Ποια κληρονομιά μας αφήνει η πτώση του τείχους του Βερολίνου;

Τριάντα χρόνια πριν, ένα πλήθος ανατολικογερμανών περνά ελεύθερα στην άλλη μεριά του Βερολίνου. Μέσα στα επόμενα δύο χρόνια ολοκληρώνεται η  βελούδινη παλινόρθωση του καπιταλισμού και η κατάρρευση των καθεστώτων του υπαρκτού σοσιαλισμού. Η διάλυση της χώρας των Σοβιέτ έκλεισε αυτή τη διετία με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο. Η κόκκινη σημαία κατέβηκε από τον ιστό του Κρεμλίνου για να μην σηκωθεί ποτέ ξανά. Η ιστορία τελείωσε, αποφάνθηκαν διανοούμενοι, ιστορικοί, πολιτικοί. Το χάσμα που άνοιξε με την Οκτωβριανή Επανάσταση και δίχασε τον κόσμο κατά τον 20ο αιώνα, επουλώθηκε. Το τέλος και η ολοκληρωτική χρεοκοπία του κομμουνισμού, μας είπαν, αποδεικνύεται από το ότι δεν υπήρξε ουσιαστική αντίσταση όχι απλά από τους πολίτες, αλλά ούτε καν από τα κομμουνιστικά/σοσιαλιστικά κόμματα που είχαν την εξουσία. Η ολοκληρωτική επικράτηση του καπιταλισμού, μας είπαν, αποδεικνύεται από το ότι οι λαοί της Ανατολικής Ευρώπης υποδέχτηκαν με ενθουσιασμό την παλινόρθωση.

Τριάντα χρόνια μετά, τι έχει απομείνει από αυτές τις κατηγορηματικές διαβεβαιώσεις;

Το σίγουρο είναι ότι ο ενθουσιασμός των πρώην πολιτών του υπαρκτού σοσιαλισμού μετατράπηκε σε απογοήτευση. Ειδικά για τις παλιότερες γενιές που έζησαν και μπορούν να συγκρίνουν. Πλήθος ερευνών και δημοσκοπήσεων επιβεβαιώνουν ότι η ζωή στην Ανατολική Γερμανία σε πολλά επίπεδα ήταν καλύτερη. Κοινωνική πολιτική, ασφάλεια και προστασία, μηδαμινή ανεργία, φροντίδα για το παιδί και τον νέο, βοήθεια στην οικογένεια, ισότητα των φύλων, παιδεία και υγεία καθολικά προσβάσιμες από όλο το λαό και σε υψηλό επίπεδο. Η “Ostalgie” (Ost/Ανατολή + Nostalgie/Νοσταλγία), νεολογισμός που αποτυπώνει τι νιώθουν οι πρώην Ανατολικογερμανοί, αλλά και πρώην Ανατολικοευρωπαίοι, απλώς υπογραμμίζει ότι η σύγκριση αποβαίνει υπέρ του παρελθόντος. Τουλάχιστον σε συγκεκριμένα ζητήματα της κοινωνικής ζωής, τα οποία όμως, χρόνο με το χρόνο, αξιολογούνται ως σημαντικότερα.

Το Spiegel επιχειρώντας να γιορτάσει, πριν δέκα χρόνια, την εικοσαετία από την πτώση, έκανε έρευνα ρωτώντας πρώην Ανατολικούς αν «τότε» ζούσαν καλύτερα. Το 57% απάντησε Ναι. Επιχειρώντας να εκμαιεύσει θετικές για τον καπιταλισμό απαντήσεις, το περιοδικό ρωτούσε για την ελευθερία να ταξιδέψεις σε άλλες χώρες, ελευθερία που δεν υπήρχε στην Ανατολική Γερμανία. Έλαβε την απάντηση ότι τώρα δεν μπορείς να ταξιδέψεις γιατί σου λείπουν τα χρήματα. Το περιοδικό ρωτούσε για τα ψέματα που έλεγε το καθεστώς. Έλαβε την απάντηση ότι τώρα όλοι λένε ψέματα, απλά τα ντύνουν ή τα κρύβουν πολύ καλύτερα.

Στην τριακονταετία από την πτώση του Τείχους δεν έγινε γνωστή αντίστοιχη έρευνα, καθώς το αποτέλεσμα θεωρείται μάλλον χαμένο από τα συστημικά ΜΜΕ. Παρόλη την κατεργασία, τους τόνους μελάνης και προπαγάνδας, η πλειοψηφία των πρώην ανατολικών αναγνωρίζουν, ότι επί υπαρκτού, ζούσαν μάλλον καλύτερα.

Υπάρχει σε αυτό το στοιχείο κάποια διαστρεβλωτική ωραιοποίηση του παρελθόντος; Παίζει ρόλο ένας υφέρπων ρατσισμός με τον οποίο ακόμα και σήμερα, στην Ενιαία Γερμανία, οι πρώην Δυτικοί συμπεριφέρονται στους πρώην Ανατολικούς; Αυξάνεται η “Ostalgie” απλά και μόνο επειδή τα πράγματα στον καπιταλιστικό παράδεισο δεν αποδείχτηκαν τελικά τόσο ρόδινα;

Όλα τα παραπάνω ισχύουν. Δεν ανατρέπουν όμως το βασικό συμπέρασμα. Το τι τελικά ήταν καλύτερο για τη ζωή της εργαζόμενης πλειοψηφίας, το κρίνει η ίδια η κοινωνία και όχι όσοι χρυσοπληρώνονται για να την κρατούν σε διαχειρίσιμα πλαίσια. Πολιτικοί, δημοσιογράφοι, διανοούμενοι και δημοσιολόγοι που έβγαλαν εκ νέου τη χολή τους για το σοσιαλισμό, δεν φαίνεται να πείθουν.

Και αυτό είναι το πρώτο κρατούμενο, τριάντα χρόνια μετά.

Η διάψευση δεν αφορά μόνο αυτό που κατέρρευσε, αλλά και αυτό που επικράτησε. Όλες οι προσδοκίες για έναν κόσμο ειρήνης και ευημερίας έχουν διαψευστεί. Ο υπαρκτός κόσμος, μετά την παρένθεση του κομμουνισμού (1917 – 1989), δεν έχει την παραμικρή σχέση με τις εξαγγελίες και τις υποσχέσεις των εορταστικών ημερών μετά την πτώση. Αντί για φυγή στο λαμπρό μέλλον έχουμε επιστροφή σε προ-οκτωβριανά τοπία και ο κοινωνικός μεσαίωνας απλώνεται παντού. Ο παγκοσμιοποιημένος καπιταλισμός γεννά διαρκώς νέες στρατιές χαμένων και περιθωριοποιημένων. Η ενοποίηση της παγκόσμιας οικονομίας, με την είσοδο κεφαλαίων και την επέκταση στην Ανατολική Ευρώπη και την ενθουσιώδη προσχώρηση της Κίνας στην ελεύθερη αγορά, αύξησε και δεν μείωσε την παγκόσμια ανισότητα.

Οι κήρυκες της ελευθερίας και της δημοκρατίας διαψεύστηκαν και εδώ. Από τις αρχές της δεκαετίας του ‘90 οι μεσαίες και φτωχές τάξεις της Δύσης χάνουν, και οι απώλειές τους έγιναν μεγαλύτερες στα χρόνια της κρίσης (2010 και μετά). Η πραγματικότητα δεν αμφισβητείται. Ο σύγχρονος καπιταλισμός αγωνίζεται χωρίς αντίπαλο, αλλά διαρκώς αγκομαχεί, ασθμαίνει, γνωρίζει κρίσεις και υφέσεις, δεν έχει βρει σημείο ισορροπίας, δεν έχει ούτε καν τη δυνατότητα ή την πρόνοια του παρελθόντος να «αγοράζει» κοινωνικές συμμαχίες. Δεν υπάρχει επιπλέον ένας «κακός» που θα χρεωθεί τις δυσλειτουργίες της ελεύθερης αγοράς. Και ενώ δεν υπάρχει πια «σιδηρούν παραπέτασμα», «κόκκινος κίνδυνος» ή «ρωσική αρκούδα» που να απειλεί τις κατακτήσεις του ελεύθερου κόσμου, αυτές οι «κατακτήσεις», μοιάζουν να αφορούν όλο και λιγότερους.

Επί τριάντα «μετακομμουνιστικά» χρόνια, αντί να διαχέεται παντού ειρήνη και ευημερία, συμβαίνει το ανάποδο.

Και αυτό είναι το δεύτερο κρατούμενο.

Η τρίτη σημαντική παρατήρηση αφορά την «κρίση» της ιστορίας. Πότε η ιστορία αποφαίνεται οριστικά και τελεσίδικα ότι ετούτο ή το άλλο σύστημα κοινωνικής οργάνωσης θα επικρατήσει; Το 1989 σηματοδότησε το «τέλος» του κομμουνισμού για την μεγάλη πλειοψηφία όσων διαμορφώνουν την κοινή γνώμη. Μας επιτρέπει όμως η εκάστοτε συγκυρία μια τέτοια τελεσίδικη κρίση;

Γιατί να κρίνουμε τελεσίδικα το 1989 και όχι το 1917 ή το 1949; Γιατί να μην αποφασίσουμε για το μέλλον του σοσιαλισμού τότε, που μετά τον Πόλεμο, η αίγλη της Σοβιετικής Ένωσης είναι ανυπέρβλητη, ενώ στο σοσιαλιστικό μπλοκ αθροίζεται μια σημαντική ομάδα χωρών. Με την είσοδο της Κίνας στο σοσιαλιστικό στρατόπεδο, η μισή γη γίνεται κόκκινη, ενώ εδραιώνεται η πεποίθηση ότι ο σοσιαλισμός επελαύνει. Ακόμα και για τους φανατικότερους αντικομμουνιστές, ο συσχετισμός λίγο μετά τη λήξη του Β Παγκοσμίου Πολέμου φαντάζει τρομακτικός. Ο καπιταλισμός δεν φαίνεται να έχει μέλλον και η ζωτική δύναμη του σοσιαλισμού φαντάζει ακατανίκητη.

Αντί άλλων επιχειρημάτων, ας δώσουμε τον λόγο στον Αϊνστάιν ο οποίος, τότε ακριβώς, γράφει:

«Είμαι πεπεισμένος ότι μόνο ένας δρόμος υπάρχει για να εξαλειφθεί όλο αυτό το κακό, κι αυτός δεν είναι άλλος από την εγκαθίδρυση μιας σοσιαλιστικής οικονομίας, με ένα εκπαιδευτικό σύστημα το οποίο θα είναι προσανατολισμένο στην επίτευξη κοινωνικών στόχων. Σε μια τέτοια οικονομία, η ίδια η κοινωνία κατέχει τα μέσα παραγωγής και τα διαχειρίζεται με βάση το σχεδιασμό. Μια σχεδιασμένη οικονομία, η οποία θα προσαρμόζει την παραγωγή στις ανάγκες της κοινωνίας, θα κατανέμει την εργασία που πρέπει να γίνει σε αυτούς που είναι ικανοί να εργαστούν και θα εγγυάται τα προς το ζην σε κάθε άνδρα, γυναίκα και παιδί. Η παιδεία, εκτός από την ανάπτυξη των έμφυτων ικανοτήτων του κάθε ατόμου, θα προσπαθεί να αναπτύξει την έννοια της ευθύνης για το συνάνθρωπο, στη θέση της εξύμνησης της εξουσίας και της επιτυχίας, όπως γίνεται στη σημερινή κοινωνία».

Η ιστορία όμως, εξελίχθηκε διαφορετικά, από αυτό που ο Αϊνστάιν, αλλά και ο περισσότερος κόσμος το 1949, εκτιμούσε.

Το ερώτημα πότε η ιστορία κρίνει, μπορούμε να το θέσουμε για όλα τα κοσμοϊστορικά γεγονότα και τις σπουδαίες μεταβάσεις της ανθρωπότητας. Γιατί για παράδειγμα να μην κρίνουμε τελεσίδικα την Γαλλική Επανάσταση το 1815; Μέσα στο σκοτάδι της παλινόρθωσης των Βουρβόνων, οι κατακτήσεις του Διαφωτισμού μοιάζουν οριστικά ηττημένες. Είναι καταδικασμένες στο πυρ το εξώτερον οι φρικαλεότητες και τα ανοσιουργήματα της Επανάστασης. Η λέξη Δημοκρατία είναι απαγορευμένη και η προσφώνηση «πολίτης» είναι λόγος μακρόχρονης καταδίκης. Και φαντάζει, στα 1815, όχι μακρινό μέλλον, αλλά απόλυτη ουτοπία η επαναφορά στις αξίες της Ισότητας, της Ελευθερίας, της Αδελφοσύνης που διακήρυξαν οι εξεγερμένοι της Βαστίλης.

Η ιστορία και εδώ εξελίχθηκε διαφορετικά.

Δυστυχώς για όσους αρέσκονται στο «τέλος» της ιστορίας, η ιστορία όχι απλά δεν τελειώνει, αλλά δεν κρίνει ποτέ τελεσίδικα. Ειδικά όταν αφορά κάτι τόσο μεγάλο όπως η μετάβαση από ένα σύστημα σε ένα άλλο. Όσοι επιχειρούν να «εκβιάσουν» μια οριστική απόφαση της ιστορίας, πέρα από άγνοια επιδεικνύουν και μικρόνοη σκοπιμότητα.

Η ιστορία είναι αποτέλεσμα κοινωνικών και υλικών αναγκών, πρωτοβουλιών, διαπάλης δυνάμεων, συνείδησης που διαμορφώνεται ιστορικά σε εθνικά και διεθνικά πλαίσια. Υπάρχουν «νόμοι» που επενεργούν αλλά η μία ή η άλλη εξέλιξη δεν είναι νομοτέλεια αλλά αποτέλεσμα μιας τεράστιας διαπάλης. Και η διαπάλη ανάμεσα στην επανάσταση και την αντεπανάσταση συνεχίζεται και στον 21ο αιώνα. Όχι γιατί ο πόλος της επανάστασης βρίσκεται σε καλή κατάσταση – κάθε άλλο. Είναι όμως η ίδια η πραγματικότητα που αποκαλύπτει διαρκώς τα όρια του σημερινού πολιτικού και κοινωνικού συστήματος, υπογραμμίζοντας τις δυνατότητες υπέρβασής του.

Ας μην κρίνουμε λοιπόν τελεσίδικα, με αφορμή το 1989, την έκφανση της ιστορίας. Όπως άλλωστε λέει το ανέκδοτο, οι Κινέζοι κομμουνιστές τη δεκαετία του 1970, ισχυρίζονταν ότι ήταν …πολύ νωρίς για να αξιολογήσουμε τη Γαλλική Επανάσταση του 1789.

Η τέταρτη σημαντική παρατήρηση, έρχεται από την ψύχραιμη ματιά στα γεγονότα εκείνης της διετίας, μακριά από δραματοποιήσεις και φαντασμαγορικές παραστάσεις: Αν τα καθεστώτα ήταν φιλολαϊκά, γιατί οι πολίτες τους δεν τα υπερασπίστηκαν; Γιατί η ανατροπή καθεστώτων που εγκαθιδρύθηκαν με πόνο, αγώνα και αίμα των λαών τους, μερικές δεκαετίες αργότερα καταρρέουν, χωρίς εμφανή λαϊκή υποστήριξη; Γιατί, ακόμα και η Σοβιετική Ένωση, το «κέντρο» της σοσιαλιστικής επανάστασης, πέρασε στην αγκαλιά του καπιταλισμού χωρίς να ανοίξει ρουθούνι; Μέχρι και το οπερετικό πραξικόπημα του Αυγούστου του 1991 έγινε στο όνομα της παλινόρθωσης του καπιταλισμού, διεκδικώντας όμως άλλους ρυθμούς και ρόλους εξουσίας.

Και ακόμα περισσότερο: σύσσωμο σχεδόν το ηγετικό προσωπικό των σοσιαλιστικών/κομμουνιστικών κομμάτων μεταπήδησε με ανατριχιαστική ευκολία από την διάδοση του «μαρξισμού-λενινισμού» και την υπεράσπιση του «προλεταριακού διεθνισμού» στο εντελώς αντίθετο. Οι κεφαλές του σοσιαλισμού, προσχωρούν μαζικά, ως άλλοι γενίτσαροι, στο στρατόπεδο του πρώην αντιπάλου. Και επιδίδονται σε αυτοκριτική και αυτομαστίγωμα, πραγματικοί Χατζηαβάτηδες, που ανακάλυψαν στα γεράματα τη γοητεία του καπιταλισμού.

Όλα αυτά απαιτούν πειστική ερμηνεία και όχι παραπειστικές δικαιολογίες. Η σημερινή αναγνώριση ότι επί υπαρκτού οι λαοί ζούσαν καλύτερα, δεν πρέπει να κρύψει το γεγονός ότι τα τότε καθεστώτα στερούνταν της ενεργητικής, πρωτοπόρας, λαϊκής υποστήριξης.

Ξέρουμε ότι από το 1961 που κατασκευάστηκε το Τείχος του Βερολίνου, μέχρι το 1989 πολλές χιλιάδες Ανατολικογερμανοί αυτομόλησαν στην καπιταλιστική Δύση. Φαίνεται παράδοξο, αλλά τα προηγούμενα χρόνια συνέβαινε και το ανάποδο: Δυτικοί αυτομολούσαν στην ΕΣΣΔ. Ανάμεσά τους ο συγγραφέας του άρθρου «Τριάντα χρόνια μετά» Victor Grossman.

Τι μεσολάβησε αυτά τα χρόνια;

Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ο καπιταλισμός φαίνεται να έχει μάθει από τα λάθη του και να αντιλαμβάνεται την πρόκληση. Ή θα αλλάξει ή θα πεθάνει. Επιλέγει να απαντήσει, για πρώτη φορά μετά το 1917, με διαφορετικό τρόπο. Υπό τον φόβο της ανατροπής, παραχωρεί κοινωνικές παροχές, αγαθά και υπηρεσίες. Στήνει το μεταπολεμικό κράτος πρόνοιας. «Εξαγοράζει» την κοινωνική/λαϊκή συναίνεση. Εξανθρωπίζει το πρόσωπό του – ο εργάτης στη Δύση δεν είναι η εξαθλιωμένη φιγούρα του 19ου αιώνα. Εξαπολύει ιδεολογική επίθεση με προμετωπίδα την «ελευθερία» και τη «δημοκρατία», εννοώντας φυσικά την ελευθερία του κεφαλαίου και τη δημοκρατία των αγορών. Διαφημίζει το καπιταλιστικό όνειρο. Και συμπληρώνει την απάντησή του με την αναγκαία σιδηρά πυγμή των αμερικανικών κανονιοφόρων ανά τον πλανήτη.

Το 1950 ο εργάτης της καπιταλιστικής Δύσης θέλει να πάει να ζήσει στη σοσιαλιστική Ανατολή. Όχι μόνο επειδή η ζωή εκεί είναι καλύτερη για αυτόν, αλλά επειδή θέλει να συνεισφέρει, ελκύεται από την πρωτόγνωρη μάχη για τον κοινωνικό μετασχηματισμό.

Το 1970 όμως, ο εργάτης της σοσιαλιστικής Ανατολής θέλει να πάει να ζήσει στην καπιταλιστική Δύση. Όχι μόνο επειδή στη Δύση η ζωή πλέον είναι καλύτερη (ίσως και να μην είναι), αλλά επειδή κυριαρχούν καθολικά οι ιδέες της αγοράς, του καταναλωτισμού, της υλικής ανταμοιβής, της ατομικής ανέλιξης.

Τι μεσολάβησε μέσα σε είκοσι χρόνια;

Ο καπιταλισμός διορθώθηκε, κινήθηκε, μετασχηματίστηκε, αντεπιτέθηκε. Ο κομμουνισμός από κίνημα έγινε κράτος και καθεστώς. Έμεινε ακίνητος, στατικός, παρατηρητής. Παρέμεινε στο γήπεδο του αντιπάλου, έπαιξε το παιχνίδι του, δέχτηκε τους όρους του, υιοθέτησε τις ιδέες του και τις αξίες του. Και φυσικά, έχασε.

Έπρεπε να διορθωθεί και δεν διορθώθηκε. Έπρεπε να αντεπιτεθεί και δεν αντεπιτέθηκε. Από προελαύνουσα δύναμη, έγινε αμυνόμενη. Αναζήτησε τη «συναίνεση» όταν ο αντίπαλος αναζητούσε την εξόντωσή του. Και από κίνημα που έπρεπε να αποτυπώνει την πιο αφηρημένη τάση προς το καινούριο και να καταργεί την υπάρχουσα κατάσταση πραγμάτων, έγινε γραφειοκρατικό, σκουριασμένο, ακίνητο καθεστώς. Από «κίνηση» που μετασχηματίζει τον εαυτό του μετασχηματίζοντας την πραγματικότητα, ο κομμουνισμός έγινε «σύστημα» που αποδέχτηκε την πραγματικότητα.

Και η διαδικασία αυτή δεν αφορά τα τελευταία χρόνια της περεστρόικα και του «προδότη» Γκορμπατσόφ. Πρόκειται για μετασχηματισμό που έχει τις ρίζες του στην «μη κανονική» περίοδο του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και κυριαρχεί πλέον ανοικτά στην «κανονική» μεταπολεμική περίοδο, μετά τις πολιτικές και ιδεολογικές μετατοπίσεις της χρουτσοφικής περιόδου της «ειρηνικής συνύπαρξης». Ο ανατολικός θαυμασμός για τις καπιταλιστικές αξίες – τον οποίο κριτικάρει ο Τσε Γκεβάρα στις αρχές του ’60 ως υπουργός Βιομηχανίας της Κούβας – σημαίνει ότι ο σοσιαλισμός υιοθετεί τις θέσεις του αντιπάλου. Και η διαδικασία της καπιταλιστικής παλινόρθωσης έχει ήδη ξεκινήσει, την ώρα που οι όρκοι στον προλεταριακό διεθνισμό δίνουν και παίρνουν. Οι κοινωνίες του υπαρκτού σοσιαλισμού εκπαιδεύονται, συνηθίζουν, διαπαιδαγωγούνται με αυτές τις αξίες. Και προφανώς, σε βάθος χρόνου, θα επιλέξουν τον πραγματικό εκφραστή τους, την καπιταλιστική οικονομία της αγοράς.

Αυτό είναι ένα τέταρτο κρατούμενο από την επέτειο.

Και εδώ βρίσκεται το ερώτημα αν τα τριάντα χρόνια από την πτώση του Τείχους προκαλούν τη θλίψη, τη νοσταλγία, την απολογητική ή τον απολογισμό.

Η Αριστερά και το κομμουνιστικό κίνημα σήμερα, στην Ελλάδα και διεθνώς είναι προϊόν μιας ιστορικής ήττας του εικοστού αιώνα. Και ο τρόπος που επιλέγει να μιλήσει (ή να μη μιλήσει) για αυτή την ιστορία καθορίζει τα σημερινά και μελλοντικά του όρια. Η κομμουνιστική Αριστερά που δεν είναι επικίνδυνη και δεν ενοχλεί έγινε πια συνήθεια, μέρος της καθημερινότητας. Χαιρετίζεται για την «υπεύθυνη» στάση της. Αναγνωρίζεται για την ιστορία της. Μόνο και μόνο γιατί δεν διεκδικεί πρωταγωνιστικό ρόλο στο παρόν και στο μέλλον.

Για να διεκδικηθεί αυτός ο ρόλος, η σημερινή κομμουνιστική Αριστερά σε όλες τις εκφράσεις και παραλλαγές της, πρέπει και να θέλει και να μπορεί. Αλλά και τα δύο είναι συνισταμένη του τρόπου με τον οποίο βλέπει τις πραγματικές αιτίες της καπιταλιστικής παλινόρθωσης και της χρεοκοπίας του υπαρκτού σοσιαλισμού. Εδώ χρειάζεται θάρρος και όχι ντροπή, αυτοκριτική και όχι νοσταλγία, απολογισμός και όχι απολογητική.

Με αφορμή τα τριάντα χρόνια από τον Νοέμβριο του 1989, από το χώρο του ΚΚΕ υπήρξε μια απόπειρα «απάντησης» σε όλη την αντικομμουνιστική προπαγάνδα. Μόνο που ο χυδαίος εμπειρισμός της αστικής τάξης («ο κομμουνισμός ηττήθηκε άρα είναι ανεφάρμοστος, ολοκληρωτισμός ή ουτοπία»), δεν απαντιέται με την αποσιώπηση. Οι απολογητές του «υπαρκτού σοσιαλισμού» έχουν βαριές και απαράγραπτες ευθύνες γιατί χρέωσαν στον κομμουνισμό μια απωθητική κατάσταση. Και όσα άρθρα και ομιλίες κι αν γίνουν για τον «σοσιαλισμό που γνωρίσαμε» και τα θετικά του, ο «σοσιαλισμός που γνωρίσαμε» χρεοκόπησε. Μόνος του. Δεν ανατράπηκε απ’ έξω, με πολέμους ή αιματηρά πραξικοπήματα, με βία ενάντια στους λαούς και πογκρόμ ενάντια στις εργατικές τάξεις. Και το γιατί αυτό συνέβη, είναι αμείλικτο ερώτημα.

Μπορούν οι ίδιοι που υπηρέτησαν την καπιταλιστική παλινόρθωση (σε όλες τις μεταπολεμικές της εκφράσεις), ως πρόσωπα, απόψεις και φορείς, να συγκροτήσουν σήμερα μια αξιόπιστη αυτοκριτική για το παρελθόν του κομμουνιστικού κινήματος; Πολύ αμφίβολο. Γιατί το πρόβλημα δεν βρίσκεται σε πινελιές σταλινοποίησης που θα σβήσουν τον ρόλο και τις επιπτώσεις της αποσταλινοποίησης, αλλά σε μια εφόλης της ύλης κριτική αποτίμηση, χώνεμα της πείρας, έμπρακτη διόρθωση, όρους για νέα εγχειρήματα μετάβασης. Στην πρόκληση αυτή, η συμβολή του αντιρεβιζιονιστικού ρεύματος και ειδικά η κριτική των Κινέζων κομμουνιστών, είναι προϋπόθεση. Που προς το παρόν μένει στο περιθώριο.

Ο άλλος δρόμος είναι αυτός που ήδη ακολουθείται: Ο «σοσιαλισμός που γνωρίσαμε», συγκρινόμενος με τον «καπιταλισμό που ακολούθησε», βγαίνει περίπου αψεγάδιαστος. Ο απολογισμός μετατρέπεται σε απολογητική και η αυτοκριτική γίνεται νοσταλγία για αυτό που χάσαμε. Μόνο που αυτός ο δρόμος αφορά ελάχιστους. Θα ποστάρουν Κατιούσα για τη ζωή στην Ανατολική Γερμανία, αλλά δεν θα μπορούν να αντιπαρατεθούν επί της ουσίας με «τις ζωές των άλλων». Στο βάθος κανείς δεν πρόκειται να πειστεί να αφιερώσει τη ζωή του για κάτι που κατέρρευσε τόσο εύκολα και χωρίς την παραμικρή λαϊκή υποστήριξη. Είναι απλά ανάμνηση μιας φολκλόρ εικόνας του παρελθόντος.

Και αυτό είναι το πέμπτο κρατούμενο.

Το 1989 και η πτώση του Τείχους έχει ιστορική σημασία γιατί έκλεισε το χάσμα που άνοιξε το 1917 με τη δημιουργία δύο ανταγωνιστικών πόλων, της επανάστασης και της αντεπανάστασης. Η επανάσταση ηττήθηκε, αποκαθηλώθηκε φαντασμαγορικά, υπό τις επιδοκιμαστικές ιαχές του πλήθους. Οι αστικές τάξεις ανά τον κόσμο στρογγυλοκάθονταν στο θρόνο τους χωρίς τον παραμικρό πλέον αντίπαλο. Και οι κομμουνιστές και αριστεροί ανά τον κόσμο, αν δεν αλλαξοπίστησαν, ανακαλύπτοντας ότι πήραν τη ζωή τους λάθος, έμειναν άναυδοι και σοκαρισμένοι από το μέγεθος της αυταπάτης τους. Η πτώση του Τείχους και η κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού είχε ανυπολόγιστες συνέπειες για τους λαούς και τα έθνη όλου του κόσμου. Ο ιμπεριαλισμός απέμεινε να κόβει και να ράβει χωρίς αντίπαλο. Και ο καπιταλισμός αναγορεύτηκε υπερ-ιστορική κατάσταση και αιώνια αξία, χωρίς να απειλείται από πουθενά.

Μπορεί το χάσμα που έκλεισε να ανοίξει ξανά; Θα γίνει αυτό μέσα στον 21ο αιώνα – ή είναι ακόμα νωρίς για μια νέα έφοδο στον ουρανό; Η απαισιοδοξία της γνώσης και της ιστορικής εμπειρίας, μπορεί να απαντηθεί μόνο με την αισιοδοξία της βούλησης και των πραγματικών κοινωνικών αναγκών. Προϋπόθεση είναι να αναμετρηθούμε με την κληρονομιά που μας άφησε το Τείχος του Βερολίνου και η Πτώση του.

0 replies

Leave a Reply

Want to join the discussion?
Feel free to contribute!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *