Η αντιπαράθεση Ιταλίας – ΕΕ, η Aριστερά και η άνοδος της ακροδεξιάς
H νέα κυβέρνηση της Ιταλίας
Η κυβέρνηση της Ιταλίας προέκυψε την 1η Ιουνίου του 2018 με Πρωθυπουργό τον Ιταλό νομικό Τζουζέπε Κόντε. Οι εκλογές είχαν διενεργηθεί 3 μήνες νωρίτερα τον Μάρτιο του 2018 και ανέδειξαν μεγάλους νικητές το κίνημα 5 αστέρων που ίδρυσε ο Ιταλός κωμικό Μπέμπε Γκρίλο το 2009 και συγκέντρωσε 32% και την Λίγκα του Βορρά που συμμετέχοντας σε συνασπισμό της δεξιάς συγκέντρωσε μόνη της 18%. Παρά την συμφωνία των δύο κομμάτων ο Πρόεδρος της Ιταλικής Δημοκρατίας αρνήθηκε τον σχηματισμό κυβέρνησης καταγγέλλοντας τον Σαβόνα που προτάθηκε για υπουργός οικονομικών ως ευρωσκεπτικιστή που θα ανατίναζε την πορεία της Ιταλίας στην Ευρωζώνη.
Πριν τις εκλογές του Μαρτίου του 2018, όπου οι επικριτές τις ΕΕ συγκέντρωσαν μαζί περί του 60% των ψήφων και η Σοσιαλδημοκρατία συρρικνώθηκε σε ποσοστά μικρότερα του 20%, είχαν προηγηθεί το δημοψήφισμα στην Ελλάδα και η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ το 2015, το Brexit του 2016, το δημοψήφισμα για την ανεξαρτησία της Καταλονίας το 2017 και φυσικά το δημοψήφισμα που διενέργησε ο Ρέντσι το 2016 και στο οποίο εισέπραξε μία ηχηρή σφαλιάρα που οδήγησε στην παραίτηση του και στην διενέργεια εκλογών. Η σφαλιάρα όμως αυτή (60% ΟΧΙ) με αφορμή την συνταγματική αναθεώρηση έφτασε μέχρι το διευθυντήριο των Βρυξελλών και της Φραγκφούρτης και ουσιαστικά ήταν καταδίκη των πολιτικών που επέβαλε η ΕΕ στην Ιταλία τα χρόνια της κρίσης.
Η Ιταλία που τώρα ταπεινώνεται από την ΕΕ με αφορμή το προσχέδιο του προϋπολογισμού που κατέθεσε η κυβέρνηση της για το 2019 δεν είναι αμελητέα οικονομική δύναμη, δεν είναι μια περιφερειακή χώρα όπως η Ελλάδα, η Ιρλανδία ή η Πορτογαλία. Μιλάμε για την 4η μεγαλύτερη χώρα της ΕΕ και την 8η μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου, μέλος του G20 και του ΝΑΤΟ με παραδοσιακά πολύ ισχυρή βιομηχανία και μεγάλη συγκέντρωση εργατικού δυναμικού στα εργοστάσια του Βορρά. Η περιοχή της Λομβαρδίας (Μιλάνο- Τορίνο) είναι η μεγαλύτερη βιομηχανική ζώνη της Ευρώπης και η FIAT της οικογένειας Ανιέλι απασχολούσε στα εργοστάσια της στο Τορίνο 100.000 εργαζόμενους. Τα στοιχεία δίνονται για να δειχθεί ότι μιλάμε για μία χώρα με πολύ μεγάλη οικονομική βάση που παρά την ανισομετρία βιομηχανικού Βορρά- υποβαθμισμένου και γεωργικού Νότου διατηρούσε ένα καλό επίπεδο για τους εργαζόμενους.
Η είσοδος στο ενιαίο νόμισμα και το προχώρημα της παγκοσμιοποίησης τα τελευταία 20 χρόνια άφησε «ριγμένη» την ανεπτυγμένη αστική τάξη της χώρας, η οποία μετακύλησε την κρίση στους εργαζόμενους. Η ανεργία διπλασιάστηκε από το 2007 και σήμερα είναι 11% και 28% στους νέους, η βιομηχανική παραγωγή έπεσε 25% το χρέος αυξήθηκε 30% σε 8 χρόνια σαν αποτέλεσμα της κρίσης των επιτοκίων δανεισμού την περίοδο 2011-2013 όπου ενώ όλοι πληρώναμε σε ευρώ οι χώρες του Νότου (που δεν ήταν σε μνημόνια) δανείζονταν με απαγορευτικά υψηλά επιτόκια ενώ η Γερμανία με αρνητικά. Παρότι η κρίση της Ιταλίας δεν ήταν κρίση χρέους όπως η ελληνική, οι πολιτικές που ακολουθήθηκαν με περικοπές παροχών σε παιδεία, σε υγεία και σε ασφάλιση οδήγησαν και στην αύξηση του χρέους (σήμερα 2η στην ΕΕ μετά την Ελλάδα) και σε πτώση του ΑΕΠ. Στην Ιταλία σήμερα 5 εκατ. άνθρωποι είναι κάτω από το όριο της φτώχιας. Η ένταξη σε ένα ενιαίο νόμισμα χωρίς όμως ενιαία κρατική δομή δημιούργησε τεράστιες ανισομετρίες.
Γίνεται λοιπόν κατανοητό ότι το πεδίο της οικονομίας και της κοινωνίας που οικοδομεί δημιουργεί το εύφορο έδαφος που πάνω του φυτρώνουν οι ιδέες της αμφισβήτησης αυτού που το γεννάει. Παιδιά αυτής της πραγματικότητας είναι το κίνημα 5 αστέρων που ιδρύθηκε το 2009 και το 2018 αναδείχθηκε πρώτο κόμμα. Η Λίγκα του Βορρά παρότι πιο έμπειρη πολιτικά είναι ένα αποσχιστικό κόμμα της αστικής τάξης που σε αυτήν την συγκυρία κατάφερε να ξεφύγει από την σκιά του Μπερλουσκόνι και αξιοποιώντας και το μεταναστευτικό πρόβλημα της Ιταλίας (600.000 μετανάστες το 2018) έδωσε «εύκολες» απαντήσεις στα αίτια της κρίσης. Ο ευρωσκεπτικισμός και η αντιπαράθεση με την ΕΕ εκφράζεται πολιτικά από μία συμμαχία ενός «απολιτίκ» μορφώματος με ακροδεξιούς με σφραγίδα, που όμως είχαν μια αφήγηση για το κεντρικό πρόβλημα της Ιταλίας. Την υποβάθμιση της στα πλαίσια της Ε.Ε., υποβάθμιση που στο λαό γινόταν κατανοητή μέσα από την επιβαλλόμενη λιτότητα και τη διαχείριση του μεταναστευτικού που αντιμετωπίζει την Ιταλία (και την Ελλάδα) ως αποθήκη ψυχών της Ε.Ε. Αντίθετα, η σοσιαλδημοκρατία είναι σφιχτά δεμένη στο άρμα των Βρυξελλών ενώ η παλιά άρχουσα τάξη (Μπερλουσκονισμός) αδυνατεί να προσφέρει απαντήσεις και να ξεπλύνει τα αμαρτήματα του παρελθόντος.
H αντιπαράθεση με την ΕΕ
Ο προϋπολογισμός που κατέθεσε η Ιταλική κυβέρνηση απορρίφθηκε γιατί προέβλεπε ελλείμματα 2.5%, με την κυβέρνηση να ισχυρίζεται ότι βάζει πρώτα την επιστροφή στην ανάπτυξη και την ευημερία των πολιτών και μετά την μείωση του ελλείμματος, εξαγγέλλοντας επίδομα στήριξης για τους πιο φτωχούς. Τα ελλείμματα όμως απαγορεύονται στην υπό γερμανική κυριαρχία ζώνη του Ευρώ και ο προϋπολογισμός επεστράφη ως απαράδεκτος για διορθώσεις. Το ιερατείο των Βρυξελών (Ντράγκι, Γιούνκερ, Σόλτς, Μοσκοβισί) συνέστησε προσοχή και συμμόρφωση με τα συμφωνηθέντα και απείλησε ότι θα καταψηφίσει.
Από την άλλη, ο Nigel Farage βασικός υποστηρικτής του Brexit έσπευσε να στηρίξει το κίνημα 5 αστέρων και τον Ντι Μάιο ενώ η Μαρίν Λεπέν συναντήθηκε με τον Σαλβίνι (ηγέτη της Λίγκας και υπ. Εσωτερικών) και εξήγγειλαν ούτε λίγο ούτε πολύ «ένα μέτωπο που θα αγωνίζεται εναντίον της ΕΕ υπέρ της Ευρώπης» χωρίς όμως να εκθέτουν ένα εναλλακτικό σχέδιο.
Δημιουργείται ένα «μαύρο μέτωπο» που επιλέγει να επενδύσει πολιτικά και να συμπορευτεί με τους ριγμένους της παγκοσμιοποίησης: αστικές τάξεις χωρών που θίγονται από το ευρώ και την υπό γερμανική ηγεμονία ΕΕ, μεσαία τάξη που φτωχοποιείται, φτωχά στρώματα που μπορούν να στραφούν ενάντια στους μετανάστες. Η κόντρα στην παγκοσμιοποίηση περιέχει και εθνικιστικά- ξενοφοβικά συνθήματα (Τραμπ: τείχος στο Μεξικό, Σαλβίνι: κανένα πλοίο στην Ιταλία, δεν περισυλλέγουμε μετανάστες από την θάλασσα) όμως η πυρήνας της είναι η ανάταξη- ανάταση των εθνικών οικονομιών. Άρα ένα σχέδιο που περιλαμβάνει: δασμούς σε ξένα προϊόντα, ελλείμματα για να τροφοδοτηθεί ανάπτυξη, υποτίμηση νομίσματος για αύξηση των εξαγωγών και ιμπεριαλιστικοί πόλεμοι για τον έλεγχο νέων πλουτοπαραγωγικών πηγών.
Στην παρούσα φάση το μέτωπο αυτό δεν έχει εναλλακτική απέναντι στην παγκοσμιοποίηση. Η Λεπέν και ο Σαλβίνι δεν θέτουν θέμα εξόδου από το ευρώ και την Ε.Ε., ούτε η ιταλική κυβέρνηση έχει σχέδιο Β για σύγκρουση με το σύμφωνο σταθερότητας και επιστροφή στη λιρέτα. Οι παλινωδίες στο Brexit ή το ότι η ιταλική κυβέρνηση επιδιώκει να τα βρει με την Ε.Ε. για τον προϋπολογισμό, είναι δείκτης της ποιότητας και του βάθους αυτής της αμφισβήτησης. Υπάρχει διαπραγμάτευση κάθε αστικής τάξης για τον τρόπο ένταξης της στην παγκοσμιοποίηση, υπάρχει ένα δούναι και λαβείν. Ισχύει ότι μπορεί αυτή η αστάθεια να δημιουργήσει όρους πραγματικής ρήξης με το υπάρχον παγκόσμιο σύστημα, όμως οι από το 2010 μαζικές αμφισβητήσεις από τη Β. Αφρική, έως την Ισπανία και την Ελλάδα, την Καταλονία και την Βρετανία και τώρα την Ιταλία υπογραμμίζουν το βασικό πρόβλημα της εποχής. Πρέπει να συγκροτηθούν οι κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις που μπορούν να θέσουν στρατηγική και τακτική για τη ρήξη με τη παγκοσμιοποίηση, με το σημερινό παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό σύστημα δηλαδή για να είμαστε συγκεκριμένοι. Και οι δυνάμεις αυτές είναι αυτές που έχουν ή θα όφειλαν να έχουν αναφορά στην εργατική τάξη και τους εργαζόμενους, δηλαδή η αριστερά. Οι συμμαχίες πρέπει να αφορούν συνολικά τους χαμένους της παγκοσμιοποίησης και οι παρούσες αντιπαραθέσεις μας αφορούν. Όμως πρέπει να σταματήσουμε να βλέπουμε παντού ρήξεις και ευκαιρίες χωρίς να υπάρχουν τα υποκείμενα της ρήξης που θα μετατρέψουν μια ασταθή κατάσταση σε ευκαιρία.
Όσο δε συγκροτούνται αυτές οι δυνάμεις, το «μαύρο μέτωπο» θα αναπτύσσεται και μια τέτοια εξέλιξη θα έχουμε και στις επερχόμενες ευρωεκλογές, όπως φαίνεται. Το αν η ανάπτυξη του σημαίνει περαιτέρω διαλυτικές καταστάσεις πχ για την Ε.Ε., η μια νέα ισορροπία ισχύος δεν το ξέρουμε. Φαίνεται όμως ότι υπάρχει κοινή στάση του «μαύρου μετώπου» και του λεγόμενου «αντιλαϊκιστικού» στο βασικό δόγμα, το νεοφιλελευθερισμό, για την οικονομία και την κοινωνία.
H Αριστερά
Σε μια οικονομία που ολοκληρώνεται, σε ένα σύστημα που ενοποιείται και οι εθνικές συγκροτήσεις (κράτη) φαίνεται να ξεθωριάζουν θα υπάρχουν νικητές και χαμένοι. Θα υπάρχουν στιγμές έντασης και κρίσης, θα υπάρχουν και στιγμές «ασταθούς» ισορροπίας δυνάμεων. Παραδοσιακές πολιτικές δυνάμεις θα εξατμίζονται ενώ άλλες θα δημιουργούνται. Πολιτικές ισορροπίες δεκαετιών θα ανατρέπονται σε ορίζοντα μηνών. Οι ρυθμοί με τους οποίους τρέχουν οι εξελίξεις, αναδεικνύονται ευκαιρίες και προκύπτουν τα κρίσιμα καθήκοντα, διαφέρουν από χώρα σε χώρα. Σε αυτές τις εποχές τις κρίσης όμως η μάχη δίνεται με πολύ χειρότερους όρους από την πλευρά του υποκειμενικού παράγοντα. Υπάρχει ένας μεγάλος «απών»: Η αριστερά, οι κομμουνιστές και τα πολιτικά και κοινωνικά μέτωπα τους. Αυτό το δεδομένο ορίζει το πλαίσιο, θέτει τα όρια τις διεκδίκησης, της ανατροπής, της «νίκης». Εγκλωβίζει την σκέψη σε «αυτό που μπορεί να γίνει» και όχι σε «αυτό που χρειάζεται να γίνει».
Η περιθωριοποίηση και η οργανωτική εξαφάνιση της Αριστεράς στην Ευρώπη δεν είναι όμως φυσικό φαινόμενο. Έχει εξηγήσεις και οι απολογισμοί πρέπει να γίνουν. Ορισμένα ερωτήματα είναι όμως αμείλικτα:
–Γιατί δεν συνδέθηκε η λαϊκή αμφισβήτηση στην ΕΕ και στο ευρώ με αριστερά αντανακλαστικά αλλά η δεξιά και ακροδεξιά πολιτική κυριάρχησε;
-Γιατί ενώ οι συνθήκες ήταν ευνοϊκές σε Ελλάδα και Ευρώπη για την αφήγηση της Αριστεράς, οι εκτιμήσεις της επιβεβαιώθηκαν και τα παραδοσιακά κόμματα συρρικνώθηκαν, οι δυνάμεις της Αριστεράς συρρικνώθηκαν ακόμα πιο πολύ;
-Ποιο είναι το εύρος των πολιτικών συμμαχιών που χρειάζεται να γίνουν από την Αριστερά ενάντια στην ΕΕ; Η ηγεμονία εντός των μετώπων είναι προαπαιτούμενο η επίδικο;
Η κρίση που σάρωσε τις πολιτικές ισορροπίες στο νότο της Ευρώπης από το 2010 υπήρξε αντικειμενικά μια επικίνδυνη ευκαιρία για την Αριστερά. Η Αριστερά όμως δεν συνδέθηκε με την αμφισβήτηση, είτε λόγω οργανωτικής αδυναμίας (αυτό όμως δεν αποτελεί συγχωροχάρτι) είτε λόγω ιδεολογικής πρόσδεσης στο άρμα του ευρωκομμουνισμού (περίπτωση Ιταλικής αριστεράς, PCI, Επανίδρυση, ιταλοποίηση κλπ. και γαλλικής αριστεράς), είτε λόγω φόβου να στηριχτεί στις δυνάμεις του λαού (τέτοια και η περίπτωση ΣΥΡΙΖΑ, δημοψήφισμα 2015). Τα δε τμήματα της που αναφέρονται στην επανάσταση και την ανατροπή δεν κατάφεραν να έχουν ούτε καν στοιχειώδη κοινή λογική παρέμβασης, αλλά αναχώρησαν από τον πολιτικό αγώνα.
Μπορεί η αριστερά να εκφράσει το αντι – ΕΕ αίτημα και την αντι – ΕΕ πολιτική με λαϊκό τρόπο, κόντρα στο λαϊκισμό της ακροδεξιάς; Πρακτικά και θεωρητικά η απάντηση πρέπει να είναι θετική. Όμως ήδη έχει αργήσει να δοθεί, ήδη κατασπαταλήθηκε το μεγάλο ρεύμα των προσδοκιών που ανέβασε τον ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση, ήδη τα σημεία αναξιοπιστίας και φθοράς της υπαρκτής αριστεράς είναι αρκετά. Παρόλα αυτά η απάντηση του παραπάνω ερωτήματος ακόμα και στις μέρες μας θα αποβεί καθοριστική για τις πολιτικές εξελίξεις στην Ευρώπη, την επιβίωση – αξιοπρέπεια των λαϊκών στρωμάτων, την εθνική ανεξαρτησία χωρών, την πολιτική επιβίωση της ίδιας της Αριστεράς. Μέχρι στιγμής δε δίνει τέτοια δείγματα γραφής. Στην πλειοψηφία, η ευρωπαϊκή αριστερά είναι βουτηγμένη στον μεταρρυθμιστισμό, στην αποδοχή του γερμανικής ΕΕ, στην προσπάθεια «αλλαγής της ΕΕ από τα μέσα», με επιτυχίες ανάλογες με αυτές του ΣΥΡΙΖΑ.
Η αντι – ευρωπαϊκή αριστερά δεν έχει σηκώσει το γάντι απέναντι στην ΕΕ. Αρνείται ή αδυνατεί να παρέμβει με τρόπο καθοριστικό στις εξελίξεις. Πέρα από τις διατυπώσεις, από το 2010 και μετά θα έπρεπε να οικοδομεί μέτωπο ενάντια στην ΕΕ – μέτωπο διεξόδου από την κρίση. Αυτό το μέτωπο θα συρρίκνωνε και τις εθνικιστικές λαϊκίστικες δυνάμεις που σήμερα αναπτύσσονται σε χώρες της ΕΕ και θα δημιουργούσε καλύτερους όρους για τις δυνάμεις της εργασίας. Ο συσχετισμός που δημιουργείται μέσα από μεταβατικές διεκδικήσεις και αγώνες αντικαπιταλιστικού και αντιμπεριαλιστικού χαρακτήρα και αναδεικνύει σαν κεντρικούς στόχους την εθνική και λαϊκή κυριαρχία, φέρνει πιο κοντά και στρατηγικούς στόχους μιας άλλης κοινωνικής οργάνωσης και εξουσίας. Τα τελευταία χρόνια η Αριστερά θα μπορούσε να έχει επενδύσει στα 3 ΟΧΙ, ελληνικό, βρετανικό, ιταλικό και να πάρει προωθητικές αντι – ΕΕ πρωτοβουλίες. Αν η αριστερά αυτή είχε φιλοδοξίες, ανταγωνιστική προς το σύστημα λογική, πίστη στη δύναμη του λαού και στον εαυτό της, θα αξιοποιούσε τη σημαντική αυτή «στιγμή», για να ανοίξει μια συνολική αντιπαράθεση με το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον της ΕΕ, που μόνο δεινά προοιωνίζεται για το λαό.
Ένας τέτοιος πολιτικός λόγος και στάση από την αριστερά, ή έστω από τμήμα της, θα μπορούσε να έχει σημαντικά αποτελέσματα σε συνθήκες που ο λαός αντιμετωπίζει ζήτημα επιβίωσης. Σε τέτοιες στιγμές τα ιδεολογήματα δεκαετιών είναι δυνατό να καταρρεύσουν, στο βαθμό που προβάλλει μια πειστική πολιτική πρόταση διεξόδου. Ένα στέρεο ιδεολογικό και πολιτικό μέτωπο απέναντι στην ΕΕ, που θα έχει υλικά αποτελέσματα και θα συγκροτεί κοινωνικές και πολιτικές συμμαχίες, είναι αναγκαίος όρος για την εθνική ανεξαρτησία και τη λαϊκή κυριαρχία, για τη διέξοδο από την κρίση, την επιβίωση του λαού.
Σήμερα χρειάζεται και απολογισμός και δράση ταυτόχρονα για την ανασύνθεση και τη συγκρότηση μιας νέας πολιτικής δύναμης στην αριστερά. Το πρόβλημα αφορά και την Ελλάδα, αλλά ξεπερνά τα σύνορα της.
Η συνθηκολόγηση του ΣΥΡΙΖΑ το 2015 ήταν ένα χτύπημα, πανευρωπαϊκά, σε μια ελπίδα ότι η αριστερά μπορεί να πρωταγωνιστήσει σε έναν εναλλακτικό δρόμο λαϊκής κυριαρχίας και σύγκρουσης με την Ε.Ε.. Σήμερα είμαστε πιο πίσω. Η αριστερά σε Ελλάδα και Ευρώπη πολιτικά είναι σε ανυποληψία και οργανωτικά σε συρρίκνωση, ενώ η ενδυνάμωση του ακροδεξιού λαϊκισμού στήνει ένα δίπολο «λαϊκιστές» και εθνικιστές- δημοκράτες και οπαδοί της παγκοσμιοποίησης. Το δίπολο αυτό δε θα είναι ακριβώς το δίπολο δεξιάς – σοσιαλδημοκρατίας του παρελθόντος καθώς το επίδικο του έθνους κράτους και της λαϊκής κυριαρχίας θα είναι κεντρικό, ενώ στα λεγόμενα κοινωνικά θέματα η ατζέντα θα πηγαίνει όλο και πιο δεξιά-αντιδραστικά. Στο δίπολο αυτό οι δυνάμεις της αριστεράς θα πρέπει να αντισταθούν και να συγκροτηθούν σε ανεξαρτησία και από τους δύο πόλους. Ούτε αντι-ακροδεξιά μέτωπα ούτε σκέτα αντι-ΕΕ αλλά φιλονεοφιλελεύθερα μέτωπα. Αυτός είναι ο πρώτος όρος πολιτικά για μια αριστερά σήμερα που θα θέλει να αρχίσει ξανά από την αρχή.

Ο Μιχάλης Τριβιζάκης είναι μέλος της ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ. Αρθρογραφεί στο antapocrisis.
Leave a Reply
Want to join the discussion?Feel free to contribute!