Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ: πολιορκητικός κριός του νεοφιλελευθερισμού
Το κείμενο που ακολουθεί ήταν η παρέμβαση του Π. Κουτσιανά στο αντιΕΕ Φόρουμ στη Ρώμη στις 13-14 Απριλίου 2019 με θέμα την κατάσταση στην Ελλάδα και την πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ.
Το 2019 είναι μια σημειακή χρονιά για την Ελλάδα. Βρισκόμαστε σήμερα περίπου δέκα χρόνια μετά την έναρξη της πιο βαθειάς και γενικευμένης κρίσης που έχει βιώσει η χώρα στη μέχρι τώρα ιστορία της, μιας κρίση που ξέρασε τις παθογένειες του ελληνικού καπιταλισμού, που διέλυσε τη χώρα και τις παραγωγικές της δυνατότητες, που την έριξε στο ζυγό του χρέους και στο έλεος των δανειστών, που καταδίκασε τις μελλοντικές γενιές στη μετανάστευση και την ανεργία. Όσο και αν τα διεθνή ΜΜΕ πανηγυρίζουν την έξοδο της Ελλάδας από τα μνημόνια, την επιστροφή της στις αγορές, την οικονομική ανάκαμψη και την υποτιθέμενη μείωση της ανεργίας, η πραγματικότητα συνεχίζει να είναι δύσκολη και διέξοδος δεν φαίνεται ουσιαστικά να υπάρχει. Η χώρα θα βρίσκεται υπό οικονομική επιτήρηση, υποχρέωση πρωτογενών πλεονασμάτων και, άρα, καθεστώς αυστηρής λιτότητα τουλάχιστον μέχρι το 2060. Σήμερα λοιπόν, βρισκόμαστε εν τω μέσω μια παρατεταμένης προεκλογικής περιόδου και μιας χρονιάς τριπλών εκλογών (τοπικών-περιφερειακών και ευρωεκλογών την άνοιξη και εθνικών εκλογών το φθινόπωρο) που, όπως όλα δείχνουν, θα εδραιώσουν ένα σύστημα ανανεωμένου διπολισμού με δύο βασικούς πρωταγωνιστικούς πόλους, τη Νέα Δημοκρατία και τον ΣΥΡΙΖΑ. Το βασικό χαρακτηριστικό αυτής της παρατεταμένης προεκλογικής περιόδου είναι η απουσία ουσιαστικής πολιτικής αντιπαράθεσης. Δεν υπάρχουν σχέδια που αναμετρώνται, δεν υπάρχουν απόψεις που κονταροχτυπιούνται, η πολιτική κουβέντα αναλώνεται σε δευτερεύοντα, ανούσια ζητήματα και σε μάχες χωρίς περιεχόμενο. Ο ΣΥΡΙΖΑ και η ΝΔ συνυπόγραψαν ουσιαστικά τα μνημόνια των τελευταίων οκτώ χρόνων, συμφωνούν κατ’ αρχήν στο προς τα που πρέπει να πάει το καράβι, υπόσχονται να τηρήσουν τις «μεταμνημονιακές» δεσμεύσεις της χώρας, υπηρετούν την ίδια ακριβώς πολιτική, αυτήν της ΕΕ, των αγορών και των δανειστών: ψηλά πρωτογενή πλεονάσματα με στόχο την αποπληρωμή του χρέους, περαιτέρω μείωση των δημοσίων δαπανών, αύξηση της φορολογίας στα μεσαία και χαμηλά στρώματα, ιδιωτικοποιήσεις και προσέλκυση ξένων επενδύσεων με φοροελαφρύνσεις στο επιχειρηματικό κεφάλαιο. Όσο και αν οι δύο κυρίαρχοι αντίπαλοι προσπαθούν να πείσουν το λαό ότι υπάρχουν αγεφύρωτες διαφορές μεταξύ τους, όσο και αν προσπαθούν να στήσουν ένα σκηνικό πολιτικής πόλωσης και μίσους, τόσο αποδεικνύουν πόσο ίδιοι είναι.
Με την υπογραφή του τρίτου μνημονίου ο ΣΥΡΙΖΑ ουσιαστικά αποδέχτηκε την κυριαρχία της ΕΕ και στήριξε την πολιτική που επιβλήθηκε στην Ελλάδα από το 2010 και μετά στο σύνολο της, μια καθόλα ταξική πολική που όχι μόνο μετακύλησε τα βάρη της κρίσης στην εργατική τάξη και τα εργαζόμενα στρώματα αλλά συνέβαλε στο να γείρει ο ταξικός συσχετισμός ακόμα περισσότερο υπέρ του κεφαλαίου. Η πολιτική που εφαρμόστηκε στην Ελλάδα δεν αποτελεί «εξαίρεση». Είναι το νέο σχέδιο της νεοφιλελεύθερης ΕΕ και αφορά τις εργατικές τάξεις στο σύνολο των κρατών μελών. Υπό αυτήν την έννοια η Ελλάδα αποτέλεσε όντως ένα πείραμα σε ευρωπαϊκό επίπεδο και η πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ συνέβαλε στην επιτυχία του. Από την μία, το μνημόνιο στην Ελλάδα δημιούργησε γενιές εργαζομένων, έτοιμων να εργαστούν χωρίς δικαιώματα και για ελάχιστα χρήματα, ικανοποιημένων και μόνο από το γεγονός ότι εργάζονται μπροστά στην απειλή της παρατεταμένης, μακροχρόνιας ανεργίας. Ο μπαμπούλας της ανεργίας αποτέλεσε και αποτελεί το μαστίγιο στα χέρια του κεφαλαίου για να επιβάλει τις χειρότερες συνθήκες εργασίας, ενώ ταυτόχρονα διαμορφώνει τις συνειδήσεις της εργατικής τάξης, τώρα και για το μέλλον. Από την άλλη, η πολιτική των υποχρεωτικών πρωτογενών πλεονασμάτων για την αποπληρωμή του χρέους αποτέλεσε το μέσο εδραίωσης ενός σκληρού νεοφιλελεύθερου καθεστώτος που περνάει μέσα από την μονιμοποίηση της λιτότητας και της επιτήρησης και τη λογική της άμεσης συρρίκνωσης του κράτους.
Από το 2015 και έπειτα, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, είναι η πρωταθλήτρια των ιδιωτικοποιήσεων με συνολικά 27 ιδιωτικοποιήσεις σημαντικής αξίας, τη στιγμή που όλες οι προηγούμενες μνημονιακές κυβερνήσεις μαζί, από το 2010 έως το 2015, είχαν καταφέρει περίπου 14 ιδιωτικοποιήσεις μικρής σχετικά αξίας. Με την υπογραφή του τρίτου μνημονίου η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ περνά στην ίδρυση ενός υπερταμείου με ορίζοντα ζωής 99 ετών, το οποίο στην ουσία αποτελεί το μεγαλύτερο πρόγραμμα μαζικών ιδιωτικοποιήσεων που έχει εφαρμοστεί μέχρι σήμερα. Στόχος του είναι κατά βάσιν η αποπληρωμή του δανείου του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας και η στήριξη των τραπεζών. Από τα συνολικά προβλεπόμενα έσοδα του ταμείου ύψους 50 δις με ορίζοντα 30ετίας, το 50% προορίζεται για εγγυήσεις τραπεζών, ενώ 25% προορίζεται για την αποπληρωμή του χρέους. Λιμάνια, περιφερειακά αεροδρόμια, τρένα, τραπεζικές μετοχές, ΔΕΚΟ, ακίνητη περιουσία του δημοσίου άνω των 70.000 ακινήτων, συμπεριλαμβανομένων αρχαιολογικών χώρων και μουσείων, όλα περνούν υπό τον έλεγχο του υπερταμείου και ξεπουλιούνται στο βωμό του χρέους. Τον έλεγχο των ιδιωτικοποιήσεων αναλαμβάνει ένα εποπτικό συμβούλιο, τα μέλη του οποίου ορίζονται ουσιαστικά από τους πιστωτές, ενώ το ταμείο λειτουργεί απόλυτα ανεξάρτητα από το κράτος. Ήδη μέχρι σήμερα έχουν πουληθεί τα λιμάνια της Θεσσαλονίκης και του Πειραιά σε κινεζικά συμφέροντα, η πλειοψηφία των περιφερειακών αεροδρομίων στη γερμανική Fraport, η Τραινοσέ και φυσικά η έκταση του παλαιού αεροδρομίου της Αθήνας στο Ελληνικό, που αποτελεί και τη μεγαλύτερη ιδιωτικοποίηση δημόσιας περιουσίας έως σήμερα. Το 2019 προβλέπονται έσοδα 1 δις, με την ολοκλήρωση της πώλησης του νερού σε Θεσσαλονίκη και Αθήνα, της ΔΕΣΦΑ, των Ελληνικών Πετρελαίων, της ΔΕΗ, των περιφερειακών λιμανιών, του αεροδρομίου της Αθήνας και της Εγνατίας οδού.
Την περίοδο διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ συνεχίστηκε και εντάθηκε η πολιτική μείωσης των δημοσίων δαπανών, μέσω της υποχρηματοδότησης του δημοσίου και της μετακύλησης των δαπανών στους ιδιώτες. Στην υγεία η δημόσια χρηματοδότηση μειώθηκε στο 8,08% του ΑΕΠ για το 2017, την ώρα που η ήδη μειωμένη δαπάνη του πρώτου μνημονίου το 2011 ανέρχονταν σε 9,56% του ΑΕΠ. Το 2017 η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ διέθεσε μόλις 3,98 δις για την υγεία ενώ η επιβάρυνση του πολίτη, τόσο σε ασφαλιστικές εισφορές όσο και σε ιδιωτικές δαπάνες αυξήθηκε κατά 1,2% σε σχέση με το 2016 και ανήλθε σε 5,05 δις. Παρόμοια εικόνα παρουσιάζει και η δημόσια παιδεία. Την περίοδο του μνημονίου και έως το 2015 η δαπάνη για την δημόσια παιδεία μειώθηκε από 3,2% σε 2,8% του ΑΕΠ, ενώ ο συνολικός προϋπολογισμός του υπουργείου παιδείας μειώθηκε την περίοδο αυτή κατά 34% περίπου. Την ίδια περίοδο οι δημόσιες σχολικές μονάδες μειώθηκαν κατά 13%, με τους μαθητές να βιώνουν τα άμεσα αποτελέσματα των συγχωνεύσεων και της κατάργησης σχολικών μονάδων. Επί διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ και σύμφωνα με έρευνα της ΓΣΕΕ του 2016, το 21% των μαθητών ηλικίας 15 ετών φοιτούσε σε σχολεία με ελλιπή θέρμανση και φωτισμό ενώ το 34,8% σε σχολεία με ελλείψεις και κτηριακές ανεπάρκειες σε βαθμό που να παρεμποδίζεται η φοίτηση. Ο προϋπολογισμός του 2017 αύξησε τις δημόσιες δαπάνες για την παιδεία κατά 0,5% δηλαδή – ποσοστό πενιχρό αν σκεφτεί κανείς τις υπάρχουσες ανάγκες – ενώ το 2018 οι δαπάνες ανήλθαν στο αστρονομικό 2,88% του ΑΕΠ! Ο ευρύτερος δημόσιος τομέας παραμένει υποστελεχωμένος λόγω της μαζικής φυγής δημοσίων υπαλλήλων (πάνω από 400.000 έχουν αποχωρήσει τα τελευταία οκτώ χρόνια) και της διάλυσης υπηρεσιών. Σήμερα ο δημόσιος τομέας δεν καταμετρά περισσότερους από 560.000 δημοσίους υπαλλήλους, παρά τον μύθο του υπέρογκου ελληνικού δημόσιου, ενώ πληθώρα θέσεων να παραμένουν ακάλυπτες εξ’ αιτίας της πολιτικής μηδενικών προσλήψεων (το προσωπικό έχει πάνω από μια δεκαετία να ανανεωθεί καθώς λαμβάνουν χώρα λιγότερες από 1000 προσλήψεις συνολικά το χρόνο). Τα αποτελέσματα της πολιτικής αυτής τα ζήσαμε εντονότατα το περσινό καλοκαίρι, όταν η αδυναμία της πολιτικής προστασίας να οργανωθεί απέναντι στις εποχικές πυρκαγιές στοίχισε τη ζωή σε 100 συμπολίτες μας στο Μάτι, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ να επέρριπτε τις ευθύνες στον στρατηγό άνεμο και στα ακραία καιρικά φαινόμενα.
Λίγους μήνες πριν ο ΣΥΡΙΖΑ παρουσίαζε τον εαυτό του ως σωτήρα των συντάξεων. Πριν από δύο χρόνια, βέβαια, και υπό την πίεση των δανειστών για ακόμα μεγαλύτερα πλεονάσματα, ο ΣΥΡΙΖΑ με τον γνωστό ως νόμο Κατρούγκαλου προχωρούσε σε μια θεμελιώδη αναδιάρθρωση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, βασισμένη στις περικοπές, στην αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης και στις συγχωνεύσεις ασφαλιστικών ταμείων. Το νέο σύστημα που δημιουργήθηκε ενσωματώνει ουσιαστικά όλες τις νομοθεσίες που έχουν περάσει την περίοδο του μνημονίου, θεσμοθετώντας έτσι ένα ληστρικό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, εντός του οποίου και σε βάθος χρόνου οι εργαζόμενοι και οι συνταξιούχοι θα πληρώνουν πολλά περισσότερα σε εισφορές από αυτά που θα γυρίζουν σε αυτούς ως σύνταξη. Είναι χαρακτηριστικό ότι με το νόμο Κατρούγκαλου η ανταποδοτικότητα του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης πέφτει στο 89% μόλις. Ο νόμος προβλέπει μειώσεις στις νέες κύριες συντάξεις έως και 30%, μειώσεις στις επικουρικές συντάξεις και τις συντάξεις χηρείας και αναπηρίας και περικοπές στα εφάπαξ και τις νόμιμες αυξήσεις. Ταυτόχρονα προβλέπει αύξηση των εισφορών και σταδιακή κατάργηση του ΕΚΑΣ μέχρι το 2020. Με τον νέο νόμο θεσπίζεται εθνική, κρατικά εγγυημένη σύνταξη στα 384 ευρώ για 20ετία και 345 ευρώ για 15ετία – στο όριο δηλαδή της φτώχειας, η σύνταξη υπολογίζεται με βάση το σύνολο των μισθών του εργάσιμου βίου και όχι των τελευταίων ετών που είναι συνήθως και οι υψηλότεροι, και τα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης αυξάνονται στα 62 έτη για 20ετία και τα 67 για 15ετία. Την τελευταία 7ετία το ελληνικό ασφαλιστικό επένδυσε στα εθνικά πλεονάσματα περίπου 62 δις ευρώ, με την κυβέρνηση να υπολογίζει τα άμεσα κέρδη από τον νόμο Κατρούγκαλου για την τριετία 2016-2019 στα 8 δις ευρώ και στα 20 δις ευρώ για τα μέτρα που θα θεσπιστούν από το 2019 και έπειτα. Δεν είναι τυχαίο πως οι δανειστές σήμερα δηλώνουν πως το ασφαλιστικό δεν αποτελεί πλέον δημοσιονομικό βάρος. Την ίδια στιγμή βέβαια 1 στους 10 συνταξιούχους ζει στο όριο της φτώχειας ενώ 1,5 εκατ. ζουν με ετήσιο εισόδημα περίπου 4500 ευρώ.
Η πολιτική των πρωτογενών πλεονασμάτων δεν θα μπορούσε να στηριχθεί χωρίς μια γενναία αύξηση των έμμεσων και άμεσων φόρων, αύξηση που τσάκισε τη μεσαία τάξη και τα χαμηλά κοινωνικά στρώματα, την εκλογική βάση ουσιαστικά του ΣΥΡΙΖΑ. Ο ανώτατος οριακός συντελεστής του φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων ανέβηκε από 40% το 2009 σε 55% το 2017, με το φόρο ακίνητης περιουσίας να αυξάνεται κατά 4% την ίδια περίοδο. Ταυτόχρονα μειώθηκε σημαντικά το αφορολόγητο. Ο ΦΠΑ ανήλθε στο το 2016 24% από 19%, πέφτοντας κυρίως στις πλάτες των μεσαίων και χαμηλότερων στρωμάτων που είδαν τις τιμές των προϊόντων να αυξάνονται. Εδώ θα πρέπει να συμπεριληφθεί και η αύξηση του ΦΠΑ στα είδη πρώτης ανάγκης στο 24% αλλά και στα οινοπνευματώδη, στα τσιγάρα και τον καφέ. Το 2017 αυξήθηκαν εκ νέου οι φόροι στα καύσιμα και το πετρέλαιο θέρμανσης, το 2018 καταργήθηκε η έκπτωση λόγω ιατρικών δαπανών που αφορά πολίτες με προβλήματα υγείας, αυξήθηκαν οι εισφορές για ελεύθερους επαγγελματίες και επιτηδευματίες και μειώθηκαν οι δικαιούχοι του επιδόματος θέρμανσης. Ειδικά την περίοδο 2015-2017, η Ελλάδα υπήρξε πρώτη ανάμεσα στις χώρες του ΟΟΣΑ σε αυξήσεις φόρων, από 35,7% σε 39,4% του ΑΕΠ. Ταυτόχρονα σύμφωνα με στοιχεία της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας, οι πραγματικοί μισθοί μειώθηκαν το 2017 κατά 3,5% ενώ η πτώση της ανεργίας που διαφημίζει η κυβέρνηση βασίζεται κατά ένα μεγάλο ποσοστό σε θέσεις εποχιακές, κυρίως με βάση τον τουρισμό.
Η εποχή που ο ΣΥΡΙΖΑ δήλωνε ότι θα σκίσει τα μνημόνια και θα αλλάξει την Ευρώπη έχει περάσει ανεπιστρεπτί. Ο ΣΥΡΙΖΑ όχι μόνο ακολούθησε την ίδια πολιτική με τους προκατόχους του, τη Νέα Δημοκρατία, το ΠΑΣΟΚ και τους διάφορους συμμάχους τους, αλλά δικαίωσε ουσιαστικά όσους υποστήριζαν ότι δεν υπάρχει εναλλακτική, δεν μπορεί να υπάρξει ένα άλλο σχέδιο, δεν μπορεί να χαραχθεί ένας άλλος δρόμος. Ο ΣΥΡΙΖΑ πρόδωσε τον λαό και την ξεκάθαρη θέληση του, ξεπούλησε τους λαϊκούς αγώνες και το μεγαλόπρεπο λαϊκό ΟΧΙ του δημοψηφίσματος, έκαμψε το αγωνιστικό φρόνημα μιας κοινωνίας που από την πρώτη στιγμή βρέθηκε στο δρόμο ενάντια στην σκληρή πολιτική των μνημονίων, διέλυσε την ελπίδα για μια μεγάλη πολιτική αλλαγή. Και αυτό ίσως ήταν το μεγαλύτερο έγκλημα της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, το ότι κατάφερε να ισοπεδώσει το εμπόδιο που σκόνταφταν οι προηγούμενοι, την λαϊκή αντίσταση, να εμπεδώσει στο λαό τη λογική της ήττας και της έλλειψης εναλλακτικής. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Τσίπρας έγινε το αγαπημένο παιδί της Μέρκελ και του Μακρόν. Σήμερα η αριστερά βιώνει την μεγαλύτερη κρίσης απονομιμοποίησης των τελευταίων 30 χρόνων και αυτή η κρίση απονομιμοποίησης μας αφορά αρχικά όλους. Θεωρητικοί διαχωρισμοί τύπου «ριζοσπαστική αριστερά», «αντικαπιταλιστική αριστερά» «κομμουνιστική αριστερά» λίγα πράγματα λένε στο λαό και το επιχείρημα «δεν είμαστε όλοι ίδιοι» σήμερα δεν περνάει. Στα μάτια της κοινωνίας η αριστερά είναι μία, δοκιμάστηκε, ηττήθηκε, πρόδωσε και είναι άρα ίδια με τη δεξιά. Η αριστερά έχει χάσει το ιστορικό και αδιαπραγμάτευτο ηθικό πλεονέκτημά της και αυτό θα πάρει πολλές δεκαετίες να αποκατασταθεί, εάν καταφέρει να αποκατασταθεί ποτέ.
Η ήττα του ΣΥΡΙΖΑ δεν αφορά μόνο την πρόσδεσή του ιδεολογικά, πολιτικά και ταξικά στο νεοφιλελεύθερο στρατόπεδο. Η κυβέρνηση Τσίπρα δεν είναι το αγαπημένο παιδί μονάχα της Ευρώπης. Είναι η πιο αμερικανόφιλη κυβέρνηση μετά την Χούντα του ’67-’74, δεκανίκι του αμερικανικού ιμπεριαλισμού στην ανατολική μεσόγειο και τη βαλκανική χερσόνησο. Η στροφή αυτή του ΣΥΡΙΖΑ φυσικά δεν έρχεται από το πουθενά, σχετίζεται δε με την συνολικότερη πρόσδεση του στο αστικό στρατόπεδο, το οποίο στην Ελλάδα υπήρξε ιστορικά συνδεδεμένο με τον ευρωατλαντισμό ως ιδεολογία και επιλογή. Η επιθυμία του ελληνικού αστικού μπλοκ στο σήμερα είναι να αναβαθμίσει τον περιφερειακό του ρόλο στην περιοχή – εκμεταλλευόμενο και τις προβληματικές σχέσεις ανάμεσα ΗΠΑ και Τουρκία – και να αναδειχθεί σε πρωταγωνιστική δύναμη στα Βαλκάνια και την ΝΑ Μεσόγειο. Η «επίλυση» εξπρές του Μακεδονικού ζητήματος, κατ’ εντολή των ΗΠΑ και με στόχο την επέλαση του ΝΑΤΟ στα Βαλκάνια, δεν είναι τυχαία. Επιπλέον, η κυβέρνηση υπόσχεται στους Αμερικανούς νέες βάσεις σε νησιά και ενδοχώρα – φιλοδοξώντας να παίξει τον σταθερό παράγοντα απέναντι στην αστάθεια της πολιτικής του Ερντογάν – και με πρόσχημα τον τουρκικό κίνδυνο συμμαχεί με το Ισραήλ, την χώρα-δολοφόνο και τοποτηρητή του αμερικανικού παράγοντα στη μέση ανατολή,. Συμμετέχει σε αντιρωσικές ασκήσεις του ΝΑΤΟ στη Συρία, αγοράζει οπλικά συστήματα από τις ΗΠΑ και παρακαλάει για αμερικανικές επενδύσεις. Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ ξεπουλά ουσιαστικά τους αντιιμπεριαλιστικούς αγώνες δεκαετιών της αριστεράς, την αντιιμπεριαλιστική φύση του λαϊκού κινήματος στην Ελλάδα, παίρνοντας ξεκάθαρη θέση στο γεωπολιτικό παιχνίδι και στηρίζοντας άνευ όρων το ΝΑΤΟ και τους σχεδιασμούς των ΗΠΑ στην ευρύτερη περιοχή αλλά και διεθνώς.
Για να είμαστε ξεκάθαροι, η ήττα του ΣΥΡΙΖΑ δεν ξεκινά με την υπογραφή του τρίτου μνημονίου. Ξεκινά ήδη το 2012, με την άρνηση του να εκφράσει ξεκάθαρη θέση ρήξης απέναντι στην ΕΕ και το ευρώ και συγκεκριμένο και συνολικό πολιτικό σχέδιο διεξόδου πέρα από γενικόλογα συνθήματα, ευκολίες και ευχολογίες. Με την ανικανότητά του να οργανώσει ουσιαστικά τον λαό στη βάση του. Με τις διφορούμενες θέσεις του που άφηναν περιθώριο ερμηνείας, ανάλογα με το ακροατήριο στο οποίο απευθυνόταν. Αν όχι προδιαγεγραμμένη, η ήττα του ΣΥΡΙΖΑ υπήρξε τουλάχιστον διαφαινόμενη. Για να είμαστε, όμως, και πάλι ξεκάθαροι, για την ήττα της Αριστεράς ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι ο μόνος υπεύθυνος. Από τη μία το κομμουνιστικό κόμμα βυθίστηκε σε μια λογική ήττας και συντήρησης δυνάμεων, χαλαρής καταγγελίας χωρίς όμως να γίνεται ουσιαστικά επικίνδυνο. Το ΚΚΕ απουσίασε από τα μαζικά κινήματα, συχνά καταγγέλλοντάς τα. Σε ολόκληρη την περίοδο της κρίσης το ΚΚΕ έβαλε μπροστά το κόμμα και όχι το κίνημα, θέτοντας την επιβίωση ως αυτοσκοπό και την επιβεβαίωση ως επιτυχία. Από την άλλη η εξωκοινοβουλευτική αριστερά όλων των αποχρώσεων, πολυδιασπασμένη, σεχταριστική και ηττοπαθής δεν μπόρεσε να ξεπεράσει τον εαυτό της, βούλιαξε στις αδυναμίες και τα προβλήματά της, έχασε τη λογική σε ορισμένες περιπτώσεις. Η αριστερά στο σύνολο της υποτίμησε και υποτιμά τον λαϊκό παράγοντα, γύρισε την πλάτη στον λαό, κλείστηκε στον μικρόκοσμο της δήθεν επαναστατικής της πρωτοπορίας χάνοντας εντελώς το πεδίο της πραγματικής πολιτικής πάλης. Βούλιαξε στο συστημισμό της ακόμα και αν δεν υπηρέτησε άμεσα το σύστημα. Στην Ελλάδα υπήρξε μια ευκαιρία, η ίδια η κρίση ήταν μια ευκαιρία για την ανασυγκρότηση της επαναστατικής αριστεράς και του λαϊκού κινήματος, για την συγκέντρωση και τη συγκρότηση πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων γύρω από ένα άλλο σχέδιο, για την αμφισβήτηση του καπιταλισμού, του νεοφιλελευθερισμού και του ιμπεριαλισμού στην πράξη. Αυτό που είδαμε τελικά ήταν το χειρότερο δυνατό σενάριο, τόσο για την εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα όσο και για την οργανωμένη αριστερά. Το σημερινό τοπίο είναι ένα τοπίο διάλυσης, απογοήτευσης και ιδιώτευσης, απουσίας πολιτικής πρότασης, πλήρους κυριαρχίας του νεοφιλελεύθερου καπιταλιστικού σχεδίου, ρεβανσισμού της αστικής τάξης και του ιμπεριαλισμού. Το ερώτημα του πως συνεχίζουμε είναι βασανιστικό και δύσκολο, απαραίτητο όμως στο σήμερα. Γιατί υπάρχει μια κοινωνική πλειοψηφία που δεν συμφωνεί με τον δρόμο που έχουν πάρει τα πράγματα, δεν ξέρει όμως τι να κάνει και δεν πιστεύει ότι μπορεί να αλλάξει κάτι. Μια μάζα που βρίσκεται στην αναμονή, που σήμερα αναθέτει και περιμένει αλλά που αύριο θα μπορούσε να αποτελέσει μαγιά για το νέο. Όσο δε η συνολικότερη κρίση του καπιταλισμού δεν οδηγείται στο τέλος της και το σύστημα δεν ισορροπεί, τόσο θα θέτονται μοιραία ερωτήματα και θα αναδύεται αμφισβήτηση. Εδώ πρέπει να μπει και ένα ακόμα στοιχείο: δεν έχουμε πλέον χρόνο. Όσο η αριστερά δεν ανασυγκροτείται και δεν βγαίνει στο προσκήνιο, τόσο θα κερδίζουν δυνάμεις δήθεν αντισυστημικές, δήθεν ενάντια των ελίτ, που υπηρετούν όμως βαθιά το σύστημα, αναπαράγοντας τις βασικές σχέσεις εκμετάλλευσης. Οι δυνάμεις αυτές αποτελούν το βασικό μέσο του συστήματος για τη χαλιναγώγηση της λαϊκής αγανάκτησης και τη διοχέτευσή της σε συστημικά κανάλια, σιγουρεύοντας ότι οι λαϊκές δυνάμεις δε θα γίνουν ποτέ επικίνδυνες για το σύστημα. Αυτό αφορά και την άνοδο της ακροδεξιάς παγκόσμια αλλά και την άνοδο μια σειράς νεοπροοδευτικών δυνάμεων που υπόσχονται πως ένας άλλος καπιταλισμός είναι εφικτός.
Η κρίση της αριστεράς αγγίζει και την ευρωπαϊκή αριστερά στο σύνολό της: ευρωπαϊσμός και συστημισμός, λογική της ήττας, δικαιωματισμός, απουσία ιδεολογικής και πολιτικής συγκρότησης και σχεδίου. Σήμερα, με τον λάθος νοούμενο διεθνισμό της, η αριστερά γίνεται στήριγμα του ευρωπαϊκού κεφαλαίου και της ΕΕ: από τη μία ένα μέρος της την υπερασπίζεται άνευ όρων και κριτικής, ενώ ένα άλλο βουλιάζει στην αυταπάτη ότι μπορεί δήθεν να υπάρξει μια άλλη ΕΕ εντός των υπαρχουσών δομών ολοκλήρωσης. Πρέπει να σπάσουμε αυγά με όλες τις λανθασμένες λογικές που ταλανίζουν την αριστερά, υπερασπιζόμενοι την ανάγκη για επιστροφή της αριστεράς στην ταξική πολιτική ως απάντηση στην ταξική φύση του νεοφιλελεύθερου σχεδίου. Η ελληνική εμπειρία μας έδειξε ότι δεν μπορεί να υπάρξει μια ανατρεπτική αριστερά στο σήμερα που να μην βάλει σε πρώτο πλάνο την πάλη για τη διάλυση του ευρωσυστήματος και της ΕΕ, για την ανάκτηση της λαϊκής κυριαρχίας και της ανεξαρτησίας ενάντια στο καθεστώς της επιβολής και της επιτήρησης. Να στήσουμε κοινά μέτωπα ενάντια στην επιβολή ενός πανευρωπαϊκού σχεδίου παρατεταμένης λιτότητας. Να χαράξουμε τον δικό μας δρόμο, κόντρα τόσο στα εθνικιστικά όσο και στα κοσμοπολιτικά σχέδια των δύο πόλων της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης.
Ζει και εργάζεται στη Θεσσαλονίκη. Μέλος της ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ αρθρογραφεί για το antapocrisis.
Leave a Reply
Want to join the discussion?Feel free to contribute!