Η Ατζέντα 2030 είναι ένα πρόγραμμα υποβάθμισης
Ο Φρήντριχ Μερτς θέλει να δημιουργήσει “νέο πλούτο για τη Γερμανία”. Αλλά η Ατζέντα 2030 είναι κυρίως ένα δώρο στον γερμανικό εξαγωγικό τομέα – και κάνει φτωχότερη την πλειοψηφία του πληθυσμού.
Το CDU, με την Ατζέντα 2030, υπόσχεται μια “πραγματική αλλαγή πολιτικής”, η οποία θα βγάλει την γερμανική οικονομία από την ύφεση. Ενώ η κυβέρνηση Μέρκελ το 2015, υπό τον ορο Ατζέντα 2030 εννοούσε την δέσμευση στους στόχους βιώσιμης ανάπτυξης των Ηνωμένων Εθνών και αγωνιζόταν για μια “κοινωνική, οικονομική και οικολογική ανάπτυξη”, η Ατζέντα 2030 του CDU το 2025 σημαίνει κυρίως ένα πράγμα: οπισθοδρόμηση στην οικονομική πολιτική της δεκαετίας του 2000.
Το όνομα του προγράμματος δεν έχει επιλεγεί τυχαία, αλλά βασίζεται στην Ατζέντα 2010, το μεγαλύτερο κύμα απελευθέρωσης της αγοράς εργασίας και του κοινωνικού κράτους της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας, με το οποίο η κυβέρνηση Σρέντερ προσπάθησε να αναστρέψει την κρίση της γερμανικής οικονομίας. Και αν κοιτάξουμε τις δύο αυτές προσπάθειες, βρίσκουμε κάποιες ομοιότητες: Επιθέσεις στο κοινωνικό κράτος με ταυτόχρονη προστασία της γερμανικής εξαγωγικής βιομηχανίας στην οποία ανήκουν κυρίως οι βιομηχανίες αυτοκινήτων, χημικών και μηχανών.
Εξαγωγικός Τομέας vs. Εσωτερική Οικονομία
Η δεκαετία του 1990 χαρακτηρίστηκε από υψηλούς ρυθμούς αύξησης του πληθωρισμού στο πλαίσιο της επανένωσης, μειωμένη ανταγωνιστικότητα, ανεργία και ελάχιστο πλεόνασμα τρεχουσών συναλλαγών. Το 1995, η Γερμανία εξήγαγε 43,6 δισεκατομμύρια ευρώ περισσότερα από ό,τι εισήγαγε, το 2023 ήταν 224,3 δισεκατομμύρια ευρώ. Ως λύση, μια συμμαχία μεταξύ του Γκέρχαρντ Σρέντερ και της συντηρητικής πτέρυγας του SPD πρότεινε την απελευθέρωση της αγοράς εργασίας – μια πολιτική ενάντια στις ομάδες συμφερόντων που υποτίθεται ότι εκπροσωπούσε.
Η εφαρμογή της Ατζέντας 2010 πέτυχε επειδή το SPD έκανε συμφωνία με τα συνδικάτα του εξαγωγικού τομέα, όπως η IG Metall και η IG BCE. Αυτά τα συνδικάτα τα έσπασαν με το Verdi και άλλα συνδικάτα του τομέα των υπηρεσιών, τα οποία τότε ακολουθούσαν ένα πιο ευνοϊκό κοινωνικό πρόγραμμα για τους εργαζόμενους τους που περιελάμβανε, μεταξύ άλλων, εργασιακή ασφάλεια και τις εγγυήσεις μισθών. Οι εργαζόμενοι του εξαγωγικού τομέα δεν επηρεάστηκαν από τις απελευθερώσεις της Ατζέντας 2010. Επιπλέον, οι αξιωματούχοι της IG Metall και της IG BCE συμμετείχαν στην ανάπτυξη της Ατζέντας 2010. Ορισμένοι πρώην αξιωματούχοι κατείχαν αξιώματα στην κυβέρνηση Σρέντερ. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο ομώνυμος της Riester-Rente, Walter Riester, πρώην αντιπρόεδρος της IG Metall, στη συνέχεια ομοσπονδιακός υπουργός Εργασίας και Κοινωνικής Τάξης υπό τον Σρέντερ. Η Ατζέντα 2010 υπονόμευσε το κράτος πρόνοιας και ταυτόχρονα προκάλεσε μια εσωτερική διαμάχη μεταξύ των εργαζομένων με καλύτερη και χειρότερη προστασία: εξαγωγικός τομέας έναντι εσωτερικής αγοράς.
Μεταξύ των σημαντικότερων πτυχών της Ατζέντας 2010 ήταν τότε η απελευθέρωση της εργασίας με σύμβαση, η προώθηση της μερικής απασχόλησης και η μείωση του επιδόματος ανεργίας. Επιπλέον, εισήχθη ένα σύστημα ελαστικής εργασίας, χαμηλά αμειβόμενης και χωρίς ασφαλιστική κάλυψη. Οι άνεργοι τιμωρούνταν με κυρώσεις εάν αρνούνταν «κατάλληλες» προσφορές εργασίας, γεγονός που οδήγησε σε αύξηση της διαπραγματευτικής δύναμης της πλευράς των εργοδοτών και αύξησε την πίεση στους μισθούς. Με τις μεταρρυθμίσεις υπονομεύτηκε η προστασία των εργαζομένων και ταυτόχρονα δημιουργήθηκε ένας από τους μεγαλύτερους τομείς χαμηλών μισθών στην Ευρώπη. Αρχικά, στο πλαίσιο της Ατζέντας 2010, επαναλαμβανόταν διαρκώς η υπόσχεση ότι οι άνθρωποι θα έπρεπε πρώτα να ενταχθούν στην αγορά εργασίας και από εκεί να έχουν ευκαιρίες ανόδου. Η πραγματικότητα, ωστόσο, είναι διαφορετική.
Πριν από την εισαγωγή του κατώτατου μισθού το 2015, σχεδόν κάθε τέταρτη θέση εργασίας στη Γερμανία αμείβονταν με χαμηλό μισθό, σήμερα κάθε έκτη. Και ο τομέας χαμηλών μισθών αποτελεί ιδιαίτερη παγίδα για τις γυναίκες, τους νέους, τους χαμηλά καταρτισμένους και τα άτομα με μεταναστευτικό υπόβαθρο, οι οποίοι αφενός λόγω δομικών παραγόντων όπως οι διακρίσεις πρόσβασης στην αγορά εργασίας, η έλλειψη αναγνώρισης ξένων τίτλων σπουδών ή η άνιση κατανομή των υποχρεώσεων φροντίδας, είναι η πλειοψηφία των εργαζόμενων σε αυτόν τον τομέα. Αφετέρου, ο τομέας αυτός παρουσιάζει την χαμηλότερη κινητικότητα μισθών, γεγονός που δυσχεραίνει μακροπρόθεσμα την πρόσβαση των ενδιαφερομένων σε υψηλότερα εισοδήματα.
Συνοψίζοντας, η Ατζέντα 2010 συνέβαλε σημαντικά στην επέκταση και ενίσχυση του εξαγωγικού τομέα, γεγονός που ώθησε τα κέρδη αυτού του κλάδου και, κατά συνέπεια, την γερμανική οικονομία. Ταυτόχρονα, οδήγησε σε μια μαζική επιδείνωση των κοινωνικών ανισοτήτων, που οφείλεται στην συμπίεση των μισθών στην εγχώρια οικονομία και στις περικοπές στις συντάξεις και τα επιδόματα ανεργίας. Η Ατζέντα 2010 αντιπροσωπεύει, επομένως, μια οικονομική και πολιτική στρατηγική που ενίσχυσε τα συμφέροντα των γερμανικών εξαγωγικών επιχειρήσεων και ταυτόχρονα ώθησε τους εργαζόμενους στην εγχώρια οικονομία σε όλο και πιο επισφαλείς συνθήκες εργασίας.
Η γερμανική οικονομική ανάπτυξη εξαρτάται μέχρι σήμερα σε μεγάλο βαθμό από τον εξαγωγικό τομέα και, κατά συνέπεια, από την ξένη ζήτηση. Αυτό έγινε ιδιαίτερα σαφές σε περιόδους στασιμότητας του παγκόσμιου εμπορίου, όπως για παράδειγμα κατά τη διάρκεια της κρίσης του Covid, όταν η ομοσπονδιακή κυβέρνηση θέσπισε το μεγαλύτερο πρόγραμμα βοήθειας για τις επιχειρήσεις στην ΕΕ, προκειμένου να αντισταθμίσει την απώλεια ζήτησης από το εξωτερικό. Για τον υπόλοιπο κόσμο, οι γερμανικές εξαγωγές σημαίνουν κυρίως ένα πράγμα: ανεργία. Δεδομένου ότι η Γερμανία παράγει περισσότερα από ό,τι καταναλώνει, η εξαγωγή αυτής της πλεονάζουσας παραγωγής στο εξωτερικό οδηγεί σε πολλές άλλες χώρες σε εντονότερο ανταγωνισμό στην αγορά εργασίας, γεγονός που συχνά οδηγεί σε απώλεια θέσεων εργασίας και αύξηση της ανεργίας.
Παρά το γεγονός ότι η παγκόσμια οικονομία έχει εξελιχθεί τα τελευταία χρόνια σε βάρος της γερμανικής εξαγωγικής βιομηχανίας – μεταξύ άλλων λόγω της σταδιακά φθίνουσας παγκοσμιοποίησης, αλλά και λόγω της χαμένης αναπροσαρμογης της γερμανικής αυτοκινητοβιομηχανίας – το CDU με την ατζέντα 2030 εστιάζει στην υπάρχουσα πορεία. Αντί να ακολουθήσει μια οικονομική πολιτική που να προωθεί το μέλλον, η οποία για παράδειγμα να βασίζεται στην ώθηση της ανάπτυξης μέσω άλλων εγχώριων τομέων, το CDU ακολουθεί μια πολιτική του “μια από τα ίδια”. Πόσο επικίνδυνο είναι αυτό, γίνεται σαφές όταν εξετάσουμε λεπτομερώς τον τρόπο λειτουργίας των μεμονωμένων σημείων του προγράμματος.
Τα προβλήματα της γερμανικής οικονομίας διαφέρουν σημαντικά από αυτά της δεκαετίας του 2000. Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία βρίσκεται σε ύφεση, η οικονομία συρρικνώθηκε για δύο συνεχόμενα χρόνια και δεν φαίνεται να υπάρχει τέλος. Ταυτόχρονα, η ανεργία είναι από τις χαμηλότερες στην ευρωζώνη. Εν τω μεταξύ, λείπουν εκπαιδευτικοί στα σχολεία, τα νοσοκομεία βρίσκονται στα πρόθυρα κατάρρευσης, οι γέφυρες καταρρέουν και οι προσιτές κατοικίες είναι σπάνιες.
Οικονομική πολιτική του χθες
Αντί να ενισχύσει τη ζήτηση μέσω μειώσεων φόρων και αυξήσεων μισθών στις χαμηλότερες εισοδηματικές ομάδες και έτσι να τονώσει την οικονομία, το CDU επικεντρώνεται κυρίως σε μαζικές ελαφρύνσεις για τις ανώτερες εισοδηματικές ομάδες, οι οποίες θα λάβουν τα τρία τέταρτα των φορολογικών ελαφρύνσεων. Σε αυτές τις ομάδες, ο αντίκτυπος στη ζήτηση είναι σαφώς μικρότερος, καθώς εξοικονομούν ένα μεγαλύτερο μέρος του εισοδήματός τους, ενώ παράλληλα εντείνεται η ανισότητα.
Το πρόγραμμα προβλέπει επίσης φορολογικές ελαφρύνσεις για τις επιχειρήσεις, με την ελπίδα ότι θα προχωρήσουν σε περισσότερες επενδύσεις. Ωστόσο, οι γερμανικοί όμιλοι συσσωρεύουν υψηλά αποθέματα μετρητών εδώ και χρόνια. Αντί να ξεκινήσει μια κυβερνητική πρωτοβουλία για επενδύσεις σε δημόσια υποδομή, η οποία θα έδινε κίνητρο στις επιχειρήσεις να απασχολήσουν περισσότερους εργαζόμενους για να καλύψουν την αυξημένη ζήτηση, το CDU σχεδιάζει φορολογικά δώρα στη βιομηχανία.
Επενδύσεις στο γερμανικό εκπαιδευτικό σύστημα δεν προβλέπονται. Για να αντιμετωπίσει την έλλειψη εξειδικευμένου προσωπικού, το CDU θέλει να “προσελκύσει” ξένους ειδικευμένους εργαζόμενους. Αυτό σημαίνει απλά: το CDU θέλει να πληρώνουν άλλες χώρες για την εκπαίδευση των ειδικευμένων εργαζομένων της Γερμανίας και στη συνέχεια να τους αποσπά μετά την ολοκλήρωση της εκπαίδευσής τους. Με αυτόν τον τρόπο, όχι μόνο μεταφέρονται τα έξοδα της εκπαίδευσης στο εξωτερικό, αλλά και αποσπώνται ειδικευμένοι εργαζόμενοι από τις χώρες καταγωγής τους, οι οποίοι στη συνέχεια λείπουν από την οικονομία των χωρών αυτών. Δεδομένου ότι οι αποσπασμένοι προέρχονται συχνά από χώρες του Παγκόσμιου Νότου, η παγκόσμια ανισότητα θα ενταθεί περαιτέρω.
Με την απαίτηση για ανάκληση της απαγόρευσης των ντίζελ, η Γερμανία θα χάσει τους στόχους για το κλίμα, καθώς η ατομική μετακίνηση είναι ένας από τους μεγαλύτερους εκπομπούς CO2. Επιπλέον, στην υπερβολικά καλά αμειβόμενη αυτοκινητοβιομηχανία εργάζονται κυρίως άνδρες, γεγονός που θα εντείνει περαιτέρω την ανισότητα των φύλων και τις εντάσεις μεταξύ του εξαγωγικού τομέα και της εγχώριας οικονομίας. Επιπλέον, το CDU σχεδιάζει την ενίσχυση της βιομηχανίας όπλων και την υπογραφή περαιτέρω συμφωνιών ελεύθερου εμπορίου. Με αυτόν τον τρόπο, το CDU ακολουθεί μια στρατηγική που στοχεύει στην προώθηση των εξαγωγών γερμανικών προϊόντων σε όλο τον κόσμο και στην εξασφάλιση αγορών για τις γερμανικές εξαγωγές.
Παράλληλα, μεταξύ άλλων, θα γίνουν πιο ελκυστικές οι υπερωρίες, θα καταργηθεί το επίδομα στήριξης μακροχρόνια ανέργων και θα αυστηροποιηθούν οι προϋποθέσεις για την πρόσβαση στο επίδομα ανεργίας. Αυτό θα τροφοδοτηθεί από το αφήγημα της κοινωνίας των τεμπέληδων, η οποία θεωρείται υπεύθυνη για την κρίση της γερμανικής οικονομίας, και θα αποσπάσει την προσοχή από τις πραγματικές αιτίες.
Εφόσον το CDU σχεδιάζει επίσης να τηρήσει τον κανόνα του χρέους, θέλει να χρηματοδοτήσει τα φορολογικά του σχέδια μόνο μέσω των παροχών ανάπτυξης. Ωστόσο, δεδομένου ότι η φορολογική του πολιτική βασίζεται κυρίως σε μια μαζική αναδιανομή από τους φτωχούς στους πλούσιους, αυτό θα εξασθενίσει περαιτέρω την εγχώρια ζήτηση. Ταυτόχρονα, το CDU του Merz θα κάνει την οικονομία εξαρτώμενη από την ζήτηση από το εξωτερικό, κάτι που είναι λίγο ελπιδοφόρο σε μια εποχή αυξανόμενου προστατευτισμού. Αν και, για παράδειγμα, οι γερμανικές αυτοκινητοβιομηχανίες μπορούν να επωφεληθούν από τους αμερικανικούς δασμούς στα κινεζικά προϊόντα, αυτό λειτουργεί μόνο εφόσον δεν επιβάλλονται αντίστοιχοι δασμοί στα ευρωπαϊκά προϊόντα. Ο Τραμπ είχε ήδη δείξει στην πρώτη του θητεία ότι είναι σφοδρός επικριτής του γερμανικού εξαγωγικού μοντέλου και είναι πιθανό να μην αποκλίνει από αυτήν την πορεία.
Συνοψίζοντας, η Ατζέντα 2030 αποτελεί ένα κλασικό παράδειγμα γερμανικής οικονομικής πολιτικής στοχευμενης στην προσφορά. Υπέρ του εξαγωγικού τομέα, το CDU προσπαθεί, μέσω καλύτερων συνθηκών για τις επιχειρήσεις – όπως φορολογικές ελαφρύνσεις και απελευθέρωση της αγοράς εργασίας – να αυξήσει την κερδοφορία τους και έτσι να τονώσει την οικονομική ανάπτυξη. Αυτή η συνταγή μπορεί να λειτούργησε στο παρελθόν στο πλαίσιο της Ατζέντας 2010 για τους εξαγωγικούς τομείς, αλλά μόνο με κόστος την επιδείνωση της κοινωνικής ανισότητας. Η αμφισβήτηση αυτής της αναπτυξιακης στρατηγικής, ωστόσο, γίνεται όλο και πιο εμφανής, δεδομένων των τρεχουσών προκλήσεων της γερμανικής οικονομίας, ιδίως των προκλήσεων στον εξαγωγικό τομέα.
“Η σκληρή δουλειά, η εργασία και η προσπάθεια αποδίδουν όλο και λιγότερο. Η υπόσχεση για άνοδο μέσω της υψηλής αποδοτικοτητας φαίνεται να είναι άδεια”, αναφέρεται στην Ατζέντα 2030. Οι προτάσεις του CDU δεν θα μπορέσουν να ανανεώσουν αυτήν την υπόσχεση – αντίθετα, θα μπορούσαν να επιδεινώσουν την κοινωνική ανισότητα, την επενδυτική στασιμότητα και την έλλειψη καλά αμειβόμενων, ασφαλών θέσεων εργασίας. Ενώ το SPD με την Ατζέντα 2010 ακολούθησε μια στρατηγική ανάπτυξης που έριχνε το βάρος στις πλάτες της βάσης του – δηλαδή των εργαζομένων – η Ατζέντα 2030 είναι ένα πρόγραμμα που υποστηρίζει ακριβώς τις δυνάμεις εκείνες που βρίσκονται πίσω από το CDU. Η οικονομική πολιτική του Φρίντριχ Μερτς δεν θα δημιουργήσει “νέο πλούτο” για όλους, αλλά θα ενισχύσει οικονομικά μόνο τα συμφέροντα που στηρίζουν το CDU και θα μειώσει τον πλούτο της πλειοψηφίας.

Είναι οικονομολογος, υποψήφια διδάκτορας πολιτικής οικονομία ινστιτούτο κοινωνικής έρευνας Max-Planck στην Κολωνία
Leave a Reply
Want to join the discussion?Feel free to contribute!