Μένουμε σπίτι, δεν πεθαίνουμε σπίτι

Η τραγική είδηση για το θάνατο της 40χρονης μητέρας τριών παιδιών που υπέκυψε στη νόσο, ειδικά αν επιβεβαιωθεί τελικά ότι ο ΕΟΔΥ της είχε συστήσει να μείνει σπίτι, θέτει μια σειρά από σκληρές ερωτήσεις:

Τι θα γινόταν αν οι οδηγίες δεν έλεγαν «μείνετε σπίτι» αλλά υπήρχαν μηχανισμοί και δομές αξιολόγησης πιθανών κρουσμάτων;

Τι θα γινόταν αν υπήρχαν δωρεάν διαγνωστικές εξετάσεις για covid-19 τουλάχιστον σε όλα τα ύποπτα εμπύρετα;

Τι θα γινόταν αν δεν υπήρχε ο φόβος ότι τα νοσοκομεία θα κλατάρουν από τη μαζική προσέλευση ασθενών;

Τι θα γινόταν αν η χρόνια υποχρηματοδότηση δεν οδηγούσε στην διάλυση των δομών πρωτοβάθμιας φροντίδας;

Tα …αν δεν γυρίζουν πίσω το χρόνο.

Βάζουν όμως το μαχαίρι στο κόκκαλο για μια σειρά από πολιτικές που πρέπει άμεσα να αλλάξουν.

Από την πρώτη ημέρα της λειτουργίας του τηλεφωνικού κέντρου του ΕΟΔΥ οι γιατροί των νοσοκομείων σημείωσαν το προβληματικό γεγονός να απαντούν υπάλληλοι που δεν έχουν ιατρικές γνώσεις, αλλά «καθοδηγούν» τηλεφωνικά τα ενδεχόμενα κρούσματα. Ήταν οι υπάλληλοι που αρνήθηκαν τις επανειλημμένες πιέσεις των γιατρών των νοσοκομείων Αμαλιάδας και Ρίου να σταλεί δείγμα του 66χρονου που τελικά ήταν ο πρώτος νεκρός της επιδημίας, είναι οι υπάλληλοι που φέρεται να σύστησαν στη γυναίκα να παραμείνει σπίτι της.

Προφανώς οι υπάλληλοι εφαρμόζουν πρωτόκολλο και οι απαντήσεις που δίνουν είναι με βάση τις οδηγίες που έχουν, πάντα οι ίδιες «Μείνετε σπίτι και αν τα συμπτώματα επιμείνουν, επικοινωνήστε με τον γιατρό σας».

Επίσης προφανώς η σύσταση γίνεται για να μην μπουκώσουν τα Νοσοκομεία και υπάρξει κοσμοσυρροή που θα εκτινάξει νοσούντες και θα τσακίσει το σύστημα.

Αν ο μηχανισμός πρώτης αναγνώρισης και διαχείρισης κρουσμάτων είναι αυτός, τότε ο μηχανισμός πάσχει, και πάσχει εμφανώς.

Και αν τελικά ισχύει ότι η σύσταση του ΕΟΔΥ στη 40χρονη όντως ήταν να μείνει σπίτι, πρόκειται για εγκληματικό λάθος. Γιατί το «μείνετε σπίτι», δεν μπορεί να μεταφράζεται στο «μείνετε σπίτι μέχρι να πεθάνετε».

Επιπλέον, η απρονοησία του ελληνικού κράτους να προμηθευτεί έγκαιρα υλικά και εξοπλισμό για δεκάδες ή και εκατοντάδες χιλιάδες διαγνωστικά τεστ, οδηγεί στον παραλογισμό ο μεν ΕΟΔΥ να συστήνει στους πολίτες να μην κάνουν το τεστ, έστω και αν έχουν συμπτώματα, τα δε ιδιωτικά κέντρα να θησαυρίζουν εξετάζοντας μια στρατιά πλούσιων και διάσημων οι οποίοι ανακοινώνουν περιχαρείς στα κοινωνικά δίκτυα ότι είναι φορείς του ιού.

Σε αντίθεση με την διεθνή πρακτική απέναντι στην πανδημία, αλλά και τις συστάσεις του Π.Ο.Υ., η Ελλάδα πολύ αργά αποδέχτηκε τη διενέργεια μαζικών τεστ στον γενικό πληθυσμό για να μπορέσει να αποκτήσει καλύτερη εικόνα του επιπολασμού του ιού στην κοινότητα. Σχετικές ανακοινώσεις υπήρξαν από τον ΕΟΔΥ μόλις στο τέλος της προηγούμενης εβδομάδας.

Γεγονός παραμένει ότι τόσο το «μείνετε σπίτι αν έχετε συμπτώματα» όσο και το «μην κάνετε το τεστ» προκλήθηκε από δύο αιτίες:

Πρώτον, την αδυναμία λόγω της τρομακτικής υποστελέχωσης του συστήματος υγείας να στηθεί μια πρώτη γραμμή υποδοχής συμπτωματικών ασθενών, με πλήρως προστατευμένους τους υποδοχείς γιατρούς και νοσηλευτές και σαφές πρωτόκολλο για παραπομπή ή όχι σε Νοσοκομείο.

Αυτή η τρομακτική υποστελέχωση, η απουσία πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας που να αποσυμπιέζει τα νοσοκομεία, η υποστελέχωση και ο συνωστισμός στα ίδια τα ΤΕΠ, οδηγεί σε άκριτες τηλεφωνικές συστάσεις «μένουμε σπίτι». Ειδικά όταν ο θεσμός του οικογενειακού γιατρού δεν υπάρχει, ή υπολειτουργεί, μπορεί να αποβαίνει μοιραία.

Μοιραία όμως είναι και η χαμηλή προστασία όχι τόσο των γιατρών και νοσηλευτών στις κλινικές με covid ασθενείς, όσο των γιατρών και νοσηλευτών σε ΤΕΠ και λοιπές κλινικές που έχει ως αποτέλεσμα να θέτει εκτός μάχης λόγω ίωσης κάποιες δεκάδες και λόγω καραντίνας κάποιες εκατοντάδες υγειονομικούς.

Δεύτερον, την ανεπάρκεια και την απρονοησία του ελληνικού κράτους γιατί δεν εξασφάλισε τη δυνατότητα στους πολίτες (ειδικά στις ευάλωτες ομάδες) να γνωρίζουν αν έχουν τον ιό και άρα να συμπεριφερθούν αναλόγως. Δηλαδή να έχει εξασφαλίσει τη δυνατότητα ασφαλούς διενέργειας δεκάδων χιλιάδων τεστ με ανάλογο μηχανισμό.

Όλα τα παραπάνω, ήθελαν άλλες προτεραιότητες. Προχθές, χθες, σήμερα.

Προχθές, όταν διαλύθηκαν τα δημόσια νοσοκομεία και το Εθνικό Σύστημα Υγείας γιατί αυτή ήταν η απαίτηση της τρόικας και των δανειστών.

Χθες, όταν ενόψει πανδημίας έπρεπε οι ρυθμοί, οι προϋπολογισμοί, οι προσλήψεις, οι προβλέψεις και οι προετοιμασίες να έχουν φτάσει στα μεγαλύτερα δυνατά επίπεδα συναγερμού.

Σήμερα, όταν λείπουν στοιχειώδη προστατευτικά μέσα (καθώς πλέον παρουσιάζεται έλλειψη στην παγκόσμια αγορά – αν δεν τα «κουρσεύει» δηλαδή η Γερμανία σύμφωνα με πληθώρα δημοσιευμάτων του Διεθνούς Τύπου) και παραμένει ευάλωτη η πρώτη γραμμή άμυνας του υγειονομικού συστήματος, ενώ προσωπικό, κλίνες ΜΕΘ και ο απαραίτητος εξοπλισμός αυξάνεται με ρυθμούς χελώνας.

Σε μια πανδημία θα έχουμε σίγουρα νεκρούς οι οποίοι, έστω και με την καλύτερη δυνατή προστασία, δεν θα μπορούσαν να επιβιώσουν. Αυτό από μόνο του είναι τραγικό. Γίνεται ακόμα τραγικότερο όταν χάνουμε ανθρώπους, που ίσως ζούσαν, αν το σύστημα υγείας δεν τσάκιζε κάτω από τις πολιτικές που το χτύπησαν ανελέητα.

1 reply

Leave a Reply

Want to join the discussion?
Feel free to contribute!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *