Για τον πρώτο γύρο των αυτοδιοικητικών εκλογών

Ανακοίνωση της ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ

1.

Οι κάλπες της 8/10/2023 δεν έκρυβαν εκπλήξεις. Η ΝΔ είναι ο κυρίαρχος του πολιτικού παιχνιδιού, χωρίς αμφισβήτηση από πουθενά. Η υπαρκτή δυσαρέσκεια για τη διαχείριση των «φυσικών» καταστροφών, αλλά και την οικονομία-ακρίβεια εκφράζεται κυρίως προς την αποχή, την ακροδεξιά (για την οποία όμως οι αυτοδιοικητικές εκλογές δεν είναι ευνοϊκός χώρος καθώς απαιτεί μηχανισμούς που δεν διαθέτει ακόμα), και δευτερευόντως προς τα αριστερά της κεντροαριστεράς και κυρίως το ΚΚΕ. Η μεγάλη εικόνα παραμένει η συντηρητικοποίηση και η αναδίπλωση του λαϊκού φρονήματος. Οι περιπτώσεις του Μπέου, του Αγοραστού, αλλά και του συνόλου των περιφερειαρχών της ΝΔ, οι οποίοι λίγα ή ελάχιστα έχουν κάνει για τις υποδομές και την πρόληψη, επιβεβαιώνουν ότι ένας λαός χωρίς ελπίδα και με χαμηλές προσδοκίες είναι η πιο εύκολη «λεία» στις υποσχέσεις και της «χάρες» της τοπικής εξουσίας. Το γεγονός ότι η πλειοψηφία των απερχόμενων δημάρχων (πάνω από 160) επανεκλέγεται ή θα επανεκλεγεί  και ορισμένοι με πολύ μεγάλα ποσοστά δείχνει αφενός ότι οι προσδοκίες (και) για την αυτοδιοίκηση έχουν πέσει δραματικά και αφετέρου ότι η προσκόλληση, η αποδοχή ή και η υποταγή στην οποιαδήποτε εξουσία, φαντάζει προς το παρόν η μοναδική διέξοδος για έναν λαό που έχει πολλαπλές απογοητεύσεις από την συλλογική πάλη και αναζητά δρόμους ατομικής επιβίωσης.

2.

Ο χώρος της κεντροαριστεράς δεν έχει βρει βηματισμό. Με την σημερινή εικόνα δεν πείθει ότι αποτελεί εναλλακτική, είτε ο κάθε φορέας ξεχωριστά, είτε και οι δύο μαζί. Βρίσκεται εγκλωβισμένος μεταξύ των εκκλήσεων περί αντιδεξιού μετώπου, της ανανέωσης και της υπευθυνότητας. Το μοναδικό ερώτημα είναι ποιος από τους δύο πόλους της κεντροαριστεράς (ΣΥΡΙΖΑ ή ΠΑΣΟΚ) θα περάσει τον άλλον, την ώρα που σε επίπεδο πολιτικής, προγράμματος και εκφοράς καθημερινού αντιπολιτευτικού λόγου, οι διαφορές είναι δυσδιάκριτες. Ο ανταγωνισμός ανάμεσά τους αφορά αποκλειστικά το παρελθόν και την ιστορική διαδρομή (ο ΣΥΡΙΖΑ ως πάλαι ποτέ Αριστερά, το ΠΑΣΟΚ ως κατεξοχήν κυβερνητικό κόμμα), αλλά όχι το παρόν και το μέλλον. Η κυριαρχία της ΝΔ και του Μητσοτάκη, αλλά και το κοινωνικό και πολιτικό πισωγύρισμα που καταγράφεται σε διαδοχικές αναμετρήσεις από το 2015, πιέζουν στην κατεύθυνση μιας «προοδευτικής κεντροαριστερής συμμαχίας», αλλά μένει να ξεκαθαρίσει ποιος θα έχει το πάνω χέρι σε αυτήν. Συνολικά ο χώρος ΠΑΣΟΚ – ΣΥΡΙΖΑ δύσκολα θα ξεπεράσει τα στρατηγικά του ερωτήματα.

3.

Τα ψηφοδέλτια του ΚΚΕ σημειώνουν άνοδο η οποία οφείλεται, κυρίως, στην αποδιοργάνωση του κεντροαριστερού χώρου. Η τελευταία όμως δεν έχει προκληθεί από κάποια λαϊκό κίνημα, παρά την εμπλοκή μελών του κόμματος σε τοπικά προβλήματα (πχ σύλλογοι γονέων κ.α.), αλλά από την ηγεμονία των ιδεών και πρακτικών της συντήρησης. Γι΄ αυτό και τα πρωτοσέλιδα του Ριζοσπάστη, όπως και οι δηλώσεις Κουτσούμπα, που αρχίζουν και τελειώνουν στις «επιτυχίες» του ΚΚΕ, αποτελούν εντελώς ξένη λογική για ένα κόμμα που θέλει να λέγεται κομμουνιστικό ή επαναστατικό. Ο συσχετισμός χειροτερεύει και το κίνημα υποχωρεί την ώρα ακριβώς που τα ποσοστά του ΚΚΕ ανεβαίνουν. Αποδεικνύεται από την ανάποδη, ότι τα εκλογικά ποσοστά δεν στοιχίζονται και δεν σπρώχνουν προς πολιτικές και κοινωνικές ανατροπές, προς αντιστάσεις και αγώνες. Η, εδώ και 3 δεκαετίες «πολιτική πρόταση» για όλες τις φάσεις του λαϊκού κινήματος, τις πολιτικές κρίσεις, τα διακυβεύματα, τα ερωτήματα που τίθενται στην κοινωνία και στη χώρα, συνοψίζεται στο σύνθημα «ισχυρό ΚΚΕ», το οποίο μπορεί να δίνει εκλογικούς καρπούς αλλά δεν αποτελεί πολιτική πρόταση για το λαϊκό κίνημα και τα προβλήματά του. Ο αθεράπευτος κοινοβουλευτισμός αυτού του μηχανισμού (το κόμμα να είναι καλά) δεν προμηνύει ότι αυτή θα επενδυθεί σε κάποια μορφή ανάπτυξης του λαϊκού κινήματος. Θα συνεχίσει να συμβαίνει το ανάποδο.

4.

Τα σχήματα της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς κινήθηκαν, στην συντριπτική τους πλειοψηφία, σε χαμηλά επίπεδα. Οι εξαιρέσεις των ενθαρρυντικών αποτελεσμάτων σε Θεσσαλονίκη και Αθήνα, παρά τις διαφορές τους (πχ στην Αθήνα έπαιξε ρόλο η δημόσια αναγνώριση και διεισδυτικότητα του επικεφαλής ενώ αντιθέτως στην Θεσσαλονίκη το εκεί σχήμα επένδυσε στην συλλογική εκπροσώπηση) επιβεβαιώνουν ότι στοιχεία όπως η πλατιά απεύθυνση και όχι η αυτοαναφορικότητα περί αντικαπιταλιστικής αριστεράς, η προσπάθεια γείωσης μέσα από τα συγκεκριμένα αιτήματα στα συγκεκριμένα προβλήματα και η ενωτική πολιτική, σε πλήρη βέβαια αντίθεση με τα χωριστά (και στενά) ψηφοδέλτια στις περιφέρειες, αποτελούν βασικά – αν και όχι ικανά – στοιχεία μιας ουσιαστικής πολιτικής παρέμβασης. Ωστόσο φαίνεται δύσκολο μια τέτοια παρέμβαση να μπορεί να αποτελέσει οδηγό για το κεντρικό πολιτικό επίπεδο. Παραμένει ένας χώρος με αυτοαναφορικότητα στην φυσιογνωμία, με έντονα δικαιωματικό λόγο, με έλλειψη ενωτικής κατεύθυνσης, με αγεφύρωτες διαφορές και τεράστια σύγχυση σε θέσεις γύρω από βασικά θέματα (πόλεμος, ελληνοτουρκικά, εκτίμηση συσχετισμού δύναμης).

5.

Στις δύσκολες συνθήκες που ζούμε, σε εποχές διάλυσης και υποχώρησης των προοδευτικών ιδεών και δυνάμεων, σε καιρούς απογοήτευσης αλλά και χαμηλών προσδοκιών, δεν μπορεί να παραβλέψουμε το γεγονός ότι στην Ελλάδα υπάρχει ένα πολύ διακριτό ποσοστό πολύ πάνω από 10% που επιμένει να στηρίζει συγκρουσιακές πολιτικές –έστω και με θεσμικό/ κοινοβουλευτικό  τρόπο, σε αντίθεση με τις θεσμικές  συστημικές πολιτικές που ακολουθούν τα προωθούν οι τρεις βασικές κοινοβουλευτικές ηγεσίες των κομμάτων του κοινοβουλίου. Αποτελεί αυτό το ευάριθμο σχετικά ποσοστό μια «παραφωνία» στο σύνολο των χωρών της ΕΕ. Δεν μπορούμε να το αντιμετωπίζουμε απλά σαν παρηγορητικό στοιχείο αλλά σαν ένα μεγάλο χωράφι όπου πάνω του μπορεί να αναπτυχθούν -αν βεβαίως στηριχθούν- ιδέες, πρωτοβουλίες και πολιτικές που να έχουν μαζική λαϊκή αναφορά και απεύθυνση, που να έρχονται σε ευθεία αμφισβήτηση και σύγκρουση με το αστικό εθνικό και «υπερεθνικό» σύστημα, φιλοδοξώντας να  αποτελέσει την πολυπόθητη εναλλακτική που απουσιάζει.

6.

Στον δεύτερο γύρο των εκλογών υπάρχουν λίγες περιπτώσεις υποψηφίων που μπορούν να διεκδικήσουν την δημοτική εξουσία με στοιχεία φιλολαϊκού προγράμματος και μιας αριστερής διαχείρισης, για τους ελεύθερους χώρους, την κοινωνική πολιτική, κόντρα στην ανταποδοτική λογική στην λειτουργία των δήμων ή όπου έχει συνασπιστεί ένα μαύρο μέτωπο εργολάβων και συμφερόντων εναντίον τους. Τέτοιες περιπτώσεις είναι οι περιπτώσεις της Λαϊκής Συσπείρωσης σε Πάτρα, Χαϊδάρι, Καισαριανή, Πετρούπολη, όπως και οι περιπτώσεις των υποψηφίων Ρούσσου και Βρεττάκου (παρόλο που τους στηρίζει και ο ΣΥΡΙΖΑ),  σε Χαλάνδρι και Κερατσίνι. Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις στηρίζουμε την επιλογή του άκυρου.

0 replies

Leave a Reply

Want to join the discussion?
Feel free to contribute!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *