Η πανδημία αποκαλύπτει την αποτυχία της Ελεύθερης Αγοράς

Η ισπανική γρίπη του 1918 μόλυνε του ένα τέταρτο του παγκόσμιου πληθυσμού και έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στην ανάδυση των δημόσιων συστημάτων υγείας. Σήμερα, ο ιός COVID-19 μας υπενθυμίζει ότι τα συλλογικά προβλήματα απαιτούν συλλογικές λύσεις – και ένα κράτος που θα εξασφαλίζει τις βασικές ανάγκες όλων.

Αν και πολλοί επιστήμονες είχαν προειδοποιήσει για μία πανδημία τέτοιου είδους, το φαντασμαγορικό ξέσπασμα του COVID-19 έπιασε τον πλανήτη εξ απήνης. Συγκεκριμένα, εξέθεσε τις αδυναμίες των παγκόσμιων συστημάτων υγείας μετά από χρόνια λιτότητας – και αποκάλυψε την κρίσιμη εξάρτηση του κόσμου από τις παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού.

Μονάχα μερικές εβδομάδες πριν, οι παγκόσμιοι ηγέτες είτε περιέγραφαν την απειλή ως «Fake news», είτε την υποβαθμίζαν ενθαρρύνοντας το κοινό να φέρεται συνηθισμένα.

Σήμερα, οι περισσότερες κυβερνήσεις αντιλαμβάνονται τις καταστροφικές συνέπειες που θα αντιμετωπίσουν, αν δεν ανταποκριθούν αναλόγως.  Και είτε τους αρέσει είτε όχι, το πολιτικό πλαίσιο μεταβάλλεται – μιάς και η πανδημία επαναφέρει την επιτακτική ανάγκη για συλλογικές λύσεις.

Η Ισπανική Γρίπη

Η κρίση μας δείχνει πόσο σημαντικοί είναι οι δημόσιοι θεσμοί – κάτι που αναδείχτηκε ήδη 100 χρόνια πριν, όταν η ισπανική γρίπη θέρισε δεκάδες εκατομμυρίων. Πραγματικά, από τα πιο αξιοσημείωτα αποτελέσματα της ισπανικής γρίπης αποτέλεσαν η κοινή ομολογία της ανάγκης για καθολική παροχή υγειονομικής φροντίδας και η ανάπτυξη της επιδημιολογίας.

Έτσι, η παροχή υγείας δεν ήταν δυνατό να ειδωθεί στα στενά πλαίσια της ατομικής ευθύνης. Περισσότερο, εμφανιζόταν ως ένα συλλογικό ζήτημα, βαθιά ριζωμένο στον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τον τρόπο που οργανώνουμε τις κοινωνίες μας. Όπως σημειώνει ο ιστορικός Francois Eward στην πρωτοποριακή του έρευνα για το γαλλικό κράτος πρόνοιας, η ιδέα μίας μεταδοτικής ασθένειας, που έγινε κυρίαρχη μετά την θεωρία των μικροβίων του Λουί Παστέρ, είχε ήδη αρχίσει να μεταβάλλει παλαιότερες προσλήψεις της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, που βασίζοταν σε θεωρίες ευγονικής και μιάσματος.

Καταγράφοντας το νέο μικροβιολογικό δόγμα, ο Louis Bourgeois σημείωσε ότι «Μία νέα σύλληψη της ανθρωπότητας μπορεί να αποκαλυφθεί και να περάσει μέσα από το μυαλό μας». Αυτή η νέα κατανόηση του κοινωνικού ζητήματος «απέδειξε την βαθιά αλληλεξάρτηση που υφίσταται ανάμεσα σε όλα τα ζωντανά όντα», αντιμετωπίζοντας την κοινή «επίθεση σε όλους τους ζωντανούς οργανισμούς του κόσμου». Έτσι, μας βοήθησε να αντιληφθούμε το «κοινό καθήκον» της αλληλεγγύης.

Πριν την ισπανική γρίπη, δεν υπήρχε σοβαρή κρατική ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, ενώ τα συστήματα υγείας ήταν κατατεμαχισμένα, στηριγμένα σε ελλιπώς εκπαιδευμένους ιατρούς χωρίς κάποια κεντρική αρχή να οργανώνει την κατανομή τους. Αλλά με το πέρας της πανδημίας, η ιδέα της κοινωνικοποιημένης ιατρικής  είχε αρχίσει να κερδίζει προβάδισμα σε όλο τον κόσμο. Η νέα αόρατη απειλή, που επηρέασε τον ίδιο τον πόλεμο και ήταν μη διαχειρίσιμη από τους αποκεντρωμένους μηχανισμούς της αγοράς, επηρέασε καθοριστικά τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε την δημόσια υγεία.

Ο Βλαδίμιρος Λένιν, έγραφε στο 1920, ότι οι ιμπεριαλιστικοί πόλεμοι το μόνο που προσέφεραν  στην ανθρωπότητα ήταν «αρκετά εκατομμύρια ανάπηροι και μερικές επιδημίες». Σαν απάντηση, το νεαρό σοβιετικό κράτος καθιέρωσε ίσως το πρώτο πλήρως κοινωνικοποιημένο σύστημα υγείας στον κόσμο. Μόνο συστήματα με ισχυρό κεντρικό σχεδιασμό και συνεργασία εργατών και επιστημόνων, ισχυρίζοταν ο Λένιν, μπορούν να είναι αποτελεσματικά στην εξαφάνιση «της καταπιεστικής φτώχειας, αρρώστιας και βρώμας» και να βάλουν «το φάρμακο στη διάθεση του λαού».

Όμως αυτή η τάση δεν περιορίστηκε στην νεαρή Σοβιετική Ένωση. Όπως ισχυρίζεται η Laura Spinney «το μάθημα που πήραν οι υγειονομικές αρχές από την καταστροφή ήταν το γεγονός ότι ήταν αδύνατο να κατηγορήσεις ένα άτομο που κόλλησε μία μεταδοτική ασθένεια, ούτε μπορείς να τον θεραπεύσεις σε απομόνωση. Η δεκαετία του 20 έφερε στο προσκήνιο την αποδοχή της έννοιας της κοινωνικοποιημένης υγείας από σειρά κυβερνήσεων – υγεία για όλους, παρεχόμενη δωρεάν».

Ο τελικός θρίαμβος της ιδέας αυτής ήρθε με το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, με την υιοθέτηση δημόσιων συστημάτων υγείας στις περισσότερες βιομηχανοποιημένες χώρες και την δημιουργία του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (Π.Ο.Υ.) το 1946. Βέβαια, η αντίδραση παρέμενε ισχυρή, ιδιαίτερα σε ιατρικές ενώσεις, φαρμακευτικές εταιρίες και συντηρητικές ομάδες.

Ο πόλεμος στο Medicare για όλους

Ένας από τους πιο διάσημους εκπροσώπους της εκστρατείας της Αμερικανικής Ιατρικής Εταιρείας κατά της δημόσιας υγειονομικής περίθαλψης ήταν ο Ρόναλντ Ρίγκαν. “Σήμερα, η σχέση μεταξύ ασθενούς και γιατρού σε αυτή τη χώρα είναι κάτι ζηλευτό σε οποιαδήποτε χώρα”, εξηγεί ο μελλοντικός πρόεδρος στον προπαγανδιστικό δίσκο βινυλίου που κυκλοφόρησε το 1961 με τίτλο “Ενάντια στην κοινωνικοποιημένη ιατρική”. “Μία από τις παραδοσιακές μεθόδους επιβολής του κρατισμού ή του σοσιαλισμού σε έναν λαό,” πρόσθετε ο Ρίγκαν, “ήταν μέσω της ιατρικής”. Θεώρησε ότι η κίνηση προς την καθολική δημόσια υγειονομική περίθαλψη αποτελεί την πιο επικίνδυνη “επικείμενη” απειλή για τον αμερικανικό λαό.

Ο Ρίγκαν επέμεινε ότι το σύστημα ελεύθερων επιχειρήσεων ήταν επαρκέστατο. “Η ιδιωτικότητα, η φροντίδα που δίνεται σε ένα άτομο, το δικαίωμα επιλογής γιατρού, το δικαίωμα να μεταβεί από το ένα γιατρό στο άλλο”. Όπως υποστήριξε ο Μιτ Ρόμνι δεκαετίες αργότερα, η υγειονομική περίθαλψη πρέπει να «ενεργεί περισσότερο σαν μια καταναλωτική αγορά, δηλαδή όπως τα πράγματα που αντιμετωπίζουμε κάθε μέρα στη ζωή μας: τις αγορές ελαστικών, αυτοκινήτων, φίλτρων αέρα, όλων των ειδών προϊόντων. Οι αγορές καταναλωτών τείνουν να δουλεύουν πολύ καλά – μειώνουν το κόστος και να βελτιώνουν την ποιότητα”.

Το σημερινό χάος που προκαλείται από τις δραματικές ελλείψεις του βασικού ιατρικού εξοπλισμού, όπως μάσκες,  γάντια, τεστ για κορωναϊό ή αναπνευστήρες, απεικονίζει απόλυτα τον σπάταλο ανταγωνισμό που προκαλείται από λύσεις που βασίζονται στην αγορά. Ακριβώς όπως η Ιρλανδία εξακολούθησε να εξάγει τεράστιες ποσότητες τροφίμων στην Αγγλία κατά τον λοιμό του 1845-1849, την περασμένη εβδομάδα ένας προμηθευτής στη Λομβαρδία εξήγαγε μισό εκατομμύριο κιτ δοκιμών COVID-19 στις Ηνωμένες Πολιτείες – ακόμη και αν η Ιταλία μπορεί να χρειάζεται απεγνωσμένα αυτόν τον εξοπλισμό για δικά της διαγνωστικά τεστ. Ακόμη πιο προβληματικός, ο αγώνας για την εξεύρεση εμβολίου πιέζει τα κράτη να προσπαθήσουν επιθετικά να αγοράσουν τις φαρμακευτικές εταιρείες και τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας άλλων κρατών για δική τους χρήση. Ο Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος ουσιαστικά βασίζεται σε αυτή την αγοραία στρατηγική, προσέφερε πρόσφατα σε μια γερμανική εταιρεία “μεγάλα χρηματικά ποσά” για αποκλειστικά δικαιώματα σε ένα εμβόλιο COVID-19. Ομοίως, δήλωσε πρόσφατα στους κυβερνήτες των πολιτειών να προμηθευτούν από μόνοι τους τους αναπνευστήρες για τις περιφέρειες τους. “Το νόημα των πωλήσεων,  είναι ότι είναι πολύ καλύτερο και πολύ πιο άμεσο εάν μπορείτε να το κάνετε μόνοι σας”, υποστήριξε – πιέζοντας τις ομοσπονδιακές πολιτείες και τα νοσοκομεία να ανταγωνίζονται παρά να συνεργάζονται στη διανομή των προμηθειών.

Αυτές οι ιδέες για “ελευθερία επιλογής”, “υπεροχή του καταναλωτή”, ή “αυτοδιάθεση” έχουν, ωστόσο, επικρατήσει σε ευρύ πολιτικό φάσμα. Έχουν τροφοδοτήσει αντιεμβολιαστικά κινήματα, που θα μπορούσαν να εμποδίσουν τις μελλοντικές ενέργειες κατά του ιού, και τον σκεπτικισμό προς τις συστάσεις της επιστήμης και της δημόσιας υγείας (για να μην αναφέρουμε τις ριζοσπαστικές αριστερές κριτικές της «βιοπολιτικής», που απεικονίζουν τη δημόσια υγειονομική περίθαλψη ουσιαστικά ως μηχανισμό κοινωνικού ελέγχου). Ωστόσο, μετά από δεκαετίες κριτικής ενάντια στη δημόσια υγειονομική περίθαλψη ως αναποτελεσματικής, υπερβολικά δαπανηρής και περιοριστικής της ατομικής ελευθερίας επιλογής, η τωρινή κρίση θα δείξει πόσο αδύναμοι είναι οι αποκεντρωμένοι μηχανισμοί της αγοράς να οργανώσουν την βέλτιστη κατανομή των υγειονομικών πόρων.

Και μια από τις πιο υποδειγματικές απεικονίσεις αυτής της αποτυχίας είναι ακριβώς το αμερικανικό σύστημα υγειονομικής περίθαλψης. Εάν ο κόσμος ζηλεύει την χώρα της ελεύθερης αγοράς για πολλά πράγματα, η υγειονομική περίθαλψη είναι πιθανώς στο κάτω μέρος της λίστας. Αποτελεί ένα μίγμα που περιέχει γραφειοκρατία- με ατελείωτες φόρμες συμπλήρωσης και συμβάσεις για να συμπληρωθούν και να υπογραφούν – απίστευτα κόστη,  φόβο για νόσηση και φτωχά αποτελέσματα. Για παρατηρητές όπως εμείς, που προέρχονται από το Βέλγιο και τη Δανία, το αμερικανικό σύστημα μοιάζει ακριβώς με αυτό που ο Ρόναλντ Ρίγκαν θεωρούσε ότι ήταν ο σοσιαλισμός: χαμηλότερη ποιότητα, αναποτελεσματικότητα, υψηλό κόστος- και, στην πραγματικότητα, λιγότερες επιλογές.

Περιορισμένη ελευθερία επιλογής

Ενώ η “ελευθερία επιλογής” υπήρξε μάλλον ένα από τα ισχυρότερα συνθήματα των νεοφιλελεύθερων οικονομολόγων, όσον αφορά το πεδίο της υγειονομικής περίθαλψης, έχει επίσης, ειρωνικά, ως αποτέλεσμα, λιγότερη ελευθερία για τους περισσότερους ασθενείς. Αυτό συμβαίνει προφανώς με την έννοια του (οικονομικού) αποκλεισμού της πρόσβασης στη θεραπεία. Αν δεχτούμε ότι η ατομική ελευθερία δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς να ικανοποιούνται οι βασικές μας ανάγκες – ότι δεν μπορούμε να είμαστε πραγματικά ελεύθεροι σε μια κοινωνία όπου εκατομμύρια άνθρωποι δεν μπορούν να ανταπεξέλθουν στο οικονομικό κόστος μια συνταγογράφησης για την εκάστοτε ασθένεια – τότε πρέπει να παραδεχτούμε ότι ένα σύστημα ιδιωτικής ασφάλισης περιορίζει την ελευθερία μας.

Αλλά ακόμη και αν περιορίσουμε την έννοια για την ελευθερία σε μία απλή καταναλωτική επιλογή, το αμερικανικό σύστημα υγείας στην πραγματικότητα μειώνει το πεδίο της “κυριαρχίας των καταναλωτών”. Ένα από τα αποτελέσματα της ιδιωτικής ασφάλισης είναι ότι μπορείς να επιλέξεις μόνο τους γιατρούς και τα νοσοκομεία που σχετίζονται με την ασφάλειά σου – μια ασφάλιση που δεν επέλεξες καταρχάς με πλήρη ελευθερία, καθώς ήταν παρακολούθημα της σύμβασης εργασίας της δικής σου ή του συνεργάτη σου. Αυτή η κατάσταση όχι μόνο ενίσχυσε τις ανισότητες μεταξύ των Αμερικανών, αλλά και μεταξύ των νοσοκομείων που προσελκύουν τους πλουσιότερους πελάτες και των υποστελεχωμένων κλινικών που ασχολούνται με τους φτωχούς και τους ασθενέστερους ασθενείς. Αυτό το σύστημα φαίνεται περίεργο στις περισσότερες χώρες εκτός των Ηνωμένων Πολιτειών – ειδικά επειδή τα δημόσια συστήματα υγείας παρέχουν γενικά «το καλύτερο και των δύο κόσμων»: τόσο την εγγυημένη φροντίδα, όσο και το δικαίωμα επιλογής.

Στο Βέλγιο, για παράδειγμα, δεν υπάρχει κανένας περιορισμός στο νοσοκομείο, στο γιατρό ή στον ειδικό που θα συμβουλευτείς. Οποιοσδήποτε ασθενής είναι ελεύθερος να επιλέξει όποιον γιατρό θέλει χωρίς να χρειάζεται να πληρώσει περισσότερα. Όπως ένας από μας έπρεπε να τονίσει σε έναν απίστευτο αμερικανό φίλο που επισκέφθηκε το Βέλγιο, «μπορείτε απλά να πάτε ΌΠΟΥ θέλετε». Οι γιατροί μπορούν επίσης να επιλέξουν να εργάζονται όπου θέλουν, είτε σε δημόσια ή ιδιωτικά νοσοκομεία ή ως ιδιώτες. Επιπλέον, το σύστημα δεν απαιτεί όλα τα νοσοκομεία να είναι δημόσια (ακόμη και αν περισσότερα είναι). Υπάρχουν ιδιωτικά νοσοκομεία, αλλά μόνο εφόσον λειτουργούν μη κερδοσκοπικά και σέβονται τις τιμές που ορίζει η αρμόδια δημόσια αρχή για κάθε είδος ιατρικής περίθαλψης.

Το δωρεάν κοστίζει λιγότερο!

Η λαϊκή σοφία μπορεί να σας πει ότι τίποτα δεν είναι δωρεάν – και ότι η δημόσια υγειονομική περίθαλψη θα κοστίσει περισσότερο για τον φορολογούμενο από ό, τι ο εκάστοτε ατομικός λογαριασμός νοσηλείας. Αλλά οι αριθμοί δείχνουν ακριβώς το αντίθετο. Ενώ χώρες όπως το Βέλγιο και η Δανία δαπανούν περίπου το 10% του ΑΕΠ τους για την υγειονομική περίθαλψη, οι ΗΠΑ δαπανούν το 17,8% – ένα από τα πιο ακριβά συστήματα στον κόσμο. Γιατί πρέπει να πληρώσουμε περισσότερα για να πάρουμε λιγότερα;

Πρώτον, το αμερικανικό σύστημα σπαταλά πόρους στη γραφειοκρατική διαδικασία υποβολής και παρακολούθησης των αποζημιώσεων στις ασφαλιστικές εταιρείες. Σχεδόν το ένα τέταρτο των αμερικανικών δαπανών για την υγειονομική περίθαλψη είναι διοικητικές δαπάνες – περισσότερο από διπλάσιες από το μέσο όρο άλλων προηγμένων χωρών. Επί τούτου, μπορούμε να σταχυολογήσουμε τις υπερβολικές τιμές στις οποίες επιτρέπεται στις φαρμακευτικές εταιρείες να τιμολογούν τα προϊόντα τους. Ενώ οι Αμερικανοί πολίτες δαπανούν, κατά μέσο όρο, περισσότερα από 1.000 δολάρια ετησίως για τις συνταγές, οι περισσότεροι Ευρωπαίοι δαπανούν περίπου τα μισά. Δεν είναι λοιπόν έκπληξη το γεγονός ότι οι λομπίστες που χρηματοδοτούνται περισσότερο στην Ουάσινγκτον, δεύτεροι μετά από αυτούς του χρηματοπιστωτικού τομέα, είναι όσοι ασχολούνται με την υγειονομική περίθαλψη.

Αυτό εξηγεί επίσης γιατί, στις Ηνωμένες Πολιτείες, το ένα τρίτο των Αμερικανών παραδέχεται ότι αναβάλλει την ιατρική περίθαλψη. Το ένα τέταρτο του πληθυσμού θα αναβάλει ακόμη και τη θεραπεία για σοβαρά νοσήματα. Και σε όσους κερδίζουν λιγότερα από 40.000 δολάρια ετησίως, ο αριθμός αυτός αυξάνεται σχεδόν στο 40%. Όπως υπογράμμισε πρόσφατα η Vox, ακόμη και οι γυναίκες με καρκίνο του μαστού καθυστερούν μερικές φορές τη φροντίδα “λόγω των υψηλών επιβαρρύνσεων στο ασφαλιστικό τους πρόγραμμα, ακόμη και για βασικές υπηρεσίες όπως η ακτινογραφία”. Το πρόβλημα αυτό είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακό σε σχέση με την πανδημία του κορωνοϊού – οι ασθενείς με συμπτώματα δεν είναι πρόθυμοι να κάνουν τέστ, επειδή δεν μπορούν να αντέξουν το κόστος της δοκιμής ή της νοσηλείας. Μιας και αυτό θα μπορούσε να συμβάλλει δραματικά στον περιορισμό του ιού, οι Ρεπουμπλικάνοι αναγκάστηκαν τελικά να ανακοινώσουν ότι οι δοκιμές θα είναι δωρεάν.

Για να ξεπεραστεί αυτό το εμπόδιο, το Βέλγιο έχει προωθήσει προληπτικές διαβουλεύσεις στα κοινοτικά κέντρα υγείας, όπου οποιαδήποτε επίσκεψη στο γιατρό είναι εντελώς δωρεάν. Μία πτυχή του σκεπτικού είναι ότι η πραγματοποίηση των επισκέψεων αυτών δωρεάν παρέχει ισχυρό κίνητρο για να επισκεφτεί ο ασθενής το γιατρό νωρίς, αντί να περιμένει μέχρι να επιδεινωθεί η κατάστασή του – κάτι που σημαίνει υψηλότερο κόστος για τα ασφαλιστικά ταμεία και την κοινωνία (βαρύτερες θεραπείες, παρακολούθηση απο δυσεύρετο εξειδικευμένο προσωπικό, περισσότερες ημέρες νοσηλείας και κίνδυνος μόλυνσης περισσότερων ανθρώπων). Επιπλέον, καθώς καλύπτονται όλοι, δεν φτάνουμε σε μια κατάσταση όπου ανασφάλιστοι άνθρωποι συναθροίζονται μαζικά σε αίθουσες έκτακτης ανάγκης για συμπτώματα που θα μπορούσαν να αντιμετωπιστούν εύκολα εάν εντοπίζονταν νωρίτερα.

Το δανικό σύστημα λειτουργεί με τον ίδιο τρόπο. Όλοι μπορούν να επισκέπτονται το γιατρό τους εάν αισθάνονται άρρωστοι ή αδιάθετοι. Επιπλέον, δίνεται ιδιαίτερο βάρος στην προληπτική φροντίδα, όπως τους εμβολιασμούς και τα αντισυλληπτικά. Για παράδειγμα, γυναίκες μεταξύ πενήντα έως εξήντα εννέα προσκαλούνται για έναν (δωρεάν) έλεγχο καρκίνου του μαστού κάθε δεύτερο έτος και γυναίκες μεταξύ 23 και 65 ετών προσκαλούνται συχνά για εξέταση καρκίνου του τραχήλου της μήτρας. Στο Βέλγιο, το σύστημα ωθεί επίσης τον καθένα σε μία ετήσια επίσκεψη στον οδοντίατρο, δίνοντας του την δυνατότητα να προλάβουν προβλήματα νωρίτερα.

Όλοι μας χρειαζόμαστε περισσότερα, όχι λιγότερα

Ωστόσο, τα τελευταία τριάντα χρόνια, η τάση για εξορθολογισμό και ιδιωτικοποιήσεις αυξήθηκε επίσης στην Ευρώπη. Η φιλελεύθερη προσέγγιση για την λειτουργία δημόσιων υπηρεσιών, γνωστή σήμερα ως Νέα Δημόσια Διοίκηση, έχει θέσει υπό σοβαρή αμφισβήτηση τα συστήματα υγείας της Ευρώπης. Τα σημαντικότερα μέτρα μείωσης των δαπανών αποτελούν η μείωση των κλινών σε νοσοκομεία (τώρα πρέπει να λειτουργούν με υψηλά ποσοστά πληρότητας), η παροχή κινήτρων για τη μείωση νοσοκομειακής περίθαλψης, η μείωση των αποθεμάτων, η ομαδοποιημένη και όχι εξατομικευμένη προσέγγιση στην περίθαλψη, η ανάληψη πολλαπλών εργασιών και η διαρκής εναλλαγή καθηκόντων μεταξύ των νοσοκόμων, η εξορθολογισμένη χρήση του εξοπλισμού και της κατανομής των ασθενών και ο ανταγωνισμός μεταξύ νοσοκομείων, τα οποία πλέον λειτουργούν ως ημιαυτόνομοι φορείς.

Στη Δανία, για παράδειγμα, η εμμονή της Νέας Δημόσιας Διοίκησης στην περικοπή του κόστους, οδήγησε σε μια κατάσταση στην οποία οι ασθενείς (που τώρα θεωρούνται καταναλωτές) έχουν λιγότερες και λιγότερο ελκυστικές επιλογές ανάμεσα στις οποίες μπορούν να επιλέξουν, καθώς συνωστίζονται στο σύστημα. Εν τω μεταξύ, οι γιατροί και οι νοσηλευτές έχουν ελάχιστη δυνατότητα να βοηθήσουν τους αδύναμους καταναλωτές να περιηγηθούν στο σύστημα “επιλογής”, καθώς είναι απασχολημένοι με νέες, δαπανηρές και χρονοβόρες γραφειοκρατικές διαδικασίες που χρησιμοποιούνται για να γίνουν εκτιμήσεις για τους καταναλωτές, για εσωτερικές αξιολογήσεις και αναφορές. Πολλοί υγειονομικοί παραιτήθηκαν διαμαρτυρόμενοι, ενώ επιπλέον, χιλιάδες έχουν μεταπηδήσει και κατέλαβαν θέσεις στον ιδιωτικό τομέα.

Παρόλο που οι μεταρρυθμίσεις “λεπτού διαχειριστικού ελέγχου” έχουν μερικές φορές αυξήσει την παραγωγικότητα και μειώσει το κόστος, αυτό έχει σοβαρά μειονεκτήματα. Οι πρόσφατες μεταρρυθμίσεις στον τομέα της υγειονομικής περίθαλψης δεν συνδέονται μόνο γενικά με εντονότερο άγχος και εργασιακό στρές, αλλά επίσης (όπως στην Ιταλία) σε αυξανόμενα ποσοστά θνησιμότητας λόγω γεωγραφικών ανισομερειών και άνιση πρόσβαση στην υγεία. Επιπλέον, ενώ η αυξημένη αποτελεσματικότητα στην διανομή των νοσοκομειακών κρεβατιών οδηγεί σε καλύτερη διαχείριση πόρων, αυτό καθιστά το σύστημα πιο εύθραυστο σε περιπτώσεις απότομης αύξησης των ασθενών. Η μακρά τάση της πτώσης του αριθμού των νοσοκομειακών κλινών (αυτό αφορά και τις κλίνες εντατικής θεραπείας) δημιουργεί καταστάσεις που θα μας οδηγήσουν γρήγορα στην ιταλική καταστροφή.

Για παράδειγμα, στη Δανία, οι απολύσεις μεγάλης κλίμακας έχουν εξαφανίσει κάθε δυνατότητα αντίδρασης σε κρίσεις με αυξημένες απαιτήσεις προσωπικού. Τα ιδιωτικά νοσοκομεία, από την άλλη πλευρά, έχουν επεκταθεί από την περίοδο της πρωθυπουργίας του Anders Fogh Rasmussen στη δεκαετία του 2000, κυρίως λόγω της τεράστιας αύξησης των δημόσιων δαπανών προς τα ιδιωτικά νοσοκομεία. Η επέκταση οφείλεται  στην από του 2002 απόδοση στους ασθενείς του δικαιώματος επιλογής ενός ιδιωτικού νοσοκομείου εάν περιμένουν περισσότερους από δύο μήνες για θεραπεία σε δημόσιο νοσοκομείο (περίοδος μειωμένη σε ένα μήνα το 2007). Τιμώντας το σύνθημα «Τα χρήματα ακολουθούν τον ασθενή», ο δημόσιος τομέας επιδοτεί πλέον την ιδιωτική φροντίδα.

Ενώ ο ιδιωτικός τομέας δεν έχει ακόμη κατακτήσει μεγάλα τμήματα της “αγοράς” που εξακολουθεί να ελέγχεται από δημόσια νοσοκομεία, το καθολικό σύστημα υγείας της Δανίας έχει αμφισβητηθεί σε ένα άλλο μέτωπο – στην ανάπτυξη της ιδιωτικής ασφάλισης υγείας. Σήμερα, περίπου 2 εκατομμύρια Δανοί καλύπτονται από μια τέτοια ασφάλιση. Αυτοί οι άνθρωποι καλύπτονται συνήθως από εργοδότες, άμεσα ή μέσω συνταξιοδοτικού προγράμματος. Ενώ ορισμένοι ισχυρίζονται ότι η εξέλιξη αυτή θα οδηγήσει σε συντομότερες λίστες αναμονής, άλλοι ισχυρίζονται ότι θα οδηγήσει σε κοινωνικές ανισότητες (εκείνοι που έχουν ασφάλεια έχουν καλύτερη πρόσβαση στην υγειονομική περίθαλψη από άλλους). Η εξέλιξη αυτή κινδυνεύει εξίσου να υπονομεύσει την παροχή δημόσιας υγείας και να οδηγήσει στην ανάπτυξη δαπανηρών εναλλακτικών λύσεων, οι οποίες απολιπαίνουν το σύστημα υγείας από προσωπικό και πόρους.

Στην παρούσα κατάσταση, ωστόσο, οι Ευρωπαίοι έχουν γενικά ενοποθέσει την τυφλή εμπιστοσύνη τους στα δημόσια συστήματα υγείας και την απίστευτη αφοσίωση των εργαζομένων τους. Η υποστήριξη προς τους γιατρούς και τις νοσοκόμες που εργάζονται με σκληρές υπερωρίες οδήγησε πολλούς πολίτες και σπουδαστές να προσφέρουν εθελοντικά τη βοήθειά τους για την ανακούφιση αυτής της κρίσιμης κατάστασης. Αυτή η κρίση γίνεται αντιληπτή ως δημόσιο ζήτημα, όχι ως ιδιωτικό και ατομικό ζήτημα – και συνεπώς χρήζει συλλογικής απάντησης.

Ποτέ μην σπαταλάτε μια κρίση

Όταν ο Ρίγκαν έκανε την ηχογραφημένη δήλωση περί υγείας το 1961, ίσως είχε δίκιο υποστηρίζοντας ότι εάν ο Αμερικανός μπορούσε να ψηφίσει την κοινωνικοποιημένη ιατρική, «θα ψήφιζε χωρίς περιστροφές κατά». Ενώ αυτή η κατάσταση έχει τροποποιηθεί εξαιρετικά γρήγορα τα τελευταία τέσσερα χρόνια, μπορούμε πλέον να πούμε ότι μπαίνουμε σε άγνωστο έδαφος. Κατά έναν τρόπο που λίγοι θα είχαν φανταστεί, ο κορωνοϊός έχει, κατά τις τελευταίες εβδομάδες, προκαλέσει έντονα τη δυναμική του παγκόσμιου καπιταλισμού, φτάνοντας την οικονομία στα όρια της – ίσως ακόμη και να την οδηγήσει προς μια πρωτοφανή κρίση.

Οι απαντήσεις στην επικείμενη κρίση θα μπορούσαν να πάρουν πολλές κατευθύνσεις. Από τη μία πλευρά, όπως επεσήμανε η Ναόμι Κλάιν, διαμορφώνονται τα περιγράμματα ενός αποκαλούμενου καπιταλισμού του κορωνοϊού, όπου η “διοίκηση Τραμπ και άλλες κυβερνήσεις σε όλο τον κόσμο εκμεταλλεύονται δραματικά την κρίση για ρυθμίσεις και μέτρα στήριξης των μεγάλων εταιρειών χωρίς την λήψη καμίας ανταποδοτικής υποχρέωσης ενώπιον του κράτους”, ενώ η Κίνα έχει δηλώσει ότι θα χαλαρώσει τους περιβαλλοντικούς ελέγχους για να τονώσει την οικονομία της. Από την άλλη πλευρά, οι κυβερνήσεις σε όλο τον κόσμο έχουν εφαρμόσει οικονομικά μέτρα, όπως αποζημιώσεις μισθών και τα πακέτα στήριξης για τις μικρές επιχειρήσεις, για να αντιμετωπίσουν τις οικονομικές δυσκολίες.

Πράγματι, αυτή τη στιγμή φαίνεται να επανακαλύπτεται το κράτος – ως μέσο που δεν είναι μόνο κατάλληλο για την διατήρηση της τάξης στην ανεξέλεγκτη αγορά- τονώνοντας τον ανταγωνισμό και κρατώντας τις δημόσιες δαπάνες στο ελάχιστο, αλλά μπορεί επίσης να ενισχύσει την οικονομία μέσω δημοσιονομικών πολιτικών και να λάβει ισχυρά μέτρα για το κοινό καλό. Σε μια εκπληκτική αναστροφή της ιστορίας, οι κυβερνήσεις ανοικοδομούν εκ νέου την κρατική κυριαρχία. Η Ισπανία έχει επιτάξει ιδιωτικά νοσοκομεία και προμηθευτές φαρμάκων. Η Ιταλία επανεθνικοποίησε τον αερομεταφορέα Alitalia και η Βρετανία τους σιδηροδρόμους. Η Γερμανία μιλά για εθνικοποιήσεις για την επανατοποθέτηση των αλυσίδων εφοδιασμού “προκειμένου να κερδηθεί η εθνική κυριαρχία σε ευαίσθητες περιοχές”.

Επιπλέον,οι απίστευτες δυσκολίες που αντιμετώπισαν τα κράτη στην ταχεία παραγωγή βασικών προμηθειών για τη συγκράτηση του ιού – και η απροθυμία τους να κατασχέσουν αναγκαία αποθέματα ή να χρησιμοποιήσουν  την ομοσπονδιακή νομοθεσία για να επιβάλλουν σε ιδιώτες την παραγωγή των προμηθειών – έχουν θέσει υπό αμφισβήτηση τις ίδιες τις αρχές του παγκοσμιοποιημένου καταμερισμού της εργασίας.

Βάσεις για τις εναλλακτικές λύσεις

Συνολικά, οι εξελίξεις αυτές υποδηλώνουν ότι εξακολουθούν να υφίστανται εναλλακτικές λύσεις για τη νεοφιλελεύθερη ηγεμονία. Το ίδιο φανερώνει και το γεγονός ότι τα μέτρα για την καταπολέμηση του κορωνοϊού απολαμβάνουν μέχρι στιγμής καθολικής αποδοχής και στήριξης από την κοινωνία. Εναπόκειται στην Αριστερά να εκμεταλλευτεί αυτή την ιστορική ευκαιρία εξασφαλίζοντας ότι οι πολιτικές εναλλακτικές λύσεις δεν εξαφανίζονται με την ίδια ταχύτητα με την οποία αναδύονται.

Ένα προφανές μέρος για να λάβει χώρα, ή μάλλον να συνεχιστεί, αυτός ο πολιτικός τοκετός είναι ο τομέας της δημόσιας υγείας. Η τρέχουσα κρίση έχει καταστήσει ένα πράγμα σαφές: ο ιός δεν ενδιαφέρεται για το ασφαλιστικό σου πρόγραμμα. Αντίθετα,σε υποχρεώνει να σκέφτεσαι την υγειονομική περίθαλψη ως συλλογικό δικαίωμα, το οποίο απαιτεί ισχυρά συστήματα υγείας, δωρεάν και προσβάσιμα σε όλους τους πολίτες.

Αλλά σίγουρα, σε αυτή τη στιγμή, θα πρέπει να σκεφτούμε φιλόδοξα – όχι μόνο για την υγεία ως συλλογικό δικαίωμα, αλλά για τον τρόπο με τον οποίο ο καπιταλισμός έχει διαχειριστεί την ύπαρξή μας. Το COVID-19 έδειξε ότι ολόκληρος ο κόσμος είναι πρόθυμος να κάνει δραματικές αλλαγές και οικονομικές θυσίες για να σώσει ζωές. Πρέπει να απαιτήσουμε ώστε οι αρχές που αφορούν την συλλογική παροχή υγείας να επεκταθούν και σε άλλα θέματα, όπως την διατροφική ασφάλεια και την μάχη κατά της κλιματικής αλλαγής.

Η ισπανική γρίπη το 1918 επέφερε ραγδαίους και μακροχρόνιους κοινωνικούς μετασχηματισμούς, που έγιναν δυνατοί ενόψει ισχυρών ενεργειών του κράτους και του δημόσιου χώρου. Η κρίση του COVID-19 του 2020 προσφέρει για άλλη μία φορά την ευκαιρία να αλλάξει ο κόσμος- και μας δείχνει ότι τα αναγκαία εργαλεία είναι διαθέσιμα.

Πηγή: Jacobin

Μετάφραση: antapocrisis

1 reply

Leave a Reply

Want to join the discussion?
Feel free to contribute!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *