4ος Μύθος: “Το ΚΚΕ καθοδήγησε το Πολυτεχνείο”

Λέγεται συχνά ότι η ιστορική έρευνα γνωρίζει πλέον τα πάντα για τον Νοέμβρη του 73. Δεν είναι όμως έτσι. Η πολιτική ιστορία του Πολυτεχνείου, δηλαδή η συστηματική εξέταση και αποτίμηση της γραμμής, των εκτιμήσεων, της αντιπαράθεσης και της λογικής των δυνάμεων που έδρασαν μέσα στο Πολυτεχνείο, δεν έχει ακόμα γραφεί. Για την ακρίβεια, τελεί υπό τους διαθλαστικούς φακούς των κομματικών σκοπιμοτήτων αλλά και του υποκειμενικού τρόπου με τον οποίο οι πρωταγωνιστές εκείνης της εποχής εξακολουθούν να βλέπουν τα πράγματα.

Τα ντοκουμέντα είναι λειψά και ακόμα πιο λειψή είναι η ποιοτική και κατ’ αντιπαράθεση εξέτασή τους. Υπάρχουν φυσικά οι προφορικές μαρτυρίες και οι (λιγότερες) γραπτές μαρτυρίες, όμως η συγκεκριμένη εξέταση της πολιτικής που είχαν οι αριστερές οργανώσεις πριν, κατά τη διάρκεια και μέσα στην εξέγερση, χάνεται στην αχλύ των μεταπολιτευτικών αντιπαραθέσεων, ενός συχνά ρηχού και κακής ποιότητας φοιτητικού συνδικαλισμού.

Το παρόν σημείωμα επιχειρεί να εξετάσει τη στάση και τη κατεύθυνση του ΚΚΕ και της ΚΝΕ η οποία μέσω της αντιΕΦΕΕ παίζει σημαντικό ρόλο μέσα στο φοιτητικό αντιδικτατορικό κίνημα, είναι η μαζικότερη νεολαιίστικη οργάνωση της Αριστεράς, και μεταπολιτευτικά κυριαρχεί στα Πανεπιστήμια, “επιβάλλοντας” μια βολική ανάγνωση της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, ή ακόμα και ανιστόρητες αιτιάσεις σχεδόν αποκλειστικής “ιδιοκτησίας” του Νοέμβρη. Η μετέπειτα και μέχρι σήμερα οργανωτική κυριαρχία της ΚΝΕ προκαλεί μια αίσθηση μονοκομματικής κληρονομιάς της εξέγερσης που όχι απλώς δεν ισχύει, αλλά αποτελεί πλήρη αντιστροφή της πολιτικής ιστορίας του Νοέμβρη.

Τον Νοέμβρη του 73 τρεις πολιτικές μάχες στο εσωτερικό του φοιτητικού κινήματος καθορίζουν την εξέλιξη της εξέγερσης:

  • Πρώτον αν θα γίνει κατάληψη, δηλαδή, αν θα σπρωχτούν τα πράγματα προς την εξέγερση και την ευθεία σύγκρουση με το καθεστώς.
  • Δεύτερον αν η κατάληψη θα έχει φοιτητικά ή κεντρικά πολιτικά αιτήματα.
  • Τρίτον, αν θα καλέσει στην «αντιδικτατορική ενότητα» νεκρανασταίνοντας τον παλιό πολιτικό κόσμο, ή αν θα πάρει ριζοσπαστικό πολιτικό προσανατολισμό.

Και τις τρεις αυτές μάχες, το ΚΚΕ και το ΚΚΕ εσωτ. τις έχασαν.

Και στις τρεις, βρέθηκαν – αν και οργανωτικά ισχυρότεροι – σε πολιτικά μειονεκτική θέση απέναντι σε ένα ριζοσπαστικό ρεύμα που αποτελούνταν από οργανώσεις της επαναστατικής Αριστεράς και ανένταχτους φοιτητές. Το φαινομενικά παράδοξο μάλιστα είναι ότι και στις τρεις αυτές μάχες, το ΚΚΕ βρέθηκε στο ίδιο στρατόπεδο με το ΚΚΕ εσωτ. Οι κατά τα άλλα ανειρήνευτοι εχθροί (ορθόδοξοι εναντίον αναθεωρητών), κατά τις εσωτερικές πολιτικές διαμάχες του Πολυτεχνείου βρέθηκαν σύμμαχοι στο ίδιο στρατόπεδο. Παρόλα αυτά, η εξέγερση επέβαλε τα δικαιώματά της, ενάντια στους οργανωτικούς συσχετισμούς.

Χρειάζονται δύο ακόμα διευκρινήσεις.

Πρώτη. Η ΚΝΕ και ο Ρήγας Φεραίος (παράταξη του ΚΚΕ εσωτ.) μπορεί να έχασαν τις πολιτικές μάχες που επέτρεψαν στην εξέγερση να γίνει και να πάρει αντιμπεριαλιστικό και αντιχουντικό χαρακτήρα, κυριάρχησαν όμως οργανωτικά. Τα κρίσιμα πόστα αναλήφθηκαν από τα στελέχη των οργανώσεων που επίσημα αντέδρασαν στην προοπτική της κατάληψης, αλλά δεν μπορούσαν παρά να συμμετέχουν σε αυτή. Αυτό βοήθησε την εξέγερση να επιζήσει, να οργανωθεί και να προλάβει να γίνει κέντρο παλλαϊκής συμμετοχής. Επομένως να πάρει τον πολιτικά επικίνδυνο χαρακτήρα της τρίτης μέρας. Και ακόμα περισσότερο, από τη στιγμή που η δυναμική των πραγμάτων έλυσε τα πολιτικά ζητήματα, η κυριαρχία της ΚΝΕ και του Ρήγα Φεραίου, έσπρωξε την εξέγερση στο να αποκτήσει πιο μαζικό, λαϊκό λόγο και εξωστρέφεια, κόντρα στις αυτοαναφορικές και υπερεπαναστατικές συζητήσεις (ορισμένων) τμημάτων του ριζοσπαστικού ρεύματος.

Η δεύτερη διευκρίνηση είναι ακόμα σημαντικότερη. Οι εκτιμήσεις και ο προσανατολισμός της ΚΝΕ και του ΚΚΕ βρέθηκαν σε αντίθεση με ό,τι, εκείνη την ώρα, καταλάβαιναν τα στελέχη της που βρίσκονταν μέσα στο Πολυτεχνείο. Το κλιμάκιο καθοδήγησης του ΚΚΕ ζητούσε την “απαγκίστρωση” την ώρα που τα μέλη της αντιΕΦΕΕ καλούσαν τον λαό να έρθει στο Πολυτεχνείο. Δεν πρόκειται φυσικά για κάποιο βολικό και απλοϊκό σχήμα “γραφειοκρατικής ηγεσίας” – “επαναστατημένης βάσης”. Πρόκειται για τη διάσταση ανάμεσα σε αυτό που σχεδιάζεται ερήμην των διαθέσεων του κινήματος, υπό το βάρος βαθιά λαθεμένων εκτιμήσεων, και σε αυτό που τελικά επιβάλλεται από το ίδιο το κίνημα. Δεν είναι τυχαίο ότι τα στελέχη της ΚΝΕ τα οποία βρίσκονται μάλλον τυχαία με αυτό που αργότερα έγινε αποδεκτό ως «σωστή γραμμή» (δηλαδή να κρατηθεί η κατάληψη και να μετεξελιχθεί σε εξέγερση), είναι τα στελέχη που έχουν τη μικρότερη σύνδεση με το καθοδηγητικό κέντρο. Αντίθετα, όσοι καθοδηγούνται άμεσα από το καθοδηγητικό κέντρο του ΚΚΕ και της ΚΝΕ, είναι αντίθετοι στην κατάληψη, επιζητούν την αποχώρηση από το Πολυτεχνείο, είναι διστακτικοί στον πολιτικό χαρακτήρα, θέλουν στενά αιτήματα και “φοιτητικό πλαίσιο” στην κινητοποίηση, επιδιώκουν ως πολιτική λύση, ίσως όχι αυτή της “οικουμενικής κυβέρνησης”, αλλά σίγουρα αυτή της “αντιδικτατορικής ενότητας”.

Αυτός ο διχασμός, ανάμεσα στη “γραμμή” που ήταν αντικείμενο πολύμηνης επεξεργασίας των κλιμακίων της ΚΝΕ και του ΚΚΕ και στην αίσθηση και εκτίμηση της εξεγερτικής στιγμής που μεταφέρει η βάση, είναι που προκάλεσε την “αμηχανία”, την “ασάφεια”, τη “σύγχυση”, για την οποία κάνουν λόγο το σύνολο των μαρτυριών αλλά και των επίσημων ντοκουμέντων και εκτιμήσεων του ΚΚΕ και της ΚΝΕ.

Α. “Όχι καταλήψεις”

Είναι γνωστό και ομολογημένο ότι το ΚΚΕ δεν ήταν υπέρ της κατάληψης του Πολυτεχνείου. Ενώ στη Νομική λίγους μήνες πριν, η κατάληψη προκύπτει ως αποτέλεσμα συμφωνίας και σχεδιασμού των αντιδικτατορικών οργανώσεων των φοιτητών (με την αντιΕΦΕΕ και τον Ρήγα Φεραίο να πρωταγωνιστούν), στην περίπτωση του Πολυτεχνείου και οι δύο οργανώσεις της παραδοσιακής Αριστεράς στέκονται αρνητικά στην προοπτική της κατάληψης. Όποιος θέλει να είναι στοιχειωδώς δίκαιος με την ιστορία, δεν μπορεί να μην αναγνωρίσει ότι στη Νομική, τον Φεβρουάριο του 73, το ΚΚΕ (και το ΚΚΕεσ.) πρωταγωνιστούν θετικά, ενώ στο Πολυτεχνείο αντιτίθενται.

Ο βασικός λόγος είναι ο τρόπος με τον οποίο «χωνεύεται» η πείρα της Νομικής: Οι συλλήψεις, τα βασανιστήρια, οι διακοπές φοίτησης, ο «αποκεφαλισμός» των σχολών από τους πρωτοπόρους φοιτητές, επιβραδύνουν για λίγους μήνες την ανάπτυξη του φοιτητικού κινήματος, προτού αυτό φουντώσει ξανά το καλοκαίρι του 73. Η γραμμή αλλά και η ψυχολογία που αναπτύσσεται στις γραμμές του ΚΚΕ και της ΚΝΕ είναι να μην έχουμε άλλη μία «απρογραμμάτιστη» ενέργεια, αλλά σταδιακές (δηλαδή ήπιες) και περιφρουρημένες εκδηλώσεις οι οποίες να εισφέρουν στην οργανωτική και πολιτική ανάπτυξη της ΚΝΕ, έχοντας πλέον ως δεδομένη την εκτίμηση ότι η δικτατορία θα μακροημερεύσει.

Πέρα από τις δεκάδες προφορικές και γραπτές μαρτυρίες που τεκμηριώνουν το παραπάνω, μπορούμε να αναφερθούμε στην περίφημη “ΕΚΘΕΣΗ ΚΑΙ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΝΟΕΜΒΡΗ 1973”. Το ντοκουμέντο αυτό είναι ίσως το σημαντικότερο που υπάρχει αναφορικά με τη δράση του ΚΚΕ και της ΚΝΕ στην εξέγερση του Πολυτεχνείου, καθώς αναγκάζεται εκ των πραγμάτων να απαντήσει σε υπαρκτές κριτικές αλλά και εσωτερικές αμφισβητήσεις. Στο συγκεκριμένο ντοκουμέντο, αναφέρεται σχετικά με τη στάση της ΚΝΕ απέναντι στην προοπτική των καταλήψεων, μετά το καλοκαίρι του 1973:

Ιδιαίτερα στο φοιτητικό χώρο, όπου εκδηλώνεται έντονα ο αριστερίστικος κίνδυνος, το Κόμμα, – με βάση και την αρνητική πείρα από τη δεύτερη κατάληψη της Νομικής, – επιμένει περισσότερο στην περιφρούρηση των μορφών πάλης, στην καλή οργάνωση και τη σωστή κλιμάκωση των αγώνων.  

Η χτενισμένη (υπό το βάρος των γεγονότων του Πολυτεχνείου) διατύπωση δεν απαλύνει το γεγονός ότι η στάση του ΚΚΕ και της ΚΝΕ καθορίζεται (υπέρ του δέοντος) από την “περιφρούρηση” στις μορφές πάλης (εννοώντας την αποφυγή της κατάληψης). Ακόμα πιο συγκεκριμένη είναι η αναφορά στη Σύνοδο του ΚΣ της ΚΝΕ που είχε προηγηθεί του Πολυτεχνείου, αλλά και σε προκήρυξη του ΚΣ της ΚΝΕ:

Ωστόσο, η αδυναμία της πρόβλεψης των μορφών, που μπορεί να πάρει αυτή η πάλη, υπήρχε στην επεξεργασία και της γραμμής της ΚΝΕ. Αντίθετα, με υπερβολικό τρόπο, τονιζόταν (πράγμα που γενικά ήταν σωστό) ότι θα έπρεπε να αποφευχθούν οι περιπτώσεις ξεκομμένων ενεργειών του ΦΚ, – και ειδικά με τη μορφή κατάληψης κτιρίων, – κάτω από την επίδραση των αυθόρμητων και αριστερίστικων στοιχείων. Αυτό όμως είχε και την αρνητική του πλευρά, γιατί περιόριζε σε λειψό, καθολικά απορριπτικό προσανατολισμό στην αντιμετώπισή τους. Τονιζόταν (σωστά): Όχι απρογραμμάτιστες ενέργειες, όχι καταλήψεις. 

Το ντοκουμέντο αυτό είναι σημαντικό, γιατί καταγράφει με τον πιο επίσημο τρόπο ότι λίγες μέρες πριν την κατάληψη του Πολυτεχνείου η ΚΝΕ και η αντιΕΦΕΕ έχουν υιοθετήσει ως θέση, μια καθολική απόρριψη της προοπτικής της κατάληψης και των “απρογραμμάτιστων” ενεργειών, δηλαδή των ενεργειών που δεν προκύπτουν από το σχεδιασμό και τις αποφάσεις της ίδιας της ΚΝΕ και του ΚΚΕ.

Τα στελέχη της αντιΕΦΕΕ και της ΚΝΕ παρέδωσαν μετέπειτα ατομικές εκθέσεις στην ΚΕ του ΚΚΕ για τα γεγονότα του Νοέμβρη. Από αυτές, επιλεγμένα αποσπάσματά τους αναφέρονται στην έκδοση της ΚΕ του ΚΚΕ για τα 50 χρόνια από το Πολυτεχνείο, αλλά μόνο μία έχει δοθεί ολόκληρη στη δημοσιότητα από τον ίδιο τον συγγραφέα της (Γ. Γρηγορόπουλος). Ο Γ.Γ., μέλος της Σ.Ε. κατάληψης του Πολυτεχνείου, στέλεχος της ΚΝΕ και της αντιΕΦΕΕ αναφέρει:

Το πρόβλημα που μπήκε σε όλους την Τετάρτη το απόγευμα όταν τελείωσαν οι συνελεύσεις των σχολών του Πολυτεχνείου, ήταν αν θα μείνουμε το βράδυ μέσα ή αν θα προσπαθήσουμε να αδειάσουμε το Πολυτεχνείο…. Οι συνδικαλιστές του ΡΦ (Ρήγα Φεραίου) τάχθηκαν ενάντια στην κατάληψη… Η αντιΕΦΕΕ δεν πήρε ανοιχτά συγκεκριμένη θέση με κανέναν συνδικαλιστή της. Πάντως, άλλοι συνδικαλιστές έβλεπαν θετικά την κατάληψη, άλλοι όμως είχανε σοβαρές αντιρρήσεις με κύριο επιχείρημα την έλλειψη προετοιμασίας για αυτή τη μορφή πάλης.

Η ίδια η Έκθεση της ΚΕ του ΚΚΕ επιβεβαιώνει ότι το πρόβλημα δεν αφορούσε τους συνδικαλιστές της ΑντιΕΦΕΕ ή τα μέλη της ΚΝΕ, αλλά τις ίδιες τις καθοδηγήσεις:

…πρέπει να λεχθεί ότι οι καθοδηγήσεις του Κόμματος και της ΚΝΕ δεν ήταν προετοιμασμένες να δούν τις μέθοδες παρέμβασής τους στα γεγονότα, καθώς και τις μέθοδες συντονισμού της δράσης τους. Η σκέψη τους ήταν κυρίως να πάρουν μέτρα για την άμεση απαγκίστρωση των φοιτητών από το Πολυτεχνείο και για εξέλιξη της εκδήλωσης σε αντιδικτατορικές διαδηλώσεις προς μιά ή περισσότερες κατευθύνσεις. 

Δεν θα παραθέσουμε στο σημείο αυτό τις δεκάδες μαρτυρίες αγωνιστών του Πολυτεχνείου που μιλούν για τη συντεταγμένη αποχώρηση των μελών της ΚΝΕ και της αντιΕΦΕΕ, καθώς και του Ρήγα Φεραίου, το απόγευμα της Τετάρτης 14 Νοεμβρίου, καθώς διαφωνούν με την προοπτική της κατάληψης. Τα στελέχη αυτά μαζεύονται στο Σύλλογο Στερεοελλαδιτών φοιτητών, για να επανέλθουν αργότερα, όταν είδαν ότι η κατάληψη επιβάλλεται ντε φάκτο από τις διαθέσεις των φοιτητών.

Θα αναφερθούμε όμως σε μαρτυρίες των τότε μελών της αντιΕΦΕΕ και της ΚΝΕ που δείχνουν πέρα από κάθε αμφιβολία ότι η κομματική γραμμή είναι εναντίον της κατάληψης, αλλά ότι στην πράξη αμφισβητείται από μέλη της ΚΝΕ που είναι αναποφάσιστα, τελούν σε σύγχυση, εκτιμούν την κατάσταση διαφορετικά από τις επίσημες κομματικές θέσεις, ή απλά δεν έχουν σύνδεση με την καθοδήγηση. Το σύνολο των μαρτυριών που παρατίθενται είναι από το βιβλίο «Όλη νύχτα εδώ» σε επιμέλεια Ι.Χανδρινού.

Αναφέρει για παράδειγμα η Νάντια Βαλαβάνη:

Την Τετάρτη το βράδυ, πρώτη βραδιά στο Πολυτεχνείο, που δίνουμε τη μάχη “να μη μείνουμε”  – γιατί αυτή ήταν η γραμμή – γίνονταν διάφορα. Σε μια αίθουσα (δεν πρέπει να ήταν συνέλευση σχολής αλλά αυθόρμητη μάζωξη) πηδάει κάποιος σε ένα τραπέζι και λέει “Εδώ θα μείνουμε. Δεν θα φύγει κανείς”. Είπα μέσα μου: αυτός είναι σίγουρα αριστεριστής, μάλλον ΑΑΣΠΕ. Αλλά ήταν ο Στέλιος Λογοθέτης και ήταν ΚΝΕ (γέλια). Αυτή ήταν η πρώτη φορά που είδα τον Στέλιο στη ζωή μου, πάνω στο τραπέζι, εκτός γραμμής πλήρως!

Ο Στέλιος Λογοθέτης, μέλος της αντιΕΦΕΕ και της ΚΝΕ, είχε στρατευθεί στις 13 Φλεβάρη του ‘73 και με την αμνηστία στους στρατευμένους φοιτητές που δίνει η κυβέρνηση Μαρκεζίνη στα πλαίσια του εκδημοκρατισμού, απολύεται από το στρατό λίγες μέρες πριν την εξέγερση του Πολυτεχνείου. Ο ίδιος αναφέρει για το επίμαχο ζήτημα την Τετάρτη το απόγευμα:

Ένας φοιτητής με μαύρα μαλλιά και πυκνά γένια, αχτένιστος με γυαλιά – τον θυμάμαι σαν τώρα – χειρονομεί έντονα και ωρύεται: “Κανείς να μη φύγει, όλοι εδώ θα μείνουμε”. Η Τόνια (σ.σ. πρόκειται για την Τόνια Μοροπούλου, μέλος της Σ.Ε. και στέλεχος της ΚΝΕ) παίρνει την πρωτοβουλία να μιλήσει στους συγκεντρωμένους. Ακούγονται φωνές αποδοκιμασίας γιατί τους λέει “διαλυθείτε παιδιά, πρέπει να διαλυθούμε τώρα” και λοιπά. Όλα αυτά γίνονται μπροστά στην πύλη, ακριβώς μπροστά στην πύλη. Της προτείνω να το αναβάλει (την τράβηξα) για να δούμε πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα. 

Άλλη μαρτυρία είναι του Γιώργου Φιλιππάκη, επίσης μέλους της Σ.Ε. φοιτητή Βιομηχανικής και υπεύθυνου της περιφρούρησης. Περιγράφει το τι γίνεται αφού (μετά από προτροπή μελών της αντιΕΦΕΕ) φτάνουν εκατοντάδες φοιτητές της Βιομηχανικής στην Ομόνοια και κατευθύνονται με πορεία προς το Πολυτεχνείο.

Φτάνοντας εκεί, με βρίσκει η καθοδήγηση που εγώ είχα τότε από πλευράς της ΚΝΕ, ο Γιάννης ο Τόλιος που καθοδηγούσε τις παράνομες ομάδες της Βιομηχανικής. Βρήκα την Καρυστιάνη και μάλιστα κουβεντιάζαμε αρκετή ώρα. Της λέω “Ιωάννα τι κάνουμε;” Λέει “Γιώργο εγώ θα μπω”. “Μπράβο” της λέω, “κι εγώ θα μπω”. “Έχε υπόψη σου”, της λέω “ότι βρήκα τον Γιάννη τον Τόλιο (ξέραμε ποια ήταν η καθοδήγηση του καθενός) και μου είπε να φύγουμε”. Αυτούς τους καθοδηγούσε ο Τζιαντζής ο Κώστας  – Θεός σχωρέσ’ τον! – και μου ‘κανε εντύπωση γιατί θεωρούνταν απ’ τα πιο καθαρά μυαλά της εποχής εκείνης και άνθρωπος ο οποίος τολμούσε. Μου λέει (γέλια) “Και μένα μου είπανε να μην μπω αλλά τους έχω γραμμένους στο …” (δεν θυμάμαι πού μου είπε ότι τους έχει γραμμένους, τελείως αθυρόστομη η Καρυστιάνη).

Γεγονός είναι ότι όλες οι συνελεύσεις των σχολών του Πολυτεχνείου, ελεγχόμενες από τον ΡΦ και την αντιΕΦΕΕ, παίρνουν καταρχήν (Τετάρτη 14 Νοεμβρίου) αποφάσεις για απλή αποχή από τα μαθήματα, με εξαίρεση μία και μοναδική σχολή, την Αρχιτεκτονική. Η Αρχιτεκτονική είναι η μοναδική συνέλευση στην οποία οι φοιτητές της αποφασίζουν κατάληψη του Πολυτεχνείου την Τετάρτη. Εκπρόσωπος της Αρχιτεκτονικής στη Σ.Ε. Κατάληψης είναι ο Ν.Σηφιανός που τότε επηρεάζεται από τις οργανώσεις της επαναστατικής Αριστεράς και αργότερα οργανώνεται στην ΟΜΛΕ.

Το επίπονο συμπέρασμα από όλα αυτά είναι ότι η κατάληψη είναι απευκταία για τους σχεδιασμούς της ΚΝΕ και της αντιΕΦΕΕ και η κατεύθυνση είναι να αποτραπεί, γιατί η κατάσταση δεν είναι ώριμη για μια μεγάλη εξέγερση.

Το ερώτημα είναι γιατί υπάρχει αυτή η εκτίμηση.

Οι εκ των υστέρων αιτιολογίες της συγκεκριμένης πολιτικής γραμμής εστιάζουν στην κατάληψη ως “μορφή πάλης”. Λένε λοιπόν ότι η αντιπαράθεση που έκανε η ΚΝΕ και η αντιΕΦΕΕ αφορούσε αποκλειστικά στη συγκεκριμένη μορφή για την οποία δεν ήταν προετοιμασμένη. Είναι όμως η κατάληψη απλώς μια μορφή πάλης;

Η Νομική λίγους μήνες πριν, έχει αποδείξει το αντίθετο. Η κατάληψη είναι η κορύφωση μιας κινητοποίησης, που οδηγεί αναγκαστικά σε όξυνση, σε σύγκρουση με το καθεστώς, και αν βεβαίως το επίπεδο ανάπτυξης και η συνείδηση του κινήματος το επιτρέπει, σε εξέγερση. Η Νομική καταλαμβάνεται από κοινή απόφαση των Φοιτητικών Επιτροπών Αγώνα, με πλήρη συμμετοχή και σχεδιασμό, τόσο της αντιΕΦΕΕ όσο και του Ρήγα Φεραίου και φυσικά και του ριζοσπαστικού ρεύματος που όμως δεν έχει την οργανωτική ισχύ των δύο κομμάτων της επίσημης Αριστεράς. Η κατάληξή της, οι συλλήψεις, τα βασανιστήρια, αλλά και οι αναγκαστικές στρατεύσεις που είχαν προηγηθεί, δυσχεραίνουν προσωρινά, γρήγορα όμως φέρνουν νέα ανάπτυξη στο φοιτητικό κίνημα. Η φιλελευθεροποίηση της Χούντας το καλοκαίρι του 73 δίνει χώρο και ανάσες στο αντιδικτατορικό κίνημα. Οι αριστερές οργανώσεις μαζικοποιούνται και ο ελεγχόμενος “εκδημοκρατισμός” γίνεται αντιληπτός ως “νίκη” του φοιτητικού κινήματος.

Απέναντι στη φιλελευθεροποίηση διαμορφώνονται τρεις στάσεις μέσα στην Αριστερά και στο φοιτητικό κίνημα: Η πρώτη εκφράζεται από τον Ρήγα Φεραίο και το ΚΚΕ εσωτ. (αποδοχή της φιλελευθεροποίησης, εκτίμησή της ως “νίκης” του αντιδικτατορικού κινήματος, συζήτηση ακόμα και πιθανής συμμετοχής στις εκλογές που θα κάνει η Χούντα, η δημοκρατία θα έρθει βήμα το βήμα από τη συνεργασία των αντιδικτατορικών δυνάμεων, «από την Αριστερά μέχρι τον βασιλιά»). Η δεύτερη εκφράζεται από τις οργανώσεις της επαναστατικής Αριστεράς (καταγγελία της φιλελευθεροποίησης ως μανούβρας του καθεστώτος, καμιά συμμετοχή στις ψευτο-εκλογές, η Χούντα θα πέσει με λαϊκούς αγώνες). Ανάμεσά τους υπάρχει και μια τρίτη γραμμή. Στα λόγια υιοθετεί την καταγγελία της φιλελευθεροποίησης, ωστόσο παίρνει αποστάσεις από τον “αριστερίστικο” κίνδυνο να μη χρησιμοποιηθούν οι δυνατότητες που δίνει η φιλελευθεροποίηση για την ανάπτυξη των λαϊκών αγώνων. Είναι η γραμμή του ΚΚΕ.

Παραπέμπουμε ξανά στην Έκθεση της ΚΕ του ΚΚΕ στο σημείο που περιγράφει τη θέση των αριστεριστών, η οποία δημιουργούσε πίεση στη μεσοβέζικη θέση της ΚΝΕ (όχι στη φιλελευθεροποίηση, αλλά να την εκμεταλλευτούμε):

Οι αριστεριστές (η θέση τους κύρια εκφραζόταν από την ΑΑΣΠΕ και από ορισμένους ανοργάνωτους συνδικαλιστές στους ΤΣ και σε ορισμένες συνελεύσεις του Πανεπιστημίου): Δεν υπάρχει ούτε η ελάχιστη δυνατότητα αξιοποίησης των συνθηκών που δημιουργεί η “φιλελευθεροποίηση”. Κατάγγελναν γενικά και αόριστα, τη “μεταμφίεση του καθεστώτος σε κοινοβουλευτική δικτατορία”, έριχναν γενικά συνθήματα γιά λαϊκούς αγώνες. Και καταδίκαζαν, με την πλήρη άρνηση εκμετάλλευσης κάθε νόμιμης δυνατότητας, σε αδράνεια το ΦΚ. Αρνιώνταν πλήρως τις φοιτητικές εκλογές, τις αντιμετώπιζαν με περιφρόνηση, βρίζοντας τους “ρεφορμιστές”, που έπεσαν στο δόλωμα της αντίδρασης. 

Αν αφαιρέσουμε τον αναγκαστικά πολεμικό – υποτιμητικό τόνο που έχουν τέτοια κείμενα αντιπαράθεσης, καταλαβαίνουμε ότι το “ριζοσπαστικό ρεύμα” στα Πανεπιστήμια καταγγέλλει τη φιλελευθεροποίηση, ενώ το ΚΚΕ “καταγγέλλει μεν, αλλά…”. Καταλήγει δηλαδή να τοποθετείται εναντίον της φιλελευθεροποίησης και των ελιγμών που κάνει η Χούντα Παπαδόπουλου, αλλά στην πράξη να θεωρεί τη φιλελευθεροποίηση χρήσιμη γιατί δίνει χώρο στην ανάπτυξη του κινήματος και – κυρίως – στην ανάπτυξη του κόμματος.

Η Έκθεση της ΚΕ του ΚΚΕ, μιλώντας για το φθινόπωρο του 1973, το κάνει σαφές:

Η ΚΝΕ, στην περίοδο εκείνη, ήταν υπερβολικά απορροφημένη στην οργάνωση και αποκέντρωση των δυνάμεών της και των μηχανισμών της, προσπάθεια γενικά σωστή, που όμως, στη δοσμένη στιγμή, ήρθε σε μιά κάποια διάσταση με τις ανάγκες του μαζικού ΦΚ.

Πρακτικά, αυτό σημαίνει ότι η ιεράρχηση του ΚΚΕ στη συγκεκριμένη φάση δεν είναι η ανάπτυξη και η κορύφωση αγώνων με κάθε δυνατή μορφή για να ανατραπεί η Χούντα, αλλά η διαφύλαξη των βημάτων φιλελευθεροποίησης και εκδημοκρατισμού της Χούντας για να αναπτυχθεί βήμα το βήμα το κίνημα (και βεβαίως και το κόμμα στη διαπάλη του με την οπορτουνιστική ομάδα του ΚΚΕ εσωτ). Σε αυτό το πλαίσιο, πρέπει να διαφυλαχθεί ως κόρη οφθαλμού η ομαλή πορεία προς τις “ελεύθερες φοιτητικές εκλογές”, τις οποίες έχει υποσχεθεί η κυβέρνηση Μαρκεζίνη, με μόνο σημείο αντιπαράθεσης μεταξύ αντιΕΦΕΕ – Ρήγα Φεραίου το αν αυτές θα γίνουν πριν ή μετά τις σχεδιαζόμενες εθνικές εκλογές τον Φεβρουάριο του 74. Οτιδήποτε απομακρύνει το στόχο της σταδιακής κατάκτησης μικρών ελευθεριών, δημοκρατικών διαδικασιών, χαλάρωσης του ασφυκτικού δικτατορικού ελέγχου στα Πανεπιστήμια, πρέπει να αποφευχθεί. Απέναντι σε αυτή τη γραμμή, οι υποτιμητικά αναφερόμενοι ως “αριστεριστές” επιδιώκουν την “ανατίναξη” της πορείας του καθεστώτος στη χουντο-δημοκρατία μέσω των χουντο-εκλογών.

Για το ΚΚΕ, από τον Ιούλιο και μετά, γίνεται σαφές ότι δεν πρέπει να υπάρξει μια φοιτητική εξέγερση σαν τη Νομική του Φλεβάρη, που θα αναγκάσει το καθεστώς να σκληρύνει τη στάση του, ούτε πολύ περισσότερο μια λαϊκή εξέγερση σαν αυτή που ακολούθησε, του Πολυτεχνείου, την οποία πιθανά ακολουθήσει μια σκληρότερη χούντα. Φτάνουμε δηλαδή στο εξής παράδοξο σημείο για την ΚΝΕ και το ΚΚΕ: να καταγγέλλεται μεν η φιλελευθεροποίηση ως μανούβρα της Χούντας, μανούβρα όμως την οποία οι αγώνες δεν πρέπει να την ακυρώσουν.

Από εκεί προκύπτει η γραπτά διατυπωμένη και εντελώς συνειδητή απόρριψη της κατάληψης ως μορφής πάλης. Μια κατάληψη θα όξυνε την κατάσταση, θα ανάγκαζε τη Χούντα να επιβραδύνει τη φιλελευθεροποίηση, ίσως και να έφερνε χτυπήματα και εξαρθώσεις των αντιδικτατορικών οργανώσεων. Το “Όχι Καταλήψεις” της ΚΝΕ δεν αφορά απλώς μια μορφή πάλης που θα μπορούσε ίσως να αντικατασταθεί από κάποια άλλη, πιο πρόσφορη. Αφορά το αν θα πρέπει η πορεία της ριζοσπαστικοποίησης να οδηγήσει σε εξέγερση ή αν θα πρέπει να καναλιζαριστεί σε μικροκατακτήσεις εκδημοκρατισμού του καθεστώτος. Είναι σαφές ότι η ΚΝΕ και το ΚΚΕ επιλέγουν εκ των πραγμάτων, και ανεξάρτητα από διακηρύξεις, το δεύτερο. Το φοιτητικό κίνημα γίνεται αντιληπτό ως “μέσο πίεσης” προς τη δικτατορία για μικρές σταδιακές παραχωρήσεις, ενώ κατά τη διαδικασία της φιλελευθεροποίησης, η κυριαρχία της ΚΝΕ και του ΡΦ μέσα στο φοιτητικό κίνημα θα μπορούσε να αναβαθμίσει το ΚΚΕ και το ΚΚΕ εσωτ. σε επίσημους και θεσμικούς συνομιλητές των παλιών αστικών δυνάμεων (Δεξιά και Κέντρο).

Ο Γ. Γρηγορόπουλος γράφει:

Ερμηνεύοντας αυτή τη διστακτική μας στάση απέναντι στην κατάληψη αλλά και στην εξέλιξή της σε αντιφασιστική – αντιιμπεριαλιστική εκδήλωση, μπορούμε να διαπιστώσουμε ένα φόβο μπροστά στις ταχύρυθμες εξελίξεις που θα ξέφευγαν –πιθανώς- από τον έλεγχό μας και παραπέρα έναν περίεργο «ρεαλισμό» στην ταχτική μας, που φανέρωνε ότι δε βλέπαμε καθόλου στη μελλοντική μας προοπτική την ανατροπή της διχτατορίας μέσα από μορφές πάλης δυναμικής αναμέτρησης του λαού είτε αγωνιστικής του αντιπαράθεσης με ανώτερες μορφές πάλης ενάντια στη διχτατορία. 

Εδώ πλέον γίνεται φανερή η γενεσιουργός αιτία της συγκεκριμένης στάσης του ΚΚΕ και της ΚΝΕ. Δεν αφορά την κατάληψη ως “μορφή πάλης”, αλλά το αν η ανατροπή της δικτατορίας μπορεί να γίνει από τον δυναμικό αγώνα του λαού ή αν θα επιτευχθεί με “κοινή συναινέσει” συμφωνία μετάβασης που περιλαμβάνει τις αστικές δυνάμεις και δεν επιτρέπει στο “πεζοδρόμιο” να καθορίζει τις εξελίξεις.

Επιπρόσθετα, η εκτίμηση που υπάρχει, τόσο στην ΚΝΕ, όσο και στον Ρήγα Φεραίο, για το επίπεδο ανάπτυξης του φοιτητικού κινήματος είναι πολύ πίσω από την πραγματικότητα. Το Πανεπιστήμιο είναι καζάνι που βράζει, το αγωνιστικό φρόνημα είναι σε άνοδο, η εξέλιξη της ριζοσπαστικοποίησης είναι ραγδαία. Το κίνημα προχωρά πιο γρήγορα από τα πολιτικά υποκείμενα και τα γεγονότα του Πολυτεχνείου πιάνουν το σύνολο των δυνάμεων της Αριστεράς απροετοίμαστες. Και εδώ, οι μαρτυρίες και τα προφορικά αλλά και γραπτά ντοκουμέντα είναι ενδεικτικά.

Ο Γ.Γρηγορόπουλος γράφει:

Στο ερώτημα να γίνει κατάληψη  ή όχι, δεν μπορέσαμε σαν οργάνωση να απαντήσουμε θετικά ακριβώς επειδή δεν βλέπαμε, για διάφορους λόγους, μια τέτοια μορφή πάλης να εντάσσεται στην πολιτική που ακολουθούσαμε τότε μέσα το φ.κ. Αλλά ούτε καθαρά αρνητική θέση πήραμε γιατί βλέπαμε – σα συνδικαλιστές της Α-ΕΦΕΕ – να μας ξεπερνούν τα γεγονότα, να παίρνουν άλλοι την πρωτοβουλία των κινήσεων, να μην μπορούμε να επιδράσουμε ανασταλτικά πάνω στην εξέλιξη της κατάστασης. 

Η διάσταση ανάμεσα στην “πολιτική που ακολουθούσαμε μέσα στο φ.κ.” και στην κατάληψη του Πολυτεχνείου (η οποία θα ακύρωνε αυτή τη σχεδιασμένη πολιτική) είναι και αυτή που δημιουργεί τις συγχύσεις, την προτροπή να βγει η ΚΝΕ από το Πολυτεχνείο, την αρνητική στάση, την εκτίμηση ότι τα πράγματα δεν είναι έτοιμα, δηλαδή ότι το Πολυτεχνείο – σε αντίθεση με τη Νομική – δεν είναι σχεδιασμένο, ότι πολύ περισσότερο τυχόν εξέγερση στην κλίμακα της Νομικής ή και ακόμα μεγαλύτερη, θα ακύρωνε μια ολόκληρη πολιτική γραμμή και τακτική που είχε σχεδιαστεί από το καλοκαίρι του 73, και έχει ήδη δώσει θετικά αποτελέσματα στην οργανωτική ανάπτυξη της ΚΝΕ.

Όλα αυτά κινδυνεύουν με την κατάληψη του Πολυτεχνείου.

Πράγματι, το Πολυτεχνείο μπορεί να έσπασε τα πήλινα πόδια της Χούντας, να την απογύμνωσε από τους συνομιλητές και τους γεφυροποιούς της, να την εξέθεσε στα μάτια των πατρώνων της, να τη διέσπασε και να την οδήγησε σε κρίση, αλλά αυτό το γεγονός, τους πρώτους μήνες μετά την εξέγερση και πριν τη μεταπολίτευση, δεν ήταν ορατό. Τουλάχιστον όχι από το ΚΚΕ. Μέσα στη Χούντα Ιωαννίδη, τις διώξεις, τις συλλήψεις, τα χτυπήματα των οργανώσεων, τη διάλυση του φοιτητικού κινήματος τον χειμώνα του 73-74, τα βασανιστήρια στην ΕΣΑ, χτίζεται πλέον η “άποψη” ότι το Πολυτεχνείο δεν είχε αποτέλεσμα.

Η Έφη Αλεξιάδου, φοιτήτρια της Φυσικομαθηματικής τον Νοέμβριο του 73, αναφέρει:

Ένα από τα παιδιά της ΚΝΕ που ήταν και Χολαργιώτης, από τα αγνά παιδιά, γύρω στο Μάρτη (του 74) που είχαμε αρχίσει ξανά να ξεθαρρεύουμε, να βγαίνουμε, να μην φοβόμαστε … μου λέει: “ακόμα και τώρα δεν θέλεις να παραδεχτείς ότι το Πολυτεχνείο ήταν λάθος; Δεν βλέπεις τι γίνεται τώρα;”… Με την έννοια ότι ήρθε ο Ιωαννίδης που ήταν σκληρότερος κλπ.

Οι διώξεις και τα χτυπήματα που ακολούθησαν μετά το Πολυτεχνείο, με αποκορύφωμα το χτύπημα στην ΚΝΕ του Φλεβάρη του  74, εμπεδώνουν το αίσθημα στα στελέχη και στην καθοδήγηση του ΚΚΕ ότι το Πολυτεχνείο ακύρωσε μια πορεία ανόδου του αντιδικτατορικού κινήματος. Αφού βεβαίως έπεσε η Χούντα, το Πολυτεχνείο αποθεώθηκε, αλλά μέχρι τότε η κοινή συνείδηση στα στελέχη του ΚΚΕ και της ΚΝΕ ήταν η αναγνώριση μεν της θυσίας, η κατακραυγή για το έγκλημα της Χούντας, αλλά και η εκτίμηση ότι ο Νοέμβρης του 73 έσπρωξε τα πράγματα πίσω και όχι μπρος. Το Πολυτεχνείο δεν διεκδικείται από τα κόμματα της επίσημης Αριστεράς παρά μόνο μετά τη Μεταπολίτευση. Μέχρι τότε, το Πολυτεχνείο είναι απλώς “θυσία”. Ίσως μάλιστα είναι θυσία αχρείαστη, γιατί ο τόνος σε όλα τα κείμενα και τα ντοκουμέντα πέφτει μονομερώς στην ανάγκη “περιφρούρησης”, “σχεδιασμού”, “προετοιμασίας”. Στην ανακοίνωση – έκκληση της αντιΕΦΕΕ μετά τον Νοέμβρη, τα Χριστούγεννα του 74, δεν υπάρχει καμιά θετική εκτίμηση για το Πολυτεχνείο ως γεγονός που ακυρώνει τους σχεδιασμούς της Χούντας. Πρώτη και βασικότερη λέξη στα συμπεράσματα είναι η “περιφρούρηση”. Η ανακοίνωση υπογραμμίζει ότι:

Συνάδελφοι φοιτητές, η πείρα των αντιδικτατορικών μας αγώνων που είναι ποτισμένοι με το αίμα μας και καθαγιασμένοι από τη θυσία εκατοντάδων δολοφονημένων αδελφών μας, μας δείχνει ξεκάθαρα το δρόμο που όλος ο σπουδαστικός κόσμος, όλος ο λαός, έχει χρέος να ακολουθήσει. Ο δρόμος αυτός συνίσταται:
1.
  Στην περιφρούρηση, τη συσπείρωση και την επέχταση σε βάθος των οργανωμένων δυνάμεών μας, όλων των δυνάμεων του αντιδικτατορικού κινήματος.
2. Στην ενότητα όλων των αντιδικτατορικών δυνάμεων, οργανώσεων και ομάδων με βάση την αυτονομία και την ισοτιμία και με γνώμωνα ένα ενιαίο μίνιμουμ πρόγραμμα, στην ενότητα όλου του λαού και της νεολαίας μέσα στον αγώνα.
3. Στο συντονισμό, τον προγραμματισμό και τη μεθοδική προετοιμασία κάθε νέας κινητοποίησής μας, κάθε νέου αγώνα.

Πέρα από το να κλίνονται οι λέξεις “περιφρούρηση”, “σχεδιασμός”, “προγραμματισμός” κλπ σε όλους τους τόνους, η εκτίμηση της ΚΝΕ και του ΚΚΕ για το Πολυτεχνείο, πριν τη Μεταπολίτευση, δεν είναι ότι αυτό κλυδώνισε τη Χούντα, ακύρωσε τους σχεδιασμούς της και ενοχοποίησε πλατιά στο λαό τους Αμερικάνους. Αλλά ότι προκάλεσε τη σκλήρυνση του καθεστώτος, το χτύπημα στις αντιδικτατορικές οργανώσεις, συλλήψεις και βασανιστήρια, έφερε δηλαδή ένα γενικό πισογύρισμα.

Αυτή η βαθιά λαθεμένη (όπως εκ των πραγμάτων αποδείχθηκε) εκτίμηση, οδηγεί σε ένα “κάκιασμα” απέναντι στο Πολυτεχνείο, σε μια ριζωμένη δυσπιστία για το αν τελικά το Πολυτεχνείο έκανε καλό ή κακό. Πρόκειται για τη βαθύτερη αιτία αθλιοτήτων σαν αυτή της Πανσπουδαστικής Νο 8, όπου μέσα σε συνθήκες παρανομίας, τον Ιανουάριο του 74, το ΚΚΕ πλαστογραφεί την υπογραφή της Σ.Ε. Κατάληψης του Πολυτεχνείου και καταγγέλλει τους «300 προβοκάτορες» που εισέβαλαν στο Πολυτεχνείο την Τετάρτη το μεσημέρι, φτάνοντας μάλιστα να ονομάσει τον Δ. Μαυρογένη, φοιτητή Φαρμακευτικής και μέλος της Σ.Ε., ως πράκτορα της ΚΥΠ. Για τη συγκεκριμένη αθλιότητα δεν έχει απολογηθεί κανείς, ούτε ως πρόσωπο, ούτε ως φορέας. Το πρόβλημα φυσικά είναι βαθύτερο από την ίδια την ανακοίνωση. Αφορά την εντελώς εκτός πραγματικότητας εκτίμηση του ΚΚΕ, (μέχρι τον Ιούλη του 74), ότι ο Νοέμβρης ήταν λάθος. Ηρωικός, αγωνιστικός, άφθαστος σε μεγαλείο και ενθουσιασμό, καθαγιασμένος από το αίμα των νεκρών, αλλά πάντως, λάθος.

Β. Φοιτητικός ή πολιτικός αγώνας;

Η δεύτερη μάχη που δίνεται αφορά το πλαίσιο και το πολιτικό περιεχόμενο της εξέγερσης. Το δίλημμα που μπαίνει είναι αν και σε ποιο βαθμό η κατάληψη στο Πολυτεχνείο θα έχει αιτήματα συνδικαλιστικά, δημοκρατικά, περιορισμένα στο φοιτητικό κίνημα, ή αν θα πάρει ευρύτερα πολιτικά χαρακτηριστικά και θα θέσει ευθέως ζήτημα ανατροπής της δικτατορίας.

Το ΚΚΕ και η ΚΝΕ μέχρι και την Πέμπτη το βράδυ (και σπασμωδικά ορισμένοι συνδικαλιστές της αντιΕΦΕΕ και την Παρασκευή το πρωί), επιμένουν στο να εγκλωβιστεί το Πολυτεχνείο σε φοιτητικά αιτήματα, σαν και αυτά που προκάλεσαν την άνοδο του φοιτητικού κινήματος κατά την προηγούμενη χρονιά (εκλογές σε φοιτητικούς συλλόγους, Καταστατικός Χάρτης, επαγγελματικά δικαιώματα κλπ). Αυτή η γραμμή βρίσκεται σε αντικειμενική αντιπαράθεση με την αυθόρμητη κίνηση των φοιτητών και του λαού ενάντια στη Χούντα, και πολύ περισσότερο με το αντιιμπεριαλιστικό και αντιφασιστικό περιεχόμενο που επιζητά το πιο ριζοσπαστικό ρεύμα μέσα στο φοιτητικό κίνημα και η επαναστατική Αριστερά.

Τη διάσταση ανάμεσα στο κλίμα του πολύ ανένταχτου κόσμου και των στελεχών της ΚΝΕ, την περιγράφει παραστατικά ο Ν. Χριστοδουλάκης, τότε φοιτητής, επηρεαζόμενος από τον Ρήγα Φεραίο. Αναφέρει τη συνάντησή του με τον επικεφαλής της αντιΕΦΕΕ στους Μηχανολόγους το πρωί της Τρίτης 13 Νοεμβρίου:

…είχε φέρει μια πλαστική σακούλα γεμάτη χαρτιά και τον ρώτησα αν ήταν προκηρύξεις εναντίον της Χούντας για να τις μοιράσουμε στον κόσμο. Συνοφρυώθηκε και μου είπε ότι είναι κείμενα για το θέμα των Ραδιοηλεκτρολόγων του Φυσικού Τμήματος, που τότε είχε μια διένεξη επαγγελματικών δικαιωμάτων με τους Μηχανικούς του Πολυτεχνείου. Είχαν γράψει ολόκληρα κατεβατά και νόμιζαν ότι έτσι θα ρυθμίσουν τις εξελίξεις, τη στιγμή που οι περισσότεροι φοιτητές νοιάζονταν πια μόνο πώς θα ρίξουν το καθεστώς.  

Πρόκειται για κακοχωνεμένο μαρξισμό και κακοδιαβασμένο λενινισμό που βλέπει την αργή και βασανιστική ανάπτυξη του πολιτικού αγώνα μέσα από τις επιμέρους μάχες, ακολουθώντας τα κλασικά εγχειρίδια ως συνταγή μαγειρικής. Υποτιμά τη συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης, αλλά και τη ρεαλιστική εκτίμηση της συγκυρίας που μέσα στο καλοκαίρι του 73, έχει πια αλλάξει. Τα φοιτητικό κίνημα είναι καζάνι που βράζει, αλλά οι καθοδηγήσεις της ΚΝΕ και του ΚΚΕ επιμένουν να αναπαράγουν αυτό που είχαν σχεδιάσει ενάμισι χρόνο νωρίτερα και να απεύχονται μια έκρυθμη και γρήγορη εξέλιξη που θα ανέτρεπε την ομαλή πορεία προς τη φιλελευθεροποίηση, τις φοιτητικές εκλογές όπου θα καταγράφονταν η οργανωτική ανάπτυξη της αντιΕΦΕΕ και της ΚΝΕ και την κατίσχυσή τους έναντι των «οπορτουνιστών». Άλλωστε, ενδεχόμενη όξυνση και επομένως και ενδεχόμενο χτύπημα θα έθετε προ των πυλών τον κίνδυνο της «αποδιάρθρωσης της οργάνωσης», οργάνωση που βασικό στόχο έχει τη μαζικοποίηση του εαυτού της.

Ήδη από την ίδρυση της αντιΕΦΕΕ (με πρωτοβουλία της ΚΝΕ) το καλοκαίρι του 72 μπαίνουν οι βάσεις για αυτή τη στρεβλή λογική. Ο ίδιος ο τίτλος (αντιΕΦΕΕ) παραπέμπει σε συνδικαλιστική οργάνωση, επιχειρώντας να εμφανιστεί ως έκφραση του συνόλου των αντιδικτατορικών φοιτητών και όχι ως παράταξη της ΚΝΕ. Για να υποστηριχθεί αυτή η παραπλάνηση, η αντιΕΦΕΕ εστιάζει σε ένα μακροσκελή κατάλογο μικροβελτιώσεων. Ο τόνος δεν είναι ο πολιτικός αγώνας ενάντια στη Χούντα (που προφανώς περιλαμβάνει τα άμεσα φοιτητικά αιτήματα και ενισχύεται και υποστηρίζεται από αυτά), αλλά οι συνδικαλιστικές διεκδικήσεις, οι οποίες φραστικά εντάσσονται σε μια αντιδικτατορική κατεύθυνση, αλλά δεν συγκροτούν αντιδικτατορική στρατηγική.

Το καλοκαίρι του 73, την ώρα που η Χούντα χαλαρώνει τα μέτρα καταστολής λόγω φιλελευθεροποίησης και αναπόφευκτα μέσα στο φοιτητικό κόσμο ανεβαίνει το επίπεδο συνείδησης, η ΚΝΕ αφοσιώνεται στο να γράφει και να ξαναγράφει κείμενα για τον “Καταστατικό Χάρτη” για την Ανώτατη Παιδεία. Η εξέλιξη του αντιδικτατορικού φοιτητικού κινήματος μετά τη Νομική, σπρώχνει σε μια οξυμμένη αντιπαράθεση και στοχοποίηση του χουντικού καθεστώτος και των ΗΠΑ, αλλά η αντιΕΦΕΕ εστιάζει σχεδόν αποκλειστικά στο πώς θα υπάρξει φοιτητικός συνδικαλισμός στο πλαίσιο της φιλελευθεροποίησης Μαρκεζίνη. Ο Καταστατικός Χάρτης (προσχέδιό του) που εμφανίζουν η αντιΕΦΕΕ και ο Ρήγας Φεραίος τον Αύγουστο του 73, είναι η επιτομή αυτής της λογικής: δίψα για νομιμοποίηση, φραστική καταγγελία της φιλελευθεροποίησης – αλλά τρόμος στο ενδεχόμενο να ακυρωθεί, στενό διεκδικητικό πρόγραμμα λες και δεν υπάρχει χούντα, «τακτοποίηση» του φοιτητικού κινήματος στα πλαίσια που συζητά η κυβέρνηση Μαρκεζίνη. Ο άμεσος ορίζοντας των φοιτητικών εκλογών σπρώχνει την ΚΝΕ σε αγώνα δρόμου να εκφράσει τάχα με «πλατύ» τρόπο την πλειοψηφία των φοιτητών αποφεύγοντας συνειδητά την πολιτικοποίηση των αιτημάτων τους. Η αντίληψη ότι τα στενά φοιτητικά αιτήματα «πλαταίνουν» την απεύθυνση ενώ τα πιο πολιτικά συνθήματα την «στενεύουν», είναι καθοριστική για τις επιλογές που πρόκειται να κάνει η ΚΝΕ και το ΚΚΕ στο φοιτητικό κίνημα.

Αξίζει εδώ να αναφέρουμε απόσπασμα από το κείμενο “Ο κομμουνιστικός πυρήνας μέσα στο ελληνικό φοιτητικό κίνημα” που κυκλοφόρησε από την ΚΝΕ τον Ιούνιο του 73 και αναφέρεται στην εμπειρία της Νομικής. Το απόσπασμα παρατίθεται στην έκδοση της Κ.Ε. του ΚΚΕ “Πολυτεχνείο, Νοέμβρης 1973, Έμπνευση, γνώση και στήριγμα για τους λαϊκούς ξεσηκωμούς του μέλλοντος” (2023).

Να δυναμώνουμε την πάλη μας, να κριτικάρουμε και να καταλήγουμε σε συμπεράσματα και διδάγματα…Η πολιτικοποίηση του φοιτητικού κινήματος είναι ένα σημαντικό θετικό στοιχείο που δείχνει τη στάθμη της πολιτικής κοινωνικής ωριμότητας του σπουδαστικού κόσμου, είναι όμως μια δύσκολη υπόθεση που χρειάζεται καλό και προσεκτικό χειρισμό, τα συνθήματα και οι ενέργειες είναι τότε αποδοτικές όταν εξυπηρετούν τη διαμόρφωση ενός φοιτητικού μετώπου που στηρίζεται στο σωστό συνδυασμό των άμεσων φοιτητικών αιτημάτων και των γενικότερων πολιτικών… Επιβάλλεται μια βαθύτερη μελέτη των εκπαιδευτικών προβλημάτων ως τις πολιτικές ρίζες τους.

Πέντε μήνες μετά τη Νομική, και ενώ το πείραμα φιλελευθεροποίησης του Παπαδόπουλου προχωρά, εν μέσω Πανεπιστημίων και φοιτητικών αμφιθεάτρων που προβληματίζονται και δρουν όλο και πιο πολιτικά, αντιδικτατορικών οργανώσεων που μαζικοποιούνται και πολιτικού κόσμου που συζητά ανοικτά το ζήτημα της πολιτικοποίησης της Χούντας, η ΚΝΕ και το ΚΚΕ εφιστά την προσοχή απέναντι στην πολιτικοποίηση και συνιστά προσεκτικούς χειρισμούς (!), ενώ η κατεύθυνση εστιάζει με σαφήνεια στα “εκπαιδευτικά προβλήματα”, έχοντας βέβαια πάντα τη σάλτσα της “σύνδεσης” ανάμεσα στα άμεσα και στα γενικότερα ζητήματα.

Είναι γεγονός ότι η αντιδικτατορική δράση στο φοιτητικό κίνημα ξεκινά από τα σπουδαστικά αιτήματα που αφορούν τις σπουδές αλλά και τις δημοκρατικές και ακαδημαϊκές ελευθερίες των Πανεπιστημίων μέσα στη Χούντα. Αυτά όμως είναι τα σκιρτήματα, τα πρώτα βήματα, που επιτρέπουν και επιταχύνουν το ανέβασμα της συνείδησης των φοιτητών. Από τη στιγμή που το φοιτητικό κίνημα περνά στην επόμενη φάση, αυτή της κεντρικής πολιτικής αντιδικτατορικής κατεύθυνσης με βασικό αίτημα την ανατροπή πλέον της δικτατορίας, η επιμονή στα «φοιτητικά πλαίσια» δρα ανασταλτικά.

Για να γίνει κατανοητή η αντίθεση ανάμεσα στο τι ιεραρχεί η ΚΝΕ και το ΚΚΕ μέσα στους φοιτητικούς χώρους και στο πώς εκτιμούν τα πράγματα δυνάμεις της επαναστατικής Αριστεράς, ας παραθέσουμε ένα απόσπασμα από την διακήρυξη της ΟΜΛΕ που δημοσιεύεται ένα μήνα πριν την εξέγερση του Πολυτεχνείου (Οκτώβριος 1973):

Ο αγώνας για τις άμεσες φοιτητικές διεκδικήσεις πρέπει να συνδέεται με τους γενικότερους στόχους του λαϊκού κινήματος; Κι ο συνδυασμός αυτός στενεύει ή πλαταίνει (από την άποψη της μαζικότητας) το φοιτητικό κίνημα;
…Οι ρεβιζιονιστές (σ.σ. ΚΚΕ και ΚΚΕ εσ.) αν και στα λόγια δεν αρνούνται τη θέση αυτή (σ.σ. σύνδεση των μερικότερων με τους γενικότερους στόχους του κινήματος), στην πράξη η τακτική τους είναι διαφορετική. Υποστηρίζουν πχ ότι τα πολιτικά συνθήματα στενεύουν το φοιτητικό κίνημα ενώ τα καθαρά φοιτητικά το πλαταίνουν… Όταν πέφτουν πολιτικά συνθήματα, όταν φωνάζουν οι φοιτητές «κάτω ο φασισμός», «έξω οι αμερικάνοι» δεν παίρνουν ανοικτά θέση εναντίον, φοβούμενοι την απομόνωση, αλλά ψελλίζοντας τα γνωστά περί προβοκατόρων ή παρασυρμένων, ακολουθούν δυσαρεστημένοι το ρεύμα.

Το φοιτητικό κίνημα, την περίοδο αυτή, περνά αντικειμενικά σε επόμενο στάδιο. Αναπόφευκτα δεν μπορεί να περιοριστεί στα «δημοκρατικά αιτήματα» του φοιτητικού κινήματος αλλά να θέσει ανοικτά την ανατροπή της χούντας, όχι απλώς ως ζύμωση μιας γενικότερης μελλοντικής κατεύθυνσης, αλλά ως άμεσου πολιτικού στόχου. Η διαδήλωση της 25ης Σεπτέμβρη, της 4ης Νοέμβρη, οι συγκρούσεις που ξεσπούν με κάθε ευκαιρία, κάνουν σαφές ότι το αντιδικτατορικό κίνημα έχει ανέβει επίπεδο.

Η 14η Νοεμβρίου βρίσκει τα στελέχη της αντιΕΦΕΕ αντίθετα στην πραγματοποίηση της κατάληψης του Πολυτεχνείου. Η πρώτη συντονιστική που ελέγχεται από την ΚΝΕ ανακοινώνει την επόμενη μέρα (Πέμπτη) ότι «άτομα εξωφοιτητικά παρεισέφρησαν με αποτέλεσμα να ακουστούν συνθήματα και να αναρτηθούν πανό που δεν εκφράζουν τους φοιτητές. Με την τακτική τους αυτή προσπάθησαν να αποπροσανατολίσουν το φοιτητικό κίνημα από τους στόχους του». Αυτή η ανακοίνωση εκδίδεται πριν τη συγκρότηση της Συντονιστικής Επιτροπής και εκφράζει τη γραμμή της ΚΝΕ και του ΚΚΕ: στενά φοιτητικά αιτήματα, χωρίς άμεσες αντιφασιστικές ή αντιιμπεριαλιστικές αναφορές. Εκφράζει δηλαδή τον φόβο να εκτραπεί η πορεία προς τις φοιτητικές εκλογές (τις οποίες ανέμενε διακαώς η ΚΝΕ και το ΚΚΕ), και να υπάρξει εξέγερση που θα συγκρουστεί αναπόφευκτα με τον ελιγμό της φιλελευθεροποίησης.

Το πολιτικό ζήτημα λύνεται ντε φάκτο από τη μαζικοποίηση της κατάληψης από την Πέμπτη 15 Νοέμβρη το πρωί. Χιλιάδες άνθρωποι κατακλύζουν τους δρόμους γύρω από το Πολυτεχνείο, φοιτητές και λαός εκφράζονται μαζικά, και δεν μπορούν παρά να εκφραστούν αντιχουντικά και αντιαμερικανικά. Η εξέγερση επιβάλει τον χαρακτήρα της και τον πολιτικό της χαρακτήρα μεταδίδει πλέον ο ραδιοσταθμός που παίζει σημαντικό ρόλο και αρχίζει να ακούγεται σε όλη την Αθήνα.

Ωστόσο, ακόμα και την ύστατη στιγμή, την Παρασκευή 16 Νοέμβρη, και ενώ είναι σαφές ότι η εξέγερση έχει ήδη πάρει αντιχουντικά και αντιαμερικάνικα χαρακτηριστικά, το ΚΚΕ υποτιμά τον πολιτικό χαρακτήρα της εξέγερσης εμφανίζοντάς την ως αγώνα με «φοιτητικά αιτήματα». Με τον πιο επίσημο τρόπο, με την ανακοίνωση του Π.Γ. της Κ.Ε. του ΚΚΕ και ημερομηνία 16/11/1973, το ΚΚΕ δηλώνει ότι θεωρεί το Πολυτεχνείο “εκδήλωση των άμεσων φοιτητικών αιτημάτων”. Δεν υπάρχει μισή γραμμή για την πτώση της Χούντας, την ώρα που δεκάδες χιλιάδες λαός και νεολαία, μέσα και γύρω από το Πολυτεχνείο, φώναζαν «Κάτω η Χούντα». Παραθέτουμε αποσπάσματα:

Στο κέντρο της Αθήνας αντηχεί και πάλι η δημοκρατική φωνή των γενναίων φοιτητών μας. Οι φοιτητές προβάλλουν και πάλι τα άμεσα αιτήματά τους, αγωνίζονται για τις συνδικαλιστικές, ακαδημαϊκές και πολιτικές ελευθερίες. … Δεν ξεγελιούνται από τον εντολοδόχο πρωθυπουργό της πολιτικοποίησης Μαρκεζίνη, που αντιδρά στα αιτήματα των φοιτητών… Οι εργαζόμενοι βρίσκονται σε αναβρασμό. Αγωνίζονται και αυτοί για τα ζωτικά τους αιτήματα και τις συνδικαλιστικές τους ελευθερίες…

Η αναφορά στην ανατροπή της δικτατορίας υπάρχει σε μία μόνο γραμμή, όχι όμως ως πολιτικό πλαίσιο της κινητοποίησης, όχι ως άμεσο αίτημα, όχι ως στόχος πάλης. Υπάρχει αποκλειστικά ως ευρύτερη, μακρόσυρτη, μακροχρόνια διαδικασία:

Ο αγώνας των φοιτητών είναι κομμάτι του παλλαϊκού αγώνα για την ανατροπή της χούντας, για τη λαϊκή κυριαρχία.

Αυτή είναι η μία και μοναδική έμμεση αναφορά στην ανατροπή της Χούντας την ώρα που το κέντρο της Αθήνας πάλλονταν από αντιχουντικά και αντιφασιστικά συνθήματα. Ωστόσο, η μάχη «φοιτητικές διεκδικήσεις» εναντίον «πολιτικών αιτημάτων» χάνεται για το ΚΚΕ, και η εξέγερση παίρνει τον δρόμο της.

Ο ενταφιασμός της στενής διεκδικητικής γραμμής της ΚΝΕ σφραγίζεται με τις πρώτες παραγράφους της ανακοίνωσης της Σ.Ε. Κατάληψης του Πολυτεχνείου που ρητά και κατηγορηματικά απαντά στο δίλημμα «φοιτητικές διεκδικήσεις» ή «πολιτικός αγώνας». Με χαρακτηριστικό τρόπο καταγράφεται ο συμβιβασμός του ΚΚΕ με τον πολιτικό πλέον – και όχι στενά συνδικαλιστικό – χαρακτήρα της εξέγερσης:

Οι φοιτητές απ’ όλες τις σχολές στη διάρκεια του φοιτητικού κινήματος συνειδητοποιήσαμε, πως τα προβλήματα μας, σχετικά με τον εκδημοκρατισμό της Παιδείας και τη λειτουργία του εκπαιδευτικού συστήματος, δεν λύνονται, χωρίς την αλλαγή της συγκεκριμένης πολιτικής καταστάσεως.

Αρχίζοντας έτσι πολιτικό αγώνα οι φοιτητές και οι Έλληνες εργαζόμενοι, που κλείστηκαν στο Πολυτεχνείο ξεκαθαρίζουν τις θέσεις τους και καλούν τον ελληνικό λαό να συσπειρωθεί γύρω τους και ν’ αγωνιστεί μαζί τους ως την τελική νίκη.

Πρωταρχική προϋπόθεση για την επίλυση όλων των λαϊκών προβλημάτων θεωρούμε την άμεση παύση του τυραννικού καθεστώτος της χούντας και την παράλληλη εγκαθίδρυση της λαϊκής κυριαρχίας…

Γ. Ο στόχος της εξέγερσης

Όταν “χάνεται” η μάχη να επιβληθούν “στενά” φοιτητικά αιτήματα και η κατάληψη του Πολυτεχνείου ντε φάκτο από το μεσημέρι της Πέμπτης μετατρέπεται σε εξέγερση και άρα αποκτά κεντρικά αντιχουντικά και αντιαμερικανικά χαρακτηριστικά, η ΚΝΕ και ο Ρήγας Φεραίος επιχειρούν να θέσουν ως “όριο” της εξέγερσης το κάλεσμα για οικουμενική πολιτική κυβέρνηση στις πολιτικές δυνάμεις. Αυτή τη «ρετσινιά» το ΚΚΕ στη μεταπολίτευση προσπαθεί να την αποτινάξει. Ωστόσο, οι μαρτυρίες είναι αποκαλυπτικές. Γράφει ο Γ. Γρηγορόπουλος στην έκθεσή του:

Το απόγευμα της Πέμπτης, στο γραφείο συνεδριάσεων της Σ.Ε., ο Λαζαρίδης (που τότε υπήρχε η εντύπωση ότι ήταν στην ΑντιΕΦΕΕ) προσπάθησε να περάσει σαν θέση της Σ.Ε. τη γραμμή για «οικουμενική κυβέρνηση» με τον Καραγκουλέ και την Καρυστιάνη να δείχνουν ότι συμφωνούν… Παρόλο που παρουσιάστηκε σαν κοινή γραμμή ΑντιΕΦΕΕ και ΡΦ, δεν πέρασε τελικά γιατί οι υπόλοιποι συνδικαλιστές μέλη της αντιΕΦΕΕ δεν δέχτηκαν να την προβάλλουν θεωρώντας την προσπάθεια αυτή λαθεμένη αντιμετώπιση της συγκεκριμένης κατάστασης…
Το γεγονός αυτό δημιούργησε μια πρώτη διάσταση στη Σ.Ε. που έδωσε όπλα στους αριστεριστές να μας επιτεθούν παντού και να μειώσουν το κύρος της. Επίσης άφησε άσχημες εντυπώσεις σε όλους μας και δημιούργησε αμφιβολίες για το κατά πόσο η καθοδήγηση της οργάνωσης είχε αντιληφθεί σωστά τις ανάγκες της συγκεκριμένης στιγμής και να χαράξει μια σωστή προοπτική της εξέγερσης.

Το ερώτημα του τι πολιτικό στόχο έχει η εξέγερση είναι σημαντικό. Η «οικουμενική κυβέρνηση», και σε μικρότερο βαθμό η «αντιδικτατορική ενότητα» σημαίνει τη νομιμοποίηση του αστικού πολιτικού κόσμου και την ουσιαστική επιστροφή στην προ της 21ης Απριλίου κατάσταση. Σημαίνει ακόμα ότι ο αστικός πολιτικός κόσμος «αθωώνεται» όχι μόνο για την προδικτατορική του στάση, τον αντικομμουνισμό και το εμφυλιοπολεμικό κράτος που έστησε και οδήγησε στη δικτατορία, αλλά και για τη στάση του μέσα στην επταετία, όταν τμήματά του επιζητούσαν «γέφυρες» με το χουντικό καθεστώς, υποστήριζαν την πολιτικοποίηση της Χούντας και τη συνύπαρξη πραξικοπηματιών – παλιού πολιτικού προσωπικού.

Απέναντι σε αυτή τη γραμμή, το αίτημα της λαοκρατίας – ή της λαϊκής κυριαρχίας (που αντικατέστησε τη λέξη λαοκρατία για να μην ξυπνάνε οι μνήμες του Δεκέμβρη του 44), αλλά και τα αντιαμερικανικά – αντιμπεριαλιστικά συνθήματα, θέτουν μια εντελώς διαφορετική κατεύθυνση. Προϋποθέτουν την πλήρη ρήξη με το αστικό πολιτικό προσωπικό και τις αστικές δυνάμεις, αλλά και την ανατροπή του καθεστώτος εξάρτησης και αμερικανοκρατίας που οικοδομήθηκε μεταπολεμικά στην Ελλάδα. Αυτή η γραμμή είναι που μπόρεσε να δώσει τον αντιφασιστικό και αντιιμπεριαλιστικό προσανατολισμό στην εξέγερση, με τα αντίστοιχα συνθήματα.

Την Παρασκευή 16 Νοεμβρίου 1973 το μεσημέρι, η Σ.Ε. Κατάληψης συνεδριάζει με θέμα την ανακοίνωση, αποσπάσματα της οποίας παραθέσαμε παραπάνω. Η αντιπαράθεση οξύνεται εξαιτίας της απόπειρας της αντιΕΦΕΕ και του Ρήγα Φεραίου να προσθέσουν μια παράγραφο στην ανακοίνωση η οποία έχει ως εξής (παρατίθεται με αυτή τη διατύπωση από τον Σταύρο Λυγερό, με παρεμφερή αλλά ίδια στην ουσία από τον Γιάννη Γρηγορόπουλο):

Πιστεύοντας ότι αυτή τη στιγμή του αγώνα εκφράζουμε την θέληση όλου του Ελληνικού Λαού για ενότητα, καλούμε όλες τις αντιδιχτατορικές – αντιστασιακές δυνάμεις και όλα τα δημοκρατικά και αντιδιχτατορικά κόμματα ν’ αγωνιστούν μαζί μας. Να κάνουν κοινό πρόγραμμα, βασισμένο οπωσδήποτε στις αρχές της λαϊκής κυριαρχίας και της εθνικής ανεξαρτησίας, με βασικό στόχο την ανατροπή της διχτατορίας.

Η παράγραφος αυτή δέχεται σφοδρή κριτική από το ριζοσπαστικό ρεύμα που επηρεάζεται από την επαναστατική Αριστερά, δεν περιλαμβάνεται στο κείμενο που μοιράστηκε στους δημοσιογράφους, ωστόσο διαβάζεται πραξικοπηματικά στον πομπό.

Αναφέρει ο Στέλιος Λογοθέτης:

Υπήρχαν διαφωνίες από το Σταύρο Λυγερό καθώς και από τον Νίκο Σιδέρη για την έννοια της “Κυβέρνησης εθνικής ενότητας” που το κείμενο καλούσε, δηλαδή συνεργασία των πολιτικών δυνάμεων ενάντια στη Χούντα. Εκεί, και άλλοι που ανήκαν στους επονομαζόμενους “αριστεριστές” καλούσαν σε ταξική συμμαχία. Τελικά μεταξύ αντιΕΦΕΕ/ΚΝΕ και Ρήγα Φεραίου, με δική μου πρωτοβουλία, συμφωνήθηκε να ανακοινωθεί από τον ραδιοφωνικό σταθμό το κομμάτι που δεν μας άφηναν να το βάλουμε στην ανακοίνωση. Το διάβασα εγώ ο ίδιος το απόγευμα, με το κομμάτι για τη συνεργασία όλων των “αντιδικτατορικών δυνάμεων” και το κάλεσμα για κυβέρνηση εθνικής ενότητας. Ήταν η παρασπονδία μας – σε βάρος των αριστεριστών (γέλια), αλλά θεωρούσα ότι εκείνη τη στιγμή έπρεπε να ειπωθεί.

Έχει σημασία να επιμείνει κανείς στο συγκεκριμένο ζήτημα, το αίτημα δηλαδή της «αντιδικτατορικής ενότητας» γιατί από τη στιγμή που τίθεται ως πολιτικός στόχος της εξέγερσης η «οικουμενική κυβέρνηση» και το «κοινό πρόγραμμα» όσων αντιτίθενται στη δικτατορία, σημαίνει ότι δεν μπαίνουν στο στόχαστρο ούτε ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός ούτε συνολικά το καθεστώς εξάρτησης, το οποίο άλλωστε υπηρέτησαν οι δυνάμεις που καλούνται να συμμετάσχουν σε αυτή την αντιδικτατορική ενότητα.

Μιλώντας για το θέμα ο Γ. Γρηγορόπουλος αναφέρει:

Εδώ μπαίνει φυσικά το ερώτημα: πως αλλιώς βλέπαμε να εξελίσσονται τα πράγματα έτσι ώστε η ανατροπή της διχτατορίας να μην προέλθει σα συμβιβασμός χούντας και αμερικάνων από τη μία και των συντηρητικών πολιτικών δυνάμεων από την άλλη και με διάδοχη λύση μια κοινοβουλευτική δημοκρατία υπηρέτη των μονοπωλίων –πάλι- αλλά η αλλαγή στη χώρα μας να συνδυαστεί με μια λύση υπέρ των προοδευτικών δυνάμεων και σ’ όφελος του λαού μας».

Το ριζοσπαστικό περιεχόμενο της εξέγερσης πρακτικά ακυρώνει τους σχεδιασμούς που επεξεργάζονται σενάρια πολιτικοποίησης της δικτατορίας ή επιστροφή στα προδικτατορικά τοπία. Ο αστικός πολιτικός κόσμος δεν μπορεί να ταυτιστεί με μια εξέγερση που στοχοποιεί τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ, που θέτει το αίτημα της λαϊκής κυριαρχίας (λαοκρατίας), που δεν δέχεται την ομαλοποίηση Μαρκεζίνη και τους χουντικούς ελιγμούς. Οι πολιτικοί του Κέντρου και της Δεξιάς περιορίζονται σε εκκλήσεις προς τη Χούντα να μη χτυπήσει τους φοιτητές, χωρίς φυσικά να συντάσσονται (δεν θα μπορούσαν άλλωστε να συνταχθούν) μαζί τους.

Το Πολυτεχνείο του 73 ξεκινά ως αυθόρμητη κινητοποίηση που μετασχηματίζεται γρήγορα σε εξέγερση. Είναι οι γενικότερες διαθέσεις μέσα στο φοιτητικό κίνημα που σπρώχνουν σε αυτή την κατεύθυνση. Αυτός ο συσχετισμός επιβάλει το γρήγορο ξεπέρασμα των «στενών», «δημοκρατικών» διεκδικήσεων των φοιτητών και επιβάλει τον αντιφασιστικό και αντιιμπεριαλιστικό χαρακτήρα της εξέγερσης. Τέλος, αυτός ο χαρακτήρας δεν μπορεί να στενέψει και να στριμωχτεί για να χωρέσει τον προδικτατορικό αστικό κόσμο που ψάχνει εναγωνίως τον ρόλο του μέσα και δίπλα στην «πολιτικοποίηση» της Χούντας.

Συμπερασματικά

Από την αποδοκιμασία της κατάληψης και του ενδεχομένου να πάρουν τα πράγματα μια πορεία προς την εξέγερση, μέχρι την εκτός τόπου και χρόνου επιμονή στη στενή συνδικαλιστική δουλειά και από την αποφυγή της πολιτικοποίησης του αγώνα μέχρι τα αιτήματα για “κυβέρνηση εθνικής ενότητας”, η στάση του ΚΚΕ και της ΚΝΕ απαιτεί μια ρεαλιστική, πολιτική και οργανωτική ερμηνεία. Δεν χρειάζονται δίκες προθέσεων, κακόβουλοι χαρακτηρισμοί, ρηχές αντιπαραθέσεις.

Στην ερμηνεία βαραίνει η πολιτική πλευρά. Το ΚΚΕ, όπως διαμορφώνεται ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 60, είναι διαφορετικό από το ΚΚΕ της δεκαετίας του 40, το ΚΚΕ του άφταστου ηρωισμού, των λαμπρών πολιτικών επιλογών και στρατηγικών που το έκαναν πρώτη πολιτική δύναμη στην υποδουλωμένη Ελλάδα, βασικό οργανωτή της Εθνικής Αντίστασης, στις γραμμές του οποίου με αυτοθυσία εντάχθηκαν τα καλύτερα παιδιά του ελληνικού λαού. Το προδικτατορικό ΚΚΕ, με διαλυμένες τις παράνομες οργανώσεις του, ακολουθεί μια πολιτική ουράς στην Ένωση Κέντρου, ηττοπάθειας, υποχωρήσεων, συμβιβασμών.

Υπάρχει ωστόσο και μια σημαντική οργανωτική πλευρά: Η διάσπαση του ΚΚΕ του 1968, εν μέσω Χούντας, παράγει δύο σχετικά ισοδύναμες στελεχιακά καταστάσεις που αντιπαλεύουν η μία την άλλη για τον τίτλο, τα σύμβολα, την ηγεμονία. Η διαπάλη με την “οπορτουνιστική ομάδα” του ΚΚΕ Εσωτερικού, είναι ζήτημα ζωής και θανάτου. Σε αυτή τη διαπάλη όχι απλά επιστρατεύονται όλα τα μέσα (πχ καπήλευση του τίτλου της ΕΦΕΕ ως αντιΕΦΕΕ), αλλά ιεραρχείται ως ο υψηλότερος σε σημασία στόχος η ανάπτυξη και συγκρότηση της ΚΝΕ, η κατίσχυσή της επί των δεξιών και αριστερών της αντιπάλων, η πολιτική και οργανωτική κυριαρχία της στο νεολαιίστικο κίνημα. Αυτό γεννά τον φόβο μήπως η εξέγερση ανατινάξει την πορεία προς τη φιλελευθεροποίηση και ανακόψει την άνοδο της ΚΝΕ, αλλά και την απόρριψη πολιτικών αιτημάτων που τάχα “στενεύουν” την απεύθυνση προς τη φοιτητική μάζα. Αυτό γεννά και μια ψυχολογία δυσπιστίας προς το ενδεχόμενο νέων εξεγέρσεων μετά την πρώτη και κυρίως τη δεύτερη κατάληψη της Νομικής και τα χτυπήματα που ακολούθησαν. Η διατήρηση μιας ομαλής πορείας πολιτικοποίησης του καθεστώτος, που επιτρέπει και μια ομαλή πορεία ισχυροποίησης της ΚΝΕ και του ΚΚΕ, είναι η λυδία λίθος για το καθοδηγητικό κέντρο της εποχής.

Στο σύνολο αυτής της πορείας, οι μάχες που δόθηκαν παρά και ενάντια στους σχεδιασμούς, τη γραμμή και τις ψυχολογίες που κυριαρχούν στα καθοδηγητικά κέντρα της ΚΝΕ και του ΚΚΕ. Η εκ των υστέρων οικειοποίηση της εξέγερσης δεν αλλάζει την ιστορία και τα γεγονότα είναι πεισματάρικα. Η μετέπειτα πορεία της ΚΝΕ και του ΚΚΕ κατά τη μεταπολίτευση αποτελεί συνέχεια αυτής της γραμμής και ψυχολογίας.

Αυτό δεν ακυρώνει προφανώς την προσφορά, τον ηρωισμό, τον θετικό πολιτικό και οργανωτικό ρόλο που παίζουν μέλη και στελέχη της ΚΝΕ και της αντιΕΦΕΕ στην εξέγερση. Είτε επειδή εκτιμούν τα πράγματα διαφορετικά από το καθορισμένο πλαίσιο της οργάνωσής τους, είτε επειδή πιέζονται από τη συγκυρία και τις διαθέσεις του κόσμου, είτε επειδή τελικά όλοι συμβιβάζονται με την ιδέα ότι η εξέγερση έγινε πραγματικότητα και έχει πολιτικό προσανατολισμό, εκατοντάδες μέλη και στελέχη της ΚΝΕ δίνουν τη μάχη μέσα στο Πολυτεχνείο. Από τη στιγμή μάλιστα που η εξέγερση αποκτά τη δική της δυναμική που δεν μπορεί να ανακοπεί και να παρεμποδιστεί, η προσφορά των στελεχών και της αντιΕΦΕΕ και του Ρήγα Φεραίου μέσα στο Πολυτεχνείο είναι σημαντική. Τόσο στον μαζικό αντιδικτατορικό λόγο που εκπέμπει κυρίως ο Ραδιοφωνικός Σταθμός, όσο και στην οργανωτική πλευρά της εξέγερσης.

Και φυσικά, η κριτική στον σχεδιασμό και τη γραμμή του ΚΚΕ κατά τον Νοέμβριο του 73, δεν ακυρώνει την προσφορά των αγωνιστών του. Εκατοντάδες είναι τα μέλη και τα στελέχη του ΚΚΕ και της ΚΝΕ, όπως και άλλων αντιδικτατορικών οργανώσεων, που συνελήφθησαν, ανακρίθηκαν, βασανίστηκαν στην ΕΑΤ ΕΣΑ στο πλαίσιο του αγώνα για την ανατροπή της Χούντας. Αυτή η προσφορά, δεν σβήνεται, ανεξάρτητα από την πολιτική γραμμή που είχε το ΚΚΕ τότε και ανεξάρτητα ακόμα από τη μετέπειτα πορεία ή κατάληξη πολλών από αυτά τα στελέχη.

0 replies

Leave a Reply

Want to join the discussion?
Feel free to contribute!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *