Μια συζήτηση που πρέπει κάτι να γεννήσει…

Η σημερινή συζήτηση και συνολικά μια τέτοια διαδικασία άργησε να ξεκινήσει. Έπρεπε να προβληματίσει όσους αναφέρονται σε αυτό τον χώρο από την αρχή της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης, αλλά ειδικότερα από την αρχή της οξύτατης πολιτικής κρίσης, τότε που υπήρχε η χρονική στιγμή, τότε που η ευκαιρία βρισκόταν πάνω στο τραπέζι, τότε που μπορούσαν οι αντισυστημικές δυνάμεις να αδράξουν τη στιγμή, τότε που ο πολιτικός συσχετισμός ανατρέπονταν και ο κομματικός χάρτης της μεταπολίτευσης ζωγραφιζόταν από την αρχή.

Τότε, οι δυνάμεις της Κομμουνιστικής Αριστεράς όφειλαν να αναμετρηθούν με τις προκλήσεις που περνούσαν μπροστά από τα μάτια τους, δηλαδή να θέσουν τον εαυτό τους στην υπηρεσία ενός ευρύτερου και ανώτερου σκοπού και να μην ταμπουρωθούν στις επιμέρους επάρκειες που αποδείχθηκαν ανεπάρκειες.

Στην πολιτική έχει σημασία ο χρόνος.

Και μιας και κλείνουμε 100 χρόνια από την Οκτωβριανή, ας θυμηθούμε το περίφημο «Χθες ήταν νωρίς, αύριο θα είναι αργά, σήμερα είναι η στιγμή». Και εμείς μπορεί να μην είχαμε να επιλέξουμε τη στιγμή της τελικής εφόδου στα χειμερινά ανάκτορα, είχαμε όμως να εκτιμήσουμε έγκαιρα και σωστά, τη στιγμή κατά την οποία απαιτούνται τολμηρές υπερβάσεις και πρωτοβουλίες.

Η συζήτηση αυτή πρέπει να γίνει, καλύτερα τώρα, παρά ποτέ, αλλά δεν μπορεί παρά να είναι βαθιά μετρημένη, σεμνή και αυτοκριτική.

Δεν τα καταφέραμε και αυτό το συμπέρασμα είναι προφανές. Στο περιβάλλον της παγκόσμιας κρίσης, τότε που αποδείχθηκε μαζικά η μιζέρια που σκορπίζει η κρίση, τότε που φάνηκε καθαρά ο ιμπεριαλιστικός χαρακτήρας της ΕΕ, οι δυνάμεις που στέκονταν στο έδαφος της Κομμουνιστικής Αριστεράς, ενώ «δικαιώθηκαν» στις αναλύσεις τους, στις εκτιμήσεις τους, στις θεωρίες τους, έχασαν το τρένο. Όχι το τρένο κάποιας μαγικής λύσης, κάποιας εκλογικής επιτυχίας ούτε φυσικά το τρένο μιας κάποιας εκτίναξης σαν κι αυτής του ΣΥΡΙΖΑ. Οι περιπτώσεις και επομένως οι απαιτήσεις είναι εντελώς διαφορετικές και αν υπάρξει κάποια στιγμή εκτίναξη αυτή δεν θα έχει σχέση με την ανάθεση, τις αυταπάτες ή τον κοινοβουλευτικό κρετινισμό.

Οι δυνάμεις αυτές έχασαν το τρένο της ριζικής αλλαγής συσχετισμών, της εμφάνισης δυναμικά, μαζικά και αποπεριθωριοποιημένα στο προσκήνιο, της εξόδου από το πολιτικό περιθώριο, αποδεικνύοντας ηγεμονικά ότι ο κοινωνικός μετασχηματισμός και η αντισυστημική λύση είναι η μόνη λύση.

Οι δυνάμεις που στέκονται στο έδαφος εκτιμήσεων όπως: «δεν υπάρχει φιλολαϊκή διαπραγμάτευση στο περιβάλλον της ιμπεριαλιστικής ΕΕ» ή «δεν υπάρχει διέξοδος από την κρίση χωρίς ολοκαύτωμα της ζωντανής εργασίας» έχασαν το συσχετισμό απέναντι σε δυνάμεις που ορκίζονταν για την «Ε.Ε. ως το ευνοϊκό πεδίο της ταξικής πάλης» και έδιναν βλακώδεις διαβεβαιώσεις ότι η Μέρκελ θα παρακαλά να μας δανείσει.

Αυτή η αντίφαση χρειάζεται ερμηνεία και η ερμηνεία δεν είναι εύκολη. Δεν χωρά αυτοεπιβεβαίωση και αυτοϊκανοποίηση, δεν αρκεί το «αντέξαμε» ή το «ακόμα υπάρχουμε».

Σήμερα, εφτά χρόνια μετά την αρχή της μεγάλης πολιτικής κρίσης οι δυνάμεις που αναφέρονται στον κοινωνικό μετασχηματισμό με την ευρεία τους έννοια είναι μάλλον περισσότερο πληγωμένες, χτυπιούνται από το γενικό ρεύμα αποστράτευσης και απογοήτευσης, αναπαράγουν παθογένειες της προηγούμενης εποχής.

Μην μηδενίσουμε τίποτα: Τους αγώνες και τις μάχες, τα κινήματα, τις εκρήξεις, τα ξεσπάσματα, τις πλατείες ή το δημοψήφισμα. Αλλά υπάρχουν στιγμές που πρέπει να υπερτονίσουμε τις αδυναμίες μας για να μπορέσουμε να τις διορθώσουμε. Σήμερα είναι μια τέτοια στιγμή.

Και το βασικό στοιχείο της στιγμής οφείλει να είναι η αναγνώριση ότι δεν είναι μόνο στραβός ο γιαλός, αλλά ότι και εμείς, στραβά αρμενίζουμε. Ας ξεκινήσουμε από το ότι «δεν τα καταφέραμε» γιατί οτιδήποτε άλλο θα αμβλύνει τις επείγουσες ανάγκες και θα μας επιτρέψει το «πάμε όπως πριν».

Η συζήτηση αυτή πρέπει να γίνει με αίσθηση της ανάγκης αυτοθυσίας μας.

Όχι με την έννοια της προσωπικής αυτοθυσίας, αυτής που δίδαξαν οι αγωνιστές σε άλλες, ηρωικές εποχές. Αλλά με την έννοια της συλλογικής αυτοθυσίας ή καλύτερα της διάθεσης της συλλογικότητάς μας στο κοινό αναγκαίο καθήκον, αυτό της ανασύνθεσης.

Εδώ δεν χωρούν βεβαιότητες και αυτοαναφορικές τοποθετήσεις, εμμονές και ευκολίες. Η ανασύνθεση θα είναι βαθιά, εφόλης της ύλης, ανατρεπτική, θα γκρεμίσει για να μπορέσει να χτίσει. Ας θυμηθούμε τον Γκράμσι που περιγελούσε όσους θεωρούσαν το γκρέμισμα μικρό πράγμα μπροστά στο ωραίο καθήκον της οικοδόμησης.

Το γκρέμισμα είναι δύσκολο και επίπονο, εμπεριέχει τομές και αποχωρισμούς, υπερβάσεις σχημάτων και πολυετών συνηθειών ή εντάξεων. Καμιά διαβεβαίωση δεν υπάρχει ότι μετά το γκρέμισμα μας περιμένει μια εύκολη και άνετη οικοδόμηση. Ποτέ όμως δεν θα οικοδομηθεί το νέο, αν δεν γκρεμιστεί το παλιό, αν δεν απελευθερωθεί χώρος, για το νέο οικοδόμημα. Μπορεί να μοιάζει αυθάδες ή και βλάσφημο αυτό το συμπέρασμα, ωστόσο αυτό το «ένα βήμα μπρος ένα βήμα πίσω» που ζούμε εδώ και χρόνια πρέπει να σταματήσει. Πρέπει να είμαστε έτοιμοι και διαθέσιμοι να γκρεμίσουμε για να μπορέσουμε να χτίσουμε.

Αυτοθυσία του συλλογικού μας εαυτού, δεν σημαίνει διάλυση και αγνωστικισμός, αλλά συντεταγμένη δημοκρατική και στοχευμένη διαδικασία χωρίς προαπαιτούμενα και εκ των προτέρων ληγμένες καταλήξεις. Η ανάγκη ανασύνθεσης δυνάμεων της Κομμουνιστικής Αριστεράς δεν είναι ένωση της αδυναμίας μας, δεν είναι διεύρυνση του φορέα μας ούτε μετονομασία της κομματικής μας ισχυροποίησης. Διαφορετικά τέτοιες διαδικασίες δεν θα ανασυνθέσουν τίποτα πέρα από νέες απογοητεύσεις και καθυστερήσεις.

Εδώ επίσης ο πρώτος πληθυντικός μας αφορά όλους.

Τρία σημεία και μια πρόταση

1. Βρισκόμαστε σε μια καμπή της ιστορίας, με δυνατότητες ανατροπής, ή απλώς τα πράγματα χειροτερεύουν;

Ισχύει ότι ο παγκόσμιος καπιταλισμός βούλιαξε πριν λίγα χρόνια σε μια ιστορικών διαστάσεων κρίση. Παρά το πλήθος των αναδιαρθρώσεων το σημερινό σύστημα κοινωνικών σχέσεων βρίσκει μπροστά του νέα συσσωρευμένα αδιέξοδα, αδυναμία συγκρότησης ενός σχεδίου ανάκαμψης.

Ισχύει επίσης ότι ο νεοφιλελευθερισμός αποτελεί την μοναδική απάντηση που ξεδιπλώνει ο καπιταλισμός. Η αδυναμία διεξόδου, απαντιέται από τις αστικές δυνάμεις με έναν ακόμη πιο επιθετικό νεοφιλελευθερισμό.

Ισχύει ακόμα ότι η κρίση αποτελεί ευκαιρία για να τροποποιηθεί ριζικά ο συσχετισμός δύναμης σε βάρος της εργασίας. Δεν χρειάζονται περισσότερες περιγραφές για αυτό που όλοι βλέπουμε μπροστά στα μάτια μας.

Ισχύει τέλος ότι η περίοδος που διανύουμε σφραγίζεται από μια ένταση της ταξικής πόλωσης. Διευρύνονται τα στρώματα της σύγχρονης εργατικής τάξης, ενώ τα μικροαστικά στρώματα πολώνονται αντικειμενικά προς τη μεριά των δυνάμεων της εργασίας. Αυτή ακριβώς η πόλωση γεννά τη δυνατότητα να συγκροτηθεί μια ευρύτερη κοινωνική συμμαχία, με πρωτοπόρα και ηγεμονική την εργατική τάξη, με αντισυστημικό πρόσημο και χαρακτήρα κοινωνικής ανατροπής και όχι απλά πολιτικής μετακίνησης.

Παρόλα αυτά, η σημερινή υπαρκτή χρεοκοπία του καπιταλισμού δεν σβήνει ούτε αναιρεί την χρεοκοπία του υπαρκτού. Ο συσχετισμός δύναμης δεν γίνεται ευνοϊκότερος επειδή χρεοκόπησε και χρεοκοπεί η υπόσχεση του καπιταλισμού για μια κοινωνία ευημερίας και ελευθερίας. Παραμένουμε στην ιστορική φάση της ήττας του πόλου της επανάστασης, όπως καταγράφηκε στο τελευταίο τέταρτο του 20ου αιώνα.

Με όλα τα παραπάνω μπορούμε να αναρωτηθούμε: Τι είδους καμπή είναι αυτή που ζούμε σήμερα; Είναι το 89-91 από την ανάποδη; Υπάρχει κάποια ελάχιστη αναλογία με τις απαρχές του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου; Τότε που η τότε Αριστερά διέπραττε τη μεγαλύτερη αποστασία της ιστορίας της συναινώντας σε μια πρωτόγνωρη σφαγή, που όμως λίγα χρόνια αργότερα θα καρποφορούσε το σπέρμα της κοινωνικής ανατροπής;

Μακάρι τα πράγματα να εξελίσσονταν γραμμικά. Μακάρι οι ιστορικές αναλογίες να ίσχυαν. Μακάρι η κρίση του καπιταλισμού να οδηγεί στην ισχυροποίηση του αντιπάλου του. Μακάρι το ρεύμα του κοινωνικού μετασχηματισμού να δυνάμωνε επειδή ο υπαρκτός κόσμος έπεσε σε ξέρα.

Αλλά δεν ισχύουν οι αντικειμενικότητες. Και το μεγάλο πρόβλημα των αρχών του 21ου αιώνα δεν είναι ότι ο καπιταλισμός είναι καλύτερος από αυτός των αρχών του 20ου αιώνα. Βεβαίως παίζουν ρόλο οι αυξημένες δυνατότητες ενσωμάτωσης, χειρισμού, εξαγοράς, ιδεολογικού εξανδραποδισμού.

Το κρίσιμο όμως είναι άλλο και είναι η έλλειψη του υποκειμένου.

Του πολιτικού υποκειμένου, του φορέα ή του κόμματος που θα διακρίνεται από την επιμονή για την κοινωνική ανατροπή. Αυτή που οδήγησε 100 χρόνια πριν στο πρώτο σπάσιμο των πάγων.

Ένας κακοχαρακτηρισμένος ηγέτης του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος, που διακρίνονταν από αυτή την περίεργη επιμονή, θέλοντας να ιεραρχήσει κάτι έλεγε ότι «όλα τα ζητήματα είναι σημαντικά, σημαντικότερο όμως είναι αυτό που πρέπει να γίνει τώρα».

Κατ’ αναλογία, όλα τα θέματα σήμερα είναι σημαντικά. Και το πρόγραμμα και οι θεωρητικές επεξεργασίες, και το πολιτικό μέτωπο και το κίνημα και η κατάσταση του. Και δεν χωρίζονται με σινικά τείχη, και είναι προφανές ότι από άλλη αφετηρία θα συζητούσαμε σήμερα το συγκεκριμένο θέμα σε αν όλα αυτά τα ζητήματα υπήρχε διαφορετική κατάσταση.

Επειδή όμως αυτή κάτι πρέπει να κρατήσουμε από αυτή την επιμονή και την στοχοπροσήλωση, κατ’ αναλογία πρέπει να πούμε ότι το σημαντικότερο, δηλαδή αυτό που πρέπει να μας απασχολήσει τώρα, είναι το πρόβλημα του υποκειμένου.

Το κενό υποκειμένου και το στοίχημα της κάλυψής του, θα είναι αυτό που θα κρίνει αν η εποχή μας θα είναι μια ιστορική καμπή που θα γεννήσει και τη δυνατότητα μιας νέας ιστορικής ανατροπής, ή αν θα είναι απλώς βούλιαγμα στην ίδια κατάσταση.

2. Ο αγώνας που απαιτεί η εποχή μας δεν είναι αυτός των μεταρρυθμίσεων και διορθώσεων. Είναι αυτός της κοινωνικής ανατροπής.

Το ερώτημα είναι: Υπάρχει σήμερα έδαφος για την ανάπτυξη των ιδεών της κοινωνικής αλλαγής ή έχουν επικρατήσει οριστικά οι ιδέες της διαχείρισης. Ας μη βιαστούμε να δώσουμε καταφατικές απαντήσεις επειδή έτσι μας αρέσει. Από την ελληνική περίπτωση μέχρι πολλές άλλες στον ευρωπαϊκό ορίζοντα και στο παγκόσμιο χωριό διαπιστώνει κανείς ότι η ριζοσπαστική και αντισυστημική οπτική υποχωρεί.

Ωστόσο το ερώτημα δεν αφορά το τι πιστεύουμε εμείς, αλλά το τι είναι δυνατόν να υπάρξει μέσα στο υπάρχον σημερινό νεοφιλελεύθερο και καπιταλιστικό πλαίσιο

Ας αναδιατυπώσουμε το ερώτημα μέσα από μια κατηγορηματική απάντηση: Ο αγώνας ή θα είναι εφόλης της ύλης και αντισυστημικός ή δεν θα υπάρξει. Η ιστορία του πρώην σοσιαλδημοκρατικού και νυν νεοφιλελεύθερου κυβερνώντος κόμματος, αποδεικνύει ότι ακόμα και μια σοσιαλδημοκρατική διαχείριση που θα επιτρέψει στο σημερινό καθεστώς ένα κάποιο κράτος πρόνοιας είναι έξω από τα σημερινά όρια νομιμότητας.

Θα είχε ενδιαφέρον – ίσως να ήταν και ανακουφιστικό σήμερα – να υπάρξει μια σοσιαλδημοκρατική διαχείριση, μόνο που ο καπιταλισμός δεν πρόκειται να επιτρέψει τη σοσιαλδημοκρατική διαχείριση αν δεν απειλείται από την κομμουνιστική προοπτική.

Με δυό λόγια δεν θα υπάρξει σοσιαλδημοκρατία αν δεν υπάρξει Κομμουνιστική Αριστερά. Η ανακούφιση δεν θα έρθει από τα μερεμέτια και την ενδοσυστημική διαχείριση. Όχι επειδή κάποιοι αρέσκονται να δηλώνουν σε όλους τους τόνους ότι είναι με την ανατροπή. Η ιστορία αδιαφορεί για τις διακηρύξεις.

Η ανακούφιση δεν θα έρθει από εκεί γιατί πολύ απλά δεν γίνεται. Το ερώτημα λοιπόν του ποιος ακριβώς είναι εκείνος ο αγώνας που είναι αποτελεσματικά ικανός να σταματήσει την επιστροφή στα προοκτωβριανά τοπία, δεν το απαντάμε εμείς.

Το έχει απαντήσει στην πράξη και στην πραγματική ζωή ο ίδιος ο καπιταλισμός, αποκλείοντας εν τη γεννέσει του οτιδήποτε άλλο πέρα από τον καθαρό και ατόφιο νεοφιλελευθερισμό.

Αυτό σημαίνει και ορισμένες προτεραιότητες: Πχ τα πολιτικά μέτωπα έχουν τη σημασία τους, (και αυτά στο χρόνο τους) και θα μπορούσαν υπό όρους να αποτελέσουν τον καταλύτη και για συνολικότερες αλλαγές και ανασυνθέσεις. Εκ των πραγμάτων όμως δεν απαντούν στο όλο πρόβλημα. Γιατί πολύ γρήγορα, σχεδόν αμέσως, η παραμικρή αμφισβήτηση του παγκοσμιοποιημένου πλαισίου της αγοράς θα σπρώξει εκ των πραγμάτων το μαχαίρι στο κόκκαλο: Ή θα υπάρξει υποχώρηση και μάλιστα ατιμωτική, ή θα πάμε με «πολεμικό» τρόπο σε κοινωνικούς μετασχηματισμούς.

Να γιατί το άμεσο πολιτικό σχέδιο δεν μας φτάνει. Δεν είναι ότι δεν το χρειαζόμαστε. Είναι ότι η ίδια η ζωή δείχνει ότι απαιτείται κάτι περισσότερο από ένα πολιτικό σχέδιο, αναζητείται η ραχοκοκκαλιά και το νεύρο του πολιτικού σχεδίου. Ποιος θα κερδίσει ποιον είναι το ερώτημα που τίθεται στο τραπέζι και φυσικά προς το παρόν φαίνεται μόνο μία λύση.

3. Είναι τελικά ο κομμουνισμός τα νιάτα του κόσμου;

Είναι ο χώρος αυτός ελκτικός, νέος και ανερχόμενος; Ή ανάποδα υπάρχει η αίσθηση ότι πρόκειται για δυνάμεις αδράνειας, για απροσκύνητους αλλά γραφικούς, για ανυποχώρητους και αγύριστα κεφάλια που σε μια κοινωνία που προχωρά μπροστά, μιλούν για το τι έγινε 100 χρόνια πριν;

Εδώ δεν χρειάζεται απολογητική, χρειάζεται απολογισμός. Η υπεράσπιση μιας ορισμένης ιστορίας δεν σημαίνει ότι άκριτη υπεράσπιση του παρελθόντος, αλλά υπεράσπιση της δυνατότητας και ικανότητας να αλλάξει η ζωή μας. Σημαίνει υπεράσπιση της απλής σκέψης ότι υπάρχουν ριζικές λύσεις.

Είναι σαφές ότι στον 20ό αιώνα η κομμουνιστική απειλή επέβαλε λύσεις προς όφελος των συμφερόντων της εργατικής τάξης και των συμμάχων της. Και χρειάζεται μια δεύτερη ευκαιρία σε ένα σύστημα που στο σύντομο ιστορικό χρόνο δεν πρόλαβε να δοκιμαστεί, να προχωρήσει τη θεωρία του, να διορθώσει τα λάθη και τις ελλείψεις του, να καταστείλει τις ελεεινότητές του.

Και όποια κριτική ασκηθεί στην καρικατούρα του «υπαρκτού», αυτό καθόλου δεν σημαίνει ότι αδιαφορούμε για το πρώτο πείραμα και την προσπάθεια που έγινε, ότι ξεχνάμε το τι γέννησε, και προς όφελος ποιων.

Χρειάζεται έξοδος από την απολογητική αλλά και από τη νοσταλγία και τοποθέτηση της συζήτησης και της πρακτικής στην πραγματικότητα του 21ου αιώνα. Ιστορικά ηγετικά πρόσωπα μετατράπηκαν από τους επιγόνους τους σε πολιτικά ρεύματα, κρατώντας τις μέχρι σήμερα οργανωτικές τους μορφές. Οι εμπλουτισμοί στον μαρξισμό υπήρξαν, βοηθούν, έχουν αξιολογηθεί, δεν επαρκούν όμως για σήμερα. Δεν έχουμε ανάγκη από την αντιπαράθεση με όρους ρευμάτων του 20ου αιώνα, αλλά από μια συνθετική συζήτηση-αναζήτηση που δίνει υλικό στο σήμερα. Όσο θα σκεφτόμαστε και θα βαδίζουμε με εργαλεία του παρελθόντος θα αποπροσανατολιζόμαστε από την επίκαιρη και απαιτητική πραγματικότητα και ο χρόνος μας θα εξαντλείται σε θεωρητικές διαμάχες για ένα ιστορικό σοσιαλισμό, με μεγάλη απόσταση από τη συγκεκριμένη σημερινή ιστορική στιγμή, τη συγκεκριμένη σημερινή ταξική πάλη και τη συγκεκριμένη και σημερινή ανάγκη μιας επίθεσης των ιδεών της κοινωνικής απελευθέρωσης.

Οποιαδήποτε αναμέτρηση με την οικοδόμηση μιας σύγχρονης κομμουνιστικής αναφοράς αναπόφευκτα έρχεται αντιμέτωπη με την ιστορία του κομμουνιστικού κινήματος. Μια ιστορία ηρωική που οδήγησε στα πρώτα «άλματα στον ουρανό» αλλά και τραγική με αποκορύφωμα την πλήρη μετάλλαξη των καθεστώτων που υποτίθεται ότι «οικοδομούσαν το σοσιαλισμό».

Αυτή η προσπάθεια δεν μπορεί παρά να είναι βαθιά αυτοκριτική και με διάθεση επαναστατικής ανανέωσης. Να εμπνέεται από τις προλεταριακές επαναστάσεις του εικοστού αιώνα, από την Οκτωβριανή επανάσταση και τις πρώτες ηρωικές προσπάθειες οικοδόμησης του σοσιαλισμού. Να υπερασπίζεται τις εθνικοαπελευθερωτικές επαναστάσεις που αποτίναξαν τον ιμπεριαλιστικό ζυγό και την αποικιακή εκμετάλλευση στις περιφέρειες του πλανήτη.

Να υποστηρίζει αταλάντευτα τον καθοριστικό ρόλο του κομμουνιστικού κινήματος σε κάθε βήμα που έκανε η ανθρωπότητα προς τα μπρος, με κορυφαίες συνεισφορές το τσάκισμα του ναζισμού και την κατοχύρωση των εργατικών και κοινωνικών δικαιωμάτων στις χώρες του καπιταλισμού.

Να αντιμετωπίζει τη μετάλλαξη των καθεστώτων του «υπαρκτού σοσιαλισμού» ως αρνητική έκβαση ταξικών αγώνων και όχι ως προδιαγεγραμμένη πορεία.

Να αναγνωρίζει τη σημασία κριτικών συνεισφορών μέσα στο κομμουνιστικό κίνημα από τη σκοπιά της εμβάθυνσης της ταξικής πάλης και της θεωρίας. Ανάμεσά τους ξεχωρίζουμε τόσο την ανολοκλήρωτη εμπειρία της Πολιτιστικής Επανάστασης καθώς και την κριτική αποτίμηση και θεωρητική ανανέωση που γέννησαν τα κινήματα των ανολοκλήρωτων θυελλών στις δεκαετίες 60-70.

Η πρόταση: Χώρος διαλόγου, πρωτοβουλιών, συντονισμού και οργάνωσης της διαδικασίας

Στην Ελλάδα δεν υπάρχει κομμουνιστική Αριστερά. Είναι ερώτημα αν μπορεί να υπάρξει τα επόμενα χρόνια. Υπάρχουν δυνάμεις που αναφέρονται στη κομμουνιστική αριστερά, δυνάμεις που βρίσκονται μέσα σε κόμματα, οργανώσεις, μορφώματα. Έχουμε δυνάμεις που τρέφονται από το παρελθόν και απέχουν από το παρόν, χωρίς να δικαιολογούν σε τίποτα λάβαρα και τίτλους. Και φυσικά δυνάμεις με τη δύναμη της αδράνειας καθοριστικά πάνω τους. Αυτές οι δυνάμεις είναι σχετικά μικρές, αδύναμες σε πολυδιάσπαση και κατακερματισμό, με τα βαρίδια του παρελθόντος και μιας μεγάλης ήττας. Βασανίζονται, μπουσουλάνε, αλληλοοσμώνονται με δυσκοίλιο και επίπονο τρόπο, αναζητώντας δρόμους.

Υπάρχουν όροι και προϋποθέσεις για ένα πρώτο πλαίσιο; Χρειάζεται μια επίμονη, ευρύχωρη και υπομονετική διαδικασία συζήτησης και διαρκούς πρόσκλησης, όλων όσων αντιλαμβάνονται την έλλειψη του κομμουνιστικού φορέα. Δεν αντιλαμβάνονται αυτή την έλλειψη πολλές από τις δυνάμεις που με αυτάρκεια και αυταρέσκεια κοιτούν τον εαυτό τους στον καθρέπτη και βλέπουν τη λύση.

Η συγκεκριμένη μορφή που μπορεί να πάρει μια τέτοια διαδικασία –τουλάχιστον σήμερα- είναι η δημιουργία και συγκρότηση ενός χώρου διαλόγου, ενός φόρουμ ή βήματος, ενός κέντρου συζήτησης αλλά και αντιπαράθεσης, με κοινό όμως παρονομαστή την ανάγκη ανασύνθεσης του χώρου της κομμουνιστικής Αριστεράς, με διαδοχικές και επίμονες δοκιμασίες προς αυτή την κατεύθυνση. Αν αυτό συμπυκνώνει και η σημερινή συζήτηση, η απάντηση είναι ανεπιφύλακτα ναι.


Το παραπάνω κείμενο περιλαμβάνει τα βασικά σημεία της παρέμβασης στην εκδήλωση του ΚΟΜΜΟΝ στις 6/2/2017.

0 replies

Leave a Reply

Want to join the discussion?
Feel free to contribute!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *