Η προηγούμενη κυβέρνηση, επί υπουργίας Γαβρόγλου, ψήφισε το λεγόμενο “προσοντολόγιο” για την κατάταξη του εκπαιδευτικού δυναμικού. Η παρούσα κυβέρνηση, αφού ως αντιπολίτευση συμφώνησε στην ουσία και τη λογική του, δηλώνοντας ότι θα προσθέσει και γραπτό διαγωνισμό ΑΣΕΠ, έσπευσε να το εφαρμόσει στην αρχική του μορφή (μιας και το κράτος “έχει συνέχεια”). Είτε έτσι, είτε αλλιώς, πρόκειται για την εκμηδένιση των βασικών πτυχίων, τα οποία πλέον κατεβαίνουν στο επίπεδο “απολυτηρίων λυκείου”, αφού δεν κατοχυρώνουν επαγγελματικά δικαιώματα από μόνα τους. Ο παραλογισμός αυτής της πολιτικής είναι προφανής.
Προβάλλει η φιγούρα του “αιώνιου σπουδαστή”, όχι με την έννοια του “κοπρίτη”, που δεν είναι ικανός να πάρει το πτυχίο του, αλλά με την έννοια του αγχώδους κυνηγητού πτυχίων και πιστοποιήσεων με μακρινό τρόπαιο τη θέση εργασίας. Φυσικά, το γεγονός ότι η εργασιακή ασφάλεια του παρελθόντος δίνει τη θέση της στην εργασιακή ανασφάλεια, συνιστά μια τεράστια οπισθοχώριση για την κοινωνία μας. Δεν υπάρχει πλέον χώρος για ανθρώπους-ολοκληρωμένες προσωπικότητες, δεν υπάρχει χώρος για “ενήλικες”, δεν υπάρχει χώρος για τον “κύκλο της ζωής”. Παρά μόνο για “επιστήμονες-ζητιάνους μιας θέσης εργασίας”. Οι οποίοι βιώνουν μια “παρατεταμένη νεότητα”, συχνά ως και τα 50 τους χρόνια.
Η μεθόδευση είναι επίσης προφανής. Μετακυλίεται η ευθύνη της ανεργίας από το κράτος στον άνεργο. Μια ανεργία που έχει χτυπήσει κόκκινο στα χρόνια της κρίσης και των μνημονίων. – “Τι να κάνουμε, τα 12 χρόνια στο σχολείο, τα 4-5 στο πανεπιστήμιο και τα 4-5 που έχετε εργαστεί, δεν είναι αρκετά για να έχετε μια δουλειά πάνω στο αντικείμενό σας… αν είχατε ένα μεταπτυχιακό ή γνωρίζατε μια 2η ξένη γλώσσα, ίσως κάτι θα μπορούσε να γίνει στην περίπτωσή σας…. με ένα διδακτορικό, θα είχατε πια μια βεβαιότητα… βλέπετε, δε μας βοηθάτε και πολύ…. τόσοι συνάδελφοί σας έχουν παραπάνω προσόντα από εσάς… η ευθύνη είναι καθαρά δική σας….”
Την ίδια στιγμή, στήνεται μια μεγάλη φάμπρικα μετατπυχιακών και άλλων τίτλων σπουδών, ένα φαγοπότι χωρίς τέρμα για τα ιδρύματα που παρέχουν τους τίτλους αυτούς. Είναι ένα ερώτημα αν θα είχαμε προσοντολόγιο, αν οι τίτλοι αυτοί παρέχονταν δωρεάν στους σπουδαστές. Αν υπήρχε δημόσια και δωρεάν παιδεία. Αφού οι διαδοχικές κυβερνήσεις φρόντισαν να επιτρέψουν τα δίδακτρα στα μεταπτυχιακά των Δημόσιων Πανεπιστημίων, ενώ και τα Ιδιωτικά μπαίνουν για τα καλά στο παιχνίδι, έρχονται τώρα να εξασφαλίσουν την πελατεία των ιδρυμάτων αυτών για χρόνια, δια του προσοντολογίου. Και στον ίδιο βαθμό, να αδειάσουν τις τσέπες του κόσμου που για πολλοστή φορά καλείται “να επενδύσει στη γνώση και στα χαρτιά” (μια επένδυση τόσο παράλογη, ώστε θα αποκτούσε λογική αν το προσδόκιμο ζωής προσέγγιζε τα 150 χρόνια…).
Ας δούμε και μια άλλη εκδοχή, φαινομενικά στον αντίποδα της πρώτης.
– Η ιστοσελίδα “Liberal” δημοσίευσε στις 31/8/2020 άρθρο του Steve Davies με τίτλο “Ο κορονοϊός σπάει τη φούσκα της ανώτατης εκπαίδευσης”. Το άρθρο αυτό αποδομεί τις πολιτικές αντιλήψεις, οι οποίες, θεωρώντας ότι “το ανθρώπινο κεφάλαιο και οι περισσότεροι απόφοιτοι συνεπάγονται αυξημένο ΑΕΠ”, υποστηρίζουν την “επένδυση στην παιδεία”. Ο συντάκτης διατυπώνει την άποψη ότι “η α΄βάθμια εκπαίδευση όντως μεταβιβάζει χρήσιμες δεξιότητες στους μαθητές, η β΄βάθμια ελάχιστα, ενώ η γ΄βάθμια, πλην ελαχίστων αντικειμένων-εξαιρέσεων, σχεδόν καθόλου”. Ως εκ τούτου, τα πτυχία παίζουν απλά ένα ρόλο “σηματοδότησης” των υποψήφιων εργαζομένων. Δηλαδή μαρτυρούν απλώς κάποια χαρακτηριστικά του αποφοίτου, όπως επιμονή, εργατικότητα, αναλυτική σκέψη κλπ. Ασχέτως του αντικειμένου σπουδών. Με βάση τα οποία μπορεί ο εργοδότης να κρίνει αν θα προσλάβει ή όχι τον συγκεκριμένο υποψήφιο εργαζόμενο. Το σώμα γνώσεων που έχει λάβει ο απόφοιτος είναι “κατά 90% άχρηστο”. Συνεπώς, εντάξει, καλή είναι η “σηματοδότηση”, παραείναι όμως ακριβή. Άρα, η επένδυση στην παιδεία μάλλον δεν είναι και πολύ καλή ιδέα. Και, ειδικά την ανώτατη εκπαίδευση, θα πρέπει να την ξεχάσουμε, τουλάχιστον όπως την ξέραμε μέχρι σήμερα.
– Πρόσφατα κυκλοφόρησε και η είδηση ότι η Google, μέσω του προγράμματος “Google Career Certificates” θα απονέμει δικά της πτυχία. Σύντομα (6μηνης διάρκειας) και φτηνά. Θα παρέχει συγκεκριμένες δεξιότητες και εργασιακή προοπτική. Το βασική της σλάγκαν: “Τα πτυχία δεν παίζουν ρόλο, οι ικανότητες παίζουν ρόλο”.
Το νεοφιλελεύθερο παραλήρημα δεν αρκείται στην γ΄βάθμια εκπαίδευση. Βγάζει σκάρτη και τη β΄βάθμια. Αν και ο συντάκτης του παραπάνω άρθρου δε φτάνει ως το τέλος τον συλλογισμό του (ενδιαφέρουσα υποθήκη προς μελλοντική χρήση). Προς το παρόν, αρκείται στην απόρριψη της γ΄βάθμιας, η οποία κατά τον ίδιο είναι μια εντελώς αντιπαραγωγική επένδυση. Η γ΄βάθμια θα πρέπει να αντικατασταθεί από μια άλλη διαδικασία (αν και δε διατυπώνεται ρητά ποια ακριβώς θα είναι αυτή), η οποία θα προσφέρει πραγματικές δεξιότητες (η λέξη – κλειδί για τον νεοφιλελευθερισμό και την οικονομία). Ξεχάστε τη γνώση, τη γενική παιδεία, το εννοιολογικό υπόβαθρο, τις δομημένες προσωπικότητες, τους μορφωμένους ανθρώπους. Εδώ έχει πια αξία μόνο ό,τι είναι άμεσα αξιοποιήσιμο στη διαδικασία παραγωγής κέρδους.
Είναι ενδιαφέρον το πως αλληλοσυμπληρώνονται αρμονικά οι “καινοτόμες” ιδέες των νεοφιλελεύθερων “think tanks” με τις νέες δράσεις πολυεθνικών επιχειρηματικών ομίλων (όπως η Google). Οι μεν παράγουν “νέα θεωρία και πολιτική”, για την “υπέρβαση των κληρονομημένων από το παρελθόν δυσκαμψιών”, οι δε, που διακατέχονται από ακαταμάχητο επιχειρηματικό πνεύμα, σπεύδουν να την εφαρμόσουν δημιουργικά, προς όφελός τους φυσικά.
Ή, λίγο ανάποδα, οι δε παίρνουν αμφιλεγόμενες και προκλητικές πρωτοβουλίες, χωρίς ίχνος σεβασμού σε τίποτα και σε κανέναν, και οι μεν προσφέρουν ιδεολογικό άλλοθι, νομιμοποίηση, πολύ περισσότερο προσδίδουν σε αυτές “αέρα ανανέωσης” από τη σκουριά του παρελθόντος.
Το ζήτημα είναι λίγο πιο βαθύ. Η εκπαιδευτική διαδικασία, και η κοινωνική πραγματικότητα, πιο γενικά, κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα, ήταν τέτοιες, που σε γενικές γραμμές συγκροτούσαν ανθρώπινες προσωπικότητες. Με συνοχή, αρχές, πεποιθήσεις, κάποια ηθική, κάποιο σώμα γνώσεων, ορισμένη μόρφωση. Πολλή κριτική μπορεί να γίνει πάνω στα χαρακτηριστικά των προσωπικοτήτων αυτών που διαμορφώνονταν. Για το αν οι πεποιθήσεις ή οι αρχές ήταν αυτές ή άλλες, για το που οδηγούσαν αυτές, το ποιο κοινωνικό και οικονομικό μοντέλο ενίσχυαν, ποιες ήταν οι τελικές τους συνέπειες ως προς τη διαδρομή στη ζωή των ανθρώπων που τις έφεραν. Ωστόσο, το γεγονός είναι ότι συγκροτούσαν προσωπικότητες.
Από τις αρχές του 21ου αιώνα (χοντρικά), παρατηρούμε ακριβώς το αντίθετο. (α) Το αρχιπέλαγος της πληροφορίας που προσφέρει το ίντερνετ προκαλεί ένα σάστισμα, μια αμηχανία, ένα δέος. Γεννιέται ένα αίσθημα “ματαιότητας” σχετικού με την απόκτηση γνώσης, αφού όλη η γνώση είναι διαθέσιμη, αρκεί να πληκτρολογήσεις κάτι στο google. Έτσι, όμως, αλλάζει η σχετική θέση του ανθρώπου ως προς τη γνώση. Η γνώση πλέον δεν είναι κάτι που έχει γίνει “δικό του”, μέσω της κοπιώδους ενασχόλησής του με αυτήν. Είναι κάτι εντελώς εξωτερικό από αυτόν, που μπορεί όμως να το αναζητήσει και να το βρει οποιαδήποτε στιγμή (β) Τα social media δομούν μια καθημερινότητα και μια κοινωνική ζωή εντελώς διαφορετική. Η άμεση, προσωπική, δια ζώσης επαφή συρρικνώνεται. Η επικοινωνία αλλάζει. Ο τρόπος έκφρασης, οι όροι κάτω από τους οποίους εκφέρεται ο προφορικός λόγος επίσης. Ο κόσμος δε διαβάζει πια, ή διαβάζει το πολύ 5 γραμμές. Το “βιβλίο” είναι πια αρκετά ξεπερασμένη ασχολία (γ) Στην εκπαιδευτική διαδικασία τα “projects”, οι ελεύθερες ζώνες, οι διαθεματικότητες κλπ, αλλά και το πως αυτά δένουν με την αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών και της πληροφορίας του ίντερνετ, θέτουν επί της ουσίας το ζήτημα των “δεξιοτήτων”. Και σίγουρα αμφισβητούν την αξία που έχει μια συνεκτική και δεμένη μελέτη του μαθήματος των νέων ελληνικών ή των μαθηματικών. Τα παραπάνω έχουν μια παιδαγωγική πλευρά (αντιμετώπιση του “στείρου δασκαλοκεντρισμού”) αλλά και μια οικονομική πλευρά (π.χ. “επίλυση προβλήματος”, με εφαρμογή σε κάποια επιχειρηματική πλευρά). Από τη την έννοια της μόρφωσης μετατοπιζόμαστε στην έννοια της αποτελεσματικότητας και των δεξιοτήτων.
Γίνεται σαφές ότι το πρότυπο του 21ου αιώνα για τη νέα γενιά, βρίσκεται στον αντίποδα του προτύπου που γνωρίσαμε στον 20ο αιώνα. Η αποσπασματικότητα, το μερικό, το ασύνδετο τείνει να γίνει ο κανόνας. Η χλιαρότητα, η έλλειψη πεποιθήσεων, η απουσία αρχών. Προσωπικότητα πλέον γίνεται η δραστηριότητα στα social media και γνωστικό υπόβαθρο ο τρόπος με τον οποίο βάζεις τις λέξεις-κλειδιά στο ψαχτήρι της google. Η νέα γενιά “δεν πιστεύει σε κάτι”, δεν έχει καλώς εννοούμενα πάθη, είναι χλιαρή. Ο ατομισμός εντείνεται. “Να περνάς καλά”. Όμως συχνά είναι δύσκολο. Τα υπαρξιακά αδιέξοδα και τα ψυχολογικά προβλήματα είναι σήμερα περισσότερα από ποτέ.
Ο Steve Davies όμως δεν ικανοποιείται με αυτά. Θέλει πιο γρήγορους ρυθμούς. Το ξεθεμελίωμα της εκπαιδευτικής διαδικασίας όπως την ξέραμε ως τα σήμερα και η αντικατάστασή της με κάποια άλλη, πιο “ταιριαστή” με την εποχή μας, που θα προσφέρει δεξιότητες και όχι “στείρα γνώση”, δε μπορεί να περιμένει. Η αδράνεια και οι πολιτικοί ρυθμοί του παρελθόντος δεν είναι αποδεκτοί από την ασυγκράτητη νεοφιλελεύθερη διανόηση. Απαιτεί άλματα εδώ και τώρα. Εξάλλου, δεν είναι δυνατό να αφήσουμε τη Google να περιμένει πότε θα “ωριμασουν πολιτικά” οι συνθήκες για την απελευθέρωση της γ΄βάθμιας εκπαίδευσης.
Είναι οι παραπάνω 2 εκδοχές ασυμφιλίωτες;
Αν επιχειρούσαμε μια αντιπαραβολή, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η εκδοχή του προσοντολογίου στέκει στον αντίποδα της εκδοχής του Steve Davies . Η πρώτη βασίζεται στους τίτλους σπουδών, σε σημείο υπερβολής. Φτάνοντας να υποβαθμίζει κατώτερους τίτλους, διαμορφώνοντας μια πραγματικότητα στην οποία κυριαρχούν και πλειοψηφούν οι ανώτεροι. Η δεύτερη βασίζεται ελάχιστα ως καθόλου στους τίτλους σπουδών, ευνοεί κάποιους “fast track” τίτλους που πιστοποιούν απλώς κάποιες δεξιότητες και δίνει έμφαση στα “πρακτικά προσόντα”.
Είναι τελικά τόσο διαφορετικές οι 2 εκδοχές που εξετάσαμε παραπάνω; Η τρέλα της συλλογής προσόντων μέχρι τα βαθιά γεράματα με την πλήρη απαξία της γνώσης και της εκπαιδευτικής διαδικασίας; Το διαρκές “ανέβασμα του πήχη των προσόντων”, τα πολλά χαρτιά, η λατρεία της “αξιοκρατίας-αριστείας” με το: “αρκούν ορισμένες δεξιότητες και κάποιο πρακτικό πνεύμα”;
Θεωρητικά, ναι. Η πρώτη είναι ακριβώς το αντίθετο της δεύτερης.
Η οικονομία της αγοράς, όμως, συχνά λειτουργεί με κάποιους φαινομενικά παράδοξους τρόπους. Πολλές φορές τείνει να συμβιβάζει και να συνδυάζει τις πιο ετερόκλητες και αντιφατικές πρακτικές, αρκεί να συντείνουν όλες αυτές στους ίδιους τελικούς σκοπούς: αύξηση κερδοφορίας και καλύτερη διαχείριση εργατικού δυναμικού. Ας σταθούμε για λίγο στην εγχώρια πραγματικότητα. Δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι η ίδια κυβέρνηση προτίθεται να εξαντλήσει κάθε αυστηρότητα, αξιολογώντας τον δημόσιο τομέα, με αρκετό πνεύμα “αριστείας”, επιτρέποντας παράλληλα στον ιδιωτικό τομέα να λειτουργεί εντελώς ασύδοτα. ΑΣΕΠ και διδακτορικά στο Δημόσιο, “σκόιλ ελικίκου” στον ιδιωτικό τομέα. Να καταργηθεί η βάση του 10 για την εισαγωγή στο Πανεπιστήμιο, καθώς έτσι πλήττεται το κύρος των ιδρυμάτων, οι ίδιοι “ανάξιοι” μαθητές (για την ακρίβεια: όσοι από αυτούς έχουν τη δυνατότητα να πληρώσουν) κρίνονται όμως άξιοι να φοιτήσουν σε ένα ιδιωτικό τριτοβάθμιο ίδρυμα, και φυσικά να αποφοιτήσουν από αυτό (είναι δυνατό να στερηθεί το πτυχίο του κάποιος που είναι συνεπής στις πληρωμές του;). Διαφορετική μεταχείριση σχετικά με τα μέτρα ασφαλείας και τη διαχείριση των κρουσμάτων του κορονοϊού σε δημόσια και σε ιδιωτικά σχολεία. Και ο κατάλογος δεν έχει τέλος.
Η συνέπεια είναι μια έννοια που δε μπορεί να χαρακτηρίζει ένα κράτος ή μια κυβέρνηση η οποία προσκυνά τους νόμους της αγοράς ως θεότητες. Στην περίπτωση αυτή, η μόνη συνέπεια που μπορεί να εντοπιστεί είναι στην υπηρέτηση των επιταγών της αγοράς με κάθε τρόπο, με κάθε μέσο, με κάθε πρακτική. Ακόμα και αν κάποια μέσα έρχονται φαινομενικά (ή και πραγματικά) σε σύγκρουση με κάποια άλλα. Ο σκοπός είναι τόσο ιερός, ώστε δεν ενδιαφέρει ούτε η έξωθεν μαρτυρία, ούτε η γνώμη των τρίτων, ούτε το πολιτικό κόστος, ούτε η κοινωνική κατακραυγή, ούτε η μετατροπή του πολιτικού προσωπικού σε περίγελο. Τα πάντα για την αγορά, τον ιδιωτικό τομέα, τους πιστωτές μας, το κεφάλαιο. Φυσικά, η μεροληψία υπέρ του ιδιωτικού τομέα δεν είναι δυνατό να κρυφτεί.
Μέσα στον εργασιακό μεσαίωνα που διαμορφώνει η κρίση την τελευταία 10ετία, μια θέση “στο δημόσιο”, ακόμα και με ψαλιδισμένες αμοιβές σε σχέση με το παρελθόν, φαντάζει σαν ο πρώτος λαχνός. Ενώ η κυρίαρχη πολιτική συμπιέζει το δημόσιο και επεκτείνει το ιδιωτικό με κάθε τρόπο, δημοπρατεί μια θέση στο δημόσιο σε πολύ ακριβή τιμή. Βάζοντας από το παράθυρο τον ιδιωτικό τομέα, ώστε να κάνει μπίζνες σχετικές με τη δημοπράτηση αυτής της θέσης στο δημόσιο. Το δημόσιο μετατρέπεται σε χώρο κερδοφορίας του ιδιωτικού.
Η φάμπρικα του προσοντολογίου, εξυπηρετεί πλήρως τον οικονομία της αγοράς. Δημιουργεί μια πρωτοφανή αγοραπωλησία πτυχίων (χωρίς να υποτιμάει κανείς τον κόπο, εκτός από το χρήμα, που απαιτεί πολλές φορές η λήψη τους) με τεράστιο τζίρο. Ταξινομεί και διαχειρίζεται το πλεονάζον προσωπικό, μετακυλίοντας την ευθύνη πάνω στο ίδιο. Δημιουργεί φιγούρες υποταγμένων ανθρώπων, που μπορούν να αποδεχτούν κάθε φορά ένα επόμενο βήμα υποβάθμισης και “νέων απαιτήσεων”. Την ίδια στιγμή, η αγορά χλευάζει τα “προσόντα” αυτά. Η χλεύη αυτή μπορεί να έχει τόσο παράλληλη με την “προσοντο-μανία” χρήση, όσο και μελλοντική. Αφού δηλαδή απαξιώθηκαν τα βασικά πτυχία, σύντομα θα απαξιωθούν και τα μεταπτυχιακά (σε λίγο θα έχουν όλοι από ένα τέτοιο… άρα δε θα αποτελεί κάποιο συγκριτικό πλεονέκτημα για τους κατόχους του), αφού τα διδακτορικά πάρουν τη θέση των μεταπτυχιακών… Πάντα θα στέκει η αγορά στη γωνία να δηλώσει ότι “οι τίτλοι που έχετε λάβει είναι απλά χαρτιά, που τίποτα δεν αποδεικνύει ότι αντιστοιχούν στις δεξιότητες που απαιτώ”.
Με προσοντολόγιο ή 6μηνη κατάρτιση από τη Google, η αναλωσιμότητα είναι η μόνο προοπτική για τη νέα γενιά. Αυτή τουλάχιστον είναι η σταθερή επιδίωξη της αγοράς και του νεοφιλελευθερισμού. Το ερώτημα και η πρόκληση είναι το αν η νέα γενιά έχει να πει την τελευταία λέξη στη συζήτηση αυτή.

Μέλος της ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ, αρθρογραφεί για το antapocrisis