Ποιος θα προστατεύσει αυτούς που μας προστατεύουν;
Όταν το σοβαρό οξύ αναπνευστικό σύνδρομο (SARS) ξέσπασε το 2003-2004, περίπου το 20% των συνολικών λοιμώξεων εμφανίστηκε στους εργαζόμενους της υγείας που βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή. Στην ευρύτερη περιοχή του Τορόντο, που ήταν το επίκεντρο της έκρηξης της Βόρειας Αμερικής, ο αριθμός αυτός υπερδιπλασιάστηκε, στο 43%. Δύο νοσοκόμες και ένας γιατρός πέθαναν.
Αυτό αποτελούσε ένα διπλό χτύπημα: τόσο για τους ίδιους τους μολυσμένους υγειονομικούς λειτουργούς όσο και για τους ασθενείς των οποίων η φροντίδα μειώθηκε, όσο οι υπό ανάρρωση γιατροί και νοσηλευτές απουσίαζαν. Σήμερα, αυτές οι στατιστικές κρέμονται σαν ένα φάντασμα πάνω από το ιατρικό προσωπικό που μάχεται τον νέο -αδελφό- ιό του SARS, τον SARS-CoV-2, τη μόλυνση που προκαλεί τον COVID-19.
«Δεν μπορούμε να σταματήσουμε τον COVID-19 χωρίς να προστατεύσουμε τους εργαζόμενους στον τομέα της υγείας», ανέφερε σε πρόσφατη ενημέρωση των ΜΜΕ ο Tedros Adhanom Ghebreyesus, γενικός διευθυντής του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας.
Ωστόσο, με τις Ηνωμένες Πολιτείες να επιβεβαιώνουν τις εκθετικές αυξήσεις των επιβεβαιωμένων περιπτώσεων – από τις 11 Μαρτίου ανήλθαν σε τουλάχιστον 1016 σε 38 πολιτείες με 31 θανάτους – μετακινούμενοι ανάμεσα στον περιορισμό και τον μετριασμό της μόλυνσης, οι εργαζόμενοι στον τομέα της υγείας αμφιβάλουν αν γίνονται αρκετά πράγματα για την προστασία τους και αν διασφαλίζεται η συνεχής φροντίδα των ασθενών στα ήδη καταπονημένα νοσοκομεία και ιατρικά κέντρα.
Το βέβαιο είναι ότι καθώς η επιδημία διαταράσσει τις παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού, ορισμένες αμερικανικές επιχειρήσεις αναφέρουν ελλείψεις προσωπικού εξοπλισμού προστασίας, όπως μάσκες, γυαλιά, αναπνευστήρες, γάντια και ρόμπες, σύμφωνα με μια αναφορά που δημοσιεύτηκε στους Seattle Times. Οι εργαζόμενοι καλούνται να στοκάρουν το απόθεμα.
“Ώρα να βγούμε μπροστά»
Οι αμφιβολίες για τα επαρκή μέτρα ασφαλείας είναι στην κορυφή της ανησυχίας μεταξύ των εγγεγραμμένων νοσοκόμων στο κράτος της Νέας Υόρκης, όπου η κακή πρόσβαση στα Μέσα Ατομικής Προστασίας, η ελάχιστη εκπαίδευση στη χρήση εξοπλισμού και στα πρωτόκολλα, καθώς και η ακατάλληλη αξιολόγηση και ταξινόμηση ασθενών αναφέρθηκαν ήδη από την ένωση νοσοκόμων.
Σε μια πρόσφατη έρευνα σε εθνικό επίπεδο με 6500 μέλη από την ένωση National Nurses United (NNU), μόνο το 30% των ερωτηθέντων δήλωσε ότι οι εργοδότες τους είχαν επαρκή Μέσα Ατομικής Προστασίας σε απόθεμα για να προστατεύσουν το προσωπικό από ξαφνικό κτύπημα του ιού COVID-19. Μόλις το 44% δήλωσε ότι οι εργοδότες τους είχαν εκπαιδεύσει στην αναγνώριση και απάντηση σε ύποπτα κρούσματα.
«Οι νοσοκόμες είμαστε σίγουρες ότι μπορούμε να φροντίσουμε για τους ασθενείς με COVID-19 και ακόμη και να βοηθήσουμε να σταματήσουμε την εξάπλωση αυτού του ιού αν μας δοθούν τα μέσα προστασίας και οι πόροι που χρειαζόμαστε ώστε να κάνουμε τη δουλειά μας», δήλωσε η Μπόνι Καστίγιο, εκτελεστική διευθύντρια της NNU και της Ένωσης Νοσηλευτών της Καλιφόρνιας σε συνέντευξη τύπου της 5ης Μαρτίου. «Δεν είναι καιρός να χαλαρώσουμε τη στάση μας ή να αποδυναμώσουμε τους υφιστάμενους κρατικούς ή ομοσπονδιακούς κανονισμούς. Αυτή είναι η στιγμή να εντείνουμε όλες τις προσπάθειές μας».
Υποψιαζόμενοι ότι υπάρχει ένα έλλειμμα στην κορυφή, η Ένωση έκανε έκκληση στην Υπηρεσία Ασφάλειας και Υγείας στην Εργασία (OSHA), ζητώντας ολοκληρωτική εξασφάλιση της ατομικής προστασίας, συμπεριλαμβανομένης της επιμόρφωσης των υγειονομικών λειτουργών αλλά και τη μέγιστη προστασία σε Νοσοκομεία και κλινικές, δηλαδή, αίθουσες αρνητικής πίεσης και κατάλληλα εργαλεία.
Πηγή: medscape.com
Μετάφραση: antapocrisis.gr

Η Diana Swift είναι αρθρογράφος για θέματα υγείας και νοσηλείας.
Leave a Reply
Want to join the discussion?Feel free to contribute!