Δέκα Χρόνια Μετά
Στις 21 Φεβρουαρίου του 2015, ο τότε πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας σε διάγγελμα προς τον Ελληνικό λαό δήλωνε ότι
«Η Ελλάδα χθες πέτυχε μια σημαντική διαπραγματευτική επιτυχία στην Ευρώπη… θέσαμε στόχους, ήμασταν συγκροτημένοι, δείξαμε αποφασιστικότητα αλλά και ευελιξία, πετύχαμε στο τέλος τον βασικό μας σκοπό… Χθες ακυρώσαμε τα σχέδιά τους [των φιλομνημονιακών]. Αποτρέψαμε το σχέδιο των τυφλών, συντηρητικών δυνάμεων, μέσα και έξω από τη χώρα, να προκαλέσουν ασφυξία στην Ελλάδα στις 28 Φεβρουαρίου. Κρατήσαμε την Ελλάδα αξιοπρεπή και όρθια.»
Τι είχε συμβεί και προκάλεσε τους πανηγυρισμούς του τότε νέο-εκλεγμένου και δημοφιλούς πρωθυπουργού;
Στις 20 Φεβρουαρίου, μετά από δύο άκαρπες συνεδριάσεις στις 11 και 16 Φεβρουαρίου, το Eurogroup είχε δώσει παράταση τεσσάρων μηνών στη λήξη του τρέχοντος προγράμματος οικονομικής προσαρμογής της Ελλάδας, γνωστό στην καθομιλουμένη ως ‘μνημόνιο’, το οποίο έληγε την 1η Μαρτίου.
Η ελληνική κυβέρνηση, σύμφωνα με την απόφαση όφειλε να παρουσιάσει τις προτάσεις της εντός τριών ημερών—όσες παρουσίασε όμως απορρίφθηκαν στη συνέχεια. Το σημαντικότερο όλων είναι ότι με την συμφωνία της 20ης Φεβρουαρίου, η Ελλάδα αναγνώριζε όλες τις συμφωνίες-μνημόνια που είχαν προηγηθεί, όπως φυσικά και αυτό του οποίου αποδεχόταν την παράταση, καθώς αναγνωριζόταν το σύνολο των δανειακών υποχρεώσεων.
Επίσης θεωρήθηκε επιτυχία η μη αναφορά στην υποχρέωση επίτευξης του εξωπραγματικού πρωτογενούς πλεονάσματος που προέβλεπαν οι προηγούμενες συμφωνίες. Μάλιστα καθιερώθηκε και στα καθ΄ ημάς ο όρος του Κίσινγκερ περί ‘δημιουργικής ασάφειας’, γεγονός για το οποίο θριαμβολόγησαν, λες και κάτι είχαν επιτύχει, οι κυβερνητικοί, του Γιάνη συμπεριλαμβανομένου. Εννοείται ότι η ‘δημιουργική ασάφεια’ δεν εξάλειψε το πρόβλημα που η Ελλάδα ξανασυνάντησε μπροστά της.
Μια σειρά από άλλες θριαμβολογίες που περιλαμβάνονταν στο διάγγελμα του Αλέξη Τσίπρα, δεν είχαν καμία απολύτως βάση. Είπε τότε ότι
«Είναι μια συμφωνία που ακυρώνει στην πράξη τις δεσμεύσεις της προηγούμενης κυβέρνησης για περικοπές σε μισθούς και συντάξεις, για απολύσεις εργαζομένων στο δημόσιο, για αυξήσεις στο ΦΠΑ στα τρόφιμα, στα φάρμακα και στις τουριστικές υποδομές.
Ακυρώνει στην πράξη τη λιτότητα και τους μηχανισμούς που την επιβάλλουν, όπως είναι τα εξωπραγματικά και υφεσιακά πρωτογενή πλεονάσματα.
Δημιουργεί το θεσμικό πλαίσιο για την εφαρμογή των αναγκαίων, προοδευτικών μεταρρυθμίσεων και αφορούν την πάταξη της διαφθοράς και της φοροδιαφυγής, τη μεταρρύθμιση του κράτους, αλλά και την ανάσχεση της ανθρωπιστικής κρίσης, που αποτελεί πρώτιστο καθήκον…
… Χθες λοιπόν κάναμε ένα αποφασιστικό βήμα, αφήνοντας πίσω μας τη λιτότητα, τα Μνημόνια και τη Τρόικα.»
Φυσικά, όλοι γνωρίζουμε ότι όχι μόνο δεν αφήσαμε τότε πίσω μας «τη λιτότητα, τα Μνημόνια και την Τρόικα» αλλά αντίθετα, στη συνέχεια τα βρήκαμε μπροστά μας με πολύ μεγάλη ένταση.
Ένα βασικό σημείο που πρέπει να υπογραμμιστεί εδώ είναι ότι τόσο ο τότε υπουργός οικονομικών Γιάνης Βαρουφάκης όσο και ο τότε πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας εξήραν το γεγονός ότι η ‘μεγαλειώδης νίκη’ πραγματοποιήθηκε εντός των πλαισίων της ΕΕ. Δύσκολα μεν, αναίμακτα δε, καθώς στην Ευρώπη υπήρχαν ανεξίτηλες δημοκρατικές παραδόσεις.
Που σήμαινε ότι τα Eurogroups δεν ήταν κανένας «λάκκος λεόντων» αλλά μια συνάντηση πραγματικών κυρίων όπου πρυτάνευε η φωνή της λογικής και ότι τα πάντα μπορούσαν πλέον να διευθετούνται και να επιλύονται μέσω του «Ορθού Λόγου»–πράγμα που, όπως θα δούμε στη συνέχεια, ήταν και η επιδίωξη του Γιάνη Βαρουφάκη, ο οποίος θεώρησε ότι ο στόχος του να επικρατεί η ‘δημοκρατία’, η ‘λογική’ και ο ‘ορθός λόγος’ στις σχέσεις εντός της ΕΕ είχε επιτευχθεί .
Οι πανηγυρισμοί της τότε κυβέρνησης ήταν ασυγκράτητοι. Ο Γιάνης δήλωσε στη συνέντευξη τύπου που ακολούθησε την ‘ιστορική απόφαση’:
«…αποδείξαμε ότι μπορούμε να διαπραγματευτούμε με καλή πίστη και να έχουμε ένα θετικό αποτέλεσμα. Καταφέραμε να συνδυάσουμε τη λογική και την ιδεολογία. Τον σεβασμό στους κανόνες και στη δημοκρατία… Το Σαββατοκύριακο θα είναι ένα Σαββατοκύριακο δημιουργίας και χαράς ότι η Ελλάδα αφήνει το Μνημόνιο πίσω και γινόμαστε συν–συγγραφείς του καταλόγου των μεταρρυθμίσεων που θα εισάγουμε… Η Ελλάδα σήμερα, βγήκε από τη μοναχική απομόνωση στην οποία βρισκόταν τα τελευταία πέντε χρόνια των μνημονίων στο Eurogroup. Σήμερα, πετύχαμε, η Ελλάδα—μέσα από τη διαπραγματευτική της στρατηγική, επειδή διανοηθήκαμε τη ρήξη και είπαμε την αλήθεια, δεν χρησιμοποιήσαμε απειλές, δεν μπλοφάραμε—να δημιουργήσουμε ερείσματα εντός του Eurogroup, εντός της ΕΕ».
Ο τότε πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας το πήγε ακόμη παραπέρα λέγοντας στο διάγγελμά του ότι η νίκη έχει μεγαλύτερη σημασία για την ίδια την ‘Ευρώπη’ από όσο για την Ελλάδα, διότι αυτή, χάρη σ’ εμάς, επανασυνδέθηκε με τον καλό και δημοκρατικό της χαρακτήρα:
«…αποδείξαμε ότι η Ευρώπη αποτελεί πεδίο διαπραγμάτευσης και αμοιβαία βιώσιμων συμβιβασμών και όχι πεδίο εξόντωσης, υποταγής και τυφλής τιμωρίας. Και υπό αυτή την έννοια, ίσως η χθεσινή ημέρα να είναι πιο σημαντική για την Ευρώπη από ότι είναι για την ίδια την Ελλάδα.»
Ενδιαφέρον έχει και η τοποθέτηση στις 26 Μαρτίου 2015 του προηγούμενου πρωθυπουργού Αντώνη Σαμαρά για τη συμφωνία της 20ης Φεβρουαρίου. Ο Σαμαράς παρουσίασε το μη δημοσιευμένο μέχρι τότε κείμενο της συμφωνίας σε συνέντευξη τύπου επισημαίνοντας ότι σαφώς το Μνημόνιο δεν έχει λήξει αφού η σύμβαση με το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (EFSF) απλά έχει παραταθεί—πράγμα που επιβεβαίωσε και το ίδιο το EFSF με ανακοίνωσή του—και ότι το ίδιο είχε κάνει και η δική του κυβέρνηση παλιότερα παίρνοντας παράταση δύο μηνών. Τόσο η επικαιροποίηση της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ όσο και η επικαιροποίηση που είχε κάνει αυτός «συνδέονται άρρηκτα με το Μνημόνιο» είπε.
«Η Σύμβαση που υπέγραψε η παρούσα Κυβέρνηση είναι τροποποίηση της Κύριας Σύμβασης Χρηματοδοτικής Διευκόλυνσης. Για να πάρει, δηλαδή, παράταση τέσσερις επί πλέον μήνες… Όπως ακριβώς είχε κάνει και η δική μας Κυβέρνηση, τον περασμένο Δεκέμβριο, για να πάρει τότε δύο μήνες παράταση…η ορολογία, τότε και τώρα, είναι ταυτόσημη».
Η διαφορά βέβαια ήταν ότι ο Σαμαράς υπερασπιζόταν την πειθάρχηση στην ΕΕ και την ανάγκη των μνημονίων ενώ ο Τσίπρας είχε ακριβώς την αντίθετη θέση και λόγω αυτής είχε ψηφιστεί από τον Ελληνικό λαό εκπαραθυρώνοντας τη ΝΔ από την κυβερνητική εξουσία.
Τι επακολούθησε τη ‘μεγαλειώδη μας νίκη’ της 20ης Φεβρουαρίου του 2015 είναι πια γνωστό. Η βασικότερη όμως επίπτωση δεν ήταν η συνέχιση των μνημονίων από την κυβέρνηση Τσίπρα, τα οποία κάποτε με απύθμενο τυχοδιωκτισμό οι ίδιοι καταργούσαν «με ένα νόμο, ένα άρθρο». Ούτε το γεγονός ότι η Ελλάδα έκτοτε δεν έχει ορθοποδήσει και οι εργαζόμενοι είδαν τις συνθήκες εκμετάλλευσής τους να χειροτερεύουν ραγδαία μέσω της λεγόμενης ‘εσωτερικής υποτίμησης’ ενώ η νεολαία εξακολουθεί να εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις συντάξεις των παππούδων, η υπογεννητικότητα λόγω της αδυναμίας να στηθούν σπιτικά οδηγεί στην εθνική εξαφάνιση, κ.λπ., κ.λπ.
Το χειρότερο είναι ότι η ίδια η αριστερά, δια του ΣΥΡΙΖΑ, χρεοκόπησε στη συνείδηση του λαού την ιδέα ότι τα πράγματα μπορούν να αλλάξουν. Με σημαντική την ευθύνη του λεγόμενου ‘Αριστερού Ρεύματος’ του ΣΥΡΙΖΑ που αντί να βγει και να φωνάξει «τι γίνεται εδώ;» αμέσως μετά το Eurogroup, αυτό προτίμησε τις ‘μάχες’ στα παρασκήνια αυτό-βαυκαλιζόμενο ότι θα καταλάβει τον ΣΥΡΙΖΑ στο μέλλον με κινήσεις θέσεων εν κρυπτώ. Αλλά βέβαια, χρόνο δεν είχε και δεν το αντιλαμβανόταν…
Το ρολόι άρχισε την αντίστροφη μέτρηση μετά τις 20 Φεβρουαρίου. Και με τη συνεχή έκτοτε απαξίωση του ΣΥΡΙΖΑ, που σήμερα πλέον έχει φτάσει στα όρια της πλήρους γελοιοποίησης—ενώ και τα απομεινάρια του πρώην ‘αριστερού ρεύματος’ δεν πάνε πίσω καθώς στοιχήθηκαν υπό τον Γιάνη—το τότε κυβερνητικό κόμμα πέτυχε να στερεώσει στη συνείδηση του μη πολιτικοποιημένου κόσμου την αντίληψη ότι «όλοι ίδιοι είναι», «άκρη δεν βγαίνει», κ.λπ., κ.λπ. Με την ισχυρή συνεπικουρία βέβαια του αυτιστικού κόμματος της άλλης ‘παραδοσιακής’ αριστεράς, του ΚΚΕ, που απαξιώνει την ενασχόληση με τη συγκυρία και την πραγματική πολιτική πάλη.
Όμως, ας αφήσουμε αυτό το θέμα…
Τι θα είχε συμβεί αν ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είχε υποχωρήσει στις πιέσεις—εντελώς μεταφυσική ερώτηση—και είχε επιδείξει χαρακτήρα στο Eurogroup; Τίποτα δεν είναι βέβαιο εκτός από το ότι η μάχη θα άξιζε τον κόπο και δεν θα είχε οδηγήσει στο βάλτωμα που έκτοτε διαλύει αργά αλλά σταθερά τη χώρα. Και όπως απέδειξε και το δημοψήφισμα, υπήρχαν οι λαϊκές εφεδρείες για μια μαχητική τακτική έστω και αν ο λαός δεν είχε προετοιμαστεί από την αριστερά για σύγκρουση.
Ο Γιάνης Βαρουφάκης έχει πει διάφορα κατά καιρούς, συχνά αντιφατικά, για τη συμφωνία της 20ης Φεβρουαρίου στην οποία πρωταγωνίστησε.
Για παράδειγμα, έντεκα μήνες μετά, σε συνέντευξή του στον Αλέξη Παπαχελά ο Γιάνης Βαρουφάκης υποστήριξε ότι η κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ θα έπρεπε να τηρήσει τις υποσχέσεις της και να οδηγήσει την χώρα σε πορεία έξω από τα μνημόνια, σύμφωνα με σχέδια που ήδη υπήρχαν, αφήνοντας να εννοηθεί ότι έπρεπε να είχαμε επιμείνει προς αυτή την εκδοχή. Εννοείται ότι ο Γιάνης δεν εξηγεί πώς η ύπαρξη αυτών των μυστηριωδών σχεδίων, που τα βαφτίζει με το γράμμα Χ, συμβαδίζει με τις προηγούμενες επίμονες δηλώσεις του (βλ. παρακάτω) ότι τέτοια σχέδια—plan B—δεν υπήρχαν.
Δύο χρόνια μετά όμως στο βιβλίο του «Ανίκητοι Ηττημένοι: Η Μάχη μου με το Βαθύ Κατεστημένο της Ευρώπης» συνεχίζει να παρουσιάζει την απόφαση του Eurogroup με διθυράμβους, ως μία μεγάλη επιτυχία της τότε κυβέρνησης και της διαπραγματευτικής της στρατηγικής, φέρνοντας ως απόδειξη το ότι δεν υπήρχε σαφής αναφορά στα πρωτογενή πλεονάσματα. Ήταν ο θρίαμβος της «δημιουργικής ασάφειας».
Στη συνέχεια αναδημοσιεύουμε ένα άρθρο γραμμένο μετά το πρώτο από τα τρία επίμαχα Eurogroups, αυτό της 11ης Φεβρουαρίου 2015, και πριν το δεύτερο (16 Φεβρουαρίου). Το άρθρο αυτό είχε αναρτηθεί στο κλειστό πλέον «Αριστερό Βήμα» καθώς και στο International Press Correspondence (Inprecor).
Όμως, για να μπούμε στο νόημα της περιρρέουσας ατμόσφαιρας απαιτούνται κάποια στοιχεία.
Πριν το Eurogroup o Γ. Βαρουφάκης είχε πλέξει το εγκώμιο του ‘βαθέως κατεστημένου’ της Ευρώπης: σε συνέντευξή του στο περιοδικό Stern. Μιλώντας για τους Γερμανούς, δήλωσε πως «είναι καλύτεροι Ευρωπαίοι, καλύτεροι από τους Γάλλους, καλύτεροι και από εμάς τους Έλληνες». Αναφερόμενος στη Γερμανίδα καγκελάριο, ο Έλληνας υπουργός Οικονομικών έκανε λόγο για «την πιο έξυπνη πολιτικό στην Ευρώπη» συμπληρώνοντας «δεν υπάρχει καμία αμφιβολία». Σε ό,τι αφορά το Γερμανό ομόλογό του, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, ο κ. Βαρουφάκης δήλωσε: «Είναι πιθανώς ο μόνος Ευρωπαίος πολιτικός με πνευματική υπόσταση και είναι δεσμευμένος Ευρωπαίος και ριζωμένος φεντεραλιστής».
Όσο αφορά τη συγκεκριμένη διαπραγματευτική τακτική κατά τα Eurogroups, o τότε υπουργός Οικονομικών, όταν ρωτήθηκε στις 6 Φεβρουαρίου του 2015 «Πως θα αρθούν οι πιέσεις» αρκέστηκε να απαντήσει «μέσα από τον ορθό λόγο που δημιούργησε η Ευρώπη» [η υπογράμμιση δική του]. Δηλαδή, η ΕΕ θα υποχωρούσε στα αιτήματα της Ελλάδας, επειδή αυτά ήταν …«δίκαια», «λογικά», κ.λπ.(!) και δεν ήταν νοητό η Ευρώπη του ορθολογισμού να μην τα λάβει υπόψη της. Έτσι, σύμφωνα με την η αφήγηση του ΣΥΡΙΖΑ, τελικά η συμφωνία ήταν βέβαιη και αναπόφευκτη, έστω και με υποχωρήσεις, αφού η λύση θα πήγαζε από τον ήδη επικρατούντα…ορθό λόγο.
Ο παραλογισμός αυτής της διαπραγματευτικής λογικής υπογραμμίζεται ακόμα περισσότερο αν θυμηθούμε ότι στις 16 Φεβρουαρίου ο Γ. Βαρουφάκης επανήλθε με την απαίτηση προσαρμογής της Ευρώπης: «Η Ευρώπη πρέπει να προσαρμοστεί στο γεγονός πως η Ελλάδα αμφισβητεί ένα πρόγραμμα, το οποίο απέτυχε». Σύμφωνοι, αλλά αν η Ευρώπη δεν «προσαρμοστεί», τι προτείνει ο κ. Βαρουφάκης; Μα, τις αρχές της …δημοκρατίας απάντησε:
«Η Δημοκρατία λέει να υπάρξει ένας συγκερασμός αντιτιθέμενων απόψεων. Δεν μπορούμε να λέμε ότι αυτό είναι και τέλος. Η ιστορία της ΕΕ έχει αποδείξει πως τα τελεσίγραφα δεν αποτελούν λύση».
Εδώ προφανώς ο Γ. Βαρουφάκης εμφανίζεται δέσμιος ιδεαλιστικών ιδεοληψιών («οι αρχές της δημοκρατίας επιτάσσουν κ.λπ.»). Αλλά η εγκατάλειψη βασικών αρχών που οφείλουν να τηρούνται κατά τις διαπραγματεύσεις στη συνέχεια χτυπά κόκκινο. Διότι, αμέσως μετά, ο τότε υπουργός Οικονομικών, που όπως ο ίδιος λέει είναι και γνώστης της Θεωρίας Παιγνίων, προσέθεσε:
«Δεν μπλοφάρουμε, λέμε ότι θέλουμε τίμια συμφωνία και κοινά σημεία επαφής. Είναι η μόνη επιλογή που έχουμε. Είναι το σχέδιο Α μας. Δεν έχουμε σχέδιο Β».
Ένα άλλο χαρακτηριστικό των διαπραγματεύσεων ήταν οι ενδυματολογικές εκκεντρικότητες που τράβηξαν την προσοχή των δημοσιογράφων, οι οποίοι στο μεγαλύτερο μέρος των ρεπορτάζ τους ασχολούνταν με τα κασκόλ και τα πουκάμισα του Γιάνη, αλλά και με την ανταπόκριση της κατά 5 έτη γηραιότερης κας Κριστίν Λαγκάρντ στους ενδυματολογικούς πειραματισμούς του Έλληνα υπουργού Οικονομικών, καθώς αυτή, καταγοητευμένη από τον Γιάνη, φόρεσε με τη σειρά της πέτσινα. Ο τίτλος του τότε άρθρου, που ακολουθεί, αντανακλά αυτή την κωμική πλευρά της, κατά τα άλλα, τραγικής ιστορίας.
Μπότες, Σπιρούνια και Καυτές Διαπραγματεύσεις ή Σε Ποιο Ακριβώς Σημείο Βρισκόμαστε στη Διαπραγμάτευση με την ΕΕ;
Οπωσδήποτε αποτελεί πρωτοτυπία η δήλωση του παρουσιαζόμενου από τα ΜΜΕ “σκληρού” διαπραγματευτή, Γ. Βαρουφάκη, μετά το χθεσινό Eurogroup: «Δεν έχω αμφιβολία ότι οι διαπραγματεύσεις θα συνεχιστούν και ότι θα υπάρξει συμφωνία που θα είναι θεραπευτική για την Ελλάδα και καλή για την Ευρωζώνη».
Διότι, αν ο συζητητής σου δε συζητά αλλά εκβιάζει, τότε εσύ, πέρα από τον “ορθό λόγο” του Καντ, οφείλεις να διαθέτεις και υλικά επιχειρήματα, αν τουλάχιστον εννοείς στα σοβαρά ότι θες να διαπραγματευτείς. Και σε μια τέτοια περίπτωση, όταν σε εκβιάζουν και εσύ τους διαβεβαιώνεις ότι τελικά θα συμφωνήσεις, μάλλον το μόνο που ‘διαπραγματεύεσαι’ είναι, όπως λέει και ο Γ. Βαρουφάκης, “τη φρασεολογία που χρειάζεται για κοινό έδαφος“, δηλαδή πώς τα τετελεσμένα που σου παρουσιάζουν θα τα πλασάρεις στο λαό που κυβερνάς.
Μήπως είμαστε υπερβολικοί την ώρα που η Ελληνική Κυβέρνηση ‘ιδρώνει την Ελληνική φανέλα’; Μήπως τελικά ο Γ. Βαρουφάκης διαθέτει κάποια κρυφά διαπραγματευτικά ατού που θα ρίξει στο τραπέζι ώστε να αποφύγει την πλήρη παράδοση; Το Eurogroup ζητά από την Ελληνική Κυβέρνηση να υπογράψει την παράταση του υπάρχοντος προγράμματος. Ανοιχτά και καθαρά. Τι λέει όμως ο Γ. Βαρουφάκης για το επίδικο; «Ζητούμε μια διατύπωση που θα επιτρέψει να συνεχίσουμε την αναζήτηση κοινού εδάφους». Και όταν ρωτήθηκε από δημοσιογράφο αν διαθέτει όπλα που μπορεί να χρησιμοποιήσει ή μπλοφάρει, απάντησε: «..δεν μπλοφάρουμε λέμε ότι θέλουμε τίμια συμφωνία και κοινά σημεία επαφής. Είναι η μόνη επιλογή που έχουμε. Είναι το σχέδιο Α μας. Δεν έχουμε σχέδιο Β.» Για να συμπληρώσει πως «Θα παραμείνουμε στο ευρώ. Είμαστε μια φιλοευρωπαϊκή κυβέρνηση που απλώς θέλει να αλλάξει πρόγραμμα».
Αν, όπως λέει η Ελληνική Κυβέρνηση, στο Eurogroup βρέθηκε προ εκβιαστικού τελεσιγράφου, τότε η σηματοδότηση με κάθε τρόπο της θέλησής της να υπογράψει και ο τονισμός της έλλειψης από την πλευρά της οποιουδήποτε άλλου σχεδίου, συνιστούν κατά τη γνώμη σας διαπραγματευτική τακτική; Ή μήπως θυμίζουν εκείνον τον αλήστου μνήμης υπόδικο προκάτοχο του κ. Βαρουφάκη, τον Γ. Παπακωνσταντίνου, που όταν ‘διαπραγματευόταν’ το πρώτο μνημόνιο διακήρυσσε σε όλους τους τόνους ότι η Ελλάδα δε διαθέτει άλλη διέξοδο από αυτό, παρομοιάζοντας την περίπτωσή της με τον “Τιτανικό“;
Ας δούμε όμως πού έχουμε βρεθεί μέσα σε λίγες μέρες διαπραγματεύσεων.
Μετά τις αρχικές θριαμβολογίες ότι στις 25 Ιανουαρίου το μνημόνιο πέρασε στην ιστορία και αλλάξαμε σελίδα, είχαμε τις προγραμματικές και την επακόλουθη εξειδίκευσή τους, όπου διάφορα ανακουφιστικά μέτρα μετακινήθηκαν χρονικά στο απώτερο μέλλον ( και όλοι το γνωρίζουμε ότι στην Ελλάδα η μετακίνηση ενός μέτρου κατά ένα χρόνο αποτελεί μετακίνηση στο απώτερο μέλλον). Πήγαμε στο Eurogroup με υποτιθέμενες κόκκινες γραμμές, που μάλλον αφορούσαν δυο-τρία άμεσα ανακουφιστικά μέτρα. ΟΚ, μας είπαν, αλλά υπάρχει πρόγραμμα, τα μνημόνια. Πείτε μας πού θα βρείτε τα λεφτά για τα δυο-τρία ανακουφιστικά μέτρα. Αντί να τους πούμε ότι σταματάμε την πληρωμή τοκοχρεολυσίων και από εκεί θα βρούμε τα λεφτά, τους διαβεβαιώσαμε ότι το χρέος θα πληρωθεί στο ακέραιο και ζητήσαμε απλά ο παρανοϊκός όρος για πρωτογενές πλεόνασμα 4,5%, από όπου ικανοποιούνται οι πιστωτές, να γίνει 1,5% (ενώ ταυτόχρονα υπαινιχτήκαμε ότι και ένα 3% θα γινόταν αποδεκτό). Και όλα αυτά ενώ δεν υπάρχει ανεξάρτητος (από τους μηχανισμούς της ΕΕ) οικονομολόγος που να δέχεται ότι ο όρος αυτός έχει νόημα, πέρα από τα μπακαλίστικα της ποσόστωσης.
Χτες το απόγευμα ο Μοσκοβισί παρουσίασε στην Ελληνική αντιπροσωπεία ένα «καταπληκτικό» (κατά Βαρουφάκη) κείμενο, αλλά «δυστυχώς αυτό το καταπληκτικό κείμενο αποσύρθηκε». Εκτός από το κωμικοτραγικό του καψονιού στο οποίο υποβάλλονται, ας δούμε καλύτερα τι προέβλεπε το καταπληκτικό κείμενο που, κατά δήλωσή του κ. Βαρουφάκη, θα ήσαν «περισσότερο από ευτυχείς να υπογράψουν» οι στιβαροί Έλληνες διαπραγματευτές, «ακόμα και κάποια [χειρότερη] εκδοχή του». Το κείμενο αυτό προέβλεπε τετράμηνο «μορατόριουμ». Αυτό θα σήμαινε ότι δεν θα υπάρξει ούτε «συμφωνία-γέφυρα», ούτε επέκταση του τρέχοντος προγράμματος. Δεν θα ακυρωθούν – για διάστημα τουλάχιστον τεσσάρων μηνών – ούτε τα μέτρα που έχουν ήδη ληφθεί, δεν θα υπάρξουν νέα μέτρα και δεσμεύσεις και, για την ίδια χρονική περίοδο, θα ‘παγώσουν’ και οι εξαγγελίες της ελληνικής κυβέρνησης. Με απλά λόγια, για τέσσερις μήνες δε θα πειραζόταν ούτε τρίχα από τις μνημονιακές συμφωνίες και δε θα εφαρμοζόταν ούτε τρίχα από τις εξαγγελίες της Ελληνικής Κυβέρνησης. Και αυτά όλα με το ‘καλημέρα’, ακριβώς κατά την περίοδο που η Ελληνική Κυβέρνηση χαίρει της μεγάλης εκτίμησης του Ελληνικού λαού και έχει το περιθώριο να πάρει πρωτοβουλίες και να επιβάλει τετελεσμένα (“στα βράση κολλάει το σίδερο” λέει η παροιμία). Το «καταπληκτικό» κείμενο του Μοσκοβισί ήταν μια καταπληκτική συνταγή για να χάσει τη φερεγγυότητά του ο ΣΥΡΙΖΑ απέναντι στον Ελληνικό λαό…
Αλλά, ούτε και αυτό το μνημονιακό “μορατόριουμ” έγινε τελικά δεκτό από το “ιμπέριουμ” (μοδάτα τα λατινικά) και η απαίτηση είναι το “ναι σε όλα“. Φαίνεται τελικά ότι η σημειολογία των λέξεων αποτελεί το διακύβευμα της διαπραγμάτευσης και η απαίτηση της υπογραφής για την παράταση του μνημονιακού προγράμματος, παρόλο που η παράταση είχε ήδη γίνει ουσιαστικά δεχτή (αυτό προέβλεπε το “καταπληκτικό” κείμενο), είναι ισχυρότερη από την ίδια την παράταση. Θυμίζει λίγο αυτό τις ιστορικές “δηλώσεις μετανοίας” που ζητούνταν από τους αριστερούς να υπογράφουν, προκειμένου αυτοί να δυσφημιστούν στο περιβάλλον τους. Εν προκειμένω, αυτό που ζητείται από τον ΣΥΡΙΖΑ είναι να “υπογράψει” ώστε να χάσει το κύρος του, που πρόσφατα έχει εκτοξευθεί στα ύψη. Αυτό είναι το ζητούμενο από τους ηγεμόνες και όχι η παράταση του μνημονίου, που ήδη τους έχει δοθεί.
Αν ο ΣΥΡΙΖΑ εννοεί τις διαπραγματεύσεις ως το θέατρο που παρακολουθούμε αυτές τις μέρες, όπου οι ενδυματολογικές προτιμήσεις των διαπραγματευτών αποτελούν το κύριο θέμα προσέλκυσης του φιλοθεάμονος κοινού, τότε ας γνωρίζει ότι το περιθώριο που του έχει δώσει η Ελληνική κοινωνία είναι εξαιρετικά μικρό. Διότι η φρίκη δεν εξορκίζεται με λέξεις, “γιατί είναι ζωντανή γιατί είναι αμίλητη και προχωράει“.
ΣΗΜ: Όλα τα εισαγωγικά είναι από τη χθεσινή συνέντευξη τύπου του Γ. Βαρουφάκη. Οι πληροφορίες στηρίζονται στο ρεπορτάζ του εξαιρετικά φιλικού προς τον Γ. Βαρουφάκη TVXS.
1 Οι αντιλήψεις του Γιάνη Βαρουφάκη ήταν υπέρ της εμβάθυνσης της ‘Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης’ και μάλιστα κατά ακραίο τρόπο. Αναφέρομαι αναλυτικά σε αυτές σε ένα άρθρο του 2012 («Γ. Βαρουφάκης: Μνημονιακότερος των Μνημονιακών;») που είχε δημοσιευτεί στο Αριστερό Βήμα και αναδημοσιευτεί στο Ίσκρα. Η πρώτη ανάρτηση δεν έχει αρχειοθετηθεί ενώ η δεύτερη δυστυχώς βρίθει υπογραμμίσεων που δεν τις έχω κάνει εγώ. Το άρθρο αναδημοσιεύτηκε το 2015 στο Αριστερό Βήμα με μία εισαγωγή, επειδή ήταν επεξηγηματικό του παρόντος άρθρου για τις διαπραγματεύσεις στο Eurogroup, καθώς έπιανε αναλυτικά και επί της ουσίας τις απόψεις του βασικού διαπραγματευτή μας, που επίσης είχε αναλάβει και το υπουργείο Οικονομικών. Δυστυχώς η αναδημοσίευση επίσης δεν έχει αρχειοθετηθεί, αλλά την εισαγωγή (όπως και παραπομπή στην αρχειοθετημένη ανάρτηση της Ίσκρα) μπορεί ο ενδιαφερόμενος αναγνώστης να βρει εδώ.

Αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Μαθηματικών του ΕΚΠΑ.
Leave a Reply
Want to join the discussion?Feel free to contribute!