Απεργία

Περί απεργιών: όταν χάνεται η κοινή λογική

Από τις αρχές του μήνα παρακολουθούμε ένα παιχνίδι εντυπώσεων μεταξύ σωματείων, συνδικαλιστικών ενώσεων, εργατικών παρατάξεων για την προκήρυξη (και βασικά για την ημερομηνία προκήρυξης) πανελλαδικής απεργίας. Η κατάσταση που διαμορφώνεται στο εργατικό κίνημα θα ήταν για γέλια, συνυπολογίζοντας όμως το τοπίο τα τελευταία χρόνια και την ανυποληψία στην οποία έχει περιέλθει ο συνδικαλισμός, δεν υπάρχει χώρος για γέλια παρά μόνο για κλάματα.

Στα τέλη του Σεπτέμβρη με πρωτοβουλία του ΠΑΜΕ ανακοινώνεται «πανελλαδική απεργία» για τις 8 Νοέμβρη που στηρίζεται από όσα σωματεία, ομοσπονδίες και εργατικά κέντρα ελέγχονται από το ΠΑΜΕ. Στις αρχές Οκτώβρη η πρωτοβουλία πρωτοβάθμιων σωματείων για συντονισμό ανακοινώνει «απεργία πρωτοβάθμιων σωματείων» την 1η Νοέμβρη. Στις 15/10 το Γενικό Συμβούλιο της ΑΔΕΔΥ αποφάσισε «24ωρη απεργιακή κινητοποίηση» για τις 14 Νοέμβρη. Προφανώς δεν έχει κανένα νόημα η συζήτηση για το ποιος κάλεσε πρώτος, δεύτερος κοκ, απλά τα παραπάνω αναφέρονται για την ιστορία. Το πρόβλημα είναι ο υπαρκτός κίνδυνος σε μια τέτοια περίοδο αποσυγκρότησης έως και διάλυσης του κινήματος να βρεθούμε με 3 (!) ανακοινωμένες απεργίες σε διάστημα δύο εβδομάδων (1,8,14/11). Σίγουρα δεν είναι η πρώτη φορά ενός τέτοιου τραγέλαφου, αλλά δεν μπορεί τα επαναλαμβανόμενα καταστροφικά σφάλματα να μην προκαλούν αγανάκτηση και ακόμη μεγαλύτερη απογοήτευση σε όσους επιμένουν να προβληματίζονται και να σκέφτονται, με τα πόδια στο έδαφος, για την ανασυγκρότηση του κινήματος.

Το θέμα με τις ημερομηνίες δεν είναι το κύριο, αν και θα ακουστούν, και ήδη ακούγονται, επιχειρήματα ένθεν κακείθεν για το ποια είναι η καταλληλότερη. Το πρόβλημα είναι πιο συνολικό, πιο βαθύ για τον προσανατολισμό και τη δράση του εργατικού κινήματος (εξ’ άλλου πόσους εργαζόμενους αφορούν πλέον αυτού του τύπου οι διαγκωνισμοί); Το «παιχνιδάκι» των ημερομηνιών είναι γνωστό στις συμβιβασμένες συνδικαλιστικές ηγεσίες που προφανώς δεν θέλουν να γίνει τίποτα και υπονομεύουν ανοιχτά τις εργατικές διεκδικήσεις. Η απάντηση όμως των δυνάμεων που θέλουν να εκφράσουν τα εργατικά συμφέροντα ποια είναι; Να μπουν στο «παιχνίδι» και να καταλήξουμε με 3 απεργίες. Ακόμα και από τακτικής άποψης να δεις το θέμα, θα έπρεπε να επιλεγεί μια ημερομηνία και εκεί να πέσουν όλες οι δυνάμεις, αλλά εκεί χάνεται η κοινή λογική… Βασιλεύει η δύναμη της συνήθειας, η αδράνεια, ο μαγαζακισμός.

Η αναγνώριση της πραγματικότητας που έχει διαμορφωθεί στη χώρα είναι απαραίτητος όρος για να ανοίξουμε την συζήτηση για την κατεύθυνση των εργατικών ταξικών δυνάμεων. Η πολιτική κρίση που παρατηρήθηκε με την είσοδο της χώρας στο μνημόνιο φαίνεται πως εξομαλύνεται (έστω και προσωρινά) με την αναζήτηση της αναγκαίας ισορροπίας και το στήσιμο ενός νέου (μικρότερου) δικομματισμού (ΣΥΡΙΖΑ-ΝΔ). Η αναφορά στα γενικά πολιτικά αιτήματα ήταν ανάγκη μιας προηγούμενης περιόδου που είχε το έντονο άρωμα της κεντρικής αντιπαράθεσης. Σήμερα η στόχευση πρέπει να είναι σε ώριμα αιτήματα, στην αύξηση του εισοδήματος και των μισθών των εργαζομένων, στην ανάκτηση των απωλειών, στην ανατροπή των φορομπηχτικών μέτρων και της λιτότητας. Οι κυβερνητικές εξαγγελίες για την έξοδο από το μνημόνιο, με το τέλος του προγράμματος, στρώνουν το έδαφος μιας νέας «μεταμνημονιακής» πραγματικότητας, που αφήνει περιθώρια για τέτοιους αγώνες. Παραδείγματα το τελευταίο διάστημα υπήρξαν, όχι πολλά, αλλά υπήρξαν. Το πεδίο στο οποίο θα κριθούμε όλοι είναι αν και κατά πόσο μπορούμε να αμφισβητήσουμε αυτή την πραγματικότητα.

Οφείλουμε επιπλέον να αναγνωρίσουμε τον αρνητικό συσχετισμό δύναμης. Τα 8 χρόνια μνημονίου, μειώσεων, περικοπών, λιτότητας έχουν αφήσει τα σημάδια τους στο εργατικό κίνημα. Σαφώς και οι συνδικαλιστικές ηγεσίες είναι συμβιβασμένες και ξεφτιλισμένες, αλλά δεν είναι μόνο αυτός ο λόγος της κάμψης των εργατικών αγώνων. Το πρόβλημα είναι κυρίως πολιτικό-ιδεολογικό και λιγότερο οργανωτικό (ποιος ελέγχει τη ΓΣΕΕ, ποιοι κυριαρχούν στα σωματεία κλπ). Οι διαψεύσεις των προσδοκιών με την συνθηκολόγηση της κυβέρνησης έσπειραν την απογοήτευση, το δηλητήριο του «δεν υπάρχει εναλλακτική» στους εργαζομένους, στη νεολαία, στο λαό και ο εγκλωβισμός στο δίπολο ΣΥΡΙΖΑ-ΝΔ (αφού δεν βλέπουν άλλη εναλλακτική), δεν απαντώνται με άλματα στο κενό, με απεργίες κάποιων πρωτοβάθμιων σωματείων. Τέτοιες άστοχες κινήσεις δεν στερούνται μόνο αποτελεσματικότητας αλλά και σοβαρότητας, συμβάλλοντας στην απογοήτευση του κόσμου. Αναγνώριση του αρνητικού συσχετισμού δύναμης σημαίνει αναγνώριση της φάσης του κινήματος, επομένως ώριμα αιτήματα, κλαδικοί αγώνες – εστίες αντίστασης στους χώρους δουλειάς και ζύμωση για πανεργατικό αγώνα πάνω σε 2-3 ζητήματα που μπορούν να συσπειρώσουν τους πάντες (συνταξιούχους, εργαζομένους, ανέργους) όπως πχ αύξηση κατώτατου μισθού, αφορολόγητο, κλαδικές συμβάσεις. Οι διαχωρισμοί για το «πλαίσιο», την πλατεία, την ημερομηνία έρχονται σε αντιπαράθεση για ακόμη μία φορά με την κοινή λογική.

Η κοινή λογική λέει ότι όλες οι δυνάμεις που βρίσκονται σε αντικυβερνητική, αντινεοφιλελεύθερη κατεύθυνση οφείλουν να κινηθούν από κοινού, μετωπικά, μαχητικά. Τη μεγαλύτερη ευθύνη για το ότι αυτή η κοινή λογική δεν επικρατεί, την έχει το ΚΚΕ και το ΠΑΜΕ. Όχι όμως την αποκλειστική. Το παιχνίδι της μετατροπής των εργατικών διεκδικήσεων σε στοιχήσεις πίσω από τους πολιτικούς φορείς της Αριστεράς, παίζεται δυστυχώς σε όλους τους χώρους.

Ο προβληματισμός που αναπτύσσεται για την ανάγκη δημιουργίας άλλου αγωνιστικού κέντρου πέρα και έξω από τις συμβιβασμένες συνδικαλιστικές ηγεσίες είναι σωστός και δίκαιος. Η ανάγκη να αναζωογονηθεί ο συνδικαλισμός και να συσπειρώνει τους εργαζομένους, τα σωματεία να αποκτήσουν ζωή και να μην είναι σφραγίδες σε κομματικές επιδιώξεις, να εκφραστεί όλος ο κόσμος που είναι εκτός επίσημου εργασιακού φάσματος (επισφαλείς, άνεργοι, μερικώς απασχολήσιμοι) κλπ είναι υπαρκτά ζητήματα αλλά το πρόβλημα δεν είναι οργανωτικό, ούτε καν σκέτα συνδικαλιστικό. Στην Ελλάδα το συνδικαλιστικό κίνημα σχετίζεται πάντα με τις πολιτικές διεργασίες και έχει μια διαφορετική πορεία και ιστορία από ότι σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες (Ιταλία, Γερμανία, Γαλλία). Το να ξεκινήσουν διεργασίες στην αριστερά για ένα νέο ρεύμα και μια νέα πολιτική κίνηση που να απαντάει στην πραγματικότητα, στο νέο δικομματισμό, στο δίπολο ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ, να σπάει το δόγμα του «ΤΙΝΑ» θα είναι βοηθητικό για την ανασυγκρότηση του εργατικού κινήματος. Σε συνδυασμό με αυτές τις διεργασίες μπορεί να αυξηθεί η διεκδικητικότητα των εργαζομένων, να δημιουργηθούν νέα σωματεία, να υπάρξουν τροποποιήσεις στους συσχετισμούς στο συνδικαλιστικό κίνημα και όχι με απεργίες μερικών εκατοντάδων μελών των αριστερών οργανώσεων.

0 replies

Leave a Reply

Want to join the discussion?
Feel free to contribute!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *