Ο ραγιάς θέλει τον Σουλτάνο του

Θα μπορούσαμε να περιγελούμε όλη μέρα την αστική μας τάξη για την τεράστια διάσταση ανάμεσα στις διακυρήξεις και την πρακτική εφαρμογή των. Για την γραφικότητα και την αστειότητα των επιχειρημάτων ή των σχεδιασμών της. Κυρίως, για την ανικανότητα της να διαχειριστεί την οποιαδήποτε κρίση. Θα μπορούσαμε, αν η οποιαδήποτε κρίση και αποτυχία της δεν πέρναγε πάνω από το σώμα του λαού και της εργατικής τάξης της χώρας και της ευρύτερης περιοχής.

Ο εθνικισμός της ελληνικής άρχουσας τάξης, αυτού του κρατικοδίαιτου εσμού επιχειρηματιών και του φαιδρού πολιτικού προσωπικού που διαχειρίζεται την εξουσία της, εκφράζει απόλυτα την αμαρτωλή συγκρότηση του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού. Ένας εθνικισμός ραγιάδικος, που συνεχώς μικρομεγαλίζει, στενά εξαρτημένος από τις ξένες πλάτες που τον ανέθρεψαν με στοργή στα πατρικά τους γόνατα. Αυτή, άλλωστε, η αρρωστημένη σχέση εξάρτησης έχει διαμορφώσει ένα ορισμένο κόμπλεξ για κάθε είδους πατρώνα: μόλις κάποιος λίγο μεγαλύτερος εμφανίζεται στο προσκήνιο, η αυθόρμητη τάση αυτού του λιγδιάρικου, ρευστού χυλού είναι η προσκόλληση, ο παρασιτισμός, η υποταγή.

Αυτό που δηλαδή ονομάζεται ραγιαδισμός, εξέφραζε μία γενική εσωτερική τάση ενός σχηματισμού, που απαιτεί και παράγει συνεχώς το αντίθετο του: τους πάσης φύσεως Σουλτάνους, που θα κρατήσουν τους προεστούς και δημογέροντες του στην σχετικά προνομιούχα θέση τους. Κανένας νέο-οθωμανισμός δεν θα είχε στεριώσει και δεν θα αποτελούσε σήμερα εως και κρυφό πόθο ορισμένων στοιχείων της ελληνικής πραγματικότητας, εντελώς αποξενωμένων από τον τόπο και με μόνη σκέψη την προσκόλληση σε νέους πατρώνες, αν δεν είχε ως εσωτερική αναγκαιότητα ύπαρξης τον ραγιαδισμό.

Και αν καταλήγουμε να μιλάμε με εντελώς «οθωμανική» ιστορική φρασεολογία, αυτό απλώς φανερώνει την διάθεση να είμαστε στο πνεύμα και το κλίμα των ημερών. Ωστόσο, οι αλλαγές που συντελούνται στην ευρύτερη περιοχή είναι ιστορικές, φανερώνουν ανατροπές στο μοίρασμα της γεωπολιτικής πίτας, που καταρχήν δεν θα άφηνε ανεπηρέαστους τους αιώνιους πελάτες των ιμπεριαλιστών και των τοποτηρητών τους.

Ο Ερντογάν ολοκληρώνει την διεθνή αφήγηση του: «ο ιμπεριαλισμός μοίρασε την Μ. Ανατολή στα συντρίμια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η μοιρασιά αυτή άφησε μόνο καταστροφή, φτώχεια και πολέμους στις χώρες αυτές. Σήμερα, κανείς εγγυητής σταθερότητας στην περιοχή δεν υφίσταται, με σοβαρή αυτόνομη οικονομική δυναμική και γεωπολιτική και στρατιωτική επάρκεια. Η Τουρκία μπορεί να παίξει αυτόν τον ρόλο ενός ανανεωμένου παίχτη στην αιώνια πληγή της Ανατολικής Μεσογείου, παράγοντας σταθερότητας».

Αυτές οι διακηρύξεις οδηγούν σε αποτελέσματα: Προσεταιρίστηκε τις εξεγέρσεις της Αραβικής Άνοιξης. Είναι δίπλα στον τσακισμένο Λίβανο. Έβαλε πόδι στην Συρία, εισβάλλει στο Ιράκ, καθορίζει εξελίξεις στην Λιβύη, αποκτά στενότερη επαφή με τους μουσουλμανικούς πληθυσμούς των Βαλκανίων, μοιράζει την θάλασσα της Κύπρου. Τέλος, μοιράζεται το τελικό του αγκάθι, το Αιγαίο Πέλαγος, ως τρανταχτή και συμβολική κίνηση εισόδου στην θαλάσσια ζωή της Ανατολικής Μεσογείου.

Η Τουρκική άρχουσα τάξη είχε την δυναμική και τα αντανακλαστικά να μπορεί να διαχειρίζεται ακόμα και τις αναποδιές: η σταδιακή απομάκρυνση του σεναρίου εισόδου στην ΕΕ οδήγησε σε ισχυρά ανταποδοτικά οφέλη με αφορμή το προσφυγικό. Από μακάριοι φίλοι των ΗΠΑ και έτοιμοι για στρατιωτική σύρραξη με την Ρωσία, περνάνε αστραπιαία στο ακριβώς απέναντι στρατόπεδο, της προσέγγισης της Ρωσίας στο ζήτημα της Συρίας, που ασχέτως αν δικαίωσε όλους τους στόχους της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής, καθιέρωσε με στόμφο την Τουρκία ως περιφερειακό διαχειριστή των ζητημάτων της Μ. Ανατολής, ενώ σχετικοποίησε και την μέχρι τότε εικόνα του καλού παιδιού. Το ίδιο συμβαίνει και με την τουρκική παρουσία στην Λιβύη, ασχέτως αν τελικά ο Χαφτάρ με τα στρατεύματα του επικρατήσει στην αντιπαράθεση.

Και αν στο επίπεδο της εξωτερικής της ώθησης, η τουρκική άρχουσα τάξη εμφανίζεται πολυσχιδής, δυναμική, γεμάτη ισχύ και αυτοπεποίθηση, στο εσωτερικό της χώρας η κατάσταση εμφανίζει ρωγμές, που, όμως, συνεχώς συγκρατούνται από την τολμηρή εξωτερική πολιτική του. Σαφές είναι, ότι ο εθνικισμός παράγει αποτελέσματα, η επέκταση των μονοπωλίων παράγει ελπίδες «εθνικής μοιρασιάς». Το εσωτερικό αγκάθι, δε, των καταπιεσμένων εθνοτήτων, ήτοι βασικά των Κούρδων, και των δημοκρατικών δικαιωμάτων (με τις σκληρές διώξεις αριστερών και δημοκρατικών πολιτών) αποτελεί ένα χαρτί, το οποίο δεν μπορεί να ενεργοποιηθεί έξω από την ένταξη του σε ένα διεθνιστικό πολιτικό πλαίσιο. Η εσωτερική ζωή αυτήν την στιγμή κρατείται σε μία ισορροπία εύθραυστη, σε μία μέθη που παράγουν οι αφηγήσεις της εξωτερικής πολιτικής.

Η υπερβολική, βέβαια, εξάρτηση της κατά τα άλλα διαρραγείσας εσωτερικής πολιτικής ζωής της Τουρκίας από τις επιτυχίες ή «επιτυχίες» της εξωτερικής πολιτικής του καθεστώτος, υπογραμμίζει ακόμα περισσότερο πως η οποιοδήποτε καθυστέρηση αυτής της περιφερειακής αναβάθμισης της Τουρκίας μπορεί να δημιουργήσει εσωτερικές δυναμικές, οι οποίες τελικά θα εξαφανίσουν αυτήν την δυναμική. Αν, άλλωστε, και η ίδια η τουρκική ηγεσία έχει την ελάχιστη αυτοεπίγνωση, οι σταθμίσεις κόστους-οφέλους θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε ορισμένη αποκλιμάκωση, αν το κάθε βήμα είχε και ένα ορισμένο τίμημα και δεν άξιζε το ρίσκο. Αλλά αυτή η διαπίστωση ενέχει τεράστιο άχθος, σε αυτόν που τίμια θέλει να σταθεί ενώπιον της, ωστόσο, εντελώς διαλεκτικά, και εδώ η ισχύς του φαινομένου αποτελεί την βαθύτερη, τελικά, αδυναμία του. Μία χώρα που θα είχε μπροστά της το ερώτημα της ανεξαρτησίας και της ειρήνης, μοναδική οδό για την συγκεκριμένη αποκλιμάκωση θα είχε την προβολή ορισμένου μεγέθους ισχύος αποτροπής, με αυτές τις επισημάνσεις κατά νου. Αλλά τα θέματα δεν είναι τεχνικά: όλα αυτά είναι γνωστά. Το θέμα είναι η πολιτική βούληση.

Ο Ερντογάν και η πολιτική του είναι απλώς ένα ακόμα επεισόδιο, που υπογραμμίζει την αδυναμία της ελληνικής άρχουσας τάξης να χειριστεί τις υποθέσεις του λαού. Στην θέση του στην εξίσωση θα μπορούσε να μπει η ΕΕ, το ΝΑΤΟ, η διαχείριση της κρίσης του κορωνοϊού, η διαμόρφωση μίας χώρας εξαρτημένης από την υπερ-τουρισμό κ.ο.κ. Η ισχύς και η δυναμική του Ερντογάν έρχεται να εμπεδώσει στον ελληνικό λαό μίας ακόμα μορφής ανημπόρια, όμοια με αυτήν που υφίσταται σε κάθε μορφής κρίση.

Πλέον, στο τραγικό σημείο στο οποίο έχει περιέλθει η ελληνική αστική τάξη, η γελοιοποίηση της ολοκληρώνει την τραγωδία, όσο προσπαθεί «να κάνει ό,τι πρέπει να κάνει, για να μην κάνει ό,τι πρέπει να κάνει»… Κυνηγάει τάχα το Oruc Reis κάνοντας φασαρία, ενώ το μήνυμα της περιορισμένης κυριαρχίας, που είναι ο βασικός στόχος της κίνησης Ερντογάν, έχει επιτευχθεί. Γελοιοποιήθηκε και η δήθεν ξαφνική και απρόσμενη κίνηση του ορισμού ΑΟΖ με Αιγύπτου τόσο ταχύτατα, που είναι φανερό ότι απλώς σερνόταν πίσω από τις προηγούμενες τουρκικές κινήσεις (τουρκολιβυκό μνημόνιο). Τώρα, καλεί σε έκτακτο συμβούλιο της ΕΕ και παρέμβαση των ΗΠΑ: όλων εκείνων, οι οποίοι θεωρούν την Ελλάδα δεδομένη και ανήμπορη και την Τουρκία μήλο της διεθνούς διπλωματικής έριδος.

Αναμενόμενοι από εχθρούς και «φίλους», ας δούμε και οι ίδιοι το αναμενόμενο τέλος με τα μάτια μας: ένα τραπέζι διαπραγματεύσεων, που σε κάθε περίπτωση το στατους κβο θα ανατραπεί. Εκχώρηση κυριαρχίας και συνδιαχείριση, την οποία προωθεί το ίδιο το επιτελείο της Νέας Δημοκρατίας και ίσως και κάποιοι να την καλοβλέπουν, είτε για να μην χαλάσουν σχέσεις με τις ΗΠΑ, είτε γιατί ακόμα και μία νεοθωμανική Τουρκία φαντάζει ένα ενδιαφέρον σώμα προς προσκόλληση.

Η ανάδυση του Σουλτάνου λυρικά φαίνεται να αποτελεί την πλήρωση ενός απαισιόδοξου πεπρωμένου του ελληνικού ραγιαδισμού, που είναι πολύ πιο βαθύ απο τον Ερντογάν: είναι η αναζήτηση του καλύτερου πατρώνα, για να παρατήσουμε τα κλειδιά διαχείρισης μίας χώρας, την οποία ξεζουμίσαμε, ξεπαστρέψαμε παραγωγικά, και τελικά δεν έχουμε άλλως να αντλήσουμε από αυτήν, πέρα από την εκχώρηση της. Ο λαός και η εργατική τάξη είναι απλώς παρακολούθημα στη δοσοληψία, πάντα σε χειρότερο συσχετισμό, πάντα με μειωμένες ικανότητες ενός ανεξάρτητου ορίζεσθαι.

Στον βαθμό που δεν συντελείται μία βίαιη και ραγδαία ανατροπή του τρόπου ύπαρξης της χώρας σερβιτόρου των Ευρωπαίων και καρπαζοεισπράκτορα του ΝΑΤΟ, η δορυφοριοποίηση της Ελλάδας στον επόμενο ισχυρό παίκτη θα αποτελεί απλά ολοκλήρωση της εξέλιξης της άρχουσας τάξης της χώρας, με ολέθριες συνέπειες κυρίως για τον λαό της, τα δημοκρατικά δικαιώματα του, την ήδη τσακισμένη και διαλυμένη έννοια της εθνικής κυριαρχίας. Και ακόμα και οι πιο «τεχνικού χαρακτήρα» επισημάνσεις περί ενός σχεδίου αμυντικής αποτροπής, ανεξάρτητης εθνικής οικονομικής ζωής, διεθνούς περιφερειακού ρόλου και πρωτοβουλιών για την ειρήνη στην περιοχή, ασταμάτητη στηλίτευση της δικτατορίας του Ερντογάν, αταλάντευτη πρωτοβουλία και θάρρος στην άμεση υπεράσπιση της κυριαρχίας σε κάθε στιγμή αμφισβήτησης της, συμπλέκονται αναμφίβολα με αυτά τα ερωτήματα προσανατολισμού. Μοναδική πυξίδα αποτελεί εκείνος ο παράγοντας στην εξίσωση που μπορεί να ανατρέψει τα δεδομένα: οι λαοί, η ανάγκη τους για ειρηνική ζωή, η πάλη τους για καλύτερη διαβίωση. Ο ρόλος των αντι-ιμπεριαλιστικών και αντι-πολεμικών δημοκρατικών κινημάτων καθίσταται κεντρικός, και ο ρόλος του λαού και της εργατικής τάξης συνεχίζει να αποτελεί το κλειδί στην λύση της εξίσωσης. Το άμεσο ξεκαθάρισμα της πολεμικής απέναντι στην αποσταθεροποιητική πολιτική του Ερντογάν, η πολιτική υπέρ της ανεξαρτησίας και της εθνικής κυριαρχίας, η πάλη ενάντια στην ιμπεριαλιστική επιρροή στην ευρύτερη περιοχή, μπορεί να αποτελεί τον μίτο της Αριάδνης.

0 replies

Leave a Reply

Want to join the discussion?
Feel free to contribute!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *