Η διαμόρφωση της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής και η Ουκρανία
Αναδημοσιεύουμε τον Πρόλογο και το Πρώτο κεφάλαιο από το βιβλίο του Βασίλη Λιόση «Η διαμόρφωση της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής και η Ουκρανία». Πρόκειται για μια επισκόπηση των δεξαμενών σκέψης και των πρακτικών των αμερικανικών κυβερνήσεων διαχρονικά, με έμφαση στη σύγχρονη περίοδο.
Ολόκληρο το βιβλίο μπορείτε να το διαβάσετε εδώ.
Πρόλογος
Η Ουκρανία αποτελεί ένα από τα πλέον σύνθετα ζητήματα που έχουν προκύψει συνολικά στον 20ο και 21ο αιώνα. Μία βασική παράμετρος του πολέμου σήμερα είναι ο αμερικανικός παράγοντας (και πώς θα μπορούσε να είναι διαφορετικά;). Σκοπός του παρόντος κειμένου είναι μία ανασκόπηση της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής από τότε που οι ΗΠΑ έγιναν η πρώτη ιμπεριαλιστική δύναμη στον κόσμο, φτάνοντας στο σήμερα. Δεν θα αποφύγουμε, βεβαίως, μία μικρή έστω αναφορά και για την πριν τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο Αμερική. Ειδικά για την τωρινή φάση θα επιχειρήσουμε να ερμηνεύσουμε τη στάση της αμερικανικής πλευράς στο ουκρανικό. Σε ένα μικρό κείμενο για ένα τόσο τεράστιο θέμα είναι αυτόδηλο πως δεν μπορούν να καλυφθούν όλες οι πλευρές του ζητήματος και με μία σχετική πληρότητα. Θα επιχειρήσουμε ευσύνοπτα να περιγράψουμε την πορεία της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ μέσα από την παγκόσμια οικονομική της πολιτική, τις διαφορετικές προσεγγίσεις διανοητών και δεξαμενών σκέψης, τις πολιτικές που εφάρμοσαν οι πρόεδροι των ΗΠΑ.
Α. Οι θεωρητικές σχολές στην αμερικανική εξωτερική πολιτική
Τα αμερικανικά think tank (δεξαμενές σκέψης) και οι Αμερικανοί διανοούμενοι που ασχολούνταν μεταπολεμικά με την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ δεν είχαν ενιαία γραμμή.
Τη δεκαετία του 1970 οι Σοβιετικοί επιστήμονες διέκριναν στην αμερικανική σκέψη δυο βασικές σχολές: τη Σχολή του «πολιτικού ρεαλισμού» και τη Σχολή του «πολιτικού ιδεαλισμού» με την κάθε ομάδα να έχει τις υποδιαιρέσεις της. Ηγετική θέση κατείχε η πρώτη Σχολή. Με βάση το φιλοσοφικό της υπόβαθρο η πάλη των ανθρώπων για τη δύναμη είναι ο καθοριστικός παράγοντας της κοινωνικής ανάπτυξης γενικώς και των πολιτικών σχέσεων ειδικώς. Επιπλέον, η Σχολή αυτή απολυτοποιούσε τον ρόλο της υποκειμενικής δραστηριότητας των ανθρώπων αγνοώντας τους αντικειμενικούς νόμους εξέλιξης. Η επιρροή του Τόμας Χομπς είναι φανερή σε αυτή τη Σχολή. Οι εκπρόσωποι της Σχολής κατέληγαν στην απόλυτη σχετικότητα της ηθικής κι επί της ουσίας απέρριπταν την ύπαρξη ηθικών κανόνων. Η έλλειψη ηθικών προταγμάτων απελευθέρωνε με αυτό τον τρόπο την ιμπεριαλιστική πολιτική από τους όποιους ενδοιασμούς. Η Σχολή των «ρεαλιστών» ήκμασε στις ΗΠΑ μεταπολεμικά και γκουρού της τάσης θεωρείται ο Ράινγκολντ Νιμπούρ.
Η γεωπολιτική είναι μία σημαντική παράμετρος της ρεαλιστικής Σχολής. Τη μεγαλύτερη θεωρητική συνεισφορά σε αυτόν τον τομέα την έδωσε ο Τελσκ Νίκολας Σπάικμαν, ο οποίος έγραφε: «Ο δημόσιος άντρας, ο υπεύθυνος για την εφαρμογή της εξωτερικής πολιτικής, μπορεί να ενδιαφέρεται για αξίες, όπως το δίκαιο, η τιμιότητα και η επιείκεια, μόνο στο βαθμό που βοηθούν ή δεν εμποδίζουν την απόκτηση δύναμης. Οι αξίες αυτές μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την ηθική δικαίωση των επιδιώξεων απόκτησης δύναμης, πρέπει όμως να απορριφθούν αμέσως μόλις η εφαρμογή τους θα αρχίσει να επιφέρει αδυναμία. Η επιδίωξη της δύναμης δεν γίνεται προς το συμφέρον της κατάκτησης ηθικών αξιών. Οι ηθικές αξίες χρησιμοποιούνται σαν στήριγμα για την απόκτηση δύναμης».[i] Έχουμε, λοιπόν, να κάνουμε με τη συμπύκνωση της αρχής «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα».
Ο Τζορτζ Κέναν, τυπικός εκπρόσωπος της Σχολής, ήταν καθοδηγητής του τμήματος σχεδίασης της πολιτικής του υπουργείου εξωτερικών στα 1947- 1949 και πήρε μέρος στην επεξεργασία του δόγματος Τρούμαν και του σχεδίου Μάρσαλ. Όμως, ο Κέναν έγινε γνωστός ως ο δημιουργός της «στρατηγικής της ανάσχεσης». Με βάση αυτή τη στρατηγική πρότεινε οι ΗΠΑ να έχουν μία μακροπρόθεσμη, υπομονετική αλλά σταθερή και άγρυπνη ανάσχεση των «ρωσικών επεκτατικών τάσεων». Η στρατηγική της ανάσχεσης εφαρμόστηκε με συνέπεια από την κυβέρνηση Τρούμαν επιδεινώνοντας τις σχέσεις ανάμεσα στις ΗΠΑ και την ΕΣΣΔ.
Φυσικά, θα ήταν μεγάλη παράλειψη να μην αναφέρουμε έναν γκουρού της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, τον γνωστό Χένρι Κίσιντζερ. Ο Κίσιντζερ προέβαλε τη «θεωρία του περιορισμένου πολέμου» ως μία ορθολογική μέθοδο χρησιμοποίησης από τις ΗΠΑ της στρατιωτικής τους δύναμης. Σε μία επόμενη φάση της σκέψης του ο Κίσιντζερ απέκτησε μια πιο ήπια και ρεαλιστική σκέψη.[ii] Στη συνέχεια του βιβλίου θα αναφερθούμε αρκετές φορές στις κατά καιρούς παρεμβάσεις του.
Μία ακόμη εκπρόσωπος αυτής της Σχολής, η Δ. Γκρέιμπερ, έγραφε για την αμερικανική ηγεμονία με καθαρότητα: «Μιλώντας με πιο απλή γλώσσα, το εθνικό συμφέρον των ΗΠΑ […] απαιτεί να έχουν οι ΗΠΑ την πολιτική ηγεμονία στο Δυτικό ημισφαίριο. Αυτή η κυριαρχία θα έμπαινε κάτω από απειλή, αν η Ευρώπη ή η Ασία έπεφταν κάτω από τον έλεγχο μιας δύναμης ή ομάδας δυνάμεων, που θα αποδέχονταν αρκετά ισχυρές για να επιτεθούν εναντίον των ΗΠΑ με τις δικές τους δυνάμεις ή με τη βοήθεια άλλων χωρών του Δυτικού Ημισφαιρίου».[iii]
Ο Χανς Μοργκεντάου, μάλλον σε αντίθετη κατεύθυνση από την Γκρέιμπερ, προειδοποιούσε επίμονα τους ηγέτες της Αμερικής ότι η μετατροπή της ωμής στρατιωτικής δύναμης στο άλφα και στο ωμέγα της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ, θα προξενήσει σοβαρή βλάβη στα συμφέροντα της χώρας.[iv]
Η άλλη Σχολή αυτή του πολιτικού ιδεαλισμού υποστήριζε τη σύνδεση της πολιτικής θεωρίας με τις ηθικές αξίες που υποτίθεται ότι υπερισχύουν των εθνικών εγωιστικών συμφερόντων. Η οσμή των χριστιανικών κωδίκων ηθικής είναι φανερή σε αυτή τη Σχολή. Θα περίμενε κανείς ότι η παραπάνω βασική αρχή αυτής της Σχολής, η σύνδεση δηλαδή της πολιτικής με ηθικές αξίες, θα οδηγούσε τους εκπροσώπους της σε κριτική της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ. Κάτι τέτοιο δεν συνέβη. Για παράδειγμα, εφευρέθηκαν όροι όπως «εθνική διάθεση» για να δικαιολογήσουν την αρπακτική πολιτική των επεκτάσεων. Μπορεί κάποιοι εκπρόσωποι της Σχολής όπως ο Ντέκστερ Πέρκινς να τάσσονταν εναντίον των αμερικανικών επεμβάσεων, ωστόσο δικαιολογούσαν συχνά τις όποιες επιθετικές ενέργειες. Ο Πέρκινς δεν αφήνει αμφιβολίες: «Ο αμερικανικός λαός δεν μπορεί να παραμένει απαθής για αυτά που συμβαίνουν στις άλλες περιοχές του κόσμου. Και τώρα πια είναι καιρός να καταλάβουμε, ότι το να σκεφτούμε διαφορετικά σημαίνει ότι σκεπτόμαστε με καθαρά θεωρητικό τρόπο. Δεν πρέπει να φιλονικούμε και ούτε πρέπει να εξηγήσουμε τίποτα. Είναι ξεκάθαρο και αναπόφευκτο το γεγονός, ότι οι Αμερικανοί αισθάνονται ευθύνη για ό,τι συμβαίνει πέρα από τα σύνορά της. Συζητήσιμο είναι μόνον το πρόβλημα με ποια μέσα πρέπει να ανταποκριθούν σε αυτή την ευθύνη». Για τον Πέρκινς η παραμονή αμερικανικών στρατευμάτων σε ξένα εδάφη παρουσιάζονται ως νόμιμες και ηθικές ενέργειες.[v]
Βέβαια ανάμεσα στις δυο σχολές, αυτή του πολιτικού ρεαλισμού και του πολιτικού ιδεαλισμού, υπήρχε ένας κοινός παρονομαστής: ο αντικομμουνισμός.
Τη δεκαετία του 1990, δηλαδή στη λεγόμενη μεταψυχροπολεμική περίοδο, καταγράφηκαν τρεις σχολές σκέψης στα αμερικανικά δεδομένα. Η κυρίαρχη τάση ήταν ο ουιλσονισμός. Με βάση αυτή την τάση ο Κλίντον έπρεπε να αξιοποιήσει την ηγεμονική θέση των ΗΠΑ στον διεθνή καταμερισμό ισχύος ώστε να προωθήσει τον φιλελεύθερο ιδεαλισμό του Ουίλσον. Σύμφωνα με τους εκπροσώπους της Σχολής απαιτείτο η εδραίωση της δημοκρατίας σε παγκόσμιο επίπεδο κάτι που θα εξασφάλιζε την απουσία συγκρούσεων, την εξάπλωση του ελεύθερου εμπορίου, τη συλλογική ασφάλεια μέσω πολυμερών θεσμών. Θα λέγαμε ότι αυτή η Σχολή ήταν απόγονος της Σχολής του πολιτικού ιδεαλισμού, ωστόσο υπήρχε η τάση για διαχωρισμό των κρατών σε «καλά» και «κακά». Αυτό το τελευταίο στοιχείο ήταν και η κατάλληλη ιδεολογική επένδυση για πολλές επεμβάσεις σε άλλα κράτη.
Η δεύτερη τάση ήταν αυτή του τζακσονισμού, μία τάση που πρέσβευε την απεμπλοκή των ΗΠΑ από τις πολυμερείς δεσμεύσεις. Πρόκειται για μία γραμμή που έβρισκε ευήκοα ώτα κυρίως στο ρεπουμπλικανικό κόμμα.
Η τρίτη Σχολή, αυτή των ρεαλιστών, δεν αντιτιθόταν στις πολυμερείς δεσμεύσεις των ΗΠΑ, επιδίωκαν όμως να τις αξιοποιήσουν προς όφελος των ΗΠΑ.[vi]
Τα τελευταία χρόνια οι δυο πιο επιφανείς Αμερικανοί θεωρητικοί με διαφορετικές προσεγγίσεις υπήρξαν αναμφίβολα ο Μπρεζίνσκι και ο Κίσιντζερ. Ο πρώτος εκφράζει τη σκληρή εκδοχή της αμερικανικής πολιτικής ενώ ο δεύτερος μια πιο ήπια και ρεαλιστική προσέγγιση, αντιλαμβανόμενος τα όρια που υπάρχουν.
Ο Μπρεζίνσκι, ένας εκ των βασικών θεωρητικών της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, στο γνωστό του έργο Η Μεγάλη Σκακιέρα το 1997, διατυπώνει το δόγμα του που εμπεριέχει τρεις άξονες. Κατά τον Μπρεζίνσκι, α) δεν πρέπει να ανασυσταθεί η ΕΣΣΔ, β) θα πρέπει Ρωσία και Κίνα να απομονωθούν μέσω του ελέγχου των ενεργειακών πηγών της Ασίας και της Μέσης Ανατολής, γ) πρέπει να επεκταθεί η διεύρυνση του ΝΑΤΟ προς ανατολάς. Όσον αφορά τον τελευταίο άξονα η επιταγή του Μπρεζίνσκι υλοποιήθηκε σε πολύ μεγάλο βαθμό.[vii]
Ο Μπρεζίνσκι θεωρεί πως η Αμερική προκειμένου να εξασφαλίσει τη ηγεμονία της πρέπει να θέσει ως βασικούς στόχους: τη διατήρηση της κυρίαρχης θέσης της για μία τουλάχιστον γενιά, τη δημιουργία ενός γεωπολιτικού πλαισίου ικανού να απορροφήσει τους αναπόφευκτους κλονισμούς κι εντάσεις της κοινωνικοπολιτικής αλλαγής, την απόκρουση της διεθνούς αναρχίας και την παρεμπόδιση εμφάνισης μιας ανταγωνιστικής στις ΗΠΑ δύναμης.[viii] Η δεύτερη ανάγνωση των συνταγών Μπρεζίνσκι αναδεικνύει μία επιθετική πολιτική των ΗΠΑ ανεξάρτητα από τους φραστικούς ελιγμούς.
Σε άλλο μήκος κύματος αναπτύχθηκε η ανάλυση της λεγόμενης αλεπούς της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, του Χένρι Κίσιντζερ. Λίγο μετά τη Μεγάλη Σκακιέρα του Μπρεζίνσκι, δημοσιεύει το βιβλίο του υπό τον τίτλο ΗΠΑ, αυτοκρατορία ή ηγετική δύναμη;, προϊδεάζοντας ήδη από αυτόν τον τίτλο την απάντησή του. Έγραφε, χαρακτηριστικά:
«Εκείνο που σε τελική ανάλυση έχει σημασία είναι με ποιο τρόπο η Αμερική αντιλαμβάνεται τον εαυτό της. Παρόλο που δεν έχει αυτοκρατορικές φιλοδοξίες και δεν διαθέτει τη δομή μιας αυτοκρατορίας, θεωρείται, παρά τις διαμαρτυρίες της για την καλή της προαίρεση, σε πολλά μέρη του πλανήτη υπεροπτική και δεσποτική- δηλαδή, αυτοκρατορική. […]
»Όσο ανιδιοτελείς και αν θεωρεί η Αμερική τους στόχους της, η κατηγορηματική επιμονή στην πρωτοκαθεδρία της θα ενώσει βαθμιαία όλο τον πλανήτη εναντίον της και θα την υποχρεώσει να επιβάλει τις απόψεις της, με συνέπεια να απομονωθεί και να εξαντληθούν οι πόροι της.
»Ο δρόμος μιας χώρας προς την αυτοκρατορία οδηγεί στην εσωτερική της παρακμή, επειδή η αξίωση της παντοδυναμίας διαβρώνει την αυτοσυγκράτηση στο εσωτερικό της. Καμία αυτοκρατορία δεν αποφεύγει τον δρόμο προς τον καισαρισμό […]»[ix].
Ένα ερώτημα που ανακύπτει από την εξέταση των διαφορετικών ρευμάτων των αμερικανικών think tank είναι τούτο: επηρέασαν και σε τι βαθμό την αμερικανική εξωτερική πολιτική στην πράξη; Και αν ναι σε τι βαθμό και με ποιο τρόπο; Με άλλα λόγια επρόκειτο και πρόκειται για στείρους ακαδημαϊσμούς που απλώς αναδεικνύουν μία αγεφύρωτη διάστασης θεωρίας και πράξης ή μήπως όχι; Το ερώτημα αυτό το πραγματεύεται ο John Mearsheimer (Αμερικανός πολιτικός επιστήμονας και μελετητής διεθνών σχέσεων, ο οποίος ανήκει στη ρεαλιστική σχολή σκέψης και ο οποίος χαρακτηρίστηκε από τον Paul Kennedy ως σύγχρονος Μακιαβέλι) στο βιβλίο του Η τραγωδία της πολιτικής των μεγάλων δυνάμεων. Προκειμένου, λοιπόν, να απαντήσει παραθέτει μία ρήση του Paul Nitze, ενός εξέχοντα, όπως τον χαρακτηρίζει, διαμορφωτή της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Σύμφωνα με τον Nitze «Τα περισσότερα από αυτά που γράφτηκαν και διδάχτηκαν υπό την επικεφαλίδα της “πολιτικής επιστήμης” από Αμερικανούς ως το τέλος του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου και μετά είχαν … περιορισμένη αξία, αν δεν ήταν και αντιπαραγωγικά, ως οδηγός της πρακτικής διεξαγωγής πολιτικής». Ο Mearsheimer μιλά για αυτή την προσέγγιση με βάση την οποία οι διαμορφωτές πολιτικής θα πρέπει να βασίζονται στην κοινή λογική, τη διαίσθηση και την πρακτική εμπειρία για να εκτελούν τα καθήκοντά τους. Όμως ο Mearsheimer παίρνει θέση και δεν συμφωνεί με αυτή την άποψη λέγοντας: «Η άποψη αυτή είναι λανθασμένη. Στην πραγματικότητα, κανείς μας δεν θα μπορούσε να καταλάβει τον κόσμο στον οποίο ζούμε ή δεν θα μπορούσε να πάρει έξυπνες αποφάσεις χωρίς θεωρίες. Πράγματι, όλοι όσοι μελετούν και διεξάγουν διεθνή πολιτική βασίζονται σε θεωρίες προκειμένου να κατανοήσουν τον περίγυρό τους».[x]
Πέρα από κάθε αμφιβολία όλα τα δόγματα, οι τακτικές και στρατηγικές της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής και διπλωματίας εδράζονται σε κάποια από τις σχολές σκέψεις που αναφέραμε. Θα δούμε παρακάτω μία κωδικοποίηση πολιτικών και δογμάτων που μετήλθε το αμερικανικό κατεστημένο κυρίως από τη λήξη του Β΄ παγκοσμίου πολέμου κι εντεύθεν.
[i] Αναφέρεται στο: Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ-Ινστιτούτο Γενικής Ιστορίας, Η εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ (με βάση την αμερικανική ιστοριογραφία), σελ. 95, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 1975.
[ii] Ό.π., σελ. 55
[iii] Ό.π., σελ. 104
[iv] Ό.π., σελ. 32.
[v] Ό.π., σελ.. 140-141
[vi] Παπασωτηρίου Χαράλαμπος, Αμερικανικό πολιτικό σύστημα και εξωτερική πολιτική: 1945- 2002, σελ. 391-393, εκδ. Ποιότητα, 2002.
[vii] Βλέπε σε διάφορα σημεία Brezinski Zbigniew, Η Μεγάλη Σκακιέρα, εκδ. Νέα Σύνορα Λιβάνη, 1998.
[viii] Βλέπε αναλυτικότερα ό.π., σελ. 367-369.
[ix] Kissinger Henry, ΗΠΑ, Αυτοκρατορία ή ηγετική δύναμη;, σελ. 448-449, εκδ. Λιβάνη, 2002.
[x] Mearsheimer John, Η τραγωδία της πολιτικής των μεγάλων δυνάμεων, σελ. 35-36, εκδ. Ποιότητα, 2006.
Εκπαιδευτικός και συγγραφέας, μέλος του Συλλόγου διάδοσης μαρξιστικής σκέψης “Γιάννης Κορδάτος”.
Leave a Reply
Want to join the discussion?Feel free to contribute!