Ο δεκάλογος της απόρριψης των ιδιωτικών πανεπιστημίων

Υπάρχουν τουλάχιστον δέκα λόγοι για τους οποίους η νεολαία και η ακαδημαϊκή κοινότητα είναι αντίθετες στο νομοσχέδιο για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια.

1. Ιδιωτικά πανεπιστήμια σημαίνει ότι όποιος πληρώνει παίρνει πτυχίο. Βαθαίνει έτσι η κοινωνική αδικία σε βάρος των παιδιών που κόπιασαν, έδωσαν πανελλήνιες εξετάσεις, των οποίων οι γονείς κατέβαλαν έξοδα από το υστέρημά τους. Εξ ορισμού τα παιδιά των ασθενέστερων κοινωνικών τάξεων αποκλείονται από τις σπουδές. Επιπλέον, περιορίζονται η δυνατότητα κοινωνικής ανέλιξης και η κοινωνική κινητικότητα. Περιορίζονται η αξιοποίηση και η ανάδειξη από την κοινωνία των ταλαντούχων παιδιών από τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα. Ιδιωτικά πανεπιστήμια σημαίνει πλήρης αναξιοκρατία αφού ο πελάτης έχει πάντα δίκιο. Σε πολλά ιδιωτικά πανεπιστήμια της Βρετανίας οι καθηγητές πιέζονται από τις διοικήσεις να περνούν όλους τους φοιτητές για να μη χάσουν πελάτες.

2. Στη συντριπτική τους πλειονότητα τα ιδιωτικά παντού στον κόσμο βασίζονται στην κρατική χρηματοδότηση, σε ποσοστό που φτάνει ενίοτε ακόμη και 70% (π.χ. το ΜΙΤ) και 80%. Πρόκειται για κρατικοδίαιτη επιχειρηματικότητα με χρήματα των φορολογουμένων.

3. Τα καλά πανεπιστήμια σε όλο τον κόσμο είναι τα δημόσια και σε κάθε περίπτωση τα κρατικά χρηματοδοτούμενα. Δεν είναι τυχαίο που σε επίπεδο ΕΕ το 83% των φοιτητών φοιτά σε δημόσια πανεπιστήμια. Ειδικά μάλιστα σε επίπεδο διδακτορικού –και αυτό δείχνει πολλά για το επίπεδο σπουδών– το 94% των υποψήφιων διδακτόρων εκπονεί τη διατριβή του σε δημόσιο πανεπιστήμιο. Τα ελληνικά δημόσια πανεπιστήμια (παρά τα προβλήματα της υποχρηματοδότησης και άλλα) είναι από τα καλύτερα. Και μάλιστα η επιστημονική παραγωγή τους είναι συγκριτικά ανώτερη άλλων χωρών με μεγαλύτερη χρηματοδότηση.

4. Στις ιδιομορφίες της ελληνικής οικονομίας και αγοράς τα ιδιωτικά πανεπιστήμια θα είναι κατά κανόνα κακής ποιότητας, χωρίς επαρκείς υποδομές. Δεν πρόκειται να έρθουν εδώ καλά ιδιωτικά πανεπιστήμια. Θα πρόκειται για αεριτζίδικη επιχειρηματικότητα. Τα διάφορα κολέγια θα βαφτιστούν πανεπιστήμια.

5. Οι διεθνείς στατιστικές δείχνουν ότι οι μισθοί στα ιδιωτικά είναι χαμηλότεροι από εκείνους των δημόσιων πανεπιστημίων, με εξαίρεση μια μικρή κλίκα «ημέτερων» διευθυντικών στελεχών.

6. Τα ιδιωτικά πανεπιστήμια είναι ο ορισμός της απουσίας ακαδημαϊκής ελευθερίας. Το διευθυντικό δικαίωμα του ιδιοκτήτη καθορίζει τι θα διδαχτεί, τι θα συζητηθεί, τι επιτρέπεται και τι όχι. Ας δούμε τις απολύσεις των πρυτάνεων του Χάρβαρντ και άλλων πανεπιστημίων πρόσφατα. Σημαίνει τον στραγγαλισμό της επιστημονικής προόδου, η οποία προϋποθέτει την ελεύθερη ανταλλαγή απόψεων, την κριτική σκέψη, την αμφισβήτηση.

7. Ιδιωτικά πανεπιστήμια σημαίνει ότι η έρευνα θα καθορίζεται από τα κοντόφθαλμα κριτήρια της κερδοφορίας συγκεκριμένων επιχειρηματιών. Αντίθετα, όμως, χρειαζόμαστε έρευνα για την κοινωνία, για την προστασία των ασθενέστερων, για την προστασία του περιβάλλοντος, την υπεράσπιση και τη βελτίωση της ζωής της ανθρωπότητας. Το εμβόλιο ενάντια στην Covid παράχθηκε από τα κράτη. Ακόμη και στις ΗΠΑ το εμβόλιο παράχθηκε με κρατική χρηματοδότηση.

8. Ιδιωτικά πανεπιστήμια σημαίνει ότι θα μειωθεί κι άλλο η χρηματοδότηση των δημόσιων πανεπιστημίων. Αυτό θα σπρώξει σε περαιτέρω εμπορευματοποίηση – ιδιωτικοποίηση των λειτουργιών τους. Βήματα στην κατεύθυνση αυτή έχουν γίνει από όλες τις κυβερνήσεις μετά το 1990 (π.χ. νόμος Διαμαντοπούλου, Γαβρόγλου, δίδακτρα στα μεταπτυχιακά, «αξιολόγηση –πιστοποίηση» κ.λπ.), στη λογική των κατευθύνσεων της ΕΕ και της Μπολόνια. Τα δίδακτρα στα προπτυχιακά των δημόσιων πανεπιστημίων θα είναι το επόμενο βήμα.

9. Το βασικό πρόβλημα των δημόσιων πανεπιστημίων είναι η υποχρηματοδότηση, η οποία σήμερα βρίσκεται στο 1/3 εκείνης του 2008-09 (που ήταν ήδη ανεπαρκής). Στη χώρα μας το κράτος δαπανά ανά φοιτητή 1.780 ευρώ έναντι 10.132 του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Η αναλογία καθηγητών/φοιτητών στην Ελλάδα είναι 1 καθηγητής προς 49 φοιτητές ενώ ο μέσος όρος στην ΕΕ είναι 1 προς 16. Από το 2009 το διδακτικό προσωπικό στη χώρα μας έχει μειωθεί κατά 22%.

10. Η ωμή, κυνική παραβίαση του άρθρου 16 συνιστά από μόνη της τεράστιο πρόβλημα δημοκρατίας που πρέπει να ευαισθητοποιήσει τον καθένα.
Υπάρχει αντίρροπο όραμα στον ευτελισμό των ιδιωτικών «πανεπιστημίων». Είναι η δημόσια δωρεάν αναβαθμισμένη ανώτατη εκπαίδευση υψηλών επιστημονικών προδιαγραφών, με κατάλληλες υποδομές, επαρκές, καλά αμειβόμενο διδακτικό και διοικητικό προσωπικό, με φοιτητική μέριμνα. Το δημόσιο πανεπιστήμιο έχει τη δυνατότητα να εκπαιδεύει επιστήμονες υψηλής επιστημονικής συγκρότησης, με ειδίκευση, με πλατιά κουλτούρα, καθολική θεώρηση και κυρίως με κοινωνική ευαισθησία. Γιατί ο γιατρός, ο δικηγόρος, ο μηχανικός, ο χημικός, ο μηχανικός της τεχνητής νοημοσύνης πρέπει να έχουν κοινωνική ευαισθησία, ειδικά σε μια εποχή που η επιστήμη μπορεί να προάγει την κοινωνική πρόοδο, αλλά μπορεί (σε λάθος χέρια) και να αποδειχτεί καταστροφική για τον άνθρωπο και το περιβάλλον.

Πηγή: Documento

Αποδομώντας την ισραηλινή προπαγάνδα – Ο τορπιλισμός της δημιουργίας Παλαιστινιακού κράτους

Η παραπάνω εικόνα αποτελεί μόνο μία από τις δεκάδες με τις οποίες το Ισραήλ κι οι υποστηρικτές του βομβαρδίζουν το διαδίκτυο τους τελευταίους μήνες. Η απόπειρά τους να επηρεάσουν τη διεθνή κοινή γνώμη γίνεται τόσο πιο χοντροκομμένη όσο πιο μη υπερασπίσιμη γίνεται η στυγνή επιβολή της εξουσίας του κράτους-δολοφόνου έναντι ενός ανυπεράσπιστου και χρόνια κατατρεγμένου λαού, η βάναυση επίθεση εναντίον του οποίου φτάνει στα όρια της φυσικής του εξόντωσης.

Αλλά ακόμα κι όταν δεν πρόκειται για άχαρες και αντιαισθητικές εικόνες, η προπαγάνδα του κράτους τρομοκράτη και πάλι δεν καταφέρνει να αγγίξει κάποια στάνταρ αληθοφάνειας, οσοδήποτε χαμηλά κι αν τα θέσουμε.

Οι ίδιες μανιχαϊστικές τοποθετήσεις που προωθούνται με κιτς γραφικά, προωθούνται και με ανιστόρητο και παραπλανητικό προπαγανδιστικό λόγο, όπως αυτός που κυκλοφορεί ευρέως και αναφέρεται στις «5 φορές που οι Άραβες αρνήθηκαν την ίδρυση Παλαιστινιακού κράτους», ή όποια παραλλαγή αυτού του νευροεκφυλιστικού φληναφήματος μπορεί να συναντήσει κανείς.

Σύμφωνα μ’ αυτό, σε πέντε διαφορετικές περιστάσεις, το 1937, το 1949, το 1967, το 2000 και το 2008, το Ισραήλ, πάντα γαλαντόμο, προσέφερε στους Άραβες (προσοχή: όχι Παλαιστίνιους, αυτοί δεν είναι λαός κι έθνος – σ’ αντίθεση με τους Ισραηλινούς) τη δυνατότητα ίδρυσης παλαιστινιακού κράτους, αλλά αυτοί οι άσπλαχνοι, φλεγματικά αντισημίτες που δεν έχουν άλλο σκοπό απ’ το να δώσουν τις ζωές των ίδιων και των παιδιών τους μέχρι να πεθάνει ο τελευταίος επί γης Εβραίος, κάθε φορά αρνήθηκαν, διακατεχόμενοι καθώς είναι από άσβεστο, ζωώδες και άλογο μένος κατά των πεφωτισμένων και φιλεύσπλαχνων ηγετών του Ισραήλ και του λαού τους.

Το μεγάλο πρόβλημα βέβαια είναι ότι το Ισραήλ ποτέ δε συναίνεσε στη δημιουργία παλαιστινιακού κράτους. Ας καταπιαστούμε μ’ αυτό το παιδαριώδες επιχείρημα, ώστε να το αποδομήσουμε και να αναδειχθεί η έκταση της επιχειρούμενης παραπλάνησης.

 1937: Η πρόταση της επιτροπής Πιλ – η πρώτη κατοχύρωση των σιωνιστικών επιδιώξεων

Από το 1922, στον απόηχο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, η Κοινωνία των Εθνών (πρόδρομος του σημερινού ΟΗΕ) είχε δώσει εντολή στο Ηνωμένο Βασίλειο να διοικεί την Παλαιστίνη προετοιμάζοντας το δρόμο για το σχηματισμό Παλαιστινιακού κράτους. Το ΗΒ είχε στη διάρκεια του Α’ ΠΠ δώσει υποσχέσεις ανεξαρτητοποίησης και εθνικής απελευθέρωσης σ’ όλους τους Άραβες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αν εξεγείρονταν εναντίον των Οθωμανών (όπως φαίνεται απ’ την αλληλογραφία ΜακΜέιχον-Χουσεΐν, βλ. Rashid Khalidi – The Hundred Years’ War on Palestine), τότε μέρος των δυνάμεων του Άξονα (Γερμανία, Αυστρουγγαρία, Βουλγαρία) που αντιμάχονταν τις δυνάμεις της Αντάντ (Αγγλία, Γαλλία κι άλλες). Το πρόβλημα ήταν ότι το ΗΒ είχε επίσης ταχθεί υπέρ του Σιωνιστικού σκοπού (διακήρυξη Μπαλφούρ το 1917) που προέτρεπε τον εποικισμό της Παλαιστίνης (μιας χώρας που κατοικείται από το γηγενή της πληθυσμό αδιάλειπτα για χιλιετίες κι όχι άδειας όπως διατείνεται η ισραηλινή προπαγάνδα) από Εβραίους όλου του κόσμου.

Μετά από δεκαετίες αποικιοκρατικής διαχείρισης, εύνοιας προς τους Σιωνιστές αποίκους και υπόθαλψης ενός εβραϊκού παρακράτους με παράλληλη άρνηση αναγνώρισης αντίστοιχων παλαιστινιακών κρατικών θεσμών, ξεσπά η εθνικοαπελευθερωτική εξέγερση του παλαιστινιακού λαού το 1936-39. Η βάρβαρη καταστολή της  από τους Άγγλους (με σιωνιστική συνέργεια), συνοδεύτηκε από την πρόταση της βασιλικής επιτροπής υπό τον Λόρδο Πιλ για δημιουργία ισραηλινού κράτους στο 17% του εδάφους της Παλαιστίνης και διατήρηση αγγλικού ελέγχου επί του υπολοίπου ή παραχώρησή του στον βασιλιά της Υπεριορδανίας (μετέπειτα Ιορδανίας), υποχείριου του αγγλικού θρόνου. Σε κάτι που θα καταντούσε ιστορικό μοτίβο, οι εθνικές βλέψεις των Παλαιστίνιων πετάχτηκαν στην άκρη, εξωθώντας τους σε πιο μαχητική αντίσταση. Αυτή η πρόταση μάλιστα φάνταζε συμβιβαστική στους Άγγλους που καθώς περίμεναν ότι η Μέση Ανατολή θα ήταν πεδίο επιχειρήσεων του εκκολαπτόμενου Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, ήθελαν να εξασφαλίσουν τη στήριξη των Αράβων σ’ αυτόν.

1947: Το σιωνιστικό όνειρο γίνεται πραγματικότητα

Μετά τη λήξη του Β’ ΠΠ, κι αφού οι Άγγλοι τόσο πολύ απέτυχαν στην εξισορρόπηση των ασυμβίβαστων επιδιώξεών τους που στο μίσος των Αράβων προστέθηκαν τα σαμποτάζ κι οι δολοφονίες Βρετανών αξιωματούχων από εβραϊκές πολιτοφυλακές (η υποτιθέμενη και πολυκαυχημένη αντιαποικιακή αντίδραση των Εβραίων στην Παλαιστίνη), οι βρετανικές αρχές παραδίδουν στον ΟΗΕ την υπόθεση του Παλαιστινιακού. Το 1947 ο ΟΗΕ προτείνει μια λύση δύο κρατών, παραχωρώντας παραπάνω απ’ τη μισή χώρα στους Εβραίους (λιγότερο από 1/3 του πληθυσμού) και το υπόλοιπο στους Παλαιστίνιους. Όπως ήταν λογικό κι αναμενόμενο, οι Παλαιστίνιοι αρνήθηκαν την πρόταση μέσα από μαζικές διαδηλώσεις που παρέλυσαν τη χώρα.

Το 1948 οι Άγγλοι αποσύρονται και οι Σιωνιστές κάνουν την μεγάλη τους κίνηση: με τσακισμένη την Παλαιστινιακή αντίσταση απ’ την καταστολή της εξέγερσης του 1936-39 και εξοπλισμένοι κι εκπαιδευμένοι απ’ τους Άγγλους για δεκαετίες, οι Σιωνιστές καταλαμβάνουν με τη βία σχεδόν το 80% του Παλαιστινιακού εδάφους, σφαγιάζοντας, δολοφονώντας και εκδιώκοντας πάνω από 700.000 Παλαιστίνιους στα γεγονότα που αποτυπώθηκαν στην Παλαιστινιακή μνήμη ως Αλ-Νάκμπα, η Καταστροφή (βλ. Ilan Pappe – The Ethnic Cleansing of Palestine). Οι όποιες μικρές ενισχύσεις στάλθηκαν από γειτονικά νεοϊδρυθέντα αραβικά κράτη προς υποστήριξη των Παλαιστινίων δεν μπορούσαν να ανταγωνιστούν τις σιωνιστικές παραστρατιωτικές ομάδες σε εκπαίδευση, συντονισμό, εξοπλισμό και διεθνή στήριξη (το ψήφισμα για διχοτόμηση της Παλαιστίνης στηρίχτηκε τόσο από τις ΗΠΑ όσο και τη Σοβιετική Ένωση, σε μια σπάνια στιγμή ψυχροπολεμικής ομοψυχίας). Στις στάχτες των Παλαιστινιακών χωριών και πόλεων, ιδρύεται το κράτος του Ισραήλ.

1967: Επέκταση της κατοχής στο σύνολο της Παλαιστίνης

Το 1967 ξεσπάει ο «περίφημος πόλεμος των 6 ημερών». Σε μια συνθήκη εντεινόμενων συνοριακών τριβών, το Ισραήλ, ανταποκρινόμενο στις εκκλήσεις εποίκων του για κατάληψη των υψιπέδων του Γκολάν (που ανήκαν στη Συρία) τα οποία εποφθαλμιούσαν (με τον Μόσε Νταγιάν, καταξιωμένο στέλεχος της ισραηλινής πολεμικής μηχανής, να δηλώνει αργότερα ότι «ούτε που προσπάθησαν να κρύψουν την απληστία τους για γη»), επιτίθεται στη συριακή ενδοχώρα και καταρρίπτει 6 πολεμικά αεροπλάνα. Ο Νάσερ, πρόεδρος της Αιγύπτου, απαντάει με κλείσιμο των στενών του Τιράν. Ο Γιτζάκ Ραμπίν, αρχηγός του ισραηλινού γενικού επιτελείου, κάνει σε κυβερνητική σύσκεψη λόγο για «προπαγανδιστική κίνηση κι όχι ακόμα επιθετική, καθώς οι Αιγύπτιοι δεν έχουν μεταφέρει άρματα μάχης στη χερσόνησο [του Σινά]». Αργότερα, το 1968, θα δηλώσει ότι «Δεν νομίζω ότι ο Νάσερ ήθελε πόλεμο. Τα δύο τάγματα που έστειλε στο Σινά δεν θα ήταν αρκετά για να εκκινήσει επιθετικό πόλεμο. Κι αυτός το ήξερε κι εμείς το ξέραμε» (βλ. Ilan Pappe – The Biggest Prison on Earth).

Παρ’ όλ’ αυτά, η Ισραηλινή αεροπορία, σε μια αιφνιδιαστική κίνηση, καταστρέφει ολοσχερώς την αιγυπτιακή πριν καν αυτή κινητοποιηθεί, αφήνοντας τις χερσαίες δυνάμεις ανυπεράσπιστες και προδιαγράφοντας την εύκολη επικράτηση ενός πάνοπλου ισραηλινού στρατού που έχαιρε μοναδικής κι ανεπανάληπτης αεροπορικής υπεροχής (σε πεδία μάχης όπως αυτά στα οποία διεξήχθη ο πόλεμος, δηλαδή τοπία ερημικά, χωρίς δυνατότητες κάλυψης, η αεροπορική υπεροχή είναι καταλυτική, κάτι που αξιοποίησε στο μέγιστο η ισραηλινή αεροπορία εναντίον των στρατών ξηράς των αραβικών κρατών, αποδεκατίζοντάς τους).

Έκτοτε η ισραηλινή προπαγάνδα κάνει λόγο για προληπτικό πόλεμο για να προλάβει μια αραβική επίθεση. Στα πλαίσια του καλπάζοντος ιστορικού του αναθεωρητισμού του κράτους-δολοφόνου όμως, ακόμα κι αυτή η θέση αναθεωρείται υπέρ μιας σύμφωνα με την οποία το Ισραήλ ήταν καθαρά αμυνόμενο, κόντρα σε κάθε καταγεγραμμένο γεγονός και ιστορικό ντοκουμέντο.

Απ’ το 1967 και μετά, το σύνολο των Παλαιστινιακών εδαφών, τόσο τα εδάφη του κράτους του Ισραήλ όσο και η Δυτική Όχθη κι η Λωρίδα της Γάζας, δηλαδή ό,τι είχε απομείνει στους Παλαιστίνιους μετά το 1948, περιέρχονται στον έλεγχο του Ισραήλ.

Το Ισραήλ ποτέ δεν προσφέρθηκε να παραδώσει αυτά τα εδάφη στους Παλαιστίνιους, ποτέ δεν ήταν αυτός ο σχεδιασμός του. Αντιθέτως, ανέκαθεν εποφθαλμιούσε τα εναπομείναντα παλαιστινιακά εδάφη και τα τελευταία χρόνια πριν το 1967 είχε αναπτύξει τα απαραίτητα σχέδια για τη διαχείρισή τους. Το 1967 προκάλεσε τον πόλεμο που θα του επέτρεπε να εφαρμόσει αυτά τα σχέδια και να μετατρέψει τα κατεχόμενα Παλαιστινιακά εδάφη στη μεγαλύτερη ανοιχτή φυλακή ύψιστης ασφαλείας του κόσμου.

Στον απόηχο του πολέμου των 6 ημερών, συγκαλείται Σύνοδος Κορυφής των κρατών της Αραβικής Λίγκας στη Χαρτούμ του Σουδάν, απ’ όπου εξέδωσαν μια διακήρυξη που μεταξύ άλλων αναφέρει ότι όλα τα κράτη μέλη της Λίγκας δεσμεύονται να μην συνάψουν ειρήνη με το Ισραήλ, να μην το αναγνωρίσουν και να μην διαπραγματευτούν μαζί του (τα περίφημα «3 όχι») και επικυρώνουν την αφοσίωσή τους στην άσκηση των δικαιωμάτων του Παλαιστινιακού λαού στον τόπο του. Δεν έγινε καμία άρνηση προσφοράς ίδρυσης παλαιστινιακού κράτους που να ‘χει προτείνει το Ισραήλ.

2000: Η σύσκεψη στο Camp David και ο Αμερικάνικος εμπαιγμός

Το 2000 η κυβέρνηση Κλίντον, σε μια τελευταία προσπάθεια να εκμεταλλευτεί το ευνοϊκό γι’ αυτήν διεθνοπολιτικό περιβάλλον της αμερικανικής μονοκρατορίας μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ και για να ευοδώσει το διπλωματικό της έργο για ειρήνευση Παλαιστινίων-Ισραηλινών στην οποία είχε επενδύσει, καλεί τη σύσκεψη στο Camp David, όπου συνευρέθηκαν ο ισραηλινός πρωθυπουργός Εχούντ Μπάρακ κι ο πρόεδρος της Παλαιστινιακής Αρχής Γιάσερ Αραφάτ, που παρά τους ενδοιασμούς του δελεάστηκε να παρευρεθεί με υποσχέσεις για ολιστική διευθέτηση των ζητημάτων.

Αυτά που προσέφεραν οι Ισραηλινοί ήταν τραγικά λιγότερα από τις μίνιμουμ διεκδικήσεις των Παλαιστινίων σε ό,τι είχε να κάνει με την πόλη της Ιερουσαλήμ και το δικαίωμα επιστροφής των εκδιωγμένων απ’ το 1948 κι έπειτα Παλαιστίνιων προσφύγων. Ο Αραφάτ αποχωρεί καταγγέλοντας, αποφεύγοντας τον πλήρη διασυρμό του Παλαιστινιακού λαού.

Παρά τις αρχικές διαβεβαιώσεις των Αμερικανών ότι ενδεχόμενη αποτυχία των διαπραγματεύσεων δεν θα χρεωθεί σ’ αυτόν, ο Κλίντον κατηγορεί τον Αραφάτ για την κατάρρευση των συνομιλιών, σε μια περίπτωση που συμπυκνώνει τέλεια τη διαχρονική στάση των Αμερικανών ως διαμεσολαβητών της ειρήνης στη Μέση Ανατολή – μια στάση που χαρακτηρίζεται από διγλωσσία, εμφατική στήριξη του Ισραήλ και των επιδιώξεών του και μονομερή άσκηση πίεσης προς τους Παλαιστίνιους και τους αντιπροσώπους τους ώστε να εγκαταλείψουν κάθε νόμιμη και ηθική εθνική διεκδίκησή τους, ώστε σιωπηλά ν’ αποδεχθούν τη διαγραφή τους από την ιστορία.

Η οργή στους δρόμους βράζει και σύντομα ξεσπά η δεύτερη Ιντιφάντα, που έμελλε να πνιγεί στο αίμα Παλαιστινίων και να οδηγήσει στη δολοφονία του Γιάσερ Αραφάτ, μετά από πολύμηνη πολιορκία του συγκροτήματος όπου έμενε απ’ τον Ισραηλινό στρατό. Ο Αραφάτ, ένας αμφιλεγόμενος αλλά ευρέως αγαπημένος εκπρόσωπος του παλαιστινιακού λαού και της αντίστασής του, βρίσκει το τέλος που είχε προδιαγράψει η αδιέξοδη πολιτική της εγκατάλειψης της αντίστασης, του εκούσιου εγκλεισμού στο κλουβί που είχαν φιλοτεχνήσει οι συμφωνίες του Όσλο του ‘90, της προσπάθειας επίτευξης ανεξαρτησίας μέσω ναρκοθετημένων διαπραγματεύσεων μ’ έναν ανυποχώρητο αντίπαλο ταγμένο στην εξάλειψη του παλαιστινιακού λαού και τον εποικισμό των πατρογονικών εδαφών του, διαμεσολαβούμενων από μια διεφθαρμένη, μεροληπτική, αυτοκρατορική υπερδύναμη.

2007: Παγίωση του νέου τρόπου διαχείρισης: Το «ξύρισμα του γκαζόν»

Το 2007, ο Μαχμούντ Αμπάς, πρόεδρος της Παλαιστινιακής Αρχής, κι ο Εχούντ Ολμέρτ, πρωθυπουργός του Ισραήλ, συνευρίσκονται στη Συνδιάσκεψη για την Ειρήνη στην Ανάπολη των ΗΠΑ, υπό την αιγίδα της κυβέρνησης Μπους. Οι συνομιλίες τελειώνουν μ’ ένα μνημόνιο που καλεί σε εκκίνηση διμερών διαπραγματεύσεων για οριστική διευθέτηση ζητημάτων στο δρόμο προς την ίδρυση Παλαιστινιακού κράτους προς το τέλος του 2008. Σ’ ένα μοτίβο που κρατάει από τη δεκαετία του ’90 ως σήμερα κατά το οποίο ως αντάλλαγμα σε αδικαιολόγητες εκχωρήσεις παλαιστινιακής κυριαρχίας δίνονται ισραηλινές «υποσχέσεις» για διευθέτηση των σοβαρών ζητημάτων (δημιουργία κράτους, επιστροφή προσφύγων του ’48, καθεστώς της Ιερουσαλήμ, κά) σε μελλοντικό χρόνο, αυτές οι διαπραγματεύσεις δεν υλοποιήθηκαν ποτέ.

Αυτό που όντως υλοποιήθηκε το 2008 είναι δύο διαφορετικές ισραηλινές στρατιωτικές επιχειρήσεις στη Γάζα, η επιχείρηση «Θερμός Χειμώνας» τέλη Φλεβάρη κι η επιχείρηση «Συμπαγές Μολύβι» (βλ. Tareq Baconi – Hamas Contained), στις οποίες σκοτώθηκαν απ’ τον ισραηλινό στρατό 110 και πάνω από 1400 Παλαιστίνιοι αντίστοιχα.

Για την υπεράσπιση της αλήθειας

Κάθε μία γραμμή σιωνιστικής προπαγάνδας θέλει δέκα για να αποδομηθεί. Για να αποκαλυφθεί το πλαίσιο εντός του οποίου λαμβάνουν χώρα τα γεγονότα, για να ανδειχθεί η ίδια η αλήθεια που κατακρεουργείται στα χέρια του κράτους-δολοφόνου και των άθλιων παλαμακιστών του. Πρόκειται για την αισχρότερη προπαγάνδα που βασίζεται απλά και μόνο στη γενική άγνοια γύρω από το ζήτημα, το πιο επονείδιστο gaslighting που έχει επιχειρηθεί ποτέ από κράτος, που προσπαθεί να μας πείσει πως ό,τι βλέπουν τα μάτια μας κι ακούν τ’ αυτιά μας είναι λάθος. Η μόνη αλήθεια εκπέμπεται απ’ την μηχανή ψευδών και καταπίεσης, το Ισραήλ. Τέτοιοι οι σκοποί του, τέτοια η εμβρίθεια των επιχειρημάτων του και το ποιόν των υποστηρικτών του.

Αλλά ως εδώ. Εβραίοι, χριστιανοί και μουσουλμάνοι ζούσαν ειρηνικά ο ένας δίπλα στον άλλο στους Αγίους Τόπους και την ιστορική Παλαιστίνη εδώ και αιώνες (πολύ πιο αρμονικά απ’ ότι στην Ευρώπη με τον διαχρονικό αντισημιτισμό της που κορυφώνεται με το Ολοκαύτωμα). Ο σιωνισμός εκκίνησε την τελευταία ευρωπαϊκή πρωτοβουλία εποικισμού της ιστορικής Παλαιστίνης, μεταστρέφοντας τους προαιώνιους διωγμούς των εβραϊκών κοινοτήτων της Ευρώπης (που όχι, δεν είναι εκδιωγμένοι απ’ τους Ρωμαίους Ισραηλίτες κατά την δεύτερη καταστροφή του Ναού του Σολομώντα, βλ. Shlomo Sand – The Invention of the Jewish People) σ’ ένα εθνικιστικό κι αποικιοκρατικό (σε μια περίοδο που μεσουρανούσαν και τα δύο) πρόγραμμα εκδιωγμού κι εθνοκάθαρσης.

Ο Τέοντορ Χερτσλ, εκ των ιδρυτών του σιωνιστικού κινήματος, έγραφε το 1895: «Πρέπει να απαλλοτριώσουμε ήπια την ατομική ιδιοκτησία στα εδάφη που θα μας παραχωρηθούν. Πρέπει να προσπαθήσουμε να ωθήσουμε τον άπορο πληθυσμό πέρα απ’ τα σύνορα με το να του βρούμε απασχόληση σε τρίτες χώρες, ενώ θα του την αρνούμαστε στη δική μας. […] Τόσο η απαλλοτρίωση [των περιουσιών και της γης] όσο κι η αφαίρεση των φτωχών πρέπει να γίνουν διακριτικά κι επιφυλακτικά». Παράλληλα δήλωνε με χαρακτηριστικά ευρωπαϊκή αυταρέσκεια ότι ο αποικισμός της Παλαιστίνης από Ευρωπαίους Εβραίους θα ωφελήσει τους ντόπιους. Στα μάτια του εξάλλου, όπως κι όλων των Σιωνιστών, η Παλαιστίνη ήταν ένας έρημος, αναξιοποίητος τόπος κατοικημένους από οπισθοδρομικούς Άραβες.

Ακόμα όμως κι αυτές οι πρώιμες προθέσεις για εθνοκάθαρση έμελλαν να γίνουν πιο ξεκάθαρα γενοκτονικές, καθώς υπέρμαχοι του σιωνισμού όπως ο Ζε’έβ Ζαμποτίνσκι αναγνωρίζουν πως: «Κάθε ιθαγενής πληθυσμός στον κόσμο αντιστέκεται στους αποικιοκράτες όσο υπάρχει η ελάχιστη ελπίδα ότι μπορεί να απαλλαγεί απ’ τον κίνδυνο να εποικιστεί. Αυτό κάνουν οι Άραβες στην Παλαιστίνη», και αλλού γράφει: «Ο σιωνισμός είναι αποικιοκρατικό εγχείρημα κι ως εκ τούτου η επιτυχία του θα κριθεί από τις ένοπλες δυνάμεις» (βλ. Jeff Halper –Decolonizing Israel, Liberating Palestine).

Έκτοτε αποτελεί συμβατική σοφία του Ισραηλινού κράτους ότι ο μόνος τρόπος να συνυπάρξει με τους λαούς που καταπιέζει και γειτνιάζει είναι μέσω ενός «σιδηρού τοίχους» τουφεκιών, επιβαλλόμενο με συντριπτική στρατιωτική ισχύ σε καθετί που προσλαμβάνει ως απειλή (δηλαδή στα πάντα). Διαδοχικές ισραηλινές κυβερνήσεις την έχουν χρησιμοποιήσει για να επιβληθούν έναντι των Αράβων, και κανένας λαός δεν έχει υποφέρει περισσότερο απ’ αυτή τη στρατηγική του σιωνισμού, κανένας δεν έχει στερηθεί τόσο πολύ των αναφαίρετων και διεθνώς κατοχυρωμένων δικαιωμάτων του, απ’ τον Παλαιστινιακό λαό.

Το Ισραήλ, καθ’ όλη τη διάρκεια των σχέσεών του με τους Παλαιστίνιους (τους οποίους δεν αναγνωρίζει ως έθνος την ίδια στιγμή που ορίζει ως προϋπόθεση για οποιαδήποτε διαπραγμάτευση την πλήρη αναγνώριση του ίδιου και του λαού που εκπροσωπεί) και μέσα από την εκτύλιξη των αλλεπάλληλων κι ελάχιστα διαφοροποιούμενων μασκαράδων που εμμονικά αλλά άστοχα ονομάζει «διαπραγματεύσεις», ποτέ δεν προσέφερε στους Παλαιστίνιους τη δημιουργία δικού τους κράτους (λες κι είναι κάτι που είναι δικό του για να το προσφέρει). Στόχος κι αποτέλεσμα αυτών των «διαπραγματεύσεων» από τη μεριά του Ισραήλ, ήταν η ανάλωση των Παλαιστίνιων σ’ αυτές ενόσω αυτό συνεχίζει απρόσκοπτα την παράνομη (και διεθνώς καταδικασμένη) εποικιστική του δραστηριότητα, διαμορφώνοντας τετελεσμένα τα οποία οι Παλαιστίνιοι θα πρέπει να δεχτούν στον εκάστοτε επόμενο γύρο «διαπραγματεύσεων».

Το μόνο που έχει προσφέρει μέχρι τώρα (και που αποτελεί καθεστώς στη Δυτική Όχθη) είναι ένα καθεστώς ανύπαρκτης κυριαρχίας, όπου με αντάλλαγμα τη μερική απόσυρση των ισραηλινών κατοχικών δυνάμεων (από εδάφη που δεν τους ανήκουν, και στα οποία σε κάθε περίπτωση επεμβαίνουν κατά βούληση), έχει μετατρέψει την Παλαιστινιακή Αρχή (το θεσμό που προέκυψε μέσα από τις συμφωνίες του Όσλο και αποτελεί το απόγειο της παλαιστινιακής υποδούλωσης) σε τοποτηρητή του Ισραήλ, απαλλάσσοντας το τελευταίο από την άμεση επιβολή μιας δαπανηρής κατοχής αλλά εξυπηρετώντας απαρέγκλιτα κι ανυπερθέτως τις επιδιώξεις του κράτους-δολοφόνου περί ασφάλειάς του. Ένα καθεστώς που οδηγεί στην κατάπνιξη του όποιου σκιρτήματος παλαιστινιακής αντίστασης από μια Παλαιστινιακή Αρχή, τερματικά διεφθαρμένη κι απελπιστικά απορροφημένη σε μια αδιέξοδη πορεία «διαπραγματεύσεων» για να μπορέσει ν’ αναθεωρήσει.

Για όποιον δε δεν δέχεται αυτή τη μοίρα της αυτο-αστυνόμευσης και της αυτο-καταστολής της δίκαιης παλαιστινιακής αντίστασης, το Ισραήλ του επιφυλάσσει τη μοίρα της Γάζας: μαζικές δολοφονικές στρατιωτικές επιθέσεις έναντι ενός άμαχου πληθυσμού δίχως τακτικό στρατό ή κρατική υπόσταση και προστασία, στο όνομα της «καταπολέμησης της τρομοκρατίας».

Τελευταίος, λοιπόν, χαιρετισμός προς το κράτος δολοφόνο τους άθλιους απολογητές του: ο καιρός που τα ψέματά σας έγειραν αξιώσεις απ’ την αλήθεια έχει τελειώσει. Ολοένα και περισσότερο οι λαοί του κόσμου αντιλαμβάνονται το μέγεθος της αδικίας που συντελείται. Βασιστείτε όσο ακόμα μπορείτε στα σαθρά δυτικά σας στηρίγματα, αυτούς τους άπληστους ωφελούμενους γενοκτονιών ανά τον κόσμο, έρχεται όμως κι αυτωνών ο καιρός. Τα εγκλήματά σας θα μείνουν για πάντα χαραγμένα στην ιστορία της ανθρωπότητας, δίπλα στο Ολοκαύτωμα, τη ρίψη ατομικών βομβών στην Ιαπωνία κι όλα τα εγκλήματα του ιμπεριαλισμού.

Η έσχατη προσπάθεια άσκησης έφεσης του Julian Assange

Ο Τζούλιαν Ασάνζ θα ασκήσει αυτή την εβδομάδα την τελευταία του έφεση στα βρετανικά δικαστήρια για να αποφύγει την έκδοσή του. Αν εκδοθεί, αυτό θα σημάνει τον θάνατο των ερευνών του Τύπου για την εσωτερική λειτουργία της εξουσίας

ΛΟΝΔΙΝΟ – Εάν ο Τζούλιαν Ασάνζ δεν λάβει άδεια να ασκήσει έφεση κατά της έκδοσής του στις Ηνωμένες Πολιτείες ενώπιον μιας ομάδας δύο δικαστών στο Ανώτατο Δικαστήριο του Λονδίνου αυτή την εβδομάδα, δεν θα έχει καμία άλλη δυνατότητα προσφυγής στο βρετανικό νομικό σύστημα. Οι δικηγόροι του μπορούν να ζητήσουν από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ) αναστολή της εκτέλεσης βάσει του Κανονισμού 39, το οποίο δίνεται σε «εξαιρετικές περιστάσεις» και «μόνο όταν υπάρχει άμεσος κίνδυνος ανεπανόρθωτης βλάβης». Αλλά δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι το βρετανικό δικαστήριο θα συμφωνήσει. Μπορεί να διατάξει την άμεση έκδοση του Τζούλιαν πριν από την έκδοση απόφασης βάσει του Κανονισμού 39 ή μπορεί να αποφασίσει να αγνοήσει [ενδεχόμενο] αίτημα του ΕΔΑΔ να επιτραπεί στον Τζούλιαν να εκδικαστεί η υπόθεσή του από το δικαστήριο.

Η σχεδόν 15ετής δίωξη του Julian, η οποία έχει επιβαρύνει σε μεγάλο βαθμό τη σωματική και ψυχολογική του υγεία, γίνεται στο όνομα της έκδοσής του στις ΗΠΑ, όπου θα δικαστεί για την υποτιθέμενη παραβίαση 17 κατηγοριών του Νόμου περί Κατασκοπείας του 1917, με ενδεχόμενη ποινή κάθειρξης 170 ετών.

Το ‘έγκλημα’ του Τζούλιαν είναι ότι δημοσίευσε απόρρητα έγγραφα, εσωτερικά μηνύματα, εκθέσεις και βίντεο της αμερικανικής κυβέρνησης και του αμερικανικού στρατού το 2010, τα οποία δόθηκαν από την whistleblower του αμερικανικού στρατού Τσέλσι Μάνινγκ. Αυτός ο τεράστιος όγκος υλικού αποκάλυψε σφαγές αμάχων, βασανιστήρια, δολοφονίες, τον κατάλογο των κρατουμένων που κρατούνταν στο Γκουαντάναμο και τις συνθήκες στις οποίες υποβάλλονταν, καθώς και τους κανόνες εμπλοκής στο Ιράκ. Αυτοί που διέπραξαν αυτά τα εγκλήματα—συμπεριλαμβανομένων των πιλότων ελικοπτέρων των ΗΠΑ που δολοφόνησαν δύο δημοσιογράφους του Reuters και άλλους 10 πολίτες και τραυμάτισαν σοβαρά δύο παιδιά, γεγονότα που καταγράφηκαν εξ ολοκλήρου στο βίντεο Collateral Murder—δεν διώχθηκαν ποτέ ποινικά.

Ο Τζούλιαν αποκάλυψε αυτό που η αμερικανική αυτοκρατορία προσπαθεί να σβήσει από την Ιστορία.

Η δίωξη του Julian είναι ένα δυσοίωνο μήνυμα για τους υπόλοιπους από εμάς. Αψηφήστε το αμερικανικό imperium, αποκαλύψτε τα εγκλήματά του, και όποιος κι αν είστε, από όποια χώρα κι αν έρχεστε, όπου κι αν ζείτε, θα σας κυνηγήσουν και θα σας φέρουν στις ΗΠΑ για να περάσετε το υπόλοιπο της ζωής σας σε ένα από τα πιο σκληρά συστήματα φυλακών στη γη. Αν ο Τζούλιαν κριθεί ένοχος, αυτό θα σημάνει τον θάνατο της ερευνητικής δημοσιογραφίας για τις εσωτερικές λειτουργίες της κρατικής εξουσίας. Η κατοχή, και πολύ περισσότερο η δημοσίευση, διαβαθμισμένου υλικού—όπως έκανα εγώ όταν ήμουν δημοσιογράφος στους New York Times—θα ποινικοποιηθεί. Και αυτό είναι το ζητούμενο, το οποίο κατανοούν οι New York Times, Der Spiegel, Le Monde, El País και The Guardian, οι οποίες εξέδωσαν κοινή επιστολή με την οποία καλούν τις ΗΠΑ να αποσύρουν τις κατηγορίες εναντίον του.

Ο πρωθυπουργός της Αυστραλίας Άντονι Αλμπανέζε και άλλοι ομοσπονδιακοί νομοθέτες ψήφισαν την Πέμπτη να σταματήσουν οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Βρετανία τον εγκλεισμό του Τζούλιαν, σημειώνοντας ότι αυτός προέκυψε από το ότι «έκανε τη δουλειά του ως δημοσιογράφος» για να αποκαλύψει «στοιχεία για παραπτώματα των ΗΠΑ».

Η νομική υπόθεση εναντίον του Τζούλιαν, την οποία κάλυψα από την αρχή και θα καλύψω ξανά στο Λονδίνο αυτή την εβδομάδα, έχει μια παράξενη ποιότητα του είδους του βιβλίου “Η Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων“, όπου δικαστές και δικηγόροι μιλούν με σοβαρό ύφος για το νόμο και τη δικαιοσύνη, ενώ ταυτόχρονα γελοιοποιούν τις πιο βασικές αρχές των πολιτικών ελευθεριών και της νομολογίας.

Πώς μπορούν να προχωρούν οι ακροάσεις όταν η ισπανική εταιρεία ασφαλείας της πρεσβείας του Ισημερινού, η UC Global, όπου ο Τζούλιαν αναζήτησε καταφύγιο για επτά χρόνια, παρείχε στη CIA βιντεοσκοπημένη παρακολούθηση των συναντήσεων μεταξύ του Τζούλιαν και των δικηγόρων του, παραβιάζοντας το απόρρητο δικηγόρου-πελάτη; Αυτό και μόνο θα έπρεπε να είχε οδηγήσει στην απόρριψη της υπόθεσης από το δικαστήριο.

Πώς μπορεί η κυβέρνηση του Ισημερινού υπό τον Λένιν Μορένο να παραβιάζει το διεθνές δίκαιο ανακαλώντας το καθεστώς ασύλου του Τζούλιαν και επιτρέποντας στη Μητροπολιτική Αστυνομία του Λονδίνου να εισέλθει στην πρεσβεία του Ισημερινού—κυρίαρχο έδαφος του Ισημερινού—για να μεταφέρει τον Τζούλιαν σε ένα αστυνομικό φορτηγάκι που τον περίμενε;

Γιατί τα δικαστήρια αποδέχθηκαν την εισαγγελική θέση ότι ο Τζούλιαν δεν είναι νόμιμος δημοσιογράφος;

Γιατί οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Βρετανία αγνόησαν το άρθρο 4 της Συνθήκης Έκδοσής τους που απαγορεύει την έκδοση για πολιτικά αδικήματα;

Πώς επιτρέπεται να συνεχιστεί η υπόθεση κατά του Julian αφού ο βασικός μάρτυρας των Ηνωμένων Πολιτειών, ο Sigurdur Thordarson—ένας καταδικασμένος απατεώνας και παιδόφιλος—παραδέχτηκε ότι κατασκεύασε τις κατηγορίες που διατύπωσε κατά του Julian;

Πώς μπορεί ο Τζούλιαν, ένας Αυστραλός πολίτης, να κατηγορηθεί βάσει του νόμου περί κατασκοπείας των ΗΠΑ, όταν δεν συμμετείχε σε κατασκοπεία και δεν είχε την έδρα του στις ΗΠΑ όταν έλαβε τα έγγραφα που διέρρευσαν;

Γιατί τα βρετανικά δικαστήρια επιτρέπουν την έκδοση του Τζούλιαν στις ΗΠΑ, όταν η CIA—εκτός από το να θέσει τον Τζούλιαν υπό 24ωρη βιντεοσκοπημένη και ψηφιακή παρακολούθηση όσο βρισκόταν στην πρεσβεία του Ισημερινού—εξέταζε το ενδεχόμενο απαγωγής και δολοφονίας του, σχέδια που περιλάμβαναν μια πιθανή ανταλλαγή πυροβολισμών στους δρόμους του Λονδίνου με τη συμμετοχή της Μητροπολιτικής Αστυνομίας;

Πώς μπορεί να καταδικαστεί ο Τζούλιαν ως εκδότης όταν δεν απέκτησε και δεν διέρρευσε τα απόρρητα έγγραφα που δημοσίευσε, όπως έκανε ο Ντάνιελ Έλσμπεργκ;

Γιατί η κυβέρνηση των ΗΠΑ δεν κατηγορεί τον εκδότη των New York Times ή του Guardian για κατασκοπεία αφού και αυτές δημοσίευσαν το ίδιο υλικό που είχε διαρρεύσει σε συνεργασία με το WikiLeaks;

Γιατί ο Τζούλιαν κρατείται σε απομόνωση σε φυλακή υψίστης ασφαλείας χωρίς δίκη για σχεδόν πέντε χρόνια, όταν η μόνη τεχνική παράβαση του νόμου είναι η παραβίαση των όρων εγγύησης όταν ζήτησε άσυλο στην πρεσβεία του Ισημερινού; Κανονικά αυτό θα συνεπαγόταν πρόστιμο.

Γιατί του αρνήθηκαν την εγγύηση αφού τον έστειλαν στις φυλακές Belmarsh;

Αν ο Julian εκδοθεί, το δικαστικό του λιντσάρισμα θα γίνει χειρότερο. Η υπεράσπισή του θα εμποδιστεί από τους αντιτρομοκρατικούς νόμους των ΗΠΑ, συμπεριλαμβανομένου του Νόμου περί Κατασκοπείας και των Ειδικών Διοικητικών Μέτρων (Special Administrative MeasuresSAMs). Θα συνεχίσει να εμποδίζεται να μιλάει στο κοινό—εκτός από σπάνιες περιπτώσεις—και να αφεθεί ελεύθερος με εγγύηση. Θα δικαστεί από το Περιφερειακό Δικαστήριο των ΗΠΑ για την Ανατολική Περιφέρεια της Βιρτζίνια, όπου οι περισσότερες υποθέσεις κατασκοπείας έχουν κερδηθεί από την αμερικανική κυβέρνηση. Το γεγονός ότι οι ένορκοι προέρχονται σε μεγάλο βαθμό από άτομα που εργάζονται ή έχουν φίλους και συγγενείς που εργάζονται για τη CIA και άλλες υπηρεσίες εθνικής ασφάλειας που έχουν την έδρα τους όχι μακριά από το δικαστήριο, αναμφίβολα συμβάλλει σε αυτή τη σειρά δικαστικών αποφάσεων.

Τα βρετανικά δικαστήρια, από την πρώτη στιγμή, έκαναν την υπόθεση διαβόητα δύσκολη στην κάλυψη, περιορίζοντας σημαντικά τις θέσεις στην αίθουσα του δικαστηρίου, παρέχοντας συνδέσεις βίντεο που ήταν ελαττωματικές, και στην περίπτωση της ακρόασης αυτής της εβδομάδας, απαγορεύοντας σε οποιονδήποτε εκτός Αγγλίας και Ουαλίας, συμπεριλαμβανομένων των δημοσιογράφων που είχαν καλύψει στο παρελθόν τις ακροάσεις, να έχει πρόσβαση σε σύνδεσμο για τις υποτιθέμενες δημόσιες διαδικασίες.

Ως συνήθως, δεν ενημερωνόμαστε για τα χρονοδιαγράμματα ή τα ωράρια. Το δικαστήριο θα εκδώσει απόφαση στο τέλος της διήμερης ακροαματικής διαδικασίας στις 20 και 21 Φεβρουαρίου; Ή θα περιμένει εβδομάδες, ακόμη και μήνες, για να εκδώσει μια απόφαση, όπως έχει κάνει στο παρελθόν; Θα επιτρέψει στο ΕΔΑΔ να εκδικάσει την υπόθεση ή θα μεταφέρει αμέσως τον Τζούλιαν στις ΗΠΑ; Έχω τις αμφιβολίες μου για το αν το Ανώτατο Δικαστήριο θα περάσει την υπόθεση στο ΕΔΑΔ, δεδομένου ότι ο κοινοβουλευτικός βραχίονας του Συμβουλίου της Ευρώπης, που δημιούργησε το ΕΔΑΔ, μαζί με τον Επίτροπο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του, αντιτίθενται στην «κράτηση, έκδοση και δίωξη του Julian», επειδή αποτελεί «επικίνδυνο προηγούμενο για τους δημοσιογράφους». Θα ικανοποιήσει το δικαστήριο το αίτημα του Τζούλιαν να είναι παρών στην ακροαματική διαδικασία ή θα αναγκαστεί να παραμείνει στις φυλακές υψηλής ασφαλείας Belmarsh της Βρετανικής Αστυνομίας στο Thamesmead του νοτιοανατολικού Λονδίνου, όπως έχει συμβεί και στο παρελθόν; Κανείς δεν είναι σε θέση να μας πει.

Ο Τζούλιαν σώθηκε από την έκδοση τον Ιανουάριο του 2021, όταν η περιφερειακή δικαστής Vanessa Baraitser στο δικαστήριο του Westminster αρνήθηκε να εγκρίνει το αίτημα έκδοσης. Στην 132 σελίδων απόφασή της, διαπίστωσε ότι υπήρχε «σημαντικός κίνδυνος» ο Julian να αυτοκτονήσει λόγω της σκληρότητας των συνθηκών που θα υφίστατο κρατούμενος από το σωφρονιστικό σύστημα των ΗΠΑ. Αλλά αυτό ήταν μια λεπτή κλωστή. Η δικαστής αποδέχθηκε ότι όλες τις κατηγορίες που απαγγέλθηκαν από τις ΗΠΑ εναντίον του Τζούλιαν ήταν καλόπιστες. Απέρριψε τα επιχειρήματα ότι η υπόθεσή του είχε πολιτικά κίνητρα, ότι δεν θα είχε δίκαιη δίκη στις ΗΠΑ και ότι η δίωξή του αποτελεί επίθεση στην ελευθερία του Τύπου.

Η απόφαση της Baraitser ανατράπηκε αφού η κυβέρνηση των ΗΠΑ άσκησε έφεση στο Ανώτατο Δικαστήριο του Λονδίνου. Παρόλο που το Ανώτατο Δικαστήριο δέχθηκε τα συμπεράσματα της Baraitser σχετικά με τον «σημαντικό κίνδυνο» αυτοκτονίας του Julian εάν υποστεί ορισμένες συνθήκες εντός μιας αμερικανικής φυλακής, δέχθηκε επίσης τέσσερις διαβεβαιώσεις που περιέχονταν στο αμερικανικό διπλωματικό σημείωμα αριθ. 74, που δόθηκε στο δικαστήριο τον Φεβρουάριο του 2021, το οποίο υποσχόταν ότι ο Julian θα τύχει καλής μεταχείρισης.

Η αμερικανική κυβέρνηση υποστήριξε στο διπλωματικό σημείωμα ότι οι διαβεβαιώσεις της «απαντούν πλήρως στις ανησυχίες που έκαναν τη δικαστή [στο κατώτερο δικαστήριο] να αποδεσμεύσει τον κ. Ασάνζ». Οι ‘διαβεβαιώσεις’ αναφέρουν ότι ο Τζούλιαν δεν θα υποβληθεί σε SAMs. Υπόσχονται ότι ο Τζούλιαν, Αυστραλός πολίτης, μπορεί να εκτίσει την ποινή του στην Αυστραλία, εάν η αυστραλιανή κυβέρνηση ζητήσει την έκδοσή του. Υπόσχονται ότι θα λάβει επαρκή κλινική και ψυχολογική φροντίδα. Υπόσχονται ότι, πριν και μετά τη δίκη, ο Τζούλιαν δεν θα κρατηθεί στο Διοικητικό Κατάστημα Μέγιστης Ασφάλειας (ADX) στη Florence του Κολοράντο.

Αυτά ακούγονται καθησυχαστικά. Αλλά είναι μέρος της κυνικής δικαστικής παντομίμας που χαρακτηρίζει τη δίωξη του Τζούλιαν.

Κανείς δεν κρατείται προδικαστικά στην ADX Florence. Η ADX Florence δεν είναι επίσης η μόνη φυλακή υψίστης ασφαλείας στις ΗΠΑ όπου μπορεί να φυλακιστεί ο Τζούλιαν. Θα μπορούσε να τοποθετηθεί σε μία από τις άλλες εγκαταστάσεις μας που μοιάζουν με το Γκουαντάναμο, σε μία Μονάδα Διαχείρισης Επικοινωνιών (CMU). Οι CMU είναι εξαιρετικά περιοριστικές μονάδες που αναπαράγουν τη σχεδόν πλήρη απομόνωση που επιβάλλουν οι SAM. Οι ‘διαβεβαιώσεις’ δεν είναι νομικά δεσμευτικές. Όλες συνοδεύονται από ρήτρες διαφυγής.

Εάν ο Julian κάνει «κάτι μετά την προσφορά αυτών των διαβεβαιώσεων που πληροί τις προϋποθέσεις για την επιβολή SAMs ή την αποστολή σε ADX», θα υπόκειται, όπως παραδέχθηκε το δικαστήριο, σε αυτές τις σκληρότερες μορφές ελέγχου. Εάν η Αυστραλία δεν ζητήσει μεταφορά, αυτό «δεν μπορεί να αποτελέσει αιτία για κριτική προς τις ΗΠΑ ή λόγο για να θεωρηθούν οι διαβεβαιώσεις ανεπαρκείς όσον αφορά την ικανοποίηση των ανησυχιών της δικαστού», αναφέρεται στην απόφαση. Και ακόμη και αν δεν συνέβαινε αυτό, ο Τζούλιαν θα χρειαζόταν 10-15 χρόνια για να ασκήσει έφεση κατά της ποινής του μέχρι [την οριστική εκδίκαση από]το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ, χρόνος που θα ήταν υπεραρκετός για να τον καταστρέψει ψυχολογικά και σωματικά. Η Διεθνής Αμνηστία δήλωσε ότι οι «διαβεβαιώσεις δεν αξίζουν το χαρτί στο οποίο είναι γραμμένες».

Οι δικηγόροι του Τζούλιαν θα προσπαθήσουν να πείσουν δύο δικαστές του Ανώτατου Δικαστηρίου να του δώσουν άδεια να ασκήσει έφεση στην οποία θα προβάλλει ορισμένα από τα επιχειρήματα κατά της έκδοσης, τα οποία η δικαστής Baraitser απέρριψε τον Ιανουάριο του 2021. Οι δικηγόροι του, αν η άσκηση έφεσης γίνει δεκτή, θα υποστηρίξουν ότι η δίωξη του Julian για τη δημοσιογραφική του δραστηριότητα συνιστά «σοβαρή παραβίαση» του δικαιώματός του στην ελευθερία του λόγου, ότι ο Julian διώκεται για τις πολιτικές του απόψεις, κάτι που δεν επιτρέπει η συνθήκη έκδοσης μεταξύ Ηνωμένου Βασιλείου και ΗΠΑ, ότι ο Julian κατηγορείται για «καθαρά πολιτικά αδικήματα» και η συνθήκη μεταξύ Ηνωμένου Βασιλείου και ΗΠΑ απαγορεύει την έκδοση υπό τέτοιες συνθήκες, ότι ο Τζούλιαν δεν πρέπει να εκδοθεί για να αντιμετωπίσει δίωξη όπου ο Νόμος περί Κατασκοπείας «επεκτείνεται με πρωτοφανή και απρόβλεπτο τρόπο», ότι οι κατηγορίες θα μπορούσαν να τροποποιηθούν με αποτέλεσμα ο Τζούλιαν να αντιμετωπίσει τη θανατική ποινή και ότι ο Τζούλιαν δεν θα τύχει δίκαιης δίκης στις ΗΠΑ.

Εάν το Ανώτατο Δικαστήριο χορηγήσει στον Τζούλιαν την άδεια να ασκήσει έφεση, θα οριστεί νέα ακροαματική διαδικασία κατά την οποία θα υποστηρίξει τους λόγους της έφεσής του. Εάν το Ανώτατο Δικαστήριο αρνηθεί να χορηγήσει στον Τζούλιαν άδεια έφεσης, η μόνη επιλογή που απομένει είναι να προσφύγει στο ΕΔΑΔ. Εάν δεν μπορέσει να πάει την υπόθεσή του στο ΕΔΑΔ [για τους λόγους που ήδη αναφέρθηκαν], θα εκδοθεί στις ΗΠΑ.

Η απόφαση να ζητηθεί η έκδοση του Τζούλιαν, η οποία σχεδιάστηκε από την κυβέρνηση του Μπαράκ Ομπάμα, προωθήθηκε από την κυβέρνηση του Ντόναλντ Τραμπ μετά τη δημοσίευση από το WikiLeaks των εγγράφων που είναι γνωστά ως Vault 7, τα οποία αποκάλυψαν τα προγράμματα κυβερνοπολέμου της CIA, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που έχουν σχεδιαστεί για την παρακολούθηση και τον έλεγχο των αυτοκινήτων, των έξυπνων τηλεοράσεων, των web browsers και των λειτουργικών συστημάτων των περισσότερων έξυπνων τηλεφώνων.

Η ηγεσία του Δημοκρατικού Κόμματος έγινε εξίσου αιμοδιψής με τους Ρεπουμπλικάνους μετά τη δημοσίευση από το WikiLeaks δεκάδων χιλιάδων ηλεκτρονικών μηνυμάτων που ανήκαν στην Εθνική Επιτροπή του Δημοκρατικού Κόμματος (DNC) και σε ανώτερα στελέχη του Δημοκρατικού Κόμματος, συμπεριλαμβανομένων εκείνων του John Podesta, προέδρου της προεκλογικής εκστρατείας της Χίλαρι Κλίντον κατά τη διάρκεια των προεδρικών εκλογών του 2016.

Τα ηλεκτρονικά μηνύματα Podesta αποκάλυψαν ότι η Κλίντον και άλλα μέλη της διοίκησης Ομπάμα γνώριζαν ότι η Σαουδική Αραβία και το Κατάρ—που είχαν και οι δύο δωρίσει εκατομμύρια δολάρια στο Ίδρυμα Κλίντον—ήταν μεγάλοι χρηματοδότες του Ισλαμικού Κράτους στο Ιράκ και στη Συρία. Αποκάλυψαν απομαγνητοφωνήσεις τριών ιδιωτικών συνομιλιών που έδωσε η Κλίντον στην Goldman Sachs— για τις οποίες πληρώθηκε 675.000 δολάρια—ένα ποσό τόσο μεγάλο που μόνο ως δωροδοκία μπορεί να θεωρηθεί. Η Κλίντον εμφανίζεται στα μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου να λέει στις οικονομικές ελίτ ότι θέλει «ανοιχτό εμπόριο και ανοιχτά σύνορα» και πιστεύει ότι τα στελέχη της Wall Street είναι σε καλύτερη θέση για να διαχειριστούν την οικονομία, δήλωση που έρχεται σε αντίθεση με τις προεκλογικές της υποσχέσεις για οικονομική μεταρρύθμιση. Αποκάλυψαν τη στρατηγική της εκστρατείας της Κλίντον, που η ίδια περιέγραψε ως «Pied Piper», η οποία χρησιμοποιούσε τις επαφές της στον Τύπο για να επηρεάσει τις προκριματικές εκλογές των Ρεπουμπλικάνων προβάλλοντας αυτούς που αποκαλούσε «πιο ακραίους υποψηφίους», για να εξασφαλίσει ότι ο Τραμπ ή ο Τεντ Κρουζ θα κερδίσουν το χρίσμα του κόμματός τους. Αποκάλυψαν ότι η Κλίντον γνώριζε εκ των προτέρων τις ερωτήσεις σε ένα προκριματικό ντιμπέιτ. Τα μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου εξέθεσαν επίσης την Κλίντον ως έναν από τους αρχιτέκτονες του πολέμου και της καταστροφής της Λιβύης, ενός πολέμου που πίστευε ότι θα έδινε λάμψη στα διαπιστευτήριά της ως υποψήφια πρόεδρος.

[Κάποιοι] δημοσιογράφοι μπορεί να υποστηρίξουν ότι οι πληροφορίες αυτές, όπως και τα αρχεία καταγραφής του πολέμου, θα έπρεπε να παραμείνουν μυστικές. Αλλά αν το κάνουν, δεν μπορούν να αποκαλούνται δημοσιογράφοι.

Η ηγεσία των Δημοκρατικών, η οποία προσπάθησε να κατηγορήσει τη Ρωσία για την εκλογική της ήττα από τον Τραμπ – σε αυτό που έγινε γνωστό ως Russiagate – κατηγόρησε ότι τα μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου Podesta και οι διαρροές του DNC αποκτήθηκαν από χάκερ της ρωσικής κυβέρνησης, αν και μια έρευνα υπό τον Robert Mueller, τον πρώην διευθυντή του FBI, «δεν συγκέντρωσε επαρκή παραδεκτά στοιχεία ότι το WikiLeaks γνώριζε—ή ακόμη και ότι εθελοτυφλούσε» για οποιοδήποτε υποτιθέμενο χακάρισμα από το ρωσικό κράτος.

Ο Τζούλιαν διώκεται επειδή παρέδωσε στο κοινό τις σημαντικότερες, από την εποχή της δημοσίευσης των Pentagon Papers, πληροφορίες για τα εγκλήματα και την ψευδολογία της αμερικανικής κυβέρνησης. Όπως όλοι οι μεγάλοι δημοσιογράφοι, ήταν αμερόληπτος. Ο στόχος του ήταν η εξουσία.

Δημοσιοποίησε τη δολοφονία σχεδόν 700 αμάχων που είχαν πλησιάσει πολύ κοντά σε αμερικανικές φάλαγγες και σημεία ελέγχου, συμπεριλαμβανομένων εγκύων γυναικών, τυφλών και κωφών και τουλάχιστον 30 παιδιών.

Δημοσιοποίησε τους περισσότερους από 15.000 αδήλωτους θανάτους ιρακινών πολιτών και τα βασανιστήρια και την κακοποίηση περίπου 800 ανδρών και αγοριών, ηλικίας 14 έως 89 ετών, στο στρατόπεδο κράτησης του Γκουαντάναμο.

Μας έδειξε ότι η Χίλαρι Κλίντον διέταξε το 2009 Αμερικανούς διπλωμάτες να κατασκοπεύουν τον Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ Μπαν Κι Μουν και άλλους εκπροσώπους του ΟΗΕ από την Κίνα, τη Γαλλία, τη Ρωσία και το Ηνωμένο Βασίλειο, κατασκοπεία που περιελάμβανε τη λήψη DNA, σαρώσεων ίριδας, δακτυλικών αποτυπωμάτων και προσωπικών κωδικών πρόσβασης.

Αποκάλυψε ότι ο Ομπάμα, η Χίλαρι Κλίντον και η CIA υποστήριξαν το στρατιωτικό πραξικόπημα του Ιουνίου 2009 στην Ονδούρα, το οποίο ανέτρεψε τον δημοκρατικά εκλεγμένο πρόεδρο Μανουέλ Ζελάγια, αντικαθιστώντας τον με ένα δολοφονικό και διεφθαρμένο στρατιωτικό καθεστώς.

Αποκάλυψε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες εξαπέλυσαν μυστικά επιθέσεις με πυραύλους, βόμβες και μη επανδρωμένα αεροσκάφη στην Υεμένη, σκοτώνοντας πλήθη από αμάχους.

Κανένας άλλος σύγχρονος δημοσιογράφος δεν έχει καν πλησιάσει τη σημασία των δικών του αποκαλύψεων.

Ο Τζούλιαν είναι ο πρώτος. Εμείς είμαστε οι επόμενοι.

Πηγή: The Chris Hedges Report

Μετάφραση: Κ. Μηλολιδάκης

Πολιτικά σημειώματα | Φεβρουάριος 2024. Πανευρωπαϊκή αγροτική αναταραχή.

Στην ΕΕ (Βέλγιο, Γερμανία, Πολωνία, Ολλανδία, Ισπανία, Ουγγαρία, Ελλάδα…) και ιδιαίτερα στη Γαλλία, ζήσαμε και ζούμε μεγάλες αγροτικές κινητοποιήσεις. Στη Γαλλία μετά τα «κίτρινα γιλέκα» είχαμε την «πολιορκία του Παρισιού» όπου χιλιάδες αγρότες όχι μόνο στο Παρίσι αλλά και στη Λυών και αλλού προχώρησαν μαζί με τα τρακτέρ τους σε αποκλεισμό κεντρικών δρόμων και αρτηριών των πόλεων ενώ παράλληλα  με εκατοντάδες μπάλες άχυρου στολίστηκαν οι δρόμοι γύρω από το τον πύργο του Άιφελ.

Καταρχάς πρέπει να εντοπίσουμε ότι υπάρχουν κάποια κοινά σημεία μεταξύ των αιτημάτων που θέτουν οι αγρότες.

Το πρώτο σημείο αφορά το αυξημένο κόστος παραγωγής που βεβαίως δεν αντισταθμίζεται από τις αυξήσεις στα καταναλωτικά είδη διατροφής οι οποίες κυρίως αυξάνουν τα κέρδη των πολυεθνικών τροφίμων. Το αυξημένο κόστος παραγωγής οφείλεται κυρίως στο κόστος ενέργειας πετρελαίου και αερίου καθώς και στην αύξηση του κόστους λιπασμάτων, ζωοτροφών, μεταφορικών κλπ. Ο πόλεμος Ρωσίας – Ουκρανίας και οι κυρώσεις απέναντι στη Ρωσία δημιουργούν και στον αγροτοδιατροφικό και πρωτογενή τομέα της ΕΕ οικονομική αιμορραγία και κοινωνικές  αναστατώσεις. Καθόλου εξαιρετέο βέβαια το γεγονός ότι μέσα στα τελευταία 40 χρόνια –όσο κρατάει η επέλαση του νεοφιλελευθερισμού- το κόστος ηλεκτρικής ενέργειας έχει εξαπλασιαστεί.

Το δεύτερο σημείο αφορά στην αυστηρή περιβαλλοντική ευρωπαϊκή νομοθεσία, στην πράσινη μετάβαση και  τις βιολογικές καλλιέργειες καθώς και τον περιορισμό της χρήσης λιπασμάτων. Σε αυτό το σημείο κερδήθηκε μια νίκη από τους αγρότες με την αναβολή έως το 2025 της υποχρεωτικής αγρανάπαυσης του 4% της καλλιεργήσιμης γης, ενώ αναμένονται και τα αποτελέσματα της ευρωπαϊκής συνόδου για το αγροτικό στο τέλος του μήνα.

Στην πραγματικότητα το κεντρικό κοινό θέμα είναι η ακρίβεια και τα χαμηλά εισοδήματα. Εδώ ακριβώς αντιλαμβανόμαστε  και μια διεθνή (για τον χώρο τουλάχιστον της ΕΕ) έλλειψη. Κάτω από άλλους υποκειμενικούς (πολιτικούς και κοινωνικούς) όρους  θα μπορούσε να υπάρχει ένας ευρωπαϊκός συντονισμός διεκδικήσεων και αγώνων απέναντι στο διευθυντήριο των Βρυξελλών που να μπορούσε να απειλούσε επικίνδυνα και να φέρει αποτελέσματα. Δεν υπάρχει και δεν υπήρξε κανένα τέτοιο ενδιαφέρον πχ από μαζικά κόμματα πχ σαν του Μελανσόν, ΚΚΕ, Die Linke κλπ. Το αναφέρουμε αυτό γιατί δεν πρέπει να μας ξεφεύγει από την οπτική ότι πέραν των άλλων, σήμερα, περισσότερο από πριν έχουμε ανάγκη από μια διεθνή συζήτηση, γραμμή και συντονισμό αγώνων.

Υπάρχουν βεβαίως και οι εθνικές διαφορές και ιδιαιτερότητες των χωρών της ΕΕ, κυρίως λόγω της ανισομετρίας τους αλλά και λόγω των συνθηκών της οικονομίας και της παραγωγής τους. Η Γαλλία που έχει ένα ανεπτυγμένο αγροτικό τομέα και βρέθηκε από πρώτη τρίτη στις εξαγωγές αγροτικών προϊόντων θίγεται από την συμφωνία ΕΕ-MERCOSUR (Αργεντινή, Βραζιλία, Ουρουγουάη, Παραγουάη) γιατί τα προϊόντα εισαγωγής από αυτές τις χώρες είναι φθηνότερα των Γαλλικών και ζητά να ακυρωθεί η συμφωνία αυτή που σημειωτέον οι συζητήσεις κράτησαν 20 χρόνια μέχρι να τελεσφορήσουν (η ακύρωση της συμφωνίας είναι από τα πρώτα αιχμηρά αιτήματα της  ακροδεξιάς Λεπέν).

Υπάρχει ένας δίκαιος φόβος στα ευρωπαϊκά  πολιτικά επιτελεία ενόψει  ευρωεκλογών που ακούει στο όνομα ακροδεξιά. Σχεδόν σε όλες τις χώρες της ΕΕ αναμένεται εκλογική άνοδος της ακροδεξιάς.  Να μην ξεχνάμε τη νίκη του ακροδεξιού Βίλντερς στην Ολλανδία όπου  συμβολή είχαν και οι αγροτικές κινητοποιήσεις που στα αιτήματα τους πρόβαλλαν την κατάργηση ή τον περιορισμό περιβαλλοντικών πολιτικών. Παντού σχεδόν στην ΕΕ ένας ακροδεξιός άνεμος εκμεταλλεύεται και τις αγροτικές διαμαρτυρίες, πέραν των συντηρητικών κοινωνικών αντανακλαστικών που αυξάνονται χρόνο με το χρόνο και κυρίως της φτωχοποίησης και του αποκλεισμού μεγάλου πλέον ποσοστού του πληθυσμού.

Όταν δεν δουλεύει η Αριστερά, όταν απουσιάζει το όραμα, θα δουλέψουν άλλα μαγαζιά με επικίνδυνα οράματα. Έτσι μοιάζει να ξεθωριάζει ή και να έχει φθάσει στο τέλος της η αντίθεση Δεξιάς – Αριστεράς και να έχει αντικατασταθεί από άλλου τύπου δήθεν αντιθέσεις

Στην Ελλάδα αναπτύσσεται μια αγροτική δυσαρέσκεια που έχει ομοιότητες αλλά και διαφορές με τις αντίστοιχες ευρωπαϊκές κινητοποιήσεις. Πέραν του ζητήματος ακρίβεια και κόστος παραγωγής με αντίστοιχη μείωση του αγροτικού εισοδήματος,  είναι υπαρκτό και το θέμα της πράσινης μετάβασης γιατί αποτελεί όρο για τις αγροτικές επιδοτήσεις που είναι ήδη συρρικνωμένες από την ΚΑΠ (Κοινή Αγροτική Πολιτική). Πιο συγκεκριμένα για να μπορέσουν οι αγρότες να  εισπράξουν το σύνολο της επιδότησης πρέπει να αποδείξουν ότι βρίσκονται στην κατεύθυνση της πράσινης πρακτικής. Τέλος να μη ξεχνάμε ότι ο Θεσσαλικός κάμπος έχει στο σύνολο του (άνθρωποι, μηχανήματα, γη και ζώα) καταστροφικά έως ανεπανόρθωτα πληγεί από τις πρόσφατες πλημμύρες, ενώ κάτι αντίστοιχο σε σχέση με περιβαλλοντικά και κλιματικά προβλήματα βιώνει και ο αγροτικός πληθυσμός των χωρών του νότου της ΕΕ.

Αν μπορούσαμε κάτι να πούμε σε αυτά, πέρα από το αγωνιστικό, θα έπρεπε να κάναμε λόγο  για την δυνατότητα που έχει πνιγεί όμως λόγω κυρίως της ένταξής μας στην ΕΕ ενός δυνατού πρωτογενή τομέα με την κατά περιφέρειες εκβιομηχάνισή του αλλά και την εκμετάλλευση της γεωγραφίας μας και των πλούσιων περιβαλλοντικών-ήπιων μορφών ενέργειας που θα μπορούσαν να αποτελούν ένα μεγάλο ποσοστό στο ενεργειακό μείγμα της παραγωγής. Μιας παραγωγής και ενός τομέα που θα είχε σαν καταρχήν προσανατολισμό να θρέφει τους κατοίκους της Ελλάδας. Θα συμπληρώναμε την ύπαρξη ενός θεσμικού πλαισίου συνεταιρισμών (κακόηχη θεσμική λέξη,  λόγω του πασοκικού παρελθόντος παραγωγής συνεταιρισμένων λαμόγιων και του ευτελισμού τους) τέτοιου που να επέτρεπε στους αγρότες αλλά και στους καταναλωτές καλύτερες τιμές παραγωγής και κατανάλωσης αντιστοίχως.

Ένα σύντομο ιστορικό των συνεχώς διαψευδομένων αλλά με επιμονή επαναλαμβανομένων ‘προβλέψεων’ περί κατάρρευσης της Ρωσικής Οικονομίας

Το ακόλουθο άρθρο γνώμης περιγράφει τις προβλέψεις περί κατάρρευσης της Ρωσικής οικονομίας (ως αποτέλεσμα των κυρώσεων) που με σοβαρότητα λανσάρονται επί δύο έτη τώρα από–υποτίθεται–σοβαρούς δυτικούς αναλυτές, πολιτικούς, ειδικούς και κάθε είδους ‘σοφούς’. Η κατάσταση αποδεικνύει αυτό που λένε οι μαρξιστές εδώ και διακόσια χρόνια: οι οικονομικές θεωρήσεις και αναλύσεις των αστών επιστημόνων πάντα περνούσαν μέσα από το κόσκινο της ταξικής τους θέσης καταντώντας μια άσκηση πάνω στην προπαγάνδα παρά μια νηφάλια επιστημονική προσέγγιση. Πολύ περισσότερο που στη δεδομένη περίπτωση κάθε ‘επιστημονική’ ανάλυση πρέπει πρώτα να δώσει αποδείξεις ‘πολιτικά ορθής’ οπτικής γωνίας, αλλιώς ‘μαύρο φίδι που έφαγε’ τον διεκπεραιωτή της.

Οι φωτογραφίες, οι λεζάντες τους, όπως επίσης όλες οι παραπομπές τεκμηρίωσης καθώς και τα σχόλια, είναι από τον μεταφραστή.

«Οι κυρώσεις λειτουργούν»: Για δύο χρόνια πολιτικοί και αναλυτές προσφέρουν ζοφερές προβλέψεις που δεν φαίνεται να υλοποιούνται ποτέ

Του Henry Johnston[1], συντάκτη του RT.

Από τότε που ξεκίνησε η στρατιωτική επιχείρηση της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας τον Φεβρουάριο του 2022, υπάρχει μια σταθερή ροή προβλέψεων από δυτικούς πολιτικούς, αναλυτές και σχολιαστές σχετικά με την επικείμενη κατάρρευση της ρωσικής οικονομίας.

Στην πραγματικότητα, οι προβλέψεις ξεκίνησαν ακόμη και πριν από εκείνες τις μοιραίες ημέρες του Φεβρουαρίου. Λίγες εβδομάδες νωρίτερα, όταν η συγκέντρωση ρωσικών στρατευμάτων στα σύνορα με την Ουκρανία προκαλούσε μια αισθητή ανησυχία στους κόλπους της χρηματοοικονομικής κοινότητας, θυμάμαι να συναντώ στη Μόσχα έναν εκπατρισμένο στη Δύση οικονομικό αναλυτή.

«Αν η Ρωσία ‘εισβάλει’», μου είπε ο συνομιλητής μου, «θα γυρίσουν πίσω στη Σοβιετική Ένωση της δεκαετίας του 1980 – μια πρωτόγονη, εξαθλιωμένη οικονομία με δυτικά αγαθά διαθέσιμα κυρίως στη μαύρη αγορά».

Μιλούσε ως εάν το δυτικό χρηματοπιστωτικό σύστημα να ήταν ο ομφάλιος λώρος από τον οποίο εξαρτιόταν η οικονομία της Ρωσίας για να διατηρηθεί. Δεν ήταν καθόλου μόνος του σε αυτή την άποψη.

Το αρχικό κύμα των προβλέψεων (αν μπορεί κανείς να αποκαλέσει ‘προβλέψεις’ τις υπερβολικές εξαγγελίες που προέρχονταν από τις ΗΠΑ και την Ευρώπη εκείνη την εποχή) ήταν θριαμβευτικό και γεμάτο αυτοπεποίθηση σε τόνο—αλλά και εντελώς αποκαλυπτικό. Η δυτική ελίτ πίστευε πραγματικά ότι είχε στο οπλοστάσιό της ένα οικονομικό όπλο μαζικής καταστροφής και ότι το είχε αναπτύξει με καταστροφικά αποτελέσματα κατά της Ρωσίας.

«Θα προκαλέσουμε την κατάρρευση της ρωσικής οικονομίας», δήλωσε ωμά ο Γάλλος υπουργός Οικονομικών Bruno Le Maire σε τοπικό ειδησεογραφικό κανάλι λιγότερο από μία εβδομάδα μετά την έναρξη της σύγκρουσης.

Ο πρόεδρος των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν πέτυχε να διατυπώσει μια ακόμη πιο δυσοίωνη νότα. «Οι κυρώσεις μας αναμένεται να εξαλείψουν τα οικονομικά επιτεύγματα της Ρωσίας των τελευταίων 15 ετών», δήλωσε. «Θα καταπνίξουμε την ικανότητα της Ρωσίας να αναπτύξει την οικονομία της για πολλά χρόνια». Τα σχόλια αυτά ήρθαν μετά τη διάσημη πλέον ειρωνεία του για το ρούβλι ότι έχει μετατραπεί σε “ερείπια”.[2]

Οι σοβαρές ιστορικές συγκρίσεις ήταν πολλές και όχι μόνο από τους πολιτικούς. Η JPMorgan παρομοίασε αυτό που αντιμετώπιζε η Ρωσία με την κρίση του 1998, όταν το ρούβλι έχασε τα δύο τρίτα της αξίας του, οι αποταμιεύσεις εξανεμίστηκαν και η χώρα αθέτησε το χρέος της. Η τράπεζα προέβλεψε πτώση του ΑΕΠ κατά 11% το 2022.

O εικονιζόμενος Γάλλος υπουργός Οικονομικών Bruno Le Maire στις 1 Μαρτίου του 2022 σε συνέντευξή του στο Γαλλικό δημόσιο ραδιοφωνικό δίκτυο France Info δήλωνε: «Θα προκαλέσουμε την κατάρρευση της ρωσικής οικονομίας. Διεξάγουμε ολοκληρωτικό οικονομικό και χρηματοπιστωτικό πόλεμο κατά της Ρωσίας, του Πούτιν και της κυβέρνησής του, και ας είμαστε σαφείς, ο ρωσικός λαός θα πληρώσει επίσης τις συνέπειες». Όσα είπε συμπληρώθηκαν με μια δήλωση η οποία αποδεικνύει το μέγεθος του διαζυγίου των ευρωπαϊκών ελίτ από την πραγματικότητα: «Η οικονομική και χρηματοπιστωτική ισορροπία δυνάμεων είναι απολύτως υπέρ της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία βρίσκεται στη διαδικασία ανακάλυψης της δικής της οικονομικής δύναμης», δήλωσε.

Στη φωτογραφία βλέπουμε τον Τζο Μπάιντεν καθώς προβλέπει, κάτω από τις επευφημίες των συνέδρων, ότι μέσα σε ένα χρόνο οι κυρώσεις θα πνίξουν τόσο τις κατακτήσεις της Ρωσικής οικονομίας κατά τα προηγούμενα 15 έτη όσο και την ανάπτυξή της στο μέλλον. «Μόνο μέσα σε ένα χρόνο, οι κυρώσεις μας πιθανότατα θα εξαλείψουν τα οικονομικά κέρδη της Ρωσίας των τελευταίων 15 ετών. Επειδή έχουμε αποκόψει τη Ρωσία από την εισαγωγή τεχνολογιών… θα καταπνίξουμε την ικανότητα της Ρωσίας να αναπτύξει την οικονομία της για πολλά από τα επόμενα χρόνια». Αυτή η ομιλία δόθηκε στο North Americas Building Trades Unions [NABTU] Legislative Conference, Washington, DC, April 6, 2022. Φωτογραφία © Getty Images / Drew Angerer

Προκειμένου να μην μείνει πίσω, ο πολιτικός αναλυτής Maximilian Hess προχώρησε ακόμη περισσότερο, λέγοντας ότι η Ρωσία οδεύει «όχι μόνο πίσω στο χάος της δεκαετίας του 1990, αλλά σε μια ακόμη πιο βαριά κατάσταση που μοιάζει περισσότερο με το 1918».

Η Ρωσία αντιμετώπιζε επίσης αυτό που ένας καθηγητής οικονομικών στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας στο Λος Άντζελες αποκάλεσε «πλήρη απομόνωση από τον υπόλοιπο κόσμο, η οποία αποτελεί πράγματι καταστροφή με πολλούς διαφορετικούς τρόπους». Δεν είναι, βέβαια, σαφές πώς αυτός ο ισχυρισμός συμβάδιζε με το γεγονός ότι χώρες που αντιπροσωπεύουν τα δύο τρίτα του παγκόσμιου πληθυσμού δεν έχουν επιβάλει κυρώσεις στη Ρωσία.

Ήδη από τις αρχές Απριλίου, ωστόσο, λίγο περισσότερο από ένα μήνα μετά την έναρξη της σύγκρουσης, μπορούσε να εντοπιστεί κάποια μετρίαση της υπερβολής. Η Ρωσία, άλλωστε, δεν είχε ακριβώς καταρρεύσει και μάλιστα ο αρχικός οξύς πανικός είχε υποχωρήσει πολύ γρήγορα. Μεταξύ των πρώτων που σημείωσαν την εκκολαπτόμενη ανθεκτικότητα της Ρωσίας ήταν ο Economist, ο οποίος έγραψε ένα άρθρο στο οποίο έθετε το ερώτημα: «Η στρατηγική της Δύσης εξακολουθεί άραγε να πηγαίνει σύμφωνα με το σχέδιο;»”. Ήταν, προς τιμήν του εντύπου, μια αρκετά ισορροπημένη απεικόνιση του πώς εξελίχθηκαν τα πράγματα κατά τη διάρκεια του πρώτου μήνα.

Ο εικονιζόμενος, διακεκριμένος οικονομικός αναλυτής, ανώτερος συνεργάτης (fellow) του Foreign Policy Research Institute  και περιζήτητος ‘Ρωσολόγος’ Maximilian Hess, του οποίου το βιβλίο «Οικονομικός πόλεμος: Η Ουκρανία και η παγκόσμια σύγκρουση μεταξύ Ρωσίας και Δύσης» επιλέχτηκε από τους Financial Times ως ένα από τα «βιβλία που πρέπει να διαβάσετε» κατά το 2023, θεωρούσε ως εξαιρετικά ήπιες τις προβλέψεις του Τζο Μπάιντεν για το είδος της καταστροφής που θα επέφεραν οι οικονομικές κυρώσεις που επιβλήθηκαν στη Ρωσία. Κατά τον Hess, σε άρθρο του της 4ης Μαρτίου 2022: «Η Ρωσία βρίσκεται τώρα αντιμέτωπη με την επιλογή μεταξύ μιας νέας οικονομικής κρίσης τύπου 1918, 1991 ή 1998. Αν ο Πούτιν δεν αποσυρθεί από την Ουκρανία ή αν ο ρωσικός λαός δεν μπορέσει με άλλο τρόπο να επιβάλει αλλαγή στη στρατηγική του Κρεμλίνου, μια κατάρρευση τύπου 1918 είναι το βασικό σενάριο και οι εκδοχές [κατάρρευσης] όπως αυτές της δεκαετίας του 1990 είναι αισιόδοξες».

Περίπου με την εμφάνιση αυτού του άρθρου σημειώνεται η απαρχή μιας αλλαγής στον τόνο του αφηγήματος «Η—Ρωσία—Καταρρέει» κατά τους επόμενους μήνες. Πλέον οι τέσσερις καβαλάρηδες της αποκάλυψης δεν καλπάζουν προς το Κρεμλίνο. Οι εξωφρενικές ιστορικές συγκρίσεις υποχώρησαν. ‘Αλλά μην τυχόν και κάνετε κανένα λάθος’, διαβεβαίωναν οι δυτικοί αναλυτές, ‘η ρωσική οικονομία βρίσκεται σε κακή κατάσταση—απλώς η κάθοδος αποδείχθηκε λίγο πιο αργή και λιγότερο δραματική από ό,τι αναμενόταν’.

Ένα άρθρο του Atlantic Council από τον Ιούνιο του 2022 ενσαρκώνει αυτή τη μετατόπιση, με τίτλο: «Η επιβολή κυρώσεων στη Ρωσία είναι ένα μακροχρόνιο παιχνίδι. Να πώς θα κερδίσουμε». Το περιοδικό Foreign Policy συνέχισε να επιμένει στο θέμα της [επικείμενης] κατάρρευσης, αλλά ο τίτλος ενός άρθρου από τον Ιούλιο του 2022 «Κατά βάση, η Ρωσική Οικονομία καταρρέει εκ των έσω» [“Actually, the Russian Economy Is Imploding”] έχει προσθέσει αυτή την πολύ χαρακτηριστική λέξη «κατά βάση» [“actually”]. Μεταφράζεται περίπου ως: ‘υπάρχουν πολλά στοιχεία για το αντίθετο, αλλά εμείς εξακολουθούμε να το υποστηρίζουμε’[3].

Μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2022, η ευφορία των πρώτων εβδομάδων είχε δώσει τη θέση της σε μια υφέρπουσα δυσφορία. Το CNN δημοσίευσε ένα άρθρο με τίτλο «Οι ρωσικές κυρώσεις αργούν να δαγκώσουν, καθώς Αμερικανοί αξιωματούχοι παραδέχονται την δυσαρέσκειά τους για τον ρυθμό του πόνου που αυτές προκαλούν στη Μόσχα».

Στο άρθρο, «ανώτεροι αξιωματούχοι των ΗΠΑ» δήλωσαν στο CNN ότι υπήρχε απογοήτευση για το γεγονός ότι οι περιορισμοί δεν είχαν μεγαλύτερο αντίκτυπο μέχρι στιγμής, αλλά πίστευαν ότι οι πιο σκληρές επιπτώσεις πιθανώς δεν θα υλοποιούνταν μέχρι τις αρχές του 2023. Οι αρχές του 2023, φυσικά, ήρθαν και παρήλθαν.

Εν τω μεταξύ, μια επιχείρηση διάσωσης των προσχημάτων σχετικά με τον πραγματικό στόχο των κυρώσεων είχε ήδη μπει μπροστά και μπορούσε να γίνει αντιληπτή σε αυτό το άρθρο όπως και σε πολλά άλλα. Ένας άλλος αξιωματούχος δήλωσε στο μέσο ότι εκείνοι που επεξεργάζονταν τις κυρώσεις στην πραγματικότητα «πάντα πίστευαν ότι οι πιο δραστικές επιπτώσεις δεν θα ήταν απαραίτητα και άμεσες», προσθέτοντας ότι «πάντα το βλέπαμε αυτό ως ένα μακροπρόθεσμο παιχνίδι». Με άλλα λόγια, ήξεραν από την αρχή ότι τίποτα δεν επρόκειτο να συμβεί σύντομα. Ίσως κάποιος θα μπορούσε να το είχε πει αυτό στον Μπάιντεν και να τον γλιτώσει από την αμηχανία να μιλάει με λυρισμό για τη διαγραφή των οικονομικών κατακτήσεων των τελευταίων 15 ετών.

Τον Φεβρουάριο του 2023, κυκλοφόρησε μια σειρά από δημοσιεύματα του τύπου ‘οι κυρώσεις ένα χρόνο μετά’. Το γενικό ύφος τους ήταν καθαρά αυτό της αποτροπής της απογοήτευσης μέσω της εστίασης στο μακροπρόθεσμο παιχνίδι. Ο συγγραφέας[4] μιας έκθεσης του Martens Centre για τις κυρώσεις έγραψε: «Μην κοιτάτε το ρολόι κάθε πέντε λεπτά για να δείτε αν οι κυρώσεις λειτουργούν. Ασκήστε στρατηγική υπομονή».

Πράγματι, για το πρώτο μέρος του 2023, το κυρίαρχο ύφος ήταν σε μεγάλο βαθμό μια απρόθυμη αναγνώριση της ανθεκτικότητας της ρωσικής οικονομίας, αναμεμειγμένη με παραμένουσες χαρωπές εμμονές ότι η μέρα της κρίσης για τη Ρωσίας θα έρθει. Εν τω μεταξύ, κατά περίεργο τρόπο, τα άρθρα που άρχισαν να εμφανίζονται στον δυτικό Τύπο έμοιαζαν να έχουν γραφτεί πάνω στο ίδιο καλούπι: αρχίζουν με μια ευθεία παραδοχή ότι η Ρωσία δεν καταρρέει στην πραγματικότητα, πριν ξεκινήσουν μια συζήτηση για το πώς κάτω από την επιφάνεια συσσωρεύονται κάθε είδους προβλήματα.

Τον Αύγουστο, το αφήγημα ‘η Ρωσία καταρρέει’ πήρε λίγο αέρα στα πανιά του όταν το ρούβλι μπήκε σε μια δύσκολη φάση και έσπασε ακόμη και το ψυχολογικά σημαντικό φράγμα των 100 [ρουβλίων] έναντι του δολαρίου. Εκείνη την εποχή είχε υποχωρήσει περίπου 20% σε ετήσια βάση και ήταν μεταξύ των νομισμάτων με τις χειρότερες επιδόσεις μεταξύ των αναδυόμενων αγορών. Εμφανίστηκε μια πληθώρα άρθρων που συζητούσαν τα δεινά του ρουβλίου και υποστήριζαν ότι η αποδυνάμωση του νομίσματος ήταν ενδεικτική των πολυαναμενόμενων ρωγμών που επιτέλους είχαν αρχίσει να εμφανίζονται.

Ένα άρθρο γνώμης του Bloomberg που συζητούσε αυτό που αποκαλούσε «άρρωστο ρούβλι» είχε τον υπότιτλο: «Οι κυρώσεις δεν έχουν παραβιάσει το οικονομικό φρούριο της Ρωσίας, αλλά έχουν βάλει ωρολογιακή βόμβα κάτω από τα θεμέλιά του». Αλλά η εισαγωγή του άρθρου διατηρούσε το παραπάνω μοτίβο: «Οι δυτικές χώρες έχουν επιβάλει περισσότερες από 13.000 κυρώσεις στη Ρωσία – αλλά η ρωσική οικονομία δεν δείχνει κανένα σημάδι κατάρρευσης»[5].

Την αμέσως επόμενη ημέρα, ο Timothy Ash, ένας σημαίνων βετεράνος αναλυτής αναδυόμενων αγορών, έγραψε ένα άρθρο που επίσης ξεκίνησε με μια μικρή υποχώρηση. «Ένα παράπονο που ακούγεται συχνά… είναι ότι οι δυτικές κυρώσεις δεν αποδίδουν», αρχίζει το άρθρο. «Ας το αναγνωρίσουμε αυτό από την αρχή – η Ρωσία επιδεικνύει μεγάλη οικονομική ανθεκτικότητα και αντοχή»[6].

Αλλά τελικά φτάνει στο κύριο θέμα, το οποίο είναι ότι το εξασθενημένο ρούβλι είναι ένα «κόκκινο φως που αναβοσβήνει και δείχνει ότι οι κυρώσεις όντως λειτουργούν». Ως απόδειξη αναφέρει ότι «σε καμία χώρα δεν αρέσει να βλέπει το νόμισμά της να υποτιμάται, καθώς αυτό συνεπάγεται οικονομικά προβλήματα, ιδίως αποδυνάμωση της θέσης του ισοζυγίου πληρωμών, και προκαλεί υψηλό πληθωρισμό». Η κεντρική τράπεζα, υποστηρίζει, «δεν θα άφηνε το ρούβλι να διολισθήσει αν δεν βρισκόταν σε δυσχερή θέση». Το πώς ακριβώς η κεντρική τράπεζα ήταν ‘σε δυσχέρεια’ δεν εξηγείται, αλλά κάτι απειλητικό πρέπει να παραμόνευε κάτω από τις σανίδες του πατώματος.

Για να στηρίξει το ρούβλι το περασμένο φθινόπωρο, η Ρωσία έκανε αυστηρότερους τους νομισματικούς ελέγχους και αύξησε τα επιτόκια και έκτοτε το νόμισμα σταθεροποιήθηκε. Βεβαίως, πρόκειται για προσωρινά μέτρα που οι αρχές αναγκάστηκαν να λάβουν ως απάντηση σε μια ανισορροπία. Όμως ο Ash και άλλοι χειροκροτητές των κυρώσεων πίστευαν σαφώς ότι θα επιτυγχάνονταν περισσότερα [στην κατεύθυνση της καταστροφής της ρωσικής οικονομίας] από τη μεταβλητότητα του ρουβλίου.

Με το «κόκκινο φως που αναβοσβήνει» να έχει μειωθεί σε μια αμυδρή λάμψη, η αφήγηση προχώρησε παρακάτω. Δεν έχουμε δει πολλές ιστορίες για το ρούβλι πρόσφατα. Το επόμενο και πιο πρόσφατο θέμα στο οποίο προσκολλήθηκαν οι θιασώτες του ‘η Ρωσία καταρρέει’ είναι η ιδέα ότι η ρωσική οικονομία υπερθερμαίνεται. Μια οικονομία θεωρείται ότι υπερθερμαίνεται όταν επεκτείνεται με μη βιώσιμο ρυθμό που φτάνει στα όρια της ικανότητάς της να καλύψει τη ζήτηση.

Το θέμα της υπερθέρμανσης καθιερώθηκε και, όπως ήταν αναμενόμενο, ακολούθησε ένα κύμα άρθρων. Ο Economist δημοσίευσε ένα άρθρο τον Δεκέμβριο, στο οποίο συζητούσε το αυξημένο ποσοστό πληθωρισμού της Ρωσίας, το υψηλό ποσοστό του ΑΕΠ που δαπανάται για την άμυνα και την εκρηκτική έλλειψη εργατικού δυναμικού. Ενώ παραδέχεται ότι «οι προβλέψεις για οικονομική κατάρρευση—που έγιναν σχεδόν ομοιόμορφα από δυτικούς οικονομολόγους και πολιτικούς στην αρχή του πολέμου στην Ουκρανία—αποδείχθηκαν παταγωδώς λανθασμένες»,—το μοτίβο ισχύει!—ισχυρίζεται ότι η ρωσική οικονομία δεν μπορεί να αντέξει τέτοια επίπεδα ανάπτυξης.

Παρόλο που το άρθρο συνεχίζει αναγνωρίζοντας τα μέτρα που μπορούν να ληφθούν για τον μετριασμό των επιπτώσεων αυτής της υπερθέρμανσης, καταλήγει με τις λέξεις: «[αλλά] στη Ρωσία υπάρχουν πιο σημαντικά πράγματα από την οικονομική σταθερότητα», υπονοώντας ότι η ρωσική ηγεσία θυσιάζει την οικονομία για να κερδίσει τη σύγκρουση στην Ουκρανία. Πρόκειται για μια αξιοσημείωτη παρατήρηση καθώς προέρχεται από το δυτικό στρατόπεδο, όπου πολλοί πολιτικοί—σκεφτείτε πρώτα και κύρια τη Γερμανία—έχουν επιδείξει μεγάλη προθυμία να θυσιάσουν την οικονομική σταθερότητα στο βωμό των φαντασιοπληξιών περί Ουκρανίας.

Στον απόηχο του Economist ήρθε ένα μακροσκελές άρθρο στο περιοδικό Foreign Affairs, γραμμένο από την Alexandra Prokopenko, μια ρωσικής καταγωγής ερευνήτρια στο Carnegie Russia Eurasia Center στο Βερολίνο. Με τίτλο “Το μη βιώσιμο όργιο δαπανών του Πούτιν”, ήταν επίσης φτιαγμένο σύμφωνα με το ίδιο πρότυπο, αναγνωρίζοντας ότι η οικονομία της Ρωσίας έχει διαψεύσει τις προβλέψεις πριν προχωρήσει στην ανακοίνωση των κακών ειδήσεων [για τη Ρωσία]. Τα κακά νέα είναι η υπερθέρμανση της οικονομίας. Η άποψή της είναι ότι τα εκπληκτικά ισχυρά στοιχεία ανάπτυξης της Ρωσίας, «αντί να σηματοδοτούν οικονομική υγεία [είναι αντίθετα] σύμπτωμα υπερθέρμανσης».

Παρόμοια με το άρθρο του Economist, η Prokopenko θίγει τις υψηλές κρατικές δαπάνες -ιδιαίτερα για την άμυνα- καθώς και την αύξηση των μισθών λόγω έλλειψης εργατικού δυναμικού και τον υψηλό πληθωρισμό, τα οποία συνθέτουν «μια ψευδαίσθηση ευημερίας». Αναρωτιέται κανείς τι θα είχε να πει η Prokopenko με έδρα το Βερολίνο για τη νέα της υιοθετημένη χώρα, όπου όλα τα ίχνη ευημερίας—απατηλής ή μη—ξεθωριάζουν γρήγορα.

Παρόλο που η Prokopenko επιδίδεται στη συνήθη ρωσοφοβική ρητορική και στις φθαρμένες δυτικές εμμονές, ορισμένες από τις ανησυχίες της για την υπερθέρμανση έχουν εκφραστεί από τις ίδιες τις ρωσικές αρχές. Με άλλα λόγια, ο κίνδυνος υπερθέρμανσης είναι ένα αναγνωρισμένο ως υπαρκτό πρόβλημα. Τον Σεπτέμβριο, για παράδειγμα, η κεντρική τράπεζα προειδοποίησε ότι η οικονομία μπορεί να έχει αναπτυχθεί πέραν του παραγωγικού της δυναμικού. Ιστορικά, μια ιδιαίτερα επικίνδυνη πτυχή της υπερθέρμανσης αποτελούν οι φούσκες περιουσιακών στοιχείων, οι οποίες τείνουν να προκαλούν καταστροφές σε μια οικονομία όταν σκάσουν. Η Ρωσία έχει γίνει μάρτυρας μιας πρωτοφανούς ανόδου των τιμών των ακινήτων—γεγονός που, και πάλι, δεν έχει διαφύγει της προσοχής της Κεντρικής Τράπεζας, η οποία έχει ζητήσει να τερματιστεί ένα γενναιόδωρο κρατικά επιδοτούμενο πρόγραμμα ενυπόθηκων δανείων, ώστε να μην δημιουργηθεί φούσκα.

Πέρα από τις συζητήσεις σχετικά με την υπερθέρμανση, αξίζει να σταματήσουμε για μια στιγμή για να αναλογιστούμε από πού ξεκινήσαμε και πού φτάσαμε. Αυτό που ξεκίνησε ως προβλέψεις για άμεση οικονομική κατάρρευση έχει εξελιχθεί σε συλλογισμούς ότι η ρωσική οικονομία αναπτύσσεται υπερβολικά γρήγορα! Ίσως η τελευταία ελπίδα του κοινού που υποστηρίζει ότι ‘η Ρωσία καταρρέει’ να είναι η ιδέα ότι η ταχέως αναπτυσσόμενη οικονομία θα υπερθερμανθεί και θα πέσει στον γκρεμό.

Μένει να δούμε πού θα πάει η ρωσική οικονομία από εδώ και πέρα, αλλά αν τα τελευταία (σχεδόν) δύο χρόνια είναι ενδεικτικά, θα συνεχίσει να αναπτύσσεται και να προσαρμόζεται. Εν τω μεταξύ, οι εκπατρισμένοι τραπεζίτες έχουν ως επί το πλείστον περάσει στην ασημαντότητα και εγώ δεν βρέθηκα σε καμία μαύρη αγορά. Παρατηρώντας τους πολυσύχναστους δρόμους από ένα πολύβουο καφέ της Μόσχας, αυτό που μου κάνει εντύπωση είναι πόσο πεζή είναι η σκηνή. Οι άνθρωποι περνούν μόνοι και σε ομάδες, συνομιλούν, κοιτάζουν τα τηλέφωνά τους, πίνουν καφέ και δεν ακούω καμία κουβέντα για την οικονομία ή το ρούβλι.

Οι δυτικοί ειδήμονες και οι αξιωματούχοι που απαρέγκλιτα ξεφουρνίζουν το τελευταίο αφήγημα περί οικονομικής κατάρρευσης θα συνεχίσουν να γαβγίζουν, αλλά το καραβάνι προχωράει.

Πηγή: RT.com

Μετάφραση – επιμέλεια: Κ. Μηλολιδάκης

[1] Ο Henry Johnston είναι στέλεχος του αγγλόφωνου Russia Today.  Έχει εργαστεί για πάνω από μια δεκαετία στον χρηματοπιστωτικό τομέα και είναι κάτοχος άδειας FINRA Series 7 και Series 24.

[2] Είναι η γνωστή ‘εξυπνάδα/λογοπαίγνιο’ του Μπάιντεν που αναπαράχθηκε ευρύτατα από τα καθεστωτικά δυτικά ΜΜΕ, καθώς ruble=ρούβλι, rubble=ερείπια.

[3] «Οι διεθνείς κυρώσεις και η εθελοντική αποχώρηση των επιχειρήσεων δεν είναι καθόλου αναποτελεσματικές ή απογοητευτικές, όπως πολλοί έχουν υποστηρίξει, αλλά αντίθετα έχουν ασκήσει καταστροφική επίδραση στη ρωσική οικονομία. Η επιδείνωση της οικονομίας λειτουργεί ως ισχυρό, αν και παραγνωρισμένο, συμπλήρωμα του επιδεινούμενου πολιτικού τοπίου που αντιμετωπίζει ο Πούτιν» παρατηρεί το άρθρο.

[4] Συγγραφέας της έκθεσης με τίτλο «Πέρα από τις επικεφαλίδες: Οι πραγματικές συνέπειες των Δυτικών κυρώσεων στη Ρωσία» είναι ο Ρώσος εμιγκρές Vladimir Milov, υποστηρικτής του μακαρίτη ακροδεξιού Αλ. Ναβάλνι, που διετέλεσε μάλιστα και αναπληρωτής υπουργός ενέργειας της Ρωσίας κατά το 2002.

[5] Και σ’ αυτό το άρθρο συγγραφέας είναι μια ακροδεξιά εμιγκρέ, η πρώην σύμβουλος της Ρωσικής Κεντρικής Τράπεζας  Alexandra Prokopenko, νυν περιπλανώμενη ανά τα think tanks της Γερμανίας και της Δύσης γενικότερα. Στο άρθρο δίνει πλήθος συμβουλών προς τη Δύση ώστε οι κυρώσεις κατά της Ρωσίας να καταστούν πιο αποτελεσματικές.

[6] Ο τίτλος του άρθρου είναι χαρακτηριστικός: «Να εγκαταλειφθεί η ελπίδα για τις κυρώσεις κατά της Ρωσίας; Μην το κάνετε», με υπότιτλο: «Δεν υπάρχει τρόπος να γνωρίζουμε πότε οι δυτικές κυρώσεις θα πλήξουν τη ρωσική οικονομία, αλλά υπάρχουν ελπιδοφόρα σημάδια».

Αντισυνταγματική η λειτουργία ιδιωτικών Πανεπιστημίων

Αφετηρία κάθε ερμηνείας είναι το γράμμα του κειμένου. Αυτό μαθαίνουν οι πρωτοετείς φοιτητές, αυτό ακολουθούν όλα τα κρατικά όργανα που καλούνται να εφαρμόσουν κανόνες δικαίου, από εκεί ξεκινάει και ενίοτε τελειώνει η σκέψη του δικαστή. Αρκεί το γράμμα; Πολύ συχνά η απάντηση είναι αρνητική. Αλλά παραμένει η βάση για την κατανόηση κάθε κειμένου, νομικού ή μη. Στην περίπτωση των φορέων παροχής ανώτατης εκπαίδευσης το γράμμα του Συντάγματος είναι σαφέστατο.

Ας ξεκινήσουμε λοιπόν από το γράμμα του άρθρου 16 του Συντάγματος:

Άρθρο 16 παρ. 5 εδ. α’ «Η ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από ιδρύματα που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με πλήρη αυτοδιοίκηση».

Άρθρο 16 παρ. 6 εδ. α’ «Οι καθηγητές των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων είναι δημόσιοι λειτουργοί».

Άρθρο 16 παρ. 8. εδ. β’ «Η σύσταση ανώτατων σχολών από ιδιώτες απαγορεύεται».

Το Σύνταγμα όχι απλώς είναι εδώ σαφέστατο, αλλά και διατυπωμένο με τρόπο επιτακτικότερο από ό,τι σε άλλες διατάξεις. Στο άρθρο 16 χρησιμοποιήθηκαν λέξεις με ιδιαίτερο βάρος, όπως «παρέχεται αποκλειστικά» και «απαγορεύεται». Για αυτό ακριβώς η συζήτηση περί ιδιωτικών πανεπιστημίων έρχεται και επανέρχεται επί σχεδόν 30 χρόνια κάθε φορά που διεξάγεται ένας αναθεωρητικός διάλογος: Τέθηκε στα μέσα της δεκαετίας του ’90 με αφορμή τη συνταγματική αναθεώρηση που ολοκληρώθηκε το 2001, άνοιξε πάλι το 2006 ενόψει της αναθεώρησης του 2008, επανήλθε το 2018 ενόψει της αναθεώρησης που ολοκληρώθηκε το 2019. Σε αυτή την αναθεωρητική συζήτηση ακούστηκαν και γράφτηκαν πολλά επιχειρήματα υπέρ και κατά της αναθεώρησης του άρθρου 16 και της λειτουργίας ιδιωτικών πανεπιστημίων. Αφορούσαν όμως την αναθεώρηση, όχι την ερμηνεία του άρθρου 16. Και ξαφνικά το 2023 ανοίγει μία συζήτηση περί λειτουργίας ιδιωτικών πανεπιστημίων στην οποία χρησιμοποιούνται αυτά ακριβώς τα επιχειρήματα, όχι όμως με σκοπό την αναθεώρηση του άρθρου 16, αλλά την παράκαμψη και τη διαστρέβλωση του νοήματός του.

Να θυμίσω επίσης με ποιο τρόπο παγίως ερμηνεύει τις σχετικές διατάξεις του άρθρου 16 το Συμβούλιο της Επικρατείας, επί δεκαετίες: «Δεν είναι επιτρεπτό χρόνος σπουδών που έχει διανυθεί σε τμήμα ή παράρτημα ΑΕΙ της αλλοδαπής, το οποίο λειτουργεί στην Ελλάδα με μορφή ιδιωτικού φροντιστηρίου ή εργαστηρίου ελευθέρων σπουδών να αναγνωριστεί ως χρόνος διανυθείς σε ΑΕΙ της αλλοδαπής ομοταγές προς ελληνικό ΑΕΙ, διότι μια τέτοια αναγνώριση θα ισοδυναμούσε με αναγνώριση σπουδών που πραγματοποιήθηκαν στην Ελλάδα σε ιδιωτικό φορέα, ως σπουδών ανωτάτης εκπαιδεύσεως, και θα συνιστούσε καταστρατήγηση του Συντάγματος» (ΣτΕ 1698/2013). Με άλλη διατύπωση, σε εντελώς πρόσφατη απόφαση, «ούτε ο δημόσιος χαρακτήρας της τριτοβάθμιας εκπαιδεύσεως και το κύρος του δημόσιου πανεπιστήμιου προσβάλλονται δεδομένου ότι δεν τίθεται ζήτημα αναγνωρίσεως ισοτιμίας τίτλων σπουδών ανώτατης εκπαιδεύσεως που έχουν χορηγηθεί από ιδιωτικούς φορείς…» (ΣτΕ 992/2023).

Ποιος επιχειρεί αυτή την εξόφθαλμη παράκαμψη του άρθρου 16; Μία κυβέρνηση που συστηματικά παραβιάζει το Σύνταγμα και ματαιώνει τη λειτουργία των θεσμικών αντιβάρων, μία κυβέρνηση που έχει εκθέσει ανεπανόρθωτα τη χώρα με τις απροκάλυπτες παραβιάσεις του κράτους δικαίου, θέτοντας σε κίνδυνο ακόμη και τη χρηματοδότηση από ευρωπαϊκούς πόρους, όπως περιγράφεται στο ντροπιαστικό ψήφισμα της 7ης Φεβρουαρίου. Είναι η κυβέρνηση των παρακολουθήσεων, των παρεμβάσεων στις ανεξάρτητες αρχές και στον Τύπο, αυτή που με την κοινοβουλευτική της πλειοψηφία ματαιώνει τον κοινοβουλευτικό έλεγχο και δίνει ασυλία σε υπόλογους υπουργούς, αυτή που δεν συμμορφώνεται με εκατοντάδες αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, αυτή που συντάσσεται με την Ακροδεξιά για να καταψηφίσει κλιματικούς και περιβαλλοντικούς Κανονισμούς στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Αυτή είναι η κυβέρνηση που επιχειρεί με τις νομοθετικές ρυθμίσεις περί ιδιωτικών πανεπιστημίων άλλη μία βάναυση παραβίαση του Συντάγματος και αυτό είναι πολύ πιο σοβαρό από το αν είναι σκόπιμο ή μη να λειτουργήσουν ιδιωτικά πανεπιστήμια, ένα ζήτημα το οποίο θα μπορούσαμε να συζητήσουμε σε λίγους μήνες που ξεκινάει η συνταγματική αναθεώρηση.

Τα πανεπιστήμια δεν είναι παραγωγικές σχολές που παρέχουν επαγγελματικά πτυχία, αλλά πλήρως αυτοδιοικούμενα ιδρύματα που με όρους ακαδημαϊκής ελευθερίας υποχρεούνται να προβαίνουν σε βασική έρευνα και να διαχέουν τα ευρήματά της στην κοινωνία. Επίσης, τα πανεπιστήμια δεν είναι ούτε μπορεί να είναι επιχειρήσεις, κοινωφελείς ή κερδοσκοπικές. Το Συμβούλιο της Επικρατείας τονίζει στη νομολογία του ότι «κατά πάγια νομολογία του ΔΕΕ, το δίκαιο του ανταγωνισμού της Ένωσης και, ειδικότερα, η απαγόρευση του άρθρου 107 παρ. 1 ΣΛΕΕ αφορούν τις δραστηριότητες των “επιχειρήσεων”. Τα ΑΕΙ δεν ασκούν οικονομική δραστηριότητα αλλά οι σκοποί τους όπως προβλέπονται από το Σύνταγμα (άρθρο 16 Συντ.) και τις διατάξεις του διέπουν την λειτουργία τους (βλ. άρθρο 1 και 4 ν. 4485/2017) αποβλέπουν στην προαγωγή της επιστημονικής έρευνας και του ερευνητικού και εν γένει εκπαιδευτικού έργου και άρα δεν εμπίπτουν στην έννοια της επιχείρησης»(ΣτΕ 2350-63/2023). Ως προς τις άλλες εκπαιδευτικές βαθμίδες η ελευθερία των ιδιωτών να ιδρύουν εκπαιδευτήρια ασκείται υπό το αυστηρό καθεστώς των συνταγματικών εγγυήσεων. Θα μπορούσαν να θεσμοθετηθούν αντίστοιχες συνταγματικές εγγυήσεις και για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια; Η απάντηση είναι καταφατική. Όμως αυτή τη στιγμή τέτοια συνταγματική πρόβλεψη δεν υπάρχει. Το Σύνταγμα είναι ρητά και σαφώς απαγορευτικό.

Πώς επιχειρείται η παράκαμψη αυτής της συνταγματικής απαγόρευσης; Με την επίκληση του ευρωπαϊκού ενωσιακού δικαίου και τη σύμφωνη ερμηνεία του Συντάγματος με αυτό, που κατά μία άποψη καινοφανή και μειοψηφική στη νομική θεωρία υποστηρίζει την προσαρμογή του νοήματος των επίμαχων συνταγματικών ρυθμίσεων του άρθρου 16 ώστε να επιτρέπεται η παροχή ανώτατης εκπαίδευσης από ιδιώτες. Στη σχετική γνωμοδότηση των επιφανών συναδέλφων Σκουρή και Βενιζέλου υπάρχει μία υποσημείωση που ανατρέπει αυτούς τους συλλογισμούς, άρα και το συμπέρασμά τους: «Η αρχή της σύμφωνης προς το Δίκαιο της Ένωσης ερμηνείας του εθνικού δικαίου υπόκειται σε ορισμένα όρια. Έτσι, η υποχρέωση του εθνικού δικαστηρίου να λαμβάνει υπόψη το περιεχόμενο μιας Οδηγίας, όταν ερμηνεύει και εφαρμόζει τους οικείους κανόνες του εσωτερικού δικαίου, οριοθετείται από τις γενικές αρχές του δικαίου και δεν μπορεί να αποτελέσει έρεισμα για contra legem ερμηνεία του εθνικού δικαίου.» (σελ. 74, υποσ. 134). Αν δεν αποτελεί contra legem, για την ακρίβεια contra constitutionem ερμηνεία η αναγνώριση της δυνατότητας λειτουργίας ιδιωτικών πανεπιστημίων, τότε τι είναι; Η σύμφωνη με το ενωσιακό δίκαιο ερμηνεία του Συντάγματος προϋποθέτει συμβατότητα με το γράμμα του Συντάγματος. Αυτό δεν συμβαίνει στην περίπτωση των απαγορεύσεων του άρθρου 16, που είναι διατυπωμένες με σαφήνεια και επιτακτικότητα .

Προβάλλεται επίσης ένα επιχείρημα ότι το νομικό ζήτημα των ιδιωτικών πανεπιστημίων είναι παρόμοιο με την υπόθεση του βασικού μετόχου που προβλέπεται στο άρθρο 14 παρ. 9 του Συντάγματος, όπου η εθνική νομοθεσία περιόριζε αρμοδιότητα οικονομικού χαρακτήρα που ρυθμιζόταν από ευρωπαϊκή Οδηγία. Όμως για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια δεν υφίσταται αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (άρθρο 165 παρ. 1 ΣΛΕΕ). Αν προβλεπόταν στο ενωσιακό δίκαιο η δυνατότητα εγκατάστασης ιδιωτικών πανεπιστημίων, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα είχε ήδη εγκαλέσει την Ελλάδα στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ζήτημα που δεν τέθηκε ποτέ.

H Ευρωπαϊκή Ένωση έχει αρμοδιότητα μόνο στο πεδίο της επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης. Το ενωσιακό δίκαιο (Οδηγία 2005/36) υποχρεώνει την Ελλάδα να αναγνωρίσει επαγγελματικά την εκπαίδευση που παρέχεται μέσω κολλεγίων από πανεπιστήμια του εξωτερικού. Αυτό ισχύει και εφαρμόζεται, χωρίς να απαιτείται η αναγνώριση της δυνατότητας λειτουργίας ιδιωτικών πανεπιστημίων. Αυτό δέχεται άλλωστε παγίως και το Συμβούλιο της Επικρατείας, κατά το οποίο τα ζητήματα της ακαδημαϊκής αναγνώρισης τίτλων σπουδών δεν εμπίπτουν στις διατάξεις της ΣυνθΕΚ, αλλά «ανάγονται στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Ελληνικής Δημοκρατίας» και είναι διαφορετικό «το ζήτημα της επαγγελματικής αναγνώρισης τέτοιων τίτλων σπουδών από το ζήτημα της ακαδημαϊκής αναγνώρισης αυτών» (ΣτΕ 3451/2011, 3101/2017, 2253/2019).

Για να συνοψίσω, θα επαναλάβω εδώ όσα συνυπογράψαμε σε κοινή μας δήλωση οκτώ καθηγητές συνταγματικού δικαίου στις 7.2.2024, επισημαίνοντας ότι άλλοι τόσοι συνταγματολόγοι που δεν υπογράφουν το κείμενο έχουν εκφράσει την ίδια με εμάς άποψη: «Στο άρθρο 16 του Συντάγματος προβλέπεται ρητά ότι η ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με πλήρη αυτοδιοίκηση, ότι οι καθηγητές τους είναι δημόσιοι λειτουργοί και ότι η σύσταση ανώτατων σχολών από ιδιώτες απαγορεύεται. H ρητή αυτή απαγόρευση δεν μπορεί να παρακαμφθεί με βάση μία σύμφωνη με το ευρωπαϊκό ενωσιακό δίκαιο ερμηνεία του Συντάγματος. Άλλωστε η Ελλάδα ούτε έχει καταδικασθεί ποτέ από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης για παραβίαση του ενωσιακού δικαίου εξαιτίας της απαγόρευσης λειτουργίας ιδιωτικών πανεπιστημίων, ούτε καν έχει παραπεμφθεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στο Δικαστήριο. Συνεπώς για τη λειτουργία ιδιωτικών πανεπιστημίων, κερδοσκοπικών ή μη, απαιτείται συνταγματική αναθεώρηση».

Κλείνω με μία παρατήρηση για το νομοσχέδιο: Ακόμη και αν είχε αναθεωρηθεί το Σύνταγμα ώστε να επιτρέπεται η λειτουργία ιδιωτικών πανεπιστημίων, πώς θα διασφαλιστεί το ότι τα ιδιωτικά πανεπιστήμια θα είναι αξιόπιστα και αυτοδιοικούμενα; Στο νομοσχέδιο προβλέπονται νέα νομικά μορφώματα, τα νομικά πρόσωπα πανεπιστημιακής εκπαίδευσης (ΝΠΠΕ), που θα διοικούνται από Διοικητικό Συμβούλιο. Το ΝΠΠΕ, όπως αναφέρεται στο νομοσχέδιο, είναι νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου με αποκλειστικό σκοπό την παροχή υπηρεσιών ανώτατης εκπαίδευσης, το οποίο συνδέεται απευθείας με το μητρικό Ίδρυμα και αποτελεί παράρτημά του στην Ελλάδα, με βάση απόφαση του αρμοδίου οργάνου του μητρικού Ιδρύματος που προσδιορίζει λεπτομερώς την εσωτερική μεταξύ τους σχέση και αντανακλάται επί του κεφαλαίου ή με βάση συμφωνίες πιστοποίησης (validation) ή δικαιόχρησης (franchising), οι οποίες διασφαλίζουν ουσιωδώς την ορθή τήρηση των ακαδημαϊκών προτύπων του μητρικού Ιδρύματος. Οι συμφωνίες πιστοποίησης (validation) ή δικαιόχρησης (franchising) είναι παρόμοιες με αυτές που έχουν επιλέξει τα ιδιωτικά κολέγια που λειτουργούν σήμερα στη χώρα μας. Δεν πρόκειται λοιπόν παρά για την ανωτατοποίηση των ήδη υφιστάμενων κολλεγίων, χωρίς διασφάλιση της ακαδημαϊκής ελευθερίας και της θεσμικής της εγγύησης, δηλαδή της πανεπιστημιακής αυτοδιοίκησης.

Ποιες θα είναι οι επιπτώσεις για την υποχρηματοδοτούμενη, υποστελεχωμένη και ασφυκτικά ελεγχόμενη από το Υπουργείο (όχι απλώς εποπτευόμενη) δημόσια ανώτατη εκπαίδευση; Είναι προφανές ότι θα οδηγήσει σε περαιτέρω κρίση της δημόσιας ανώτατης εκπαίδευσης και σε πλήρη μαρασμό των περιφερειακών πανεπιστημίων, με πρώτο το ακριτικό Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης. Εν ονόματι τίνος δημοσίου συμφέροντος οδηγούνται σε μαρασμό τα δημόσια πανεπιστήμια, ιδίως τα περιφερειακά και προς εξυπηρέτηση ποιων ιδιωτικών συμφερόντων παραβιάζεται τόσο απροκάλυπτα το Σύνταγμά μας;

Πηγή: SYNTAGMA WATCH

Οκτώ καθηγητές Συνταγματικού Δικαίου κρίνουν αντισυνταγματικές τις διατάξεις για τα ιδιωτικά Πανεπιστήμια

Με αφορμή ορισμένες γνωμοδοτήσεις και τοποθετήσεις συναδέλφων, που είδαν πρόσφατα το φως της δημοσιότητας, έχει δημιουργηθεί η εντύπωση ότι η πλειονότητα των καθηγητών συνταγματικού Δικαίου τάσσεται αναφανδόν υπέρ της συνταγματικότητας των κυβερνητικών σχεδίων για την λειτουργία ιδιωτικών πανεπιστημίων στη χώρα μας. Αισθανόμαστε λοιπόν την ανάγκη να δηλώσουμε ότι κάτι τέτοιο δεν ισχύει.

Στο άρθρο 16 του Συντάγματος προβλέπεται ρητά ότι η ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με πλήρη αυτοδιοίκηση, ότι οι καθηγητές τους είναι δημόσιοι λειτουργοί και ότι η σύσταση ανώτατων σχολών από ιδιώτες απαγορεύεται. Κατά τη γνώμη μας η ρητή αυτή απαγόρευση δεν μπορεί να παρακαμφθεί με βάση μία σύμφωνη με το ευρωπαϊκό ενωσιακό δίκαιο ερμηνεία του Συντάγματος. Άλλωστε η Ελλάδα ούτε έχει καταδικασθεί ποτέ από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης για παραβίαση του ενωσιακού δικαίου εξαιτίας της απαγόρευσης λειτουργίας ιδιωτικών πανεπιστημίων, ούτε καν έχει παραπεμφθεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στο Δικαστήριο. Συνεπώς για την λειτουργία ιδιωτικών πανεπιστημίων, κερδοσκοπικών ή μη, απαιτείται συνταγματική αναθεώρηση.

Διευκρινίζουμε ότι η τοποθέτησή μας απέναντι στην ως άνω αντίθετη προς το Σύνταγμα ερμηνεία δεν οφείλεται σε πολιτική αντίθεσή μας ως προς τη λειτουργία ιδιωτικών Πανεπιστημίων, επί της οποίας καθένας από εμάς διατηρεί τη προσωπική του άποψη υπέρ ή κατά, αλλά στην υποχρέωσή μας να προασπίσουμε την τήρηση του Συντάγματος. Άλλωστε, σε τριάμισι χρόνια από τώρα είναι δυνατόν να έχει ολοκληρωθεί η συνταγματική αναθεώρηση, οπότε το ζήτημα της λειτουργίας ιδιωτικών πανεπιστημίων θα μπορούσε να τεθεί ευχερώς στην ορθή συνταγματική του βάση.

 

Αλκιβιάδης Δερβιτσιώτης, Καθηγητής ΔΠΘ

Γιάννης Δρόσος, Ομ. Καθηγητής ΕΚΠΑ

Ακρίτας Καϊδατζής, Αναπλ. Καθηγητής ΑΠΘ

Ιφιγένεια Καμτσίδου, Αναπλ. Καθηγήτρια ΑΠΘ

Ξενοφών Κοντιάδης, Καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου

Παναγιώτης Μαντζούφας, Καθηγητής ΑΠΘ

Γιώργος Σωτηρέλης, Καθηγητής ΕΚΠΑ

Κώστας Χρυσόγονος, Καθηγητής ΑΠΘ

Το αδιέξοδο του Ισραήλ, τόσο της ηγεσίας του όσο και της αντιπολίτευσής του

ΕΝΑ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΗΣ ΤΡΕΧΟΥΣΑΣ ΚΡΙΣΗΣ ΣΤΟ ΙΣΡΑΗΛ ΑΠΟ ΤΗΝ ΣΚΟΠΙΑ ΤΗΣ ΚΕΝΤΡΟΑΡΙΣΤΕΡΗΣ ΑΝΤΙΠΟΛΙΤΕΥΣΗΣ ΠΟΥ ΑΝΑΔΕΙΚΝΥΕΙ, ΕΣΤΩ ΚΑΙ ΑΘΕΛΑ ΤΟΥ, ΤΗΝ ΕΛΛΕΙΨΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ ΟΧΙ ΜΟΝΟ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΤΗΣ ΙΔΙΑΣ

Μεταφράζω εδώ ένα σημαντικό, κατά τη γνώμη μου, άρθρο του Aluf Benn, αρχισυντάκτη της γνωστής Ισραηλινής αντιπολιτευόμενης εφημερίδας Haaretz. Μην περιμένετε εδώ το είδος των ριζοσπαστικών αναλύσεων και απόψεων καθιερωμένων Εβραίων επικριτών του Ισραήλ, όπως του παλαίμαχου Νόαμ Τσόμσκι ή του Νόρμαν Φινκελστάϊν, του Έιρον Ματέ, του Μαξ Μπλούμενταλ και τόσων άλλων Εβραίων αναλυτών καθώς και απλών ανθρώπων που αρνούνται και παλεύουν με θάρρος την γενοκτονία που συντελείται στο όνομα του Σιωνισμού. Ούτε να περιμένετε μια αντικειμενική και αμερόληπτη εξιστόρηση των επανειλημμένων αποτυχιών των επί πολλά έτη επιχειρουμένων ειρηνευτικών διαδικασιών (για μια τέτοιου είδους εξιστόρηση η καλύτερη πηγή είναι ο Νόρμαν Φινκελστάϊν). Αλλού βρίσκεται η αξία αυτού του άρθρου.

Ο Aluf Benn, όπως και η Haaretz, αντανακλούν τον προβληματισμό μιας μειοψηφούσας (πλέον) μερίδας της Ισραηλινής κοινωνίας που βλέπει το σαφές αδιέξοδο των πολιτικών εθνοκάθαρσης. Όχι μόνο ‘αδιέξοδο’ αλλά και δρόμο προς την καταστροφή του εγχειρήματος “Ισραήλ”. Το ερώτημα είναι τι αντιπαρατάσσει αυτή η μερίδα στις θηριωδίες των σφαγών, της γενοκτονίας και της εθνοκάθαρσης—λέξεις που κατηγορηματικά αρνείται να καταγράψει ο αντιπολιτευόμενος Aluf Benn, αν και με ευκολία χαρακτηρίζει τους Παλαιστίνιους αντιστασιακούς ως τρομοκράτες—ως δυνατότητα επίλυσης του Παλαιστινιακού.

Και επίσης, αν και ο Benn ασκεί κριτική στην υποβάθμιση του παλαιστινιακού από την Ισραηλινή αντιπολίτευση, εν τούτοις μια προσεκτική ανάγνωση του κειμένου του θα δείξει ότι και αυτός, όπως η φιλελεύθερη και κεντρώα αντιπολίτευση, εστιάζει στην ‘εσωτερική’ ρηγμάτωση της Ισραηλινής κοινωνίας που προκαλεί η προσπάθεια της συμμαχίας του ακραίου σιωνιστικού άξονα που κυβερνά τη χώρα να επιφέρει θεμελιακές αλλαγές στα πολιτικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά του κράτους και των θεσμών της κοινωνίας.

Αν και τελικά και ο Aluf Benn θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ‘μία από τα ίδια’, παρά τις ενδεχομένως καλές του προθέσεις, το ιστορικό που παραθέτει είναι ιδιαίτερα διαφωτιστικό για τις εξελίξεις μέσα στην ίδια την Ισραηλινή κοινωνία και για την αδυναμία του Ισραήλ να μετεξελιχθεί από κράτος-απαρτχάιντ σε κράτος για όλους τους πληθυσμούς που ζουν υπό την σκέπη του.

Συστήνω θερμά το προσεκτικό διάβασμα του άρθρου του αρχισυντάκτη της Haaretz προκειμένου να αποκτήσουμε γνώση τόσο για τις εσωτερικές εξελίξεις προς την θεοκρατία και τον απολυταρχισμό του Εβραϊκού κράτους όσο και για την αδυναμία της ισραηλινής αντιπολίτευσης να αντισταθεί σε αυτόν τον ταχύτατα εξελισσόμενο εκφασισμό της ισραηλινής κοινωνίας. Ιδιαίτερα οι ανεπάρκειες και η έλλειψη οποιουδήποτε σχεδίου διεξόδου από την αντιπολίτευση, όχι μόνο την κεντρώα και τη φιλελεύθερη, στις οποίες αναφέρεται το άρθρο ρητά, αλλά και από την κεντροαριστερή που εκφράζει η ίδια η Haaretz, αναδύονται ανάγλυφα μέσα από το προσεκτικό διάβασμα του άρθρου του αρχισυντάκτη της Haaretz.

Δημοσιευμένο στο θεωρούμενο ως το πλέον ‘έγκριτο’ περιοδικό της δυτικής διπλωματίας, το Foreign Affairs, η εμφάνισή του εκεί δεν είναι καθόλου τυχαία καθώς ο κύριος όγκος των διπλωματικών σωμάτων των Δυτικών χωρών, των ΗΠΑ συμπεριλαμβανομένων, εκφράζει την βαθύτατη ανησυχία του για την αξιοπιστία που θα έχει στο μέλλον η δουλειά τους μεταξύ των μη Δυτικών χωρών, μετά την άνευ όρων υποστήριξη της Δύσης στην συντελούμενη γενοκτονία.

Κ. Μηλολιδάκης

————————————————-

Η αυτοκαταστροφή του Ισραήλ – ο Νετανιάχου, οι Παλαιστίνιοι και το τίμημα της αμέλειας

Του Aluf Benn, αρχισυντάκτη της Haaretz

Foreign Affairs, Μάρτιος/Απρίλιος 2024[1]

Δημοσιεύθηκε στις 7 Φεβρουαρίου 2024

Μια φωτεινή μέρα του Απριλίου του 1956, ο Μοσέ Νταγιάν, ο μονόφθαλμος αρχηγός του επιτελείου των Ισραηλινών Αμυντικών Δυνάμεων (IDF), πήγε νότια στο Ναχάλ Οζ, ένα πρόσφατα ιδρυμένο κιμπούτς κοντά στα σύνορα με τη Λωρίδα της Γάζας. Ο Dayan ήρθε για να παραστεί στην κηδεία του 21χρονου Roi Rotberg, ο οποίος είχε δολοφονηθεί το προηγούμενο πρωί από Παλαιστίνιους ενώ περιπολούσε στα χωράφια έφιππος. Οι δολοφόνοι έσυραν το πτώμα του Rotberg στην άλλη πλευρά των συνόρων, όπου βρέθηκε ακρωτηριασμένο, με τα μάτια του βγαλμένα. Το αποτέλεσμα ήταν ένα πανεθνικό σοκ και αγωνία.

Αν ο Νταγιάν μιλούσε στο σημερινό Ισραήλ, θα χρησιμοποιούσε τον επικήδειο λόγο του κυρίως για να κατακεραυνώσει τη φρικτή σκληρότητα των δολοφόνων του Ρότμπεργκ. Αλλά καθώς βρισκόμαστε στη δεκαετία του 1950, η ομιλία του ήταν αξιοσημείωτα συμπαθητική προς τους δράστες. «Ας μην ρίχνουμε την ευθύνη στους δολοφόνους», είπε ο Dayan. «Εδώ και οκτώ χρόνια κάθονται στους προσφυγικούς καταυλισμούς στη Γάζα και μπροστά στα μάτια τους εμείς μετατρέπουμε τα εδάφη και τα χωριά όπου κατοικούσαν αυτοί και οι πατεράδες τους σε δική μας περιουσία». Ο Dayan αναφερόταν στη nakba, που στα αραβικά σημαίνει “καταστροφή”, όταν η πλειοψηφία των Παλαιστινίων Αράβων οδηγήθηκε στην εξορία με τη νίκη του Ισραήλ στον πόλεμο ανεξαρτησίας του 1948. Πολλοί μετεγκαταστάθηκαν βίαια στη Γάζα, συμπεριλαμβανομένων των κατοίκων των κοινοτήτων που τελικά έγιναν εβραϊκές πόλεις και χωριά κατά μήκος των συνόρων.

Ο Dayan κάθε άλλο παρά ήταν υποστηρικτής της παλαιστινιακής υπόθεσης. Το 1950, μετά τη λήξη των εχθροπραξιών, οργάνωσε την εκτόπιση της εναπομείνασας παλαιστινιακής κοινότητας της συνοριακής πόλης Al-Majdal, τη σημερινή ισραηλινή πόλη Ashkelon. Παρόλα αυτά, ο Dayan συνειδητοποίησε αυτό που πολλοί Εβραίοι Ισραηλινοί αρνούνται να αποδεχτούν: Οι Παλαιστίνιοι δεν θα ξεχνούσαν ποτέ τη nakba ούτε θα σταματούσαν να ονειρεύονται την επιστροφή στα σπίτια τους. «Ας μην πτοούμαστε όταν βλέπουμε την απέχθεια που φουντώνει και γεμίζει τις ζωές εκατοντάδων χιλιάδων Αράβων που ζουν γύρω μας», δήλωσε ο Dayan στον επικήδειό του. «Αυτή είναι η επιλογή της ζωής μας – να είμαστε προετοιμασμένοι και οπλισμένοι, δυνατοί και αποφασισμένοι, ώστε να μην μας πετάξουν το σπαθί από τη γροθιά μας και κοπούν οι ζωές μας».

Στις 7 Οκτωβρίου 2023, η διαχρονική προειδοποίηση του Νταγιάν υλοποιήθηκε με τον πιο αιματηρό τρόπο που ήταν δυνατόν. Ακολουθώντας ένα σχέδιο που καταστρώθηκε από τον Yahya Sinwar, έναν ηγέτη της Χαμάς γεννημένο σε μια οικογένεια που εκδιώχθηκε από την Al-Majdal, Παλαιστίνιοι μαχητές εισέβαλαν στο Ισραήλ σε σχεδόν 30 σημεία κατά μήκος των συνόρων της Γάζας. Πετυχαίνοντας τον απόλυτο αιφνιδιασμό, ξεπέρασαν τις ισχνές άμυνες του Ισραήλ και προχώρησαν σε επιθέσεις σε ένα μουσικό φεστιβάλ, σε μικρές πόλεις και σε περισσότερα από 20 κιμπούτζιμ. Σκότωσαν περίπου 1.200 πολίτες και στρατιώτες και απήγαγαν πολύ περισσότερους από 200 ομήρους. Βίασαν, λήστεψαν, έκαψαν και λεηλάτησαν. Οι απόγονοι των κατοίκων των προσφυγικών καταυλισμών του Dayan, τροφοδοτούμενοι από το ίδιο μίσος και απέχθεια που περιέγραψε ο ίδιος, αλλά τώρα καλύτερα οπλισμένοι, εκπαιδευμένοι και οργανωμένοι, είχαν επιστρέψει για εκδίκηση.

Η 7η Οκτωβρίου ήταν η χειρότερη καταστροφή στην ιστορία του Ισραήλ. Αποτελεί εθνικό και προσωπικό σημείο καμπής για όποιον ζει στη χώρα ή σχετίζεται με αυτήν. Έχοντας αποτύχει να σταματήσει την επίθεση της Χαμάς, οι IDF απάντησαν με συντριπτική δύναμη, σκοτώνοντας χιλιάδες Παλαιστίνιους και ισοπεδώνοντας ολόκληρες γειτονιές της Γάζας. Αλλά ακόμη και καθώς οι πιλότοι ρίχνουν βόμβες και οι κομάντος ξετρυπώνουν τις σήραγγες της Χαμάς, η ισραηλινή κυβέρνηση δεν έχει υπολογίσει την εχθρότητα που προκάλεσε την επίθεση—ή ποιες πολιτικές θα μπορούσαν να αποτρέψουν μια άλλη. Η σιωπή της οφείλεται στην εντολή του Ισραηλινού πρωθυπουργού Μπενιαμίν Νετανιάχου, ο οποίος αρνήθηκε να παρουσιάσει ένα μεταπολεμικό όραμα ή μια μεταπολεμική τάξη. Ο Νετανιάχου έχει υποσχεθεί να «καταστρέψει τη Χαμάς», αλλά πέρα από τη στρατιωτική βία, δεν έχει καμία στρατηγική για την εξάλειψη της ομάδας και κανένα σαφές σχέδιο για το τι θα την αντικαταστήσει ως de facto κυβέρνηση της μεταπολεμικής Γάζας[2].

Η αποτυχία του να χαράξει στρατηγική δεν είναι τυχαία. Ούτε είναι πράξη πολιτικής σκοπιμότητας που αποσκοπεί στη διατήρηση του δεξιού συνασπισμού του. Για να ζήσει ειρηνικά, το Ισραήλ θα πρέπει επιτέλους να έρθει σε συμφωνία με τους Παλαιστίνιους, και αυτό είναι κάτι στο οποίο ο Νετανιάχου έχει αντιταχθεί καθ’ όλη τη διάρκεια της καριέρας του. Έχει αφιερώσει τη θητεία του ως πρωθυπουργός, τη μεγαλύτερη στην ισραηλινή ιστορία, στην υπονόμευση και τον παραγκωνισμό του παλαιστινιακού εθνικού κινήματος. Έχει υποσχεθεί στο λαό του ότι μπορεί να ευημερήσει χωρίς ειρήνη. Έχει πουλήσει στη χώρα την ιδέα ότι μπορεί να συνεχίσει να κατέχει παλαιστινιακά εδάφη για πάντα με μικρό εσωτερικό ή διεθνές κόστος. Και ακόμη και τώρα, στον απόηχο της 7ης Οκτωβρίου, δεν έχει αλλάξει αυτό το μήνυμα. Το μόνο πράγμα που έχει πει ο Νετανιάχου ότι θα κάνει το Ισραήλ μετά τον πόλεμο είναι να διατηρήσει μια «περίμετρο ασφαλείας» γύρω από τη Γάζα -ένας ελάχιστα καλυμμένος ευφημισμός για μακροχρόνια κατοχή, συμπεριλαμβανομένου ενός κλοιού κατά μήκος των συνόρων που θα φάει ένα μεγάλο κομμάτι της πενιχρής παλαιστινιακής γης.

Όμως το Ισραήλ δεν μπορεί πλέον να παραμένει εθελοτυφλούν σε τέτοιο βαθμό. Οι επιθέσεις της 7ης Οκτωβρίου απέδειξαν ότι η υπόσχεση του Νετανιάχου ήταν κούφια. Παρά τη νεκρή ειρηνευτική διαδικασία και το φθίνον ενδιαφέρον άλλων χωρών, οι Παλαιστίνιοι κράτησαν ζωντανό τον αγώνα τους. Στα πλάνα που τράβηξαν οι κάμερες σώματος της Χαμάς στις 7 Οκτωβρίου, οι εισβολείς ακούγονται να φωνάζουν: «Αυτή είναι η γη μας!» καθώς περνούν τα σύνορα για να επιτεθούν σε ένα κιμπούτς. Ο Sinwar διαμόρφωσε ανοιχτά την επιχείρηση ως πράξη αντίστασης και είχε προσωπικά κίνητρα, τουλάχιστον εν μέρει, από τη nakba. Ο ηγέτης της Χαμάς πέρασε 22 χρόνια σε ισραηλινές φυλακές και λέγεται ότι έλεγε συνεχώς στους συγκρατούμενούς του ότι το Ισραήλ έπρεπε να ηττηθεί για να μπορέσει η οικογένειά του να επιστρέψει στο χωριό της.

Το τραύμα της 7ης Οκτωβρίου ανάγκασε τους Ισραηλινούς, για άλλη μια φορά, να συνειδητοποιήσουν ότι η σύγκρουση με τους Παλαιστίνιους είναι κεντρικό στοιχείο της εθνικής τους ταυτότητας και απειλή για την ευημερία τους. Αυτή δεν μπορεί να παραβλεφθεί ή να παρακαμφθεί, και η συνέχιση της κατοχής, η επέκταση των ισραηλινών οικισμών στη Δυτική Όχθη, η πολιορκία της Γάζας και η άρνηση οποιουδήποτε εδαφικού συμβιβασμού (ή ακόμη και της αναγνώρισης των παλαιστινιακών δικαιωμάτων) δεν θα φέρει στη χώρα διαρκή ασφάλεια. Ωστόσο, η ανάκαμψη από αυτόν τον πόλεμο και η αλλαγή πορείας είναι βέβαιο ότι θα είναι εξαιρετικά δύσκολη, και όχι μόνο επειδή ο Νετανιάχου δεν θέλει να επιλύσει την παλαιστινιακή σύγκρουση. Ο πόλεμος έπιασε το Ισραήλ ίσως στην πιο διχασμένη στιγμή της ιστορίας του. Στα χρόνια που προηγήθηκαν της επίθεσης, η χώρα ήταν κατακερματισμένη από την προσπάθεια του Νετανιάχου να υπονομεύσει τους δημοκρατικούς θεσμούς της και να τη μετατρέψει σε μια θεοκρατική, εθνικιστική απολυταρχία. Τα νομοσχέδια και οι μεταρρυθμίσεις του προκάλεσαν εκτεταμένες διαμαρτυρίες και διχόνοια που απειλούσαν να διαλύσουν τη χώρα πριν από τον πόλεμο και θα τη στοιχειώνουν και μετά το τέλος της σύγκρουσης. Στην πραγματικότητα, η μάχη για την πολιτική επιβίωση του Νετανιάχου θα γίνει ακόμη πιο έντονη από ό,τι ήταν πριν από την 7η Οκτωβρίου, καθιστώντας δύσκολη για την χώρα την αναζήτηση της ειρήνης.

Αλλά ό,τι και να συμβεί στον πρωθυπουργό, δεν είναι πιθανό να γίνει μία σοβαρή συζήτηση στο Ισραήλ σχετικά με τη διευθέτηση των σχέσεων με τους Παλαιστίνιους. Η ισραηλινή κοινή γνώμη στο σύνολό της έχει μετατοπιστεί προς τα δεξιά. Οι Ηνωμένες Πολιτείες ασχολούνται όλο και περισσότερο με μια κρίσιμη προεδρική εκλογική αναμέτρηση. Δεν θα υπάρχει πολλή ενέργεια ή κίνητρο για την αναζωπύρωση μιας ουσιαστικής ειρηνευτικής διαδικασίας στο εγγύς μέλλον.

Η 7η Οκτωβρίου εξακολουθεί να αποτελεί σημείο καμπής, αλλά εναπόκειται στους Ισραηλινούς να αποφασίσουν τι είδους σημείο καμπής θα είναι. Αν επιτέλους λάβουν υπόψη τους την προειδοποίηση του Dayan, η χώρα θα μπορούσε να ενωθεί και να χαράξει μια πορεία προς την ειρήνη και την αξιοπρεπή συνύπαρξη με τους Παλαιστίνιους. Αλλά οι ενδείξεις μέχρι στιγμής δείχνουν ότι οι Ισραηλινοί θα συνεχίσουν, αντίθετα, να πολεμούν μεταξύ τους και να διατηρούν την κατοχή επ’ αόριστον. Αυτό θα μπορούσε να καταστήσει την 7η Οκτωβρίου την αρχή μιας σκοτεινής εποχής στην ιστορία του Ισραήλ—μιας εποχής που θα χαρακτηρίζεται από περισσότερη και αυξανόμενη βία. Η επίθεση τότε δεν θα ήταν ένα μεμονωμένο γεγονός, αλλά ένα προμήνυμα για το τι πρόκειται να ακολουθήσει.

 

———————-

ΟΙ ΑΘΕΤΗΜΕΝΕΣ ΥΠΟΣΧΕΣΕΙΣ

Στη δεκαετία του 1990, ο Νετανιάχου ήταν ένα ανερχόμενο αστέρι στη δεξιά σκηνή του Ισραήλ. Αφού έγινε γνωστός ως πρεσβευτής του Ισραήλ στον ΟΗΕ από το 1984 έως το 1988, έγινε ευρέως γνωστός ως επικεφαλής της αντιπολίτευσης στις συμφωνίες του Όσλο, το σχέδιο του 1993 για τη συμφιλίωση Ισραηλινών και Παλαιστινίων που υπογράφηκε από την ισραηλινή κυβέρνηση και την Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης. Μετά τη δολοφονία του πρωθυπουργού Γιτζάκ Ράμπιν τον Νοέμβριο του 1995 από έναν ακροδεξιό ισραηλινό ζηλωτή και ένα κύμα παλαιστινιακών τρομοκρατικών επιθέσεων σε ισραηλινές πόλεις, ο Νετανιάχου κατάφερε να νικήσει τον Σιμόν Πέρες, βασικό αρχιτέκτονα της ειρηνευτικής συμφωνίας του Όσλο, με οριακή διαφορά στην κούρσα για την πρωθυπουργία το 1996. Μόλις ανέλαβε την εξουσία, υποσχέθηκε να επιβραδύνει την ειρηνευτική διαδικασία και να μεταρρυθμίσει την ισραηλινή κοινωνία «αντικαθιστώντας τις ελίτ», τις οποίες θεωρούσε ‘μαλακές’ και επιρρεπείς στην αντιγραφή των δυτικών φιλελεύθερων προτύπων, με ένα σώμα από θρησκευτικά και κοινωνικά συντηρητικούς.

Οι ριζοσπαστικές φιλοδοξίες του Νετανιάχου, ωστόσο, συνάντησαν τη συνδυασμένη αντίθεση των παλαιών ελίτ και της κυβέρνησης Κλίντον. Στην ισραηλινή κοινωνία, που τότε εξακολουθούσε να υποστηρίζει γενικά μια ειρηνευτική συμφωνία, επίσης γρήγορα ξίνισε η ακραία ατζέντα του πρωθυπουργού. Τρία χρόνια αργότερα, ανατράπηκε από τον φιλελεύθερο Εχούντ Μπαράκ, ο οποίος δεσμεύτηκε να συνεχίσει τη διαδικασία του Όσλο και να λύσει το παλαιστινιακό ζήτημα στο σύνολό του.

Αλλά ο Μπαράκ απέτυχε, όπως και οι διάδοχοί του. Όταν το Ισραήλ ολοκλήρωσε τη μονομερή αποχώρησή του από το νότιο Λίβανο την άνοιξη του 2000, δέχθηκε διασυνοριακές επιθέσεις και απειλήθηκε από μια μαζική οικοδόμηση της Χεζμπολάχ. Στη συνέχεια, η ειρηνευτική διαδικασία κατέρρευσε καθώς οι Παλαιστίνιοι ξεκίνησαν τη δεύτερη ιντιφάντα εκείνο το φθινόπωρο. Πέντε χρόνια αργότερα, η απόσυρση του Ισραήλ από τη Λωρίδα της Γάζας άνοιξε το δρόμο στη Χαμάς για να αναλάβει την εξουσία εκεί. Το ισραηλινό κοινό, που κάποτε υποστήριζε την ειρήνευση, έχασε την όρεξή του να αντιμετωπίσει τους κινδύνους ασφαλείας που την συνόδευαν. «Τους προσφέραμε το φεγγάρι και τα αστέρια και πήραμε ως αντάλλαγμα βομβιστές αυτοκτονίας και ρουκέτες», ήταν ένα κοινό ρεφρέν. (Το αντεπιχείρημα—ότι το Ισραήλ είχε προσφέρει πολύ λίγα και δεν θα συμφωνούσε ποτέ σε ένα βιώσιμο παλαιστινιακό κράτος—βρήκε μικρή απήχηση). Το 2009, ο Νετανιάχου επέστρεψε στην εξουσία, νιώθοντας δικαιωμένος. Εξάλλου, οι προειδοποιήσεις του κατά των εδαφικών παραχωρήσεων στους γείτονες του Ισραήλ είχαν επαληθευτεί.

Επιστρέφοντας στην εξουσία, ο Νετανιάχου προσέφερε στους Ισραηλινούς μια βολική εναλλακτική λύση στην απαξιωμένη πλέον φόρμουλα ‘γη έναντι ειρήνης’. Το Ισραήλ, υποστήριξε, θα μπορούσε να ευημερήσει ως χώρα δυτικού τύπου—και να προσεγγίσει ακόμη και τον αραβικό κόσμο στο σύνολό του—ενώ παράλληλα θα απωθούσε στο περιθώριο τους Παλαιστίνιους. Το κλειδί ήταν το ‘διαίρει και βασίλευε’. Στη Δυτική Όχθη, ο Νετανιάχου διατήρησε τη συνεργασία για την ασφάλεια με την Παλαιστινιακή Αρχή, η οποία έγινε ντε φάκτο υπεργολάβος του Ισραήλ για την αστυνόμευση και τις κοινωνικές υπηρεσίες, και ενθάρρυνε το Κατάρ να χρηματοδοτήσει την κυβέρνηση της Χαμάς στη Γάζα. «Όποιος αντιτίθεται σε ένα παλαιστινιακό κράτος πρέπει να υποστηρίξει την παράδοση κονδυλίων στη Γάζα, επειδή η διατήρηση του διαχωρισμού μεταξύ της ΠΑ στη Δυτική Όχθη και της Χαμάς στη Γάζα θα αποτρέψει την ίδρυση ενός παλαιστινιακού κράτους», δήλωσε ο Νετανιάχου στην κοινοβουλευτική ομάδα του κόμματός του το 2019. Πρόκειται για μια δήλωση που έχει επιστρέψει για να τον στοιχειώσει.

Ισραηλινοί στρατιώτες κοντά στο Sderot, Ισραήλ, Οκτώβριος 2023. Amir Cohen / Reuters

Ο Νετανιάχου πίστευε ότι μπορούσε να κρατήσει τις δυνατότητες της Χαμάς υπό έλεγχο μέσω ενός ναυτικού και οικονομικού αποκλεισμού, των πρόσφατα αναπτυγμένων συστημάτων πυραυλικής και συνοριακής άμυνας και των περιοδικών στρατιωτικών επιδρομών κατά των μαχητών και των υποδομών της ομάδας. Αυτή η τελευταία τακτική, που ονομάστηκε «κούρεμα του γκαζόν», έγινε αναπόσπαστο μέρος του ισραηλινού δόγματος ασφαλείας, μαζί με τη «διαχείριση της σύγκρουσης» και τη διατήρηση του status quo. Η επικρατούσα τάξη, πίστευε ο Νετανιάχου, ήταν ανθεκτική. Κατά την άποψή του, ήταν επίσης βέλτιστη: η διατήρηση μιας πολύ χαμηλού επιπέδου σύγκρουσης ήταν λιγότερο πολιτικά επικίνδυνη από μια ειρηνευτική συμφωνία και λιγότερο δαπανηρή από έναν μεγάλο πόλεμο.

Για πάνω από μια δεκαετία, η στρατηγική του Νετανιάχου φάνηκε να λειτουργεί. Η Μέση Ανατολή και η Βόρεια Αφρική βυθίστηκαν στις επαναστάσεις και τους εμφυλίους πολέμους της Αραβικής Άνοιξης, καθιστώντας την παλαιστινιακή υπόθεση πολύ λιγότερο σημαντική. Οι τρομοκρατικές επιθέσεις έπεσαν σε νέα χαμηλά επίπεδα και οι περιοδικές πυραυλικές επιθέσεις από τη Γάζα συνήθως αναχαιτίζονταν. Με εξαίρεση έναν σύντομο πόλεμο κατά της Χαμάς το 2014, οι Ισραηλινοί σπάνια χρειάστηκε να έρθουν αντιμέτωποι με Παλαιστίνιους μαχητές. Για τους περισσότερους ανθρώπους, τις περισσότερες φορές, η σύγκρουση ήταν εκτός οπτικού πεδίου και εκτός μυαλού.

Αντί να ανησυχούν για τους Παλαιστίνιους, οι Ισραηλινοί άρχισαν να επικεντρώνονται στο να ζήσουν το δυτικό όνειρο της ευημερίας και της ηρεμίας. Μεταξύ Ιανουαρίου 2010 και Δεκεμβρίου 2022, οι τιμές των ακινήτων υπερδιπλασιάστηκαν στο Ισραήλ, καθώς ο ορίζοντας του Τελ Αβίβ γέμισε με πολυώροφα διαμερίσματα και συγκροτήματα γραφείων. Οι μικρότερες πόλεις επεκτάθηκαν για να φιλοξενήσουν την έκρηξη. Το ΑΕΠ της χώρας αυξήθηκε κατά περισσότερο από 60 τοις εκατό, καθώς οι επιχειρηματίες της τεχνολογίας ξεκίνησαν επιτυχημένες επιχειρήσεις και οι εταιρείες ενέργειας βρήκαν υπεράκτια κοιτάσματα φυσικού αερίου στα ισραηλινά ύδατα. Οι συμφωνίες ανοικτής πρόσβασης με άλλες κυβερνήσεις μετέτρεψαν τα ταξίδια στο εξωτερικό, μια σημαντική πτυχή του ισραηλινού τρόπου ζωής, σε φθηνή δραστηριότητα. Το μέλλον φαινόταν λαμπρό. Η χώρα, όπως φαινόταν, είχε ξεπεράσει τους Παλαιστίνιους, και μάλιστα χωρίς να θυσιάσει τίποτα—έδαφος, πόρους, κεφάλαια—προς την κατεύθυνση μιας ειρηνευτικής συμφωνίας. Οι Ισραηλινοί μπορούσαν να έχουν και την πίτα ολάκερη και τον σκύλο χορτάτο.

Σε διεθνές επίπεδο, η χώρα ευημερούσε επίσης. Ο Νετανιάχου άντεξε στις πιέσεις του Αμερικανού προέδρου Μπαράκ Ομπάμα να αναβιώσει τη λύση των δύο κρατών και να παγώσει τους ισραηλινούς οικισμούς στη Δυτική Όχθη, εν μέρει σφυρηλατώντας μια συμμαχία με τους Ρεπουμπλικάνους. Αν και ο Νετανιάχου απέτυχε να εμποδίσει τον Ομπάμα να συνάψει πυρηνική συμφωνία με το Ιράν, η Ουάσινγκτον αποσύρθηκε από το σύμφωνο μετά την επικράτηση του Ντόναλντ Τραμπ στην προεδρία. Ο Τραμπ μετέφερε επίσης την αμερικανική πρεσβεία στο Ισραήλ από το Τελ Αβίβ στην Ιερουσαλήμ και η κυβέρνησή του αναγνώρισε την προσάρτηση των Υψιπέδων του Γκολάν, που ανήκουν στη Συρία, από το Ισραήλ. Υπό τον Τραμπ, οι Ηνωμένες Πολιτείες βοήθησαν το Ισραήλ να συνάψει τις Συμφωνίες του Αβραάμ, ομαλοποιώντας τις σχέσεις του με το Μπαχρέιν, το Μαρόκο, το Σουδάν και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα -μια προοπτική που κάποτε φαινόταν αδύνατη χωρίς μια ειρηνευτική συμφωνία Ισραήλ-Παλαιστίνης. Φορτία αεροπλάνων με Ισραηλινούς αξιωματούχους, στρατιωτικούς αρχηγούς και τουρίστες άρχισαν να συχνάζουν στα κομψά ξενοδοχεία των σεϊχικών βασιλείων του Κόλπου και στα σουκ του Μαρακές[3].

Καθώς παραμέρισε το παλαιστινιακό ζήτημα, ο Νετανιάχου εργάστηκε επίσης για την αναδιαμόρφωση της εσωτερικής κοινωνίας του Ισραήλ. Αφού κέρδισε μια επανεκλογή έκπληξη το 2015, ο Νετανιάχου συγκρότησε έναν δεξιό συνασπισμό για να αναβιώσει το παλιό του όνειρο να πυροδοτήσει μια συντηρητική επανάσταση. Για άλλη μια φορά, ο πρωθυπουργός άρχισε να καταφέρεται εναντίον των ‘ελίτ’ και ξεκίνησε έναν πολιτισμικό πόλεμο εναντίον του πρώην κατεστημένου, το οποίο θεωρούσε εχθρικό προς τον ίδιο και πολύ φιλελεύθερο για τους υποστηρικτές του. Το 2018, κέρδισε την ψήφιση ενός σημαντικού, αμφιλεγόμενου νόμου που όριζε το Ισραήλ ως «το έθνος-κράτος του εβραϊκού λαού» και διακήρυττε ότι οι Εβραίοι είχαν το «μοναδικό» δικαίωμα να «ασκούν αυτοδιάθεση» στο έδαφός του. Ο νόμος αυτός έδινε προτεραιότητα στην εβραϊκή πλειοψηφία της χώρας και υποβίβαζε τον μη εβραϊκό λαό της[4].

Την ίδια χρονιά, ο συνασπισμός του Νετανιάχου κατέρρευσε. Στη συνέχεια, το Ισραήλ βυθίστηκε σε μια μακρά πολιτική κρίση, με τη χώρα να σέρνεται σε πέντε εκλογικές αναμετρήσεις μεταξύ 2019 και 2022—καθεμία από αυτές ένα δημοψήφισμα για την εξουσία του Νετανιάχου. Η ένταση της πολιτικής μάχης αυξήθηκε από μια υπόθεση διαφθοράς εναντίον του πρωθυπουργού, που οδήγησε στην ποινική παραπομπή του το 2020 και σε μια συνεχιζόμενη δίκη. Το Ισραήλ διχάστηκε μεταξύ των ‘Μπιμπιστών’ και των ‘Απλά όχι Μπιμπιστών’. («Μπίμπι» είναι το παρατσούκλι του Νετανιάχου.) Στις τέταρτες εκλογές, το 2021, οι αντίπαλοι του Νετανιάχου κατάφεραν τελικά να τον αντικαταστήσουν με μια ‘κυβέρνηση αλλαγής’ με επικεφαλής τον δεξιό Ναφτάλι Μπένετ και τον κεντρώο Γιαΐρ Λαπίντ. Για πρώτη φορά, ο [κυβερνητικός] συνασπισμός περιελάμβανε ένα αραβικό κόμμα.

Ακόμα κι έτσι, η αντιπολίτευση κατά του Νετανιάχου δεν αμφισβήτησε ποτέ τη βασική προϋπόθεση της διακυβέρνησής του: ότι το Ισραήλ θα μπορούσε να ευημερήσει χωρίς να αντιμετωπίσει το παλαιστινιακό ζήτημα. Η συζήτηση για την ειρήνη και τον πόλεμο, παραδοσιακά ένα κρίσιμο πολιτικό θέμα για το Ισραήλ, έγινε είδηση των τελευταίων σελίδων. Ο Μπένετ, ο οποίος ξεκίνησε την καριέρα του ως βοηθός του Νετανιάχου, παρομοίασε την παλαιστινιακή σύγκρουση με “θραύσματα στον πισινό” με τα οποία η χώρα θα μπορούσε να ζήσει. Αυτός και ο Λαπίντ επεδίωκαν να διατηρήσουν το status quo απέναντι στους Παλαιστίνιους και να επικεντρωθούν απλώς στο να μην εκλεγεί ο Νετανιάχου.

Αυτή η διαπραγμάτευση, φυσικά, αποδείχθηκε αδύνατη. Η ‘κυβέρνηση της αλλαγής’ κατέρρευσε το 2022, αφού απέτυχε να παρατείνει σκοτεινές νομικές διατάξεις που επέτρεπαν στους εποίκους της Δυτικής Όχθης να απολαμβάνουν πολιτικά δικαιώματα τα οποία ταυτόχρονα αρνούνταν στους μη Ισραηλινούς γείτονές τους. Για ορισμένα από τα αραβικά μέλη του συνασπισμού, η υπογραφή σε αυτές τις διατάξεις απαρτχάιντ ήταν ένας υπερβολικός [μη αποδεκτός] συμβιβασμός.

Για τον Νετανιάχου, που εξακολουθεί να αντιμετωπίζει δίκη, η κατάρρευση της κυβέρνησης ήταν ακριβώς αυτό που ήλπιζε. Καθώς η χώρα διοργάνωνε ακόμη μία εκλογική αναμέτρηση, ενίσχυσε τη βάση του από δεξιούς, υπερορθόδοξους Εβραίους και κοινωνικά συντηρητικούς Εβραίους. Για να ξανακερδίσει την εξουσία, απευθύνθηκε ιδιαίτερα στους εποίκους της Δυτικής Όχθης, μια δημογραφική ομάδα που εξακολουθούσε να θεωρεί την ισραηλινο-παλαιστινιακή σύγκρουση ως τον λόγο ύπαρξής της. Αυτοί οι θρησκευόμενοι σιωνιστές παρέμειναν προσηλωμένοι στο όνειρό τους να εβραιοποιήσουν τα κατεχόμενα εδάφη και να τα καταστήσουν επίσημο τμήμα του Ισραήλ. Ήλπιζαν ότι αν τους δινόταν η ευκαιρία, θα μπορούσαν να εκδιώξουν τον παλαιστινιακό πληθυσμό αυτών των εδαφών. Είχαν αποτύχει να αποτρέψουν την εκκένωση των εβραίων εποίκων από τη Γάζα το 2005, όταν ο Αριέλ Σαρόν ήταν πρωθυπουργός, αλλά στα χρόνια που ακολούθησαν, έχουν σταδιακά καταλάβει θέσεις-κλειδιά στον ισραηλινό στρατό, τη δημόσια διοίκηση και τα μέσα ενημέρωσης, καθώς τα μέλη του κοσμικού κατεστημένου είχαν στρέψει την προσοχή τους στην απόκτηση χρημάτων στον ιδιωτικό τομέα.

Οι εξτρεμιστές είχαν δύο βασικές απαιτήσεις από τον Νετανιάχου. Το πρώτο, και πιο προφανές, ήταν η περαιτέρω επέκταση των εβραϊκών οικισμών. Το δεύτερο ήταν να καθιερωθεί μια ισχυρότερη εβραϊκή παρουσία στο Όρος του Ναού, τον ιστορικό χώρο τόσο του εβραϊκού Ναού όσο και του μουσουλμανικού τζαμιού Αλ Άκσα στην Παλιά Πόλη της Ιερουσαλήμ[5]. Από τότε που το Ισραήλ πήρε τον έλεγχο της γύρω περιοχής στον Πόλεμο των Έξι Ημερών το 1967, έχει δώσει στους Παλαιστίνιους οιονεί αυτονομία στον χώρο, από φόβο ότι η απομάκρυνσή του από την αραβική διακυβέρνηση θα υποκινούσε μια κατακλυσμιαία θρησκευτική σύγκρουση. Αλλά η ισραηλινή ακροδεξιά επιδιώκει εδώ και καιρό να το αλλάξει αυτό. Όταν ο Νετανιάχου εξελέγη για πρώτη φορά το 1996, έδωσε πρόσβαση σε ένα τείχος μέσω μιας υπόγειας σήραγγας σε έναν αρχαιολογικό χώρο δίπλα στο Αλ Άκσα για να εκθέσει λείψανα από την εποχή του Δεύτερου Ναού, προκαλώντας μια βίαιη έκρηξη αραβικών διαδηλώσεων στην Ιερουσαλήμ[6]. Η δεύτερη παλαιστινιακή Ιντιφάντα το 2000 προκλήθηκε ομοίως από μια επίσκεψη στο Όρος του Ναού από τον Σαρόν, τότε ηγέτη της αντιπολίτευσης ως επικεφαλής του κόμματος του Νετανιάχου, του Λικούντ.

Τον Μάιο του 2021, η βία ξέσπασε και πάλι. Αυτή τη φορά, ο κύριος προβοκάτορας ήταν ο Itamar Ben-Gvir, ένας ακροδεξιός πολιτικός που έχει εξυμνήσει δημοσίως τους Εβραίους τρομοκράτες. Ο Ben-Gvir είχε ανοίξει ένα “κοινοβουλευτικό γραφείο” σε μια παλαιστινιακή γειτονιά στην Ανατολική Ιερουσαλήμ, όπου οι Εβραίοι έποικοι, χρησιμοποιώντας παλιούς τίτλους ιδιοκτησίας, έχουν εκδιώξει ορισμένους κατοίκους, και οι Παλαιστίνιοι πραγματοποίησαν μαζικές διαμαρτυρίες σε απάντηση. Αφού εκατοντάδες διαδηλωτές συγκεντρώθηκαν στο Αλ Άκσα, η ισραηλινή αστυνομία πραγματοποίησε έφοδο στο συγκρότημα του τεμένους. Ως αποτέλεσμα, ξέσπασαν συγκρούσεις μεταξύ Αράβων και Εβραίων που γρήγορα εξαπλώθηκαν σε εθνοτικά μικτές πόλεις σε όλο το Ισραήλ. Η Χαμάς χρησιμοποίησε την επιδρομή ως δικαιολογία για να στοχεύσει την Ιερουσαλήμ με ρουκέτες, γεγονός που έφερε ακόμη περισσότερη βία στο Ισραήλ και έναν ακόμη γύρο ισραηλινών αντιποίνων στη Γάζα.

Παρόλα αυτά, οι μάχες εκτονώθηκαν όταν το Ισραήλ και η Χαμάς κατέληξαν σε νέα κατάπαυση του πυρός σε συγκλονιστικά σύντομο χρονικό διάστημα. Το Κατάρ συνέχισε τις πληρωμές του και το Ισραήλ έδωσε άδειες εργασίας σε ορισμένους κατοίκους της Γάζας για να βελτιώσει την οικονομία της λωρίδας και να μειώσει την επιθυμία του πληθυσμού για συγκρούσεις. Η Χαμάς στάθηκε αδρανής όταν το Ισραήλ χτύπησε μια συμμαχική πολιτοφυλακή, την Παλαιστινιακή Ισλαμική Τζιχάντ, την άνοιξη του 2023. Η σχετική ησυχία κατά μήκος των συνόρων επέτρεψε στις IDF να αναδιατάξουν τις δυνάμεις τους και να μετακινήσουν τα περισσότερα τάγματα μάχης στη Δυτική Όχθη, όπου θα μπορούσαν να προστατεύσουν τους εποίκους από τρομοκρατικές επιθέσεις[7]. Στις 7 Οκτωβρίου, έγινε σαφές ότι αυτές οι αναδιατάξεις ήταν ακριβώς αυτό που ήθελε o Sinwar.

 

———————–

ΤΟ ΠΡΑΞΙΚΟΠΗΜΑ ΤΟΥ ΜΠΙ-ΜΠΙ

Στις εκλογές του Νοεμβρίου του 2022 στο Ισραήλ, ο Νετανιάχου κέρδισε ξανά την εξουσία. Ο συνασπισμός του κατέλαβε 64 από τις 120 έδρες του ισραηλινού κοινοβουλίου, μια σαρωτική νίκη για τα πρόσφατα δεδομένα. Τα βασικά στελέχη της νέας κυβέρνησης ήταν ο Bezalel Smotrich, ο ηγέτης ενός εθνικιστικού θρησκευτικού κόμματος που εκπροσωπεί τους εποίκους της Δυτικής Όχθης, και ο Ben-Gvir. Σε συνεργασία με τα υπερορθόδοξα κόμματα, ο Νετανιάχου, ο Smotrich και ο Ben-Gvir επινόησαν ένα σχέδιο για ένα αυταρχικό και θεοκρατικό Ισραήλ. Οι κατευθυντήριες γραμμές του νέου υπουργικού συμβουλίου, για παράδειγμα, διακήρυτταν ότι «ο εβραϊκός λαός έχει αποκλειστικό, αναφαίρετο δικαίωμα σε ολόκληρη τη Γη του Ισραήλ» -απορρίπτοντας ευθέως κάθε παλαιστινιακή κατοχή εδαφών, ακόμη και στη Γάζα. Ο Smotrich έγινε υπουργός Οικονομικών και τέθηκε επικεφαλής της Δυτικής Όχθης, όπου ξεκίνησε ένα τεράστιο πρόγραμμα επέκτασης των εβραϊκών οικισμών. Ο Ben-Gvir ορίστηκε υπουργός εθνικής ασφάλειας, έχοντας τον έλεγχο της αστυνομίας και των φυλακών. Χρησιμοποίησε την εξουσία του για να ενθαρρύνει περισσότερους Εβραίους να επισκεφθούν το Όρος του Ναού (Αλ Άκσα). Μεταξύ Ιανουαρίου και Οκτωβρίου του 2023, περίπου 50.000 Εβραίοι το επισκέφθηκαν -περισσότεροι από ό,τι σε οποιαδήποτε άλλη αντίστοιχη περίοδο που έχει καταγραφεί. (Το 2022, υπήρχαν 35.000 Εβραίοι επισκέπτες στο Όρος).

Η ακραία νέα κυβέρνηση Νετανιάχου προκάλεσε την οργή των ισραηλινών φιλελευθέρων και κεντρώων. Αλλά παρόλο που ο εξευτελισμός των Παλαιστινίων ήταν κεντρικό θέμα στην ατζέντα τους, οι επικριτές αυτοί συνέχισαν να αγνοούν την τύχη των κατεχομένων εδαφών και του Αλ Άκσα όταν κατήγγειλαν το υπουργικό συμβούλιο. Αντ’ αυτού, επικεντρώθηκαν σε μεγάλο βαθμό στις δικαστικές μεταρρυθμίσεις του Νετανιάχου. Οι προτεινόμενοι νόμοι που ανακοινώθηκαν τον Ιανουάριο του 2023, θα περιόριζαν την ανεξαρτησία του Ανώτατου Δικαστηρίου του Ισραήλ—του θεματοφύλακα των πολιτικών και ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε μια χώρα που δεν έχει επίσημο σύνταγμα—και θα διέλυαν το σύστημα νομικών συμβουλών που παρέχει ελέγχους και ισορροπίες στην εκτελεστική εξουσία. Αν είχαν τεθεί σε ισχύ, τα νομοσχέδια θα διευκόλυναν πολύ περισσότερο τον Νετανιάχου και τους συνεργάτες του να οικοδομήσουν μια απολυταρχία και ίσως τον γλίτωναν ακόμη και από τη δίκη του για διαφθορά.[8]

Τα νομοσχέδια για τη δικαστική μεταρρύθμιση ήταν, χωρίς αμφιβολία, εξαιρετικά επικίνδυνα. Δικαίως προκάλεσαν ένα τεράστιο κύμα διαμαρτυριών, με εκατοντάδες χιλιάδες Ισραηλινούς να διαδηλώνουν κάθε εβδομάδα. Αλλά αντιμετωπίζοντας αυτό το πραξικόπημα, οι αντίπαλοι του Νετανιάχου ενήργησαν και πάλι σαν η κατοχή να ήταν ένα άσχετο θέμα. Παρόλο που οι νόμοι συντάχθηκαν εν μέρει για να αποδυναμώσουν την όποια νομική προστασία θα έδινε το Ανώτατο Δικαστήριο του Ισραήλ στους Παλαιστίνιους, οι διαδηλωτές απέφευγαν να αναφέρουν την κατοχή ή τη νεκρή ειρηνευτική διαδικασία από φόβο μήπως συκοφαντηθούν ως αντιπατριώτες. Στην πραγματικότητα, οι διοργανωτές εργάστηκαν για να παραγκωνίσουν όσους από τους διαδηλωτές διαδήλωναν κατά της κατοχής από το Ισραήλ προκειμένου να αποφύγουν την εμφάνιση εικόνων με παλαιστινιακές σημαίες στις διαδηλώσεις. Η τακτική αυτή πέτυχε, εξασφαλίζοντας ότι το κίνημα διαμαρτυρίας δεν θα ‘μολυνθεί’ από την παλαιστινιακή υπόθεση: Οι Ισραηλινοί Άραβες, οι οποίοι αποτελούν περίπου το 20% του πληθυσμού της χώρας, απέφυγαν σε μεγάλο βαθμό να συμμετάσχουν στις διαδηλώσεις. Αυτό όμως δυσκόλεψε την επιτυχία του κινήματος. Δεδομένων των δημογραφικών δεδομένων του Ισραήλ, οι κεντροαριστεροί Εβραίοι πρέπει να συνεργαστούν με τους Άραβες της χώρας, αν θέλουν ποτέ να σχηματίσουν κυβέρνηση. Απονομιμοποιώντας τις ανησυχίες των Ισραηλινών Αράβων, οι διαδηλωτές έδωσαν τροφή ακριβώς στη στρατηγική του Νετανιάχου.

Ο Ben-Gvir καθώς καλεί το Ισραήλ να ανοικοδομήσει τους οικισμούς στη Λωρίδα της Γάζας,
Ιερουσαλήμ, Ιανουάριος 2024. Ronen Zvulun / Reuters

Με τους Άραβες εκτός, η μάχη για τις δικαστικές μεταρρυθμίσεις συνεχίστηκε ως ενδοεβραϊκή υπόθεση. Οι διαδηλωτές υιοθέτησαν τη γαλανόλευκη σημαία με το αστέρι του Δαβίδ και πολλοί από τους ηγέτες και ομιλητές τους ήταν συνταξιούχοι ανώτεροι στρατιωτικοί. Οι διαδηλωτές επιδείκνυαν τα στρατιωτικά τους διαπιστευτήρια, αντιστρέφοντας την πτώση του κύρους που σκίαζε τις IDF από την εισβολή στον Λίβανο το 1982. Οι έφεδροι πιλότοι, οι οποίοι είναι ζωτικής σημασίας για την ετοιμότητα και τη μαχητική ισχύ της πολεμικής αεροπορίας, απείλησαν να αποσυρθούν από την υπηρεσία τους εάν ψηφιστούν οι νόμοι. Σε μια επίδειξη θεσμικής αντίθεσης, οι ηγέτες των IDF απέκρουσαν τον Νετανιάχου όταν αυτός απαίτησε την πειθάρχηση των εφέδρων.

Το γεγονός ότι οι IDF θα έρχονταν σε ρήξη με τον πρωθυπουργό δεν αποτέλεσε έκπληξη. Καθ’ όλη τη διάρκεια της μακράς καριέρας του, ο Νετανιάχου συγκρούστηκε συχνά με τον στρατό και οι ισχυρότεροι αντίπαλοί του ήταν απόστρατοι στρατηγοί που έγιναν πολιτικοί, όπως ο Σαρόν, ο Ράμπιν και ο Μπαράκ – για να μην αναφέρουμε τον Μπένι Γκαντζ, τον οποίο ο Νετανιάχου έκανε μέλος του έκτακτου πολεμικού υπουργικού συμβουλίου του, αλλά μπορεί τελικά να τον αμφισβητήσει και να τον διαδεχθεί στην πρωθυπουργία. Ο Νετανιάχου έχει από καιρό απορρίψει το όραμα των στρατηγών για ένα Ισραήλ που να είναι ισχυρό στρατιωτικά αλλά ευέλικτο διπλωματικά. Έχει επίσης χλευάσει τις προσωπικότητές τους, τις οποίες θεωρεί άτολμες, χωρίς φαντασία και ακόμη και υπονομευτικές. Επομένως, δεν ήταν σοκαριστικό όταν απέλυσε τον ίδιο του τον υπουργό Άμυνας, τον στρατηγό εν αποστρατεία Yoav Gallant, αφού ο Gallant εμφανίστηκε σε ζωντανή τηλεοπτική μετάδοση τον Μάρτιο του 2023 για να προειδοποιήσει ότι τα ρήγματα που υπάρχουν στο Ισραήλ έχουν καταστήσει τη χώρα ευάλωτη και ότι επίκειται πόλεμος.

Η απόλυση του Gallant οδήγησε σε περισσότερες αυθόρμητες διαμαρτυρίες στους δρόμους και ο Νετανιάχου τον επανέφερε στη θέση του. (Παραμένουν πικροί αντίπαλοι, ακόμη και όταν διευθύνουν μαζί τον πόλεμο.) Αλλά ο Νετανιάχου αγνόησε την προειδοποίηση του Gallant. Αγνόησε επίσης μια πιο λεπτομερή προειδοποίηση που δόθηκε τον Ιούλιο από τον επικεφαλής αναλυτή των στρατιωτικών πληροφοριών του Ισραήλ ότι οι εχθροί θα μπορούσαν να χτυπήσουν τη χώρα. Ο Νετανιάχου προφανώς πίστευε ότι αυτές οι προειδοποιήσεις είχαν πολιτικά κίνητρα και αντανακλούσαν μια σιωπηρή συμμαχία μεταξύ των εν ενεργεία στρατιωτικών αρχηγών στο αρχηγείο των IDF στο Τελ Αβίβ και των πρώην διοικητών που διαμαρτύρονταν στους δρόμους.

Για να είμαστε ακριβείς, οι προειδοποιήσεις που έλαβε ο Νετανιάχου επικεντρώθηκαν κυρίως στο δίκτυο συμμάχων του Ιράν στην ευρύτερη περιοχή και όχι στη Χαμάς. Παρόλο που το σχέδιο επίθεσης της Χαμάς ήταν γνωστό στις ισραηλινές μυστικές υπηρεσίες, και παρόλο που η ομάδα έκανε ελιγμούς μπροστά από τα παρατηρητήρια των IDF, οι ανώτεροι στρατιωτικοί αξιωματούχοι και οι αξιωματούχοι των μυστικών υπηρεσιών δεν κατάφεραν να διανοηθούν ότι ο αντίπαλός τους στη Γάζα θα μπορούσε πραγματικά να το πραγματοποιήσει, και έθαψαν τις αντίθετες εισηγήσεις. Η επίθεση της 7ης Οκτωβρίου ήταν, εν μέρει, μια αποτυχία της γραφειοκρατίας του Ισραήλ.

Παρόλα αυτά, είναι αδικαιολόγητο το γεγονός ότι ο Νετανιάχου δεν συγκάλεσε καμία σοβαρή συζήτηση σχετικά με τις πληροφορίες που έλαβε, όπως αδικαιολόγητη είναι και η άρνησή του να συμβιβαστεί σοβαρά με την πολιτική αντιπολίτευση και να θεραπεύσει το ρήγμα που υπάρχει στη χώρα. Αντ’ αυτού, αποφάσισε να προχωρήσει με το δικαστικό πραξικόπημά του, ανεξάρτητα από τις σοβαρές προειδοποιήσεις και τις πιθανές αντιδράσεις. «Το Ισραήλ μπορεί να τα καταφέρει χωρίς μερικές μοίρες της Πολεμικής Αεροπορίας», δήλωσε αλαζονικά, «αλλά όχι χωρίς κυβέρνηση».

Τον Ιούλιο του 2023, ο πρώτος δικαστικός νόμος ψηφίστηκε από το ισραηλινό κοινοβούλιο, σε μια άλλη κορυφαία στιγμή για τον Νετανιάχου και τον ακροδεξιό συνασπισμό του. (Τελικά ακυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο, τον Ιανουάριο του 2024.) Ο πρωθυπουργός πίστευε ότι σύντομα θα εξυψωνόταν ακόμη περισσότερο μετά τη σύναψη ειρηνευτικής συμφωνίας με τη Σαουδική Αραβία, το πλουσιότερο και σημαντικότερο αραβικό κράτος, στο πλαίσιο μιας τριπλής συμφωνίας που περιελάμβανε ένα αμυντικό σύμφωνο ΗΠΑ-Σαουδικής Αραβίας. Το αποτέλεσμα θα ήταν η απόλυτη νίκη της ισραηλινής εξωτερικής πολιτικής: μια αμερικανοαραβική-ισραηλινή συμμαχία κατά του Ιράν και των περιφερειακών εντολοδόχων του. Για τον Νετανιάχου, θα ήταν ένα κορυφαίο επίτευγμα που θα τον έκανε αγαπητό στο κατεστημένο[9].

Ο πρωθυπουργός ήταν τόσο σίγουρος για τον εαυτό του που στις 22 Σεπτεμβρίου ανέβηκε στη σκηνή της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ για να προωθήσει έναν χάρτη της «νέας Μέσης Ανατολής», με επίκεντρο το Ισραήλ. Αυτό ήταν ένα σκόπιμο χτύπημα στον εκλιπόντα αντίπαλό του Πέρες, ο οποίος επινόησε αυτή τη φράση μετά την υπογραφή των συμφωνιών του Όσλο. «Πιστεύω ότι βρισκόμαστε στο κατώφλι μιας ακόμη πιο δραματικής τομής: μιας ιστορικής ειρήνης με τη Σαουδική Αραβία», καυχήθηκε ο Νετανιάχου στην ομιλία του. Οι Παλαιστίνιοι, ξεκαθάρισε, δεν είχαν γίνει παρά μία δεύτερη σκέψη τόσο για το Ισραήλ όσο και για την ευρύτερη περιοχή. «Δεν πρέπει να δώσουμε στους Παλαιστίνιους δικαίωμα βέτο στις νέες ειρηνευτικές συνθήκες», είπε. «Οι Παλαιστίνιοι αποτελούν μόνο το δύο τοις εκατό του αραβικού κόσμου». Δύο εβδομάδες αργότερα, η Χαμάς επιτέθηκε, κάνοντας θρύψαλα τα σχέδια του Νετανιάχου.

 

———————————-

ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΕΚΡΗΞΗ

Ο Νετανιάχου και οι υποστηρικτές του προσπαθούν να μεταθέσουν την ευθύνη για την 7η Οκτωβρίου μακριά από τον ίδιο. Ο πρωθυπουργός, υποστηρίζουν, παραπλανήθηκε από τους επικεφαλής των υπηρεσιών ασφαλείας και πληροφοριών που δεν τον ενημέρωσαν για μια προειδοποίηση της τελευταίας στιγμής ότι κάτι ύποπτο συνέβαινε στη Γάζα (αν και ακόμη και αυτές οι ενδείξεις συναγερμού ερμηνεύτηκαν ως σημάδια μιας μικρής επίθεσης ή απλώς ως ‘θόρυβος’). «Σε καμία περίπτωση και σε κανένα στάδιο δεν προειδοποιήθηκε ο πρωθυπουργός Νετανιάχου για τις πολεμικές προθέσεις της Χαμάς», έγραψε το γραφείο του Νετανιάχου στο Twitter αρκετές εβδομάδες μετά την επίθεση. «Αντιθέτως, η εκτίμηση ολόκληρου του κλιμακίου ασφαλείας, συμπεριλαμβανομένου του επικεφαλής των στρατιωτικών μυστικών υπηρεσιών και του επικεφαλής της Shin Bet, ήταν ότι η Χαμάς είχε τρομάξει και αναζητούσε μια διευθέτηση». (Αργότερα ζήτησε συγγνώμη για την ανάρτηση αυτή).

Αλλά η ανικανότητα του στρατού και των μυστικών υπηρεσιών, όσο θλιβερή και αν ήταν, δεν μπορεί να προστατεύσει τον πρωθυπουργό από την ενοχή – και όχι μόνο επειδή, ως επικεφαλής της κυβέρνησης, ο Νετανιάχου φέρει την τελική ευθύνη για ό,τι συμβαίνει στο Ισραήλ. Η απερίσκεπτη προπολεμική πολιτική του να διχάζει τους Ισραηλινούς έκανε τη χώρα ευάλωτη, δελεάζοντας τους συμμάχους του Ιράν να χτυπήσουν μια διχασμένη κοινωνία. Ο εξευτελισμός των Παλαιστινίων από τον Νετανιάχου βοήθησε τον ριζοσπαστισμό να ευδοκιμήσει. Δεν είναι τυχαίο ότι η Χαμάς ονόμασε την επιχείρησή της «Πλημμύρα του Αλ Άκσα» και παρουσίασε τις επιθέσεις ως έναν τρόπο προστασίας του Αλ Άκσα από την εβραϊκή κατάληψη. Η προστασία του ιερού μουσουλμανικού τόπου θεωρήθηκε ως λόγος για να επιτεθούν στο Ισραήλ και να αντιμετωπίσουν τις αναπόφευκτα ολέθριες συνέπειες μιας αντεπίθεσης των IDF.

Το ισραηλινό κοινό δεν έχει απαλλάξει τον Νετανιάχου από την ευθύνη για την 7η Οκτωβρίου. Το κόμμα του πρωθυπουργού έπεσε κατακόρυφα στις δημοσκοπήσεις και η δημοτικότητά του επίσης, αν και η κυβέρνηση διατηρεί την κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Η επιθυμία της χώρας για αλλαγή δεν εκφράζεται μονάχα από τις έρευνες της κοινής γνώμης. Ο μιλιταρισμός έχει επιστρέψει κατά μήκος όλης της χώρας. Οι διαδηλωτές κατά του Μπίμπι έσπευσαν να εκπληρώσουν τα καθήκοντά τους στην εφεδρεία [του στρατεύματος] παρά τις διαμαρτυρίες, καθώς οι πρώην διοργανωτές των διαδηλώσεων κατά του Νετανιάχου αντικατέστησαν τη δυσλειτουργική ισραηλινή κυβέρνηση στη φροντίδα των ατόμων που εκκενώθηκαν από το νότο και το βορρά της χώρας. Πολλοί Ισραηλινοί έχουν οπλιστεί με πιστόλια και τουφέκια εφόδου, υποβοηθούμενοι από την εκστρατεία του Ben-Gvir για τη χαλάρωση της ρύθμισης των ιδιωτικών φορητών όπλων. Μετά από δεκαετίες σταδιακής μείωσης, ο αμυντικός προϋπολογισμός αναμένεται να αυξηθεί κατά περίπου 50 τοις εκατό.

Κόσμος διαδηλώνει κατά της κυβέρνησης Νετανιάχου, Τελ Αβίβ, Ισραήλ,
Ιανουάριος 2024. Alexandre Meneghini / Reuters

Ωστόσο, οι αλλαγές αυτές, αν και κατανοητές, είναι επιταχύνσεις [της ακολουθούμενης πορείας] και όχι μετατοπίσεις [από την ακολουθούμενη πορεία]. Το Ισραήλ εξακολουθεί να ακολουθεί τον ίδιο δρόμο στον οποίο το οδηγεί εδώ και χρόνια ο Νετανιάχου. Η ταυτότητά του είναι πλέον λιγότερο φιλελεύθερη και ισόνομη, περισσότερο εθνοτικο-εθνικιστική[10] και μιλιταριστική. Το σύνθημα «Ενωμένοι για τη Νίκη», που βλέπουμε σε κάθε γωνία του δρόμου, δημόσιο λεωφορείο και τηλεοπτικό κανάλι στο Ισραήλ, στοχεύει στην ενοποίηση της εβραϊκής κοινωνίας της χώρας. Στην αραβική μειονότητα του κράτους, η οποία στη συντριπτική της πλειοψηφία υποστήριξε μια γρήγορη κατάπαυση του πυρός και ανταλλαγή κρατουμένων, έχει επανειλημμένα απαγορευτεί από την αστυνομία να πραγματοποιήσει δημόσιες διαμαρτυρίες. Δεκάδες Άραβες πολίτες έχουν παραπεμφθεί νομικά για αναρτήσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης που εξέφραζαν την αλληλεγγύη τους στους Παλαιστίνιους στη Γάζα, ακόμη και αν οι αναρτήσεις δεν υποστήριζαν ή επιδοκίμαζαν τις επιθέσεις της 7ης Οκτωβρίου. Πολλοί φιλελεύθεροι Ισραηλινοί Εβραίοι, εν τω μεταξύ, αισθάνονται προδομένοι από δυτικούς ομολόγους τους που, κατά την άποψή τους, έχουν ταχθεί στο πλευρό της Χαμάς. Αναθεωρούν τις προπολεμικές απειλές τους να μεταναστεύσουν μακριά από τη θρησκευτική απολυταρχία του Νετανιάχου και οι ισραηλινές εταιρείες ακινήτων αναμένουν ένα νέο κύμα εβραίων μεταναστών που αναζητούν να ξεφύγουν από τον αυξανόμενο αντισημιτισμό που βιώνουν στο εξωτερικό[11].

Και, όπως συνέβαινε και προπολεμικά, σχεδόν κανένας Ισραηλινός Εβραίος δεν σκέφτεται πώς θα μπορούσε να επιλυθεί ειρηνικά η παλαιστινιακή σύγκρουση. Η ισραηλινή αριστερά, που παραδοσιακά ενδιαφερόταν για την επιδίωξη της ειρήνης, έχει πλέον σχεδόν εκλείψει. Τα κεντρώα κόμματα του Γκαντζ και του Λαπίντ, νοσταλγώντας το παλιό καλό Ισραήλ πριν από τον Νετανιάχου, φαίνεται να αισθάνονται σαν στο σπίτι τους στη νέα μιλιταριστική κοινωνία και δεν θέλουν να διακινδυνεύσουν την κυρίαρχη δημοτικότητά τους, υποστηρίζοντας τις διαπραγματεύσεις “Γη για Ειρήνη”. Και η Δεξιά είναι πιο εχθρική προς τους Παλαιστίνιους από ποτέ.

Ο Νετανιάχου έχει εξισώσει την Παλαιστινιακή Αρχή με τη Χαμάς και, καθώς γράφονται αυτές οι γραμμές, έχει απορρίψει τις αμερικανικές προτάσεις να την καταστήσει μεταπολεμικό κυβερνήτη της Γάζας, γνωρίζοντας ότι μια τέτοια απόφαση θα αναβίωνε τη λύση των δύο κρατών. Τα ακροδεξιά φιλαράκια του πρωθυπουργού θέλουν να ερημώσουν τη Γάζα και να εξορίσουν τους Παλαιστίνιους της σε άλλες χώρες, δημιουργώντας μια δεύτερη nakba που θα άφηνε τη γη ανοιχτή για νέους εβραϊκούς οικισμούς. Για να εκπληρώσουν αυτό το όνειρο, ο Ben-Gvir και ο Smotrich απαίτησαν από τον Νετανιάχου να απορρίψει κάθε συζήτηση για μια μεταπολεμική ρύθμιση στη Γάζα που θα αφήνει τους Παλαιστίνιους επικεφαλής και απαίτησαν από την κυβέρνηση να αρνηθεί να διαπραγματευτεί για την περαιτέρω απελευθέρωση των ισραηλινών ομήρων. Έχουν επίσης εξασφαλίσει ότι το Ισραήλ δεν θα κάνει τίποτα για να σταματήσει τις νέες επιθέσεις των Εβραίων εποίκων κατά των Αράβων κατοίκων της Δυτικής Όχθης.

Αν το παρελθόν αποτελεί προηγούμενο, η χώρα δεν είναι εντελώς χωρίς ελπίδα. Η ιστορία δείχνει ότι υπάρχει πιθανότητα ο προοδευτισμός να επανέλθει και οι συντηρητικοί να χάσουν την επιρροή τους. Μετά από προηγούμενες μεγάλες επιθέσεις, η ισραηλινή κοινή γνώμη μετατοπίστηκε αρχικά προς τα δεξιά, αλλά στη συνέχεια άλλαξε πορεία και αποδέχθηκε εδαφικούς συμβιβασμούς με αντάλλαγμα την ειρήνη. Ο πόλεμος του Γιομ Κιπούρ το 1973 οδήγησε τελικά στην ειρήνη με την Αίγυπτο- η πρώτη Ιντιφάντα, που ξεκίνησε το 1987, οδήγησε στις συμφωνίες του Όσλο και στην ειρήνη με την Ιορδανία- και η δεύτερη Ιντιφάντα, που ξέσπασε το 2000, έληξε με τη μονομερή αποχώρηση από τη Γάζα.

Αλλά οι πιθανότητες να επαναληφθεί αυτή η δυναμική είναι αμυδρές. Δεν υπάρχει καμία παλαιστινιακή ομάδα ή ηγέτης αποδεκτός από το Ισραήλ με τον τρόπο που υπήρξε η Αίγυπτος και ο πρόεδρός της μετά το 1973. Η Χαμάς είναι προσηλωμένη στην καταστροφή του Ισραήλ και η Παλαιστινιακή Αρχή είναι αδύναμη. Το Ισραήλ, επίσης, είναι αδύναμο: η πολεμική του ενότητα έχει ήδη ραγίσει, και οι πιθανότητες είναι μεγάλες ότι η χώρα θα διασπαστεί περαιτέρω αν και όταν οι μάχες μειωθούν. Οι αντι-Μπιμπιστές ελπίζουν να προσεγγίσουν τους απογοητευμένους Μπιμπιστές και να επιβάλουν πρόωρες εκλογές φέτος. Ο Νετανιάχου, με τη σειρά του, θα υποδαυλίσει τους φόβους και θα στυλώσει τα πόδια. Τον Ιανουάριο, συγγενείς ομήρων εισέβαλαν σε κοινοβουλευτική συνεδρίαση για να απαιτήσουν από την κυβέρνηση να προσπαθήσει να απελευθερώσει τα μέλη των οικογενειών τους, στο πλαίσιο μιας σύγκρουσης μεταξύ των Ισραηλινών για το αν η χώρα θα πρέπει να δώσει προτεραιότητα στην ήττα της Χαμάς ή να κάνει μια συμφωνία για την απελευθέρωση των υπόλοιπων αιχμαλώτων. Ίσως η μόνη ιδέα στην οποία υπάρχει ενότητα είναι η εναντίωση σε μια συμφωνία “Γη έναντι Ειρήνης”. Μετά την 7η Οκτωβρίου, οι περισσότεροι Εβραίοι Ισραηλινοί συμφωνούν ότι οποιαδήποτε περαιτέρω παραχώρηση εδαφών θα δώσει στους μαχητές ένα ορμητήριο για την επόμενη σφαγή.

Τελικά, λοιπόν, το μέλλον του Ισραήλ μπορεί να μοιάσει πολύ με την πρόσφατη ιστορία του. Με ή χωρίς τον Νετανιάχου, η «διαχείριση των συγκρούσεων» και το «κούρεμα του γκαζόν» θα παραμείνουν η κρατική πολιτική—πράγμα που σημαίνει περισσότερη κατοχή, εποικισμούς και εκτοπίσεις. Αυτή η στρατηγική μπορεί να φαίνεται ως η λιγότερο επικίνδυνη επιλογή, τουλάχιστον για ένα ισραηλινό κοινό που έχει σημαδευτεί από τη φρίκη της 7ης Οκτωβρίου και είναι κουφό σε νέες προτάσεις ειρήνης. Αλλά θα οδηγήσει μόνο σε περισσότερη καταστροφή. Οι Ισραηλινοί δεν μπορούν να περιμένουν σταθερότητα αν συνεχίσουν να αγνοούν τους Παλαιστίνιους και να απορρίπτουν τις προσδοκίες τους, την ιστορία τους, ακόμη και την παρουσία τους.

Αυτό είναι το μάθημα που θα έπρεπε να έχει πάρει η χώρα από την αρχαία προειδοποίηση του Dayan. Το Ισραήλ πρέπει να προσεγγίσει τους Παλαιστίνιους και ο ένας τον άλλον, αν θέλει μια βιώσιμη και με σεβασμό συνύπαρξη.

[1] Οι φωτογραφίες και οι παραπομπές είναι οι πρωτότυπες του άρθρου. Οι σημειώσεις και τα σχόλια είναι του μεταφραστή.

[2] Ο Νετανιάχου και η συμμαχία του αρνούνται την υπαγωγή της Γάζας στην Παλαιστινιακή Αρχή, που διοικεί την Δ. Όχθη έχοντας λίγο-πολύ αποδεχθεί να λειτουργεί ως πληρεξούσιος του Ισραήλ, παρά τις σχετικές προτάσεις των Αμερικανών, επειδή φοβούνται ότι μια τέτοια ενοποίηση της διοίκησης των Παλαιστινίων θα μπορούσε να αναζωπυρώσει τις διεκδικήσεις για τη λύση ‘των δύο κρατών’.

[3] Τα souk στο Μαρόκο είναι παζάρια πολύ δημοφιλή στους τουρίστες, με σημαντικότερα αυτά του Marrakech

[4] Φυσικά, αυτός είναι ο ορισμός του απαρτχάιντ, έστω και αν ο Aluf Benn δεν θέλει να εκστομίσει τη λέξη.

[5] Ο Εβραϊκός Ναός φυσικά δεν υπάρχει εδώ και σχεδόν δύο χιλιετίες. Αντίθετα, το τζαμί Αλ Άκσα, από τους ιερότερους χώρους των Μουσουλμάνων (τρίτος στην ιεραρχία μετά την Μέκκα και την Μεδίνα), βρίσκεται στο Όρος του Ναού και στην παρούσα του μορφή εδώ και σχεδόν μία χιλιετία.

[6] Το 1996, οι Παλαιστίνιοι ανακάλυψαν ότι το Ισραήλ είχε σκάψει κρυφά μια σήραγγα που οδηγούσε στην αρχαία περιοχή του τείχους Al-Buraq, γεγονός που προκάλεσε συγκρούσεις με τους Παλαιστίνιους με 63 νεκρούς και 600 τραυματίες. Γνωστό στους Εβραίους ως «Δυτικό Τείχος» ή «Τείχος των Δακρύων», το Τείχος Al-Buraq είναι το δυτικό τμήμα του συγκροτήματος του τζαμιού Αλ-Άκσα. Στις 21 Μαΐου του 2023 το υπουργικό συμβούλιο του Ισραήλ με πρωτοβουλία του Νετανιάχου σε μια επίδειξη πρόκλησης συνεδρίασε εντός του τούνελ κάτω από το τζαμί.

[7] Φυσικά αυτοί που πραγματοποιούν τις ‘τρομοκρατικές επιθέσεις’ και απαλλοτριώνουν τους κατοίκους από τη γη τους είναι οι έποικοι. Η ορολογία του διευθυντή σύνταξης της Χααρέτζ είναι χαρακτηριστική των ορίων εκείνων που αντιπολιτεύονται από κεντροαριστερές θέσεις τον Νετανιάχου στο Ισραήλ.

[8] Βλέπουμε και πάλι εδώ ότι για την φιλελεύθερη και κεντρώα αντιπολίτευση τα ουσιώδη ζητήματα ζωής και θανάτου που αφορούν τους Παλαιστινίους και τη σχέση τους με το κράτος-απαρτχάιντ δεν υπάρχουν στην πράξη.

[9] Mainstream στο αγγλικό κείμενο. Πρόκειται για το ‘κοσμικό κατεστημένο’ κατά Aluf Benn, δηλαδή για τις κοινωνικές και πολιτικές ελίτ που έχει παραμερίσει η ‘νέα τάξη’ του Νετανιάχου. Οι διαφορές σχίζουν κάθετα όλη την κοινωνία του Ισραήλ και έχουν να κάνουν και με την χώρα προέλευσης των κατοίκων του—οι προερχόμενοι από αφρικανικές και ασιατικές χώρες, μέχρι πρόσφατα σε περιθωριακή θέση, με τον Νετανιάχου αναλαμβάνουν τα ινία του κράτους από τους εξ Ευρώπης και ΗΠΑ προερχομένους. Με το θέμα έχει ασχοληθεί συστηματικά ο Alastair Crooke.

[10] Ethnonationalist στο πρωτότυπο. Σύμφωνα με την Wikipedia, «o εθνοτικός εθνικισμός, γνωστός και ως εθνο-εθνικισμός, είναι μια μορφή εθνικισμού στην οποία το έθνος και η εθνικότητα ορίζονται με βάση την εθνότητα, με έμφαση σε μια εθνοκεντρική (και σε ορισμένες περιπτώσεις εθνοκρατική) προσέγγιση σε διάφορα πολιτικά ζητήματα που σχετίζονται με την εθνική επιβεβαίωση μιας συγκεκριμένης εθνοτικής ομάδας». Ουσιαστικά, με απλά λόγια, την ισραηλινή εθνικότητα μπορούν να έχουν μόνο οι εθνοτικά Εβραίοι, την ουκρανική εθνικότητα μόνο οι εθνοτικά Ουκρανοί (και όχι οι εθνοτικά Ρώσοι), την ελληνική εθνικότητα μόνο οι εθνοτικά Έλληνες, κ.ο.κ. Πρόκειται για ρατσιστική προσέγγιση που συνεπάγεται την καταστολή των δικαιωμάτων των μη εθνοτικά Εβραίων (απαρτχάιντ).

[11] Είναι ιδιαίτερα κουραστική, αν όχι γελοία, αυτή η συνεχής ταύτιση της κριτικής προς τις γενοκτονικές πολιτικές του Ισραήλ με τον αντισημιτισμό, από την οποία μοιάζει να μην ξεφεύγει ούτε ο αρχισυντάκτης της Haaretz. Είναι περίεργη εμμονή στην προπαγάνδιση αυτών των απόψεων που όλο και περισσότερο απομονώνουν το κράτος-απαρτχάιντ από την υπόλοιπη ανθρωπότητα.

Πηγή: Foreign Affairs

Μετάφραση – επιμέλεια: Κ. Μηλολιδάκης

Νόμος για τις ακτές. Αναπαραγωγή και διεύρυνση της ιδιωτικοποίησης

Το καλοκαίρι που μας πέρασε το κίνημα για την υπεράσπιση του δημόσιου χαρακτήρα των ακτών της χώρας έκανε ιδιαίτερη αίσθηση γιατί ζητούσε το αυτονόητο. Την εφαρμογή του νόμου.  Η κυβέρνηση έκανε δηλώσεις κατανόησης απέναντι σε αυτό το κίνημα και μερικές επικοινωνιακές παρεμβάσεις, με ελάχιστο όμως πρακτικό αντίκρισμα. Τότε εξήγγειλε ότι τον χειμώνα θα φέρει νόμο για να σταματήσει η ασυδοσία. Και όντως φέρνει το σχέδιο νόμου “όροι αξιοποίησης της δημόσιας περιουσίας στις παραθαλάσσιες διατάξεις και άλλες διατάξεις”, που βρίσκεται σε “δημόσια διαβούλευση” έως 14/02/2024. Όχι όμως για να σταματήσει την ασυδοσία, αλλά για να της κλείσει το μάτι.

Το νομοσχέδιο ουσιαστικά κάνει αλλαγές στις εξής κατευθύνσεις.

Μειώνεται ο ελεύθερος χώρος-αυξάνεται ο χώρος που θα καταλαμβάνεται με τραπέζια, ομπρελοκαθίσματα κοκ. Διευρύνει το τμήμα της παραλίας που από δημόσιο κοινόχρηστο αγαθό, δίνεται με συμβάσεις σε επιχειρηματίες για εμπορευματική χρήση. Αυτό το κάνει με συγκεκριμένες αλλαγές στον νόμο. Πρώτον ρευστοποιεί, τα όρια που μπορεί να νοικιάσει για τοποθέτηση ομπρελοκαθισμάτων μια όμορη, σε τμήμα αιγιαλού, επιχείρηση. Ο όρος παλαιός αιγιαλός χάνει την έννοια που είχε παλαιότερα και από κοινόχρηστο αγαθό, σε πολλές περιπτώσεις, θα ιδιωτικοποιηθεί-εμπορευματοποιηθεί από παραχωρήσεις της ΕΤΑΔ προς όμορες ή άλλες επιχειρήσεις. Δεύτερον μειώνει τα μέτρα ελεύθερου χώρου από την ακτογραμμή, από 5μ σε 4μ, αλλά και το μήκος των μικρών κολπίσκων στις οποίες μπορούν να μπουν ομπρελοκαθίσματα. Τα οποία ήδη δεν τηρούνταν και κάποιοι επιχειρηματίες έβαζαν τραπέζια-ομπρελοκαθίσματα πάνω στο κύμα. Τρίτον, θεσμοθετεί την έννοια της δήθεν προστατευόμενης παραλίας για να πει ότι από τις παραλίες Natura (πάρα πολλές στην χώρα μας) αυτές για τις οποίες θα ισχύει ότι δεν μπορούν να καταλαμβάνονται άνω του 30% από ομπρελοκαθίσματα, θα είναι μόνο οι  “προστατευόμενες” και όχι όλες οι Natura, όπως ισχύει σήμερα. Έτσι σε πολλές παραλίες Natura από εκεί που ο καταλαμβανόμενος χώρος ήταν 30%, θα πάει σε 60%, όριο που ισχύει για τις “κοινές” παραλίες. Ο κ. Χατζηδάκης πραγματικά πουλώντας καθρεπτάκια σε ιθαγενείς παρουσιάζει ότι αυτό αντισταθμίζεται από το γεγονός ότι σε κάποιες Natura, προφανώς απομακρυσμένες που θα χαρακτηριστούν απάτητες, δεν θα μπουν ομπρελοκαθίσματα. Τέταρτον καταργεί την ελάχιστη πρόβλεψη για χάραξη παραλίας (30 μ).Τέλος, ακόμα και οι προηγούμενες προβλέψεις για τον ήχο, αποσύρονται.

πετάει, ακόμα περισσότερο, τους δήμους έξω από τις διαδικασίες παραχώρησης απλής χρήσης αιγιαλού αλλά και ελέγχου, επιβολής προστίμων. Υποτίθεται αναλαμβάνει η υποστελεχωμένη και αμαρτωλή Κτηματική Υπηρεσία, η επίσης αμαρτωλή ΕΤΑΔ, η ΑΑΔΕ, η αστυνομία και κάποια μικτά κλιμάκια. Και ο νοών νωείτω.

–  Οικοδομεί ένα σύστημα ελέγχου και κυρώσεων πολυδαίδαλο και χαοτικό, αναπαράγοντας τα προβλήματα της επικάλυψης αρμοδιοτήτων και της υποστελέχωσης – ειδικά της Κτηματικής Υπηρεσίας, ακριβώς για να μην λειτουργήσει. Με συγκεκριμένες διατάξεις δε, κλείνει το μάτι στις παρανομίες, καθώς κυρώσεις ενεργοποιούνται μετά την 2η όχληση και κυρίως σε αυτές δεν περιλαμβάνεται το μόνο μέτρο που μπορεί να λειτουργήσει αποτρεπτικά. Άμεση ανάκληση παραχώρησης και σφράγισμα της επιχείρησης. Τέλος, για την πολυδιαφημιζόμενη ψηφιακή πλατφόρμα καταγγελιών δεν υπάρχει κανένα εχέγγυο ποιος από την υποστελεχωμένη κτηματική υπηρεσία θα παραλαμβάνει την καταγγελία και τι θα την κάνει.

δεν ανακόπτει, τουναντίον –μάλλον ενθαρρύνει- την έμμεση ιδιωτικοποίηση των παραλιών από μεγάλες ξενοδοχειακές μονάδες-resorts, οι οποίες περικλείουν ιδιοκτησιακά παραλίες μικρής ή μεγαλύτερης έκτασης, αποκόπτοντας την πρόσβαση και καταλαμβάνοντας με ομπρελοκαθίσματα και άλλες κατασκευές, όλη -εν δυνάμει- την έκταση τους. Το φαινόμενο των «ιδιωτικών» ξενοδοχειακών παραλιών, είναι πολύ διαδεδομένο σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας, με αποτέλεσμα ολόκληρες παραλίες, που συνήθως βρίσκονται σε κλειστούς κόλπους, να αποκόπτονται τελείως και να είναι απροσπέλαστες για τους κοινούς θνητούς, σε αποκλειστική χρήση για τους ευκατάστατους ξενοδοχειακούς πελάτες. Με την πάροδο των χρόνων, εμπεδώνεται μια λογική ιδιωτικοποίησης των παραλιών αυτών. Αυτό συμβαίνει, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, κυρίως με τη ρευστοποίηση των ορίων της έκτασης που μπορεί να νοικιάσει, στα πλαίσια μιας σύμβασης για απλή χρήση αιγιαλού,  μια όμορη επιχείρηση. Επίσης, δεν περιορίζεται η ενοικιαζόμενη έκταση π.χ. σε 500τμ, όπως ισχύει για τα τις επιχειρήσεις μπιτς μπαρς.

Με λίγα λόγια, άνθρακας ο θησαυρός του κ. Χατζηδάκη με τα συνθήματα περί τέλους της ανομίας. Η κυβέρνηση ανάμεσα στα κινήματα πολιτών, που ζητούν την τήρηση του Συντάγματος, και στα επιμελητήρια που ζητούν, με ανακοίνωσή τους, να έχουν δικαίωμα να καταλαμβάνουν όλη την παραλία για εμπορευματική χρήση, κλείνει το μάτι στους δεύτερους.

Από τον δημόσιο χώρο – που είναι οι παραλίες της χώρας – ακόμα μεγαλύτερο κομμάτι θα δεσμευτεί για εμπορευματική χρήση. Ενοχλητικές διατάξεις της έως τώρα νομοθεσίας, φεύγουν (ήχος, 30% επικάλυψη για περιοχές Natura). Μεγάλα ξενοδοχεία και επιχειρήσεις θα συνεχίσουν να μπορούν να καταλαμβάνουν, πρακτικά, όλη την παραλία, στο όνομα της όμορης επιχείρησης.

Αλλά κι έτσι το πρόβλημα στην έως τώρα ασυδοσία δεν ήταν ο νόμος. Νόμος υπήρχε. Και απαγόρευε ομπρελοκαθίσματα σε αρχαιολογικούς χώρους, όριζε όρια για το ελεύθερο τμήμα της παραλίας, δεν επέτρεπε καθίσματα πάνω στο κύμα και δεν αναγνώριζε ιδιωτικές παραλίες. Ε και; Δεν εφαρμοζόταν γιατί η κυβέρνηση δεν ήθελε να εφαρμοστεί. Και δεν ήθελε να εφαρμοστεί γιατί ζούμε σε μια χώρα που η οικονομίας της εξαρτάται, με επιλογή της άρχουσας τάξης, από το πόσα ομπρελοκαθίσματα θα μπουν σε μια παραλία. Αυτό είναι το μοντέλο ανάπτυξης, γι’ αυτό ζούμε και αυτές τις τριτοκοσμικές εικόνες της καταπάτησης και της αυθαιρεσίας, κάθε καλοκαίρι.

Η απαίτηση να μην είναι οι δημόσιες ακτές χωράφι προς εκμετάλλευση για κάθε ιδιώτη λοιδορείται ως αναχρονιστική και μη αναπτυξιακή. Κι όμως είναι εφικτό ένα μοντέλο για την δημόσια διαχείριση των ακτών (πχ από τους δήμους), σε μια κατεύθυνση παροχής υπηρεσιών υψηλής ποιότητας και ασφάλειας για τους λουόμενους, ντόπιους και τουρίστες. Σε μια λογική διαχείρισης ενός δημόσιου κοινωνικού αγαθού με σημαντικές μακροπρόθεσμες περιβαλλοντικές επιπτώσεις και όχι μιας… προέκτασης, δίπλα στο κύμα, του κάθε μαγαζιού. Τις πλέον πολυφωτογραφιζόμενες παραλίες με τις οποίες ο ΕΟΤ διαφημίζει το τουριστικό προϊόν της χώρας, όπως ο Μπάλος και το Λαφονήσι στην Κρήτη, το Ναυάγιο στην Ζάκυνθο, ο Μύρτος στην Κεφαλονιά, η Ελαφόνησος στην Πελοπόννησο κ.α.), δήμοι τις διαχειρίζονται. Με πολλά αρνητικά σημεία, που όμως σε καμία περίπτωση δεν φτάνουν την καταπάτηση, την κακογουστιά και την ασυδοσία της πλειοψηφίας του τουριστικού επιχειρείν…

Η εμφάνιση του κινήματος για τις δημόσιες παραλίες, έκανε το περσινό καλοκαίρι τα πρώτα του βήματα. Βασικά έσπασε την σιωπή και τον ωχαδερφισμό του “και τι να κάνεις;”. Πολλές χιλιάδες  άνθρωποι έμαθαν τα δικαιώματά τους και προβληματίστηκαν για τα αδιέξοδα που μπορεί να φέρει η υπερτουριστικοποίηση και το μοντέλο ανάπτυξης που την τρέφει.

Αυτά είναι σημαντικά ως αποτελέσματα. Σιγά σιγά συνειδητοποιεί ότι απέναντι του δεν έχει απλά μερικούς επιχειρηματίες, αλλά και μια κυβέρνηση που προωθεί την καταπάτηση.

Και κυρίως, πέρα από το να ζητήσει την απόσυρση του συγκεκριμένου νόμου ή τουλάχιστον την αλλαγή των επίμαχων διατάξεων και κυρίως την αυστηροποίηση-συγκεκριμενοποίηση των κυρώσεων των καταπατητών, πρέπει να προετοιμαστεί για το καλοκαίρι που έρχεται.

Πριν 2-3 δεκαετίες μια οικογένεια δεν πλήρωνε τόσο την δημόσια παιδεία, δεν πλήρωνε τόσο την δημόσια υγεία, δεν ήθελε τόσα λεφτά για να γευτεί λίγες ώρες αναψυχής στις δημόσιες παραλίες μας.

Ο αγώνας για τον δημόσιο χαρακτήρα των ακτών είναι ένας αγώνας ενάντια στην όλο και διευρυνόμενη ανισότητα και τους πολλαπλούς ταξικούς αποκλεισμούς. Αν στην νέα γενιά, που αποκλείεται πολλαπλώς από πολλά κοινωνικά αγαθά, γίνει αυτό αντιληπτό, πολλά μπορούν να αλλάξουν.

Πάνος Λεονταράκης

Δημήτρης Μητρόπουλος

Μέλη σε πρωτοβουλίες πολιτών για την υπεράσπιση του δημόσιου χαρακτήρα των ακτών.

ΥΓ: Τα στοιχεία αντλήθηκαν από την δουλειά που έκανε, στην ηλεκτρονική “διαβούλευση”,  μια ομάδα πολιτών από την Κίνηση Πολιτών Πάρου και από την Σύρο.

Να μην περάσει η ποινικοποίηση των κινητοποιήσεων σε Νοσοκομεία και Σχολεία

Κατατέθηκε στις 9.2.2024 το σχέδιο νόμου του Υπουργείου Δικαιοσύνης με τίτλο «Παρεμβάσεις στον Ποινικό Κώδικα και τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας».

Ύστερα από διαβούλευση δύο μηνών στους οποίους συγκέντρωσε την ομόθυμη κατακραυγή του νομικού και όχι μόνο κόσμου, ακόμη και των νομικών που πρόσκεινται ιδεολογικοπολιτικά στον χώρο της νέας Δημοκρατίας, η κυβέρνηση επιμένει στην ψήφιση του νόμου αυτού, το κείμενο του σχεδίου του οποίου ελάχιστες αλλαγές παρουσιάζει σε σχέση με το προηγούμενο και αυτές περισσότερο αρνητικές, παρά θετικές.

Εχουν προηγηθεί δύο σημειώματά  μου σχετικά με το νομοσχέδιο («Βοήθεια, οι μεταρρυθμιστές….» στις 29.11.2023 με αφορμή την πρώτη δημόσια εξαγγελία του νομοσχεδίου και «Ποινικοί Κώδικες : Κομμάτια και θρύψαλα…..» στις 09.12.2023, με αφορμή το σχέδιο νόμου που δόθηκε στη διαβούλευση τις μέρες εκείνες, ανηρτημένα και τα δύο σε πληθώρα ιστοσελίδων), επισημαίνω σε πρώτη ανάγνωση τις πιο ενδιαφέρουσες αλλαγές που εμφανίζονται στο κείμενο του νέου νομοσχεδίου :

Με το νομοσχέδιο του Δεκεμβρίου 2023 (το είχα επισημάνει στο παραπάνω κείμενό μου) προβλέπονταν η θέσπιση ενός νέου αδικήματος, που ποινικοποιεί τις κινητοποιήσεις στα νοσοκομεία. Πρόκειται για την παρακάτω διάταξη :

Άρθρο 25 Διατάραξη της λειτουργίας υπηρεσίας νοσηλευτικών ιδρυμάτων – Προσθήκη παρ. 4 στο  άρθρο 168 του Ποινικού Κώδικα. Στο άρθρο 168 του Ποινικού Κώδικα προστίθεται παρ. 4 ως εξής:
 
«4. Όποιος εισέρχεται σε χώρο υγειονομικής περίθαλψης και με οποιονδήποτε τρόπο, ιδίως με φωνασκίες, θόρυβο, ύβρεις ή απειλές κατά του υγειονομικού προσωπικού, υπαλλήλων ή ασθενών διαταράσσει τη λειτουργία του, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός (1) έτους και χρηματική ποινή και αν η πράξη συνδέεται με πρόκληση βιαιοπραγίας με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον δύο (2) ετών και χρηματική ποινή.». 

Όταν αναφέρεται ελάχιστο όριο ποινής φυλάκισης, τότε σημαίνει ότι το εύρος της απειλούμενης ποινής κυμαίνεται ανάμεσα στο αναφερόμενο ελάχιστο όριο και το εκ του νόμου μέγιστο, που για την ποινή φυλάκισης είναι 5 χρόνια. Αρα οι απειλούμενες ποινές σημαίνουν 1 έως 5 χρόνια στην πρώτη περίπτωση και 2 έως 5 χρόνια στη δεύτερη. Και οι ποινές άνω του ενός έτους με το νέο ν/σ δεν παίρνουν αναστολή, αλλά εκτίονται τουλάχιστον εν μέρει.

Η φημολογούμενη δικαιολογία ότι η διάταξη αυτή αποσκοπεί να προστατεύει το προσωπικό των νοσοκομείων από τσαμπουκάδες συγγενών ασθενών κατά του προσωπικού (γιατρών, νοσοκόμων κλπ) δεν πείθει. Ακόμα και αν έχει διατυπωθεί σχετικό αίτημα από Π.Ι.Σ. γίνεται προσχηματική χρήση του αιτήματος για να καταστείλει τις κινητοποιήσεις.

Κριτήρια για αυτό είναι :

1) Η αοριστία του «χώρου υγειονομικής περίθαλψης», που μπορεί να περιλαμβάνει και τα προαύλια και τους διαδρόμους και άλλους χώρους μέσα στα νοσοκομεία.

2) Η έμφαση στον θόρυβο και τις φωνασκίες. Μόνο για συνθήματα και ντουντούκες δεν λέει.

3) Η γενική διατύπωση «κατά των υπαλλήλων». Τέτοιοι θεωρούνται από το νόμο και οι διοικητές των δημόσιων νοσοκομείων.

4) Η ευρύτατη διατύπωση «με οποιονδήποτε τρόπο… διαταράσσει τη λειτουργία του..», δηλαδή όχι μόνο με πράξεις κατά του προσωπικού κλπ (όλα όσα είναι από….. «ιδίως…………» έως «…………ασθενών»).

5) Η αοριστία της διατύπωσης «διαταράσσει τη λειτουργία»

6) Η αοριστία της διατύπωσης «αν η πράξη συνδέεται με πρόκληση βιαιοπραγίας» : Προσέξτε, δεν λέει με την τέλεση βιαιοπραγίας, αλλά με την πρόκληση βιαιοπραγίας. Πρόκληση σημαίνει τέλεση από άλλο πρόσωπο η ακόμα και μη τέλεση, άρα η πρόκληση είναι πολύ ευρύτερη έννοια από την τέλεση.

7) Η υπάρχουσα ποινική νομοθεσία αντιμετωπίζει τις αξιόποινες συμπεριφορές τόσο με τις γενικές διατάξεις των αδικημάτων εξύβρισης, απειλής και σωματικής βλάβης (Π.Κ. 361, 333, 308 – 311), όσο και με ειδικές διατάξεις που ισχύουν όταν ο παθών είναι «υπάλληλος» (π.χ. αυτεπάγγελτη δίωξη και επιβαρυντική περίπτωση για σωματικές βλάβες Π.Κ. 308 παρ. 2 και 315Α), ιδιότητα που έχει (τουλάχιστον το μόνιμο) το προσωπικό (γιατροί, νοσοκόμοι, διοικητικοί, τεχνικοί κλπ) των δημοσίων νοσοκομείων. Αρα δεν χρειάζεται ιδιαίτερη και αυξημένη προστασία.

8) Το γεγονός ότι τα προηγούμενα χρόνια οι συγκεντρώσεις και οι ντουντούκες ενόχλησαν τόσο πολύ, ώστε ομολογήθηκαν από Υπουργούς και οδήγησαν σε εκδικητικές μεταχειρίσεις (Καταραχιάς, Ερωτοκρίτου κλπ).

Μετά από τη δίμηνη διαβούλευση στο σχέδιο νόμου που δημοσιοποιήθηκε στις 9/1/2024, η παραπάνω διάταξη όχι μόνο δεν εξαλείφθηκε αλλά εμπλουτίστηκε, έτσι ώστε :

Α) Αφενός να περιλάβει στο πεδίο εκδήλωσης της αξιόποινης πράξης όλους τους χώρους των δομών παροχής υπηρεσιών υγείας και όχι μόνο τους χώρους υγειονομικής περίθαλψης, άρα να διευρύνει ακόμα περισσότερο το πεδίο εφαρμογής του και

Β) Αφετέρου να επεκτείνει το πεδίο εκδήλωσης της αξιόποινης πράξης και στους εκπαιδευτικούς χώρους.

Η νέα διάταξη έχει ως εξής :

ΆΡΘΡΟ 33 νσ :

Στο άρθρο 168 του Ποινικού Κώδικα προστίθενται παρ. 4 και 5 ως εξής :

4) Όποιος εισέρχεται σε δομές παροχής υπηρεσιών υγείας, συμπεριλαμβανομένων των κινητών μονάδων παροχής υπηρεσιών υγείας ή προσεγγίζει κινητές μονάδες παροχής υγειονομικών υπηρεσιών άμεσης βοήθειας και με οποιονδήποτε τρόπο, ιδίως με φωνασκίες, θόρυβο, ύβρεις ή απειλές κατά του ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού, εργαζομένων, υπαλλήλων ή ασθενών διαταράσσει τη λειτουργία τους, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον 1 (ενός) έτους και χρηματική ποινή και αν η πράξη συνδέεται με πρόκληση βιαιοπραγίας, με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον δύο (2) και χρηματική ποινή.

5) Με τις ποινές της παρ. 4 τιμωρείται όποιος εισέρχεται σε χώρο πρωτοβάθμιας ή δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και με οποιονδήποτε τρόπο, ιδίως με φωνασκίες, θόρυβο, ύβρεις ή απειλές κατά του εκπαιδευτικού προσωπικού, εργαζομένων, υπαλλήλων ή μαθητών διαταράσσει την λειτουργία του.

Οσα σχόλια προηγήθηκαν για τη διάταξη που περιείχε το ν/σ του Δεκέμβρη 2023 ισχύουν στο ακέραιο και για την τωρινή διάταξη. Για αυτό και επισημαίνονται με έμφαση τα σχολιαζόμενα σημεία.

Τα ίδια ακριβώς σχόλια ισχύσουν και για την προστεθείσα παράγραφο για τα σχολεία.

Και βέβαια το ότι επεκτείνεται και σε άλλους χώρους δεν αφήνει κανένα περιθώριο αμφιβολίας ότι πρόθεση της κυβέρνησης είναι να καταστείλει τις κινητοποιήσεις και στα νοσοκομεία και στα σχολεία και όχι οι δικαιολογίες που δεν πείθουν κανέναν

Και ποιος ξέρει και που αλλού αν δεν υποχρεωθεί να το αποσύρει.