίτερος ρόλος του ισραηλιτικού στοιχείου καθώς και των Αρμενίων στην Ανατολή.

Δεν είναι ασφαλώς τυχαίο, ούτε χωρίς σοβαρές συνέπειες για την πολιτική και πολιτισμική εξέλιξη του Ελληνισμού ότι η πρώτη αστική τάξη που διαμορφώνεται, όχι μόνο στα Βαλκάνια, αλλά και σ’ όλες τις χώρες της Εγγύς Ανατολής και της Ανατολικής Μεσογείου, είναι η ελληνική αστική τάξη, και ότι το πεδίο δράσης της υπήρξε ως το τέλος περίπου του 19ου αιώνα ολόκληρος αυτός ό χώρος, έτσι που ένα σημαντικό μέρος τού Ελληνισμού να διαχωρίζεται από τις υπόλοιπες εθνικές κοινότητες της Οθωμανικής αυτοκρατορίας όχι μόνον εθνικά αλλά και κοινωνικά, αφού αποτέλεσε, για μεγάλο χρονικό διάστημα, την αστική τάξη των χωρών αυτών, και από ένα σημείο κι έπειτα την κινητήρια δύναμη για τη δημιουργία των εθνικών τους αστικών ομάδων.

Το γεγονός αυτό δίνει και στην ελλαδική αστική τάξη ιδιαίτερη βαρύτητα και εξηγεί ίσως τον πρωταγωνιστικό πολιτικό ρόλο που έπαιξε στην ιστορία του ελεύθερου ελληνικού κράτους, ήδη από τις αρχές του 19ου αιώνα ως τα πρόθυρα του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου. Γιατί στην εξέλιξη της κοινωνικής διάρθρωσης της ελληνικής επικράτειας και της εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής του ελληνικού κράτους δρα, έμμεσα ή άμεσα, το σύνολο των αστικών στρωμάτων τού Ελληνισμού σε λειτουργικό σύνδεσμο μεταξύ τους, είτε βρίσκονται μέσα στα κρατικά σύνορα είτε έξω. Και το σύνολο τούτο υπερέχει σε οικονομική σημασία και δυναμισμό από τα υπόλοιπα κοινωνικά στρώματα πού έχουν βάση τη γαιοκτησία, έστω κι αν ως τα μέσα του 20ου αιώνα, μέσα στα όρια —υπερβολικά περιορισμένα ως το τέλος τού 19ου αιώνα —της ελληνικής επικράτειας, οι αγροτικές απασχολήσεις επικρατούν στην οικονομία. Η απομόνωση λοιπόν εδώ της ελλαδικής αστικής τάξης από το σύνολο των αστικών στρωμάτων του Ελληνισμού θα ήταν βαρύ μεθοδολογικό λάθος.

Ο πρωταγωνιστικός αυτός ρόλος της αστικής τάξης παρουσιάζεται με μεγάλη ενάργεια στην πολιτική εξέλιξη του ελληνικού κράτους. Οι κύριοι σταθμοί της ελληνικής πολιτικής ως τα μέσα του 20ου αιώνα συνδέονται με τα διάφορα στάδια ανάπτυξης και πολιτικής μορφοποίησης των αστικών ομάδων: η επαναστατική λύση του εθνικού προβλήματος που πραγματοποιείται με την επανάσταση του ’21, όπου ένας μικρός αλλά δυναμικός αστικός πυρήνας (Φιλική Εταιρεία) οργανώνει την αγροτιά και παρασύρει στον εθνικό αγώνα τα δισταχτικά ή εχθρικά στρώματα των προυχόντων. Οι πολιτικοί αγώνες για τη βαθμιαία πολιτική φιλελευθεροποίηση των κρατικών θεσμών από τους πρώτους αγώνες για την επιβολή συντάγματος, ως την καθιέρωση του κοινοβουλευτισμού, τις απόπειρες θεμελίωσης ενός φιλελεύθερου κράτους δικαίου, και την επιβολή της πρώτης δημοκρατίας. Σ’ όλες αυτές τις πολιτικές μεταβολές η πρωτοβουλία ανήκει στους πολιτικούς οργανισμούς των αστικών στοιχείων, σε ολοένα μεγαλύτερη αντίθεση με τους πολιτικούς μηχανισμούς που εκφράζουν τις συντηρητικές ομάδες των προυχόντων που βρίσκονται συσπειρωμένες γύρω από το θρόνο.

Ιδιαίτερα πρέπει να υπογραμμιστεί εδώ ο συγχρονισμός των φιλελεύθερων αυτών πολιτικών κινημάτων στον ελλαδικό χώρο με τα ανάλογα κινήματα που εμφανίζονται στον ελληνισμό της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και της Αιγύπτου στα πλαίσια τής κοινοτικής αυτοδιοίκησης και των ορθοδόξων πατριαρχείων.

Είναι ακόμα χαρακτηριστική για την πολιτική ιστορία της ‘Ελλάδας, χώρας με πληθυσμό στην τεράστια πλειοψηφία του αγροτικό, με οικονομία βασικά αγροτική και με οξύ αγροτικό πρόβλημα που προκάλεσε επανειλημμένα κινήματα και εξεγέρσεις, η απουσία ενός αξιόλογου αγροτικού κόμματος που να εκφράζει πολιτικά τα αιτήματα της αγροτιάς. Το βασικό και παλιό της αίτημα, ο αναδασμός της γης, που τέθηκε ήδη από την εποχή της επανάστασης του ’21, υιοθετήθηκε και εκφράστηκε από τον αστικό πολιτικό φιλελευθερισμό στην εποχή της ανόδου του και της επικράτησής του, ο οποίος του έδωσε και κάποια λύση με την αγροτική μεταρρύθμιση, λύση πρόσφορη βέβαια στα δικά του αστικά πλαίσια. Το ίδιο αυτό κίνημα, στην ίδια αυτή περίοδο, επέτυχε με την πρώτη εργατική νομοθεσία που εισήγαγε να εξασφαλίσει την υποστήριξη τού μεγάλου μέρους της ολιγάριθμης και πολιτικά ασυνειδητοποίητης ακόμα εργατικής τάξης, καθώς και των μικροεπαγγελματιών, έτσι που τα διάφορα σοσιαλίζοντα κόμματα να μη κατορθώσουν να αποκτήσουν πολιτική αυτοτέλεια. Το πρώτο αυτόνομο πολιτικό κίνημα της εργατικής τάξης που εκφράζεται με το Κομμουνιστικό Κόμμα της Ελλάδας δεν αρχίζει να παίζει υπολογίσιμο ρόλο στην πολιτική ζωή του τόπου παρά από το μεσοπόλεμο και πέρα.

Έχοντας υπόψη τις παραπάνω διαπιστώσεις, μπορούμε να εξηγήσουμε τη φαινομενική αντίφαση που παρουσιάζει η πολιτική ζωή της Ελλάδας: μια χώρα αγροτική με χαμηλό βαθμό οικονομικής ανάπτυξης να παρουσιάζει πολιτικές δομές ανάλογες με κείνες που έχουν διαμορφωθεί στις σύγχρονες και προηγμένες χώρες της Δύσης.

Αν οι συνθήκες στη διαμόρφωση της ελληνικής αστικής τάξης στο σύνολό της εξηγούν την αναμφισβήτητη πρωτοβουλία των αστικών στοιχείων στην πολιτική ζωή της Ελλάδας, η μακρόχρονη ασάφεια στις κοινωνικές δομές και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της τάξης αυτής, όπως αποτυπώθηκαν παραπάνω, εξηγούν κατά κύριο λόγο τους βραδείς και ανώμαλους ρυθμούς στην πορεία της και τα ανολοκλήρωτα αποτελέσματα των πολιτικών της αγώνων.

Η οικονομική και πολιτική της εξάρτηση από τις ξένες ανάλογες ευρωπαϊκές κοινωνικές ομάδες αποτέλεσε πάντα από την ίδρυση του Ελληνικού Κράτους το υπόβαθρο στο εσωτερικό της χώρας των ξενικών επεμβάσεων που έχουν πάρει ως τις μέρες μας σχεδόν θεσμικό χαρακτήρα.

Οι κοινωνικές ωσμώσεις που αναφέρθηκαν παραπάνω και η επακόλουθη άμβλυνση των αντιθέσεων ανάμεσα στις διάφορες κοινωνικές ομάδες εξηγούν βασικά την απουσία ριζοσπαστικού πνεύματος της αστικής τάξης στις κοινωνικές της προοπτικές και τούς συμβιβασμούς όπου καταλήγουν συνήθως οι πολιτικοί αγώνες που κατευθύνει: το φιλελεύθερο πνεύμα του πρώτου πυρήνα της Φιλικής Εταιρείας παραμερίζεται κατά την Ελληνική επανάσταση του ’21 που καταλήγει με την επιβολή της απόλυτης μοναρχίας. Οι στόχοι των αγώνων για την επιβολή του συντάγματος και του κοινοβουλευτισμού δεν ξεπερνούν τα όρια της συμμετοχής των αστικών ομάδων στην εξουσία. Ακόμα και η πιο σημαντική ανανεωτική προσπάθεια στην πολιτική ζωή της Ελλάδας όπως εκφράζεται το 1909 δεν ξεπερνάει τα όρια ενός συντηρητικού αναθεωρητικού φιλελευθερισμού που συμβιβάζεται με τη μοναρχία που επανειλημμένα παραβιάζει τους βασικούς θεσμούς του πολιτεύματος. Η οικονομική της πολιτική, σύμφωνη με το μεταπρατικό της χαρακτήρα, επιβραδύνει την πορεία προς την ολοκλήρωση των ίδιων των αστικών δομών.

Το πρόβλημα της εθνικής ολοκλήρωσης που, σε άμεση πάντα εξάρτηση από την εξωτερική πολιτική των ξένων δυνάμεων, βρίσκεται από παλιά στο κέντρο του ελληνικού πολιτικού βίου, γίνεται παράγοντας άμβλυνσης των πολιτικών και κοινωνικών συγκρούσεων και παρουσιάζεται συχνά σαν πρόφαση για την αναβολή της εφαρμογής του, έστω και περιορισμένου, κοινωνικού προγράμματος της αστικής τάξης, ακόμα και στην εποχή της πολιτικής της επικράτησης. Άλλωστε οι αλλεπάλληλες υπαναχωρήσεις που παρατηρούνται στο κοινωνικό και πολιτικό της πρόγραμμα προδιαγράφουν και την πορεία της. Όταν, από το τέλος του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, οι ηγετικές ομάδες της ελληνικής κοινωνίας, συσσωματωμένες ήδη σ’ ένα σύνολο που εκφράζει τα συμφέροντα ενός ελληνικού κατεστημένου, αρχίζουν ν’ αντιμετωπίζουν πολιτικές οργανώσεις που εκφράζουν, άλλη περισσότερο άλλη λιγότερο, τα αιτήματα των αγροτών και εργατών, δε διστάζουν, εγκαταλείποντας τις ένδοταξικές διαφορές που δεν αφορούν πλέον παρά τον τρόπο εξάσκησης της εξουσίας και ακολουθώντας το γενικό ρεύμα που επικρατεί σε ορισμένες χώρες της δυτικής Ευρώπης, να προσανατολιστούν προς καθαρά αντιδημοκρατικές λύσεις: από την ψήφιση του νόμου περί ιδιωνύμου αδικήματος, ως την ψήφιση, από το σύνολο σχεδόν τής βουλής, της κυβέρνησης Μεταξά, που κατέληξε στη δικτατορία τού 1936- 1940.

Η δυσπιστία άλλωστε της ηγετικής αστικής ομάδας προς τις πολιτικές και κοινωνικές κινήσεις των λαϊκών στρωμάτων είναι παλιό φαινόμενο και τη συνοδεύει σ’ όλες τις προσπάθειές της για την κατάκτηση της εξουσίας και τη διαμόρφωση ενός αστικού κράτους. Ορισμένα γεγονότα είναι ενδεικτικά. Η πολεμική εναντίον των σοσιαλιστικών θεωριών αρχίζει πριν καν οργανωθεί έστω κι ένα εμβρυώδες σοσιαλιστικό κίνημα στην Ελλάδα. Όλα τα στάδια των πολιτικών αστικών επιτεύξεων στην ‘Ελλάδα έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό: το παραμέρισμα ή και το χτύπημα των λαϊκών κινημάτων που χρησιμοποιούνται, ωστόσο, σαν συμπληρωματικές δυνάμεις στους πολιτικούς αγώνες, και την κινητοποίηση του στρατού πού σέ τελευταία ανάλυση επιβάλλει και στηρίζει τη νέα πολιτική τάξη.

Οι μεταπολιτεύσεις τού 1843, τού 1862, τού 1909, του 1924 επιβάλλονται με στρατιωτικά κινήματα, ο στρατός πού πολιτικοποιείται και χρησιμοποιείται σα δύναμη κρούσης στους πολιτικούς αγώνες παίζει κύριο ρόλο στις πολιτικές εξελίξεις, έτσι ώστε όταν ύστερα από τις αλλεπάλληλες εκκαθαρίσεις, ιδιαίτερα ύστερα από την αποτυχία του κινήματος του 1935, απογυμνωμένος από τα δημοκρατικά του στοιχεία γίνεται το στήριγμα όλων των αντιδημοκρατικών κινημάτων που καταλήγουν στην τελευταία περιπέτεια του στρατιωτικού καθεστώτος της επταετίας 1967 – 1974.

0 replies

Leave a Reply

Want to join the discussion?
Feel free to contribute!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *