Μια από τα ίδια ή μια άλλη αρχή;
Το παρακάτω κείμενο γράφτηκε με βάση την προφορική τοποθέτηση που έγινε στη συζήτηση για τον συντονισμό των κομμουνιστικών δυνάμεων στην Πάντειο στις 1/2/19.
Ας ξεκινήσουμε με μία πιο «καθοδηγητική» διαπίστωση. Δεν έχουμε χρόνο –ζήτημα είναι αν προλαβαίνουμε, δεν έχουμε πλέον την πολυτέλεια πολλών επιλογών, πολλών άστοχων ενεργειών. Η κατάσταση στη λεγόμενη πραγματική αριστερά (αντισυστημική ή καλύτερα κομμουνιστική) είναι πολύ δύσκολη. Βρισκόμαστε στα όρια της διάλυσης. Αν συνεχίζουμε να αθροίζουμε επιπλέον άστοχες ενέργειες, πολλαπλασιάζουμε και επιταχύνουμε τις διαδικασίες διάλυσης – παραίτησης. Η λέξη αναξιοπιστία είναι αυτή που περιγράφει την εικόνα μας και την πραγματικότητά μας όπως ακριβώς την αντιλαμβάνεται ο καθημερινός πραγματικός άνθρωπος.
Η πρώτη δημόσια συζήτηση του συντονισμού των κομμουνιστικών οργανώσεων δεν μπορεί παρά να αναζητάει καταρχήν να αποφύγει το «μία από τα ίδια», προσπαθώντας να υλοποιήσει αποτελεσματικά (η αποτελεσματικότητα είναι ακόμα μία λέξη που μας πληγώνει) μία άλλη -κυριολεκτικά νέα- αρχή.
Από την άποψη αυτή, η συζήτηση που ξεκινάει δημόσια στις 1/2/2019 δεν πρέπει να είναι η κλασικά συνηθισμένη συζήτηση αμφιθεάτρου μικροοργανώσεων και μικροπαραγόντων της αριστεράς που έχει πολλά λόγια και αναλύσεις αλλά δεν οδηγεί στην παραγωγή έργου και γεγονότων. Δεν μπορεί να είναι μία συζήτηση αμηχανίας και παρηγοριάς μπροστά στην επερχόμενη περαιτέρω συρρίκνωση και απομόνωση της αριστεράς. Δεν μπορεί επίσης να είναι μία διαβούλευση που στοχεύει να αντιμετωπίσει τις εκλογές παίζοντας τον ρόλο ιδιότυπης γέφυρας ή σύγκρουσης μεταξύ ΛΑΕ και ΑΝΤΑΡΣΥΑ (πολύ μίζερο, πολύ λίγο, επικίνδυνα τοξικό και διαλυτικό). Επιπλέον δεν είναι συζήτηση που στην ουσία αναμένει την επομένη των εκλογών γιατί εκτιμάει ότι «το γήπεδο θα μεγαλώσει» (μπορεί να μην υπάρχει «γήπεδο»).
Είναι, πρέπει να είναι μία διαρκής συνθετική διαδικασία διαλόγου που να απαντάει ειλικρινά στην ανάγκη και στην πρόκληση μιας άλλης αρχής και ξεκινάει εκ προοιμίου με το «όχι όπως πριν». Όπου το «πριν» περιλαμβάνει διαδικασίες – μορφές – αντιλήψεις – γραμμές που τουλάχιστον φανερά φθάρηκαν και ηττήθηκαν στα τελευταία πενήντα χρόνια.
Πέντε σημεία για την κοινή αντίληψη
Ποια όμως είναι τα βήματα για μια άλλη ενωτική νέα αρχή; Το πρώτο κρίσιμο βήμα είναι η απόκτηση μίας κοινής αντίληψης για ορισμένα βασικά πολιτικά –όχι για όλα– ζητήματα του παρελθόντος και του παρόντος.
Καταρχήν, κοινή αντίληψη για τον συσχετισμό δύναμης. Ένας δυσμενής παγκόσμια, ευρωπαϊκά, ελλαδικά συσχετισμός δύναμης, που διαμορφώθηκε ιδεολογικά και πολιτικά αρκετά χρόνια πριν, με σημαντικά ορόσημα το τέλος του «υπαρκτού σοσιαλισμού», τη νίκη του νεοφιλελεύθερου μοντέλου, την ιμπεριαλιστική παγκοσμιοποίηση. Κοινή αντίληψη για τους όρους διαμόρφωσής του, για τους όρους αδυναμίας αριστερής απάντησης. Απόκτηση κοινής αντίληψης για το πώς και το γιατί βρέθηκε η αριστερά στο περιθώριο, για το πώς οδηγούμαστε σε μία αντιδραστικότερη-συντηρητικότερη με ακροδεξιά χαρακτηριστικά κοινωνία που δείχνει και το βάθος της λαϊκής ήττας. Μία κοινή αντίληψη λοιπόν, που σημαίνει ότι η προτεραιότητα πρέπει να δοθεί στο κοινωνικό επίπεδο, στα κοινωνικά υποκείμενα, στο επίπεδο της σχέσης δοκιμασία – πράξη – αναζήτηση – ανακάλυψη και ξανά. Προτεραιότητα εκεί για να αποκτηθεί είτε η λαϊκή φλέβα είτε η επαφή με τον καθημερινό κόσμο. Προτεραιότητα στο κοινωνικό και όχι στην κεντρική πολιτική σκηνή, για να ετοιμαστούμε πολλαπλώς για αυτήν.
Κοινή αντίληψη κατά δεύτερον, στον απολογισμό που δεν γίνεται. Κριτική και αυτοκριτική τουλάχιστον για τα δέκα τελευταία χρόνια. Κριτική που θα απλώνεται έως τα χρόνια της μεταπολίτευσης και που θα βάλει στο στόχαστρό της τουλάχιστον τρεις έννοιες-πραγματικότητες. Τον ρεφορμισμό-αναθεωρητισμό, τον ακαδημαϊσμό και τέλος, τον παραγοντισμό-ατομισμό και τις σχέσεις αυτών με το κράτος και την αστική ιδεολογία και πολιτική.
Ένας απολογισμός για την αποτυχία συγκρότησης μετώπου, για την ετεροβαρή και ιεραρχημένη σχέση κόμματος-μετώπου. Αν σχετικά εύκολα μπορούμε να προσπεράσουμε την κριτική του «μετώπου-ΣΥΡΙΖΑ» το 2012-2015, δεν είναι δυνατόν να εγκαταλείψουμε την προβληματική, το ποιος καθορίζει τι. Το κόμμα ή το μέτωπο. Έχουμε τη γνώμη ότι χωρίς κόμμα των φτωχών, είναι αδύνατο ή τουλάχιστον πολύ δύσκολο να συγκροτηθεί και να έχει αποτελεσματικότητα ένα μέτωπο.
Αναζητούμε, λοιπόν, στις μέρες μας τους όρους συγκρότησης μετώπου ή κόμματος; Τι προϋποθέτουν αυτά; Πού πρέπει να δοθεί η προσοχή; Ποια σημεία προγραμματικά έχουμε ανάγκη και πώς κατακτώνται; Βεβαίως και το ερώτημα «σε ποιο χρόνο» συναρτάται από τους όρους διαμόρφωσης και τον χαρακτηρισμό του συσχετισμού δύναμης.
Το τρίτο σημείο για την κοινή αντίληψη αφορά την κριτική στα υπαρκτά οργανωμένα σχήματα της αριστεράς. Η υπαρκτή οργανωμένη αριστερά έδωσε εξετάσεις και κόπηκε. Αν τα πράγματα ήταν αλλιώτικα στην αριστερά θα ήταν αλλιώτικα –καλύτερα– σήμερα για το λαό και την εργατική τάξη. Η λαϊκή ήττα ήταν και παραμένει να είναι συνέπεια και αποτέλεσμα της κατάστασης της αριστεράς. Σήμερα τουλάχιστον για τον λαό φθάρηκαν, ξεπεράστηκαν απόψεις – σχήματα – μορφές και πρόσωπα ως αναξιόπιστοι, γραφικοί, ακίνδυνοι… Από την άποψη αυτή ο συντονισμός των κομμουνιστικών οργανώσεων χρειάζεται να αυτοκαθοριστεί. Παρόλο που προέρχεται από αυτά τα σχήματα δεν πρέπει να καθορίζεται στο ελάχιστο από αυτά.
Το τέταρτο σημείο για την κοινή αντίληψη αφορά το χαρακτηρισμό της φάσης και της εποχής και της ανάδειξης των αναγκών τους. Είμαστε σε φάση μίας νέας προετοιμασίας και δοκιμασιών ανθρώπων, σχημάτων, πολιτικής και πράξης. Απαραίτητο είναι το χτίσιμο ενός προγράμματος λαϊκών αιτημάτων και διεκδικήσεων σε όλους τους κοινωνικούς χώρους που να φιλοδοξεί να «πειράξει» το συσχετισμό δύναμης, φέρνοντάς μας πιο κοντά στο φτωχόκοσμο και στις βασικές τάξεις.
Το τελευταίο σημείο κοινής αντίληψης αφορά το μέγεθός μας, το στόχο και την μορφή που θέλουμε να δώσουμε στον συντονισμό. Η γειτονιά μας είναι μικρή και γνωριζόμαστε. Δεν χωράνε όλοι στο συντονισμό είτε γιατί πραγματικά δεν θέλουν είτε γιατί διαφωνούμε σε κεντρικά πολιτικά ζητήματα είτε γιατί το βλέπουν μόνο ως μέτωπο. Ο συντονισμός των κομμουνιστικών δυνάμεων ανοίγει τον διάλογο και δίνει προτεραιότητα στην κοινή δράση με στόχο την κομμουνιστική ανασυγκρότηση και ανασύνθεση. Με στόχο συνδέσεις-συνθέσεις μέσα από διαδοχικές προσεγγίσεις απόψεων-πρακτικών όρων λειτουργίας που οδηγούν σε προγραμματική σύγκλιση. Αυτή η διαδικασία οφείλει να είναι καθορισμένη θεματολογικά-χρονικά. Κινήματα υπάρχουν και θα υπάρξουν, αντιστάσεις, εκρήξεις, ρήγματα θα δημιουργούνται, το κρίσιμο ερώτημα για το αν υπάρχει δύναμη ανατροπής, δεν μπορεί ούτε να παραπέμπεται διαρκώς στο χρόνο ούτε να εκχωρείται σε ακίνδυνα συστημικά μορφώματα και κόμματα.
Η κοινή λογική, ο προσδιορισμός της πράξης, ο περιορισμός της φλυαρίας και οι δυσκολίες κατάκτησής τους
Το δεύτερο βήμα είναι η κατάκτηση ή και αλλιώς η επανακατάκτηση της απλής κοινής λογικής. Ξεκινώντας από τα καθημερινά και απλά πράγματα, προνομιοποιώντας τη σκέψη σε σύγκρουση με την συνήθεια. Η ευκολία και η συνήθεια σε μορφές και πρακτικές πρέπει να δώσει άμεσα τη θέση της στη λογική μορφών, δράσεων, συμπεριφορών που μας φέρνουν κοντά στον κόσμο και αρχίζουν να ξαναφέρνουν την έννοια της αξιοπιστίας κοντά μας. Να μαλώσουμε με την αυτοαναφορικότητα της διαρκούς δικαίωσής μας, με την ιδιοκτησία της μίας και μοναδικής αλήθειας, με την εμφύλια αντιπαράθεση χωρίς αρχές και λόγο, με τον διαρκή ψυχοπαθολογικό ετεροκαθορισμό. Να δραπετεύσουμε από το «χωριό» της αριστεράς για να προσπαθήσουμε να διεισδύσουμε στις γειτονιές, στους χώρους δουλειάς και νεολαίας, όπου βρίσκεται το πραγματικό υποκείμενο. Με απεύθυνση και βλέμμα στα προβλήματα των βασικών λαϊκών μαζών που σε τελευταία ανάλυση είναι οι επικίνδυνες τάξεις και κατηγορίες. Με προσοχή στις μορφές, στη γλώσσα, στο χρόνο απεύθυνσης. Σύντομος, απλός, λαϊκός, κατανοητός τρόπος, όχι αντιγραφή της γλώσσας και του χρόνου των παρακμασμένων φοιτητικών αμφιθεάτρων. Με προσοχή και προτεραιότητα στην αντιπαράθεση με την απέναντι αστικοφιλελεύθερη και τη φασιστική δεξιά στον τρόπο σκέψης, ζωής, συμπεριφοράς καθώς και στην ιστορική αναθεώρηση. Είναι απαραίτητη μία ιδεολογική αντιπαράθεση εφ’ όλης της ύλης –ειδικά για τις νέες γενιές– απέναντι στη σύγχρονη αστική και φασιστική ιδεολογία.
Αυτό το βήμα προϋποθέτει υπομονή και επιμονή και διαρκή ρήξη με τις συνήθειες και τη βολή πολλών κληρονομημένων τρόπων, αντιλήψεων και μορφών από το μακρινό «ένδοξο» και μεταπολιτευτικό παρελθόν και από το πρόσφατο παρόν.
Ένα ακόμα βήμα θα είναι να δοθεί προτεραιότητα στην πράξη και δράση προς και για τις λαϊκές δυνάμεις. Περιορισμός της φλυαρίας κειμένων, ανθρώπων, εσωτερικών διαδικασιών. Ανάδειξη και πειραματισμός πρωτότυπων πρακτικών και συσπείρωσης κόσμου στις γειτονιές, στους χώρους δουλειάς, στους χώρους εκπαίδευσης που να μη «μυρίζουν» αριστερά. Για παράδειγμα, να περιφρουρήσουμε την έννοια της απεργίας από τον πληθωρισμό απεργιών χωρίς απεργούς. Να αποφύγουμε να κάνουμε απεργοσπάστες τους «ενδιάμεσους» (μεγάλη μάζα) εργαζόμενους και γραφικούς τους απεργούς-συνδικαλιστές-μυημένους. Να αποφεύγουμε τις συνεχείς συγκεντρώσεις-πορείες στους κεντρικούς γνωστούς δρόμους των κοσμηματοπωλείων και των υπερκαταστημάτων προνομιοποιώντας τους δρόμους των γειτονιών και τις συγκεντρώσεις των πλατειών. Η απόκτηση λαϊκής φλέβας έχει σαν προϋπόθεση την ύπαρξή μας στο λαϊκό σώμα άμεσα, ορατά, διαρκώς σαν κομμάτι αυτού του σώματος.
Όλα τα παραπάνω σηματοδοτούν ότι οι πρωτοβουλίες του συντονισμού οφείλουν να είναι συγκεκριμένες, στοχοπροσηλωμένες και να περιλαμβάνουν απόφαση – δέσμευση – καθήκον – σχέδιο ενοποιημένης δράσης.
Είναι προαπαιτούμενο η κοινή δράση με συγκέντρωση δύναμης και σύστημα στρατηγικών ιεραρχήσεων για να ενοποιηθούν οι δράσεις. Κοινή δράση με κοινά ενιαία σχήματα σε χώρους εργασίας, νεολαίας, γειτονιάς. Πανελλαδικό ενιαίο συντονιστικό που καθορίζει την πορεία δράσης, επιβλέπει την πανελλαδικότητα και τους όρους κοινής λειτουργίας για τη συζήτηση και τη δράση, σχεδιάζει πρωτοβουλίες και διεξάγει την συνθετική προγραμματική συζήτηση για τα χαρακτηριστικά του σύγχρονου καπιταλισμού και ιμπεριαλισμού και τα καθήκοντα της κομμουνιστικής αριστεράς.
Υπαρκτές αντιθέσεις και δυνατότητες
Σε αυτό το δυσμενή συσχετισμό δύναμης δεν είναι δύσκολο να αναγνωριστούν δυνατότητες που αντικειμενικά τροφοδοτούν αντισυστημικές εναλλακτικές και δίνουν ζωή και όραμα σε έντιμες προσπάθειες που θα επιχειρήσουν να καλύψουν τα κενά από τα αριστερά.
Η αντίθεση δεξιάς – αριστεράς είναι υπαρκτή ανταγωνιστική και σχηματοποιείται από τον «πόλεμο» μεταξύ δύο στρατοπέδων: του κόσμου της εργασίας και του κόσμου του κεφαλαίου, του κόσμου των φτωχών και του κόσμου των πλουσίων.Ο κόσμος της εργασίας κατακερματίζεται, ενώ χάνει κατακτήσεις δεκάδων χρόνων και συμπιέζεται διαρκώς. Ταυτόχρονα, μεγάλο τμήμα από το λεγόμενο κέντρο και θεμέλιο του οικονομικού και πολιτικού συστήματος (μικροαστικά και μεσαία στρώματα) συρρικνώνονται, φτωχοποιούνται και σπρώχνονται στα κατώτερα στρώματα και κατηγορίες, με συνέπεια ο κόσμος-πόλος της εργασίας να αυξάνεται ποσοτικά. Γινόμαστε μάρτυρες μιας ανάπτυξης χωρίς περιορισμό της ανεργίας, και μιας πρωτοφανέρωτης αύξησης της παραγωγικότητας χωρίς μείωση του εργάσιμου χρόνου. Οι σχέσεις εκμετάλλευσης και κυριαρχίας όχι μόνο συνεχίζονται αλλά και οξύνονται παραπέρα. Η ταξική πολιτική περιλαμβάνει πλέον το σύνολο της καθημερινής πολιτικής σε όλες τις γωνιές του πλανήτη. Ζούμε σε συνθήκες ταξικής πόλωσης, συνθήκες που αφαιρετικά περιγράφονταν στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο. Όσο κι αν η αντίθεση αριστεράς – δεξιάς απωθείται, όσο κι αν εκφράζεται ελλειμματικά και ορισμένες φορές παραπλανητικά και δυσφημιστικά (βλ. ΣΥΡΙΖΑ), όσο κι αν προσπαθιέται να σβηστεί από την πολιτική ορολογία και πραγματικότητα, αυτή η αντίθεση αποτελεί μια κεντρική ανειρήνευτη διαχωριστική γραμμή. Το έλλειμμα πολιτικής έκφρασης και εκπροσώπησης του ενός πόλου δεν μπορεί παρά να απασχολεί βασικά και σε ενεστώτα διαρκείας τις δυνάμεις της κομμουνιστικής αριστεράς. Αντίπαλο δέος και εναλλακτική αντισυστημική πρόταση δημιουργούν πραγματικούς όρους πολιτικής πόλωσης και ανατροπής.
Η αντίθεση στην ιμπεριαλιστική και νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση έχει εθνικό και διεθνικό χαρακτήρα και αποτελεί το έδαφος ανάπτυξης κινημάτων, κοινωνικών εκρήξεων, ρευμάτων «επιστροφής» στο παρελθόν, παγκόσμιων ανακατατάξεων και πολιτικών αναδιαρθρώσεων. Περιλαμβάνει τους χαμένους (λαούς, στρώματα, τάξεις) απέναντι στους ολοένα και λιγότερους κερδισμένους. Η συρρίκνωση της λαϊκής κυριαρχίας, της ανεξαρτησίας και της δημοκρατίας (της αστικής μεταπολεμικής) είναι κεντρικά ζητήματα που δημιουργούν οξυμένα πεδία αντιπαράθεσης. Η όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών, η αντιπαράθεση για την ηγεμονία σε γεωοικονομικό, γεωστρατηγικό και γεωπολιτικό επίπεδο, εκβιάζουν την επιστροφή της πολιτικής πάνω στα ζητήματα του σύγχρονου ιμπεριαλισμού.
Αν η μία πλευρά της ψυχολογίας ενός κόσμου της αριστεράς που βρίσκεται στη ζώνη εκτός ΣΥΡΙΖΑ και εκτός ΚΚΕ είναι η απόγνωση, η οδύνη και η παραίτηση, η άλλη πλευρά είναι η ύπαρξη κόσμου που αναζητάει, που δεν θέλει να τα παρατήσει, που αρνείται να διαλέξει τον ήπιο νεοφιλελευθερισμό (ΣΥΡΙΖΑ) από τον ακραίο (ΝΔ), που δεν έχασε τη μνήμη ούτε ξεχνά το πρόσφατο παρελθόν και αρνείται το απάγκιο και την ανακουφιστική ψευδαίσθηση της επιστροφής στο κόμμα (ΚΚΕ). Όπιο για την οδύνη και την απόγνωση και βολικό σχήμα, αλλά αποδεδειγμένα ακίνδυνο. Η ιστορία είναι ακόμα ζωντανή άσχετα με το αν η κληρονομιά του κομμουνιστικού κινήματος κατασπαταλήθηκε και δυσφημίστηκε από τα μέσα. Ας αντλήσουμε όμως από τα πολλά θετικά που έχει.
Τέλος, και μάλλον κεντρικότατο, στις αντικειμενικές δυνατότητες δεν μπορεί παρα να συνυπολογίσουμε τις νέες προβλέψεις για παγκόσμια ύφεση, την παρακμή και κρίση μέσα στην ΕΕ αλλά και τον ελληνικό κύκλο των άμεσων λαϊκών διεκδικήσεων πάνω στη δυνατότητα που δίνει το «τέλος των μνημονίων»
Και τώρα; Ενότητα, δράση, αυτοκαθορισμός
Συνεχίζουμε οργανωμένα, συγκροτημένα, πανελλαδικά. Δίνουμε προτεραιότητα στην ενιαία λειτουργία μέσω του κεντρικού συντονιστικού και των κατά τόπους συντονιστικών που θα έχουν την ευθύνη διεξαγωγής της συζήτησης και οργάνωσης της κοινής δράσης. Δίνουμε προτεραιότητα επίσης στις διαδικασίες διαλόγου και σύνθεσης, πάνω σε σύγχρονα θέματα και ερωτήματα που απαιτούν απαντήσεις για την προγραμματική σύγκλιση.
Η επόμενη μέρα δεν έχει σαν περιεχόμενο την εκλογική κάθοδο ούτε τις γνωστές διαδικασίες και αντιπαραθέσεις για εκλογική ενότητα. Απαιτεί μια συγκεκριμένη αντιπαράθεση που θα τροφοδοτήσει μια πλατιά προπαγάνδα-καμπάνια ενάντια στο διπολισμό με κεντρικό σύνθημα ΟΥΤΕ ΣΥΡΙΖΑ – ΟΥΤΕ ΝΔ – Όχι στα όμοια κόμματα της νεοφιλελεύθερης ΕΕ. Η επόμενη μέρα θέτει όρους και διαδικασίες συζήτησης για μια άλλη νέα αριστερά. Αναδεικνύει το κοινό σημείο ΚΚΕ και ΣΥΡΙΖΑ που είναι η άρνηση της δυνατότητας για κοινωνική ανατροπή και αλλαγή. Άρνηση δυνατότητας που αποδείχθηκε κυβερνητικά από τον ΣΥΡΙΖΑ, άρνηση δυνατότητας που αναδείχθηκε επί μια δεκαετία από το ΚΚΕ. Το τελευταίο ευλογούσε και φλυαρούσε περί λαϊκής εξουσίας αναμένοντάς την από τον ουρανό –αρνήθηκε σε όλη την διάρκεια της κρίσης να παρέμβει– και όχι σαν αποτέλεσμα της ταξικής πάλης πάνω στα συγκεκριμένα ώριμα λαϊκά αιτήματα που αναδείχθηκαν σε όλη τη δεκαετία. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι το ΚΚΕ μνημονεύεται από ΝΔ-ΠΑΣΟΚ και σία σαν «υπεύθυνο κόμμα» που έχει μια σεβαστή αλλά διαφορετική άποψη(!!!). Το ΚΚΕ για άλλη μια φορά κερδίζει επάξια το ρόλο του ακίνδυνου κόμματος. Η προηγούμενη ήταν το 1974-76 και στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης όταν συνυπόγραφε το εθνικό και κοινωνικό συμβόλαιο και βοήθησε στην ενσωμάτωση του λαϊκού και νεολαϊστικου ριζοσπαστισμού. Λαϊκή εξουσία και σοσιαλισμός είναι παρόντα στις διακηρύξεις και στα λόγια, απουσιάζουν όμως από την ημερήσια διάταξη δράσης. Ενσωματωμένος ο ΣΥΡΙΖΑ, ακίνδυνο το ΚΚΕ. Όσο δεν εμφανίζεται κάτι άλλο φρέσκο, αξιόπιστο, αντισυστημικό και χρήσιμο για την εργατική τάξη και τον λαό, τόσο ένας κόσμος της αριστεράς θα προσφεύγει στην οπιώδη ανακούφιση και στη χρήσιμη ψήφο.
Αναγνωρίζοντας όχι μόνο τις δυσκολίες του μοναχικού δρόμου, αλλά και τις δυνατότητες ότι υπάρχουμε πολλοί περισσότεροι που είναι δυνατόν να συνευρεθούμε στην προσπάθεια ανα-συγκρότησης της κομμουνιστικής αριστεράς, πρέπει να τολμήσουμε για ουσιαστικό κοινό βηματισμό με στόχο την ενότητα για να αλλάξουν τα πράγματα στην Ελλάδα. Χρόνο δεν έχουμε ούτε για άστοχες ενέργειες ούτε για πολυτελείς μοναξιές.
Στο υποθετικό ερώτημα που μπορεί να γινότανε, γιατί δεν δημιουργείται άμεσα μια ομόσπονδη οργανωτική ενότητα με πλατιά δημοκρατική λειτουργία, η αρνητική απάντηση μολονότι προιον προσεκτικής σκέψης, θα ήταν μάλλον δύσκολη.
Στέλεχος της ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ. Αρθρογραφεί στο antapocrisis.
Leave a Reply
Want to join the discussion?Feel free to contribute!