Η παγίδα της Ιερουσαλήμ

Την περασμένη βδομάδα ο Πρόεδρος Τραμπ ανακοίνωσε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα αναγνωρίσουν την Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσα του Ισραήλ και θα μεταφέρουν εκεί την Αμερικανική πρεσβεία.

Η Ιερουσαλήμ υπήρξε από καιρό τόπος ισραηλινής καταπίεσης εναντίον των Παλαιστινίων. Όπως εξηγεί η ισραηλινή ομάδα ανθρωπίνων δικαιωμάτων B’tselem, ο Τραμπ ισχυρίζεται ότι η Ιερουσαλήμ είναι η πρωτεύουσα του Ισραήλ, αλλά «το Ισραήλ δεν αναγνώρισε ποτέ τους παλαιστίνιους κατοίκους της Ιερουσαλήμ- τον λαό του οποίου η χώρα προσαρτήθηκε μονομερώς και παράνομα από το κράτος».Κατά τη διάρκεια της εκστρατείας εθνοκάθαρσης του 1947-48, μέσω της οποίας δημιουργήθηκε το ισραηλινό κράτος, το Ισραήλ πήρε τον έλεγχο της Δυτικής Ιερουσαλήμ. Είκοσι χρόνια αργότερα ξεκίνησε η κατοχή της Ανατολικής Ιερουσαλήμ και το 1973 έδωσε εντολή επίσημα να δημιουργηθεί ένα δημογραφικό πλεονέκτημα -μέσω εποικισμού- της τάξεως του 73% έως 26% για τους εβραϊκούς πληθυσμούς της πόλης.

Έκτοτε, 280.000 έποικοι έχουν μετακινηθεί παράνομα ενώ το Ισραήλ έχει καταλύσει το δικαίωμα στη διαμονή 14.500 Παλαιστινίων, έχει καταστήσει απαγορευτικό για τους Παλαιστίνιους το να λάβουν οικοδομικές άδειες, έχει θεσπίσει προϋπολογισμούς που εισάγουν διακρίσεις και παρέχει σταθερά άνισες δημοτικές υπηρεσίες.

H πόλη υπήρξε από πολύ παλιά το κέντρο της παλαιστινιακής ζωής και το Ισραήλ δεν έχει κυριαρχία πάνω της σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο. Από αυτή την άποψη, η απόφαση του Τραμπ ισοδυναμεί με “αναγνώριση από εκείνους που δεν κατέχουν σε αυτούς που δεν δικαιούνται”, σύμφωνα με τα λόγια του Παλαιστινιακού Κέντρου για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα. Για το Παλαιστινιακό Κίνημα Νεολαίας, η απόφαση «ισοδυναμεί με φτύσιμο στο πρόσωπο του λαού μας και στην αντιαποικιοκρατική πάλη δεκαετιών και μάλιστα αποτελεί μια μορφή υποταγής στην αποικιοκρατία», ένα «συμβολικό πραξικόπημα ενάντια στην παλαιστινιακή απαίτηση για νόμιμη αυτοδιάθεση του λαού μας και στο δικαίωμα μας στη διαχείριση της κοινωνικής, πολιτιστικής και ιστορικής μας κληρονομιάς”.

Το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ κατήγγειλε την απόφαση του Τραμπ. Η παλαιστινιακή ομάδα ανθρωπίνων δικαιωμάτων Al-Haq επισημαίνει ότι η «αναγνώριση της Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσα του Ισραήλ παραβιάζει το αναφαίρετο παλαιστινιακό δικαίωμα στην αυτοδιάθεση» ενώ το Κέντρο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Al-Mezan επισημαίνει ότι πρόκειται για «καταφανή παραβίαση των ψηφισμάτων 476, 478 και 181 του ΟΗΕ και υπονομεύει τα δικαιώματα του παλαιστινιακού λαού».

Περισσότεροι από 130 επιστήμονες αμερικανο-εβραϊκών Σπουδών συγκέντρωσαν υπογραφές καταδικάζοντας την αμερικανική κυβέρνηση, διότι «υποστηρίζει την αποκλειστική εβραϊκή ιδιοκτησία πάνω στην Ιερουσαλήμ». Το έγγραφο σημειώνει ότι «η Ιερουσαλήμ έχει τεράστια θρησκευτική και συναισθηματική σημασία για τους Εβραίους, τους Μουσουλμάνους και τους Χριστιανούς ομοίως… Ελπίζουμε μια μέρα να δούμε έναν κόσμο στον οποίο όλοι οι κάτοικοι της γης θα έχουν ίση πρόσβαση στους πολιτιστικούς και υλικούς πόρους της πόλης».

Οι Παλαιστίνιοι απάντησαν στην κίνηση του Τραμπ με μαζικές διαμαρτυρίες. Ισραηλινές δυνάμεις βομβάρδισαν τη Γάζα, σκοτώνοντας δύο Παλαιστίνιους ενώ περίπου εκατό Παλαιστίνιοι έχουν τραυματιστεί στη Γάζα και τη Δυτική Όχθη.

Παρά τις ισχυρές αντιδράσεις, οι Ηνωμένες Πολιτείες φαίνεται απίθανο να αλλάξουν την απόφασή τους. Πιστεύουν ότι η αναγνώριση της Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσας του Ισραήλ θα συντρίψει τελικά την παλαιστινιακή αντίσταση, ενισχύοντας έτσι την περιφερειακή θέση της Αμερικής και των εταίρων της.

Αμερικανοκίνητη αποικιοκρατία

Η απόφαση για την Ιερουσαλήμ δεν αποτελεί απλώς παράδειγμα της βίαια καταστροφικής ηγεσίας του Τραμπ αλλά είναι αποτέλεσμα της μακροχρόνιας αμερικανικής στρατηγικής στην περιοχή.

Στην πραγματικότητα, οι Δημοκρατικοί πίεζαν για αυτή την κίνηση για περισσότερα από είκοσι πέντε χρόνια. Ο Μπιλ Κλίντον και ο Μπαράκ Ομπάμα αναδείχθηκαν στην εξουσία υποστηρίζοντας την ψηφισμένη απόφαση του Κογκρέσου του 1995, το Νόμο περί Πρεσβείας της Ιερουσαλήμ, που υποχρέωνε τις Ηνωμένες Πολιτείες να μετακινήσουν την πρεσβεία τους στην Ιερουσαλήμ. Τριάντα δύο Δημοκρατικοί, μεταξύ των οποίων ο Τζο Μπάιντεν και ο Τζον Κέρρυ, συνυπέγραψαν το νομοσχέδιο.

Τον Ιούνιο του τρέχοντος έτους, η Γερουσία ψήφισε, με πλειοψηφία 90-0, την επιβεβαίωση του νόμου του 1995 και κάλεσε τον πρόεδρο να ακολουθήσει τις διατάξεις του. Επιφανείς Δημοκρατικοί όπως οι Cory Booker, Ben Cardin, Kirsten Gillibrand και Chuck Schumer συνυπέγραψαν το ψήφισμα και ακόμα και ο Bernie Sanders ψήφισε υπέρ της νομοθεσίας. Ο Chuck Schumer, ηγέτης των Δημοκρατικών στη Γερουσία, επέκρινε τον πρόεδρο τον Οκτώβριο για την αναποφασιστικότητα του σχετικά με το θέμα και τώρα ισχυρίζεται ότι συμβούλευσε τον Τραμπ να αναγνωρίσει την Ιερουσαλήμ ως «αδιαίρετη πρωτεύουσα» του Ισραήλ.

Από αυτήν την άποψη, η αναγνώριση της Ιερουσαλήμ αποτελεί μια ακόμα περίπτωση δικομματικής υποστήριξης στην αποικιοκρατία των Ισραηλινών.

Η κυβέρνηση των ΗΠΑ παρείχε σημαντική στήριξη στο Ισραήλ πριν από το 1967, αλλά ο πόλεμος εκείνου του έτους καθιέρωσε τη μεταξύ τους σχέση. Έκτοτε, το Ισραήλ υπηρέτησε το αμερικανικό κράτος ως πολύτιμος εντολοδόχος του, παρέχοντας μισθοφορικές υπηρεσίες ενάντια στον αραβικό εθνικισμό, στην αριστερά της Μέσης Ανατολής, στους συμμάχους των Σοβιετικών στην περιοχή και πέραν αυτής και σε κάθε δύναμη που εμπόδιζε το αμερικανικό κεφάλαιο.

Το Ισραήλ αποτελεί επιπλέον μια προσοδοφόρα αγορά εξοπλισμών για τις αμερικανικές επιχειρήσεις ενώ οι άρχουσες τάξεις των δύο χωρών είναι τόσο βαθιά συνδεδεμένες σε τομείς όπως η τεχνολογία και η ασφάλεια, που είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς που αρχίζει ο ένας και πού τελειώνει ο άλλος. Με απλά λόγια, το Ισραήλ δεν θα μπορούσε να διαπράξει τα αμέτρητα εγκλήματά του εναντίον του παλαιστινιακού και άλλων λαών στην περιοχή χωρίς την οικονομική, στρατιωτική και πολιτική υποστήριξη των ΗΠΑ.

Στο τέλος του Ψυχρού Πολέμου, Αμερικανοί και Ισραηλινοί καπιταλιστές και πολιτικοί αποφάσισαν ότι το Ισραήλ πρέπει να ενσωματωθεί στην περιφερειακή τάξη. Για να συμβεί αυτό, θα έπρεπε να τελειώσουν με το Παλαιστινιακό ζήτημα. Οι Ηνωμένες Πολιτείες παρέμειναν προσηλωμένες σε αυτόν τον στόχο, μέσω της προώθησης αυτού που παραπλανητικά ονομάστηκε “ειρηνευτική διαδικασία”.

Η συμφωνία του Όσλο του 1993 ήταν το αποκορύφωμα αυτής της προσπάθειας. Η συμφωνία αυτή ανέβαλε για το ακαθόριστο μέλλον τα ζητήματα της Ιερουσαλήμ και του δικαιώματος επιστροφής των Παλαιστινίων προσφύγων, ενώ έδωσε στους Παλαιστίνιους περιορισμένη κυριαρχία στη Γάζα και τη Δυτική Όχθη.

Ανέθεσε δε τη διοίκηση αυτών των εδαφών στην Παλαιστινιακή Αρχή, ένα δημιούργημα του Όσλο. Όπως γράφει η Mandy Turner, η Παλαιστινιακή Αρχή είναι «μια μη κυρίαρχη οντότητα, η ύπαρξη της οποίας υπόκειται σε συνεχείς διαπραγματεύσεις με τον κατακτητή, το Ισραήλ», καθώς και με διεθνείς δωρητές που δεν λογοδοτούν στους Παλαιστίνιους, καθιστώντας την «συμβαλλόμενο μέρος σε μια πολύπλοκη διαδικασία συνεργασίας, την ώρα που το Ισραήλ συνεχίζει τις αποικιακές πρακτικές του». Η Παλαιστινιακή Αρχή εκπλήρωσε συχνά τις επιθυμίες τόσο των Ισραηλινών όσο και των ΗΠΑ, κυρίως καταστέλλοντας την παλαιστινιακή αντίσταση.

Στα χρόνια μετά το Όσλο, ο αριθμός των Ισραηλινών που εγκαταστάθηκαν παράνομα στη Δυτική Όχθη -συμπεριλαμβανομένης της Ανατολικής Ιερουσαλήμ- έχει υπερδιπλασιαστεί. Η Γάζα έχει καταστεί σε μεγάλο βαθμό ένα στρατόπεδο φυλακισμένων όπου το Ισραήλ έχει σφαγιάσει χιλιάδες, ενώ οι Παλαιστίνιοι πολίτες του Ισραήλ αντιμετωπίζουν συστηματικές διακρίσεις. Η βία που είναι εγγενής σε όλες αυτές τις σχέσεις υπογραμμίζει το γεγονός ότι το «ειρηνευτική» είναι ένας εσφαλμένος προσδιορισμός: καλύτερα να σκεφτόμαστε τη διαδικασία ως μια ακόμη φάση της αποικιοκρατίας.

Όπως γράφει ο Ράσιντ Χαλίντι στους Brokers of Deceit, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν παρέμειναν ουδέτερες στις συνομιλίες μεταξύ Παλαιστίνης και Ισραήλ, αλλά ενήργησαν ως «δικηγόρος του Ισραήλ». Αμερικανοί πολιτικοί, γράφει, υπηρέτησαν την «εσωτερική πολιτική και την πολιτική του μεγάλου πετρελαϊκού κεφαλαίου και της βιομηχανίας των όπλων, που προωθούσαν τη διατήρηση ενός status quo, που θα βασίζεται στην απομάκρυνση μιας δίκαιης και ειρηνικής επίλυσης» του Παλαιστινο-Ισραηλινού ζητήματος.

Από αυτή την άποψη, ο ισχυρισμός του Τραμπ ότι η Ιερουσαλήμ είναι η πρωτεύουσα του Ισραήλ δεν αποτελεί απειλή για την ειρηνευτική διαδικασία αλλά λογική της απόληξη.

Απρόσμενες Φιλίες

Το παιχνίδι της αναγνώρισης της Ιερουσαλήμ θα πρέπει να γίνει κατανοητό στο πλαίσιο της προσπάθειας της αμερικανικής άρχουσας τάξης να εδραιώσει την υπεροχή του Ισραήλ και των χωρών του Κόλπου στην περιοχή, υπό την επίβλεψη του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού. Αυτό απαιτεί την ομαλοποίηση των σχέσεων μεταξύ του Ισραήλ και των κρατών του Συμβουλίου Συνεργασίας του Κόλπου (ΣΣΚ) – της Σαουδικής Αραβίας, των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, του Μπαχρέιν, του Ομάν, του Κουβέιτ και του Κατάρ. (Η υπόθεση του Κατάρ περιπλέκεται από τις προσπάθειες της Σαουδικής Αραβίας να απομονώσει το πρώτο, υποστηριζόμενη και από το Ισραήλ, εξαιτίας των φιλικών σχέσεων του Κατάρ με τη Χαμάς και το Ιράν).

Η εξασφάλιση αυτού του περιφερειακού μπλοκ θα αποδυναμώσει, αν όχι συντρίψει, τις δυνάμεις που οι σχεδιαστές της ιμπεριαλιστικής αμερικανικής πολιτικής και οι σύμμαχοί τους στη Μέση Ανατολή βλέπουν ως εμπόδια. Το Ιράν, οι σύμμαχοί του στο Ιράκ, η Συρία, η Χεζμπολάχ και η Υεμένη κατέχουν υψηλή θέση σε αυτόν τον κατάλογο. Αν και συχνά υπερβάλουν όσοι αναφέρονται στους δεσμούς της τελευταίας με το Ιράν, ο εναντίον τους συνασπισμός βοήθησε στην επιτάχυνση του κατακλυσμικού πολέμου που διεξάγουν οι Ηνωμένες Πολιτείες, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Σαουδική Αραβία και οι σύμμαχοί τους στην Υεμένη.

Ομοίως, στη Συρία, οι Ηνωμένες Πολιτείες, το Ισραήλ και οι χώρες του Συμβουλίου Συνεργασίας του Κόλπου πολέμησαν έναν έμμεσο πόλεμο εναντίον του Ιράν, της Χεζμπολάχ, της Ρωσίας και της συριακής κυβέρνησης. Και τον περασμένο μήνα, η Σαουδική Αραβία φαινόταν να ανάγκασε τον πρωθυπουργό του Λιβάνου Σαάντ Χαρίρι σε παραίτηση, πιθανότατα επειδή ήταν πολύ κοντά στη Χεζμπολάχ.

Δεν μπορούμε όμως να χωρίσουμε τα γεωπολιτικά συμφέροντα μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών, του Ισραήλ και του Συμβουλίου Συνεργασίας του Κόλπου από τα οικονομικά τους συμφέροντα, τα οποία ο AdamHaniehπεριγράφει ως:

«Μια πολιτική ενσωμάτωσης των θεμελίων της Αμερικανικής στήριξης στην περιοχή στο πλαίσιο μιας ενιαίας, νεοφιλελεύθερης οικονομικής ζώνης που θα συνδέεται με τις ΗΠΑ μέσω μιας σειράς διμερών εμπορικών συμφωνιών. Το όραμα αυτό αποσκοπεί στην προώθηση της ελεύθερης ροής κεφαλαίων και αγαθών (αλλά όχι κατ’ανάγκη εργασίας) σε όλη την περιοχή της Μέσης Ανατολής. Στις αγορές της περιοχής θα κυριαρχούν οι αμερικανικές εισαγωγές, ενώ η φθηνή εργασία, συγκεντρωμένη σε «ελεύθερες» οικονομικές ζώνες που θα ανήκουν στο περιφερειακό και το διεθνές κεφάλαιο, θα παράγει χαμηλού κόστους εξαγωγές προοριζόμενες για αγορές στις ΗΠΑ, την ΕΕ, το Ισραήλ και τον Κόλπο».

Για να πραγματοποιηθεί πλήρως αυτό το σενάριο, οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να ενθαρρύνουν τις συμμαχίες μεταξύ των Αραβικών δικτατοριών και του Ισραήλ, κάτι που απαιτεί εξομάλυνση της εκδίωξης του παλαιστινιακού λαού, μια διαδικασία που έχει ξεκινήσει εδώ και χρόνια.

Η Σαουδική Αραβία είναι από καιρό ο κύριος εταίρος των Ηνωμένων Πολιτειών στο Συμβούλιο Συνεργασίας του Κόλπου. Όπως εξηγεί ο Toby C. Jones, «οι πωλήσεις όπλων και η εμπλοκή του αμερικανικού στρατιωτικό-βιομηχανικού συγκροτήματος με τον πετρελαϊκό πλούτο της Σαουδικής Αραβίας» αποτελούν τα θεμέλια αυτής της εταιρικής σχέσης. Και συνεχίζει: «δεν υπάρχει μεγαλύτερος κινητήρας για την ανακύκλωση των πετροδολαρίων της Σαουδικής Αραβίας και του Περσικού Κόλπου από τα μαζικά και ακριβά οπλικά συστήματα».

Τώρα το Ισραήλ φαίνεται να καλλιεργεί τη δική του ιδιαίτερη σχέση με τη Σαουδική Αραβία. Μετά την παραίτηση του Χαρίρι, το Ισραήλ διέταξε τους διπλωμάτες του να επαναλάβουν τις σαουδαραβικές συνομιλίες που ισχυρίστηκαν ότι εγκατέλειψαν εξαιτίας της ιρανικής εμπλοκής στο Λίβανο. Τον Νοέμβριο, ένας ανώτερος ισραηλινός στρατιωτικός αξιωματούχος δήλωσε στα Σαουδαραβικά ΜΜΕ ότι το Ισραήλ θα μοιραστεί πληροφορίες σχετικά με το Ιράν με το σαουδαραβικό κράτος.

Η κίνηση της διοίκησης του Τραμπ στην Ιερουσαλήμ έρχεται εν μέσω μιας γενικότερης πίεσης για την επίλυση του παλαιστινιακού ζητήματος, αυτού που φαίνεται να είναι μια γελοία, άδικη λύση και της οποίας οι Σαουδάραβες δρουν ως εντεταλμένοι. Σύμφωνα με τους New York Times, ο πρίγκιπας της Σαουδικής Αραβίας Μοχάμεντ Μπιν Σαλμάν παρουσίασε στον Πρόεδρο της Παλαιστινιακής Αρχής Μαχμούντ Αμπάς ένα σχέδιο με το οποίο:

«Οι Παλαιστίνιοι θα αποκτήσουν ένα δικό τους κράτος, αλλά μόνο στα μη συνεχόμενα τμήματα της Δυτικής Όχθης και μόνο με περιορισμένη κυριαρχία στην επικράτειά τους. Η συντριπτική πλειονότητα των ισραηλινών οικισμών στη Δυτική Όχθη, που ο περισσότερος κόσμος θεωρεί παράνομους, θα παραμείνει. Οι Παλαιστίνιοι δεν θα λάβουν την Ανατολική Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσα τους και δεν θα αναγνωριστεί δικαίωμα επιστροφής στους Παλαιστίνιους πρόσφυγες».

Η συμφωνία αυτή απαιτεί από τους Παλαιστινίους να δεχτούν μια περιοχή που αντιπροσωπεύει μόνο ένα μέρος της Δυτικής Όχθης και να προσποιηθούν ότι αυτό το μη κυρίαρχο τμήμα αποτελεί κράτος, ενώ παρακάμπτονται τα ζητήματα των προσφύγων και της Ιερουσαλήμ. Το ότι το σύνολο της Δυτικής Όχθης και της Γάζας αποτελεί μόνο το 22% της ιστορικής Παλαιστίνης αποκλύπτει ότι οι Παλαιστίνιοι δεν καλούνται να συνάψουν συμφωνία αλλά να παραδοθούν. Ο πρίγκιπας Μοχάμεντ ανέφερε στον Αμπάς ότι εάν δεν συμφωνήσει με αυτούς τους όρους, θα αντικατασταθεί από κάποιον που θα το κάνει.

Σύμφωνα με τον Peter Barker, η κυβέρνηση Τραμπ βλέπει μια «σύγκλιση παραγόντων που καθιστούν την στιγμή ώριμη [για μια τέτοια ρύθμιση], συμπεριλαμβανομένης της αυξημένης προθυμίας των αραβικών κρατών να λύσουν επιτέλους το ζήτημα για να στρέψουν την προσοχή τους εκ νέου στο Ιράν, το οποίο θεωρούν μεγαλύτερη απειλή [από το Ισραήλ]».

Πράγματι, πηγές με γνώση της συνάντησης μεταξύ Αμπάς και Μπιν Σαλμάν λένε ότι ο πρίγκιπας δήλωσε στον Αμπάς ότι το κρατίδιο της Σαουδικής Αραβίας «έχει σοβαρή ανάγκη υποστήριξης από τις Ηνωμένες Πολιτείες και το Ισραήλ για να αντιμετωπίσει την «υπαρξιακή σύγκρουση» με την Τεχεράνη». Οι Σαουδάραβες δεν μπορούν να έχουν το Ισραήλ από την πλευρά τους, όσο το παλαιστινιακό ζήτημα παραμένει αναπάντητο. Ως εκ τούτου, ο πρίγκιπας Μοχάμεντ θέλει να οικοδομήσει «μια μεγάλη περιφερειακή συμμαχία», στην οποία οι Ισραηλινοί και οι Παλαιστίνιοι θα αντιμετωπίσουν από κοινού το Ιράν.

Για να οικοδομηθεί μια τέτοια συμμαχία, οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να πείσουν τους Άραβες δικτάτορες να αψηφήσουν τις επιθυμίες των λαών τους και να αγκαλιάσουν τον ισραηλινό αποικισμό της Παλαιστίνης. Η μετακίνηση της πρωτεύουσας προς την Ιερουσαλήμ αποτελεί ένα μέρος της προσπάθειας για την εξουδετέρωση της παλαιστινιακής αντίστασης, διευθετώντας το παλαιστινιακό μία για πάντα.

Η περιορισμένη συμφωνία συμφιλίωσης μεταξύ της Χαμάς και της Φατάχ (της κυρίαρχης ομάδας της Παλαιστινιακής Αρχής) θα διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στις εξελίξεις. Οι σχέσεις της Χαμάς με το Ιράν και τη Συρία επιδεινώθηκαν όταν η Χαμάς αρνήθηκε να υποστηρίξει τη συριακή κυβέρνηση στον εμφύλιο πόλεμο, αλλά αυτή η κατάσταση φαίνεται να αλλάζει. Τον Νοέμβριο συναντήθηκαν αξιωματούχοι από τη Χαμάς και τη Χεζμπολάχ, καθώς η τελευταία προσπάθησε να αποκαταστήσει τη σύνδεση μεταξύ Χαμάς και Συρίας. Είναι δύσκολο να φανταστούμε ότι η συμφιλίωση Φατάχ-Χαμάς θα επιβιώσει, όταν η Χαμάς ευθυγραμμίζεται με το Ιράν, τη Χεζμπολάχ και τη Συρία και η Παλαιστινιακή Αρχή με επικεφαλής την Φατάχ προσανατολίζεται στο στρατόπεδο των ΗΠΑ-Σαουδικής Αραβίας-Ισραήλ.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι δορυφόροι τους φαίνεται να προσπαθούν να εξουδετερώσουν την παλαιστινιακή αντίσταση στον εποικισμό κρατώντας τον λαό διχασμένο, ευλογώντας την κλοπή της Ιερουσαλήμ και διασφαλίζοντας ότι η Παλαιστινιακή Αρχή θα καταλήξει σε μια άκρως άδικη συμφωνία με το Ισραήλ.

Αυτές οι κινήσεις αποτελούν συστατικά στοιχεία της προσπάθειας των ΗΠΑ να εξουδετερώσουν την αντίθεσή του Ιράν και των εταίρων του, ιδιαίτερα της Χεζμπολάχ, στην ηγεμονία των ΗΠΑ-ΣΣΚ-Ισραήλ.

Την ανακοίνωση του Τραμπ ακολούθησαν εξαγγελίες μιας τρίτης Ιντιφάντα και διαδηλώσεις υπέρ των Παλαιστινίων πραγματοποιούνται σε ολόκληρο τον πλανήτη. Η απόφαση των Ηνωμένων Πολιτειών μπορεί να έχει δώσει αθέλητα οξυγόνο στις παλιές φλόγες της παλαιστινιακής αντίστασης και της παγκόσμιας αλληλεγγύης, ίσως αρκετό για να ξεκινήσει η εξισορρόπηση των δυνάμεων προς μια τελική ειρήνη με απελευθέρωση.

Πηγή: The Jerusalem Gambit. Jacobin Magazine. 14/12/2017

Mετάφραση: Νάσια Πλιακογιάννη

0 replies

Leave a Reply

Want to join the discussion?
Feel free to contribute!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *