Η βαρβαρότητα και η ελληνική τηλεόραση
Πριν λίγες μέρες η ελληνική ιδιωτική τηλεόραση έπιασε κυριολεκτικά πάτο μετά από μπαράζ ρατσιστικών και σεξιστικών δηλώσεων. Η Σταματίνα Τσιμτσιλή στην πρωινή εκπομπή του σταθμού Alpha δήλωσε: «…βλέπεις τους μετανάστες που είναι με την κοιλιά στο στόμα και μπαίνουν μες στην βάρκα και δεν τους νοιάζει» ως αιχμή για τις γυναίκες-πρόσφυγες. Ο Τάσος Αρνιακός, στο δελτίο καιρού του Ant1 συμπλήρωνε το ίδιο διάστημα: «Στο έλεος των νοτιάδων θα συνεχίσει να βρίσκεται η χώρα μας και τις επόμενες ημέρες, γεγονός που συνεπάγεται συννεφιές, υγρασία, βροχές, καταιγίδες και υψηλές -για την εποχή- θερμοκρασίες, κυρίως στα δυτικά. Σε επαναλαμβανόμενα κύματα, όπως ακριβώς τα κύματα των προσφύγων που δεχόμαστε από τα ανατολικά. Μεταξύ δύο πυρών δηλαδή». Την όλη εικόνα συμπλήρωσε ο εμπαιγμός της ασέλγειας εναντίον φοιτήτριας στη βιβλιοθήκη του ΑΠΘ, όπως ξεδιπλώθηκε στο πάνελ του Ant1 ξανά, αυτή τη φορά από το Γιώργο Λιάγκα και τους συνδαιτημόνες του.
Κι επειδή όλοι μας ακριβώς «γνωρίζουμε» και «δεν γνωρίζουμε» το τι εστί ελληνική ιδιωτική τηλεόραση, ιδίως τα τελευταία χρόνια, αξίζει να επισημανθούν ορισμένα στοιχεία.
Σημείο πρώτο
Ο «πολιτισμός» της ελληνικής ιδιωτικής τηλεόρασης, που δεν απέχει αρκετά από τον αντίστοιχο «πολιτισμό» της διεθνούς μικρής οθόνης, είναι στην πραγματικότητα ο πολιτισμός και η ποπ κουλτούρα του παγκοσμιοποιημένου συστήματος που ορίζει πολλαπλές πτυχές της ζωής μας σήμερα. Το μιξάζ ανθρωποφαγίας, συγκαλυμμένου/ξεκάθαρου ρατσισμού και σεξισμού, πασπαλισμένο με χρυσόσκονη και νεοπλουτίλα είναι πρακτικά η πολιτιστική πρόταση του σύγχρονου καπιταλισμού. Κι όσο ο καπιταλισμός σαπίζει άλλο τόσο το πολιτισμικό του προϊόν θα γίνεται ολοένα και πιο μισάνθρωπο, ολοένα και πιο σιχαμένο. Κι αυτό γιατί η φτηνή εμπορευματοποίηση των πάντων οδηγεί αναπόφευκτα στην υποτίμηση του αναγκαίου έναντι του άχρηστου και την εξαφάνιση του ουσιαστικού απέναντι στο αισχρό και το γελοίο. Αυτή είναι λοιπόν η πολιτισμική πρόταση ενός συστήματος, το οποίο ιδίως τα τελευταία τριάντα χρόνια φαίνεται να πετά απ’ το παράθυρο τις πνευματικές κατακτήσεις των πρόσφατων αιώνων για να μας κάνει στην καλύτερη παθητικούς δέκτες και στη χειρότερη αγρίμια κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση του. Και για να το θέσουμε και λίγο πιο επιστημονικά, όταν αυτό το σύστημα έχει στον πυρήνα του (βάση) την ανθρωποφαγία, δεν μπορεί παρά να την αναπαράξει και στην πολιτισμική του έκφανση (εποικοδόμημα).
Σημείο δεύτερο
Ο μέσος νους μπορεί να θεωρεί ότι «δημοκρατία» είναι η εκλογή της κυβέρνησης με βάση την καθολική κι ελεύθερη ψήφο ανά τέσσερα χρόνια. Κι όμως δεν είναι μόνο αυτό. Στην εποχή όπου η πληροφορία μεταδίδεται με αστραπιαίες ταχύτητες και τα ψηφιακά μέσα μπορούν και πρέπει να εξανθρωπίζουν τη συλλογική συνείδηση και αντίληψη, τα ιδιωτικά κανάλια είναι τσιφλίκια του κάθε επιχειρηματία που ορίζει την ποιότητα και το περιεχόμενο όσων πρέπει να δουν και να πληροφορηθούν οι μάζες. 30 χρόνια μετά την απελευθέρωση των ΜΜΕ τηλεοπτικό πρωϊνό θα πει ήπιο κουτσομπολιό με στρασίλα, μεσημεριανό (θα πει) πιο σκληρή εκδοχή του πρώτου για να περάσουμε αργότερα σε μια απογευματινή ζώνη κανιβαλισμού μεταξύ μαγείρων, μοντέλων και τραγουδιστών με κατάληξη την βραδινή πλύση εγκεφάλου για το πόσο καλή είναι η κυβέρνηση στις ειδήσεις ή την γνωστή γκάμα ταινιών του Χόλυγουντ και ελληνικών σειρών. Η αλυσίδα των παραστάσεων είναι τέτοια που σαφέστατα εθίζει το τηλεοπτικό κοινό όχι μόνο στο φτηνό θέαμα αλλά την ίδια ώρα το καθιστά και παιχνίδι στα χέρια του κάθε καναλάρχη, που έχει δεδομένα συμφέροντα απέναντι σ’ εκείνα της κοινωνικής πλειοψηφίας. Αλήθεια πως μπορούν να ελέγχουν τις συλλογικές παραστάσεις και τη συλλογική κουλτούρα άνθρωποι και φορείς που δεν λογοδοτούν πουθενά παρά μόνο στην τσέπη τους; Θα ήταν άραγε αντιδημοκρατικό μια φιλολαϊκή κυβέρνηση, κι όχι δήθεν φιλολαϊκή όπως εκείνη του ΣΥΡΙΖΑ, να τους αφαιρούσε αυτό το δικαίωμα;
Σημείο τρίτο
Η αντίληψη που θέλει την άμεση επέμβαση του ΕΣΡ απέναντι σε κάθε παραφωνία της τηλεόρασης είναι εν μέρει κι όχι απόλυτα σωστή. Με άλλα λόγια είναι ημίμετρο. Κι αυτό γιατί το ΕΣΡ μπορεί να θίξει την χ εκπομπή ή τον ψ παρουσιαστή με την επιβολή προστίμων χωρίς όμως να χτυπά το πρόβλημα στην ουσία του, χωρίς να συγκρούεται με τον πυρήνα της παραφωνίας. Όσα πρόστιμα ή επιπλήξεις κι αν επιβληθούν σε τηλεμαϊντανούς τύπου Λιάγκα, Τσιμτσιλή και τα ρέστα, η τηλεοπτική υποκουλτούρα θα παραμείνει η ίδια, με τους ίδιους ακριβώς καναλάρχες να ορίζουν το παιχνίδι του θεάματος, του περιεχομένου του και των ιδεών που διασπείρει στη συλλογική συνείδηση. Η αντίθεση απέναντι στην πολιτική του τηλεοπτικού εκβαρβαρισμού και της μηντιακής ανθρωποφαγίας δεν είναι λοιπόν θέμα προσώπων αλλά θέμα πολιτικής και πολιτισμικής αντίθεσης. Κι αυτό γιατί τα πρόσωπα μπορούν να αλλάξουν, το περιεχόμενο όμως αυτής της τηλεόρασης θα παραμείνει εμφαντικά το ίδιο.
Σημείο τέταρτο
Απέναντι στη σαπίλα της ελληνικής ιδιωτικής τηλεόρασης λύση δεν μπορεί να είναι ούτε η φυγή στο Netflix ούτε ο «αναχωρητισμός» στα κανάλια των Youtubers και vloggers που τα λένε «καλά». Ο ατομικός δρόμος του αναχωρητισμού ή της διακοπής επαφών με αυτή την τηλεόραση δεν αναιρεί το πρόβλημα και δεν οδηγεί σε καμία βελτίωση της συνολικής εικόνας. Όσο κι αν ο καθένας κι η καθεμιά από εμάς παύει να συνδέεται ως κοινό με αυτό το τηλεοπτικό προϊόν, η κουλτούρα του κανιβαλισμού και της ανθρωποφαγίας, ως μηχανισμοί του τηλεοπτικού εκβαρβαρισμού, θα είναι πάντα εκεί να διαμορφώνουν το συλλογικό συνειδητό κι ασυνείδητο στην τροχιά του φτηνότερου και του απάνθρωπου. Κι επειδή ακριβώς τα ημίμετρα ποτέ δεν διορθώνουν ριζικά οποιαδήποτε προβληματική κατάσταση, απαιτείται συλλογική πάλη με όρους και συνθήματα που θα θέτουν πρωτίστως στο στόχαστρο την υπάρχουσα τηλεοπτική κουλτούρα και τους αβανταδόρους της. Γιατί αν δεν αφαιρεθούν οι τηλεοπτικές άδειες από τους γνωστούς καπιταλιστές-καναλάρχες αυτή η τηλεοπτική πραγματικότητα θα εξακολουθήσει να ανθεί παρότι βαθιά σάπια. Ιδού η Ρόδος λοιπόν.
Μέλος της ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ, αρθρογραφεί στο antapocrisis.
Leave a Reply
Want to join the discussion?Feel free to contribute!