Η αναφορά στο Πανεπιστήμιο ως άντρο «βίας και ανομίας» ξενίζει όσο και προκαλεί. Προκαλεί κυρίως την αγανάκτηση όσων μετέχουν στην ακαδημαϊκή διαδικασία, όσων δηλαδή ζουν από και για το Πανεπιστήμιο. Των λίγων χιλιάδων φοιτητών, διοικητικών και διδασκόντων για τους οποίους το Πανεπιστήμιο είναι η δουλειά, το πάθος, το δεύτερο –ενίοτε και το πρώτο– σπίτι.
Ποιοι φοβούνται το Πανεπιστήμιο τόσο ώστε να θέσουν ως προτεραιότητά τους, εν μέσω οικονομικής, κοινωνικής και υγειονομικής κρίσης, την επιτήρησή του με ιδιαίτερα αυστηρούς όρους από ένα νέο ειδικό σώμα ασφαλείας; Ποιοι και κυρίως γιατί;
Το πρόσφατο νομοσχέδιο για την ίδρυση πανεπιστημιακής αστυνομίας «κατά τα ευρωπαϊκά και διεθνή πρότυπα» (sic) φαντάζει από την πλευρά της γαλλικής εμπειρίας σαν το πιο σύντομο ανέκδοτο. Ο λόγος είναι απλός: στη Γαλλία δεν υφίσταται πανεπιστημιακή αστυνομία – και το κείμενό μας θα μπορούσε να τελειώνει εδώ με τις λέξεις αυτές.
Το αντίστοιχο μπορούν να επιβεβαιώσουν όσοι σπουδάζουν ή υπηρετούν σε πανεπιστήμια του Βελγίου, της Ολλανδίας, της Γερμανίας, της Ιταλίας, της Ισπανίας, του Ηνωμένου Βασιλείου κ.ο.κ. Συνδυάζεται δε με άλλο ένα σύντομο ανέκδοτο, αυτό που θέλει το πανεπιστημιακό άσυλο να αποτελεί «παγκόσμια πρωτοτυπία» (ξανά sic). Η αναφορά θα ήταν άξια ειρωνείας αν το ζήτημα δεν ήταν τόσο σοβαρό, ιδίως όταν τέτοια «λάθη» και ανακρίβειες εκπορεύονται από επίσημα και καθόλα έγκριτα χείλη. Ας δούμε, λοιπόν, κατ’ αρχάς ποια είναι στην πραγματικότητα τα ευρωπαϊκά και διεθνή πρότυπα.
Το πανεπιστημιακό άσυλο υπήρξε όντως παγκόσμια πρωτοτυπία… το μακρινό 1231 μ.X. στη Γαλλία, όταν μια φοιτητική στάση στο Πανεπιστήμιο του Παρισιού, τη γνωστή μας Σορβόνη, έγινε η αφορμή να καθιερωθεί, μέσω παπικού διατάγματος (Parens scientiarum), η ανεξαρτησία του Πανεπιστημίου έναντι της κοσμικής εξουσίας. Με βάση το διάταγμα αυτό, μόνο ο επικεφαλής του Πανεπιστημίου, επίσκοπος ή πρύτανης, μπορούσε να δικάζει και να επιβάλλει ποινές στους φοιτητές που κρίνονταν ένοχοι αδικημάτων. Αυτό το καθεστώς εξαίρεσης επεκτάθηκε έκτοτε σε όλα τα μεγάλα Πανεπιστήμια της Ευρώπης και αναφέρεται με γλαφυρό τρόπο από τον Βίκτορα Ουγκό στο περίφημο μυθιστόρημά του «Η Παναγία των Παρισίων».
Το ιδιαίτερο αυτό καθεστώς που απολαμβάνουν στη Γαλλία τα δημόσια Πανεπιστήμια –αμιγώς ιδιωτικά Πανεπιστήμια δεν υπάρχουν– ισχύει αδιαλείπτως από τον 13ο αιώνα και έχει γίνει γνωστό με τον όρο franchise universitaire (πανεπιστημιακό προνόμιο) – στα αγγλικά: university asylum. Ο ισχύων νόμος, που περιλαμβάνεται στο άρθρο L712-2 του Κώδικα της Εκπαίδευσης, εξασφαλίζει το απαραβίαστο των πανεπιστημιακών χώρων στους οποίους διεξάγεται η επιστημονική έρευνα και διδασκαλία, η λεγόμενη ακαδημαϊκή λειτουργία, από κάθε μορφής επέμβαση των σωμάτων ασφαλείας, με τη δυνατότητα αυτή να δίνεται κατ’ εξαίρεση και κατόπιν εντολής των πρυτανικών αρχών.
Η ratio της διάταξης αυτής, η οποία παγιώθηκε εθιμικά και μέσα από σειρά προηγούμενων νομοθετικών ρυθμίσεων μέχρι σήμερα, είναι ότι ο πρύτανης του Πανεπιστημίου φέρει αποκλειστικά το βάρος της τήρησης της τάξης στο ίδρυμα του οποίου είναι επικεφαλής. Μόνο εκείνος μπορεί επίσης, αν το κρίνει αναγκαίο, να καλέσει τα σώματα ασφαλείας. Οι μόνες εξαιρέσεις σ’ αυτό είναι τα αυτόφωρα εγκλήματα, οι καταστροφές ή οι παρεμβάσεις κατόπιν εισαγγελικής παραγγελίας-εντάλματος.
Ο νέος προγραμματικός νόμος για την ανώτατη εκπαίδευση και την έρευνα που κατέθεσε η κυβέρνηση Μακρόν και ψηφίστηκε με συνοπτικές διαδικασίες τον περασμένο Νοέμβρη περιλάμβανε, μεταξύ άλλων αντιδραστικών μέτρων νεοφιλελεύθερης έμπνευσης, τη θέσπιση ενός νέου «αδικήματος διατάραξης της ησυχίας και τάξης» των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων, που τιμωρείται με 7.500 ευρώ πρόστιμο και ένα χρόνο φυλάκιση, με την ποινή να αυξάνεται σε 45.000 ευρώ και τρία χρόνια φυλάκιση αν έχουμε σύμπραξη περισσότερων του ενός δραστών.
Η επίμαχη διάταξη, που καταργούσε στην πράξη το άσυλο ποινικοποιώντας μέσω μιας σκόπιμα ασαφούς διατύπωσης την όποιας μορφής αμφισβήτηση και διαμαρτυρία μέσα στους χώρους του Πανεπιστημίου, ακυρώθηκε πριν από λίγες μέρες από το Συνταγματικό Συμβούλιο.
Είχε προηγηθεί η απόσυρση από την ίδια τη γαλλική κυβέρνηση μιας ακόμη τροπολογίας της τελευταίας στιγμής που όριζε ότι «οι ακαδημαϊκές ελευθερίες οφείλουν να ασκούνται με σεβασμό στις αξίες της Πολιτείας» (sic). Οι δύο αυτές διατάξεις αντιμετωπίστηκαν –και δικαίως– ως ευθεία προσβολή της ακαδημαϊκής ελευθερίας που προϋποθέτει την ελεύθερη και απρόσκοπτη άσκηση του ακαδημαϊκού διαλόγου και της γόνιμης κριτικής και αμφισβήτησης με κάθε μέσο, στοιχεία που αποτελούν τον πυρήνα της ελευθερίας της έκφρασης αλλά και της εξέλιξης της επιστημονικής γνώσης.
Ο νέος νόμος θέτει εν γένει σε κίνδυνο, συρρικνώνοντάς το, το καθεστώς δημόσιου λειτουργού των πανεπιστημιακών και έχει κινητοποιήσει μαζικά μέχρι και σήμερα τους φορείς της ακαδημαϊκής κοινότητας μέσω απεργιών και καταλήψεων – το επονομαζόμενο «κίνημα των μαύρων οθονών», με αναφορά στην ιδιαίτερη συνθήκη της τηλεκπαίδευσης.
Οι καταλήψεις διαρκείας στα Πανεπιστήμια είναι πολύ συχνές στη Γαλλία και παγιωμένες στη συνείδηση των πολιτών ως θεμιτό μέσο πίεσης στους εκάστοτε υπουργούς Παιδείας και τις εκάστοτε κυβερνήσεις με αίτημα την αναστολή νομοθετημάτων που θέτουν σε κίνδυνο τις ακαδημαϊκές ελευθερίες. Τις περισσότερες φορές τερματίζονται με ειρηνικό τρόπο έπειτα από διαβουλεύσεις με τις πρυτανικές αρχές ή όταν το κίνημα πετυχαίνει τον σκοπό του.
Σπάνια υπάρχουν εξαιρέσεις. Το 2014, το Πανεπιστήμιο της Ρεν έκλεισε για μια μέρα με πρυτανική εντολή για προληπτικούς λόγους. Εγινε τότε λόγος για άσκηση της ειδικής εξουσίας επιτήρησης-αστυνόμευσης (police spéciale) που αποδίδει ο νόμος στον πρύτανη ενός πανεπιστημιακού ιδρύματος – η οποία καμιά σχέση δεν έχει φυσικά με την ίδρυση ειδικού σώματος πανεπιστημιακής αστυνομίας. Ο λόγος της απόφασης αυτής ήταν η ανακοίνωση διεξαγωγής μιας γενικής συνέλευσης διαμαρτυρίας για τον πρόσφατο τότε θάνατο από τα πυρά της αστυνομίας ενός νέου περιβαλλοντικού ακτιβιστή σε ειρηνική πορεία για το περιβάλλον. Το σκεπτικό ήταν η έλλειψη προαναγγελίας της συνέλευσης από τους φοιτητές και ο κίνδυνος πρόκλησης κακουργηματικών πράξεων μέσα στο πανεπιστημιακό campus.
Δυο χρόνια αργότερα, με το αιτιολογικό του κινδύνου για την ασφάλεια των φοιτητών, το διοικητικό πρωτοδικείο απέρριψε αίτηση ασφαλιστικών μέτρων φοιτητή με την οποία ζητούσε να ανοίξει άμεσα το υπό κατάληψη πανεπιστήμιό του. Παρότι το δικαστήριο αναγνώρισε την προσβολή του δικαιώματος του αιτούντος φοιτητή στην εκπαίδευση, έκρινε ότι αυτή η προσβολή δεν ήταν τόσο σημαντική σε σχέση με την απειλή που υπήρχε για τη δημόσια τάξη από την επιχείρηση εκκένωσης και ό,τι ενδεχομένως θα ακολουθούσε.
Η πρόσφατη περίπτωση της Νομικής Σχολής του Μονπελιέ είναι ίσως η πιο ενδιαφέρουσα όσον αφορά την οριοθέτηση του πεδίου αρμοδιοτήτων των πανεπιστημιακών αρχών. Το 2018, ο κοσμήτορας της Σχολής Φιλίπ Πετέλ –η ομοιότητα του ονοματεπωνύμου του με αυτό του δωσίλογου Γάλλου στρατάρχη είχε γίνει τότε αντικείμενο σκωπτικών σχολίων στην ακαδημαϊκή κοινότητα– είχε αποδειχθεί ότι είχε καλέσει, με τη βοήθεια ενός συναδέλφου του καθηγητή της Νομικής, ομάδες κρούσης κομάντο της γαλλικής Ακροδεξιάς, για να εκκενώσουν φορώντας κουκούλες και οπλισμένοι με ρόπαλα και αιχμηρά αντικείμενα ένα αμφιθέατρο της Σχολής που είχε καταληφθεί μερικές ώρες πριν από φοιτητές.
Ο ίδιος ο κοσμήτορας μαζί με τον καθηγητή φαίνονται καθαρά σε βίντεο να ανοίγουν τις μπάρες και τις πόρτες ασφαλείας, να καθοδηγούν τους παρακρατικούς και να συμμετέχουν και οι ίδιοι στις βιαιοπραγίες κατά φοιτητών και φοιτητριών, πολλές και πολλοί από τους οποίους βρέθηκαν στο νοσοκομείο με βαριές κακώσεις. Η αστυνομία επενέβη άμεσα έπειτα από κλήση του πρύτανη για να προστατεύσει τους καταληψίες φοιτητές και να συλλάβει τους υπαίτιους καθηγητές και παρακρατικούς. Παρά τη γενική κατακραυγή, ο κοσμήτορας φάνηκε αμετανόητος, δηλώνοντας στα μέσα ενημέρωσης ότι «έκανε το καθήκον του».
Οι πρυτανικές αρχές τον καθαίρεσαν άμεσα από το αξίωμά του και επέβαλαν πειθαρχικές ποινές τόσο στον ίδιο όσο και στον συνεργό του καθηγητή. Στην ποινική δίκη που ακολούθησε, ο πρώην κοσμήτορας τιμωρήθηκε με την ποινή της παύσης για πέντε χρόνια από τα διδακτικά και ερευνητικά του καθήκοντα, ενώ ο συνάδελφός του παύθηκε οριστικά από το γαλλικό Πανεπιστήμιο.
Πόσα από τα παραπάνω θα ήταν δυνατό να συνέβαιναν στην Ελλάδα σήμερα; Θα μπορούσαμε άραγε να φανταστούμε την ελληνική αστυνομία να παρεμβαίνει για να σώσει καταληψίες φοιτητές από τα χέρια ακροδεξιών τραμπούκων και των συνενόχων τους καθηγητών; Θα μπορούσαμε να φανταστούμε την ίδια αστυνομία να αρνείται να παρέμβει για να διαλύσει μια κατάληψη, παρά τις πρυτανικές εκκλήσεις, όπως συνέβη πέρυσι στη Σορβόνη;
Θα μπορούσαμε να φανταστούμε σύσσωμη την πανεπιστημιακή κοινότητα να βγαίνει στους δρόμους εν μέσω πανδημίας για να προστατεύσει το άσυλο και την ακαδημαϊκή ελευθερία από την εκδικητική μανία των ίδιων των θεματοφυλάκων τους; Φανταζόμαστε το πικρό μειδίαμα στα χείλη των αναγνωστών. Εντούτοις, το χάσμα που μας χωρίζει από αυτή την ευρωπαϊκή πραγματικότητα μας δίνει το μέτρο της απόστασης που μας χωρίζει από ένα ουσιαστικό κράτος δικαίου.
Σ’ ένα ουσιαστικό κράτος δικαίου, το θεσμοθετημένο αυτοδιοίκητο των πανεπιστημίων προϋποθέτει και επιβάλλει τη δυνατότητα ελέγχου των ενδεχόμενων παραβιάσεων του ακαδημαϊκού χώρου από την ίδια την ακαδημαϊκή κοινότητα, χωρίς έξωθεν παρέμβαση. Το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο στη Γαλλία –και στην Ελλάδα– είναι και επαρκές και ικανό να παρέχει την πολυπόθητη ασφάλεια, με την ανάθεση της φύλαξης των πανεπιστημιακών χώρων είτε σε ειδική κατηγορία διοικητικού προσωπικού (δημοσίων υπαλλήλων) είτε σε ιδιωτικούς φορείς που παρέχουν αντίστοιχες υπηρεσίες (security), δεν οπλοφορούν και ελέγχονται αποκλειστικά από τις πρυτανικές αρχές.
Οι μύθοι που αναπαράγονται ευρέως το τελευταίο διάστημα είναι ενδεικτικοί του εγκλήματος που μεθοδεύεται σε βάρος του δημόσιου Πανεπιστημίου, με πρόσχημα την ασφάλεια και με μοναδικό σκοπό τη σταδιακή απαξίωσή του. Ποια δεδομένα, ποιες εκθέσεις, ποιες στατιστικές στοιχειοθετούν άραγε, ποσοτικά και ποιοτικά, το μέγεθος της «βίας και ανομίας» που δικαιολογεί τη δημιουργία ειδικού αστυνομικού σώματος για τα Πανεπιστήμια;
Το καθεστώς έκτακτης ανάγκης που επιβλήθηκε στη Γαλλία μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις του 2015 και 2016 δεν ανέδειξε ως αναγκαία μια αντίστοιχη ρύθμιση. Η πρακτική της επίδειξης φοιτητικής ή αστυνομικής ταυτότητας για την είσοδο στα πανεπιστήμια, που δικαιολογημένα εφαρμόστηκε υπό το κράτος του –υπαρκτού– φόβου κατά το πρώτο διάστημα μετά τις επιθέσεις, γρήγορα εγκαταλείφθηκε. Στα γαλλικά Πανεπιστήμια, ακόμα και στα πιο κεντρικά του Παρισιού, μπαίνει σήμερα ελεύθερα όποιος το επιθυμεί. Διακριτική φύλαξη εξακολουθεί να υπάρχει σε πανεπιστημιακά campus που βρίσκονται σε περιοχές με αυξημένη εγκληματικότητα, όπως τα γκετοποιημένα προάστια των μεγαλουπόλεων.
Τέλος, μια σχετικά άγνωστη παράμετρος της γαλλικής πρακτικής αφορά στην προστασία που προσδίδει η φοιτητική ιδιότητα στους παράνομα εισαχθέντες στο γαλλικό έδαφος. Με τα σημερινά ισχύοντα, το Πανεπιστήμιο είναι ελεύθερο να εγγράψει φοιτητές χωρίς άδεια παραμονής και υπάρχει απαγόρευση σύλληψης και επαναπροώθησής τους ενόσω βρίσκονται στον χώρο του Πανεπιστημίου. Μάλιστα απαγορεύεται να εισέλθει η αστυνομία για το λόγο αυτό και στις φοιτητικές εστίες της πανεπιστημιούπολης, που θεωρείται ότι περιλαμβάνονται στον πανεπιστημιακό χώρο που προστατεύεται από το άσυλο.
Το ελεύθερο πανεπιστήμιο φοβίζει τους απανταχού θιασώτες ανελεύθερων καθεστώτων. Η ορμπανικού τύπου θανατοπολιτική που επικαλείται την κατάλυση του ασύλου απεργάζεται τον αργό θάνατο του δημόσιου πανεπιστημίου ως χώρου ανοιχτού και προσβάσιμου σε όλους χωρίς διάκριση, οργανικά συνδεδεμένου με την κοινωνία – μιας από τις πιο σημαντικές κατακτήσεις της σύγχρονης ελληνικής δημοκρατίας. Το σημερινό συλλογικό διακύβευμα, που αφορά ολόκληρη την επιστημονική κοινότητα, είναι η αντίσταση στην επιβολή ενός ταξικού, νεοφιλελεύθερης έμπνευσης, πανεπιστημίου βίας και καταστολής, με το οποίο το (φιλελεύθερο) ελληνικό Σύνταγμα είναι ρητά και κατηγορηματικά αντίθετο.
Θα κλείσω με τα λόγια του Ζορζ Βεντέλ, πρύτανη του Πανεπιστημίου του Παρισιού το 1960 –πριν από τον Μάη–, ο οποίος σε ένα εμπνευσμένο άρθρο του για την ακαδημαϊκή ελευθερία έδωσε τον ωραιότερο, νομίζω, ορισμό της αποστολής του πανεπιστημιακού δασκάλου: είναι η αποστολή «ενός ελεύθερου ανθρώπου στον οποίο εμπιστευόμαστε άλλους ελεύθερους ανθρώπους». Ας προστατεύσουμε αυτή την ευγενή αποστολή με κάθε μέσο και κάθε τίμημα.
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών
Επίκουρη καθηγήτρια Δημοσίου Δικαίου, αναπληρώτρια κοσμήτορας Σχολής Νομικών, Πολιτικών και Κοινωνικών Επιστημών Πανεπιστημίου Sorbonne Paris Nord
Leave a Reply
Want to join the discussion?Feel free to contribute!