Η ιστορία γράφεται από τους λαούς και προχωρά με επαναστάσεις

200 χρόνια από το Εικοσιένα – Ανακοίνωση της ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ.

1. Το 1821 αποτέλεσε τη ληξιαρχική πράξη γέννησης του νεοελληνικού κράτους και διαμόρφωσης του νεοελληνικού έθνους. Είχε εθνικό και κοινωνικό περιεχόμενο, ήταν ταυτόχρονα εθνικοαπελευθερωτική και αστική επανάσταση που συγκρότησε το νεοελληνικό κράτος. Η επανάσταση του Εικοσιένα εντάσσεται σε ένα διεθνές ρεύμα αστικών και εθνικών επαναστάσεων της εποχής, λίγες δεκαετίες μετά την Γαλλική και Αμερικανική Επανάσταση και λίγες δεκαετίες πριν την Άνοιξη των Εθνών του 1848. Ως τέτοια, υπερβαίνει το εθνικό πλαίσιο και αποτέλεσε τότε, αλλά και αργότερα, σημείο αναφοράς για τους προοδευτικούς, φιλελεύθερους και δημοκρατικούς ανθρώπους που είδαν κοινωνικό και πολιτικό περιεχόμενο στην επανάσταση ενός μικρού λαού ενάντια στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Είχε στοιχεία ενός εθνικού και ταυτόχρονα λαϊκού ξεσηκωμού, όπου την ηγεσία την είχαν τα αναδυόμενα αστικά στρώματα, ενώ το βάρος του αγώνα το σήκωσαν οι κλέφτες κι οι αρματολοί, οι φτωχοί αγρότες και οι ναύτες των νησιών, με ενθουσιασμό, αυτοθυσία, ποτάμια αίματος, αλλά και όλες τις αντιφάσεις, τις καθυστερήσεις και τα όρια της εποχής.

2. Η ελληνική επανάσταση ήταν ένας ιδιαίτερος κρίκος σε μια αλυσίδα μεγάλων εθνικών και αστικών επαναστάσεων της εποχής. Οι εθνικοαπελευθερωτικές επαναστάσεις του 19ου αιώνα ενάντια στις αντιδραστικές αυτοκρατορίες, συνδέονται άρρηκτα με το πολιτικό αίτημα δημοκρατικής – συνταγματικής συγκρότησης νεοσύστατων κρατών. Το εθνικό ζήτημα τίθεται με αντικειμενικά προοδευτικό και επαναστατικό τρόπο στις συνθήκες της εποχής και της περιοχής. Η ελληνική επανάσταση άντλησε τις πιο φλογερές στιγμές της από τα διδάγματα του Ρήγα Φεραίου, κυοφορήθηκε παρακολουθώντας τον “Μποναπάρτε” να σαρώνει την αντιδραστική Ευρώπη των Βουρβώνων και των Αψβούργων, κατόρθωσε να αποτινάξει τον τουρκικό ζυγό, αλλά ταυτόχρονα, μέσα από αντιφάσεις, οπισθοχωρήσεις και φατριασμούς, εξέφρασε τη σύγκρουση των παλιών φεουδαρχικών σχέσεων που κυριαρχούσαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία με τις νέες παραγωγικές δυνάμεις που αναδύονταν στα Βαλκάνια και στην Ευρώπη. Εξέφραζε ένα βαθύτερο αίσθημα εθνικής απελευθέρωσης, δημοκρατικής συγκρότησης, πυροδοτήθηκε από τα πιο προοδευτικά τμήματα της αστικής τάξης, έγινε λαϊκή και εθνική υπόθεση.

3. Αν και την πρωτοβουλία την πήραν αυτά τα τμήματα της αστικής τάξης και η πολιτική τους οργάνωση (η Φιλική Εταιρεία), οι Προύχοντες και ο ανώτερος Κλήρος στάθηκαν καταρχήν αρνητικοί σε κάθε ιδέα εθνικού ξεσηκωμού. Τμήματα της πεφωτισμένης αστικής διασποράς στην Ευρώπη (πχ Κοραής) θεώρησαν τον ξεσηκωμό πρόωρο και τον ελληνικό λαό απροετοίμαστο. Κοτζαμπάσηδες και προεστοί αντέδρασαν στο άμεσο κήρυγμα της επανάστασης αναζητώντας πρώτα διαβεβαιώσεις για την έκβασή της. Το ξέσπασμα της επανάστασης, η δραστήρια κινητοποίηση όλων των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων που στέναζαν από την ανέχεια και τη σκλαβιά και η αντίδραση των Οθωμανών (σφαγές, απαγχονισμοί), αναγκαστικά επιτάχυναν τις εξελίξεις αναγκάζοντας τους πάντες, είτε συνειδητά, είτε από φόβο, να πάρουν θέση. Από την άλλη, το 1821 εξέφρασε γνήσια τους λαϊκούς πόθους των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων, παρ’ όλους τους μετέπειτα συμβιβασμούς ανάμεσα στα φεουδαρχικά κατάλοιπα και τη νεοσύστατη αστική τάξη. Το Εικοσιένα δεν θα μπορούσε να έχει ιστορικά άλλη ηγέτιδα δύναμη πέρα από την αστική τάξη, αλλά η επανάσταση δεν ήταν καταδικασμένη να ηγεμονευθεί από τα πιο καθυστερημένα τμήματά της.

4. Τα τελευταία χρόνια κυριαρχεί μια μεταμοντέρνα αναθεωρητική ιστοριογραφία που εμφανίζει ένα Εικοσιένα χωρίς Επανάσταση. Υποτιμάται, διαστρέφεται, αποσιωπάται η αναγκαιότητα των μαζικών, λαϊκών επαναστάσεων και αμφισβητείται ο ρόλος τους στην κοινωνική πρόοδο και στην ιστορική εξέλιξη. Σύμφωνα με αυτόν τον αναθεωρητισμό, η ανεξαρτησία της Ελλάδας δεν προήλθε από την επανάσταση αλλά από τη νικηφόρα έκβαση της ναυμαχίας του Ναβαρίνου και το γεγονός ότι «οι δυτικοί μας έσωσαν». Ταυτόχρονα, ελεεινολογείται αντι-ιστορικά η βία των εξεγερμένων, σχετικοποιείται η βία των κυρίαρχων, υποτιμάται ο ρόλος του λαϊκού στοιχείου. Η ιστορία – σύμφωνα με την αστική ιδεολογία – δεν καθορίζεται από τις φτωχές μάζες αλλά από τους χειρισμούς των κορυφών. Ο στιγματισμός της επαναστατικής βίας δεν αποτελεί αποκλειστικό χαρακτηριστικό της αστικής ιστοριογραφίας για το 1821. Η Εθνική Αντίσταση και οι λαϊκοί και κοινωνικοί αγώνες της δεκαετίας του ’40 αποκηρύσσονται ως προϊόντα μισαλλοδοξίας. Το ίδιο συμβαίνει και με την αντιδικτατορική πάλη, την εξέγερση του Πολυτεχνείου, την αποκατάσταση της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, τους λαϊκούς και ταξικούς αγώνες της μεταπολίτευσης. Η Ελλάδα κέρδισε την ανεξαρτησία της το 1828 επειδή επενέβησαν οι Μεγάλες Δυνάμεις και όχι επειδή οι εξεγερμένοι έχυναν επί χρόνια το αίμα τους διεκδικώντας την ελευθερία, αποσταθεροποιώντας την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η Ελλάδα απελευθερώθηκε το 1944 αποκλειστικά και μόνο επειδή οι Γερμανοί αποχώρησαν οικειοθελώς και όχι επειδή στο έδαφός της αναπτύχθηκε ένα από τα ισχυρότερα και μαζικότερα κινήματα αντίστασης στην ιστορία υπό την καθοδήγηση και τις θυσίες των κομμουνιστών. Το Πολυτεχνείο δεν έπαιξε κανένα ρόλο για την πτώση της χούντας, αλλά αποκλειστικά και μόνο η εισβολή του Αττίλα στην Κύπρο. Το σύνολο της ιστορίας, της εξέλιξης και των αλλαγών της οφείλεται σε μικρές διαδοχικές ειρηνικές μεταβάσεις και μετασχηματισμούς, ενώ τα μεγάλα γεγονότα συμβαίνουν πάντα εξωτερικά, από την επέμβαση και τη δράση των Μεγάλων Δυνάμεων και όχι από τις κοινωνικές δυνάμεις. Ο λαός και ο ρόλος του, απουσιάζουν.

5. Αυτός ο ιστορικός αναθεωρητισμός προκαλεί προς στιγμήν αντιθέσεις με την πιο καθυστερημένη πολιτική μερίδα της αστικής τάξης που προτιμά τον πατροπαράδοτο εθνικισμό, αλλά στην πορεία λειτουργεί ως συγκολλητική ουσία ο ραγιαδισμός. Η αποδοχή δηλαδή της μικρής και αδύναμης Ελλάδας που πρέπει πάντα, από τη γέννησή της μέχρι σήμερα, να βρίσκεται υποτελής και εξαρτώμενη. Αν στην επέτειο των 150 χρόνων (επί Χούντας) κυριάρχησε το τσάμικο, η φουστανέλα και η πατριδοκαπηλεία των συνταγματαρχών, στην επέτειο των 200 χρόνων κυριαρχεί ένα υβριδικό σχήμα ανάμεσα στις παραδοσιακές πατριωτικές εξάρσεις και στον κοσμοπολίτικο ραγιαδισμό. Η βασική πλευρά όμως, αφορά τη μικρή και αδύναμη Ελλάδα που επαναστάτησε μεν ηρωικά απέναντι στον τουρκικό ζυγό, γρήγορα όμως έτρεξε να αναζητήσει προστάτες στις Μεγάλες Δυνάμεις. Δημιούργησε κόμματα (Αγγλικό, Γαλλικό, Ρωσικό) καθ’ υπόδειξη των ξένων, έφερε Βαυαρό βασιλιά, σύναψε ληστρικά δάνεια και συμβάσεις, πορεύτηκε επί δεκαετίες αναζητώντας προστάτες, συνέδεσε την ανάπτυξη της χώρας με την πρόσδεσή της στο ένα ή στο άλλο στρατόπεδο.

6. Το Εικοσιένα βρίσκεται δίκαια στην εθνική και κοινωνική μνήμη ως κορυφαία στιγμή στην ιστορία μας. Ήταν έργο «του λαού και του διαφωτισμού», είχε εθνικό και κοινωνικό περιεχόμενο, ψήφισε φιλελεύθερα και δημοκρατικά Συντάγματα, εξέφρασε τους λαϊκούς και εθνικούς πόθους. Η επανάσταση του 1821 ήταν εξέγερση απέναντι στην ιδεολογία του προαιώνιου ραγιά που δεν μπορούσε να φανταστεί ότι μια ένοπλη εξέγερση σε μια μικρή γωνιά της άλλοτε κραταιάς Οθωμανικής Αυτοκρατορίας θα είχε τέτοια αποτελέσματα. Κινήθηκε ενάντια στα αντιδραστικά δόγματα της Ιεράς Συμμαχίας που επεδίωκε να εξασφαλίσει την συνέχεια των αυτοκρατοριών και να εξαφανίσει τα ανατρεπτικά ρεύματα που γέννησε η Γαλλική Επανάσταση. Κινητοποίησε ένα ευρύ φιλελληνικό ρεύμα της Δύσης, έκφραση των αστικών ρευμάτων που εμπνεύστηκαν από τον Διαφωτισμό. Το 1821 απέδειξε, σε αυτό το περιβάλλον, ότι όσο δυσμενής και να είναι ο συσχετισμός, η Ιστορία κινείται – πάντα κινείται – και διαμορφώνει νέες πρωτόγνωρες συνθήκες όταν οι αντικειμενικοί όροι ωριμάζουν και οι λαοί κινούνται. Οι επαναστάσεις, με όλες τις μορφές και τον πλούτο των εκφράσεών τους, είναι ο κινητήριος μοχλός της ιστορίας.

0 replies

Leave a Reply

Want to join the discussion?
Feel free to contribute!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *