Η καπιταλιστική πανδημία, ο κορωνοϊός και η οικονομική κρίση

Η πανδημία του κορωνοϊού είναι ένα σοβαρό πρόβλημα δημόσιας υγείας και ο ανθρώπινος πόνος που προκαλείται από την εξάπλωση του ιού θα είναι τεράστιος. Αν επηρεάσει μαζικά τις χώρες του παγκόσμιου νότου με τα πολύ εύθραυστα συστήματα δημόσιας υγείας που υποσκάπτονται εδώ και 40 χρόνια από νεοφιλελεύθερες πολιτικές, ο αριθμός των νεκρών θα είναι μεγάλος. Δεν πρέπει να ξεχνάμε την κρίσιμη κατάσταση στο Ιράν, θύμα του αποκλεισμού που επιβάλλει η Ουάσιγκτον, αποκλεισμός που περιλαμβάνει φάρμακα και ιατρικό εξοπλισμό.

Με πρόσχημα την αναγκαιότητα της δημοσιονομικής λιτότητας για την αποπληρωμή του δημόσιου χρέους, κυβερνήσεις και σημαντικοί διεθνείς οργανισμοί – όπως η Παγκόσμια Τράπεζα, το ΔΝΤ και διάφορες περιφερειακές τράπεζες όπως η Αφρικανική Τράπεζα Ανάπτυξης – εφάρμοσαν παντού πολιτικές που διέλυσαν τα εθνικά συστήματα δημόσιας υγείας: απολύσεις στον ιατρικό τομέα, επισφαλής εργασία στην υγεία, κλείσιμο μονάδων υγείας, αύξηση του κόστους ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης και των τιμών των φαρμάκων, αποεπένδυση σε υποδομές και εξοπλισμό, ιδιωτικοποίηση διαφόρων τομέων υγείας, περικοπές των δημόσιων επενδύσεων στην έρευνα και την ανάπτυξη θεραπειών προς όφελος των μεγάλων ιδιωτικών φαρμακευτικών ομίλων…

Αυτό ισχύει τόσο για την Αφρική, την Ασία, τη Λατινική Αμερική και την Καραϊβική, όσο και για χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ, τη Ρωσία και άλλες πρώην δημοκρατίες της πρώην ΕΣΣΔ, την κεντρική και ανατολική Ευρώπη. Και προφανώς αφορά και ευρωπαϊκές χώρες όπως την Ιταλία, την Γαλλία ή την Ελλάδα. Επιπλέον, στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου 89 εκατομμύρια άνθρωποι δεν έχουν καμία ουσιαστική ασφάλεια υγείας, όπως φωνάζει ο Σάντερς, τι θα συμβεί;

Τα κυριότερα μέσα ενημέρωσης και οι κυβερνήσεις επικεντρώνονται στα ποσοστά θνησιμότητας ανά ηλικιακή ομάδα, αλλά αποφεύγουν πολύ προσεκτικά κάθε ταξική αναφορά, το πώς η θνησιμότητα της πανδημίας θα επηρεάσει τους ανθρώπους ανάλογα με το εισόδημα και τον πλούτο τους και, ως εκ τούτου, την κοινωνική τάξη στην οποία ανήκουν. Η καραντίνα και η πρόσβαση στην υγεία για άτομα ηλικίας άνω των 70 ετών, έχει άμεση σχέση με το αν είναι κανείς πλούσιος ή φτωχός.

Θα υπάρξει επίσης διαχωρισμός μεταξύ εκείνων των χωρών που, παρά τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές, διατήρησαν σε καλή κατάσταση τα δημόσια συστήματα υγείας τους και σε εκείνες που επέμειναν στην υποβάθμιση της ποιότητας των υπηρεσιών τους.

Η χρηματιστηριακή αγορά και η χρηματοπιστωτική κρίση

Ενώ κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης και κυβερνήσεις διαρκώς ισχυρίζονται ότι η κρίση των χρηματιστηρίων προκαλείται από την πανδημία του κορονοϊού, τόνισα επανειλημμένα ότι εδώ και αρκετά χρόνια υπάρχουν όλες οι προϋποθέσεις μιας νέας χρηματοπιστωτικής κρίσης υπάρχουν και ότι ο κορωνοϊός είναι η απλώς σπίθα ή η αφορμή της κρίση των χρηματιστηρίων, όχι η αιτία[1]. Αν και κάποιοι το είδαν αυτό ως προσπάθεια να αρνηθώ τη σημασία του κορωνοϊού, επιμένω στη θέση μου. Η χρηματοπιστωτική σφαίρα έχει εδώ και αρκετά χρόνια γεμίσει με τεράστιες ποσότητες επισφαλών προϊόντων και ήταν προφανές ότι μια σπίθα θα μπορούσε να προκαλέσει την έκρηξη: δεν ήμασταν σίγουροι για τον ακριβή χρόνο και την αιτία, αλλά ξέραμε ότι θα έρθει. Έτσι, κάτι έπρεπε να γίνει για να αποφευχθεί, κάτι που τελικά δεν έγινε ποτέ. Πολλοί συντάκτες της ριζοσπαστικής αριστεράς έγραψαν για την κρίση αυτή, συμπεριλαμβανομένων των Michael Roberts[2], Robert Brenner[3], François Chesnais[4] και Michel Husson[5]. Από το 2017, έχω γράψει επίσης τακτικά σε σχέση με το θέμα[6]. Με το CADTM[7] και με άλλους δείξαμε πως η ριζοσπαστική ρήξη με τον καπιταλισμό είναι αναγκαία.

Ένα πρώτο σοβαρό χρηματιστηριακό σοκ συνέβη το Δεκέμβριο του 2018 στη Wall Street, όταν υπό την πίεση μιας χούφτας μεγάλων ιδιωτικών τραπεζών και της διοίκησης του Donald Trump, η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ άρχισε για άλλη μια φορά να μειώνει τα επιτόκια της, στάση που επικροτήθηκε από τις μεγάλες ιδιωτικές εταιρείες που κυριαρχούν στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Η φρενίτιδα της αύξησης των χρηματιστηριακών αξιών πήρε και πάλι μπρος και μεγάλες εταιρείες άρχισαν να αγοράζουν τις δικές τους μετοχές στο χρηματιστήριο για να ενισχύσουν το φαινόμενο. Αξιοποιώντας την πτώση των επιτοκίων, μεγάλες ιδιωτικές εταιρείες αύξησαν το χρέος τους και μεγάλα επενδυτικά ταμεία αύξησαν τις εξαγορές όλων των ειδών, συμπεριλαμβανομένων των βιομηχανικών επιχειρήσεων, προσφεύγοντας σε χρέη.

Ξανά στη Wall Street, από τον Σεπτέμβριο του 2019 υπήρξε μια πολύ μεγάλη κρίση ρευστότητας σε μια χρηματοπιστωτική αγορά που ήταν ήδη κορεσμένη με ρευστότητα. Μια κρίση ρευστότητας ενώ υπάρχει πληθώρα ρευστότητας, μοιάζει παράδοξο.  Ήταν μια σοβαρή κρίση και το ομοσπονδιακό αποθεματικό ταμείο παρενέβη με μια ένεση εκατοντάδων δισεκατομμυρίων δολαρίων για να αποτρέψει την κατάρρευση των αγορών. Επίσης, διατήρησε στον ισολογισμό του πάνω από 1,3 τρισεκατομμύρια δολάρια τοξικών δομημένων προϊόντων (MBS) που είχε αγοράσει από τράπεζες το 2008 και το 2009, επειδή ήταν ορθώς πεπεισμένο, ότι εάν είχαν διατεθεί στη αγορά δευτερογενούς χρέους, οι τιμές τους θα κατέρρεαν και θα οδηγούσαν σε μια μεγάλη χρηματοπιστωτική κρίση και τραπεζική κατάρρευση. Η Fed δεν ενήργησε για να υπερασπιστεί τα γενικά συμφέροντα του πληθυσμού, αλλά για να διαφυλάξει τα συμφέροντα των μεγάλων επιχειρήσεων, του πλουσιότερου 1% της κοινωνίας. Η ΕΚΤ και οι άλλες μεγάλες κεντρικές τράπεζες (Ηνωμένο Βασίλειο, Ιαπωνία, Ελβετία, Κίνα…) έχουν εφαρμόσει στο παρελθόν λίγο πολύ την ίδια πολιτική και φέρουν πολύ σημαντική ευθύνη για τη συσσώρευση τοξικών παραγόντων στον χρηματοπιστωτικό τομέα[8].

Υπήρξε τεράστια αύξηση στη δημιουργία πλασματικού κεφαλαίου και σε κάθε οικονομική κρίση ένα μεγάλο μέρος αυτού του πλασματικού κεφαλαίου πρέπει να «εξαφανιστεί», επειδή είναι μέρος της κανονικής λειτουργίας του καπιταλιστικού συστήματος. Το πλασματικό κεφάλαιο είναι μια μορφή κεφαλαίου που αναπτύσσεται αποκλειστικά στον χρηματοπιστωτικό τομέα, χωρίς πραγματική σχέση με την παραγωγή. Είναι πλασματικό, υπό την έννοια ότι δεν βασίζεται άμεσα στην παραγωγή υλικών και την άμεση εκμετάλλευση της ανθρώπινης εργασίας και της φύσης. Όπως λέει ο Γάλλος οικονομολόγος Jean-Marie Harribey , μέλος της ATTAC, «οι φούσκες εκρήγνυνται, όταν το χάσμα μεταξύ πραγματωμένης αξίας και υποσχόμενης αξίας γίνεται υπερβολικό και ορισμένοι κερδοσκόποι καταλαβαίνουν, ότι οι υποσχέσεις κερδοφόρας ρευστοποίησης δεν μπορούν να τηρηθούν για όλους. Με άλλα λόγια, όταν τα οικονομικά κέρδη του κεφαλαίου δεν μπορούν ποτέ να πραγματωθούν λόγω έλλειψης επαρκούς υπεραξίας στην παραγωγή »[9].

Επιμένω ότι η πανδημία δεν είναι η πραγματική και βαθιά ριζωμένη αιτία της κρίσης των χρηματιστηρίων που ξέσπασε την τελευταία εβδομάδα του Φεβρουαρίου 2020 και εξακολουθεί από τότε. Αυτή η πανδημία είναι ο πυροκροτητής, ο σπινθήρας. Άλλες σοβαρές εξελίξεις διαφορετικής φύσης θα μπορούσαν να είχαν επίσης αποτελέσει το σπινθήρα, όπως η εκδήλωση ενός πολέμου μεταξύ Ουάσινγκτον και Ιράν ή η άμεση στρατιωτική παρέμβαση των ΗΠΑ στη Βενεζουέλα. Για την επακόλουθη χρηματιστηριακή κρίση θα έφταιγε στην περίπτωση ο πόλεμος και οι συνέπειές του. Ομοίως, θα έλεγα ότι ο πόλεμος αυτός, οι συνέπειες του οποίου θα ήταν χωρίς αμφιβολία πολύ σοβαρές, θα ήταν η αφορμή και όχι η αιτία. Επομένως, ακόμη και αν υπάρχει μια αναμφισβήτητη σύνδεση μεταξύ των δύο φαινομένων, την κρίση της χρηματιστηριακής αγοράς και την πανδημία του κορωνοϊού, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να καταδικάζουμε τις απλοϊκές και χειριστικές εξηγήσεις που ρίχνουν όλο το βάρος της ευθύνης στον κορονοϊό. Αυτή η μυστικιστική σχεδόν εξήγηση είναι ένα τέχνασμα που αποσκοπεί στο να αποσπάσει την προσοχή της κοινής γνώμης (του 99% ) από τον ρόλο που διαδραματίζουν οι πολιτικές που εξυπηρετούν το συμφέρον των μεγάλων επιχειρήσεων σε πλανητική κλίμακα και την συνενοχή των κυβερνήσεων.

Η κρίση στην παραγωγή προηγήθηκε της πανδημίας του κορωνοϊού

Δεν είναι μόνο αυτό. Όχι μόνο η χρηματοπιστωτική κρίση ήταν λανθάνουσα εδώ και αρκετά χρόνια – η συνεχής αύξηση των τιμών των χρηματοπιστωτικών προϊόντων ήταν πολύ σαφής δείκτης  – αλλά είχε ξεκινήσει μια κρίση στον τομέα παραγωγής πολύ πριν από τη διάδοση του ιού Covid19 τον Δεκέμβριο του 2019, πριν από το κλείσιμο των εργοστασίων στην Κίνα τον Ιανουάριο του 2020 και πριν από την κρίση της χρηματιστηριακής αγοράς στα τέλη Φεβρουαρίου του 2020.

Το 2019 άρχισε μια κρίση υπερπαραγωγής αγαθών ιδιαίτερα στην αυτοκινητοβιομηχανία, με μαζική πτώση των πωλήσεων αυτοκινήτων στην Κίνα, την Ινδία, τη Γερμανία, τη Μεγάλη Βρετανία και αλλού. Αυτό οδήγησε σε μείωση της παραγωγής αυτοκινήτων. Υπήρξε επίσης υπερπαραγωγή στη γερμανική βιομηχανία εργαλειομηχανών και βιομηχανικού εξοπλισμού – ένας από τους τρεις κορυφαίους παραγωγούς στον κόσμο στον τομέα αυτό. Υπήρξε μια πολύ απότομη μείωση της κινεζικής βιομηχανικής ανάπτυξης, η οποία είχε σοβαρές συνέπειες για τις χώρες που εξάγουν εξοπλισμό, αυτοκίνητα και πρώτες ύλες στην Κίνα. Το δεύτερο εξάμηνο του 2019  ο βιομηχανικός τομέας στη Γερμανία, την Ιταλία, την Ιαπωνία, τη Νότια Αφρική, την Αργεντινή και αλλού και ο κατασκευαστικός τομέας στις Ηνωμένες Πολιτείες μπήκαν σε ύφεση.

Η εξέλιξη της χρηματοπιστωτικής και οικονομικής κρίσης από τις 3 Μαρτίου και έπειτα

Ας θυμηθούμε ότι κατά την τελευταία εβδομάδα του Φεβρουαρίου, τα σημαντικότερα χρηματιστήρια του κόσμου στην Αμερική, την Ευρώπη και την Ασία, παρουσίασαν μια πολύ σημαντική πτώση μεταξύ 9,5% και 12% – η χειρότερη εβδομάδα από τον Οκτώβριο του 2008.

Το πιάνω λοιπόν ξανά από εκεί που το άφησα, από τις 4 Μαρτίου του 2020, την επόμενη που η Fed αποφάσισε να μειώσει το βασικό της επιτόκιο κατά 0,5% .

Οι κεντρικές τράπεζες – πυρομανείς πυροσβέστες

Στις 3 Μαρτίου 2020, η Fed αποφάσισε να καθορίσει το βασικό της επιτόκιο από 1% έως 1,25%, μειωμένο κατά 0,50% που αποτελεί και τη μεγαλύτερη τα τελευταία χρόνια, δεδομένου ότι μέχρι σήμερα η Fed μείωνε το επιτόκιο της κατά 0,25%. Αντιμέτωπη με τη συνεχιζόμενη πτώση των χρηματιστηρίων και, ιδιαίτερα, των αποθεμάτων των τραπεζών, οι οποίες βρίσκονται στα πρόθυρα της πτώχευσης, η Fed αποφάσισε στις 15 Μαρτίου να προβεί σε περαιτέρω μείωση του επιτοκίου της, ακόμα μεγαλύτερη σε σχέση με την προηγούμενη. Αυτή τη φορά η μείωση άγγιξε το 1%. Ως εκ τούτου, από τις 15 Μαρτίου το νέο βασικό επιτόκιο της Fed κυμαίνεται μεταξύ 0 και 0,25%. Επομένως, οι τράπεζες ενθαρρύνονται προς αύξηση του χρέους.

Η Fed όχι μόνο μείωσε τα επιτόκια της, αλλά άρχισε να ενισχύει την διατραπεζική αγορά με ένα τεράστιο ποσό δολαρίων, καθώς οι τράπεζες διστάζουν να προχωρήσουν σε αλληλοδανεισμό,  αφού δεν υπάρχει εμπιστοσύνη μεταξύ τους. Ο πρόεδρος της Fed δήλωσε ότι τις επόμενες εβδομάδες έχει προγραμματιστεί η εισφορά άνω του 1 τρισεκατομμυρίου δολαρίων σε ρευστότητα που προορίζεται για βραχυπρόθεσμες αγορές, συμπεριλαμβανομένων συμφωνιών επαναγοράς όπου έχει ήδη παρέμβει μαζικά μεταξύ Σεπτεμβρίου και Δεκεμβρίου 2019. Η αγορά των συμφωνιών επαναγοράς αναφέρεται στον μηχανισμό με τον οποίο οι τράπεζες χρηματοδοτούν τον εαυτό τους για ένα σύντομο χρονικό διάστημα: πωλούν κινητές αξίες που κατέχουν και δεσμεύονται να τις επαναγοράσουν το γρηγορότερο. Για παράδειγμα, καταθέτουν αξιόγραφα του Δημοσίου των ΗΠΑ ή εταιρικά ομόλογα με πιστοληπτική ικανότητα AAA για 24 ώρες σε συναλλαγές επαναγοράς, δηλαδή ως εγγύηση για το δανεισμό τους. Σε αντάλλαγμα για αυτούς τους τίτλους, λαμβάνουν μετρητά με επιτόκιο κοντά ή ίσο με το βασικό επιτόκιο που ορίστηκε από την Fed, το οποίο, όπως μόλις παρατηρήσαμε, ήταν κοντά στο 1% από τις 3 Μαρτίου 2020 και 0% από τις 15 Μαρτίου 2020.

Οι τράπεζες που επιθυμούν να μην μειώσουν τον όγκο των δανείων τους στον ιδιωτικό τομέα μπορούν να λάβουν ουσιαστική χρηματοδότηση από την ΕΚΤ με αρνητικό επιτόκιο -0,75%. Αυτό σημαίνει ότι αμείβονται και επιδοτούνται όταν δανείζονται από την ΕΚΤ.

Η ΕΚΤ της Christine Lagarde, με βασικό επιτόκιο 0%, ανακοίνωσε στις 12 Μαρτίου 2020 ότι θα αυξήσει τόσο τις αγορές ιδιωτικών τίτλων, δηάδή ομολόγων και δομημένων προϊόντων, όσο και εκείνες δημόσιων χρηματοπιστωτικών τίτλων, δηλαδή χρεογράφων. Θα αυξήσει επίσης τον όγκο των φθηνών μεσοπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων δανείων που χορηγούνται στις τράπεζες.

Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, την Κυριακή 15 Μαρτίου η Fed, πανικόβλητη γι’ αυτό που είχε συμβεί την προηγούμενη εβδομάδα, συγκάλεσε βιαστικά τη διευθύνουσα επιτροπή της και χωρίς να περιμένει την προγραμματισμένη συνάντηση, έριξε το επιτόκιο της κάτω από το 0% (ο βασικός συντελεστής κυμαίνεται από 0% έως 0,25%). Ανακοίνωσε επίσης ότι πρόκειται να αρχίσει να αγοράζει ξανά δομημένα προϊόντα από τις τράπεζες, τα περίφημα MBS (Mortage Backed Securities), τα οποία ήταν στο επίκεντρο της οικονομικής κρίσης 2007-2008. Ανέφερε δε ότι θα αγοράσει δομημένα προϊόντα αξίας 200 δις δολλαρίων.

Ωστόσο, αυτό δεν εμπόδισε τις τεράστιες πωλήσεις μετοχών στα χρηματιστήρια: όλα τα χρηματιστήρια του κόσμου υποχώρησαν τη Δευτέρα 16 Μαρτίου 2020. Η πτώση στη Wall Street έφθασε σε ένα νέο ρεκόρ ημέρας: – 12%. Στις 18 Μαρτίου συνεχίστηκε η μαζική πώληση μετοχών.

Οι χρηματιστηριακές αγορές συνέχισαν να πέφτουν

Αρκετές μαύρες μέρες, δηλαδή αρκετές συντριβές στην αγορά μετοχών, πραγματοποιήθηκαν το δεύτερο εξάμηνο του Φεβρουαρίου και το πρώτο εξάμηνο του Μαρτίου του 2020, παρά τις τεράστιες παρεμβάσεις των κεντρικών τραπεζών τόσο στο Βορρά όσο και στο Νότο του πλανήτη, στη Δύση και στην Ανατολή.

Οι συναλλαγές ήταν κυριολεκτικά χαοτικές. Σε πολλές περιπτώσεις τις τελευταίες εβδομάδες, διακόπηκαν οι συνεδρίες για 15 έως 30 λεπτά, σε μια προσπάθεια να σταματήσουν οι ολοένα και μεγαλύτερες πωλήσεις και να αποφευχθεί η καταστροφή. Αυτές οι διακοπές έλαβαν χώρα επανειλημμένα στη Wall Street, στη Βραζιλία, στην Ινδία και στην Ευρώπη, μέχρι που κάποιοι σχολιαστές αναρωτιούνταν γιατί οι αρχές δεν κλείνουν τα χρηματιστήρια[10].

Την Πέμπτη 12 Μαρτίου 2020, μια από τις πιο σκοτεινές ημέρες του τελευταίου διαστήματος, η πτώση ήταν εντυπωσιακή: – 12,28% στο Παρίσι, – 10,87% στο Λονδίνο, – 11,43% στη Φρανκφούρτη, – 14,21% στις Βρυξέλλες και στο Μιλάνο – 16,92 %! Στη Ν. Υόρκη, ο Dow Jones έχασε -9,99%, ο Nasdaq – 9,43% και ο S&P500 – 9,51%. Οι χρηματιστηριακές αγορές της Ασίας, της Λατινικής Αμερικής και της Αφρικής σημείωσαν επίσης απώλειες.

Την Δευτέρα 16 Μαρτίου, παρά την απόφαση της Fed να μειώσει το επιτόκιο της, συνεχίστηκε η μαζική πώληση μετοχών: στη Νέα Υόρκη, ο S&P500 μειώθηκε κατά 12%. Η βραζιλιάνικη χρηματιστηριακή αγορά μειώθηκε κατά 13%. Οι ευρωπαϊκές χρηματιστηριακές αγορές υποχώρησαν για άλλη μια φορά: το Λονδίνο έχασε 4%, το Παρίσι και η Φρανκφούρτη έχασαν περισσότερο από 5%, το Μιλάνο – 6%, οι Βρυξέλλες – 7%, η Μαδρίτη – 8%. Σε Ασία-Ειρηνικό: ο Nikkei στο Τόκιο έπεσε κατά 2,5%, τα κινεζικά χρηματιστήρια έχασαν μεταξύ 3 και 4%, το ινδικό χρηματιστήριο υποχώρησε 8%, το χρηματιστήριο της Αυστραλίας έχασε 9,5%. Η συρρίκνωση συνεχίζεται.

Σε λιγότερο από ένα μήνα, μεταξύ 17 Φεβρουαρίου και 17 Μαρτίου, τα χρηματιστήρια υποβλήθηκαν σε μια πραγματική εκκαθάριση: στη Ν. Υόρκη, ο Dow Jones Industrial Average έχασε 32%, ο S&P500 των 500 κορυφαίων εταιρειών έχασε το 24% της αξίας του. Στο Λονδίνο, ο δείκτης FTSE μειώθηκε κατά 31%, στη Φρανκφούρτη, ο δείκτης DAX μειώθηκε κατά 37%! Στις Βρυξέλλες, ο BEL20 υποχώρησε κατά 41%. Το CAC40 έχασε 36,5%. Το χρηματιστήριο της Μαδρίτης (IBEX 35) έχασε 38%, το χρηματιστήριο της Λισσαβόνας (PSI20) έχασε 31,5%. Η βραζιλιάνικη χρηματιστηριακή αγορά έχασε 28% και η χρηματιστηριακή αγορά του Μπουένος Άιρες έχασε περισσότερο από 30%. Το ινδικό χρηματιστήριο έχασε 25,5%. Το χρηματιστήριο της Νότιας Αφρικής (JSE) έχασε το 35%. Ο RTS, το Χρηματιστήριο της Μόσχας έχασε 40%. Ο BIST100 της Τουρκίας υποχώρησε κατά 28%. Στο Τόκιο, ο Nikkei έχασε το 28%. Στο Χονγκ Κονγκ, το Hang Seng έχασε το 21%. Στο Σίδνεϊ, ο ASX της Αυστραλίας έχει μειωθεί κατά 26%. Μόνο το Χρηματιστήριο της Σαγκάης εμφανίζει περιορισμένες απώλειες: -7%. Αν το χρηματιστήριο της Σαγκάης βαίνει καλύτερα από οποιοδήποτε άλλο χρηματιστήριο στον κόσμο, οφείλεται στην υποστήριξη που παρέχεται μέσω κυβερνητικών διαταγών από κινεζικές κρατικές επιχειρήσεις και δημόσιους πόρους. Δόθηκε εντολή να αγοράζονται συστηματικά μετοχές στο χρηματιστήριο εν μέσω κρίσης του κορονοϊού και την ώρα που άλλοι πουλούσαν.

Συνοπτικά, μεταξύ 17 Φεβρουαρίου και 17 Μαρτίου, όλα τα χρηματιστήρια παγκοσμίως υπέστησαν πολύ σημαντικές απώλειες, συγκρίσιμες ή και μεγαλύτερες από εκείνες των προηγούμενων μεγάλων κρίσεων το 1929, το 1987 και το 2008.

Ποσοστιαία εξέλιξη του βασικού όγκου των χρηματιστηριακών συναλλαγών ανάμεσα 17 Φεβρουαρίου και 17 Μαρτίου 2020

Ποσοστιαία εξέλιξη του βασικού όγκου των χρηματιστηριακών συναλλαγών ανάμεσα 17 Φεβρουαρίου και 17 Μαρτίου 2020

Ποιος ξεφορτώνεται το απόθεμα;

Στις κυριότερες χρηματιστηριακές αγορές κυριαρχούν περίπου εκατό μεγάλα ιδιωτικά συμφέροντα, οι μέτοχοί τω οποίων αποτελούν μέρος του 1% ή και του 0,1%. Αυτές οι μεγάλες ιδιωτικές ομάδες παίζουν ένα ρόλο στην ενεργοποίηση της κρίσης της χρηματιστηριακής αγοράς και στη εξάπλωσή της.

Μεταξύ αυτών είναι περίπου τριάντα μεγάλες τράπεζες, μια δωδεκάδα μεγάλων επενδυτικών κεφαλαίων, συμπεριλαμβανομένων των BlackRock, Vanguard, State Street και Pimco, οι GAAF – Google, Apple, Amazon, Facebook – μεγάλα βιομηχανικά συγκροτήματα, μια ντουζίνα μεγάλες εταιρείες πετρελαίου, μερικά μεγάλα συνταξιοδοτικά ταμεία…

Αυτή η χούφτα δισεκατομμυριούχων και τα κεντρικά γραφεία των εταιρειών τους είναι πολύ διασυνδεδεμένα, λόγω των συστηματικών συνδιαχειρίσεων: μια τράπεζα μπορεί να είναι μέτοχος σε βιομηχανικές εταιρείες και αντίστροφα και επενδυτικά ταμεία όπως η BlackRock κατέχουν μετοχές σε όλες τις μεγάλες ιδιωτικές εταιρείες. Συνειδητοποίησαν στα τέλη Φεβρουαρίου του 2020 ότι το πάρτι πρόκειται να τελειώσει σύντομα και ότι ήρθε η ώρα να αποκομίσουν κέρδος από αυτά που είχαν καταβάλει τα τελευταία δύο ή τρία χρόνια για την αγορά μετοχών και την κορύφωση του πάρτι νωρίτερα το 2020. Άρχισαν τις πωλήσεις, εξασφαλίζοντας στην αρχή πολύ καλές τιμές. Στη συνέχεια, όλοι οι κύριοι μέτοχοι και όλοι οι παίκτες στις χρηματοπιστωτικές αγορές άρχισαν να πωλούν, κερδίζοντας στην αρχή, πιέζοντας όμως την τιμή πώλησης των μετοχών, που έπεσε κάτω από το επίπεδο προ φούσκας. Εν τω μεταξύ, ο μεγαλύτερος και ο γρηγορότερος αποκόμισε σημαντικά κέρδη.

Το σημαντικό για έναν μεγάλο μέτοχο είναι να πουλήσει όταν η τιμή δεν έχει μειωθεί ακόμη και  για να πουλήσουν όσο το δυνατόν γρηγορότερα χρησιμοποιούν ένα λογισμικό προγραμματισμένο να πουλά μόλις η κίνηση των τιμών φθάσει σε ένα ορισμένο επίπεδο. Μέρες με σημαντική πτώση ακολουθούνται την επόμενη μέρα από ανάκαμψη, επειδή εκείνοι που πούλησαν την προηγούμενη μέρα στην αρχή της πτώσης, μπορεί να πιστεύουν ότι αξίζει να αγοράσουν μετοχές σε τιμή 5% ή 10%, ή ακόμα και 20% χαμηλότερη από την την τιμή στην οποία πούλησαν την προηγούμενη μέρα.

Αυτό εξηγεί τη διαδοχή των μαύρων ημερών από ημέρες με ανάκαμψη. Το σίγουρο είναι ότι παρά τα στιγμιαία ριμπάουντ, η γενική τάση είναι προς μια πραγματική εκκαθάριση. Η φούσκα της χρηματιστηριακής αγοράς ξεσπάει μπροστά στα μάτια μας.

Η πτώση των χρηματιστηριακών αγορών ήταν τόσο μεγάλη που, τελικά, οι μεγάλες ομάδες που ξεκίνησαν τη διαδικασία των μαζικών πωλήσεων βλέπουν τα περιουσιακά τους στοιχεία να συρρικνώνονται. Μπορεί να έχουν κερδίσει κερδοσκοπώντας προς τα κάτω και στη συνέχεια προς τα πάνω, αλλά σε αυτό το στάδιο της κρίσης η συνολική αξία των περιουσιακών στοιχείων τους έχει μειωθεί δραματικά. Οι Financial Times παρέχουν εκτιμήσεις για τα τρία μεγαλύτερα επενδυτικά ταμεία, BlackRock, Vanguard και State Street, η αγοραία αξία των περιουσιακών στοιχείων των οποίων εκτιμάται ότι μειώθηκε κατά 2,8 τρισεκατομμύρια δολάρια σε λιγότερο από ένα μήνα[11]. Τα 2,8 τρις δολάρια είναι 10% περισσότερο από το ετήσιο ΑΕΠ της Γαλλίας. Σύμφωνα με την Financial Times, ενώ στις αρχές του έτους τα περιουσιακά στοιχεία που κατείχε η BlackRock ανήλθαν στο αστρονομικό μέγεθος των 7,4 τρισεκατομμυρίων δολαρίων, η απότομη πτώση των χρηματιστηρίων τα μείωσε κατά $ 1,4 τρισεκατομμύρια. Επιπλέον, η χρηματιστηριακή αξία της BlackRock μειώθηκε κατά 28% σε ένα μήνα. Τα περιουσιακά στοιχεία της Vanguard ανήλθαν σε 6,2 τρισεκατομμύρια δολάρια και μειώθηκαν κατά 800 δισ. δολάρια μεταξύ Φεβρουαρίου και 15 Μαρτίου 2020.

-Τέλος πρώτου μέρους-


[1]     http://www.cadtm.org/No-the-coronavirus-is-not-responsible-for-the-fall-of-stock-prices

[2] https://thenextrecession.wordpress.com/

[3] https://blubrry.com/jacobin/31593687/jacobin-radio-w-suzi-weissman-robert- brenner-on-the-economy /

[4] https://en.wikipedia.org/wiki/Fran%C3%A7ois_Chesnais

[5] http://hussonet.free.fr/english.htm

[6] Βλ. http://www.cadtm.org/Dancing-on-the-Volcano ή http://www.cadtm.org/Sooner-or-later-there-will-be-a

[7] Επιτροπή για την ακύρωση του χρέους του Τρίτου Κόσμου

[8] Βλ. Άρθρο μου το Μάρτιο του 2019: http://www.cadtm.org/The-Economic-Crisis-and-the-Central-Banks

[9] Jean-Marie Harribey, “La baudruche du capital fictif,  lecture du Capita fictif de Cédric Durand”, Les Possibles, αριθ. 6 – Printemps 2015: https://france.attac.org/nos-publications/les-possibles/numero -6-printemps-2015 / συζητήσεις / άρθρο / la-baudruche-du-capital-fictif

[10] The Telegraph, “Shutting down stock markets for three months would give everyone a much-needed break”, https://www.telegraph.co.uk/business/2020/03/17/shutting-stock-markets-three-months-would-give-everyone-much/

[11] Financial Times, https://www.ft.com/content/438854a8-63b0-11ea-a6cd-df28cc3c6a68 που δημοσιεύθηκε στις 15 Μαρτίου 2020

Πηγή: Monthly Review Online

Μετάφραση: antapocrisis.gr

0 replies

Leave a Reply

Want to join the discussion?
Feel free to contribute!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *