Τρεις λόγοι για τους οποίους οι ΗΠΑ δεν πρέπει να εξοπλίσουν την Ουκρανία

Το antapocrisis δημοσιεύει για ενημερωτικούς λόγους το άρθρο του Ishaan Tharoor, αρθρογράφου διεθνών σχέσεων της Washington Post, το οποίο από το 2015 προειδοποιεί για την κατάληξη που θα είχε μια πολιτική εξοπλισμού της Ουκρανίας απέναντι στη Ρωσία. Ο Tharoor σημειώνει ότι η Ρωσία είναι αποφασισμένη να αντιδράσει σε μια τέτοια πολιτική και είναι απίθανο να υποχωρήσει, ακόμα και αν το τίμημα που θα καταβάλει είναι υψηλό. Ο αρθρογράφος μεταφέρει τη συζήτηση που από το 2015 γίνεται στην Ουάσινγκτον, για το αν θα πρέπει να επιλεγεί ο δρόμος μιας ουδέτερης Ουκρανίας ή αν θα πρέπει να εξοπλιστεί η Ουκρανία ενσωματώνοντας μια επιθετική ρητορική έναντι της Ρωσίας. Προφανώς, με την εκλογή Μπάιντεν, οι ήδη προϋπάρχουσες διακομματικές τάσεις σκλήρυνσης και επιθετικής περικύκλωσης της Ρωσίας, έγιναν κυρίαρχες. Η Ουκρανία όχι μόνο εξοπλίστηκε από τις ΗΠΑ, αλλά τέθηκε ως ζήτημα ημερήσιας διάταξης η είσοδός της στο ΝΑΤΟ. Η κατάληξη προς τον πόλεμο θα ήταν πλέον σχεδόν αναπόφευκτη.
Και αυτό το άρθρο, μαζί με δεκάδες άλλες παρεμβάσεις από διπλωμάτες, πολιτικούς, ακαδημαϊκούς και αναλυτές διεθνών θεμάτων, δείχνει ότι ο σημερινός πόλεμος στην Ουκρανία ήταν απολύτως προδιαγεγραμμένος, επιλογή της ηγεσίας των ΗΠΑ να κλιμακώσει τη σύγκρουση με τη Ρωσία σε ένα υπαρξιακό (καλώς ή κακώς) για τη Μόσχα ζήτημα. Η σημερινή ρητορική του «δυτικού κόσμο» που δέχεται επίθεση από την αυταρχική Ρωσία, επιχειρεί να κουκουλώσει την ιστορία αυτής της σύγκρουσης, αλλά τα γεγονότα είναι πεισματάρικα και τα γραπτά μένουν.

Στην Ουάσιγκτον, υπάρχουν αυξανόμενες δικομματικές εκκλήσεις να εξοπλίσουμε την Ουκρανία καθώς αυτή καταπολεμά μια ανθεκτική εξέγερση (σ.μ. Ντονμπάς) που υποστηρίζεται από τη Ρωσία στα ανατολικά της χώρας. Οι αυτονομιστές υπέρ της Μόσχας ενίσχυσαν τις επιθέσεις τους σε εδάφη που ελέγχονται από την κυβέρνηση, δίνοντας νέα ώθηση στις προσπάθειες των Ευρωπαίων διπλωματών που ήλπιζαν να συγκαλέσουν ειρηνευτικές συνομιλίες μεταξύ Ουκρανίας και Ρωσίας στην πρωτεύουσα της Λευκορωσίας Μινσκ την Τετάρτη.

Αλλά ορισμένοι στις Ηνωμένες Πολιτείες ανησυχούν ότι θα υπάρξουν ακόμα περισσότερες αποτυχημένες διαπραγματεύσεις. Ο Πρόεδρος Ομπάμα παραδέχτηκε ότι η κυβέρνησή του εξετάζει το ενδεχόμενο αποστολής «θανατηφόρων αμυντικών όπλων» στην κυβέρνηση του Κιέβου. Και οι συνήθεις ύποπτοι στο Κογκρέσο είναι κατηγορηματικοί ότι αυτός είναι ο καλύτερος δρόμος για τον περιορισμό του νέου ρεβανσισμού της Μόσχας, που ισχυρίζονται ότι ευθύνεται για μια σύγκρουση που έχει ήδη στοιχίσει περισσότερες από 5.000 ζωές.

Το πιο γνωστό επιχείρημα που ζητούσε αποστολή όπλων διατυπώθηκε σε μια έκθεση που συντάχθηκε κατόπιν έκκλησης προσωπικοτήτων της εξωτερικής πολιτικής της Ουάσιγκτον και δημοσιεύτηκε την περασμένη εβδομάδα από το Brookings Institution, το Atlantic Council και το Chicago Council on Global Affairs, του οποίου ηγείται ο Ivo Daalder, πρώην απεσταλμένος των ΗΠΑ στο ΝΑΤΟ. Έχει τον τίτλο «Διατήρηση της ανεξαρτησίας της Ουκρανίας, αντίσταση στη ρωσική επίθεση: Τι πρέπει να κάνουν οι Ηνωμένες Πολιτείες και το ΝΑΤΟ».

Η έκθεση ισχυρίζεται ότι η τρέχουσα (σ.μ. το 2015) επέμβαση της Μόσχας στην Ουκρανία είναι «η σοβαρότερη απειλή ασφαλείας για τη διατλαντική κοινότητα και την Ευρασία από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου» και «μια απαράδεκτη πρόκληση για τη μεταπολεμική ευρωπαϊκή τάξη ασφαλείας». Η Ρωσία έχει «παραβιάσει κατάφωρα» προηγούμενες δεσμεύσεις για σεβασμό της κυριαρχίας και της εδαφικής ακεραιότητας της Ουκρανίας, ιδίως με την προσάρτηση της Κριμαίας τον περασμένο Μάρτιο. Τώρα, καταλήγει η έκθεση, «η Δύση πρέπει να ενισχύσει την αποτρεπτική δύναμη της Ουκρανίας, αυξάνοντας τους κινδύνους και το ρωσικό κόστος για οποιαδήποτε νέα μεγάλη επίθεση».

Αυτό σημαίνει ένα βασικό πράγμα: “παροχή άμεσης στρατιωτικής βοήθειας” στο Κίεβο, μια ευρεία γκάμα υλικού και όπλων που περιλαμβάνει αντιαρματικούς πυραύλους, θωρακισμένα Χάμβι και drones παρακολούθησης. Ο στόχος είναι να βοηθηθεί η Ουκρανία να «δημιουργήσει σημαντικό κόστος» στους αυτονομιστές και στους υποτιθέμενους Ρώσους υποστηρικτές τους, ώστε να αναγκάσει τον ήδη μαχόμενο Ρώσο Πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν να επανεξετάσει τη στρατηγική του καθώς θα αυξάνονται οι απώλειες, συμπεριλαμβανομένων των Ρώσων στρατιωτών.

Παραθέτουμε μερικούς λόγους αμφιβολίας για την επιτυχία ενός τέτοιου σχεδίου.

Μην υποτιμάτε την δέσμευση της Ρωσίας στο να πολεμήσει

Ούτε οι συντάκτες της έκθεσης ούτε άλλοι σοβαροί υποστηρικτές του εξοπλισμού του Κιέβου πιστεύουν ότι ένας καλύτερος εξοπλισμός του Κιέβου θα επιτρέψει στην κυβέρνηση της Ουκρανίας να νικήσει τις δυνάμεις που υποστηρίζονται από τη Ρωσία. Όπως επισημαίνει ο Jeremy Shapiro, ένας ακαδημαϊκός του Brookings που έγραψε πρόσφατα αυτό το άρθρο που διαφωνεί με την έκθεση του αφεντικού του, αυτή η σκέψη είναι και κυνική και ίσως αφελής, δεδομένης της προθυμίας της Μόσχας να αιματοκυλίσει την περιοχή.

«Είναι δύσκολο να βρεις παρηγοριά σε ένα σχέδιο του οποίου η επιτυχία βασίζεται στην ευαισθησία του Βλαντιμίρ Πούτιν απέναντι στον θάνατο», γράφει ο Shapiro, σχολιάζοντας το αυξανόμενο αντιαμερικανικό αίσθημα στη Ρωσία. Η άμεση στρατιωτική βοήθεια των ΗΠΑ στην Ουκρανία θα βάθαινε μόνο τις αντιδυτικές, «αντι-ιμπεριαλιστικές» αφηγήσεις που κυριάρχησαν στα ερτζιανά στη Ρωσία τον περασμένο χρόνο και θα ενίσχυε τα μηνύματα του ίδιου του Κρεμλίνου για τη σύγκρουση ως υπαρξιακό αγώνα για το μέλλον της Μόσχας.

«Αυτή η εξαναγκαστική στρατηγική είναι επίσης απίθανο να λειτουργήσει, όσες κυρώσεις κι αν επιβάλει η Δύση», γράφει ο θεωρητικός των διεθνών σχέσεων John Mearsheimer. «Αυτό που δεν καταλαβαίνουν οι υποστηρικτές του εξοπλισμού της Ουκρανίας, είναι ότι οι Ρώσοι ηγέτες πιστεύουν ότι τα βασικά στρατηγικά συμφέροντα της χώρας τους διακυβεύονται στην Ουκρανία· είναι απίθανο να υποχωρήσουν, ακόμα κι αν αυτό σημαίνει αποδοχή τεράστιου κόστους για τη Ρωσία».

Υπάρχει μια άλλη ομάδα επιχειρημάτων που τονίζει ότι, για τον Πούτιν, το παιχνίδι εξουσίας στην Ουκρανία είναι το μόνο που μπορεί να του έχει μείνει. Ο Stephen Walt του Χάρβαρντ, γνωστός σκεπτικιστής έναντι του παρεμβατισμού των ΗΠΑ, διευκρινίζει τι διακυβεύεται για τη Ρωσία:

Η Ρωσία δεν είναι μια φιλόδοξη ανερχόμενη δύναμη όπως η ναζιστική Γερμανία ή η σύγχρονη Κίνα. Είναι μια γερασμένη, ερημωμένη και παρακμάζουσα μεγάλη δύναμη που προσπαθεί να κρατήσει όποια διεθνή επιρροή εξακολουθεί να κατέχει και να διατηρήσει μια μέτρια σφαίρα επιρροής κοντά στα σύνορά της, έτσι ώστε τα ισχυρότερα κράτη – και ειδικά οι Ηνωμένες Πολιτείες – να μην μπορούν να εκμεταλλευτούν τις ολοένα αυξανόμενες ευπάθειές της.

Σε τελική ανάλυση, όπως σημειώνει ο Walt, «η μοίρα της Ουκρανίας είναι πολύ πιο σημαντική για τη Μόσχα», από ό,τι είναι για όσους τυχαίνει να νοιάζονται για την Ουκρανία στην Ουάσιγκτον. Σε αυτήν την αντιπαράθεση, είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι ο Πούτιν θα ήταν ποτέ αυτός που θα υποχωρήσει πρώτος.

Οι ΗΠΑ έκαναν αντίστοιχα πράγματα και στο παρελθόν

Δείτε πώς ο Zbigniew Brzezinski, πρώην υπουργός Εξωτερικών στην κυβέρνηση Κάρτερ, περιέγραψε την αμερικανική αντίδραση στη σοβιετική εισβολή στο Αφγανιστάν το 1979.

Ξεκινήσαμε αμέσως μια διπλή διαδικασία όταν ακούσαμε ότι οι Σοβιετικοί είχαν εισβάλει στο Αφγανιστάν. Η πρώτη περιελάμβανε άμεσες αντιδράσεις και κυρώσεις και επικεντρώθηκε στη Σοβιετική Ένωση… Και η δεύτερη πορεία δράσης οδήγησε στο να πάω στο Πακιστάν ένα μήνα περίπου μετά τη σοβιετική εισβολή στο Αφγανιστάν, με σκοπό να συντονίσω με τους Πακιστανούς μια κοινή απάντηση, σκοπός της οποίας θα ήταν να κάνει τους Σοβιετικούς να αιμορραγήσουν για όσο το δυνατόν περισσότερο.

Η κληρονομιά που αφήνει αυτό το αμερικανικό σχέδιο με την δημιουργία των Μουτζαχεντίν ώστε «να κάνει τους Σοβιετικούς να αιμορραγήσουν», εξακολουθεί φυσικά να αποκαλύπτεται μέχρι σήμερα. Κανείς δεν θέλει ένα σενάριο ίδιο με αυτό του Αφγανιστάν, αλλά οι σκέψεις πίσω από τον εξοπλισμό του Κιέβου τώρα, δεν είναι τόσο διαφορετικές από αυτές που είχε στο μυαλό του ο Μπρεζίνσκι πριν από πάνω από τρεις δεκαετίες. Οι κυρώσεις είναι ήδη στο παιχνίδι. Ορισμένα μέλη του Κογκρέσου πιστεύουν ότι είναι καιρός να ασκήσουν ακόμη μεγαλύτερη πίεση.

Οι αμερικανικές παρεμβάσεις, φαίνεται σχεδόν πάντα να μετατρέπονται σε ακανθώδες εμπλοκές με απρόβλεπτες επιπλοκές και συνέπειες.

Ακόμη και τα πολύ πρόχειρα και περιορισμένα σχέδια για τον καλύτερο εξοπλισμό των στρατευμάτων της Ουκρανίας παρουσιάζουν μια σειρά από δύσκολα ερωτήματα: Ποιος θα εκπαιδεύσει έναν στρατό που είναι κυρίως εξοπλισμένος με εξοπλισμό της Σοβιετικής εποχής ώστε να χρησιμοποιεί αμερικανικά όπλα και τεχνολογία; Θα απαιτούσε κάτι τέτοιο, προσωπικό των ΗΠΑ στο ουκρανικό έδαφος; Αυτό δεν θα προκαλούσε περαιτέρω τη Ρωσία; Και δεν θα αύξανε τότε το διακύβευμα της κρίσης καθώς και το φάντασμα ενός πολέμου με αντιπροσώπους, πράγμα που πολλοί Αμερικανοί δεν θα ήθελαν;

Η μόνη λύση είναι η διπλωματική

Υπάρχει λόγος που οι Ευρωπαίοι ηγέτες, συμπεριλαμβανομένων εκείνων της Γερμανίας, της Γαλλίας και της Βρετανίας, επιδιώκουν απεγνωσμένα μια κατάπαυση του πυρός και όχι μια κλιμάκωση της σύγκρουσης. Τελικά, η μόνη λύση που μπορεί να φανταστεί κανείς, είναι μια διπλωματική διευθέτηση που θα μειώσει την ένταση στην περιοχή και θα επιτρέψει την προσέγγιση μεταξύ της Ρωσίας και των δυτικών γειτόνων της. Μια εισροή δυτικών όπλων και στρατιωτικής βοήθειας θα μπορούσε να έχει το αντίθετο αποτέλεσμα, παραλύοντας οποιεσδήποτε ελπίδες για διπλωματική επίλυση και ίσως ακόμη και να προκαλέσει μια ευρείας κλίμακας ρωσική εισβολή.

Το πιο δύσκολο ερώτημα είναι το τι συμβαίνει στην Ουκρανία: ο στρατός της ξέμεινε από όπλα. Η οικονομία της είναι σε διάλυση. Και ολόκληρες εκτάσεις ουκρανικής γης είναι πλέον εκτός ελέγχου της κυβέρνησης του Κιέβου. Το Κρεμλίνο έχει ξεκαθαρίσει ότι δεν ενδιαφέρεται να τις αφήσει εκτός επιρροής της Μόσχας.

Εκείνοι που αντιτίθενται στον εξοπλισμό της Ουκρανίας, όπως ο Mearsheimer και ο Walt, πιστεύουν ότι το μόνο βιώσιμο αποτέλεσμα είναι μια Ουκρανία που θα είναι «ένα ουδέτερο κράτος στο διηνεκές» μεταξύ της Δύσης και της Ρωσίας. Ο καθηγητής του Πανεπιστημίου του Tufts, Dan Drezner, γράφοντας στο Post Everything, χαμηλώνει τις προσδοκίες για κάτι τέτοιο, δεδομένων των προφανών ευρωπαϊκών φιλοδοξιών πολλών Ουκρανών και της πόλωσης που έχει επικρατήσει τον περασμένο χρόνο. Η καλύτερη επιλογή, λέει, θα μπορούσε να είναι να συμβιβαστούμε με μια «ζώσα αλλά παγωμένη σύγκρουση». Αλλά κάτι τέτοιο θα είναι προτιμότερο από μια εκρηκτική, επεκτεινόμενη σύγκρουση.

Πηγή: The Washington Post

Μετάφραση: antapocrisis

0 replies

Leave a Reply

Want to join the discussion?
Feel free to contribute!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *