Καπιταλισμός και Ψυχική Υγεία

Μια κρίση ψυχικής υγείας σαρώνει τον πλανήτη. Πρόσφατες εκτιμήσεις του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας δείχνουν ότι περισσότεροι από τριακόσια εκατομμύρια άνθρωποι υποφέρουν από κατάθλιψη παγκοσμίως. Επιπλέον, είκοσι τρία εκατομμύρια λένε ότι εμφανίζουν συμπτώματα σχιζοφρένειας, ενώ περίπου οκτακόσιες χιλιάδες άτομα αυτοκτονούν κάθε χρόνο.1 Στα μονοπωλιακά καπιταλιστικά έθνη, οι διαταραχές ψυχικής υγείας είναι η κύρια αιτία μείωσης του προσδόκιμου ζωής αμέσως μετά τις καρδιαγγειακές παθήσεις και τον καρκίνο.2 Στην Ευρωπαϊκή Ένωση, το 27% του ενήλικου πληθυσμού ηλικίας μεταξύ δεκαοκτώ και εξήντα έχουν αντιμετωπίσει επιπλοκές ψυχικής υγείας.3 Επιπλέον, στην Αγγλία, η κακή ψυχική υγεία σταδιακά επιδεινώθηκε μέσα στις δύο τελευταίες δεκαετίες. Η πιο πρόσφατη Έρευνα Ψυχιατρικής Νοσηρότητας Ενηλίκων της Εθνικής Υπηρεσίας Υγείας (National Health Service Adult Psychiatric Morbidity Survey) δείχνει ότι το 2014, το 17,5% του πληθυσμού άνω των δεκαέξι ετών έπασχε από διάφορες μορφές κατάθλιψης ή άγχους, έναντι 14,1% το 1993. Επιπλέον, ο αριθμός των ατόμων των οποίων οι δυσκολίες ήταν αρκετά σοβαρές για να δικαιολογείται παρέμβαση αυξήθηκε από 6,9% σε 9,3%.4

Στην καπιταλιστική κοινωνία, οι βιολογικές εξηγήσεις κυριαρχούν στην κατανόηση της ψυχικής υγείας, εμποτίζοντας τόσο την επαγγελματική πρακτική όσο και την ευαισθητοποίηση του κοινού. Εμβληματική είναι η θεωρία των χημικών ανισορροπιών στον εγκέφαλο – εστιάζοντας στη λειτουργία νευροδιαβιβαστών όπως η σεροτονίνη και η ντοπαμίνη – η οποία έχει κυριαρχήσει στη λαϊκή και την ακαδημαϊκή συνείδηση, ​​παρά το γεγονός ότι παραμένει σε μεγάλο βαθμό αστήρικτη.5 Επιπλέον, εκφράζοντας τη δημοτικότητα του γενετικού αναγωγισμού μέσα στις βιολογικές επιστήμες, έγινε μια προσπάθεια να εντοπιστούν οι γενετικές ανωμαλίες ως άλλη αιτία διαταραχών ψυχικής υγείας.6 Ωστόσο, οι εξηγήσεις που βασίζονται στο γονιδίωμα έχουν επίσης αποτύχει να δημιουργήσουν πειστικές αποδείξεις.7 Ενώ προσφέρουν δυνητικά διαφωτιστικές ιδέες για την κακή ψυχική ευημερία σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, οι βιολογικές ερμηνείες δεν είναι καθόλου επαρκείς από μόνες τους. Αυτό που είναι απόλυτα σαφές είναι η ύπαρξη σημαντικών κοινωνικών προτύπων που εξηγούν την αδυναμία υποβάθμισης της κακής ψυχικής υγείας σε βιολογικό ντετερμινισμό.8

Η στενή σχέση μεταξύ ψυχικής υγείας και κοινωνικών συνθηκών αποκρύπτεται σε μεγάλο βαθμό, με τις κοινωνικές αιτίες να ερμηνεύονται μέσα σε ένα βιο-ιατρικό πλαίσιο και να συγκαλύπτονται με επιστημονική ορολογία. Οι διαγνώσεις συχνά ξεκινούν και τελειώνουν με το άτομο, προσδιορίζοντας τις βιo-ουσιαστικές αιτίες σε βάρος της εξέτασης κοινωνικών παραγόντων. Ωστόσο, η κοινωνική, πολιτική και οικονομική οργάνωση της κοινωνίας πρέπει να αναγνωριστεί ως σημαντικός παράγοντας για την ψυχική υγεία των ανθρώπων, με ορισμένες κοινωνικές δομές να είναι πιο συμφέρουσες για την εμφάνιση της ψυχικής ευημερίας από άλλες. Ως βάση πάνω στην οποία στηρίζεται το κοινωνικό εποικοδόμημα, ο καπιταλισμός είναι κύριος καθοριστικός παράγοντας της κακής ψυχικής υγείας. Όπως υποστήριξε ο μαρξιστής καθηγητής κοινωνικής εργασίας και κοινωνικής πολιτικής Iain Ferguson, «είναι το οικονομικό και πολιτικό σύστημα κάτω από το οποίο ζούμε-ο καπιταλισμός-που είναι υπεύθυνο για τα εξαιρετικά υψηλά επίπεδα προβλημάτων ψυχικής υγείας που βλέπουμε στον κόσμο σήμερα». Η άμβλυνση της ψυχικής δυσφορίας είναι δυνατή μόνο «σε μια κοινωνία χωρίς εκμετάλλευση και καταπίεση»9.Στο κείμενο που ακολουθεί, σκιαγραφώ εν συντομία την κατάσταση της ψυχικής υγείας στον προηγμένο καπιταλισμό, χρησιμοποιώντας ως παράδειγμα τη Βρετανία και κάνοντας χρήση του ψυχαναλυτικού πλαισίου του μαρξιστή Erich Fromm, το οποίο τονίζει ότι όλοι οι άνθρωποι έχουν ορισμένες ανάγκες που πρέπει να ικανοποιηθούν για να εξασφαλιστεί η βέλτιστη ψυχική υγεία. Ενισχύοντας τον ισχυρισμό του Ferguson, υποστηρίζω ότι ο καπιταλισμός είναι καθοριστικός για τον προσδιορισμό της εμπειρίας και της επικράτησης της ψυχικής ευημερίας, καθώς οι λειτουργίες του είναι ασυμβίβαστες με την πραγματική ανθρώπινη ανάγκη. Αυτή η σκιαγράφηση θα περιλαμβάνει μια απεικόνιση της πολιτικά συνειδητής κίνησης των χρηστών υπηρεσιών ψυχικής υγείας που εμφανίστηκε στη Βρετανία τα τελευταία χρόνια για να αμφισβητήσει τις βιολογικές εξηγήσεις της κακής ψυχικής υγείας και να εντοπίσει την ανισότητα και τον καπιταλισμό στην καρδιά του προβλήματος.

Ψυχική Υγεία και Μονοπωλιακός Καπιταλισμός

Στα τελευταία κεφάλαια του Monopoly Capital, οι Paul Baran και Paul Sweezy έκαναν σαφείς τις συνέπειες του μονοπωλιακού καπιταλισμού για την ψυχολογική ευημερία, υποστηρίζοντας ότι το σύστημα αποτυγχάνει «να παρέχει τα θεμέλια μιας κοινωνίας ικανής να προάγει την υγιή και ευτυχισμένη ανάπτυξη των μελών της».10 Εξηγώντας μέσα από παραδείγματα τον εκτενή παραλογισμό του μονοπωλιακού καπιταλισμού, απεικόνισαν την εξευτελιστική φύση του. Μόνο για μια τυχερή μειοψηφία η εργασία μπορεί να θεωρηθεί ευχάριστη, ενώ για την πλειοψηφία είναι μια απόλυτα μη ικανοποιητική εμπειρία. Στην προσπάθεια να αποφύγει κανείς την εργασία πάση θυσία, ο ελεύθερος χρόνος συχνά δεν προσφέρει καμία παρηγοριά, και ταυτόχρονα καθίσταται χωρίς νόημα. Αντί να είναι μια ευκαιρία να κυνηγήσει κανείς το πάθος του, οι Baran και Sweezy υποστήριξαν ότι ο ελεύθερος χρόνος έχει γίνει σε μεγάλο βαθμό συνώνυμος με την αδράνεια. Η επιθυμία να μην κάνουμε τίποτα αντανακλάται στην ποπ κουλτούρα, με τα βιβλία, την τηλεόραση και τις ταινίες να προκαλούν μια κατάσταση παθητικής απόλαυσης παρά να απαιτούν πνευματικές ενέργειες.11 Ο σκοπός τόσο της εργασίας όσο και του ελεύθερου χρόνου, ισχυρίστηκαν, συνδυάζεται σε μεγάλο βαθμό με την αύξηση της κατανάλωσης. Τα καταναλωτικά αγαθά που δεν καταναλώνονται πλέον για τη χρήση τους, έχουν γίνει καθιερωμένοι δείκτες κοινωνικού κύρους, με την κατανάλωση ως μέσο έκφρασης της κοινωνικής θέσης του ατόμου. Ο καταναλωτισμός, ωστόσο, γεννά τελικά δυσαρέσκεια καθώς η επιθυμία να αντικατασταθούν τα παλιά προϊόντα με νέα μετατρέπει την προσπάθεια διατήρησης της κοινωνικής θέσης του ατόμου σε μια αέναη επιδίωξη ενός ανέφικτου προτύπου. «Ενώ πληρούν τις βασικές ανάγκες επιβίωσης», υποστήριξαν οι Baran και Sweezy, τόσο η εργασία όσο και η κατανάλωση «χάνουν όλο και περισσότερο το εσωτερικό τους περιεχόμενο και νόημα»12. Το αποτέλεσμα είναι μια κοινωνία που χαρακτηρίζεται από κενό και υποβάθμιση. Με ελάχιστη πιθανότητα η εργατική τάξη να υποκινήσει επαναστατική δράση, η δυνητική πραγματικότητα αποτελεί συνέχεια της «τρέχουσας διαδικασίας φθοράς, με τις αντιφάσεις μεταξύ των καταναγκασμών του συστήματος και των στοιχειωδών αναγκών της ανθρώπινης φύσης να γίνονται όλο και πιο ανυπόφορες», με αποτέλεσμα «την εξάπλωση ολοένα και πιο σοβαρών ψυχικών διαταραχών»13. Στη σημερινή εποχή του μονοπωλιακού καπιταλισμού, αυτή η αντίφαση παραμένει τόσο έντονη όσο ποτέ. Η σύγχρονη μονοπωλιακή-καπιταλιστική κοινωνία εξακολουθεί να χαρακτηρίζεται από ασυμβίβαστο μεταξύ, αφενός, της αδίστακτης επιδίωξης του καπιταλισμού για κέρδος και, αφετέρου, των βασικών αναγκών των ανθρώπων. Ως αποτέλεσμα, οι συνθήκες που απαιτούνται για τη βέλτιστη ψυχική υγεία υπονομεύονται βίαια, με τη μονοπωλιακή-καπιταλιστική κοινωνία να μαστίζεται από νευρώσεις και σοβαρότερα προβλήματα ψυχικής υγείας.

Erich Fromm: Ψυχική Υγεία και Ανθρώπινη Φύση

Η προσέγγιση των Baran και Sweezy για τη σχέση μεταξύ του μονοπωλιακού καπιταλισμού και του ατόμου επηρεάστηκε σημαντικά από την ψυχανάλυση. Πρώτον, έκαναν αναφορές στην κεντρικότητα των λανθάνουσων ενεργειών, όπως οι λιμπιντικές ορμές, και στην ανάγκη ικανοποίησης τους. Επιπλέον, δέχθηκαν τη φροϋδική αντίληψη ότι η κοινωνική τάξη απαιτεί την καταστολή των λιμπιντινικών ενεργειών και την μετουσίωση τους για κοινωνικά αποδεκτούς σκοπούς.14 Ο ίδιος ο Baran έχει γράψει για την ψυχανάλυση. Είχε συνεργαστεί με το Ινστιτούτο Κοινωνικών Ερευνών στη Φρανκφούρτη στις αρχές της δεκαετίας του 1930 και επηρεάστηκε άμεσα από το έργο των Eric Fromm και Herbert Marcuse.15 Μέσα σε αυτό το ευρύ πλαίσιο μπορεί να προσδιοριστεί μια θεωρία για την ψυχική υγεία στην ανάλυση των Baran και Sweezy, με τις αντιφάσεις μεταξύ του καπιταλισμού και της ανθρώπινης ανάγκης να εκφράζονται κυρίως μέσω της καταστολής των ανθρώπινων ενεργειών.  Κυρίως ο Fromm ήταν  αυτός ο οποίος ανέπτυξε μια μοναδική μαρξιστική ψυχαναλυτική θέση που παραμένει επίκαιρη για την κατανόηση της ψυχικής υγείας στη σημερινή εποχή του μονοπωλιακού καπιταλισμού.  Και από αυτή τη συγκεκριμένη θέση επρόκειτο να αντλήσει ο Baran.16

Ενώ έκανε ρητή τη σημασία του Sigmund Freud, ο Fromm αναγνώρισε το μεγαλύτερο χρέος του προς τον Karl Marx, θεωρώντας τον ως τον κατεξοχήν διανοούμενο.17 Παρότι αποδέχεται τη φροϋδική υπόθεση του ασυνείδητου και την καταστολή και τροποποίηση των ασυνείδητων ορμών, ο Fromm αναγνώρισε την αποτυχία του ορθόδοξου φροϋδισμού να ενσωματώσει μια βαθύτερη κοινωνιολογική κατανόηση του ατόμου στην ανάλυσή του. Στρεφόμενος στον μαρξισμό, κατασκεύασε μια θεωρία του ατόμου του οποίου η συνείδηση ​​διαμορφώνεται από την οργάνωση του καπιταλισμού, με ασυνείδητες ορμές καταπιεσμένες ή κατευθυνόμενες προς την αποδεκτή κοινωνική συμπεριφορά. Ενώ ο Μαρξ δεν δημιούργησε ποτέ επίσημη ψυχολογία, ο Fromm θεώρησε ότι τα θεμέλια του ατόμου βρίσκονταν στην έννοια της αλλοτρίωσης. 18 Για τον Μαρξ, η αλλοτρίωση ήταν μια απεικόνιση του φοβερού σωματικού και ψυχικού αντίκτυπου του καπιταλισμού στους ανθρώπους.19 Στην ουσία του, η αλλοτρίωση δείχνει την αποξένωση που αισθάνονται τόσο από τον εαυτό τους όσο και από τον κόσμο γύρω τους, συμπεριλαμβανομένων των συνανθρώπων τους. Συγκεκριμένα η αξία της αλλοτρίωσης για την κατανόηση της ψυχικής υγείας έγκειται στην απεικόνιση της διάκρισης που εμφανίζεται στον καπιταλισμό μεταξύ της ανθρώπινης ύπαρξης και ουσίας. Για τον Μαρξ, ο καπιταλισμός διαχωρίζει τα άτομα από την ουσία τους ως συνέπεια της ύπαρξής τους. Αυτή η αρχή διαπέρασε το ψυχαναλυτικό πλαίσιο του Fromm, το οποίο υποστήριζε ότι, κάτω από τον καπιταλισμό, οι άνθρωποι αποχωρίζονται από τη φύση τους.

Η ανθρώπινη φύση, υποστήριξε ο Μαρξ, αποτελείται από διπλές ιδιότητες και πρέπει «πρώτα να ασχοληθούμε γενικά με την ανθρώπινη φύση και μετά με την ανθρώπινη φύση όπως τροποποιήθηκε σε κάθε ιστορική εποχή».20 Υπάρχουν ανάγκες σταθερές, όπως η πείνα και οι σεξουαλικές επιθυμίες, και έπειτα υπάρχουν σχετικές επιθυμίες που προέρχονται από την ιστορική και πολιτιστική οργάνωση της κοινωνίας.21 Εμπνευσμένος από τον Μαρξ, ο Fromm υποστήριξε ότι η ανθρώπινη φύση είναι εγγενής σε όλα τα άτομα, αλλά ότι η ορατή εκδήλωσή της εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το κοινωνικό πλαίσιο. Είναι αστήρικτο να υποθέσουμε ότι «η ψυχική σύσταση του ανθρώπου είναι ένα λευκό χαρτί, πάνω στο οποίο η κοινωνία και ο πολιτισμός γράφουν το κείμενό τους και το οποίο δεν έχει τη δική του εγγενή ποιότητα.… Το πραγματικό πρόβλημα είναι να συμπεράνουμε ποιος είναι ο πυρήνας που είναι κοινός για ολόκληρη την ανθρώπινη φυλή  και να το ξεχωρίσουμε από τις αναρίθμητες εκδηλώσεις της ανθρώπινης φύσης»22 Ο Fromm αναγνώρισε τη σημασία των βασικών βιολογικών αναγκών, όπως η πείνα, ο ύπνος και οι σεξουαλικές επιθυμίες, ως συνιστώσες της ανθρώπινης φύσης που πρέπει να ικανοποιηθούν πριν από όλα τα άλλα.23 Ωστόσο, καθώς οι άνθρωποι εξελίχθηκαν, έφτασαν τελικά σε ένα σημείο υπέρβασης, από ζώο στη μοναδικότητα του ανθρώπου.24 Καθώς οι άνθρωποι βρίσκουν όλο και πιο εύκολο να ικανοποιήσουν τις βασικές βιολογικές τους ανάγκες, σε μεγάλο βαθμό ως αποτέλεσμα της κυριαρχίας τους στη φύση, ο επείγων χαρακτήρας της ικανοποίησής τους έγινε σταδιακά λιγότερο σημαντικός, με την εξελικτική διαδικασία να επιτρέπει την ανάπτυξη περισσότερο πολύπλοκων πνευματικών και συναισθηματικών ικανοτήτων.25 Ως εκ τούτου, οι σημαντικότερες ορμές ενός ατόμου δεν είχαν πλέον τις ρίζες τους στη βιολογία, αλλά στην ανθρώπινη κατάσταση.26

Θεωρώντας επιτακτική την ανάγκη να οικοδομήσουμε μια κατανόηση της ανθρώπινης φύσης βάσει της οποίας θα μπορούσε να αξιολογηθεί η ψυχική υγεία, ο Fromm προσδιόρισε πέντε κεντρικά χαρακτηριστικά της ανθρώπινης κατάστασης. Το πρώτο είναι η «συγγένεια». Γνωρίζοντας ότι είναι μόνοι στον κόσμο, οι άνθρωποι προσπαθούν έντονα να δημιουργήσουν δεσμούς ενότητας. Χωρίς αυτό, είναι ανυπόφορο να υπάρχει κανείς ως άτομο.27 Δεύτερον, η κυριαρχία των ανθρώπων στη φύση επιτρέπει την ευκολότερη ικανοποίηση των βιολογικών αναγκών και την εμφάνιση ανθρώπινων ικανοτήτων, συμβάλλοντας στην ανάπτυξη της δημιουργικότητας. Οι άνθρωποι ανέπτυξαν την ικανότητα έκφρασης μιας δημιουργικής νοημοσύνης, μετατρέποντάς τη σε ένα βασικό ανθρώπινο χαρακτηριστικό που απαιτεί εκπλήρωση. Τρίτο, οι άνθρωποι, ψυχολογικά, απαιτούν ρίζες και αίσθηση ότι ανήκουν. Με τη γέννηση να διακόπτει τους δεσμούς με το ανήκειν στη φύση, τα άτομα συνεχώς αναζητούν ρίζες για να αισθάνονται ενωμένοι με τον κόσμο. Για τον Fromm, μια πραγματική αίσθηση του ανήκειν θα μπορούσε να επιτευχθεί μόνο σε μια κοινωνία βασισμένη στην αλληλεγγύη.29 Όλα τα άτομα πρέπει να δημιουργήσουν μια αίσθηση του εαυτού τους και μια επίγνωση ότι είναι ένα συγκεκριμένο άτομο.30 Πέμπτον, είναι ψυχολογικά απαραίτητο για τους ανθρώπους να αναπτύξουν ένα πλαίσιο μέσα από το οποίο θα βρίσκουν νόημα για τον κόσμο και τις δικές τους εμπειρίες.31

Αντιπροσωπεύοντας αυτό που ο Fromm υποστήριζε ως μια παγκόσμια ανθρώπινη φύση, η ικανοποίηση αυτών των ορμών είναι απαραίτητη για τη βέλτιστη ψυχική ευημερία. Όπως υποστήριξε, «η ψυχική υγεία επιτυγχάνεται εάν ο άνθρωπος αναπτυχθεί σε πλήρη ωριμότητα σύμφωνα με τα χαρακτηριστικά και τους νόμους της ανθρώπινης φύσης. Η ψυχική ασθένεια έγκειται στην αποτυχία μιας τέτοιας ανάπτυξης»32. Απορρίπτοντας μια ψυχαναλυτική κατανόηση που τονίζει την ικανοποίηση της λίμπιντο και άλλων βιολογικών κινήσεων, η ψυχική υγεία, ισχυρίστηκε, συνδέεται εγγενώς με την ικανοποίηση αναγκών που θεωρούνται μοναδικά ανθρώπινες. Στον καπιταλισμό, ωστόσο, η πλήρης ικανοποίηση της ανθρώπινης ψυχής ανατρέπεται. Για τον Fromm, η προέλευση της κακής ψυχικής υγείας εντοπίζεται στον τρόπο παραγωγής και τις αντίστοιχες πολιτικές και κοινωνικές δομές, των οποίων η οργάνωση εμποδίζει την πλήρη ικανοποίηση των έμφυτων ανθρώπινων επιθυμιών. 33 Οι επιπτώσεις αυτού στην ψυχική υγεία, υποστήριξε ο Fromm, είναι ότι «εάν ένα από τα βασικά είδη ανάγκης δεν καλύπτεται, το αποτέλεσμα είναι η παραφροσύνη. αν καλύπτεται αλλά με μη ικανοποιητικό τρόπο… η νεύρωση… είναι η συνέπεια.» 34

Δουλειά και Δημιουργική καταπίεση

Όπως ο Μαρξ, ο Φρομ υποστήριξε ότι η ενστικτώδης επιθυμία να είσαι δημιουργικός είχε τη μεγαλύτερη ευκαιρία ικανοποίησης μέσω της εργασίας. Στα Οικονομικά και Φιλοσοφικά Χειρόγραφα του 1844, ο Μαρξ ισχυρίστηκε έντονα ότι η εργασία θα έπρεπε να είναι μια ικανοποιητική εμπειρία, επιτρέποντας στα άτομα να εκφράζονται ελεύθερα, τόσο σωματικά όσο και πνευματικά. Οι εργαζόμενοι θα πρέπει να είναι σε θέση να σχετίζονται με τα προϊόντα της εργασίας τους ως νοηματοδοτημένες εκφράσεις της ουσίας και της εσωτερικής τους δημιουργικότητας. Η εργασία στον καπιταλισμό, ωστόσο, είναι μια αλλοτριωτική εμπειρία που αποξενώνει τα άτομα από τη διαδικασία. Η εργασία είναι αλλοτριωμένη, υποστήριξε ο Μαρξ, όταν «είναι εξωτερική για τον εργαζόμενο, δηλαδή δεν ανήκει στην ουσιώδη ύπαρξή του… επομένως, δεν επιβεβαιώνει τον εαυτό του αλλά αρνείται τον εαυτό του, δεν αισθάνεται ευχαριστημένος αλλά δυστυχισμένος, δεν αναπτύσσει ελεύθερα σωματική και ψυχική ενέργεια, αλλά απονεκρώνει το σώμα του και καταστρέφει το μυαλό του» 35. Στον καπιταλισμό, γίνονται μεγάλες προσπάθειες για να διαβεβαιωθεί ότι η ανθρώπινη ενέργεια διοχετεύεται στην εργασία, παρότι είναι συχνά μίζερη και ανιαρή. 36 Αντί να ικανοποιεί την ανάγκη για δημιουργική έκφραση, συνήθως την καταπιέζει μέσω της μονότονης και εξαντλητικής υποχρέωσης της μισθωτής εργασίας.37

Στη Βρετανία, υπάρχει ευρεία δυσαρέσκεια για την εργασία. Μια πρόσφατη έρευνα εργαζομένων που πραγματοποιήθηκε στις αρχές του 2018 υπολόγισε ότι το 47% θα σκεφτόταν να αναζητήσει μια νέα δουλειά κατά το επόμενο έτος. Από τους λόγους που αναφέρθηκαν, ήταν εμφανής η έλλειψη ευκαιριών για εξέλιξη της σταδιοδρομίας, μαζί με την έλλειψη απόλαυσης από τη δουλειά και την αίσθηση ότι δεν κάνουν κάποια διαφορά. 38 Πολλοί άνθρωποι βιώνουν ότι  η εργασία τους έχει μικρή σημασία και δε δίνει  ευκαιρίες προσωπικής εκπλήρωσης και έκφρασης.

Από τέτοια στοιχεία, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι στη Βρετανία-όπως σε πολλά μονοπωλιακά καπιταλιστικά έθνη- ένα σημαντικό μέρος του εργατικού δυναμικού αισθάνεται αποσυνδεδεμένο από τη δουλειά του και δεν το θεωρεί δημιουργική εμπειρία. Για τον Fromm, η συνειδητοποίηση των δημιουργικών αναγκών είναι απαραίτητη για να είναι κανείς ψυχικά υγιής. Καθώς είναι προικισμένοι με λογική και φαντασία, οι άνθρωποι δεν μπορούν να υπάρξουν ως παθητικά όντα, αλλά πρέπει να λειτουργούν ως δημιουργοί.39 Ωστόσο, είναι σαφές ότι η εργασία στον καπιταλισμό δεν το επιτυγχάνει. Σημαντικά στοιχεία υποδηλώνουν ότι η εργασία δεν είναι επωφελής για την ψυχική υγεία, αλλά είναι πραγματικά επιζήμια για αυτήν. Παρόλο που τα ακριβή στοιχεία είναι πιθανό να παραμένουν άγνωστα λόγω του άυλου τέτοιων εμπειριών, μπορεί να συναχθεί ότι, για πολλά μέλη του εργατικού δυναμικού, είναι σύνηθες φαινόμενο η εργασία να προκαλεί γενική δυστυχία, δυσαρέσκεια και απελπισία. Επιπλέον, πιο σοβαρές καταστάσεις ψυχικής υγείας, όπως το άγχος, η κατάθλιψη και το στρες, εμφανίζονται όλο και περισσότερο ως συνέπειες της δυσαρέσκειας στην εργασία. Το 2017-18, τέτοιες συνθήκες αποτελούσαν το 44% όλων των ασθενειών που σχετίζονται με την εργασία στη Βρετανία και αφορούσαν το 57 % όλων των εργάσιμων ημερών χάθηκαν από κακή υγεία. Μια ακόμη έρευνα το 2017 υπολόγισε ότι το 60% των Βρετανών εργαζομένων είχαν βιώσει κακή ψυχική υγεία σχετικά με τη δουλειά μέσα τον τελευταίο χρόνο, με την κατάθλιψη και το άγχος να είναι μερικές από τις πιο συχνές εκδηλώσεις.41

Αντί για πηγή απόλαυσης, η φύση και η οργάνωση της εργασίας στον καπιταλισμό σαφώς δεν λειτουργεί ως ικανοποιητικό μέσο για την εκπλήρωση της δημιουργικότητας ενός ατόμου. Όπως υποστήριξαν οι Baran και Sweezy, «ο εργαζόμενος δεν μπορεί να βρει ικανοποίηση σε αυτό που επιτυγχάνει με τον κόπο του»42. Αντ’ αυτού, η εργασία αποξενώνει τα άτομα από μια θεμελιώδη πλευρά της φύσης τους, και κάνοντας το αυτό, προκαλεί την ανάδυση διάφορων αρνητικών καταστάσεων της ψυχικής υγείας. Με το ήμισυ περίπου του εργατικού δυναμικού στη Βρετανία να έχει αντιμετωπίσει προβλήματα ψυχικής υγείας που σχετίζονται με την εργασία, και έχοντας μεγάλη πιθανότητα να αισθάνεται μια γενική αίσθηση απελπισίας, επιβεβαιώνει αυτό που ο Fromm αποκάλεσε κοινωνικά προτυποποιημένο ελάττωμα.43 Δεν είναι υπερβολή να υποστηρίξουμε ότι η επιδείνωση της ψυχικής ευημερίας είναι μια τυπική απάντηση στην μισθωτή εργασία στις μονοπωλιακές-καπιταλιστικές κοινωνίες. Τα αρνητικά συναισθήματα γίνονται συνηθισμένα και, σε διαφορετικό βαθμό, αναγνωρίζονται ως φυσιολογικές αντιδράσεις στην εργασία. Με εξαίρεση τις σοβαρές διαταραχές ψυχικής υγείας, πολλές μορφές ψυχικής δυσφορίας που αναπτύσσονται ως αντίδραση θεωρούνται δεδομένες και δεν θεωρούνται σοβαρό πρόβλημα. Ως εκ τούτου, η υποβάθμιση της ψυχικής ευημερίας κανονικοποιείται.

Ουσιαστική σύνδεση και μοναξιά

Για τον Fromm, υπάρχει μια εγγενής σχέση μεταξύ θετικής ψυχικής υγείας, σημαντικών προσωπικών σχέσεων με τη μορφή αγάπης και φιλίας, και εκφράσεων αλληλεγγύης. Έχοντας απόλυτη επίγνωση της «μοναξιάς» τους στον κόσμο, τα άτομα προσπαθούν να ξεφύγουν από την ψυχολογική φυλακή της απομόνωσης.44 Ωστόσο, η λειτουργία του καπιταλισμού είναι τέτοια που συχνά εμποδίζει την ικανοποιητική ικανοποίηση αυτής της ανάγκης. Η ανεπάρκεια των κοινωνικών σχέσεων εντός των μονοπωλιακών-καπιταλιστικών κοινωνιών εντοπίστηκε από τους Baran και Sweezy. Υποστήριξαν ότι στο μεγαλύτερο μέρος της κοινωνικής αλληλεπίδρασης έχει επικρατήσει μία ελαφρότητα, καθώς τυποποιήθηκε από την επιφανειακή συζήτηση και την ψευδή τερπνότητα. Οι συναισθηματικές δεσμεύσεις που απαιτούνται για τη φιλία και οι πνευματικές προσπάθειες που απαιτούνται για συνομιλία απουσίαζαν σε μεγάλο βαθμό καθώς η κοινωνική αλληλεπίδραση γινόταν όλο και περισσότερο εστιασμένη σε απλές γνωριμίες και ψιλή κουβέντα.45 Ο σύγχρονος μονοπωλιακός καπιταλισμός δεν αποτελεί εξαίρεση. Παρότι οι δυσκολίες μέτρησης της ύπαρξης και της φύσης της μοναξιάς είναι πολλές, αποτελεί αναμφισβήτητα μία από τις πιο διαδεδομένες νευρώσεις που μαστίζουν τον σημερινό καπιταλισμό. Θεωρείται όλο και περισσότερο μια σημαντική ανησυχία για τη δημόσια υγεία, και έγινε ίσως συμβολικά πιο εμφανής με την ίδρυση Υπουργείου Μοναξιάς το 2018 από τη βρετανική κυβέρνηση.

Ως νεύρωση, η μοναξιά έχει εξουθενωτικές συνέπειες. Τα άτομα μπορούν να καταφύγουν σε κατάχρηση αλκοόλ και ναρκωτικών για να ανακουφίσουν τη δυστυχία τους, ενώ η επίμονη εμπειρία αυξάνει την αρτηριακή πίεση και το στρες, και επηρεάζει αρνητικά τη λειτουργία του καρδιαγγειακού και του ανοσοποιητικού συστήματος. 46 Μια κατάσταση ψυχικής δυσφορίας από μόνη της, η μοναξιά επιδεινώνει πρόσθετα προβλήματα ψυχικής υγείας και είναι συχνά η βασική αιτία της κατάθλιψης.47 Το 2017, εκτιμήθηκε ότι το 13% των ατόμων στη Βρετανία δεν είχαν στενούς φίλους, ενώ ένα επιπλέον 17 % είχε φιλίες μέτριας έως κακής ποιότητας. Επιπλέον, το 45 % ισχυρίστηκε ότι αισθάνθηκε μοναξιά τουλάχιστον μία φορά τις προηγούμενες δύο εβδομάδες, με το 18 % να αισθάνεται συχνά μοναξιά. Παρόλο που μια στενή σχέση αγάπης λειτουργεί ως εμπόδιο στη μοναξιά, το 47% των ανθρώπων που ζουν με έναν σύντροφο ανέφεραν ότι αισθάνονται μοναξιά τουλάχιστον μερικές φορές και το 16% το νιώθει συχνά.48 Αντανακλώντας τις κυρίαρχες επιστημονικές κατασκευές της ψυχικής υγείας, υπάρχουν πρόσφατες προσπάθειες για τον εντοπισμό γενετικών αιτιών της μοναξιάς, με τις περιβαλλοντικές συνθήκες να επιδεινώνουν την προδιάθεση ενός ατόμου σε αυτήν.49 Ωστόσο, ακόμη και οι πιο βιολογικά ντετερμινιστικές αναλύσεις παραδέχονται ότι οι κοινωνικές συνθήκες είναι σημαντικές για την ανάπτυξή της. Παρ ‘όλα αυτά, ελάχιστες μελέτες προσπαθούν να απεικονίσουν σοβαρά τον βαθμό στον οποίο ο καπιταλισμός είναι ένας παράγοντας που συμβάλλει στο πρόβλημα.

Ο ατομικισμός κυριαρχούσε πάντα ως αρχή πάνω στην οποία οικοδομείται η ιδανική καπιταλιστική κοινωνία. Η ατομική προσπάθεια, το να βασίζεσαι μόνο στον εαυτό σου και η ανεξαρτησία εγκρίνονται ως τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του καπιταλισμού. Όπως γίνεται κατανοητό σήμερα, η έννοια του ατόμου έχει τις ρίζες του στον φεουδαρχικό τρόπο παραγωγής και η έμφαση στις μεγαλύτερες κολεκτιβιστικές μεθόδους εργασίας – όπως μέσα στην οικογένεια ή το χωριό – παραδόθηκε στον καταναγκασμό των ατόμων, τα οποία πρέπει να είναι ελεύθερα να πουλήσουν την εργατική τους δύναμη στην αγορά. Πριν από τον καπιταλισμό, η ζωή συντελούνταν περισσότερο ως μέρος μιας ευρύτερης κοινωνικής ομάδας, ενώ με η μετάβαση στον καπιταλισμό ανέπτυξε και επέτρεψε την εμφάνιση του απομονωμένου, ιδιωτικού ατόμου και της πυρηνικής, όλο και πιο ιδιωτικοποιημένης οικογένειας. 50 Ο Fromm υποστήριξε ότι η προώθηση και ο εορτασμός των ατομικών αρετών σηματοδοτεί ότι τα μέλη της κοινωνίας αισθάνονται πιο μόνα στον καπιταλισμό παρά σε προηγούμενους τρόπους παραγωγής.51 Η εξύψωση του ατόμου από τον καπιταλισμό γίνεται πιο εμφανής από την ισχυρή αντίθεσή του ανάμεσα στα ιδανικά της συλλογικότητας και της αλληλεγγύης, και την προτίμηση και το κίνητρο για τον ανταγωνισμό. Τα άτομα, λέγεται, πρέπει να ανταγωνίζονται μεταξύ τους σε γενική βάση για να ενισχύσουν την προσωπική τους ανάπτυξη. Πιο συγκεκριμένα, ο ανταγωνισμός είναι, από οικονομική άποψη, μία από τις βάσεις στις οποίες λειτουργεί η αγορά και, ιδεολογικά, αντιστοιχεί στην ευρέως διαδεδομένη πεποίθηση ότι, για να είναι κανείς επιτυχημένος, πρέπει να ανταγωνίζεται με άλλους για λιγοστούς πόρους. Συνέπεια του ανταγωνισμού είναι ότι διχάζει και απομονώνει τα άτομα. Τα άλλα μέλη της κοινωνίας δεν θεωρούνται πηγές υποστήριξης, αλλά μάλλον εμπόδια στην προσωπική πρόοδο. Συνεπώς, οι δεσμοί κοινωνικής ενότητας αποδυναμώνονται σε μεγάλο βαθμό. Έτσι, η μοναξιά είναι ενσωματωμένη στη δομή κάθε καπιταλιστικής κοινωνίας ως αναπόφευκτο αποτέλεσμα του συστήματος αξιών της.

Όχι μόνο η μοναξιά είναι αναπόσπαστο μέρος της καπιταλιστικής ιδεολογίας, αλλά επιδεινώνεται επίσης από την ίδια τη λειτουργία του καπιταλισμού ως συστήματος. Ως αποτέλεσμα της αμείλικτης προσπάθειας του καπιταλισμού για αυτο-επέκταση, η ανάπτυξη της παραγωγής είναι ένα από τα στοιχειώδη χαρακτηριστικά του. Έχοντας γίνει μια αξιωματική έννοια, σπάνια αμφισβητείται η ιδέα της διευρυμένης παραγωγής. Το ανθρώπινο κόστος αυτού είναι ανατριχιαστικό, καθώς η εργασία προηγείται της επένδυσης σε κοινωνικές σχέσεις. Επιπλέον, οι νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις άφησαν πολλούς εργαζόμενους με όλο και πιο επισφαλείς θέσεις εργασίας και λιγότερη προστασία, εγγυημένα οφέλη και ώρες απασχόλησης – όλα αυτά επιδείνωσαν τη μοναξιά. Ενισχύοντας την προλεταριοποίηση του εργατικού δυναμικού, με όλο και περισσότερους εργαζόμενους που βρίσκονται σε κατάσταση ανασφάλειας και αυξημένης εκμετάλλευσης, η κεντρικότητα της εργασίας έχει γίνει μεγαλύτερη, καθώς η απειλή του να μην έχει δουλειά ή να μην μπορεί να εξασφαλίσει επαρκές βιοτικό επίπεδο, έχει γίνει πραγματικότητα για πολλούς σε μια «ευέλικτη» αγορά εργασίας.52 Τα άτομα δεν έχουν άλλη επιλογή από το να αφιερώσουν περισσότερο χρόνο στην εργασία σε βάρος της δημιουργίας ουσιαστικών σχέσεων.

Η αυξανόμενη προσοχή που δίνεται στην εργασία μπορεί να απεικονιστεί σε σχέση με τις πρακτικές εργασίας. Παρά το γεγονός ότι η μέση διάρκεια της εβδομάδας εργασίας αυξήθηκε στη Βρετανία μετά την οικονομική κρίση της περιόδου 2007–09, η ευρύτερη εικόνα τις τελευταίες δύο δεκαετίες ήταν επίσημα πτωτική. Ωστόσο, οι εργαζόμενοι μερικής απασχόλησης έχουν δει τον αριθμό των ωρών εργασίας τους να αυξάνεται, μαζί με τον αριθμό των θέσεων μερικής απασχόλησης. Επιπλέον, μεταξύ 2010 και 2015, σημειώθηκε αύξηση κατά 15% του αριθμού των εργαζομένων πλήρους απασχόλησης που εργάζονται περισσότερο από σαράντα οκτώ ώρες την εβδομάδα (το νόμιμο όριο · επιπλέον ώρες πρέπει να συμφωνηθούν μεταξύ του εργοδότη και του εργαζόμενου).53 Επιπλέον, το 2016, μια έρευνα εργαζομένων έδειξε ότι το 27% εργάστηκε περισσότερο από όσο θα ήθελε, επηρεάζοντας αρνητικά τη σωματική και ψυχική του υγεία και το 31% θεώρησε ότι η εργασία τους παρεμβαίνει στην προσωπική τους ζωή. Σημαντικό να σημειώσουμε ότι η μοναξιά δεν είναι απλά χαρακτηριστικό της ζωής εκτός εργασίας, αλλά μια κοινή εμπειρία κατά τη διάρκεια της εργασίας. Το 2014, εκτιμήθηκε ότι το 42% των Βρετανών υπαλλήλων δεν θεωρούσαν κανέναν συνάδελφο ως στενό φίλο και πολλοί ένιωθαν απομονωμένοι στο χώρο εργασίας.

Η μεγαλύτερη ενασχόληση με παραγωγικές δραστηριότητες σε βάρος προσωπικών σχέσεων χαρακτηρίστηκε ως «λατρεία της απασχόλησης» από τους ψυχίατρους Jacqueline Olds και Richard Schwartz (cult of buzyness).55 Παρότι εύστοχα αναγνωρίζουν αυτήν την τάση, κατά τα άλλα το αντιμετωπίζουν με όρους σαν οι εργαζόμενοι να επιλέγουν αυτή τη ζωή. Αυτό εξαλείφει κάθε σοβαρή κριτική για τον καπιταλισμό και την πραγματικότητα ότι η «λατρεία της απασχόλησης» ήταν σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα της εγγενούς ανάγκης του οικονομικού συστήματος για αυτο-επέκταση. Επιπλέον, οι Olds και Schwartz αποτυγχάνουν να αναγνωρίσουν αυτήν την τάση ως αντανάκλαση της δομικής οργάνωσης της αγοράς εργασίας, η οποία καθιστά την περισσότερη εργασία αναγκαία και όχι επιλογή. Η αποφυγή της μοναξιάς και η αναζήτηση ουσιαστικών σχέσεων είναι θεμελιώδεις ανθρώπινες επιθυμίες, αλλά ο καπιταλισμός καταστέλλει την ικανοποιητική εκπλήρωσή τους, μαζί με τις ευκαιρίες να σχηματίσουν κοινούς δεσμούς αγάπης και φιλίας, να εργαστούν και να ζήσουν με αλληλεγγύη. Σε απάντηση, όπως υποστήριξαν οι Baran και Sweezy, ο φόβος της μοναξιάς οδηγεί τους ανθρώπους να αναζητήσουν λιγότερο ικανοποιητικές κοινωνικές σχέσεις, οι οποίες τελικά έχουν ως αποτέλεσμα αισθήματα μεγαλύτερης δυσαρέσκειας.

Ο υλισμός και η αναζήτηση ταυτότητας και δημιουργικότητας

Για τον μονοπωλιακό καπιταλισμό, η κατανάλωση είναι μια ζωτικής σημασίας μέθοδος  απορρόφησης της υπεραξίας. Στην εποχή του ανταγωνιστικού καπιταλισμού, ο Μαρξ δεν μπορούσε να προβλέψει πώς οι προσπάθειες πωλήσεων θα εξελιχθούν τόσο ποσοτικά όσο και ποιοτικά για να γίνουν εξίσου σημαντικές για την οικονομική ανάπτυξη. 57 Η διαφήμιση, η διαφοροποίηση προϊόντων, η προγραμματισμένη απαξίωση και η καταναλωτική πίστη είναι όλα βασικά μέσα για την τόνωση της καταναλωτικής ζήτησης.  Ταυτόχρονα, δεν υπάρχει έλλειψη ατόμων πρόθυμων να καταναλώσουν. Παράλληλα με την αποδοχή της εργασίας, ο Fromm προσδιόρισε την επιθυμία κατανάλωσης ως αναπόσπαστο χαρακτηριστικό της ζωής στον καπιταλισμό, υποστηρίζοντας ότι ήταν ένα σημαντικό παράδειγμα των χρήσεων στις οποίες οι ανθρώπινες ενέργειες κατευθύνονται για να υποστηρίξουν την οικονομία. 58 Με τα καταναλωτικά αγαθά να αποτιμώνται για την επιδεικτικότητά τους, και όχι για την επιδιωκόμενη λειτουργία τους, οι άνθρωποι έχουν μεταβεί από τις αξίες χρήσης σε συμβολικές αξίες. Η απόφαση να ασχοληθεί κανείς με την ποπ κουλτούρα και να αγοράζει ένα είδος αυτοκινήτου, μια μάρκα ρούχων ή τεχνολογικού εξοπλισμού, μεταξύ άλλων αγαθών, βασίζεται συχνά στο τι υποτίθεται ότι υπονοεί το προϊόν για τον καταναλωτή. Συχνά, ο καταναλωτισμός αποτελεί την κύρια μέθοδο μέσω της οποίας τα άτομα μπορούν να οικοδομήσουν μια προσωπική ταυτότητα. Οι άνθρωποι επενδύονται συναισθηματικά στις έννοιες που σχετίζονται με τα καταναλωτικά αγαθά, με την ελπίδα ότι οι όποιες άυλες ιδιότητες λέγεται ότι διαθέτουν αυτά, θα μεταφερθούν σε αυτούς μέσω της ιδιοκτησίας. Υπό τον μονοπωλιακό καπιταλισμό, ο καταναλωτισμός αφορά περισσότερο την κατανάλωση ιδεών και λιγότερο την ικανοποίηση των εγγενών βιολογικών και ψυχολογικών αναγκών. Ο Fromm υποστήριξε ότι «η κατανάλωση πρέπει να είναι μια συγκεκριμένη ανθρώπινη πράξη στην οποία εμπλέκονται οι αισθήσεις μας, οι σωματικές ανάγκες, η αισθητική μας προτίμηση… η ενέργεια της κατανάλωσης πρέπει να είναι μια ουσιαστική…εμπειρία. Στον πολιτισμό μας, υπάρχουν ελάχιστα από αυτά. Η κατανάλωση είναι ουσιαστικά η ικανοποίηση των τεχνητά διεγερμένων φαντασιώσεων».59

Η ανάγκη για ταυτότητα και δημιουργική εκπλήρωση ενθαρρύνει μια ακόρεστη όρεξη για κατανάλωση. Ωστόσο, κάθε αγορά συνήθως δεν ανταποκρίνεται στην υπόσχεσή της. Σπάνια η ικανοποίηση επιτυγχάνεται πραγματικά μέσω της κατανάλωσης, γιατί αυτό που καταναλώνεται είναι μια τεχνητή ιδέα και όχι ένα προϊόν που εμποτίζει την ύπαρξή μας με νόημα. Σε αυτή τη διαδικασία, ο καταναλωτισμός ως μορφή αποξένωσης γίνεται εμφανής. Αντί να καταναλώνουν ένα προϊόν που έχει σχεδιαστεί για να ικανοποιεί τις εγγενείς ανάγκες, τα καταναλωτικά προϊόντα αποτελούν παράδειγμα της συνθετικής τους φύσης μέσω των κατασκευασμένων εννοιών και συμβολισμών τους, τα οποία έχουν σχεδιαστεί για να διεγείρουν και να ικανοποιήσουν μια προσχεδιασμένη απάντηση και ανάγκη.60 Η ταυτότητα που μπορεί ένα άτομο να επιθυμεί ή να νιώθει ότι έχει αποκτήσει από την κατανάλωση ενός προϊόντος, καθώς και κάθε μορφή δημιουργικότητας που επικαλείται ένα καταναλωτικό αγαθό ή είδος ποπ κουλτούρας, είναι ψευδής.

Αντί να καλλιεργεί τη χαρά, η οικονομική ευημερία των μονοπωλιακών-καπιταλιστικών εθνών έχει προκαλέσει μια γενική ευρεία δυσαρέσκεια καθώς αποδίδεται μεγάλη αξία στη συγκέντρωση κτήσεων-περιουσίας. Ενώ ο καταναλωτισμός ως αξία υπάρχει σε όλες τις καπιταλιστικές κοινωνίες, σε εκείνες με μεγαλύτερη ανισότητα – με τη Βρετανία να παρουσιάζει μεγαλύτερες ανισότητες πλούτου από τις περισσότερες άλλες χώρες – η επιθυμία κατανάλωσης και απόκτησης συμβάλλει σημαντικά στην εμφάνιση νευρώσεων, καθώς η προσπάθεια διατήρησης της κοινωνικής θέσης και μίμησης των ατόμων που βρίσκονται στην κορυφή της κοινωνίας, γίνεται μία έντονη πίεση. Ο αντίκτυπος αυτού έχει αποδειχθεί ότι επηρεάζει τις βρετανικές οικογένειες τα τελευταία χρόνια. Το 2007, η UNICEF αναγνώρισε ότι η Βρετανία έχει το χαμηλότερο επίπεδο ευημερίας των παιδιών ανάμεσα στα 21 πιο εύπορα κράτη του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης. Σε απάντηση αυτών των αποτελεσμάτων, πραγματοποιήθηκε μια έρευνα για τις βρετανικές οικογένειες το 2011, συγκρίνοντάς τις με αυτές στην Ισπανία και τη Σουηδία, χώρες που κατατάχθηκαν στην πρώτη πεντάδα για την ευημερία των παιδιών.61

Από τα τρία έθνη, η κουλτούρα του καταναλωτισμού ήταν μεγαλύτερη στη Βρετανία, καθώς επικρατούσε σε όλες τις οικογένειες ανεξάρτητα από το επίπεδο οικονομικής ευμάρειας. Οι Βρετανοί γονείς θεωρήθηκαν πιο υλιστές από τους Ισπανούς και Σουηδούς ομολόγους τους και συμπεριφέρονταν με τον ανάλογο τρόπο στα παιδιά τους. Αγόρασαν τα πιο σύγχρονα, επώνυμα καταναλωτικά προϊόντα, κυρίως επειδή πίστευαν ότι θα εξασφάλιζε το στάτους του παιδιού τους μεταξύ των συνομηλίκων τους. Αυτή ήταν μια αξία που μοιράζονταν και τα ίδια τα παιδιά, με πολλά να αποδέχονται ότι το κοινωνικό κύρος τους βασίζεται στην ιδιοκτησία επώνυμων καταναλωτικών αγαθών, η οποία, σύμφωνα με τα στοιχεία, συνέβαλε στην εμφάνιση ανησυχίας και άγχους, ειδικά για παιδιά από φτωχότερα νοικοκυριά που αναγνώριζαν το μειονέκτημά τους. Ενώ ένας καταναγκασμός για αγορά συνεχώς νέων προϊόντων για τους ίδιους και τα παιδιά τους εντοπίστηκε μεταξύ των Βρετανών γονέων, πολλοί εντούτοις ένιωθαν επίσης την ψυχολογική πίεση της προσπάθειας να διατηρήσουν έναν υλιστικό τρόπο ζωής και ενέδιδαν σε αυτές τις πιέσεις. Και στις τρεις χώρες, τα παιδιά αναγνώρισαν ότι οι ανάγκες για τη δική τους ευημερία συνίστανται σε ποιοτικό χρόνο που περνούν με γονείς και φίλους και ευκαιρίες να απολαύσουν τη δημιουργικότητά τους, ειδικά μέσω υπαίθριων δραστηριοτήτων. Παρ ‘όλα αυτά, η έρευνα έδειξε ότι, στη Βρετανία, πολλοί δεν ικανοποιούσαν τέτοιες ανάγκες. Οι γονείς δυσκολεύονταν να περάσουν αρκετό χρόνο με τα παιδιά τους λόγω εργασιακών δεσμεύσεων και συχνά τα αποθάρρυναν να συμμετάσχουν σε υπαίθριες δραστηριότητες λόγω ανησυχίας για την ασφάλεια τους. Στη συνέχεια, οι γονείς το αντιστάθμιζαν με καταναλωτικά αγαθά, τα οποία σε μεγάλο βαθμό δεν ικανοποιούσαν τις ανάγκες των παιδιών τους. Ως εκ τούτου, οι ανάγκες των βρετανών παιδιών να σχηματίσουν και να συμμετάσχουν σε ουσιαστικές σχέσεις και να δράσουν δημιουργικά καταπιέζονται και οι προσπάθειες να ικανοποιηθούν αυτές οι ανάγκες μέσω του καταναλωτισμού δεν τους έφεραν ευτυχία.

Αντίσταση ως ταξική πάλη

Αν και δεν αρνούμαστε την ύπαρξη βιολογικών αιτιών, πρέπει να αναγνωριστεί ότι η δομική οργάνωση της κοινωνίας ότι έχει σοβαρές επιπτώσεις στην ψυχική υγεία των ανθρώπων. Ο μονοπωλιακός καπιταλισμός λειτουργεί με τρόπο που εμποδίζει πολλούς να βιώσουν ψυχική ευεξία. Παρ ‘όλα αυτά, το ιατρικό μοντέλο συνεχίζει να κυριαρχεί, ενισχύοντας μια ατομικιστική αντίληψη για την ψυχική υγεία και αποκρύπτοντας τις βλαβερές συνέπειες του παρόντος τρόπου παραγωγής. Αυτό καταπιέζει τους χρήστες υπηρεσιών ψυχικής υγείας υποτάσσοντάς τους στην κρίση των ιατρών. Το ιατρικό μοντέλο ενθαρρύνει επίσης την αναστολή και τον περιορισμό των πολιτικών δικαιωμάτων των ατόμων σε περίπτωση ψυχικής δυσφορίας, συμπεριλαμβανομένης της νομιμοποίησης της παραβίασης της εκούσιας δράσης τους και του αποκλεισμού τους από τη λήψη αποφάσεων. Για όσους υποφέρουν από ψυχική δυσφορία, η ζωή στον καπιταλισμό χαρακτηρίζεται συχνά από καταπίεση και διάκριση.

Έχοντας επίγνωση της καταπίεσής τους, οι χρήστες και οι επιζώντες των υπηρεσιών ψυχικής υγείας αμφισβητούν τώρα την ιδεολογική κυριαρχία του ιατρικού μοντέλου και την απόκρυψη του ψυχολογικού αντίκτυπου του καπιταλισμού. Επιπλέον, συσπειρώνονται όλο και περισσότερο και προβάλλουν ως εναλλακτική λύση την ανάγκη αποδοχής του κοινωνικού μοντέλου ψυχικής υγείας, εμπνευσμένου από το μαρξισμό. Το κοινωνικό μοντέλο αναπηρίας προσδιορίζει τον καπιταλισμό ως εργαλείο για την κατασκευή της κατηγορίας αναπηρίας, που ορίζεται ως μειονεκτήματα που αποκλείουν τα άτομα από την αγορά εργασίας. Υιοθετώντας μια ευρέως υλιστική οπτική, ένα κοινωνικό μοντέλο ψυχικής υγείας αντιμετωπίζει τα υλικά μειονεκτήματα, την καταπίεση και τον πολιτικό αποκλεισμό ως σημαντικές αιτίες ψυχικών ασθενειών.

Το 2017 στη Βρετανία, η ομάδα δράσης για την ψυχική υγεία National Survivor User Network απέρριψε κατηγορηματικά το ιατρικό μοντέλο και έθεσε την κοινωνική δικαιοσύνη στο επίκεντρο της εκστρατείας της. Στο πλαίσιο της έκκλησής της για κοινωνική προσέγγιση της ψυχικής υγείας, η ομάδα καταγγέλλει ρητά τον νεοφιλελευθερισμό, υποστηρίζοντας ότι η λιτότητα και οι περικοπές στην κοινωνική ασφάλιση έχουν συμβάλει στην αύξηση των ατόμων που υποφέρουν από κακή ψυχική υγεία καθώς και στην επιδείνωση της υπάρχουσας ψυχικής υγείας. Αναγνωρίζοντας την κοινωνική ανισότητα ως συντελεστή στην εμφάνιση κακής ψυχικής υγείας, το National Survivor User Network υποστηρίζει ότι η πρόκληση που θέτουν οι χρήστες υπηρεσιών ψυχικής υγείας πρέπει να αποτελεί μέρος μιας ευρύτερης καταγγελίας ενάντια στη γενική ανισότητα στην κοινωνία, υποστηρίζοντας ότι « τα μέτρα λιτότητας, οι επιζήμιες οικονομικές πολιτικές, οι κοινωνικές διακρίσεις και οι διαρθρωτικές ανισότητες είναι βλαβερές για τους ανθρώπους. Πρέπει να αμφισβητηθούν ως μέρος μιας ευρύτερης ατζέντας κοινωνικής δικαιοσύνης»62. Επιπλέον, η ομάδα δράσης Recovery in the Bin τοποθετεί τον εαυτό της και το ευρύτερο κίνημα ψυχικής υγείας μέσα στην ταξική πάλη, πιέζοντας για ένα κοινωνικό μοντέλο που αναγνωρίζει τον καπιταλισμό ως σημαντικό καθοριστικό παράγοντα της κακής ψυχικής υγείας. Επιπλέον, εκπροσωπώντας τις εθνοτικές μειονότητες, το Kindred Minds εκστρατεύει δυναμικά  με την προσέγγιση ότι η ψυχική δυσφορία είναι λιγότερο αποτέλεσμα βιολογικών χαρακτηριστικών και περισσότερο συνέπεια κοινωνικών προβλημάτων όπως ο ρατσισμός, ο σεξισμός και η οικονομική ανισότητα και έτσι «παθολογούνται ως ψυχικές ασθένειες». 63 Για το Kindred Minds, ο καταλύτης για την επιδείνωση της ψυχικής υγείας είναι η καταπίεση και οι διακρίσεις, με τις εθνικές μειονότητες να αντιμετωπίζουν μεγαλύτερα επίπεδα κοινωνικής και οικονομικής ανισότητας και προκαταλήψεων.

Ο καπιταλισμός δεν θα μπορέσει ποτέ να προσφέρει τις συνθήκες που ευνοούν περισσότερο την επίτευξη ψυχικής υγείας. Η καταπίεση, η εκμετάλλευση και η ανισότητα καταστέλλουν σε μεγάλο βαθμό την πραγματική συνειδητοποίηση του τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος. Η αντίσταση στη βιαιότητα του αντίκτυπου του καπιταλισμού στην ψυχική ευημερία πρέπει να είναι κεντρική για την ταξική πάλη, καθώς ο αγώνας για τον σοσιαλισμό δεν είναι ποτέ μόνο για αυξημένη υλική ισότητα, αλλά και για την ανθρωπότητα και μια κοινωνία στην οποία βρίσκονται όλες οι ανθρώπινες ανάγκες ικανοποιούνται, συμπεριλαμβανομένων των ψυχολογικών. Όλα τα μέλη της κοινωνίας επηρεάζονται από την απάνθρωπη φύση του καπιταλισμού, αλλά, αργά και αποφασιστικά, ο αγώνας διεξάγεται πιο ρητά από τους πιο καταπιεσμένους και εκμεταλλευόμενους. Η πρόκληση που τίθεται πρέπει να θεωρηθεί ως μέρος της ευρύτερης ταξικής πάλης, ως ένα μέτωπο μεταξύ πολλών, στον αγώνα για κοινωνική δικαιοσύνη, οικονομική ισότητα, αξιοπρέπεια και σεβασμό.

Βιβλιογραφικές αναφορές

  1. World Health Organization, Fact Sheets on Mental Health (Geneva: World Health Organization, 2017), http://who.int.
  2. World Health Organization, Data and Resources (Geneva: World Health Organization, 2017), http://euro.who.int/en.
  3. World Health Organization, Data and Resources.
  4. Sally McManus, Paul Bebbington, Rachel Jenkins, and Traolach Brugha, Mental Health and Wellbeing in England: Adult Psychiatric Morbidity Survey 2014 (Leeds: NHS Digital, 2016).
  5. Brett J. Deacon and Dean McKay, “The Biomedical Model of Psychological Problems: A Call for Critical Dialogue,” Behavior Therapist 38, no. 7 (2015): 231–35. Pharmaceutical companies who have identified it as a market opportunity have been the primary beneficiaries of this approach, exemplified by the proliferation of anti-depressants as illustrated by Brett J. Deacon and Grayson L. Baird, “The Chemical Imbalance Explanation of Depression: Reducing Blame at what Cost?,” Journal of Social and Clinical Psychology 28, no. 4 (2009): 415–35.
  6. As exemplified by Jordan W. Smoller et al., “Identification of Risk Loci with Shared Effects on Five Major Psychiatric Disorders: A Genome-Wide Analysis,” Lancet 381, no. 9875 (2013): 1371–79. In this study, five of the most common mental-health disorders, including schizophrenia, bipolar disorder, and depression, were associated with genetic variations.
  7. Deacon and McKay, “The Biomedical Model of Psychological Problems,” 233.
  8. Social class is one of the most significant indicators of mental health, as evidenced by research within the social sciences dating back to the earlier part of the twentieth century. The first most notable study of this kind is Robert E. L. Farris and Henry W. Dunham, Mental Disorders in Urban Areas (Chicago: Chicago University Press, 1939), which identified higher rates of mental disorders in the poorest districts of Chicago. This was followed by, among others in both Britain and the United States, August B. Hollingshead and Frederick C. Redlich, Social Class and Mental Illness (New York: John Wiley, 1958); Leo Srole, Thomas S. Langer, Stanley T. Michael, Marvin K. Opler, and Thomas A. C. Rennie, Mental Health in the Metropolis: The Midtown Manhattan Study (New York: McGraw-Hill, 1962); and John J. Schwab, Roger A. Bell, George J. Warheit, and Ruby B. Schwab, Social Order and Mental Health: The Florida Health Study (New York: Brunner-Mazel, 1979).
  9. Iain Ferguson, Politics of the Mind: Marxism and Mental Distress (London: Bookmarks, 2017), 15–16.
  10. Paul Baran and Paul Sweezy, Monopoly Capital (New York: Monthly Review Press, 1966), 285.
  11. Baran and Sweezy, Monopoly Capital, 346–47.
  12. Baran and Sweezy, Monopoly Capital, 346.
  13. Baran and Sweezy, Monopoly Capital, 364.
  14. Baran and Sweezy, Monopoly Capital, 354–55.
  15. Paul A. Baran, The Longer View (New York: Monthly Review Press, 1969), 92–111; Paul M. Sweezy, “Paul A. Baran: A Personal Memoir,” in Paul A. Baran: A Collective Portrait (New York: Monthly Review Press, 32–33. The unpublished chapter of Baran and Sweezy’s Monopoly Capital, entitled “The Quality of Monopoly Capitalist Society II,” drafted by Baran, had included an extensive section on mental health. That chapter, however, was not included in the book because it was still unfinished at the time of Baran’s death. Nevertheless, some elements of the mental-health argument were interspersed in other parts of the book. When “The Quality of Monopoly Capitalism II” was finally published in Monthly Review in 2013, almost sixty years after it was drafted by Baran, the section on mental health was excluded due to its incomplete character. See Paul A. Baran and Paul M. Sweezy, “The Quality of Monopoly Capitalist Society: Culture and Communications” Monthly Review 65, no. 3 (July–August 2013): 43–64. It is worth noting that the treatment of mental health in Monopoly Capital did not go unnoticed and was subject to criticism by Robert Heilbroner in a review in the New York Review of Books, to which Sweezy responded in a letter, defending their analysis in this regard. See Robert Heilbroner, Between Capitalism and Socialism (New York: Vintage, 1970), 237–46; Paul M. Sweezy, “Monopoly Capital” (letter), New York Review of Books, July 7, 1966, 26.
  16. The influence of Fromm is evident in Baran’s work and correspondence. He studied Fromm’s The Sane Society, together with Marcuse’s Eros and Civilization and One Dimensional Man (in manuscript form). He was undoubtedly familiar with the wider body of work by both thinkers. While Baran was not in complete agreement with the details of Marcuse’s analyses, he openly acknowledged the importance and significance of his work, identifying Eros and Civilizationas having great relevance to U.S. society and recognizing a psychoanalytical analysis as vital to understanding monopoly-capitalist society. See Nicholas Baran and John Bellamy Foster, The Age of Monopoly Capital: Selected Correspondence of Paul A. Baran and Paul M. Sweezy, 1949–1964 (New York: Monthly Review Press, 2017), 127, 131. See also the “Baran-Marcuse Correspondence,” Monthly Review Foundation, https://monthlyreview.org.
  17. Erich Fromm, Beyond the Chains of Illusion: My Encounter with Freud and Marx(London: Continuum, 2009), 7.
  18. Fromm, Beyond the Chains of Illusion, 35.
  19. Bertell Ollman, Alienation: Marx’s Conception of Man in a Capitalist Society (Cambridge: Cambridge University Press, 1977), 131.
  20. Karl Marx, Capital, vol. 1 (1867; repr. London: Lawrence and Wishart, 1977), 571.
  21. Erich Fromm, Marx’s Concept of Man(London: Bloomsbury, 2016), 23–24.
  22. Erich Fromm, The Sane Society(London, Routledge, 2002), 13.
  23. Fromm, The Sane Society, 65.
  24. Fromm, The Sane Society, 22.
  25. Fromm, Beyond the Chains of Illusion, 27.
  26. Fromm, The Sane Society, 27.
  27. Fromm, The Sane Society, 28–35.
  28. Fromm, The Sane Society, 35–36.
  29. Fromm, The Sane Society, 37–59.
  30. Fromm, The Sane Society, 59–61.
  31. Fromm, The Sane Society, 61–64
  32. Fromm, The Sane Society, 14.
  33. Fromm, The Sane Society, 76.
  34. Fromm, The Sane Society, 66.
  35. Karl Marx, Economic and Philosophic Manuscripts of 1844(1932; repr. Radford, Virginia: Wilder Publications, 2011).
  36. Fromm, Beyond the Chains of Illusion, 63.
  37. Fromm, The Sane Society, 173.
  38. Investors in People, Job Exodus Trends: 2018 Employee Sentiment Poll(London: Investors in People, 2018), http://investorsinpeople.com.
  39. Fromm, The Sane Society, 35.
  40. Health and Safety Executive, Work Related Stress, Depression or Anxiety Statistics in Great Britain, 2018(Bootle, UK: Health and Safety Executive, 2018), 3, http://hse.gov.uk.
  41. Business in the Community, Mental Health at Work Report 2017(London: Business in the Community, 2017), http://bitc.org.uk.
  42. Baran and Sweezy, Monopoly Capital, 345.
  43. Fromm, The Sane Society, 15.
  44. Fromm, The Sane Society, 29.
  45. Baran and Sweezy, Monopoly Capital, 347–48.
  46. Jo Griffin, The Lonely Society?(London: Mental Health Foundation, 2010), 6–7.
  47. Griffin, The Lonely Society?, 4
  48. David Marjoribanks and Anna Darnell Bradley, You’re Not Alone: The Quality of the UK’s Social Relationships(Doncaster: Relate, 2017), 17–18.
  49. Luc Goossens, Eeske van Roekel, Maaike Verhagen, John T. Cacioppo, Stephanie Cacioppo, Marlies Maes, and Dorret I. Boomsma, “The Genetics of Loneliness: Linking Evolutionary Theory to Genome-Wide Genetics, Epigenetics, and Social Science,” Perspectives on Psychological Science 10, no 2 (2015): 213–26.
  50. Michael Oliver, The Politics of Disablement(Basingstoke, UK: Macmillan Press, 1990); Eli Zaretsky, Capitalism, the Family, and Personal Life (London: Pluto Press, 1976).
  51. Fromm, The Fear of Freedom, 93.
  52. See Ricardo Antunes, “The New Service Proletariat,” Monthly Review69, no. 11 (April 2018): 23–29, for an analysis of the evolving insecurity of labor markets within the advanced capitalist nations and the hardening of proletarian divisions.
  53. Trade Union Congress, “15 Per Cent Increase in People Working More than 48 Hours a Week Risks a Return to ‘Burnout Britain’, Warns TUC,” September 9, 2015; Josie Cox, “British Employees are Working More Overtime than Ever Before—Often for No Extra Money,” Independent, March 2, 2017.
  54. David Marjoribanks, A Labour of Love—or Labour Versus Love?: Our Relationships at Work; Relationships and Work(Doncaster: Relate, 2016).
  55. Jacqueline Olds and Richard Schwartz, The Lonely American: Drifting Apart in the Twenty-First Century(Boston: Beacon Press, 2009).
  56. Baran and Sweezy, Monopoly Capital, 347–48.
  57. Baran and Sweezy, Monopoly Capital, 115.
  58. Fromm, Beyond the Chains of Illusion, 63.
  59. Fromm, The Sane Society, 129-130.
  60. Robert Bocock, Consumption(London: Routledge, 2001), 51.
  61. United Nations Children’s Fund, Innocenti Report Card 7: Child Poverty in Perspective: An Overview of Child Well-Being in Rich Countries(Florence: UNICEF Innocenti Research Centre, 2007), http://unicef-irc.org.
  62. National Survivor User Network, NSUN Manifesto 2017: Our Voice, Our Vision, Our Values, (London: National Survivor User Network, 2017), http://nsun.org.uk.
  63. Raza Griffiths, A Call for Social Justice: Creating Fairer Policy and Practice for Mental Health Service Users from Black and Minority Ethnic Communities(London: Kindred Minds, 2018).

Πηγή: Monthly Review

Μετάφραση: antapocrisis

0 replies

Leave a Reply

Want to join the discussion?
Feel free to contribute!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *