Συμφωνία Τσίπρα - Ζάεφ

Γιατί να μην χειροκροτήσουμε τον Τσίπρα για τη συμφωνία;

Μια ευρέως διαδεδομένη άποψη στην Αριστερά είναι ότι η συμφωνία Τσίπρα – Ζάεφ μπορεί να έρχεται υπό την πίεση του ΝΑΤΟ και τον ασφυκτικό εναγκαλισμό των ΗΠΑ, αλλά στο βαθμό που βάζει τέρμα σε μια επιζήμια διαμάχη και σε ανόητους εθνικισμούς, δεν μπορούμε παρά να τη δούμε θετικά. Βεβαίως η κυβέρνηση Τσίπρα είναι αντιλαϊκή και φιλοΝατοϊκή και τα λοιπά, αλλά, άλλο αυτό, και άλλο η συμφωνία με τη Β. Μακεδονία.

Το θέμα με αυτές τις απόψεις όμως είναι ότι δεν φτάνουν μέχρι τέλους, στο λογικό συμπέρασμα. Το έντιμο θα ήταν να χαιρετιστεί η συμφωνία Τσίπρα – Ζάεφ ως νίκη της Αριστεράς και της αριστερής πολιτικής, ως θετικό βήμα για τους λαούς και να αποδοθούν τα εύσημα στον ΣΥΡΙΖΑ. Γιατί δεν κάνουν κάτι τέτοιο ευθέως όσοι μιλούν για συμφωνία με θετικά σημεία; Γιατί δεν έχουν την τόλμη να φτάσουν μέχρι την απόληξη της άποψής τους και να στηρίξουν – στο συγκεκριμένο ζήτημα – ανοικτά και καθαρά τον Τσίπρα, διατηρώντας τη διαφωνία τους με τις άλλες πλευρές της πολιτικής του; Στην πολιτική όπως και στη ζωή δεν υπάρχει το «ολίγον έγκυος». Είτε η συμφωνία είναι θετική και πρέπει να τη χαιρετίσουμε (με όλες τις συνεπαγωγές για την κυβέρνηση που την έφερε), είτε όχι.

Στην ουσία: Σύμφωνα με αρκετούς σχολιαστές, στελέχη και προσωπικότητες της Αριστεράς, θα πρέπει να πάρουμε τη συμφωνία λέξη λέξη και στο βαθμό που περιέχει σωστά πράγματα (σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό, μέτρα εναντίον του αλυτρωτισμού, αποκλιμάκωση της έντασης, χρήση έναντι πάντων, βελτίωση σχέσεων και κλίμα εμπιστοσύνης), οφείλουμε να ταχθούμε υπέρ της. Η αποσπασματικότητα όμως με την οποία διαβάζεται η συμφωνία για το ονοματολογικό είναι -όπως θα έλεγε ο Ταλεϋράνδος- κάτι περισσότερο από έγκλημα, πρόκειται για λάθος.

Πού συνίσταται το λάθος;

Να δούμε το όλον

Πρώτον στο ότι η μέθοδος «λέξη λέξη» συχνά κρύβει το νόημα. Κάθε συμφωνία εμπεριέχει στο γενετικό της υλικό, ίχνη από το περιβάλλον της και τον συσχετισμό δύναμης, τις απώτερες σκοπιμότητες και τις ευρύτερες στρατηγικές. Μια ορισμένη ιστορική αντίληψη στην Αριστερά μας δίδαξε ότι δεν υπάρχουν ουδετερότητες και καθαρότητες πουθενά, ειδικά στο πεδίο της πολιτικής. Η Αριστερά σήμερα, πολύ περισσότερο από το να παριστάνει τον διεθνολόγο, οφείλει να εκτιμήσει τη συνολική εικόνα, να συνδέσει τις αποσπασματικές προτάσεις σε μια ενιαία αφήγηση με κοινό νόημα, να δει την ευρύτερη πορεία των πραγμάτων. Τώρα τελευταία έγινε και πάλι εύκολο να βλέπουμε το δέντρο και να χάνουμε το δάσος. Η πικρή εμπειρία του ΣΥΡΙΖΑ θα όφειλε να μας διδάξει ότι δεν αρκεί να βλέπεις το επιμέρους «θετικό» που θες απεγνωσμένα να δεις, αλλά πρέπει να κοιτάς τη μεγάλη εικόνα.

Ποιο είναι το δάσος στην προκειμένη περίπτωση; Στο ότι η συμφωνία Τσίπρα – Ζάεφ είναι οργανικά συνδεδεμένη με την ολοκληρωτική προέλαση των ΗΠΑ στα Δυτικά Βαλκάνια. Για να αρθεί το βέτο της ένταξης της Βόρειας (πλέον) Μακεδονίας στο ΝΑΤΟ, λύθηκε σε ελάχιστο χρόνο το Μακεδονικό. Αυτό είναι κακό; Από μόνο του όχι. Η διένεξη με την ΠΓΔΜ όφειλε να είχε λυθεί εδώ και χρόνια, στη βάση της κοινής παραδοχής για σύνθετη ονομασία, αναγνώριση του απαραβίαστου των συνόρων, εγγύηση της εθνικής ανεξαρτησίας και ακεραιότητας, τσάκισμα των αλυτρωτισμών, ανάπτυξη της φιλίας και της συνεργασίας.

Όμως στην πολιτική δεν υπάρχουν πράγματα «από μόνα τους». Δεν υπάρχουν συμφωνίες αποστειρωμένες από το περιβάλλον τους, από τον ισχύοντα συσχετισμό και από το «μεγάλο αφεντικό» που τις επιβάλει, τις εγγυάται, τις διερμηνεύει και τις καθοδηγεί. Και η αμέσως επόμενη ερώτηση είναι: Το «μεγάλο αφεντικό» (δηλαδή στην περίπτωσή μας το ΝΑΤΟ) τι σχέση έχει με έννοιες όπως εθνική κυριαρχία, απαραβίαστο συνόρων, φιλία και συνεργασία;

Να σκεφτούμε πολιτικά

Το δεύτερο λάθος έχει να κάνει με τον εξοβελισμό της πολιτικής από την εκτίμηση της συμφωνίας. Το ποιος κερδίζει, ποιος χάνει και ποιος επιδιώκει τι, διαμορφώνει τον συσχετισμό δύναμης και ο συσχετισμός δύναμης διαμορφώνει τις κοινωνίες και επηρεάζει την ταξική πάλη. Αυτή η «λεπτομέρεια» διαφεύγει από τις αναλύσεις των ημερών. Εκτός και αν το ζήτημα του ονόματος δεν είναι πολιτικό, αλλά ιστορικό, φιλοσοφικό ή κοινωνιολογικό. Πολιτικά, αυτοί που κερδίζουν από τη συμφωνία είναι σε πρώτη φάση ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός και συνακόλουθα οι αστικές τάξεις σε Ελλάδα και ΠΓΔΜ που κατά συντριπτική πλειοψηφία θέλησαν και εργάστηκαν για τη συμφωνία.

Από την άλλη, οι εθνικιστικές και σοβινιστικές πλευρές, ενώ φαίνεται να υποχωρούν, αναδεικνύονται στην πραγματικότητα στον μοναδικό αντίπαλο στον κοσμοπολίτικο, αντιεθνικιστικό Νατοϊσμό. Σε βάθος χρόνου η ακροδεξιά θα μετρήσει κέρδη καθώς ενώ «έχασε το όνομα της Μακεδονίας» και τα μετερίζια της πατριδοκαπηλείας στα οποία αρεσκόταν, αναδείχθηκε σε αντίπαλο δέος. Αν λοιπόν θέλουμε να μετρήσουμε τη συμφωνία πολιτικά, πρέπει να απαντήσουμε στο αν τετραγωνίζεται ο κύκλος, αν δηλαδή κερδίζει ταυτόχρονα και ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός, και οι αστικές τάξεις και οι λαοί. Διαφορετικά, κάποιοι πανηγυρίζουν κατά λάθος. Και αυτοί μάλλον δεν είναι ούτε οι ιμπεριαλιστές, ούτε οι αστοί.

Να είμαστε πραγματικοί

Το τρίτο λάθος έχει να κάνει με την εκτίμηση της εποχής και των χαρακτηριστικών της. Για κάποιον αδιευκρίνιστο λόγο, οι αριστεροί που καλοβλέπουν τη συμφωνία διαβεβαιώνουν ότι η αστική τάξη εξαπολύει τον εθνικιστικό παροξυσμό της και αυτός είναι ο βασικός αντίπαλος στον οποίο πρέπει να αντιταχθούμε. Οι συγκεκριμένοι σύντροφοι είναι και οι μόνοι που βλέπουν ότι ο εθνικισμός είναι σήμερα η επικρατούσα πολιτική της αστικής τάξης. Όλοι οι άλλοι βλέπουν αυτό που στην πραγματικότητα συμβαίνει. Ότι δηλαδή ο εθνικισμός υπήρξε το βασικό καταφύγιο της ελληνικής αστικής τάξης στο μακρινό 1990, στην εποχή της κατάρρευσης και των αβεβαιοτήτων. Έκτοτε, στο συγκεκριμένο ζήτημα, και βασικά από την ενδιάμεση συμφωνία και μετά, έχει επικρατήσει ο απόλυτος ρεαλισμός και η εθνική γραμμή της σύνθετης ονομασίας, η οποία προσέκρουε στην αδιάλλακτη ηγεσία του Γκρούεφσκι. Όταν επικράτησαν και στη γειτονική χώρα οι δυνάμεις του αστικού εκσυγχρονισμού, το χάσμα γεφυρώθηκε και εγένετο συμφωνία.

Τη συμφωνία Τσίπρα – Ζάεφ στηρίζουν λυσσωδώς τα ιμπεριαλιστικά κέντρα του ευρωατλαντικού άξονα και οι αστικές τάξεις εκατέρωθεν των συνόρων. Στην Ελλάδα, μέχρι και η λαλίστατη Εκκλησία σιώπησε. Απέμεινε μια ΝΔ, διαρκώς έκθετη στα μάτια της ελληνικής άρχουσας τάξης και των ξένων πατρώνων της, που από τη μια επιχειρούσε να διατηρήσει τις γέφυρες με το δεξιό ακροατήριό της και από την άλλη δεν ήξερε πώς να κρύψει την επί της ουσίας συμφωνία της στη γραμμή Τσίπρα – Ζάεφ, αναγνωρίζοντας ότι αυτό είναι που θέλει η άρχουσα τάξη. Ας μην αμφιβάλει κανείς, ότι λίγο ακόμα να ζορίσουν οι Γερμανοί, ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα ζητήσει δημοσίως συγνώμη για τον συγκυριακό εθνολαϊκισμό του. Πώς ακριβώς, σε αυτό το πλαίσιο, μπορεί κανείς στα σοβαρά να ισχυριστεί ότι ο εθνικισμός είναι η κύρια πλευρά της αστικής πολιτικής; Και άρα ο εθνικισμός είναι που πρέπει να ηττηθεί σήμερα, εδώ και τώρα, μέσω αυτής της συμφωνίας;

Ο εθνικισμός και ο σωβινισμός είναι πλευρές της αστικής πολιτικής και χθες ή αύριο μπορεί να γίνουν κυρίαρχες. Αλλά όχι σήμερα. Η συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης δείχνει ότι στο τιμόνι, σήμερα, δεν είναι τα ακροδεξιά παραληρήματα των αρχών του 90. Είναι ο ακραιφνής φιλοΝατοϊκός, φιλοδυτικός κοσμοπολιτισμός. Με μπόλικο αντιεθνικισμό, εκσυγχρονισμό, ευρωπαϊκό πνεύμα κοκ. Και αν ως Αριστερά καλά κάνουμε και είμαστε ενάντια στον εθνικισμό και στην πατριδοκαπηλεία, μήπως πρέπει να αποδώσουμε τη σημασία που πρέπει και στο Νατοϊσμό που ντύνεται με προβιά δημοκρατίας, αντιεθνικισμού και δικαιωμάτων;

Γιατί αυτή είναι η πλευρά που κυριαρχεί σήμερα στο ζήτημα της Μακεδονίας και συνολικά στην εξωτερική πολιτική: Δόγμα ακραίας προσχώρησης στον άξονα ΗΠΑ – Ισραήλ – Αιγύπτου, ένταξη στην αντιρωσική υστερία, προσμονή ανταλλαγμάτων από αυτή τη γεωπολιτική μετατόπιση της Ελλάδας, καθώς, αν και πάντα ανήκε στο στρατόπεδο της Δύσης, ποτέ δεν ήταν τόσο βασιλικότερη του βασιλέως, όσο είναι σήμερα με την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Η ελληνική αστική τάξη έχοντας σχετικά υποβαθμιστεί από τη μνημονιακή περίοδο, νομίζει ότι θα αντισταθμίσει τις ζημιές με τα προσδοκώμενα ανταλλάγματα αυτής της γεωπολιτικής μετατόπισης. Ο Τσίπρας πιστώνεται την επιτυχία αυτής της αστικής πολιτικής, αναδεικνύεται στον καλύτερο εκφραστή της, και εγγυάται και στο εσωτερικό κατεστημένο και στους ξένους δανειστές, ότι είναι ο ικανότερος να φέρει σε πέρας τη δουλειά.

Το ερώτημα είναι τι σχέση έχουμε εμείς με όλα αυτά και γιατί πρέπει να πανηγυρίζουμε την επιτυχία τους.

0 replies

Leave a Reply

Want to join the discussion?
Feel free to contribute!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *