Ξαναβλέποντας τον Ιησού του Τζεφιρέλλι: Το νόημα της Ανάστασης

Ο Χριστός, όταν είπε “Εγώ είμαι ο Θεός” (ή ο υιός του, διαλέξτε υπόσταση) διέλυσε την ουσία του Θεού, ενός όντος που ζούσε κάπου στα Ουράνια ως σκληρός κριτής, στην ουσία του καθημερινού ανθρώπου. Εγώ, ο άνθρωπος θα πει, είμαι ο υιός του Θεού, και ο Θεός είναι ποιμένας μου. Το μήνυμα είχε δύο αποδέκτες: τον άνθρωπο, να χειραφετηθεί και να αναλάβει ευθύνη της θεϊκής του ουσίας, και τις επίγειες εξουσίες, καθώς η μόνη εξουσία που θα δέχονταν οι Εβραίοι θα ήταν ο Θεός, κανένας κάτω από αυτόν. Αυτό είναι το βαθύτερο νόημα του μηνύματος: η χειραφέτηση του Ανθρώπου, ώστε μέσα στην αλλοτρίωση μίας κοινωνίας εκμεταλλευτικής και απάνθρωπης, να μην χάσει ο άνθρωπος την βαθύτερη ουσία, εκείνα τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που τον κάνουν κάτι «θεϊκό», αξιοθαύμαστο, υπερ-άνθρωπο. Η θυσία απεικονίζει ακριβώς αυτή την υπέρβαση της κλίμακας: ο Χριστός θυσιάζεται ως άνθρωπος, και επιστρέφει στο Θεό. Η ικανότητα της θέωσης του ανθρώπου περνάει μέσα από την ύψιστη υπόθεση της συλλογικής προσφοράς και θυσίας: άλλο το πώς το μήνυμα αργότερα στρεβλώθηκε και αξιοποιήθηκε από κάθε λογής εξουσίες και εξουσιαστές.

Δεκαοκτώ περίπου αιώνες αργότερα, ο Λουδοβίκος Φοϋερμπαχ, θα επαναλάβει αυτά τα λόγια. Παίρνοντας το νήμα από τον Χέγκελ, ο πατέρας της ανθρωπολογίας θα κηρύξει την ανάγκη για την “άρση” της θεολογικής ουσίας στην ανθρώπινη. Η αρχή της αληθινής φιλοσοφίας είναι ο διπλανός θνητός άνθρωπος, όχι κάποιος υπερβατικός και μακρινός Θεός, μία ύπαρξη πνευματική, απόλυτη. Όλες οι κουβέντες για την ηθική, το δίκαιο, την ελευθερία δεν ανάγονται στην βούληση κάποιου εξωκοσμικού όντος, αλλά στον ίδιο τον σωματικό άνθρωπο, τον διπλανό μας, τον Ψαρά Πέτρο: ο άνθρωπος είναι η βάση και το έδαφος του απόλυτου. Το αίτημα είναι ο εξανθρωπισμός του Θεού και η αυτογνωσία του κάθε ατόμου ως ανθρώπου.

Η θρησκεία για τον Φοϋερμπαχ δεν είναι κάτι υπερβατικό: ανάγεται σε εκείνη την μορφή του ανθρώπινου πνεύματος, που ο Χέγκελ ονόμασε “συναίσθημα“. Το συναίσθημα είναι ανθρώπινη ουσία της θρησκείας, ο δικός σου Θεός. Μέσα από ανθρώπινα συναισθήματα, τα εντελώς προσωπικά στον καθένα, ανοίγει ο δρόμος προς τον θεό. Η Θεία ουσία, που θαυμάζει ο άνθρωπος, δεν είναι τίποτα άλλο πέρα από την δική του ουσία, την οποία για λίγο την «ξεκόβει» απο τον ίδιο, θεωρεί όλα τα στοιχεία της ξένα προς αυτόν. Η Αγάπη είναι η δύναμη των συναισθημάτων που προκύπτει από αυτήν την αυτογνωσία, η οποία θα ενώσει τους ανθρώπους: όλοι μέσα μας έχουμε Αγάπη, έχουμε Θεό, αυτός δεν είναι στα ουράνια. Μέσα από την συνεχή “άρνηση” του Θεού και αναγνώριση της θείας ουσίας στον Άνθρωπο, η συζήτηση επιστρέφει σε αυτό που δογματικά θέτει ο Προτεσταντισμός: την εντεινόμενη άρνηση του να βασίζεται κανείς στον Θεό, την επιστροφή του ανθρώπου στον εαυτό του.

Ο Μαρξ θα ξεκινήσει από αυτούς τους δασκάλους ανατρέποντας τους. Θα προχωρήσει και άλλο την κριτική της θρησκείας, ισχυριζόμενος ότι δεν πρέπει να αποτελεί μόνο κριτική του Ουράνιου κόσμου, αλλά κυρίως του επίγειου. Δεν έχει νόημα ούτε η κριτική στην θρησκευτική δεισιδαιμονία ούτε στην ατομική αυτογνωσία του μεμονωμένου ανθρώπου: η ουσία του ανθρώπου δεν βρίσκεται κάπου βαθιά μέσα του, αλλά στις σχέσεις που διαμορφώνει με τους άλλους γύρω του. «Ο άνθρωπος, στην φανταστική πραγματικότητα του Ουρανού,… βρήκε μόνο την ανταύγεια του ίδιου του εαυτού του…», έναν εαυτό, όμως, που δεν έχει ακόμα κερδίσει ή που τον έχει χάσει, και έτσι τον ντύνει με Θεϊκά και διαβολικά φτιασίδια. Η θρησκεία είναι «ο ανάστροφος κόσμος», δηλαδή ο αγώνας ενάντια στην ουράνια (επέκεινα) θρησκεία είναι έμμεσα ένας αγώνας ενάντια στον εδώ, τον πολύ γήινο κόσμο. Η «θρησκευτική αθλιότητα είναι η έκφραση της πραγματικής αθλιότητας και συνάμα… η διαμαρτυρία εναντίον της», ο «φανταστικός ήλιος που κινείται γύρω απο τον άνθρωπο, εφόσον αυτός δεν κινείται ο ίδιος γύρω από τον εαυτό του». Η άρση της φαντασιοπληξίας της θρησκείας είναι η απαίτηση για την γήινη ευδαιμονία.

Έτσι, η πραγματική αυτοσυνειδησία του ανθρώπου δεν αφορά την ατομική ψυχή του, αλλά την κατανόηση και ανατροπή των κοινωνικών σχέσεων μέσα στις οποίες ζεί. Μέσα στην κοινωνία, τις τάξεις της και το πλέγμα της εξουσίας που την οργανώνει, οι άνθρωποι ζουν, γίνονται θεοί και διάβολοι, ενώ η θρησκεία δεν είναι τίποτα άλλο παρά μία φυγή από αυτόν τον σκληρό κόσμο της ταξικής σύγκρουσης και επιβολής. Ο τείχος των δακρύων του καταπιεσμένου πλάσματος. Για αυτό το λόγο, όσο από τον άνθρωπο διαφεύγουν οι πραγματικοί λόγοι της προσωπικής του αλλοτρίωσης, που προκαλεί αυτό το σύστημα της μετατροπής σε πράγμα/εμπόρευμα του ίδιου του ανθρώπου, τόσο δεν θα μπορεί να δημιουργήσει εκείνους τους όρους να ανακτήσει την πραγματικά χαμένη ανθρώπινη/θεϊκή ουσία του.

Ο Ένγκελς, το άλλο μισό του Μάρξ, κάνει εξίσου σκληρή κριτική στον Φοϋερμπάχ: Λέει ” Ο ίδιος ο Φοϋερμπαχ, που σε κάθε σελίδα κηρύσσει την κατάδυση στο συγκεκριμένο, γίνεται πέρα για πέρα αφηρημένος, μόλις προσπαθεί να μιλήσει για μία επικοινωνία των ανθρώπων πέρα από την γενετήσια“.[…] …ξεκινάνει από τον άνθρωπο. Αλλά για τον κόσμο στον οποίο ζει ο άνθρωπος αυτός, δεν γίνεται απολύτως κανένας λόγος”. Σκληρός ο Ένγκελς σε όσους ανακαλύψαν τις «μεγάλες αλήθειες της βιολογικής φύσης του ανθρώπου».

Επειδή, δε, το Προλεταριάτο βρίσκεται στην απάνθρωπη κορύφωση της εκμετάλλευσης, διατηρεί την ανθρωπιά του, ακριβώς γιατί ξεκάθαρα την χάνει όταν πουλιέται σαν εμπόρευμα και πράγμα. Οι προλετάριοι, οι σύγχρονοι Χριστιανοί, γνωρίζουν χωρίς αυταπάτες τον σταυρό που κουβαλάνε, γνωρίζουν ότι είναι στο κέντρο του σκλαβοπάζαρου της εργατικής δύναμης, γνωρίζουν ότι το δικό τους ξέσκισμα κουβαλάει όλη την κοινωνία. «Ου γαρ οίδασι τι ποιούσι» θα πρέπει να είναι η συνείδηση τους απέναντι στους εκμεταλλευτές, διδάσκει η εκκλησία. Δεν είναι, όμως, τίποτα «θεοί», αλλά ενσαρκώνουν την ουσία του γένους του ανθρώπου στο ακραίο σημείο αλλοτρίωσης, είναι «εμπορεύματα με αυτοσυνειδησία». Είναι απλοί άνθρωποι, οι περισσότερο αλλοτριωμένοι και αποκλεισμένοι της κοινωνίας, με τις λιγότερες αυταπάτες και μηδενική ιδιοκτησία: έχουν όλα τα χαρακτηριστικά για να είναι το κλειδί του αινίγματος των εκμεταλλευτικών σχέσεων, «πολύ ανθρώπινα» για να ζήσουν καταρχήν οι ίδιοι καλύτερα. Απελευθερώνοντας τον εαυτό τους «αναγκαστικά» τσακίζουν και την υπαγωγή της ανθρωπότητας κάτω από τις αλυσίδες της ατομικής ιδιοκτησίας: ο διαχωρισμός δημόσιο και ιδιωτικό εξαφανίζεται από αυτούς που ήταν αντικείμενα, όχι υποκείμενα, της ιδιοκτησίας. Το βασίλειο των Ουρανών επι της γής και το αναποδογύρισμα του Φοϋερμπαχ.

Ας μην είμαστε, όμως, πολύ σκληροί στον Φοϋερμπαχ: στην χειρότερη, επανέφερε την συζήτηση στον συγκεκριμένο άνθρωπο και τις ανάγκες του. Λίγο πολύ, μίλησε με τα λόγια του Χριστού, τον οποίο προσπαθούσε να εξηγήσει σαν άνθρωπο που θυσιάζεται για τους άλλους: να ένας θεός – ο Άνθρωπος της απόλυτης συλλογικής θυσίας. Το πρόβλημα του Φοϋερμπαχ δεν το έλυσε δογματικά ούτε ο ίδιος ο Χριστός: Τα τω Καίσαρος τω Καίσαρι, τα του Θεού τω Θεώ, θα πεί προσπαθώντας να γλιτώσει την εκτέλεση, εντελώςανθρώπινα. Ο Ιούδας, απογοητευμένος που ο ηγέτης του προδίδει τον Λαό του Ισραήλ, και δεν θα τον οδηγήσει στη σύγκρουση με τους Ρωμαίους, προδίδει τον Δάσκαλο του, εξίσου πολύ ανθρώπινα. Μέσα από αυτήν την κόλαση του Πραγματικού, ανάμεσα στις δύο πολύ ανθρώπινες πτυχές της κοινωνίας του ανθρώπου, μπορούμε μόνο να βγούμε αν συνεχώς παλεύουμε ενάντια στην αναστροφή του Θεού στην γή: την πανταχού παρούσια Εξουσία, που οργανώνεται σε σύστημα, με εκπροσώπους και χίλια εργαλεία, απέναντι στις μάζες των ανθρώπων που παράγουν. Στην τελική, εξουσίες συγκεκριμένες και όχι η αφηρημένη κακία εκτέλεσε τον Ιησού..

«Μα δεν το γνωρίζουν… ο Θεός έχει πεθάνει!» γελάει κάτω από τα μουστάκια του ο Νιτσεϊκός Ζαρατούστρα. Η αναγγελία του θανάτου αποτελεί την εισαγωγική κραυγή της υποχώρησης της ανθρώπινης ουσίας και της εισόδου στην κοινωνική δυστοπία της βιομηχανίας, μία ζούγκλα των μετρίων, μία ατέρμονη αναμονή του Υπερανθρώπου, που η βούληση του θα τσακίσει οποιαδήποτε άλλη, έναν κόσμο που κάθε Θεός, κάθε θετικό πνευματικό στοιχείο, εξαφανίζεται. Η ιστορία δείχνει πώς αυτό που πέθανε είναι η ελπίδα για μία ανθρωπιά στο υπάρχον σύστημα. Όμως, το τέλος ενός συστήματος δεν αποτελεί τέλος της ιστορίας της ανθρωπότητας και αυτό δεν μπορεί να δεί ο Νίτσε: η ασυμφωνία Ουράνιου και επίγειου κόσμου αποτελεί μία ελιτίστικη κριτική του πιστού, του μέτριου, του εγκλωβισμένου και όχι των κοινωνικών σχέσεων. Λες και η υποταγή στην πίστη αποτέλεσε επιλογή.

Ο Θεός δεν θα πεθαίνει, όσο αυτοί που τον χρειάζονται, οι πάσης φύσεως εξουσιαστές, συνεχίζουν να χρειάζονται είδωλα και ο μέσος άνθρωπος συνεχίζει να χρειάζεται ένα τείχο δακρύων για να κλάψει την άθλια ζωή του.  Ο Θεός δεν πεθαίνει, ούτε όσο ο άνθρωπος δεν ανακτά την ουσία του. Ο κύκλος του ανθρώπου μέσα σε μία ανθρώπινη κλίμακα, σε μία χαμοζωή της επιβίωσης, είναι κατανοητή: η θέωση δεν είναι το άλμα έξω από αυτήν γενικά και αόριστα. Όμως, καμία αλλαγή δεν είναι δυνατή χωρίς την υπέρβαση αυτής της ανθρώπινης κλίμακας.

Στα λόγια ενός σύγχρονου Χριστού, που πέθανε στη φυλακή των ιταλών φασιστών, και υπερέβη την ανθρώπινη κλίμακα:

«Είμαι πεισμένος, πως ακόμα και όταν όλα έχουν χαθεί ή μοιάζουν να έχουν χαθεί, πρέπει ήρεμα να ξαναρχίζουμε το έργο μας από την αρχή. Είμαι πεισμένος πως πρέπει πάντα να στηριζόμαστε στον εαυτό μας και στις δικές μας δυνάμεις, να μην περιμένουμε τίποτα από κανέναν και έτσι να μην προμηθευόμαστε απογοητεύσεις. …υπάρχουν περίπου αυτοί που με θεωρούν σατανά και άλλοι που με θεωρούν περίπου άγιο. Εγώ δεν θέλω να κάνω ούτε τον μάρτυρα, ούτε τον ήρωα. Πίστευω απλά πως είμαι ένας μέσος άνθρωπος, που έχει τις δικές του βαθιές πεποιθήσεις και που δεν τις αλλάζει με τίποτα στον κόσμο».

Αυτό είναι το όποιο νόημα της Ανάστασης, είτε ο θυσιαζόμενος λέγεται Ιησούς είτε λέγεται Γκράμσι: η όρθωση του αναστήματος του «απλού» και «μέσου» ανθρώπου, απέναντι σε κάθε εξουσία που προσπαθεί να πείσει για την δυστοπία της απανθρωπιάς και της εκμετάλλευσης.

0 replies

Leave a Reply

Want to join the discussion?
Feel free to contribute!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *